Φυλλάδες του Γεροδήμου
Реклама. ООО «ЛитРес», ИНН: 7719571260.
Оглавление
Eftaliotis Argyris. Φυλλάδες του Γεροδήμου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ
ΠΡΩΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ. ΤΑ ΠΡΩΤΑ MOΥ ΧΡΟΝΙΑ
Α' ΜΑΝΝΑΣ ΓΥΙΟΣ
Β' ΠΡΩΤΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΟΝΟΙ
Γ' ΠΡΩΤΗ ΛΑΧΤΑΡΑ
Δ' ΣΚΟΛΕΙΟ
ΣΤ' ΚΑΡΑ ΚΟΛ, ΧΑΖΙΡ ΟΛ!
Ζ' ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η' ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Θ' ΠΡΟΚΟΠΗ
Ι'
ΙΑ' ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ ΝΑ ΤΟ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ!
IB' ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ
ΙΓ' ΟΞΩ!
ΙΔ' ΣΤΟ ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ
IE' ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΝΟ
ΙΣΤ' ΠΙΑΣΤΗΚΕ!
ΙΖ' ΛΑΧΤΑΡΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ
ΙΗ' ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
ΙΘ' ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ!
Κ' ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ
ΚΑ' ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΚΟΣΜΟΥ
KB' ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΑΚΟΜΑ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΛΛΑΔΑ. ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Α' ΣΤΗΝ "ΑΚΡΟΠΟΛΗ" ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
B' Ο ΜΠΡΑΪΜΗΣ
Γ' ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΠΡΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΟΥΜΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Δ' ΣΤΟΥ ΜΠΕΗ
Ε' ΣΤΗΝ ΑΠΑΝΩ ΤΗΝ ΑΓΓΟΡΑ
Ζ' ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Η' ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Θ' ΛΙΓΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
Ι' ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΕΣ
ΙΑ' Η ΘΕΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ
IB' Η ΝΟΙΚΟΚΕΡΑ
ΙΓ' ΦΤΑΝΕΙ ΜΑΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΤΡΙΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ. ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Α' ΣΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ
Β' ΕΘΝΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ
Γ' Η ΚΑΛΗ ΜΑΣ Η MAΝNΑ
Δ' ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ε' Η ΞΑΝΘΟΜΑΛΛΟΥ ΚΙ Ο ΜΑΥΡΙΔΕΡΟΣ
ΣΤ' ΕΝΑ ΣΑΛΕΠΙ
Ζ' ΕΝ' ΑΝΕΛΠΙΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Η' ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ Κ' ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝ
Θ' ΣΤ' ΑΗ ΓΡΗΓΟΡΗ
Ι' ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΩΣΥΝΗΣ ΤΟΥ
IA' ΣΤΟ ΣΤΑΞΙΜΙ
IB' ΣΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΠΟΥ ΟΝOMA ΔΕΝ ΤΟΥ ΒΡΙΣΚΩ
ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ. ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Α' ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Β' ΣΤΟ ΠΑΛΑΤI
Γ' ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ ΝΤΥΜΕΝΟΣ
Δ' Ο ΠΑΝΑΓΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ε' ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΣΤ' ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΦΕ
Ζ' Η ΜΙΑ ΜΕΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Η' Η ΑΛΛΗ Η ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Θ' ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Ι' ΜΕΓΑΛΟΣ ΝΟΥΣ
ΙΑ' ΠΑΡΑΤΑΞΗ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Отрывок из книги
Πρι διαβάσης τις φυλλάδες μου, Χριστιανέ που με πήρες στα χέρια σου, ίσως θέλεις να ξέρης ποιος είταν ο Γεροδήμος. Ας σου δηγηθώ λοιπό με λίγα λόγια τα πρώτα μου χρόνια, πριν καταπιαστώ τις άλλες φυλλάδες. Όσο για τα κατόπι τα χρόνια, μπορείς και να τα μαντέψης ως ένα βαθμό. Το παιδί θα σου δείξη τον άντρα. Δε γνώρισα, και πιστεύω μήτε του λόγου σου δε γνώρισες άνθρωπο που του άλλαξε τα καύκαλα ο καιρός.
Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ… Είμουμα λοιπόν της μάννας μου γυιός, και μ' εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια.
.....
… Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα. Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέπαζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυφλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πη, με φέρνει σ' ένα στασίδι. Είταν το στασίδι του Ψάλτη. Ό,τι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας.
– Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα. Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι.
.....