Читать книгу Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B - Платон - Страница 1
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
ОглавлениеΠολύ ορθά ομιλείς.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Φιλόθεον δε κάπως και ευτυχή θεωρούντες τον έβδομον βαθμόν ας τον εμπιστευθώμεν εις κάποιον κλήρον και όποιος μεν κληρωθή ας εξουσιάζη, όστις δε αποτύχη ας ειπούμεν ότι είναι δικαιότατον να αποσυρθή και να εξουσιάζεται.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Αυτό είναι πολύ αληθές.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Βλέπεις λοιπόν, φίλε νομοθέτα, ημπορούν να μας αντιτείνουν, αστειευόμενοι με κανένα από τους απερισκέπτως ερχομένους διά να θέσουν νόμους, πόσοι βαθμοί εξουσιών υπάρχουν και πόσον αντίθετοι εκ φύσεως μεταξύ των; Διότι τόρα βεβαίως ημείς ανεκαλύψαμεν κάποιαν πηγήν των διχονοιών, την οποίαν συ πρέπει να θεραπεύσης. Πρώτον δε μαζί μας σκέψου αναδρομικώς, πώς και εις τι έσφαλαν παραβαίνοντες αυτά οι βασιλείς του Άργους και της Μεσσήνης και κατέστρεφαν και το εαυτόν των και την δύναμιν των Ελλήνων, η οποία ήτο αξιοθαύμαστος την εποχήν εκείνην. Όχι άραγε διότι δεν ενόησαν τον Ησίοδον, ο οποίος λέγει πολύ ορθά ότι πολλάκις το μισό είναι περισσότερον από το όλον, και ότι όταν είναι ζημία να λάβης το όλον, ενώ το μισό είναι μέτριον, τότε εθεώρησε ότι το μέτριον είναι περισσότερον από το αλογάριαστον, διότι εκείνο είναι καλλίτερον, τούτο δε χειρότερον;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πολύ ορθά βεβαίως.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν άραγε περισσότερον θα νομίσωμεν ότι τούτο βλάπτει, όταν συμβή εις τας βασιλείας ή εις τας δημοκρατίας;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Το λογικόν και το συχνότερον είναι, να είναι των βασιλέων αυτή η ασθένεια, επειδή ζουν με υπερηφάνειαν ένεκα της τρυφηλότητος.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν δεν είναι φανερόν, ότι πρώτα πρώτα οι τότε βασιλείς αυτό είχαν, δηλαδή το να καταχρώνται τους θεσπισθέντας νόμους, και ό,τι ενέκριναν με λόγους και με όρκον, δεν το ετήρησαν πιστώς, αλλά η ασυμφωνία με τον εαυτόν των, καθώς ημείς το χαρακτηρίζομεν, η οποία είναι η μεγαλιτέρα αμάθεια, και μόνον νομίζεται ως σοφία, όλα εκείνα τα κατέστρεcε από πλάνην και πικράν απαιδευσίαν;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Αυτό φαίνεται πιθανόν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Πολύ καλά. Λοιπόν ο νομοθέτης τι έπρεπε να φοβάται τότε που ενομοθέτει διά την γέννησιν τούτου του παθήματος; Μήπως άραγε δι' όνομα των θεών τόρα μεν δεν είναι διόλου σοφόν να εννοήσωμεν αυτό ούτε δύσκολον να το ειπούμεν, εάν όμως ήτο δυνατόν να το προβλέψη κανείς τότε, θα ήτο ίσως σοφώτερος από ημάς ο προβλέπων αυτό;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Ποίον λοιπόν εννοείς;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Τόρα είναι δυνατόν, καλέ Μέγιλλε, να ρίψωμε βλέμμα εις τα γεγονότα του τόπου σας, διά να εννοήσωμεν, και αφού εννοήσωμεν, είναι εύκολον να ειπούμεν τι έπρεπε να γίνη τότε.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Ειπέ το ακόμη καθαρώτερα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν το καθαρώτερον από όλα ίσως είναι το εξής.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Ποίον;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Εάν κανείς εις μικρότερα πράγματα προσθέση μεγαλιτέραν δύναμιν παραμελήσας τα μέτριον, λόγου χάριν εις τα πλοία ιστία και εις τα σώματα τροφήν και εις τας ψυχάς κυριαρχίαν, όλα βεβαίως αυτά ανατρέπονται και εκτροχιαζόμενα άλλα μεν ρίπτονται εις ασθενείας, άλλα δε εις την αδικίαν, η οποία κατάγεται από τον εκτροχιασμόν. Τι λοιπόν εννοούμεν; Άραγε, αγαπητοί μου φίλοι, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να υπάρξη φύσις θνητής ψυχής, η οποία θα ημπορέση να φέρη την μεγαλιτέραν κυριαρχίαν μεταξύ των ανθρώπων, όταν είναι νεαρά και ανυπεύθυνος, ώστε να μη φορτωθή από την μεγαλιτέραν ασθένειαν, δηλ. την ανοησίαν, ο νους της και να τρέφη μίσος προς τους πλησιεστάτους φίλους της, το οποίον, όταν συμβή, αμέσως καταστρέφει αυτήν και εξαφανίζει την δύναμίν της; Αυτό λοιπόν να προσέξουν και να εύρουν το μέτριον, είναι ιδιότης των μεγάλων νομοθετών. Εφ' όσον λοιπόν είναι δυνατόν να το ερμηνεύσωμεν τόρα, έν τόσον παλαιόν γεγονός, ιδού τι φαίνεται να είναι αυτό.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Τι πράγμα;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ότι υπάρχει κάποιος θεός φροντίζων διά σας, ο οποίος, επειδή προβλέπει τα μέλλοντα, εφύτευσε εις τον τόπον σας διδυμικήν την γέννησιν τον βασιλέων από μονογενή, και την περιώρισε περισσότερον εις το μέτριον. Και κατόπιν πάλιν κάποια ανθρωπίνη φύσις ανάμικτος με κάποιαν θείαν δύναμιν, αφού ενόησε ότι η εξουσία σας είχε ακόμη κάποιαν φλεγμονήν, αναμιγνύει την σώφρονα δύναμιν του γήρατος με την αυθάδη ρωμαλεότητα της γενεάς, δηλαδή των εικοσιοκτώ δημογερόντων, την οποίαν κατέστησε ισόψηφον με την δύναμιν των βασιλέων εις τα κυριώτερα ζητήματα. Ο δε τρίτος σωτήριος παράγων του τόπου σας βλέπων ότι η εξουσία ήτο ακόμη σπαργωμένη και αχαλίνωτος έβαλε μέσα εις αυτήν ωσάν χαλινόν την δύναμιν των εφόρων, την οποίαν επλησίασε προς κληρωτήν δύναμιν. Λοιπόν συμφώνως με αυτήν η βασιλεία εις τον τόπον σας έγινε ανάμικτος (συνταγματική) και αποκτήσασα μέτρον, και αυτή εσώθη και εις τους άλλους έγινε αιτία σωτηρίας. Άλλως βεβαίως επί Τημένου και Κρεσφόντου και των τότε νομοθετών, οποιοιδήποτε και αν νομοθετούν, δεν θα εσώζετο ούτε η μερίς του Αριστομένους. Διότι δεν ήσαν αρκετά έμπειροι νομοθέται. Δηλαδή αυτοί σχεδόν δεν εσκέφθησαν να συγκρατήσουν με όρκων ψυχήν νεαράν, όταν καταλάβη την εξουσίαν, από την οποίαν ήτο δυνατόν να παραχθή τυραννία. Τόρα όμως ο θεός έδειξε οποία έπρεπε και πρέπει μάλιστα να είναι η αρχή η οποία θέλει να διατηρηθή. Το να εννοούνται δε αυτά από ημάς, καθώς είπα προηγουμένως, αν γίνεται τόρα, δεν αποτελεί καμμίαν σοφίαν. Διότι το να παρατηρή κανείς από εκτελεσθέν παράδειγμα δεν είναι διόλου δύσκολον. Εάν όμως υπήρχε κανείς να το προβλέψη τότε και να ημπορέση να μετριάση τας αρχάς και να τας κάμη μίαν από τρεις, και τα ορθώς εννοηθέντα τότε θα έσωζαν τα πάντα και ίσως δεν θα ήρχετο εναντίον της Ελλάδος ούτε η Περσική ούτε καμμία άλλη εκστρατεία, διότι μας επεριφρόνησε και μας εθεώρησε μηδαμινούς.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Λέγεις την αλήθειαν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Τουλάχιστον αισχρώς τους απέκρουσαν, φίλε μου Κλεινεία. Όταν δε λέγω αισχρώς, δεν εννοώ ότι δεν ενίκησαν οι τοτινοί λαμπράς μάχας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, αλλά το εξής εννοώ αισχρόν, πρώτον δηλαδή ότι, ενώ εκείναι αι πολιτείαι ήσαν τρεις, μία υπερήσπισε την Ελλάδα, αι δε δύο ήσαν τόσον πολύ διεφθαρμέναι, ώστε η μεν μία παρεμπόδιζε και την Λακεδαίμονα να βοηθήση αυτήν, διότι επολεμούσε εναντίον της με όλας τας δυνάμεις, η δε άλλη, η οποία κατά τους χρόνους εκείνους της διανομής ήτο η πρώτη, δηλαδή το Άργος, ενώ προσεκλήθη να αποκρούση τους βαρβάρους, ούτε ακρόασιν έδωκε ούτε εβοήθησε. Θα ημπορούσε δε κανείς πολλά να αναφέρη και να κατηγορήση την Ελλάδα ότι συνέβησαν πολύ επαισχύντως εις εκείνον τον πόλεμον, και ούτε πάλιν ημπορεί να ειπή ορθώς ότι η Ελλάς αντέκρουσε τον εχθρόν. Αλλ' εάν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι δεν απέκρουαν την επικειμένην υποδούλωσιν, σχεδόν τόρα πλέον θα ήσαν ανάμικτα όλα τα γένη των Ελλήνων και μεταξύ των και βάρβαρα μεταξύ Ελλήνων και Ελληνικά μεταξύ βαρβάρων, καθώς εις τας χώρας, τας οποίας σήμερον κυριαρχούν οι Πέρσαι, κατοικούν ανομοιογενή και συμφυρόμενα με κακήν διανομήν. Αυτά, καλέ Κλεινία και Μέγιλλε, έχομεν να κατακρίνωμεν εις τους αρχαίους πολιτικούς λεγομένους και νομοθέτας και εις τους σημερινούς, διά να ζητούμεν τας αιτίας των και να ευρίσκωμεν τι άλλο έπρεπε να πράξουν έξω από αυτά. Καθώς μάλιστα και τόρα είπαμεν ότι δεν πρέπει να νομοθετήσωμεν μεγάλας εξουσίας ούτε αμιγείς, σκεφθέντες ότι η πολιτεία πρέπει να είναι ελευθέρα, και ο νομοθέτης αυτό πρέπει να έχη υπ' όψει του, όταν νομοθετή. Ας μη απορούμεν δε πώς έως τόρα πολλάς φοράς επροτείναμεν μερικάς προτάσεις και είπαμεν ότι αυτάς πρέπει να έχει υπ' όψει του ο νομοθέτης, όταν νομοθετή, και όμως όλα όσα επροτιμήσαμεν να προτείνωμεν δεν είναι πάντοτε τα ίδια. Αλλά πρέπει να συλλογισθώμεν ότι, όταν ειπούμεν ότι πρέπει να έχωμεν υπ' όψει την σωφροσύνην ή την φρόνησιν ή την φιλίαν, δεν είναι διάφορος αυτός ο σκοπός μας, αλλά ο ίδιος, και μάλιστα και άλλαι πολλαί παρόμοιαι λέξεις αν λέγωνται, ας μη μας ταράττουν διόλου.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Θα προσπαθήσωμεν να κάμωμεν καθώς λέγεις αναθεωρούντες τας συζητήσεις. Και τόρα δε ομοίως ας ιδούμεν περί φιλίας και φρονήσεως και ελευθερίας, τι εννοούσες, όταν έλεγες ότι πρέπει να τας λάβη υπ' όψιν του ο νομοθέτης, λέγε το.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν άκουσε τόρα. Υπάρχουν δύο είδη πολιτευμάτων ωσάν μητέρες, από τας οποίας εάν ειπούμεν ότι παράγονται όλα τα άλλα, θα ελέγαμεν ορθά, και το μεν έν είναι ορθόν να ονομάζεται μοναρχία, το δε άλλο δημοκρατία. Και την μεν μίαν την εξασκεί εις το έπακρον το έθνος των Περσών, την δε άλλην ημείς. Όλαι δε αι άλλαι σχεδόν, καθώς είπα, αποτελούν παραλλαγάς τούτων, επομένως είναι πρέπον και ανάγκη να μετέχη και από τα δύο αυτά, εάν πρόκειται να υπάρχη ελευθερία και φιλία μαζί με φρόνησιν. Λοιπόν το εξής θέλει να μας επιβάλη ο λόγος μας, δηλαδή λέγει ότι μία πόλις μη έχουσα μερίδιον από αυτά δεν είναι δυνατόν να πολιτευθή καλώς.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Αφού λοιπόν το μεν έν ησπάσθη την μοναρχίαν, το δε άλλο την ελευθερίαν περισσότερον από όσον έπρεπε, κανέν από τα δύο δεν κατέχει τα μέτρια από αυτάς. Τα ιδικά σας όμως πολιτεύματα, δηλαδή και της Λακωνικής και της Κρήτης, κατέχουν περισσότερον τα μέτρια, οι Αθηναίοι όμως και οι Πέρσαι τον παλαιόν μεν καιρόν ήσαν όμοιοι, τόρα όμως πολύ ολίγον. Τας αιτίας δε αυτάς ας τας εξετάσωμεν. Δεν είναι έτσι;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Βεβαιότατα, εάν βεβαίως πρόκειται να τελειώσωμεν το ζήτημά μας.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ας ακούσωμεν λοιπόν. Δηλαδή οι Πέρσαι, όταν εφύλατταν τον μέτριον βαθμόν της δουλείας και ελευθερίας επί Κύρου, πρώτον μεν αυτοί ήσαν ελεύθεροι, έπειτα δε κυρίαρχοι πολλών άλλων. Διότι οι άρχοντες μετέδιδαν την ελευθερίαν εις τους εξουσιαζομένους και σύροντες αυτούς μάλλον προς την ισότητα ήσαν φίλοι οι στρατιώται με τους στρατηγούς και προθύμως επρόσφεραν τον εαυτόν των εις τους κινδύνους. Και πάλιν, εάν μεταξύ αυτών υπήρχε κανείς συνετός και ικανός να είναι σύμβουλος, δεν ήτο φθονερός ο βασιλεύς, αλλά του έδιδε θάρρος και ετίμα τους ικανούς να τον συμβουλεύσουν εις κάτι τι, και παρεχώρει κοινώς εις όλους το αξίωμα της φρονήσεως, διά τούτο ακριβώς και όλα τα πράγματα προώδευσαν εις την χώραν ένεκα της ελευθερίας και της φιλίας και της ανταλλαγής σκέψεων.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Φαίνεται κάπως ότι έτσι έγιναν όσα λέγεις.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Πώς λοιπόν πάλιν κατεστράφησαν επί Καμβύσου και πάλιν επί Δαρείου σχεδόν διεσώθησαν, θέλετε να τα σκεφθώμεν μεταχειριζόμενοι κάπως μαντικήν σκέψιν;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Τουλάχιστον το ζήτημα εις το οποίον εφθάσαμεν προκαλεί αυτήν την εξέτασιν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Τόρα λοιπόν μαντεύω περί του Κύρου ότι εις τα άλλα μεν ήτο στρατηγός καλός και φιλόπατρις, αλλά δεν έλαβε διόλου ορθήν εκπαίδευσιν και εις την οικιακήν οικονομίαν δεν επρόσεξε διόλου.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πώς λοιπόν να το εξηγήσωμεν αυτό;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Φαίνεται ότι εκ νεαράς ηλικίας εις όλην του την ζωήν έκαμνε εκστρατείας, και παρέδωκε τους υιούς του εις τας γυναίκας του, διά να τους ανατρέφουν, εκείναι δε τους ανέτρεφαν ως να ήσαν πλέον ευτυχείς αμέσως από την παιδικήν των ηλικίαν και αξιομακάριστοι και να μη στερούνται τίποτε από αυτά. Επειδή δε εμπόδιζαν τον καθένα να εναντιώνεται εις αυτούς, διότι δήθεν ήσαν όσον χρειάζεται ευτυχείς, και επειδή ηνάγκαζαν όλους να επιδοκιμάζουν παν ό,τι έλεγαν ή έπρατταν αυτοί, τους έκαμαν διά της ανατροφής των τοιούτου είδους ανθρώπους.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Ωραίαν, καθώς φαίνεται, ανατροφήν ανέφερες.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Βεβαίως θηλυπρεπή από βασιλικάς γυναίκας, νεοπλούτους και εν απουσία των ανδρών των ανατρεφούσας τους παίδας των, διότι εκείνοι δεν ευκαιρούν εξ αιτίας των πολέμων και των πολλών κινδύνων.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Αυτό είναι λογικόν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ο δε πατήρ των πάλιν μεν ποίμνια και πρόβατα και αγέλας και ανθρώπων και άλλων πολλών ζώων είχε πολλά, οι υιοί του όμως, εις τους οποίους επρόκειτο να τα παραδώση, δεν εγνώριζε, ότι δεν ανατρέφονται εις την πατροπαράδοτον τέχνην, η οποία ήτο Περσική, διότι οι Πέρσαι ήσαν ποιμένες, επειδή εγεννήθησαν εις χώραν ορεινήν, τραχείαν και ικανήν να παρουσιάση ποιμένας πολύ δυνατούς και ικανούς να ξενυχτούν και να αγρυπνούν και, όταν γίνη ανάγκη, να εκστρατεύουν. Δεν αντελήφθη δε ότι τα παιδιά του επήραν διεφθαρμένην Μηδικήν ανατροφήν εξ αιτίας της φαινομενικής ευτυχίας των από τας γυναίκας και τους ευνούχους. Δι' αυτό έγιναν ό,τι ήτο επόμενον να γίνουν, αφού επήραν ανατροφήν χωρίς επιπλήξεις. Καθώς λοιπόν ήτο επόμενον, αφού μετά τον θάνατον του Κύρου ανέλαβαν οι παίδες του την εξουσίαν φορτωμένοι από τρυφηλότητα και μη δεχόμενοι παρατηρήσεις, πρώτον μεν ο είς εφόνευσε τον άλλον μη ανεχόμενος την ισότητα (1), κατόπιν δε ο ίδιος παραφρονήσας από την μέθην και την απαιδευσίαν εστερήθη την κυριαρχίαν από τους Μήδους και από τον λεγόμενον τότε ευνούχον, ο οποίος επεριφρόνησε την μωρίαν του Καμβύσου.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Βεβαίως λέγονται αυτά, και σχεδόν φαίνεται ότι έγιναν κατ' αυτόν τον τρόπον.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Και όμως λέγεται βεβαίως ότι πάλιν η εξουσία περιήλθε εις τους Πέρσας διά μέσου του Δαρείου και των επτά οπαδών του.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Αμέ τι άλλο;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ας συλλογιζώμεθα λοιπόν, ενώ παρακολουθούμεν τον λόγον. Δηλαδή ο Δαρείος δεν ήτο βασιλόπαις ούτε ανετράφη με τρυφηλήν μόρφωσιν, όταν δε ανήλθε εις την εξουσίαν και κατέλαβε αυτήν επί κεφαλής των επτά, την εχώρισε εις επτά μέρη, από τα οποία και σήμερον ακόμη σώζονται μερικά ίχνη. Και, αφού εθέσπισε νόμους, εθεώρησε δίκαιον να απονέμη κάποιαν ισότητα κοινήν εις όλους, και την φορολογίαν, την οποίαν είχεν υποσχεθή ο Κύρος εις τους Πέρσας, την εστερέωσε διά νόμου, προμηθεύων εις όλους τους Πέρσας φιλίαν και επιμιξίαν και προσελκύων τον δήμον των Περσών με χρήματα και με δωρεάς. Διά τούτο λοιπόν τα στρατεύματά του με προθυμίαν του κατέκτησαν χώρας όχι ολιγωτέρας από όσας είχε αφήσει ο Κύρος. Μετά τον Δαρείον όμως ήλθε εις την εξουσίαν ο Ξέρξης, όστις ανετράφη πάλιν με την βασιλικήν και την τρυφηλήν εκπαίδευσιν: Καϊμένε Δαρείε – ίσως είναι πολύ δίκαιον να ειπούμεν – συ που δεν εσωφρονίσθης από το πάθημα του Κύρου, αλλά ανέθρεψες τον Ξέρξην με τας ιδίας συνηθείας, με τας οποίας και ο Κύρος τον Καμβύσην. – Αυτός λοιπόν, επειδή έλαβε την ιδίαν ανατροφήν, έπαθε τα ίδια με τα παθήματα του Καμβύσου. Και σχεδόν από τότε δεν ανεφάνη πλέον εις την Περσίαν βασιλεύς πραγματικώς μέγας, παρά μόνον ονομαστικώς. Αιτία δε δεν είναι η τύχη, καθώς νομίζω εγώ, αλλά ο κακός βίος, τον οποίον διάγουν συνήθως οι παίδες των υπερβολικά πλουσίων και των τυράννων. Διότι είναι τελείως αδύνατον να μορφωθή με αυτήν την ανατροφήν ποτέ παις και ανήρ και γέρων υπερέχων κατά την αρετήν. Τα οποία βεβαίως, φρονούμεν, πρέπει να τα σκεφθή ο νομοθέτης, ομοίως δε και ημείς προς το παρόν. Λοιπόν είναι δίκαιον, ω Λακεδαιμόνιοι, τούτο τουλάχιστον να αποδώσωμεν εις την ιδικήν σας πολιτείαν, ότι δηλαδή καμμίαν διαφορετικήν τιμήν και ανατροφήν δεν αποδίδετε εις τον πτωχόν και τον πλούσιον ή εις τον ιδιώτην και τον βασιλέα, παρά μόνον όσας εξ αρχής ο θείος νομοθέτης σας ενεπιστεύθη από κάποιον θεόν. Διότι βεβαίως δεν πρέπει να υπάρχουν εις μίαν πόλιν τιμαί υπερβολικαί, καθ' όσον κανείς υπερτερεί κατά τον πλούτον, αφού δεν υπάρχουν ούτε καθ' όσον είναι ταχύς ή ωραίος ή ισχυρός χωρίς κάποιαν αρετήν, ούτε με την αρετήν, αν δεν συνυπάρχη η σωφροσύνη.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Ξένε;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Η ανδρεία, αν δεν απατώμαι, είναι έν μέρος της αρετής;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Και πώς δεν είναι;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν δίκασε μόνος σου τον λόγον μου, αφού τον ακούσης, αν δηλαδή συ θα παρεδέχεσο να έχης κανένα σύνοικον ή γείτονα υπερβολικά μεν ανδρείον, συγχρόνως όμως όχι σώφρονα, αλλά ακόλαστον.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Κλείσε το στόμα σου και μη ασεβείς.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Αλλά πάλιν; Ένα τεχνίτην και σοφόν εις τοιαύτα πράγματα, άδικον όμως;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Διόλου μάλιστα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Και όμως το δίκαιον δεν φυτρώνει χωρίς σωφροσύνην.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ούτε βεβαίως αυτός ο σοφός, τον οποίον ημείς ωρίσαμεν προ ολίγου, δηλαδή ο οποίος έχει ηδονάς και λύπας συμφώνους και συμβιβαζομένας με τον ορθόν λόγον.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Βεβαίως ούτε αυτός.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ας εξετάσωμεν όμως ακόμη και το εξής χάριν των εκτιμήσεων της κοινωνίας, διά να ιδούμεν ποίαι είναι ορθαί και ποίαι όχι εκάστοτε.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Ποίον δηλαδή;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Η σωφροσύνη, εάν απομονωθή μέσα εις καμμίαν ψυχήν χωρισμένη από όλην την άλλην αρετήν, είναι δίκαιον να θεωρήται πολύτιμον πράγμα ή ουτιδανόν;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Δεν γνωρίζω πώς να απαντήσω.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Και όμως αυτό είναι αρκετή απάντησις. Δηλαδή, οποιονδήποτε και αν απαντήσης από αυτά τα δύο που σε ηρώτησα, μου φαίνεται ότι θα ομιλήσης με δυσαρμονίαν.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Τότε λοιπόν ίσως έκαμα καλά.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ας είναι. Λοιπόν το προτέρημα, εις το οποίον ανήκουν αι τιμαί και αι ατιμίαι, ίσως δεν είναι άξιον να συζητηθή με λόγον, αλλά μάλλον με κάποιαν άφωνον σιγήν.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Μου φαίνεται ότι θα εννοής την σωφροσύνην.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Μάλιστα. Και βεβαίως εκείνο το οποίον μας ωφελεί πάρα πολύ θα ήτο ορθόν προ πάντων να τιμάται μαζί με το προτέρημά του, το δε δεύτερον κατά δεύτερον λόγον. Και ούτω λοιπόν καθεξής με την ιδίαν αναλογίαν, εάν λαμβάνη έκαστον τας τιμάς, θα τας ελάμβανε όρθιος.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Είναι καθώς λέγεις.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Τι λοιπόν; Δεν θα παραδεχθώμεν ότι είναι έργον του νομοθέτου να μοιράζη και αυτά;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Πολύ μάλιστα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Θέλεις λοιπόν να αφήσωμεν εις εκείνον να τα κανονίση όλα και διά το όλον εκάστου έργου και διά τας λεπτομερείας του, ημείς δε, αφού και οι ίδιοι είμεθα κάπως ερασιτέχναι των νόμων, να προσπαθήσωμεν να εκτελέσωμεν την τριχοτόμησιν και χωρίσωμεν χωριστά τα μεγαλίτερα και τα δεύτερα και τα τρίτα;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Βεβαιότατα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν ορίζομεν ότι μία πολιτεία, η οποία τυχόν πρόκειται να σωθή και να ευτυχήση, είναι πρέπον και αναγκαίον, όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον, να μοιράζη ορθώς τας τιμάς και τας ατιμίας. Και βεβαίως ορθόν είναι να θεωρούνται τιμαλφέστερα και πρώτα τα αγαθά τα περιστρεφόμενα εις την ψυχήν, όταν αυτή έχη σωφροσύνην, δεύτερα δε τα καλά και αγαθά τα περιστρεφόμενα εις το σώμα, και τρίτα τα αναφερόμενα εις την περιουσίαν και τα κινητά. Από αυτά δε εάν κανείς νομοθέτης ή πολιτεία εκτροχιάζεται και προτάσση εις τας τιμάς τα κινητά ή κανέν άλλο από τα τελευταία, δεν θα κάμη ούτε ευσεβή ούτε πολιτικήν πράξιν. Αυτά να ειπούμεν ή πώς αλλέως;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Πολύ καθαρά μάλιστα να τα ειπούμεν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Αυτά λοιπόν μας έκαμε να ειπούμεν περιπλέον η εξέτασις του πολιτεύματος των Περσών. Ευρίσκομεν δε ότι με τον καιρόν έγιναν χειρότεροι. Αιτία δε είπαμεν ότι είναι ότι αφήρεσαν την ελευθερίαν του δήμου, και εφήρμοσαν τον δεσποτισμόν περισσότερον του πρέποντος, και διά τούτο έχασαν την φιλίαν και το κοινόν συμφέρον της πόλεως. Αφού δε αυτό κατεστράφη, δεν φροντίζει το συμβούλιον των αρχόντων διά τους υπηκόους και τον δήμον, αλλά διά την διατήρησιν της εξουσίας των, οσονδήποτε ολίγον και αν νομίζουν ότι θα κερδίσουν οι ίδιοι, και αφού έφεραν εις παραλυσίαν τας πόλεις και ανεστάτωσαν με πυρ και με σίδηρον έθνη φιλικά, τόρα μισούν και μισούνται εχθρικώς και αδιαλλάκτως. Οσάκις δε λαμβάνουν ανάγκην των δήμων, διά να πολεμήσουν προς χάριν των (των αρχόντων), τότε πάλιν δεν ευρίσκουν εις αυτούς ούτε κοινότητα συμφερόντων ούτε προθυμίαν διά τους κινδύνους και τας μάχας, αλλά, ενώ έχουν χιλιάδας των χιλιάδων ανυπολογίστους, τας έχουν όλας αχρήστους διά τον πόλεμον, και ως να στερούνται ανθρώπους ζητούν μισθωτούς και νομίζουν ότι είναι δυνατόν ποτέ να σωθούν από μισθωτούς και ξενικούς ανθρώπους. Εκτός δε τούτου αναγκάζονται να είναι αμαθείς, διότι λέγουν εμπράκτως ότι απέναντι του χρυσού και του αργύρου είναι φλυαρίαι όσα θεωρούνται έντιμα και ένδοξα εις μίαν πόλιν.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Βεβαιότατα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Και λοιπόν το ζήτημα των Περσών, ότι δηλαδή δεν διοικούνται σήμερον ορθώς ένεκα της υπερβολικής δουλείας και του δεσποτισμού, ας λάβη τέλος.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Πολύ καλά.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Τόρα δε πάλιν είναι ανάγκη να εξετάσωμεν ομοίως το πολίτευμα της Αττικής, διά να ιδούμεν ότι η απόλυτος ελευθερία από όλας τας αρχάς δεν είναι ασημάντως χειροτέρα παρά η μετριασμένη εξάρτησις από άλλους. Δηλαδή ημείς, κατά την εποχήν εκείνην που έγινε η επίθεσις των Περσών εναντίον της Ελλάδος, ίσως δε και εναντίον όλης σχεδόν της Ευρώπης, είχαμεν πολίτευμα παλαιόν και τα αξιώματα εδίδοντο συμφώνως προς τας τέσσαρας τάξεις τιμημάτων και εβασίλευε κάποια κυρίαρχος εντροπή, χάριν της οποίας ήμεθα τότε πρόθυμοι να ζώμεν ως υπηρέται των νόμων. Και ακριβώς επειδή εκτός τούτων η κατά ξηράν και θάλασσαν εκστρατεία ήτο κολοσσιαία και επροξένησεν απέραντον φόβον, μας ενέπνευσε ακόμη μεγαλιτέραν δουλείαν προς τους άρχοντας και τους νόμους, και από όλα αυτά μας ήλθε μεταξύ μας μία υπερβολική φιλία. Δηλαδή σχεδόν δέκα έτη προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας είχε έλθει ο Δάτις οδηγών μίαν Περσικήν εκστρατείαν, διότι τον έστειλε ο Δαρείος ρητώς εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων, διά να τους εξανδραποδίση και τους μεταφέρη, δηλώσας εις αυτόν ότι θα φονευθή, εάν δεν επιτύχη. Και ο Δάτις τους μεν Ερετριείς εις ολίγον διάστημα τους ενίκησε κατά κράτος με πολλάς χιλιάδας στρατού και άφησε εις την πόλιν μας κάποιαν φοβεράν διάδοσιν, ότι κανείς Ερετριεύς δε του εξέφυγε. Δηλαδή συνέδεσαν τάχα μεταξύ των τας χείρας των οι στρατιώται του Δάτιδος και εψάρευσαν όλην την Ερέτριαν. Αυτός λοιπόν ο λόγος, είτε αληθής είτε οποιαδήποτε εφεύρεσις είναι, ετρόμαξε και όλους τους άλλους Έλληνας και προ πάντων τους Αθηναίους, και, όταν έστειλαν πρεσβείαν παντού διά βοήθειαν, κανείς δεν ήθελε να τους βοηθήση εκτός των Λακεδαιμονίων. Αυτοί όμως ένεκα του πολέμου τον οποίον είχαν τότε με τους Μεσσηνίους και ίσως και διά κανέν άλλο εμπόδιον, το οποίον δεν γνωρίζομεν ρητώς, οπωσδήποτε έφθασαν μίαν ημέραν αργότερα από την μάχην, η οποία έγινε εις τον Μαραθώνα. Κατόπιν δε ηκούοντο μεγάλαι προπαρασκευαί και ήρχοντο συχνά απειλαί εκ μέρους του βασιλέως της Περσίας, εις ολίγον όμως διεδόθη ότι ο μεν Δαρείος απέθανε, ο δε υιός του, νέος και ακάθεκτος, ανέλαβε την εξουσίαν και διόλου δεν απεμακρύνθη από την επίθεσιν. Οι δε Αθηναίοι ενόμιζαν ότι όλη αυτή η προετοιμασία γίνεται εναντίον των διά το συμβάν του Μαραθώνος και, επειδή εμάνθαναν ότι ο Άθως κόπτεται διά διώρυγος και ότι ο Ελλήσποντος ενώνεται διά γεφύρας και ότι είναι μέγας ο στόλος, ενόμισαν ότι δεν υπάρχει δι' αυτούς σωτηρία ούτε κατά ξηράν ούτε κατά θάλασσαν. Διότι εφαντάζοντο ότι δεν θα τους εβοήθει κανείς – επειδή ενθυμούντο ότι, και όταν οι Πέρσαι ήλθαν διά πρώτην φοράν και διέπραξαν τας βιαιότητας εις την Ερέτριαν, και τότε τους Αθηναίους κανείς δεν τους εβοήθησε ούτε ερριψοκινδύνευσε εις την μάχην, επομένως το ίδιον επερίμεναν ότι θα γίνη και τότε τουλάχιστον κατά ξηράν – και κατά θάλασσαν δε πάλιν έβλεπαν απόλυτον έλλειψιν σωτηρίας, διότι ήρχοντο εναντίον των πλοία χίλια και ακόμη περισσότερα. Λοιπόν μίαν σωτηρίαν εσκέφθησαν, απίθανον μεν και απελπιστικήν, οπωσδήποτε όμως μόνην, αφού έλαβαν υπ' όψιν των το προηγούμενον γεγονός, δηλαδή ότι από απελπισίαν και τότε εφάνη ότι ενίκησαν εις την μάχην. Εις αυτήν λοιπόν την ελπίδα στηριζόμενοι εύρισκαν ότι καταφύγιον διά τον εαυτόν των είναι μόνον αυτοί οι ίδιοι και οι θεοί. Όλα αυτά λοιπόν ενέπνεαν εις αυτούς φιλίαν μεταξύ των, δηλαδή ο φόβος ο παρουσιασθείς τότε και ο γεννηθείς από τους προηγουμένους νόμους, ο οποίος ήτο υποδούλωσις εις τους νόμους εκείνους, αυτόν που ωνομάσαμεν πολλάκις εις τα προηγούμενα εντροπήν, εις την οποίαν είπαμεν ότι πρέπει να είναι υπόδουλοι όσοι θέλουν να γίνουν αγαθοί, και από την οποίαν ο δήμος είναι ελεύθερος και άφοβος. Διότι αυτός, εάν τότε δεν τον εκυρίευε ο τρόμος, δεν ήτο δυνατόν να συνασπισθή και να αμυνθή ούτε να υπερασπίση τα ιερά και τους τάφους και την πατρίδα και όλους τους ιδικούς του και συγχρόνως και φίλους, καθώς εβοήθησε τότε, αλλά θα εχωριζόμεθα εις μικρά τμήματα όλοι μας και θα εσκορπιζόμεθα άλλος εδώ και άλλος εκεί.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Πολύ ορθά ωμίλησες, Ξένε μου, και καθώς αρμόζει εις σε και εις την πατρίδα σου.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Εις αυτό έχεις δίκαιον, καλέ Μέγιλλε. Και βεβαίως προς σε είναι δίκαιον να ειπώ όσα συνέβησαν εκείνην την εποχήν, διότι μετέχεις εκ φύσεως της φιλίας των πατέρων σου προς τας Αθήνας. Πρόσεχε όμως και συ και ο Κλεινίας αν λέγομεν πράγματα αρμόζοντα εις την νομοθεσίαν. Διότι βεβαίως δεν ομιλώ χάριν διηγήσεως μύθων, αλλά χάριν του ζητήματός μας. Και προσέξετε να ιδήτε. Επειδή κάπως το ίδιον πάθημα συνέβη εις ημάς καθώς εις τους Πέρσας, εις εκείνους μεν με το να σύρουν τον δήμον εις την δουλείαν, εις ημάς δε πάλιν αντιθέτως με το να προτρέπωμεν τον λαόν εις απόλυτον ελευθερίαν, τόρα λοιπόν τι συμπέρασμα έχομεν να ειπούμεν από αυτά; Η προηγηθείσα συζήτησίς μας σχεδόν είναι πολύ ορθή.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Καλά λέγεις, αλλά προσπάθησε να εξηγήσης καθαρώτερα εις ημάς αυτό που λέγεις τόρα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Αυτό θα γίνη. Αγαπητοί μου φίλοι, εις την εποχήν των παλαιών νόμων δεν ήτο κανενός κυρίαρχος ο δήμος, αλλά κάπως ήτο εκουσίως υπόδουλος εις τους νόμους.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Ποίους εννοείς;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Τους περιστρεφομένους εις την μουσικήν πρώτον της εποχής εκείνης, αν θέλης να εξετάσωμεν από την αρχήν την μεγάλην πρόοδον του φιλελευθέρου βίου. Δηλαδή τότε η μουσική μας ήτο διηρημένη εις τα διάφορα είδη της και τα σχήματα, και κάποιον είδος άσματος ήσαν αι ευχαί προς τους θεούς, αι οποίαι ωνομάζοντο ύμνοι. Και εις αυτό δε υπήρχε έν αντίθετον είδος άσματος, και αυτό ημπορούσε κανείς κυρίως να το ονομάση θρήνους. Και άλλο είδος ήσαν οι παιάνες, και έν άλλο η γέννησις του Διονύσου, το οποίον, νομίζω, ελέγετο διθύραμβος. Αυτό δε το ίδιον είδος το ωνόμαζαν ακριβώς νόμους, ως κάποιον διαφορετικόν άσμα· επρόσθεταν δε τον χαρακτηρισμόν κιθαρωδικούς. Αφού λοιπόν όλα αυτά και μερικά άλλα είχαν τακτοποιηθή, δεν επετρέπετο να εφαρμόση κανείς παρανόμως άλλο άσμα εις άλλο είδος μελωδίας. Το δε κύρος εις αυτά διά την ανακάλυψιν και την δίκην έπειτα και τιμωρίαν του ανακαλυφθέντος ως παραβάτου δεν απετελείτο από καμμίαν σφυρίκτραν ούτε από απειροκάλους φωνάς του λαού, καθώς τόρα, ούτε πάλιν από χειροκροτήματα εκφράζοντα επιδοκιμασίαν, αλλά όσοι μεν ήσαν τελείως κατηρτισμένοι έπρεπε να ακούουν μέχρι τέλους με σιωπήν, εις δε τους παίδας και τους παιδονόμους και τον περισσότερον λαόν ο συνετισμός εγίνετο με την ευλογημένην (σωφρονιστικήν) ράβδον, εις αυτά λοιπόν τόσον πρόθυμον ήτο το πλήθος των πολιτών να εξουσιάζεται, και να μη τολμά να κρίνη με θόρυβον. Κατόπιν όμως με τον καιρόν αρχηγοί μεν της απειροκάλου παρανομίας έγιναν οι εκ φύσεως μεν συνθέται, αλλά αμαθείς ως προς το δίκαιον της Μούσης και το νόμιμον, μεθύοντες και περισσότερον του δέοντος κυριευόμενοι από την ηδονήν, και αναμιγνύοντες θρήνους με ύμνους και παιάνας διθυράμβους, και μάλιστα τας αυλωδίας νοθεύοντες με τας κιθαρωδίας, και όλα με όλα συνδυάζοντες, ακουσίως ένεκα της αμαθείας ψευδόμενοι περί της μουσικής, ότι αυτή δεν έχει καμμίαν ορθότητα, αλλά μόνον από την ηδονήν του απολαμβάνοντος αυτήν ημπορεί να κριθή ορθότατα αν είναι καλλιτέρα ή χειροτέρα. Συνθέτοντες λοιπόν τοιαύτα έργα και προσθέτοντες αναλόγους στίχους ενέπνευσαν εις τους περισσοτέρους παρανομίαν και πραξικοπήματα απέναντι της μουσικής, ως να είναι ικανοί να την κρίνουν. Από αυτό λοιπόν τα ακροατήρια από σιωπηλά έγιναν θορυβώδη, ως να γνωρίζουν το καλόν και το κακόν εις την μούσαν, και αντί της υπερισχύσεως των καλλιτέρων επεκράτησεν εις αυτήν πονηρά θεατροκρατία.
Διότι βεβαίως, εάν μόνον δημοκρατία υπήρχε εις αυτήν από ελευθέρους άνδρας, δεν θα ήτο τόσον πολύ κακόν το πράγμα. Τόρα όμως εις ημάς, εις τον τόπον της μουσικής, ήρχισε η δοκησισοφία όλων εις όλα και η παρανομία, την ηκολούθησε η ελευθερία. Διότι εγίνοντο άφοβοι, ωσάν τάχα να την εγνώριζαν, η δε αφοβία εγέννησε την αναίδειαν. Δηλαδή το να μη φοβήται κανείς την γνώμην του καλλιτέρου από θρασύτητα, αυτό ακριβώς αποτελεί την πονηράν αναίδειαν, με κάποιαν βεβαίως πολύ παράτολμον ελευθερίαν.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Ομιλείς πολύ ορθά.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Ως συνέχεια λοιπόν αυτής της ελευθερίας είναι εύκολον να προκύψη το να μη θέλη κανείς να είναι υποχείριος εις τους άρχοντας, και κατόπιν από αυτήν το να αποφεύγη του πατρός και της μητρός και των μεγαλιτέρων την υπακοήν και την νομοθέτησιν, και όταν πλησιάσουν εις το τέλος πλέον να ζητούν να μην υπακούουν εις τους νόμους, όταν δε φθάσουν πλέον εις το τέλος, να μη σκοτίζωνται διόλου δι' όρκους και διά τον λόγον της τιμής των και διά τους θεούς, αποδεικνύοντες και αντιγράφοντες την λεγομένην Τιτανικήν (ανυπότακτον) φύσιν, και, αφού καταντήσουν εις εκείνην πάλιν την κατάστασιν, να ζουν εις κακήν εποχήν και ποτέ να μη παύσουν τα δυστυχήματά των. Και λοιπόν προς τι ελέχθησαν μεταξύ μας και αυτά όλα; Μου φαίνεται ότι πρέπει τον λόγον να τον σύρωμεν εις τα οπίσω καθώς τον ίππον, και όχι να έχη αχαλίνωτον στόμα, το οποίον παρασύρεται διά της βίας από τον λόγον, και να πέσωμεν, καθώς λέγει η παροιμία, από τον όνον, αλλά να εξαναρωτούμεν διά το προ ολίγου λεχθέν, διά ποίον λόγον άραγε ελέχθη.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Πολύ ορθά.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν αυτά ελέχθησαν χάριν εκείνων.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Ποίων;
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Είπαμεν ότι ο νομοθέτης οφείλει εις τρία να προσέχη, όταν νομοθετή, δηλαδή πώς να είναι ελευθέρα η νομοθετουμένη πόλις, και αστασίαστος, και να έχη νουν. Αυτά είπαμεν. Δεν είναι έτσι;
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Βεβαιότατα.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Λοιπόν εξ αιτίας αυτών επροτιμήσαμεν από τας πολιτείας την πλέον απολυταρχικήν και την πλέον φιλελευθέραν, και τόρα εξετάζομεν ποία από αυτάς τας δυο πολιτεύεται ορθώς, υποθέσαντες δε διά καθεμίαν από αυτάς κάποιαν μετριότητα, εκείνης μεν ως προς τον δεσποτισμόν, αυτής δε ως προς την ελευθερίαν, ενοήσαμεν ότι τότε περισσότερον επήλθε ευτυχία με αυτάς, εν ώ, όταν εξώκειλαν εις τα άκρα, εκείνη μεν ως προς την υποδούλωσιν, αυτή δε ως προς το αντίθετον, δεν τας ωφέλησε ούτε εκείνας ούτε αυτάς.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Και βεβαίως χάριν αυτών εξετάσαμεν και τον συνοικισμόν του Δωρικού στρατοπέδου και τους πρόποδας του Δαρδάνου μαζί με τον παραλιακόν συνοικισμόν, και τους πρώτους εκείνους οι οποίοι εσώθησαν από την καταστροφήν. Ακόμη δε και την προηγουμένην από αυτά συζήτησιν μας περί μουσικής και μέθης και όσα προηγήθησαν ακόμη από αυτά. Δηλαδή όλα αυτά τα είπαμεν με σκοπόν να εννοήσωμεν πώς είναι δυνατόν άραγε να κτισθή καλλίτερον μία πόλις, και ιδιωτικώς πώς ημπορεί ο καθείς να ζη την ζωήν του καλλίτερα, εάν δε ωφελήσαμεν εις τίποτε ή όχι, ποία εξέλεγξις ημπορεί να λεχθή μεταξύ μας από τον εαυτόν μας, αγαπητέ Μέγιλλε και Κλεινία;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Εγώ, καλέ Ξένε, νομίζω ότι εννοώ κάποιαν εξέλεγξιν. Φαίνεται ότι με κάποιαν τύχην έγιναν όλοι αυτοί οι λόγοι μεταξύ μας, τους οποίους είπαμεν: Δηλαδή σχεδόν συμπίπτει να έχω την ανάγκην αυτών σήμερον, και πάλιν επικαίρως κάπως παρευρίσκεστε εδώ και συ και ο Μέγιλλος απ' εδώ. Διότι δεν θα σας αποκρύψω τι μου συμβαίνει προς το παρόν, αλλά και ως καλόν οιωνόν κάπως το θεωρώ. Δηλαδή το μεγαλίτερον μέρος της Κρήτης σχεδιάζει να κάμη κάποιαν αποικίαν, και δίδει εντολήν εις τους Κνωσίους να λάβουν την πρωτοβουλίαν του ζητήματος, η δε πόλις των Κνωσίων αναθέτει την εντολήν εις εμέ και εις άλλους εννέα άνδρας. Συγχρόνως δε μας αναθέτει και νόμους να θέσωμεν και από τους εντοπίους, όσοι τυχόν μας αρέσουν, και από κανέν άλλο μέρος, χωρίς να λάβωμεν υπ' όψιν το ξενικόν αυτών, αρκεί να φαίνωνται καλλίτεροι. Τόρα λοιπόν ας λάβωμεν όλοι μαζί δι' όλους αυτήν την ευχαρίστησιν. Από όσα είπαμεν ας εκλέξωμεν συζητητικώς και ας δημιουργήσωμεν μίαν πόλιν, ως να την κτίζωμεν από την αρχήν, και ούτω συγχρόνως θα εξετάζωμεν αφ' ενός το ζήτημά μας, και αφ' ετέρου εγώ πολύ πιθανόν να χρησιμοποιήσω εις την μέλλουσαν πόλιν αυτό το σχέδιον.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Βεβαίως δεν μας φέρεις κανένα πόλεμον, καλέ Κλεινία. Αλλά, αν δεν υπάρχη κανέν εμπόδιον εις τον Μέγιλλον, πίστευε ότι το κατ' εμέ όσον είναι δυνατόν είμαι σύμφωνος μαζί σου.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Πολύ καλά ομιλείς.
ΜΕΓΙΛΛΟΣ
Και εγώ βεβαίως είμαι σύμφωνος.
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Καλά είπατε και οι δύο. Λοιπόν ας δοκιμάσωμεν πρώτον με την συζήτησιν να ιδρύσωμεν την πόλιν.