Читать книгу Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου - Georgios M. Vizyenos - Страница 1
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
ОглавлениеΕκείνος που μου πρωτοανάφερε το όνομα του Βιζυηνού είταν ο φίλος μου ο καημένος, ο συμμαθητής μου κι ο σύντροφος. Αγαπούσε την ποίηση, μα περισσότερο αγαπούσε να τρέφη και να τονώνη την αγάπη τη δική μου προς το τραγούδι· προς το τραγούδι καθώς χύνοταν και καθώς κυριαρχούσε στην Αθήνα με τη Μούσα του Παράσχου και του Παπαρρηγόπουλου, με πολλούς από τους βραβευμένους και από τους αβράβευτους των ποιητικών διαγωνισμών, με την κριτική σοφία των καθηγητών που είτανε, από το Πανεπιστήμιο μέσα, των διαγωνισμών εκείνων, σε φυλλάδια τυπωμένων, οι εισηγητές. Ο φίλος μου κρατούσεν εμένα ενήμερο σε όλα τα νέα τα φιλολογικά της εποχής. Αυτός με ξάφνισε με το θάνατο του Βασιλειάδη, που έκαμε να μαυροφορέση με νέο πένθος η παρνασσική νεολαία του καιρού ύστερ' από το χαμό του Παπαρηγοπούλου· αυτός μου έφερε τον «Παρνασσό», έκδοση ανώνυμη του Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου, του δοξασμένου ύστερα Μορεάς, με τα «εκλεκτά τεμάχια των συγχρόνων ποιητών» – στα 1873 – και με το «Γοργόν Ιέρακα» του Αλεξάνδρου Ραγκαβή, σκαλισμένο, για να περιφυλαχτή σε ακριβή κασσετίνα, χρυσαφικό μπροστά στα χοντροδουλεμένα στιχουργικά μαστορέματα των άλλων. Αυτός αντέγραφε για μένα στίχους επί στίχων, από τα ελεγεία τα ρωμαντικά του Αχιλλέως Παράσχου ίσα με τα παθητικά βογγητά της Φωτεινής Οικονομίδου, Σαπφώς που ντρεπόταν παστρικά να μιλήση. Ο φίλος μου ήρθε κάποτε στο σπίτι μου λαχανιασμένος. Μου έφερε τη σημαντικώτατην είδηση πως νέος και μεγάλος ποιητής γεννήθηκε στην Αθήνα, που μπροστά του δύσκολα πια θα μπορούσαν οι άλλοι να κρατηθούν ορθοί. Το νέο μετέωρο είταν ένα αγόρι αμούστακο, έλεγε, που ακόμα δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Η καταγωγή του, από την Πόλη· μαθητής του Ηλία Τανταλίδη, της «αηδόνος του Βοσπόρου», καθώς τότε συνειθίζανε οι θαυμαστές του να τον αναφέρουν τον τυφλό χριστοπουλικό ποιητή· μαθητής του και στο σχολείο, μα και στην τέχνη την ποιητική, κληρονόμος του και διάδοχός του ο Γεώργιος Βιζυηνός. Απρόσβλητο πιστοποιητικό της αξίας του ο «Κόδρος», το επικό του ποίημα που το είχε στείλει στο Βουτσιναίο διαγωνισμό του 1874, και που πήρε το βραβείο, τη δάφνη με τις χίλιες δραχμές. Κριτικός εισηγητής μέσα σ' εκείνο το διαγωνισμό και διαλαλητής της ανατολής του νέου άστρου ο Αλέξανδρος Ραγκαβής πάντα. Είταν αυτό, το δεύτερο πραξικόπημα της κάπως ταχυδαχτυλουργικής ευφυίας της πολύτροπης αυτής κορυφής τότε μέσα στη φιλολογία μας· το πρώτο είτανε το βραβείο που έδωκε στον «Αρματωλό», ενός άλλου Γιώργη, στα 1862, ενός Βουλγάρου που άκουγε στόνομα το ελληνικό Σταυρίδης. Μα τον καιρό που ζούσαμε, ο φίλος μου κ' εγώ, δεν ψιλολογούσαμε τα πράγματα. Το άκουσμα του Βιζυηνού μου καρφώθηκε στη σκέψη. Νέος ποιητής, διαφορετικός απ' όσους συνείθιζα να διαβάζω, ναντιγράφω, ναγαπώ και ναποστηθίζω. Πότε και πώς θα γνωριστούμε με τον ποιητή του «Κόδρου»! Όταν μου ήρθε το βιβλίο, ρίχτηκα να τους ρουφήξω τους στίχους του. Στη γλώσσα του, όλος ο αλύγιστος από τα λεξικά σχολαστικός αρχαϊσμός του Τανταλίδη, όχι βέβαια στα δημοτικά του τραγουδάκια, ακόμα υποφερτά και κάπου κάπου και χαριτωμένα, αλλά στα «Ιδιωτικά στιχουργήματα» τα βυζαντινικώτατα. Στο μετρικό του σχήμα, η «Τουρκομάχος Ελλάς» του Αλεξάνδρου Σούτσου. Στην ουσία του και στη σύνθεσή του η ηρωική θυσία του αθηναίου βασιλιά μεταμορφωμένη σε μιαν αδέξια ιλαροτραγωδία αισθηματολογική. Κράτησα στη μνήμη μου την αρχή του «Κόδρου»:
Μικρόν αφείσα τον Ελικώνα, Ω Μούσα, κόρη του ουρανού, μυσταγωγός μου προς τον αιώνα των ισοθέων παραγενού. Προ του νοός μου κρατούσα φάρον μακρών αιώνων τον πέπλον άρον, επί Πηγάσου ανάγαγέ με παρά τας όχθας του Κηφισσού και μ' ένα κλάδον στεφάνωσέ με του καλλιδάφνιδος Παρνασσού.
Από τα προπύλαια αυτά μπορεί κανείς να λάβη καθάρια ιδέα της όλης οικοδομής. Εννοείται πως ο βραβευμένος «Κόδρος» όσο κι αν τον εθαύμασεν ο Ραγκαβής και μετρημένοι στο πλάι του ασπρομάλληδες δασκάλοι, γέννησε απορίες και ξύπνησε θυμούς μέσα στους κύκλους και των νέων μουσοπόλων που φιλοδοξούσανε τις δάφνες και τις χίλιες του Βουτσιναίου και των άλλων που κρατούσανε στην Αθήνα τα σκήπτρα της ποιητικής. Ο παρείσαχτος αυτός Ανατολίτης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που τόλμησε με το τραχύ φύσημα μιας γκάιδας, παρουσιασμένης με κλασικήν επισημότητα αυλού του Πανός, να σκεπάση τις καντάδες που ωργάνωναν κάτου από το ρωμαντικό πια φέγγος της αττικής σελήνης μπροστά στη λάμψη του «Φανού του Κοιμητηρίου των Αθηνών» οι κιθάρες και τα μαντολίνα των λογής Παράσχων και Παπαρρηγόπουλων! Κι αφού, αγύμναστος ακόμα τότε σε κάποιο με κριτική προσοχή εξέτασμα των έργων, παιδί του σκολειού υπνωτισμένο από τη στίχο, χάρηκα τα πολυσέλιδα δεκάστιχα του «Κόδρου», δοκίμασα και τη συγκίνηση την άλλη: του σκεπτικισμού· της αμφιβολίας δηλονότι και της υποψίας μήπως ο «Κόδρος» αυτός δεν άξιζε όσο ήθελαν να μας τον παραστήσουν οι βραβευτές του και μήπως για την περίστασην αυτή θα έπρεπε να χρησιμοποιηθή ο γνωμικός στίχος του διδασκάλου ίσα ίσα τον Βιζυηνού, του Τανταλίδη: «Δεν είναι αδάμας ό,τι στίλβει και εκθαμβοί το όμμα – Ούτ' ευώδες είναι ρόδον ό,τι ρόδου έχει χρώμα». Στου άλλου είδους τη συγκίνηση μου έδωκε αφορμήν η «Εφημερίς των Συζητήσεων» το αθηναϊκό φύλλο που έβγαινε τότε καθ' εβδομάδα, όργανο των πολιτικών ιδεών των δύο Δεληγεώργηδων, του Επαμεινώνδα και του Λεωνίδα. Μέσα σ' αυτό το φύλλο παρουσιάζονταν κάποτε, στην εφημερίδα δίνοντας όψη φιλολογικού περιοδικού, δύο νέοι, αγαπημένοι των Μουσών από τους αξιολογώτερους: δυο Γιάννηδες· ο Παπαδιαμαντόπουλος και ο Καμπούρογλους της «Ακροπόλεως» και του «Φαέθωνος», ποιημάτων, λεγόμενων επικολυρικών που βάλθηκαν να συνεχίσουν, μα που την αδυνάτιζαν δυστυχώς, την παράδοση του Ραγκαβή με το «Διονύσου πλουν» και του Παπαρρηγοπούλου με τον «Ορφέα» και με τον «Πυγμαλίωνα». Στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων» φάνηκε μέσα σε δυο τρία της φύλλα αράδα αράδα, μία εκτεταμένη επίκριση τον «Κόδρου», γραμμένη από τον Καμπούρογλου. Πάντα με σκοπό πολεμικό, να ρίξη κάθε τι που θα μπορούσε ορθό να απομείνη για την αξία του «Κόδρου», μα και φερμένη σε τέλος με αρκετή δεξιοσύνη, οδηγημένη από κάποια μάθηση, όχι και πολύ συνειθισμένη για την εποχή, καθώς δα πάντα συμβαίνει. Έτσι το δαφνοφορεμένο αυτό ποίημα απόμεινεν ένα απλό μαθητικό γύμνασμα μ' ένα γυάλισμα μόνο αγυρτικό. Αργότερα και ο Εμμανουήλ Ροΐδης σε μια του επιγραμματική παρέκβαση των πολύκροτων μελετημάτων του «περί συγχρόνου κριτικής και ποιήσεως» θα τον αναφέρη καταφρονητικά το Βιζυηνό βαλμένο στον κατάλογο των κακών και μέτριων λογής στιχοπλόκων, άδικα πολύ και απρόσεχτα, καθώς το πάθαινε κάποτε ο Ροΐδης, θύμα της εμπιστοσύνης του προς την οξυδέρκεια του μυαλού του και προς την πολυγνωσία του.
Έτσι μέσα στη νέα μου φαντασία που σχεδόν ποτέ δε γνώρισε την καταφρόνια και την ψωροπερηφάνια, που πήγαινε όλο και διψώντας θαυμασμούς και λατρείες, ο Βιζυηνός είχε αρχίσει να κατεβαίνη, να τρικλίζη, και να θολώνεται· το ευτύχημα είναι πως φρόντισε να αποκατασταθή στη συνείδησή μου, απλούστατα, με τις «Άρες, Μάρες, Κουκουνάρες». Είταν η συλλογή που βραβεύτηκε μιαν άλλη φορά στον ίδιο το διαγωνισμό, κάμποσα χρόνια ύστερα από το παρουσίασμα του «Κόδρου». Σ' αυτό τομεταξύ ο νέος ποιητής που είχε τύχη να του γίνη προστάτης ο πλούσιος ομογενής Ζαρίφης επεράτωσε στο Γυμνάσιο τη σπουδή και αναζητώντας πλατύτερο στάδιο προκοπής τράβηξε κατά τη Γερμανία για να σπουδάση τη φιλοσοφία στα σοφά της τα Πανεπιστήμια. Εισηγητής κριτής της νέας ποιητικής συλλογής, πλουσιώτατης από τέσσερες έως πέντε χιλιάδες στίχους, ένας άλλος ποιητής καθηγητής, ο Θεόδωρος Ορφανίδης. Ο Ορφανίδης, και χωρίς να κατέχη κάποια λεπτή κριτική όσφρηση, και με όλη την κάπως στοιχειώδικη και πρόχειρα μαγειρευμένη καλαισθησία στον κύκλο των πνευματικών Αθηνών, όμως ξεχώρισε αμέσως τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των άλλων υποψήφιων στιχοπλόκων για τα βραβεία των διαγωνισμών και του καινούριου κομήτη. Οι «Άρες – Μάρες – Κουκουνάρες» που και μόνος ο τίτλος τους ο αποκρηάτικος έκοβε αναγελαστικά, στριγγόηχα, τη μονότονη μαλακή δακρυόπνιχτη δοξαριά του βιολιού των Αθηναίων, είναι οι ονομασμένες ύστερα, ξαναφερμένες δηλαδή στο σοβαρό τους όνομα «Βοσπορίδες Αύραι». Αυτές δεν κατώρθωσαν ακόμα να ιδούν το φως του βιβλίου για να κριθούν καθώς πρέπει, και μήτε που ποτέ θα το ιδούν, καθώς πάντα σχεδόν σ' εμάς αναβαίνει, όταν έκθετα μείνουν τα πνευματικά παιδιά ενός πατέρα, είτε από θάνατο, είτε από άλλο δυστύχημα, όποιο. Ευτυχώς μέσα στην έκθεση του εισηγητή της κριτικής επιτροπής βρίσκονται ριμμένα κομμάτια από το έργο αρκετά και χαραχτηριστικά. Βλέπεις εκεί κάποια δύναμη που αρχίζει να γίνετ' αισθητή μπροστά στην αδυναμία των ήχων των άλλων. Ο τανταλιδισμός και ο φαναριωτισμός, ο ραγκαβισμός και ο λογιωτατισμός τα σημαδεύει ακόμα τα κομμάτια εκείνα· μα οι χορδές της λύρας και πλουσιώτερες είναι και θέματα εγγίζει ο νέος ποιητής και πλατύτερα και λιγότερο τριμμένα και δεξιώτερα ταγγίζει· η καθαρεύουσα και η δημοτική χωρίς να τανακατώνονν τα σύνορά τους και να τραβοχτυπιούνται στον ίδιο το χορό, περπατούνε στο δρόμο της η καθεμιά παράλληλα, με το φιλότιμο σκοπό να πάνε όλο και μπροστά. Η καθαρεύουσα ψάλλει επιβλητικά: «Λυσσά καταιγίς εις αγρίους δρυμούς – Και θύελλα μαύρη μαστίζει τα όρη. – Με κόμην λυτήν, απλανείς οφθαλμούς – Προβαίν' η κατάρατος Κόρη. – » Και η δημοτική αλαφρά παιγνιδιάρικα γλυκοτραγουδεί: «Ουδέ τάστρο της αυγής – έχει τόση χάρη – όσον έχεις όταν βγης – χαρωπό καμάρι». Αλλά τη φυσιογνωμία των «Βοσπορίδων Αυρών» μας δίνουν να καταλάβουμε καθαρά, και τελειωτικά τα δυο μεγάλα επικοδραματικά ποιήματα που ο ίδιος ο ποιητής γυρίζοντας από τη Γερμανία τα απάγγειλε, θεατρικά, από το Βήμα του Συλλόγου «Παρνασσού» και η «Νέα Εφημερίς» με διευθυντή τον Ιωάννη Καμπούρογλου, τον ίδιο αυστηρό κατακριτή του «Κόδρου», τα τύπωσεν εξαιρετικά στο φύλλο της, με μια κριτική προσωπογραφία του ποιητή, αντίθετα τώρα γεμάτη από εκτίμηση κι από θαυμασμό· σημείωμα, βέβαια κριτικώτερο από το πρώτο· γιατί πάντα σχεδόν η κριτική της προκοπής από τη συμπάθεια ξεκινεί κι από την αγάπη φωτίζεται. Τα ποιήματα είναι «Η Μητέρα των Επτά» και ο «Πύργος της Κόρης». Τα δυο ποιήματ' αυτά μου προξένησαν εντύπωση που ακόμα και τώρα αισθάνομαι τα σημάδια της μέσα μου. Ξεχωρίζανε και με το περιεχόμενο και με την τεχνοτροπία τους από τα έργα που ως τότε συνήθιζα να προσέχω και να ερωτεύωμαι. Ο «Πύργος της Κόρης», μαγικό παραμύθι που μέσα του το ρυθμικό βούισμα των κυμάτων του Βοσπόρου συνταιριάζονταν αρμονικά και μυστικά με το τραγούδι που τραγουδούσαν οι νεράιδες, και στο βάθος η Πόλη των ονείρων μας με το φωτοστέφανο τον πλεγμένο για κείνη από παράδοση μαζί και ιστορία· το ποίημα τούτο έντυνε με φόρεμα ελληνικό, και με όλο το τεχνητό της καθαρεύουσας, τη γερμανική ελληνολάτρα χάρη των διηγηματικών ποιημάτων του Σίλλερ. Αντίθετα, και παραστατικώτερ' ακόμα με μια γλώσσα λαϊκή ολοζώντανη, και σημαντικώτερα για την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης η «Μητέρα των Επτά» πρόσθετε μια νέα πατριδολάτρισσα χορδή στην εθνική μας λύρα, ως την ώρα εκείνη αδοκίμαστη. Στην ηρωική παράδοση του 21 που λάμπει στο βάθος πια του πίνακα του ιστορικού, γεμισμένη από την κλέφτικη λεβεντιά της Ρούμελης, κυβερνημένη από τα σπαθιά κι από τα καρυοφύλλια των αρματωλών και των καπετάνιων, βαλμένη αγνάντια, η τραγική παράδοση που ξεδιπλωνέται μπρος στα μάτια μας, επίκαιρη, ατέλειωτη, σπαραχτική, στη γη της Θράκης, της πότνιας κοιτίδας του τυραννισμένου πάντα και του πάντα φωτοστύλωτου Ελληνισμού, ύστερ' από τον αδούλωτο κλέφτη ο δούλος, πότε σπάρασμα στα χέρια του Τούρκου, πότε παιγνίδι στα συμφέροντα του Ρώσσου. Η πατρίδα τον Βιζυηνού, καθώς και αλλού το παρατήρησα, δεν είναι η τετράπλατη Ελληνική Πολιτεία του Ρήγα, δεν είναι του Σολωμού η «Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα». Είναι η σκλάβα η μητέρα, η δόλια η ρωμιωσύνη, του ραγιά η γεννήτρα. Το πατριωτικό τραγούδι τον Βιζυηνού δεν πινδαρίζει, δε ρωμαντίζει. Ξεφωνίζει και ξεσπά, και σκίζει τα ρούχα του, καθώς λέμε, και ρίχνει ανάθεμα. Είναι ο ραγιάς, ο δούλος, ο δεμένος, ο άμαχος, ανάμεσα του Τσερκέζου και του Κοζάκου, κοπάδι για τα χέρια και για τα μαχαίρια δυο μακελλάρηδων. Είναι η πατριωτική καταπιεστική τραγωδία τον 1878, πόσο διαφορετική από τη θριαμβευτική εποποιία που ύστερ' από σαράντα χρόνια συνταράζοντας την ελληνική ψυχή, θα φέρη μπρος στα μάτια μας την ίδια Θράκη, την πρωτόγονη πατρίδα και της θρησκείας και του τραγουδιού, καθώς ανθίσανε στα βάθη της ελληνικής ψυχής για ναναδώσουν ύστερα, πόσο πλούσιους καρπούς, τα δυο τούτα χιλιάκριβα δώρα, θα τη φέρη με το στεφάνι του απολυτρωμού, με τα χέρια της απλωμένα προς την αγκαλιά της «Μεγαλόψυχης Μητέρας» και με το μέτωπο γερμένο προς το φίλημά της. Ο Βιζυηνός, ο απλός και χαροποιός τραγουδιστής της Βυζώς, του τόπου που τον εγέννησε, είναι ο κατ' εξοχήν αφελής ραψωδός της Θράκης με τα ιερά παραδομένα της κι από τη δημοτική παράδοση κι από την ιστορία.
Γι' αυτό η Μεγάλη Ιδέα με τα δυο της χερουβικά συμβολικά φτερά που την ανυψώνουν ολόφωτη στων εθνικών ιδανικών τους κόσμους, το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας και το πάρσιμο της Πόλης με τη μυστική εξαφάνιση τοΥ τελευταίου της Αυτοκράτορα, είναι η Μούσα και του Θρακιώτη ποιητή, που έτσι με τις ενθύμισες του χωριού του (η μάννα του και η Μαριώ κατανυχτικά ή παιγνιδιάρικα πρωταγωνιστούν εκεί), και με τις παραδόσεις της μητρικής του γης («Αι Νηρηίδες παρά τω λαώ της Θράκης», ο «Σοφιανός», ιστορία που την άκουσε από τη μητέρα του), καταρτίζει ολόκληρο σχεδόν τον κύκλο του επικού του λυρισμού. Ο Βιζυηνός, μολονότι καλοσπούδασε φιλοσοφικά στη Γερμανία, δε φαίνεται πώς άμεσα τραβιέται από τα θέματα τα φιλοσοφικά, ποίηση και φιλοσοφία κρατιούνται από κείνον η καθεμιά στα σύνορά της μέσα απαρασάλευτη, εξαιρετικά η καθαρή σκέψη παίρνει να τραγουδήσει στους στίχους του, και «η Αφροδίτη», το αστέρι και το τραγούδι της Αγάπης το διανοητικό, είναι σαν ένας ήχος πλάγιος βαρύς που τον ακούμε κάπως ξαφνισμένοι.
***
Αλλ' εκεί όπου το αίμα του Βιζυηνού δείχνεται καθαρώτερα, γιατί εκεί ο συγγραφέας παραστατικώτερος και δυνατώτερος, είναι όχι ο στίχος του τόσον, όσον ο πεζός του λόγος. Το διήγημα. Ο στίχος του, καθώς και αλλού το παρατήρησα, καλά εξετασμένος, φανερώνεται σαν ένας σταθμός για να τραβήξη ο ποιητής προς το δρόμο του πεζού λόγου, εκεί όπου ελευθερώτερα περπατεί και κάθεται αναπαυτικώτερα. Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι σφραγισμένα ασφαλέστερα, είναι κάπως ανώτερ' από τα ποιήματά του. Μάλιστα ο λυρισμός, το δείγμα δηλονότι του υποκειμένου μας το ψυχολογικώτερο και το ιδιαίτερα ξεχωριστό, εκεί, στον πεζό λόγο του Βιζυηνού ξεσκεπάζεται και φτάνει στο σκοπό του εντελέστερα. Προτιμώ να μεταφέρω εδώ το στοχασμό μου, πάντα μέσα μου αμετάβλητο σχεδόν, για το διήγημα του Βιζυηνού, καθώς από χρόνια τώρα τον είχα ρίξει κάπου: «Η γη της Θράκης, εις της οποίας την φύσιν και την ιστορίαν συνεκεντρώθη ό,τι λαμπρότερον και ωραιότερον, ό,τι ζοφερώτερον και σπαρακτικώτερον έχει να επιδείξη η Ανατολή, η μαγική αύτη πυξίς, μέσα εις την οποίαν περιφυλάσσονται ανεκτίμητα κειμήλια του εθνικού βίου και της ποιητικής εμπνεύσεως από της μυριοποθήτου βασιλίσσης, της Σταμπούλ μέχρι της πτωχής και μαρτυρικής Βιζύης όπου εγεννήθη ο ποιητής, γοργώς, παροδικώς, αλλά με καινοπρεπή ζωηρότητα εμφανίζεται μέσα εις τα διηγήματα εκείνα η Ανατολή εις ό,τι έχει χαρακτηριστικώτερον, εις των μύθων και των παραδόσεων την γοητείαν, εις την λαμπρότητα της φύσεως και την νωθρότητα των κατοίκων, εις των ανθρώπων την ιδιάζουσαν απλοϊκότητα, εις της συγχρόνου ιστορίας τας περιπετείας και τας βασάνους, εις των δύο από αιώνων αντιμαχομένων φύλων την συνάντησιν και την αντίθεσιν εν τω βίω της ειρήνης και τη φρίκη τον πολέμου. Εις τα Διηγήματα του Βιζυηνού εναρμόνιον αποτελούσι κράμα τα αναπτυσσόμενα πράγματα και το υποκείμενον του αναπτύσσοντος αυτά συγγραφέως, αχωρίστου εξ αυτών και εξηγούντος και νόημα παρέχοντος εις εκείνα. Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος· διά τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν». Και καθώς τότε προχωρούσα καταγράφοντας την εντύπωσή μου από το βιζυηνικό διήγημα, μόλις άγγιζα μια σύγκριση μεταξύ της τέχνης δυο άλλων, ανάμεσα στους πρώτους, διηγηματογράφων μας· τον Παπαδιαμάντη τον ωνόμαζα ειδυλλιακό, ηρωικό τον Καρκαβίτσα και δραματικό το Βιζυηνό. Και, βέβαια, το δραματικό στοιχείο, έχει πολύ να κάμη εκεί. Σχετίζεται το διήγημα του Βυζυνού με το μυθιστόρημα από την κλίση του συγγραφέα του προς τις περιπέτειες και προς τα γεγονότα τα εξωτερικά και τα περίπλοκα, ικανά για να συγκρατούν και την περιέργεια του από χοντρότερο κάπως ύφασμα καμωμένου αναγνώστη· αλλά τον επιφυλλιδογραφικό χαραχτήρα της εργασίας του είδους αυτού τον εξευγενίζει οπωσδήποτε η τέχνη του ποιητή. Η τέχνη αυτή δίνει και στο δραματικό στοιχείο μιαν ευμορφιά πνευματικώτερη. Στα δάχτυλα μετρούνται τα διηγήματα του Βιζυηνού· μα και γι' αυτό το καθένα μπορεί να κρατηθή στη μνήμη του καλαισθητικά αναθρεμμένου αναγνώστη μέσα σε μια κορνίζα ξεχωριστή. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα, και με κάθαρσιν μάλιστα. Δράμα και «Αι Συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», όσο κι αν το φωτίζει κάποιο φως μυστηριακό σαν ξεχυμένο από μια γερμανικής ψυχογραφίας θαμπωμένη πηγή, καθώς είναι και οι ήρωές του πλάσματα γερμανικής ευαισθησίας. «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» είναι για μένα το έργο που ο διηγηματογράφος και ο ποιητής, ο αφελής ιστοριστής ενός παραμυθιού και ο υποβλητικός ζωγράφος μιας ψυχής που υψώνεται ίσα με το νόημα ενός συμβόλου ζουν εκεί αδερφωμένα και συγκυριαρχούν. Δράμα, σαν ονειρόδραμα. Ο παράξενος Παππούς, ο αρσενικοθήλικος, μα πόσο συμπαθητικός, παράλληλα και αντίθετα με τη συμβία του την αντρογύναικα, που είναι η θέληση και η ενέργεια, μπροστά σ' εκείνον, την αδράνεια και το ρεμβασμό. Αλλά ο ρεμβασμός υπερκόσμιος, με όλο το πλέξιμο της κάλτσας που είναι η μοναδική του εξωτερική, επαγγελματική, τρόπον τινά ασχολία του. Κάθεται στην κορφή ενός λόφου, και από τα ύψη του ξαγναντεύει στα βαθιά των οριζόντων ως γην επαγγελίας κάποιο τύμβο που η κορφή του φαίνεται στα μάτια του ονειροπλέχτη του παππού, φαίνεται πως εγγίζει τον ουρανό. Ποτέ του δεν ταξίδεψε, και όμως πόσες ιστορίες ξέρει θαυμαστές που θαυμαστότερα τις διηγείται! Τύπος υπονοητικώτατος και υψηλότατος ανάμεσα σε όλους που έπλασε ποιητής μέσα σε διήγημα ελληνικό, γαληνός και βαθυστόχαστος, παρθενικός και νεαρός κάτου κι απ' όλα του τα χρόνια, συμβολίζει χαριέστατα το νου το στοχαστή, πάντ' απάνω από την ύλη.
Ο «Μοσκώβ Σελήμ» μας μεταφέρει σε κόσμους εντονώτερα και πολύ συνταραχτικώτερα ψυχολογικούς. Το δράμα πλέκεται μέσα στην ψυχή του ήρωα, συνταιριασμένο με τα εθνικά μας τα μίση, δεξιά, πρωτότυπα. Κριτικός από τους νεώτερους και προσεχτικότερους ανάμεσό μας, ο κ. Άριστος Καμπάνης (1) αποκαλεί το διήγημα τούτο «αριστούργημα» και τελειώνει ως εξής το χαραχτηρισμό του για το Βιζυηνό διηγηματογράφο: «Τα διηγήματά του τον τάσσουν εις την κορυφήν της φιλολογίας του είδους: Διότι εγνώριζε να βλέπη εις το βάθος των πραγμάτων, νανακαλύπτη «την συγκοινωνίαν των ψυχών υπό την ύλην» κατά την φράσιν ενός εκ των ηρώων του, και διότι μας αναγκάζει, εις τας λεπτοτέρας στιγμάς των διηγήσεών του, νανοίγωμεν τα μάτια πολύ πολύ «δια να μη σταλάζουν τα δάκρυά μας».
Αλλά τελειώτερα θα μπορούσε να θεωρηθή με το χάρισμα κάποιας υπεροχής αγνάντια στάλλα του Βιζυηνού πεζογραφήματα το διήγημα που έδωκε την αφορμή στα προλογικά μου σημειώματα του βιβλίου τούτου: «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Αυτό είναι, θετικώτερα, το διηγηματογραφικό αριστούργημα του Βιζυηνού, καθώς συγκεντρώνει στα φύλλα του όλων των άλλων δεξιά συμπλεγμένα και συγκεντρωμένα τα χαρίσματα: την τραγωδία, την ηθογραφία, το χρώμα το τοπικό, την ποίηση με το λυρισμό, τη σπαραχτική συγκίνησι, το κέφι το ανατολίτικο, την ωραία πιστή και όμως πολύ πιο πέρα από τη φωτογραφία προχωρημένη αναπαράσταση τόπων, καιρών, ψυχών, προσώπων. «Οικογενειακή τραγωδία, καθώς και άλλοτε την είπα, εν αδιασπάστω συνοχή πλεκομένη και λυομένη» . Ο Κιαμήλ ο φονιάς ενός ανθρώπου, φονιάς πόσο συμπαθέστερος από το θύμα του, αθώος κακούργος, τρελός ύστερα πραότατος, ένα κήπο καλλιεργεί και τριαντάφυλλα μέσα στον κήπο, για να τα ξαναφυτεύη τα τριαντάφυλλ' αυτά στον τάφο εκείνον που σκότωσε. Προφητικό εξάγγελμα της μοίρας του ίδιου του συγγραφέα, που τελείωσε τη ζωή του στο περιθώριο τον κόσμου, τρελός μέσα στου Δρομοκαΐτη· μα και μέσα εκεί ακόμα, σαν επάνω στο μνήμα του λογικού του, καλλιεργούσε τα ρόδα της ωραίας τον τέχνης, με στίχους – είν' οι τελευταίοι του – απροσδόκητα και στον πόνο τους και στο ρυθμό τους, εκφραστικούς:
Σα μ' αρπάχτηκε η χαρά που χαιρόμουν μια φορά έτσι σε μιαν ώρα, όλα αλλάξαν τώρα μέσ' σ' αυτή τη χώρα. Κι από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό, το ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου κι ο ρυθμός του κόσμου.
Κατά τα 1884 είχε γυρίσει ο Βιζυηνός στην Αθήνα από την Ευρώπη μ' ένα τόμο του χοντρό καλοτύπωτο στη Λόντρα. Κάτι για να τη ζηλέψουμε τότε και την εμφάνιση του Βιζυηνού, ονομαστού από τότε για μένα ποιητή, πολύ περισσότερο προχωρημένου από μας, που μόλις τότε, δειλά τολμούσαμε τα πρώτα μας βήματα να δοκιμάσουμε, και στην εργασία μας και στη φήμη μας. Ό τόμος ήταν «Αι Ατθίδες Αύραι» που ανθολογημένο μέσα του βρίσκεται όλο σχεδόν το έργο το επικολυρικό του Βιζυηνού από τα απλά τανταλιδικά του χωριού του τραγουδήματα, ίσα με τα σιλλερικά του πλατιά πλατιά ρυθμισμένα &βαλλίσματα&, καθώς ήθελε να λέγεται η &μπαλάττα&, και καθώς μας έδωκε μια σπουδαία μελετημένη μονογραφία της ιστορίας, της σημασίας και της ομορφιάς των ποιημάτων του είδους αυτού μέσα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο αλησμόνητος Κασδόνης, ο φιλότιμος και πρωδευτικός εκδότης της «Εστίας», περιοδικού τότε, πρόθυμα φιλοξένησε στο φύλλο του τα διηγήματα του Βιζυηνού· είχε καταλάβει την αξία τους και πως μεγάλωναν το φως της πρωτότυπης ελληνικής διηγηματογραφίας, πρωτοφωτισμένης τότε με τη χάρη της αυγής από τις ιστορίες τον Βικέλα και του Δροσίνη. Όμως η ζωή του Βιζυηνού της μοίρας του είτανε να καταλήξη όλως αντίθετα με ό,τι θα ταίριαζε να της είχε προετοιμάση μια μύηση και μιαν αφωσίωση και στην τέχνη και στην επιστήμη, στην ποίηση και στη φιλοσοφία, που είχε ξεκινήση από νωρίς ορμητικά και ακούραστα και είχε μπη σε δρόμο δαφνόστρωτο. Την τελευταία φορά που ζωντανό τον είδα, είτανε στο γραφείο της «Εφημερίδος» . Ήρθε συντροφεμένος από δυο φίλους του. Μου γύρεψε χαρτί. Πήρε την πένα, σημείωσε βιαστικά με γράμματα που μόλις διαβάζονται: «Σήμερον το εσπέρας τελούνται οι γάμοι του μεγάλον ποιητού Βιζυηνού μετά της…» Εδώ σταματά το γράψιμο· το χαρτί με το σημείωμα το κρατώ από τότε σε κάποιο βάθος του συρταριού μου. Τον ξανάειδα άλλη μια φορά νεκρό στην κηδεία του. Από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έως το νεκροταφείο είχε την καλωσύνη ο Δημήτριος Κορομηλάς να με πάρη στο αμάξι του. Μέσα σ' αυτό καθισμένοι καθώς πρέπει και δυο άλλοι άγνωστοί μου κύριοι. Μιλούσανε για το νεκρό με συμπάθεια και δίνανε πληροφορίες για τη ζωή του. Ύστερα έμαθα πώς ήτανε κι αυτοί δυο κάτοικοι του Δρομοκαΐτη, αδέρφια στην τύχη με το Βιζυηνό. Στο νεκροταφείο, μπροστά στο μνήμα του Τοσίτσα σε πολύ μετρημένο ακροατήριο επιτάφιοι ρήτορες αποχαιρετίσαμε το Βιζυηνό ο Αριστοτέλης Κουρτίδης κ' εγώ (2)
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ