Читать книгу Ο Χορός Του Φεγγαριού - Amy Blankenship, Amy Blankenship - Страница 5

Κεφάλαιο 1

Оглавление

10 χρόνια μετά…

Δυνατή μουσική αντηχούσε μέσα από το κλαμπ. Η μωβ μεγάλη ταμπέλα από νέον άλλαζε χρώματα, συγχρονισμένη με το ρυθμό της μουσικής. Το φως έδινε μία απόκοσμη λάμψη στο κτίριο κατά μήκος του δρόμου. Ένας άνδρας με λεπτά ξανθά μαλλιά στεκόταν στο χείλος της οροφής του κτιρίου. Έσκυψε προς τα εμπρός και στηρίζοντας τον αγκώνα στο γόνατό του, κάπνιζε ένα τσιγάρο. Ο Κέιν Τριπ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. Δεν του άρεσε καθόλου που τα είχε κόψει. Του έλειπαν τα μακριά του μαλλιά. Μπορούσε ακόμα να θυμηθεί τη μεταξωτή αίσθησή τους στη βάση της πλάτης του. Έφερε το τσιγάρο στα χείλη του και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, έχοντας απόλυτη επίγνωση των πόσων είχε χάσει. Όπως για παράδειγμα το τσιγάρο. Του άρεσε να καπνίζει πριν τον θάψουν ζωντανό και τον αφήσουν εκεί νομίζοντας τον για νεκρό.

Για 40 ολόκληρα χρόνια είχε αιχμαλωτιστεί από το Μαλάχι, τον αρχηγό ενός μικρού κοπαδιού ιαγουάρων, όταν κατηγορήθηκε ότι σκότωσε τη σύντροφο του μεταβλητού όντος. Πριν από εκείνη τη νύχτα, ο Κέιν είχε αρμονικές σχέσεις με τους ιαγουάρους και ο αρχηγός τους ήταν στενός του φίλος. Ο Μαλάχι τον είχε δικάσει και καταδικάσει, πάνω σε μία έκρηξη οργής. Χρησιμοποιώντας ένα ξόρκι από το βιβλίο που ο Κέιν πίστευε πως είχε κρύψει καλά, ο Μαλάχι είχε ρίξει επάνω του μια κατάρα που τον καθιστούσε ανίκανο να κινηθεί, να μιλήσει, ακόμα και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Του είχαν αφαιρέσει το σκουλαρίκι από αιματίτη που φορούσε, και που του επέτρεπε να κινείται ελεύθερος στο φως του ήλιου. Η πέτρα αυτή ανήκε στο πρώτο βαμπίρ, το Σιν. Ο Κέιν τον είχε κάποτε ρωτήσει πως έγινε και υπήρξε ο πρώτος και η απάντηση τον είχε αφήσει αποσβολωμένο. Ο Σιν είχε έρθει στον κόσμο μόνος, τραυματισμένος και πεινασμένος. Ένας νεαρός άντρας τον είχε βρει και για να χορτάσει την πείνα του, ο Σιν είχε πιει το αίμα του. Το βαμπίρ κατάλαβε γρήγορα ότι οι άνθρωποι αυτού του κόσμου ήταν εύθραυστα πλάσματα, που η ψυχή τους θα τους εγκατέλειπε αν μοιραζόταν το αίμα του, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια οικογένεια σε αυτόν τον πλανήτη. Όταν όμως οι ψυχές τους χάνονταν του ήταν πια άχρηστοι και κάτι παρόμοιο με μικρά τέρατα.

Κατά τη διάρκεια της αιώνιας ζωής του, ο Σιν είχε βρει μόλις τρεις ανθρώπους των οποίων την ψυχή διατήρησε και τους έκανε παιδιά του. Η μόνη διαφορά ήταν ότι όταν τους μετέτρεψε σε βαμπίρ, τους καταδίκασε να ζουν στο σκότος, αυτούς και τους απογόνους τους, καθώς ο ήλιος θα τους έκαιγε… Αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για το Σιν, εξαιτίας της πέτρας.

Τα χοντρά περιβραχιόνια που φορούσε ο Σιν προέρχονταν από το δικό του κόσμο και ήταν φτιαγμένα από την ίδια πέτρα. Κόβοντας ένα κομμάτι από αυτά είχε καταφέρει να φτιάξει ένα δαχτυλίδι, ένα κολιέ και ένα μοναδικό σκουλαρίκι. Ο Κέιν για άλλη μία φορά έφερε το χέρι στο αυτί του και άγγιξε το σκουλαρίκι που φορούσε.

Η πέτρα του είχε εξασφαλίσει μία σχετικά φυσιολογική ζωή… Ήταν το βιβλίο με ξόρκια του Σιν που είχε οδηγήσει τον Κέιν στην καταστροφή. Ο Κέιν το είχε εμπιστευτεί στους εκλεκτούς του, για να το χρησιμοποιήσουν σοφά όσο εκείνος κοιμόταν. Μέσα στο βιβλίο υπήρχε το καταραμένο ξόρκι, ένας τόπος να χαλιναγωγήσουν τα άψυχα παιδιά, αν γινόντουσαν πολύ επικίνδυνα για την ανθρωπότητα.

Καθώς το ίδιο ξόρκι είχε χρησιμοποιηθεί και εναντίον του, ο Κέιν μπορούσε μόνο να παρακολουθήσει με ψυχρό βλέμμα τον πρώην φίλο του να τον σκεπάζει με μαύρο χώμα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται να βλέπει ήταν ο έναστρος ουρανός του δάσους. Το σκοτάδι ήταν αθόρυβο και τον είχε κυριεύσει. Το ξόρκι τον είχε κρατήσει δεμένο εκεί αλλά μπορούσε ακόμα να ακούσει την κίνηση της γης. Μικρές, θνητές υπάρξεις που απέφευγαν να φάνε τη ζωντανή σάρκα του αλλά ασυναίσθητα ροκάνιζαν την ψυχή του.

Όσο ο καιρός περνούσε νόμιζε πως σίγουρα θα τρελαθεί και ξαφνικά άρχισε να ακούει θορύβους όλο και πιο συχνά… φωνές. Ήταν τόσο ευπρόσδεκτες στη φυλακή του και διψούσε να ακούει περισσότερες. Κάποιες φορές άκουγε ολόκληρες οικογένειες και κάποιες άλλες μόνο ενήλικες.

Κάποιες φορές προσπαθούσε να νικήσει το ξόρκι, άλλες να καλέσει βοήθεια και άλλες απλά να βρει παρέα. Η μαγεία κρατούσε γερά, καθιστώντας τον εντελώς ανίσχυρο. Το γνώριζε αυτό το ξόρκι. Το είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος εναντίον τεράτων. Ήταν μία πολύπλοκη διαδικασία που απαιτούσε το αίμα ενός αγαπημένου προσώπου για να τον ελευθερώσει. Ένα ξόρκι αγάπης που μόνο η αδελφή ψυχή του θύματος θα μπορούσε να θα μπορούσε να σπάσει.

Είχε πάντα δουλέψει με τα βαμπίρ γιατί χρειαζόταν να έχεις ψυχή για να μπορέσεις να καλέσεις την αδελφή ψυχή. Το είχε χρησιμοποιήσει παραπάνω από μία φορά για να εξουδετερώσει τους δαιμονικούς απογόνους του που δεν ήξεραν τίποτα άλλο από τη λαγνεία για το αίμα.

Ο Κέιν γέλασε ειρωνικά όταν θυμήθηκε ποιος τον είχε καταδικάσει… γιατί αυτός δεν είχε αδελφή ψυχή. Ή τουλάχιστον δεν την είχε συναντήσει ποτέ. Αλλά ακόμα και να είχε, ήταν αρκετά απίθανο ότι αυτή θα σκόνταφτε στον τάφο του αιμορραγώντας. Ο Μαλάχι είχε μια ραγισμένη καρδιά. Αγαπούσε τόσο πολύ τη γυναίκα του που ήθελε να κάνει τον Κέιν να καταλάβει το βάθος αυτής της αγάπης και να ποθήσει μία ίδια.

Τελικά αυτό συνέβη. Τόσες και τόσες φορές, ενώ έτρεχαν τα δάκρυά του, παρακαλούσε τον οποιοδήποτε θεό ακούει να βρει την αδελφή ψυχή του και να του την φέρει για να ελευθερωθεί. Αν είχε όντως σκοτώσει τη γυναίκα του φίλου του θα του άξιζε αυτή η ποινή. Ωστόσο δεν είχε διαπράξει τέτοιο έγκλημα.

Μια νύχτα, κι ενώ είχε εγκαταλείψει την ελπίδα, τον άκουσε. Ο διακριτικός βρυχηθμός του Μαλάχι, συνοδευόμενος από μία ακόμα οργισμένη ζωώδη κραυγή, έσπασε την ησυχία και διέκοψε τον εσωτερικό του μονόλογο. Ύστερα έμεινε σοκαρισμένος από τη φωνή ενός μικρού κοριτσιού, που στεκόταν ακριβώς από πάνω του και τους εκλιπαρούσε να μην πειράξουν το κουτάβι της.

Ο ήχος της τρεμάμενης φωνής της έκανε κάτι μέσα του να σπάσει, να λυγίσει και λαχτάρησε να ελευθερωθεί για να την προστατεύσει από το κτήνος της νύχτας.

«Ο Μαλάχι δε θα πειράξει το κουτάβι σου μικρούλα», σκέφτηκε ο Κέιν. Ήταν αλήθεια, ο Μαλάχι δε θα πείραζε κανένα, ειδικά ένα παιδί, εκτός και αν κάποιος τον παραπλανούσε σκόπιμα. Γνωρίζοντας ότι ο φίλος του βρισκόταν κάπου από πάνω του, ο Κέιν ένιωσε ξανά μία πνοή ζωής. Άρχισε να θυμώνει όταν το κορίτσι φώναξε πάλι και άκουσε ένα δυνατό γδούπο στο έδαφος. Αίμα… μύρισε αμέσως το φρεσκοχυμένο αίμα που έπεσε στο μαλακό χώμα που τον σκέπαζε.

Ήταν το πιο καλοδεχούμενο πράγμα που του είχε συμβεί. Το άρωμα κατέκλυσε το μυαλό του και σχεδόν τον οδήγησε σε παραλήρημα, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το γευτεί. Ήταν τόσο αποδυναμωμένος μετά από τόσον καιρό που είχε να πιει. Διψασμένος μέχρι θανάτου αλλά ακόμα ζωντανός. Και τότε ένιωσε δύο από τα δάχτυλά του να συσπώνται.

Ο Κέιν συγκεντρώθηκε σε αυτό και με όλη τη δύναμη του μυαλού του συνέχισε να προσπαθεί να κουνηθεί. Ένιωσε τις μέρες να περνούν, στηριζόμενος στη θέρμη του εδάφους που τον σκέπαζε. Η μυρωδιά του αίματος τον είχε πια κατακλείσει και τον οδηγούσε μόνο προς τα εμπρός. Επιτέλους, μπορούσε πια να κουνά τα χέρια του αργά και ακόμα πιο αργά άρχισε να προσπαθεί να ξεθάψει τον εαυτό του για να βγει από τον τάφο του.

Οι μέρες συνέχισαν να κυλούν και όταν κάποια στιγμή το χέρι του κατάφερε να βγει στην επιφάνεια, σχεδόν έκλαψε από χαρά. Σύρθηκε έξω από το χώμα, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε ψηλά, και άρχισε να γελά σχεδόν με μανία όταν αντίκρισε το γεμάτο αστέρια μαύρο ουρανό. Στρέφοντας ξανά το βλέμμα του στο έδαφος, πρόσεξε ένα κομμάτι ύφασμα, με ένα στεγνό πια, λεκέ από αίμα. Το σήκωσε, το έφερε στη μύτη του και το κράτησε εκεί εισπνέοντας δυνατά το άρωμα του αίματος που τον είχε απελευθερώσει.

Σφίγγοντας τη μυρωδιά του σωτήρα του στη γροθιά του, σηκώθηκε εντελώς από το έδαφος. Ο Μαλάχι και ο ανθρωπόμορφος, που είχε πραγματικά σκοτώσει τη γυναίκα του ιαγουάρου, κείτονταν νεκροί λίγα μόλις μέτρα από τον τάφο του.

Κοιτώντας πέρα από αυτούς και προς το δάσος αναζήτησε το κορίτσι. Ο Κέιν ήξερε πως βρισκόταν ήδη μακριά αλλά ήταν πεπεισμένος πως ήταν η αδελφή ψυχή του. Ποιος άλλος θα είχε καταφέρει να σπάσει το ξόρκι του Μαλάχι αν όχι εκείνη;

Καθώς ήταν πολύ αδύναμος να την ψάξει, ο Κέιν σύρθηκε προς το Μαλάχι και τον χάιδεψε απαλά στο μάγουλο. Ξαφνικά, ενώ κοίταζε το πρόσωπο του, η αναπνοή του πάγωσε. Ο Μαλάχι φορούσε το σκουλαρίκι από αιματίτη. Το δικό του σκουλαρίκι!

Με μία βίαιη και αστραπιαία κίνηση, ο Κέιν σηκώθηκε όρθιος με το σκουλαρίκι σφιγμένο στη γροθιά του. Κοιτάζοντας το Ναθάνιελ, τον άντρα που τον είχε παγιδεύσει, ο Κέιν τυλίχτηκε το μανδύα του σκοταδιού κι εξαφανίστηκε.

Ο Κέιν εξέπνευσε και παρατηρούσε τον καπνό να περιστρέφεται στον αέρα διαγράφοντας κύκλους, πριν εξαφανιστεί εντελώς από μπροστά του. Είχε περάσει τα τελευταία δέκα χρόνια περιπλανώμενος από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο, προσπαθώντας να καλύψει τα κενά που του είχε αφήσει η τριακονταετής φυλάκισή του.

Είχε ανακτήσει τη δύναμή του, ταΐζοντας τον εαυτό του με ένα μικρό λευκό σκυλάκι που είχε βρει στον κορμό ενός δέντρου. Ήξερε πως ήταν το κατοικίδιο κάποιου και ένιωθε τύψεις γι’ αυτό που είχε κάνει, όμως η ανάγκη να ικανοποιήσει την πείνα του ήταν μεγαλύτερη.

Μόνο μετά που είχε φάει κατάλαβε ότι το κουτάβι ανήκε στο κορίτσι που τον είχε απελευθερώσει. Νιώθοντας ακόμα μια μικρή σπίθα ζωής στο μικρόσωμο τριχωτό πλάσμα, έκανε το χειρότερο που θα μπορούσε. Δάγκωσε τον καρπό του, μέχρι που δύο σταγόνες αίμα έπεσαν στη ροζ γλώσσα του κουταβιού. Έπειτα ξάπλωσε το κουτάβι στο έδαφος και αναρωτήθηκε τι διάολο έκανε. Δε θα δούλευε ποτέ! Ή μήπως ναι;

Τον είχε σώσει δύο φορές και δεν το ήξερε καν. Η θύμηση της τρομαγμένης της φωνής είχε ακόμα τη δύναμη να τον ξυπνά από το βαθύ του ύπνο. Ευχόταν να την είχε δει. Έστω και για λίγο, έτσι ώστε να έχει μια μορφή να την ταιριάξει με τη φωνή που τον στοίχειωνε.

Έβαλε το χέρι στην τσέπη και τράβηξε έξω το κολάρο του μικρού ζώου. Το βλέμμα του σταμάτησε στο ταμπελάκι σε σχήμα κόκκαλου που κρεμόταν. Ήξερε το όνομα της οικογένειας, αλλά η αναγραφόμενη διεύθυνση δεν ίσχυε πια. Δεν ίσχυε εδώ και χρόνια. Όταν επιτέλους έμαθε να χειρίζεται τον υπολογιστή έκανε μία έρευνα αλλά οι γονείς του κοριτσιού είχαν πεθάνει και το σπίτι είχε πουληθεί. Η κόρη τους, που ήταν σίγουρος ότι ήταν ο σωτήρας του, είχε εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη.

Ο Κέιν πέταξε το τσιγάρο του και το πάτησε με το πόδι του για να σβήσει. Μόλις είχε επιστρέψει στο Λος Άντζελες, είχε αμέσως πάει στο κλαμπ όπου ο Μαλάχι κάποτε ζούσε και διεύθυνε, μα ανακάλυψε ότι είχε πουληθεί και τα παιδιά του είχαν πια μετακομίσει σε άλλη διεύθυνση. Το νέο μαγαζί δεν ήταν τίποτα άλλο από μία παλιά αποθήκη. Ωστόσο οι ιαγουάροι την είχαν, προσφάτως, ανακαινίσει και είχαν φτιάξει εκεί ένα καινούργιο κλαμπ, σύμφωνο με τις επιταγές της εποχής. Τα παιδιά του Μαλάχι ήταν οι νέοι διευθύνοντες.

Κούνησε το κεφάλι του με απορία, διερωτούμενος πως ο Μαλάχι είχε μπορέσει να ξαναπαντρευτεί, γνωρίζοντας πόσο είχε αγαπήσει την πρώτη του σύζυγο. Εκείνη ήταν η αδελφή ψυχή του και ήταν γνωστό ότι ενώ οι ανθρωπόμορφοι συνήθιζαν να έχουν ιδιαίτερα έντονη σεξουαλική ζωή, μόλις γνώριζαν την αδελφή ψυχή τους ήταν σχεδόν αδύνατον να αγαπήσουν ξανά. Η τελευταία σύζυγός του Μαλάχι, του είχε χαρίσει τέσσερα παιδιά, και είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια του τοκετού του τέταρτου γιου τους, του Νικ.

Ο Μαλάχι είχε πεθάνει τη νύχτα που είχε ακουστεί ο βρυχηθμός από τα έγκατα της γης, αλλά ο Κέιν συνέχισε να νιώθει την ανάγκη για εκδίκηση να φουντώνει μέσα του. Σχεδόν όλα τα βαμπίρ γεννιούνται από το σκότος και ίσως ο Σιν να έκανε λάθος σχετικά με τη διαφορετικότητα του Κέιν. Ίσως να ήταν το ίδιο σατανικός με τους προγόνους του. Ίσως αυτά τα βασανιστικά χρόνια να είχαν κάνει αρκετή ζημιά. Το μυαλό του δεν μπορούσε ακόμα να απελευθερωθεί από τη σκοτεινή φυλακή που τον είχε βάλει ο Μαλάχι.

Για τον Κέιν έφταιγαν οι ιαγουάροι. Εκείνοι είχαν χύσει το πρώτο αίμα. Και τώρα εκείνος είχε επιστρέψει για να εκδικηθεί αυτήν την καταραμένη φυλή των ανθρωπόμορφων, και θα ξεκινούσε με τα παιδιά του Μαλάχι. Αλλά δε θα σταματούσε εκεί. Μετά θα έπαιρναν σειρά και τα παιδιά του ανθρωπόμορφου που τον είχε παγιδεύσει… του Ναθάνιελ Γουάιλντερτ.

Το να βρει ακόλουθους να τον προμηθεύουν με αίμα δεν ήταν δύσκολο. Τον Κέιν συνέχιζε να τον εκπλήσσει το γκοθ παρασκήνιο αυτής της πόλης. Πολλοί από αυτούς ονειρεύονταν ότι ήταν ότι αυτός… δηλαδή ένα αληθινό βαμπίρ αντί ενός γκοθά που ήθελε κάποια στιγμή να γίνει.

Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μετατρέψει έναν και μετά να αφήσει τον άψυχο υποτακτικό του να τον υπηρετεί. Είχε διαλέξει τον πιο επικίνδυνο της παρέας… εκείνον που όλα έδειχναν πως είχε ήδη πουλήσει την ψυχή του στο σκότος. Ο Ρέιβεν, ένας αλήτης, ένας οριακά ψυχασθενής ως άνθρωπος, ένας γκοθάς, που διψούσε για αίμα πριν καν να έχει πραγματική ανάγκη γι’ αυτό.

Ο Ρέιβεν ήταν ο μόνος στον οποίον ο Κέιν είχε μιλήσει για τις πισώπλατες μαχαιριές των ανθρωπόμορφων και για το σχέδιο τους να τον παγιδεύσουν και να τον θάψουν ζωντανό. Δεν είχε καταλάβει γιατί του τα είχε εκμυστηρευτεί, ίσως από πλήξη…

Ο Κέιν τον είχε αφήσει ελεύθερο στην πόλη. Ο Ρέιβεν, που ήταν ήδη θυμωμένος με τον κόσμο, τώρα που ο Κέιν του είχε δώσει την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί ως παιδί του σκότους, είχε βρει διέξοδο για όλον αυτόν το συσσωρευμένο θυμό. Ο Ρέιβεν είχε κάνει προσωπική του υπόθεση την εκδίκηση του Κέιν και το ζοφερό βαμπίρ άρχισε να χρησιμοποιεί όλες τις ικανότητές του για αυτόν τον σκοπό.

Ο Κέιν δεν προσπάθησε να τον αποτρέψει καθώς οι πράξεις του Ρέιβεν συμφωνούσαν απόλυτα με την παγίδα που ο ίδιος ετοίμαζε στα μέλη της οικογένειας του Μαλάχι. Δεν είχε κανένα λόγο να προστατεύσει τους ανθρωπόμορφους από το Ρέιβεν. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να συμβουλέψει το Ρέιβεν ότι δε χρειαζόταν να σκοτώσει για να τραφεί, ότι δεν ήταν ανάγκη να προκαλέσει τέτοιες ζημιές αν δεν το επιθυμούσε. Δεν έφταιγε εκείνος αν ο Ρέιβεν είχε επιλέξει το θάνατο.

Την πρώτη φορά που ο Ρέιβεν σκότωσε ήταν και η μοναδική φορά που είχε παρέμβει ο Κέιν, πιάνοντας το αγόρι, πριν αφήσει τους νεκρούς με το σημάδι του βαμπίρ στην εύκολη θέα των ανθρώπων. Κρατώντας αυτό το μυστικό, βυθίστηκε στην αυτοσυντήρησή του και ξέχασε να το μοιραστεί με το Ρέιβεν. Έπειτα ο Κέιν του έδειξε πώς να καλύπτει τα νώτα του και να το κάνει να μοιάζει περισσότερο με μία σαδιστική δολοφονία.

Ο Ρέιβεν είχε αναλάβει να θάβει τα θύματά του σε μία περιοχή κοντά στο Μούνντανς, ώστε οι αρχές να μη δυσκολεύονται να τα βρούν. Ήταν το τέλειο σχέδιο. Τα περισσότερα βαμπίρ ήταν έμφυτα κακά, έτσι ο Κέιν είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της κανονικής ζωής του μέσα στην περιοχή των δολοφόνων. Το να βλέπει αυτό το αγόρι να σκοτώνει έμοιαζε τόσο φυσικό.

Αν ο Σιν ζούσε και έβλεπε αυτήν τη δολοφονική μανία θα είχε απαλλάξει τον κόσμο από αυτήν τη δυστυχία, είτε σκοτώνοντας το Ρέιβεν, είτε καταδικάζοντάς τον ζωντανό σε αιώνιο τάφο. Τώρα που ο Κέιν είχε βιώσει αυτήν την τιμωρία θα επέλεγε σίγουρα ένα γρήγορο θάνατο.

Πριν την εξορία του είχε υπάρξει στενός φίλος και με ένα άλλο βαμπίρ… το Μάικλ. Είχαν ζήσει μαζί περισσότερο από ότι μπορούσαν ή ήθελαν να θυμηθούν. Ήταν κι οι δυο τους προικισμένοι με τις πέτρες αιματίτη, επειδή είχαν διατηρήσει τις ψυχές τους. Αυτοί και ο αδελφός του Μάικλ ο Ντέιμον.

Ο Μάικλ ήταν καλός άνθρωπος… είχε παραμείνει στη λεγόμενη πλευρά των αγγέλων, ενώ σύμφωνα με τις φήμες, ο αδελφός του ο Ντέιμον είχε αναπτύξει πολύ τη σκοτεινή πλευρά του και τη χρησιμοποιούσε εναντίον του αδελφού του. Αφού τελείωνε εδώ, ίσως να έκανε μια επίσκεψη στο Ντέιμον, για να τον διδάξει τρόπους. Αυτή η αδελφική αντιπαλότητα παραξένεψε τον Κέιν γιατί ήξερε ότι ο Μάικλ αγαπούσε τον αδερφό του… ωστόσο τα πράγματα μπορούσαν πάντα να αλλάξουν.

Ο Κέιν δεν ήθελε να μάθει ο Μάικλ το κακό που είχε σπείρει μέσα του ο τάφος. Τις δύο τελευταίες βδομάδες είχε περάσει χρόνο παρακολουθώντας το Μάικλ από απόσταση. Ήξερε ότι ο Μάικλ και ο μεγαλύτερος γιος του ιαγουάρου, ο Γουόρεν, ήταν φίλοι… έτσι ακριβώς όπως είχε υπάρξει κι εκείνος με το Μαλάχι.

Οι ανθρωπόμορφοι ήταν προδότες και ο Μάικλ θα έπρεπε να το ανακαλύψει μόνος του. Βγάζοντας από τη μέση τους ανθρωπόμορφους θα έκανε ,μία τελευταία χάρη στο Μάικλ… προς τιμή του παλιού καλού καιρού.

Ο Κέιν σήκωσε τα χέρια του και άγγιξε το σκουλαρίκι του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι η πέτρα του τον σταματούσε από το να σκοτώνει ανθρώπους. Αν η ψυχή του ήταν πραγματικά σατανική, τότε η πέτρα δε θα λειτουργούσε. Αναρωτιόταν πως ο Μαλάχι είχε μπορέσει να παραβλέψει αυτό το γεγονός. Η απόδειξη της αθωότητάς του ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια του.

Δεν έχει σημασία… Είχε περάσει τριάντα χρόνια στη φυλακή του για κάτι που δεν είχε κάνει. «Η εκδίκηση θα είναι κόλαση φίλοι μου.»

«Διαφήμιση;» Ρώτησε ο Τσαντ προσπαθώντας να κρύψει ένα πονηρό χαμόγελο την ώρα που η μικρή αδερφή του κοπανούσε το ακουστικό του τηλεφώνου, τόσο δυνατά και νευριασμένα που θα μπορούσε να γκρεμίσει τον τοίχο. Τελικά προσγειώθηκε βίαια στο πάτωμα.

Η Ένβι κλώτσησε τη συσκευή μακριά στο διάδρομο, ενώ φανταζόταν πως είναι το κεφάλι του φίλου της, και γύρισε στον αδερφό της. «Είστε όλοι τέτοια παλιόσκυλα ή μόνο αυτοί που βγαίνω;»

Ο Τσαντ σήκωσε τα χέρια του ως έκφραση απορίας. «Κατά τη γνώμη μου τα κορίτσια είναι το ίδιο χάλια με τα αγόρια. Τώρα ηρέμησε κι έλα να πεις στο μεγάλο σου αδερφό τι έγινε.»

Η Ένβι άρχισε να σπρώχνει με το μέτωπό της το δροσερό τοίχο. Αρνιόταν να αφήσει να κυλήσει έστω και ένα δάκρυ. Ο Τρέβορ δεν την είχε συνεπάρει τόσο ώστε να κλάψει γι’ αυτόν, αλλά από την άλλη είχε αρχίσει να κουράζεται σοβαρά από όλους αυτούς τους ανεπαρκείς τύπους. «Μόλις μου τηλεφώνησε ο Τζέισον για να βγούμε. Νόμιζε ότι είμαι ξανά μόνη μου γιατί συνάντησε τον Τρέβορ σε ένα καινούργιο κλαμπ. Σχεδόν έκανε σεξ με μια άλλη στην πίστα.»

Ο Τσαντ κούνησε το κεφάλι του. Δε θα ένιωθε κανέναν οίκτο για τον Τρέβορ μόλις η αδερφή του τον έπιανε στα χέρια της. «Οπότε τι λες; Πάμε για κλάμπινγκ;» Δε θα ήθελε για τίποτα στον κόσμο να το χάσει αυτό, σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια του.

Η Ένβι χαμογέλασε, αρχίζοντας να διασκεδάζει με την ιδέα. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη.»

Ο Τσαντ της έγνεψε, κάθισε στην άκρη του καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση να δει ειδήσεις, χωρίς όμως να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τον Τρέβορ και δεν του άρεσε που έβγαιναν. Ήξερε ότι ο τύπος είχε ενεργήσει με εντελώς αμερικάνικο τρόπο. Σαν πλούσιο κολεγιόπαιδο που έπρεπε να βγάλει όλους τους αντίπαλους από τη μέση και να κερδίσει το λάφυρο. Δεν του άρεσε όμως η Ένβι να έχει λανθασμένη αντίληψη για το ποιος πραγματικά ήταν. Αν η αδερφή του επρόκειτο να κοιμηθεί με τον Τρέβορ, έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει ποιον πηδούσε.

Το να ξεκινήσει μία σχέση βασισμένη σε ψέματα δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος. Αν ήθελες να κοροϊδέψεις τον άλλον καλό θα ήταν να μην μπλεχτείς καθόλου. Είχε πλευρίσει τον Τρέβορ την τελευταία φορά που τον είχε δει στο σταθμό και του είχε ζητήσει είτα να αποκαλύψει στην Ένβι την αλήθεια για το ποιος ήταν, είτε να μείνει μακριά της. Δεν έφταιγε εκείνος που ο Τρέβορ δεν άκουγε κανέναν.

Θύμωνε όταν σκεφτόταν ότι ο Τρέβορ μπορεί να χρησιμοποιούσε την Ένβι ενώ ήταν σε μυστική αποστολή στο μπαρ. Με εκείνη να δουλεύει ως μπαργούμαν στα περισσότερα κλαμπ, είχε βρει την τέλεια ευκαιρία να τρυπώνει στα περισσότερα κτίρια πολύ πριν ανοίξουν και να μένει εκεί μέχρι και πολύ αργότερα όταν έκλειναν. Το να βρίσκεται εκεί χωρίς τα πλήθη κόσμου του επέτρεπε να ερευνά ανενόχλητος και η Ένβι δεν ήταν αρκετά παρατηρητική ώστε να το καταλάβει.

Ο Τσαντ είχε αρνηθεί να δουλέψει ως μυστικός, παρά το ότι οι μυστικές υπηρεσίες προσπαθούσαν, εδώ και καιρό, να τον προσεγγίσουν. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει για τώρα ήταν να είναι η αγαπημένη κλήση τους όταν χρειάζονταν κάποιον να σπάσει καμιά πόρτα ή να ακινητοποιήσει κόσμο. Και αυτό ήταν απολύτως αρκετό για εκείνον. Προτιμούσε να παλέψει σωματικά με τον οποιοδήποτε κακό, παρά να ανακατεύει χαρτιά όλη μέρα προσπαθώντας να ξεσκεπάσει τις παρανομίες κάποιου.

Από την άλλη, ο φίλος τους ο Τζέισον ήταν πολύ καλή περίπτωση για την Ένβι. Είχαν πάει σχολείο μαζί και εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Ο Τζέισον ήταν ανέκαθεν ερωτευμένος μαζί της. Όταν πήγαιναν λύκειο ερχόταν τόσο συχνά στο σπίτι τους που η Ένβι κατέληξε να τον θεωρεί σχεδόν αδερφό και όχι πιθανό σύντροφο.

Ο Τζέισον είχε μπει στην υπηρεσία δασοφυλακής του δάσους των Αγγέλων και δεν είχε αλλάξει ποτέ δουλειά. Στην Ένβι ακόμα άρεσε να κάνει παρέα μαζί του. Είχε έτσι και την ευκαιρία να βλέπει πιο συχνά και τη φίλη της την Τάμπαθα, που πλέον ήταν μέλος της ομάδας του Τζέισον.

Ο Τσαντ σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στην πόρτα του δωματίου της Ένβι. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από τότε που οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί σε ατύχημα, μοιράζονταν το ίδιο σπίτι. Τα έβρισκαν απόλυτα. Εκείνος ήταν αστυνομικός και εκείνη μπαργούμαν στα περισσότερα μπαρ της πόλης.

Ο μόνος λόγος που την άφηνε να συνεχίζει και δεν της έλεγε να βρει μία «αληθινή» δουλειά ήταν γιατί εκείνη, τις περισσότερες νύχτες που δούλευε, έβγαζε πολλά περισσότερα χρήματα από ότι εκείνος. Η Ένβι πλήρωνε συνήθως το ενοίκιο και εκείνος φρόντιζε όλα τα υπόλοιπα.

«Σε ποιο κλαμπ;» ρώτησε από τη μισάνοιχτη πόρτα.

«Στο καινούργιο, στο Μούνντανς.» Η Ένβι έπιασε σε αλογοουρά τα μισά κόκκινα μαλλιά της και άφησε τα υπόλοιπα να πέφτουν στους ώμους της. «Μπορεί να μιλήσω και για δουλειά όσο είμαστε εκεί.»

Ο Τσαντ συνοφρυώθηκε. «Είναι εκείνο στο τέρμα της πόλης, ε;» Επέστρεψε στο δωμάτιο του χωρίς να περιμένει την απάντησή της. Τελευταία, η κατάσταση είχε γίνει λίγο ζόρικη εκεί κάτω. Είχαν συμβεί διάφορα περιστατικά. Οι εξαφανίσεις ήταν πια στην ημερήσια διάταξη, ενώ αρκετά πτώματα είχαν βρεθεί μόλις ένα τετράγωνο από το κλαμπ.

Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να συνδέει το κλαμπ με όλα αυτά , παρά μόνο το ότι όλα τα θύματα ήταν πελάτες του Μούνντανς. Ήταν το χρονικό πλαίσιο που ο Τσαντ, αλλά και πολλοί άλλοι, έβρισκαν ύποπτο. Στην ατμόσφαιρα αιωρούταν η άποψη ότι ίσως να υπήρχε ένας κατά συρροή δολοφόνος που σύχναζε στο μπαρ. Την τελευταία φορά που κάποιος είχε δει ζωντανό κάποιο από τα θύματα ήταν μέσα στο κλαμπ. Η ιδιότητα του ως αστυνομικός δεν του επέτρεπε να αγνοήσει την πιθανή σύνδεση των γεγονότων.

Μιας και το σήμα και το όπλο του βρίσκονταν ήδη στο αυτοκίνητο, ο Τσαντ άρπαξε τη μικρή συσκευή ηλεκτροσόκ και την έχωσε πίσω από τη ζώνη του. Με όλα αυτά που συνέβαιναν στην περιοχή ένιωθε πιο ασφαλής να το έχει μαζί της η Ένβι, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά όσο βρίσκονταν στο κλαμπ.

Βγαίνοντας από το δωμάτιό του κοίταξε προς το διάδρομο και έμεινε στήλη άλατος όταν είδε την αδερφή του. Φορούσε μαύρη δερμάτινη φούστα με δαντέλα στις άκρες και ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτη την κοιλιά της. Η μπλούζα της είχε τόσα δερμάτινα μπαλώματα, όσα χρειάζονταν για να καλύψουν το στήθος της αλλά και να αφήσουν σε κοινή θέα τον αφαλό της.

Είχε συνδυάσει το ντύσιμο με ένα ζευγάρι μαύρες μπότες, που σταματούσαν ακριβώς πάνω από το γόνατο και ήταν διακοσμημένες με αλυσίδες στους αστραγάλους. Στο λαιμό της είχε ένα μενταγιόν με πέτρα αμέθυστου, που της είχε χαρίσει η μητέρα τους πολλά χρόνια πριν. Τα μισά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά και τα υπόλοιπα κυμάτιζαν στους ώμους της.

Είχε βαφτεί πολύ κομψά, με μαύρο αϊλάινερ, μαύρη σκιά και σκουρόχρωμο κραγιόν. Έμοιαζε με ντομινατρίξ.

« Έλα, είμαστε έτοιμοι να πιούμε αίμα;» Ο Τσαντ έγνεψε καταφατικά συνοφρυωμένος. Σκεφτόταν να ακυρώσει την έξοδο και να την κρατήσει σπίτι για λόγους ασφαλείας.

«Λοιπόν, το αποφάσισα», είπε η Ένβι υψώνοντας το φρύδι της. «Αφού κανονίσω τον Τρέβορ, θα διασκεδάσω! Από δω και στο εξής θα σταματήσω να είμαι η κοπέλα κάποιου. Δε θέλω να έχω μόνο ένα φίλο… θέλω ΠΟΛΛΟΥΣ! Έτσι, όταν κάποιος θα φέρεται σα γαϊδούρι δε θα με νοιάζει γιατί θα έχω όλους τους άλλους, πάντα, έτοιμους να με υπερασπιστούν.»

«Ακόμα θυμάμαι πόσο καλά τα πήγαινα στο λύκειο.» Ο Τσαντ κούνησε το κεφάλι του, γνωρίζοντας ότι η αδερφή του ήταν ακόμα πιο αθώα από ότι παρίστανε. «Ας πάρουμε το αυτοκίνητό μου, μήπως και με χρειαστεί η υπηρεσία.»

«Εντάξει, αλλά μόνο αν με αφήσεις να παίξω με τα φώτα.» Η Ένβι χαμογέλασε γιατί ήξερε ότι θα την άφηνε. Ο Τσαντ μόρφασε και άρχισε να περπατά προς το αυτοκίνητο. «Πραγματικά είσαι χειρότερη από μικρό παιδί σε μαγαζί με παιχνίδια, που ζουλάει όλα τα αρκουδάκια και τρελαίνει τον κόσμο με τους ήχους που κάνουν.

«Γιατί;», γέλασε. «Μ’ αρέσουν τα μπλε φώτα. Ο κόσμος κάνει στην άκρη όταν τα ανάβω.»

«Όπως έκανες όταν μας τελείωσε ο καφές;», ρώτησε. Έχεις υπόψη σου ότι είναι σπατάλη των χρημάτων των φορολογούμενων έτσι;»

«Άμα δεν το βουλώσεις θα οδηγήσω εγώ. Και μετά θα έχεις να τα βγάλεις πέρα με τα κόκκινα φώτα και τις σειρήνες,» τον προειδοποίησε πειραχτικά.

Ο Τσαντ σταμάτησε αμέσως, μόλις θυμήθηκε την τελευταία φορά που κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Εκείνη είχε αργήσει για τη δουλειά κι εκείνος ήταν πολύ άρρωστος για να οδηγήσει. Έτσι, της παραχώρησε το τιμόνι, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και αποκοιμήθηκε. Ο αρχηγός ακόμα τον αποδοκίμαζε.

Η Ένβι έσβησε τα μπλε φώτα ένα τετράγωνο πριν το κλαμπ και κοίταξε τα φωτορυθμικά που χόρευαν στο συννεφιασμένο ουρανό. Τώρα το διώροφο κτίριο φαινόταν καλά. Τελευταία δούλευε πολύ και δεν της είχε δοθεί ακόμα η ευκαιρία να τσεκάρει το Μούνντανς. Ήξερε μόνο όσα είχε ακούσει από τους πελάτες της. Εντάξει, εξωτερικά δεν έλεγε και πολλά. Ήταν απλώς μια παλιά αποθήκη από τούβλα, λίγα παράθυρα και μία μεγάλη επιγραφή από μωβ νέον στον μπροστινό τοίχο.

Καλοντυμένοι άνθρωποι που μιλούσαν ζωηρά σχημάτιζαν ουρά, που έφτανε μέχρι το παρκινγκ, για να μπουν μέσα. Το γεγονός ότι, περασμένες δέκα, υπήρχε ακόμα κόσμος που περίμενε, την έκανε να σκεφτεί ότι η δουλειά εκεί θα ήταν πολύ προσοδοφόρα.

«Ναι, σίγουρα θα κάνω αίτηση,» σκέφτηκε χαμογελώντας.

«Τουλάχιστον η ουρά κινείται γρήγορα,» είπε σχεδόν σαρκαστικά ο Τσαντ , μη μπορώντας να περιμένει άλλο για να δει την αδρεναλίνη της αδερφής του να ξεσπά πάνω στον Τρέβορ.

Πάρκαρε στο βάθος του σκοτεινού παρκινγκ, ακριβώς δίπλα στο αυτοκίνητο του Τρέβορ. Πριν καν η Ένβι προλάβει να ανοίξει την πόρτα, ο Τσαντ τη σταμάτησε, αρπάζοντας την από το μπράτσο. «Πάρε,» της είπε και της έβαλε στο χέρι το μικρό ηλεκτροφόρο όπλο. Χωρίς να πει άλλη λέξη βγήκε από το αυτοκίνητο.

Η Ένβι γράπωσε τη συσκευή χαμογελώντας. Ο αδερφός της την είχε διδάξει αυτοάμυνα, σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να νικήσει τους περισσότερους συναδέλφους του χωρίς να στάξει μια στάλα ιδρώτα. Ωστόσο ο Τσαντ έλεγε πάντα, «Γιατί να παλέψεις, όταν το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσεις απλά αυτό το κουμπί;»

Έβαλε το όπλο στην πλαϊνή τσέπη της δερμάτινης φούστας της, μαζί με την ταυτότητα της. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα πατούσε το κουμπί του Τρέβορ για όλη την υπόλοιπη νύχτα. Θα πίεζε με ευχαρίστηση το κουμπί του ασανσέρ που θα την ανέβαζε στην κόλαση, για να τον συναντήσει ακριβώς εκεί. Κανείς δεν είχε απατήσει την Ένβι Σέξτον και την είχε γλιτώσει.

Στάθηκαν δίπλα δίπλα στην ουρά και η Ένβι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη όταν είδε ότι προχωρούσε γρήγορα και μέσα σε δύο λεπτά είχαν καταφέρει να μπουν μέσα.

Ο πορτιέρης φορούσε ένα κομψό κουστούμι Αρμάνι, ενώ το εφαρμοστό πουκάμισό του άφηνε ακάλυπτο το όμορφο στέρνο του. Τα καστανά μαλλιά του κυμάτιζαν ανέμελα γύρω από το πρόσωπό του. Είχε κοντή γενειάδα και διαπεραστικά μαύρα μάτια που σχεδόν έλαμπαν στο φως του νέον.

Ο Τσαντ πλήρωσε, έδειξαν τις ταυτότητές τους και ο άνδρας άνοιξε το κόκκινο σκοινί της εισόδου, αφήνοντάς τους να περάσουν. Εισήλθαν από την κύρια πόρτα και περπάτησαν στο χολ, έως μία άλλη πόρτα που άνοιξε αυτόματα όταν πλησίασαν. Όταν έφτασαν στην κύρια σάλα, σταμάτησαν απότομα να περπατούν και κοίταζαν γύρω τους σαστισμένοι. Έμοιαζε σα να είχαν βρεθεί σε άλλη διάσταση.

Ο κόσμος ήταν τόσος πολύς που νόμιζες ότι θα ήταν πολύ στριμωγμένα αλλά δεν ήταν τελικά. Η Ένβι ξεφύσηξε καθώς περπατούσε προς την ογκώδη πίστα, στο κέντρο της αίθουσας.

Προχωρώντας πιο κοντά στο κιγκλίδωμα, κοίταξε κάτω από την πίστα. Και στις δύο πλευρές υπήρχε διάδρομος που εκτεινόταν μέχρι το κυρίως επίπεδο, ενώ στη μέση βρισκόταν ένα μεγάλο μπαρ. Η μπάρα έμοιαζε φτιαγμένη από γυαλί με αμμοβολή και φωτιζόταν από απαλά κύματα νέον που τη διαπερνούσαν.

Δύο σειρές σκαλοπάτια κατέβαιναν από δεξιά και αριστερά, για να συναντηθούν στη μέση, πριν καταλήξουν στην πίστα. Στο πάτωμα του χορού έλαμπε ένα διακριτικό φως, που όμως ήταν αρκετό για να διαγράφει τα πόδια που κινούνταν.

Όλα μαζί, συνέθεταν το πανδαιμόνιο που δημιουργούσαν τα πολύχρωμα φωτορυθμικά, τα οποία έφεγγαν παντού, αλλά όχι απευθείας πάνω στους χορευτές. Τα πάντα ήταν φτιαγμένα έτσι, ώστε να μπορείς να δεις τους χορευτές από τα γόνατα και κάτω, αλλά όχι ολόκληρα τα σώματά τους.

Η Ένβι έγειρε πάνω στο κιγκλίδωμα, προσπαθώντας να διακρίνει αν υπήρχαν κι άλλα μπαρ στα κατώτερα επίπεδα, αλλά τίποτα άλλο πλην της πίστας δε φαινόταν. Της έμοιαζε λίγο με λάκκο. Μόλις κατέβαινες τα σκαλιά βρισκόσουν στο έλεος του σκοταδιού που προστάτευε τους χορευτές.

«Είναι τριών επιπέδων;» ρώτησε κοιτώντας το βαρύ ταβάνι από πάνω τους. Υπολογίζοντας και το υπόγειο, αυτός πρέπει να ήταν ο τρίτος όροφος και αναρωτήθηκε αν ήταν κι αυτό μέρος του μαγαζιού ή σταματούσε εδώ.

Οι προπόσεις και τα σφυρίγματα την έκαναν να γυρίσει ξανά το βλέμμα της στην πίστα. Κοίταξε με δυσπιστία το παγωμένο φως του προβολέα που φώτιζε ένα κλουβί στο μέσο του λάκκου. Ενθουσιάστηκε αμέσως με τον άντρα που βρισκόταν πίσω από τα σίδερα.

Η ματιά του Τσαντ σταμάτησε επίσης στο κλουβί. Έμοιαζε με ένα μικρό κελί. Ακόμα και από αυτήν την απόσταση μπορούσε να νιώσει τον παλμό των κινήσεων. Οι αρθρώσεις του άσπρισαν γαντζωμένες στο κάγκελο όταν ο χορευτής του κλουβιού έσπρωξε δυνατά την παρτενέρ του κόντρα στα σίδερα, μόνο και μόνο για να την αναγκάσει να υποκλιθεί κάτω από το μπράτσο του και μετά να την ρίξει στον κόσμο.

Κάνοντας στροφή την άρπαξε από τον καρπό και την επανέφερε πάνω του, αναγκάζοντάς την να γραπώσει με τα χέρια της τα κάγκελα. Μετά κόλλησε το σώμα του πάνω στο σχεδόν γυμνό δικό της, μέχρι που εκείνη έγειρε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του σα να το απολαμβάνει.

Ήταν ζωώδες, σαν πρωτόγονος χορός ζευγαρώματος κάποιου είδους. Ο Τσαντ και η Ένβι μαγνητίστηκαν από το σόου, που άγγιξε τον καθένα με διαφορετικό τρόπο.

Ο Τσαντ τους παρακολούθησε σιωπηλός για λίγα λεπτά ακόμα, μέχρι που το ζευγάρι στιγμιαία χώρισε έτσι ώστε εκείνος να μπορέσει να παγιδεύσει ξανά την παρτενέρ του σε διαφορετική θέση. Η θέρμη των κινήσεών τους, όταν ο άνδρας τίναξε τους γοφούς του ψηλά αντίθετα με τους γοφούς της κοπέλας, έκανε το τζιν του να τον στενεύει και ο Τσαντ ανάγκασε τον εαυτό του να στρέψει το βλέμμα του στις διακοσμήσεις του ταβανιού που μπορούσε να δει από εκεί που στεκόταν.

Ήταν κυρίως φωτορυθμικά με λάμπες φθορίου κοντά σε τεράστιους πίνακες πορτρέτων λεπτών ιαγουάρων. Κάποια κυνηγούσαν και κάποια ήταν τα θύματα. Τα φονικά ζώα έμοιαζαν να ζούσαν τη δική τους ζωή. Οι πίνακες φαίνονταν σα να κινούνται μαζί με τα φώτα και τα ζώα έμοιαζαν ότι ήταν ζωντανά και τους παρακολουθούσαν.

Έπρεπε να το παραδεχτεί. Η θεματολογία ήταν περίεργη αλλά επιτελούσε το σκοπό της. Τα μάτια του ακολούθησαν την κίνηση των φώτων στον τοίχο και διαπίστωσε ότι μεταξύ των έργων κρέμονταν αλυσίδες. Κάποιες είχαν πάνω τους αγκαθωτά κολάρα και κάποιες άλλες μαύρα δερμάτινα μαστίγια.

Κοίταξε πίσω στο κλουβί και, ενώ ήταν έτοιμος να πάει να ψάξει το Τζέισον, είδε τον Τρέβορ στην πίστα, κοντά σε έναν από τους προβολείς. Ο ηλίθιος βρισκόταν ανάμεσα από δύο γυναικεία σώματα και έδειχνε να περνάει πολύ καλά. Έριξε μια ματιά στην Ένβι και όταν είδε το πώς εκείνη κοίταζε το τρίο, κατάλαβε ότι δε χρειαζόταν να πει τίποτα.

Η Ένβι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και προσπάθησε να διαβάσει τον Τρέβορ σα να μην τον ήξερε, σα να της ήταν άγνωστος. Για αρχή αναρωτήθηκε τι του είχε βρει και είχε βγει μαζί του. Έπρεπε να το παραδεχτεί. Ήταν πολύ εμφανίσιμος. Εξοργιστικά εμφανίσιμος ήταν η πιο σωστή διατύπωση. Τα χρυσά ξανθά μαλλιά, το βαθύ μαύρισμα και τα γκριζομπλέ μάτια του τον έκαναν να μοιάζει με Καλιφορνέζο σέρφερ. Ήταν απόλυτα ποθητός και είχαν περάσει καλά.

Αν όμως απομόνωνες αυτήν την καλή εμφάνιση δεν έμεναν και πολλά να σαγηνεύσουν μια γυναίκα. Τίποτα άλλο παρά ένα κακομαθημένο κολεγιόπαιδο που είχε γεννηθεί με το χρυσό κουτάλι στο στόμα. Όταν βρίσκονταν ήταν πολύ περιποιητικός και την αμέσως επόμενη στιγμή μπορούσε να εξαφανιστεί από προσώπου γης ακόμα και για μέρες.

Ένα ακόμα καλό πράγμα που μπορούσε να πει γι’ αυτόν είναι ότι ήταν πολύ δυνατός στον ερωτικό τομέα και ότι της είχε χαρίσει μερικές από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής της.

Είχε αλήθεια πιστέψει ότι του άρεσε… περισσότερο από ότι άρεσε αυτός σε εκείνη. Έτσι για να επιβεβαιώσει την πεποίθησή της ότι, τελικά, δεν ήξερε τίποτα για τους άντρες. Κι άλλη μια αλήθεια που έπρεπε να ειπωθεί ήταν ότι είχε αρχίσει να την κουράζει η μοναξιά… από την άλλη αυτός δεν ήταν καλός λόγος για να βγαίνει με κάποιον.

Αναστέναξε καθώς τον κοίταζε να χουφτώνει τον ποπό της κοπέλας αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε καθόλου ζήλια. Αν ήταν πραγματικά ερωτευμένη μαζί του δε θα είχε τρελαθεί σε αυτήν τη θέα; Αντιθέτως, ένιωθε μόνο πληγωμένη και τσαντισμένη για το ψέμα του, ότι ήθελε μόνο εκείνη.

Ο Τζέισον καθόταν σε ένα σκαμπό στο μπαρ, κοντά στην πόρτα, και παρακολουθούσε την Ένβι από την ώρα που είχε μπει μέσα. Ήξερε ότι θα έρθει και δεν είχε εκπλαγεί που τη συνόδευε ο Τσαντ. Αφού της έδωσε λίγα λεπτά να εγκλιματιστεί και να διερευνήσει το χώρο μόρφασε με ικανοποίηση όταν διέκρινε την ένταση στους ώμους της και κατάλαβε ότι είχε εντοπίσει το φίλο της, που επιδείκνυε τα χορευτικά του προσόντα στην πίστα.

Εδώ και δύο μήνες προσπαθούσε να κρύψει τη ζήλια του και δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση, να πληγωθεί, αλλά αν αυτό ήταν αναγκαίο για να απομακρυνθεί από τον Τρέβορ, τότε ήταν για το καλό της.

Ο Τζέισον χαμογέλασε και γύρισε πάλι στην Κατ, την όμορφη μπαργούμαν που μιλούσε. «Στο είπα ότι θα ερχόντουσαν.», είπε και με το βλέμμα του της έδειξε την Ένβι και τον Τσαντ.

Ο Τρέβορ βρισκόταν εκεί πάνω από μία ώρα αλλά αφού είχε δει την προδοσία του Τζέισον προς την Ένβι δεν είχε καμία όρεξη να ανακατευτεί με το πλήθος. Είχε παραμείνει στο μπαρ και είχε ξεκινήσει να κουβεντιάζει με την Κατ. Της είχε μιλήσει ακόμα και για τον άπιστο φίλο της Ένβι.

«Αυτός είναι λοιπόν ο καλύτερός σου φίλος και η αδερφή του;» Η Κατ κοίταξε το ζευγάρι αλλά το ενδιαφέρον της περιοριζόταν κυρίως στον αστυνομικό. Αν ο Τζέισον δεν της το έλεγε, η Κατ δε θα μάθαινε ποτέ ότι ο Τσαντ ήταν αστυνομικός. Ήταν πολύ ωραίος, της άρεσε πάρα πολύ.

Ο Χορός Του Φεγγαριού

Подняться наверх