Читать книгу Ιστορία των Εθνικών Δανείων - Andreadis Andreas - Страница 3

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1824 – 1825) (8)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Έκδοσις και Χρήσις α' δανείου

Оглавление

Επανειλημμένως παρετηρήθη ότι, εν ώ η στρατιωτική, η διπλωματική, νυν δε και η πολιτική ιστορία ευρίσκουσι πολυαρίθμους ερευνητάς και θιασώτας, η οικονομική ιστορία, άνευ της οποίας πάσα άλλη ενέργεια λαού τινος μένει ανεξήγητος. μέχρι των υστέρων παρημελείτο εντελώς.

Ουδαμού δ' η παρατήρησις αύτη ελέγχεται ορθότερα ή εν τω προχείρω παραδείγματι της ημετέρας παλιγγενεσίας, εν τω οποίω τα πολύτομα συγγράμματα περί της στρατιωτικής, πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας της επαναστάσεως δεν αντισταθμίζονται ουδέ καν υφ' ενός κεφαλαίου εξετάζοντος το ζήτημα υπό την οικονομικήν αυτού άποψιν.

Ακόμη και σήμερον, μετά τοσαύτας μελέτας (9) γνωρίζομεν μεν κάλλιστα τας μάχας, τον αριθμόν των στρατιωτών και των πλοίων, τα ονόματα και τας πράξεις των στρατηγών, των ναυάρχων, των διπλωματών και των πολιτικών ανδρών, αγνοούμεν δ' όμως εντελώς τίνι τρόπω οι στρατιώται ετρέφοντο, τα πλοία ωπλίζοντο και πώς συνετηρείτο η κεντρική διοίκησις και ο στοιχειώδης μεν αλλ' όχι ανύπαρκτος διοικητικός οργανισμός.

Το ιστορικόν τούτο χάσμα εξηγείται, ίσως, πρώτον μεν εκ των δυσκολιών ας γεννά τω συγγράφοντι η έλλειψις τακτικών προϋπολογισμών και απολογισμών (10), δεύτερον δε διότι, ως εκ της απιστεύτου ποικιλίας και γραφικότητος ας παρουσιάζει ο Αγών, ήτο φυσικόν να παραμεληθώσι τα ήττον επαγωγά και κατ' επίφασιν επουσιωδέστερα (11).

Οπωσδήποτε άλλως τε και αν έχη τούτο, είναι βέβαιον ότι εξ όλων των γραψάντων περί της Επαναστάσεως μόνον ο Finlay, ορμώμενος εκ του πρακτικού πνεύματος της φυλής του, εφρόντισε να διερευνήση ποίοι ήσαν οι προς διεξαγωγήν του αγώνος πόροι, αφιερώσας ολίγας σελίδας εις το αντικείμενον τούτο (12). Πλην δυστυχώς ουδ' εις τας σελίδας εκείνας δύναται να δοθή πλήρης πίστις, καθ' ότι ο συγγραφεύς, όστις δεν γράφει αναληθή, εκ προθέσεως και συστήματος μέρος μόνον λέγει της αληθείας (13).

Το καθ' ημάς δεν προτιθέμεθα προς το παρόν τουλάχιστον, να επιχειρήσωμεν εγχείρημα, προ του οποίου τόσοι μεγάλοι ιστορικοί εδειλίασαν, οφείλομεν δ' όμως να διευκρινήσωμεν έν εκ των μάλλον ενδιαφερόντων μερών της οικονομικής ιστορίας της επαναστάσεως, το αφορών εις δύο δάνεια συνομολογηθέντα τω 1824 και 1825 εν Αγγλία και γνωστά υπό το όνομα δάνεια της ανεξαρτησίας (Independence loans).

Άλλως τε το περιωρισμένον τούτο θέμα έχει ουχί κοινήν σπουδαιότητα. Πρώτον, καθ' ότι ως εκ των πολλών συναφών ζητημάτων, εν οις καί τινων διεθνούς δικαίου, είνε καθ' εαυτό άξιον πολλής μελέτης· δεύτερον, διότι η συνομολόγησις των εν λόγω δανείων σημειοί σπουδαίον στάδιον της ημετέρας ιστορίας ούσα, συν τη αναγνωρίσει υπό του Κάνιγγος των Ελλήνων ως εμπολέμων, το προοίμιον της εθνικής ημών αποκαταστάσεως (14), και τρίτον, τέλος, διότι η μη αναγνώρισις των δανείων της ανεξαρτησίας επί πεντήκοντα όλα έτη μεγάλην ήσκησεν επίδρασιν επί της όλης δημοσιονομικής πολιτικής του ελευθερωθέντος βασιλείου.

Αλλ' έλθωμεν νυν εις τα καθ' έκαστα. Πλείονα των δύο ετών είχον παρέλθη αφ' ης στιγμής, υψωθείσης εν Αγία Λαύρα της σημαίας της ελευθερίας, διεξήγετο υφ' ημών κατά γην και κατά θάλασσαν πεισματώδης και ως επί το πολύ νικηφόρος αγών.

Επί μακρόν ο αγών ούτος ετρέφετο δια των γλίσχρων δημοσίων προσόδων (15), της λαφυραγωγίας και γενναίων ιδιωτικών συνεισφορών ( 16). Ήτο δ' όμως προφανές ότι τοιούτον σύστημα δεν ηδύνατο να επικρατήση επί πολύ, διότι αι δημόσιαι πρόσοδοι ήσαν εις άκρον περιωρισμέναι, οι λαφυραγωγούμενοι Τούρκοι ταχέως εξέλιπον (17) και οι ημέτεροι εξηντλούντο οσημέραι. Προς τούτοις το ιδιόρρυθμον εκείνο δημοσιονομικόν σύστημα, εάν οπωσδήποτε επήρκει εις ολιγοδάπανα τοπικά στρατεύματα και εις βραχείας και αυτοσχεδίους εκστρατείας, δεν ήτο δυνατόν ν' ανταποκριθή εις τας ανάγκας κραταιού στόλου (18) ή εις προμεμελετημένην και οπωσούν μακράν στρατιωτικήν επιχείρησιν. Η ανάγκη δανείου εξωτερικού εγίνετο συνεπώς καθ' ημέραν επιτακτικωτέρα, συνάμα δε η εξεύρεσις αυτού καθίστατο πιθανή ως εκ της ευτυχούς τροπής ην είχε λάβη ο αγών.

Ήρξαντο λοιπόν να γίνωνται αμφοτέρωθεν δοκιμαί, αποστελλομένων Ελλήνων προς εξεύρεσιν ευρωπαίων δανειστών και κατερχομένων εις Ελλάδα αυτεπαγγέλτων μεσιτών.

Ούτως ο Άρειος Πάγος της Χέρσου Ελλάδος εψήφισε τη 23 Νοεμβρίου 1821 την σύναψιν δανείου 150,000 φλωρινίων, αποσβεστέου εντός πέντε ετών, ανέθηκε δε την διαπραγμάτευση αυτού εις τον Βαρώνον Θεοχάρην, τον Χ. Δροσινόν και τον Κεφαλάν Ολύμπιον, πέμψας τον τελευταίον τούτων εις Ευρώπην (19).

Ούτως επίσης ο Μεταξάς και ο Jourdain ήρξαντο διαπραγματευόμενοι δάνειον τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων μετά των ιπποτών της Ρόδου. Αι παράδοξοι περί του δανείου τούτου διαπραγματεύσεις, περί ων εύρηνται εκτενείς πληροφορίαι εν τω γνωστώ έργω του Jourdain: Mémoires historiques et militaires sur les événements de la Grèce depuis 1822, jus qu' au combat de Navarin (τόμ. α', σελ. 187 – 250 και 269 – 300) συνήφθησαν ως εξής:

Ο Jourdain είχε σταλή υπό του Μεταξά εξ' Αγκώνης εις Παρισίους δια να διαπραγματευθή δάνειον. Εκεί εγνωρίσθη μετά του Raoul, δικηγόρου του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, όπερ από της απωλείας της Μελίτης προσεπάθει παντί σθένει ν' ανακτήση χώρας τινάς, ίνα ανασυσταθή ως πολιτεία. Οι ιππόται εδείχθησαν πρόθυμοι να δανείσωσι 4 εκατομμύρια, απαιτήσαντες ως αντάλλαγμα την κυριαρχίαν την άλλοτε εν τη κατοχή του τάγματος νήσων Ρόδου, Σκαρπάθου και Αστυπαλαίας, μέχρι δε της κυριεύσεως και παραχωρήσεως αυτών την προσωρινήν κατοχήν της Σύρου καί τινων των επί της μεσημβρινοδυτικής πλευράς της Πελοποννήσου ερημονήσων.

Aλλ' επειδή το τάγμα ούτε δύναμιν στρατιωτικήν είχεν ούτε δάνεια εύρισκεν, συνήνεσεν ο Jourdain όχι μόνον να συναφθή το δάνειον των 4 εκατομμυρίων εν ονόματι της Ελληνικής κυβερνήσεως, αλλά και να δανεισθή αύτη άλλα 6 εκατομμύρια προς χρήσιν αυτού του τάγματος (βλ. το κείμενον της συμβάσεως της υπογραφείσης υπό του Jourdain τη 18η Ιουλίου 1823, αυτόθι σελ. 190 – 199). Ένα μήνα μετά την υπογραφήν της συμβάσεως έστειλαν οι ιππόται και πρέσβυν εις Ελλάδα τον Μαρκήσιον de Saint – Croix Molay. Αλλ' οι Έλληνες, λέγει ο Τρικούπης (τόμ. γ', σελ. 100) χλευάζοντες τα γενόμενα και την συνθήκην απέρριψαν και τον πρέσβυν απέπεμψαν (20).

Αφ' ετέρου, και παραλλήλως προς τους εν Ευρώπη πεμπομένους πρέσβεις, η Κυβέρνησις, τη μαρτυρία του Μαυροκορδάτου (21) έλαβεν επανειλημμένως προτάσεις δανείου: α') παρά τινος Roupenthal, όστις εφημίζετο ως έχων σχέσεις μετά του Laffite· β') παρά του Ποερίου, υπασπιστού του στρατηγού Πέπε, όστις υπέβαλεν όχι έν, αλλά τρία σχέδια δανείου, το του Πέπε, το του Gregory, εμπόρου εν Λονδίνω, και το του Άγγλου χιλιάρχου John Dogle· γ') παρά τινος Robert Peacock, όστις ήλθεν εις Τριπολιτζάν, συνοδευόμενος υπό του Σπυρίδωνος Κοργιαλενίου (22) και φέρων προτάσεις του κόμητος de Wuitz, πρώην στρατηγού εις την δούλευσιν της Ρωσίας και σχετικού της εταιρείας των Ινδιών.

Και είναι μεν αληθές ότι αι πλείσται των προτάσεων τούτων δεν ήσαν σοβαραί (23), αυτός όμως ο αριθμός των δεικνύει πόσον η ιδέα ελληνικού δανείου είχεν ωριμάση εν Ευρώπη. Δεν έλειπε πλέον ή να παρουσιασθή η κατάλληλος ευκαιρία, ανεφάνη δ' αύτη ως εξής:

Μεταξύ των Ελλήνων των ασχολουμένων εις εξεύρεσιν δανείου ήτο και ο Ανδρέας Λουριώτης, όστις, αφ' ου επεσκέφθη την Ισπανίαν και Πορτογαλλίαν, μετέβη εις Αγγλίαν, όπου εγνώρισε τον Blaquière. Ο Blaquière παρουσίασε τον Λουριώτην εις τους κυριωτέρους εν Λονδίνω φιλέλληνας, οίτινες βολιδοσκοπηθέντες περί δανείου δεν απέρριψαν μεν την ιδέαν κατ' αρχήν, αλλ' απεφάσισαν, κατόπιν συμβουλίου γενομένου τη 3η Μαρτίου 1823 να πέμψωσιν εις την Ελλάδα τον Blaquière και τον Λουριώτην, όπως λάβωσιν ακριβεστέραν ιδέαν της εκεί καταστάσεως.

Η εν Τριπολιτζά προσωρινή κυβέρνησις ενθουσιωδώς ητένισε προς επιχείρησιν, από της οποίας την έκβασιν, όπως έγραψεν ο Μαυροκορδάτος, ηλπίζετο κυρίως των Ελληνικών πραγμάτων η πρόοδος.

Ήτο δε πράγματι η κατάστασις ελεεινή. Τα τακτικά έσοδα, καίτοι δεν εκάλυπτον καν το τρίτον των εξόδων (24), ήσαν αβέβαια εις άκρον (το ήμισυ εξ αυτών προήρχετο εκ Κρήτης). Η εν τω εσωτερικώ εξεύρεσις εκτάκτων εσόδων ήτο αφ' ετέρου αδύνατος· αι εθνικαί ομολογίαι επραγματοποιούντο προς 15 – 17 % τις εκατώ της ονοματικής αυτών αξίας. Αυτοί οι ιδιώται ήσαν τοσούτον εξηντλημένοι οικονομικώς, ώστε δεν ευρίσκετο ο δανείζων τα απαιτούμενα δεκαοκτώ τάλληρα διά να σταλή ο Πραΐδης εν Κεφαλληνία, όπως προσκαλέση επισήμως εις την Ελλάδα τον Βύρωνα.

Μόλις λοιπόν ο Λουριώτης ανεκοίνωσε τας ευμενείς διαθέσεις του φιλελληνικού κομιτάτου, το διοικητικόν σώμα, δια διατάγματος της 2ας Ιουνίου 1823, έδωκε πληρεξουσιότητα εις τους κ. κ. I. Ορλάνδον, I. Ζαΐμην και Α. Λουριώτην να συνάψωσι δάνειον τεσσάρων μιλλιουνίων ταλλήρων Ισπανικών, καθ' ον αν κρίνωσι συμφορώτερον τρόπον. Τη δε 24η του αυτού μηνός ο Α. Μαυροκορδάτος εν θαυμάσια επιστολή έδιδε μακράς οδηγίας ως προς την σύναψιν του δανείου και την προς τας ξένας Δυνάμεις, ιδίως την Αγγλίαν, τηρητέαν στάσιν (25).

Πριν ή όμως το δάνειον συναφθή, παρήλθον σχεδόν οκτώ μήνες, τούτο μεν ένεκα των αδιακόπων εσωτερικών σπαραγμών, οίτινες από της εποχής εκείνης ήρξαντο εκδηλούμενοι και κατά Νοέμβριον κατέληξαν εις τον πρώτον εμφύλιον πόλεμον, τούτο δε διότι η χρηματική απορία της Κυβερνήσεως, ην ήδη περιεγράψαμεν, είχεν επιδεινωθη εις τοιούτον σημείον, ώστε η Κυβέρνησις δεν ηδύνατο να εύρη τα αναγκαία χρήματα, όπως αποστείλη τους αντιπροσώπους αυτής εις Λονδίνον. Και οι τρεις αντιπρόσωποι της Ελλάδος είχον μεν εφοδιασθή δι' εθνικών ομολογιών αξίας 100,000 γροσίων, εξαργυρωτέων εις τας Ιονίους νήσους, αλλ' αφικόμενοι εκεί, ουδένα εύρισκον πρόθυμον εξαργυρωτήν. Εδέησε δε να επέμβη ο Βύρων, παρέχων εις την ελληνικήν κυβέρνησιν δάνειον 4,000 λιρών, όπως δυνηθώσι να φθάσωσιν εις Λονδίνον.

Αλλ' όμως η βραδύτης αύτη υπήρξεν υπό πολλάς επόψεις ευτυχής. Πρώτον το έδαφος είχε προπαρασκευασθή καταλλήλως υπό του Blaquière, όστις δια του Report of the present state of the Greek federation, υποβληθέντος τη 23η Σεπτεμβρίου εις το Greek Committee, είχε ζωγραφήση δια ροδίνων χρωμάτων τα εν Ελλάδι και διαθέση λίαν ευνοϊκώς την κοινήν γνώμην. Δεύτερον η Αγγλία διήρχετο τότε ένα εκ των κερδοσκοπικών εκείνων πυρετών, οίτινες περιοδικώς αναφαινόμενοι ωθούσι τον κόσμον του Άστεως εις τας μάλλον επισφαλείς επιχειρήσεις (26).

Η κερδοσκοπική περίοδος, ήτις ήρξατο αναπτυσσομένη μεσούντος του l823, και ην περιεγράψαμεν αλλαχού δια μακρών (27), ιδιάζον χαρακτηριστικόν έχει την ακράτητον ροπήν προς δάνεια ξένων κρατών (28) και δη κρατών μη επισήμως ανεγνωρισμένων, οία ήσαν λ. χ. τότε η Βρασιλία, η Χιλή, η Κολομβία κτλ. Δάνειον λοιπόν συναπτόμενον υπό λαού, ου τα κατορθώματα ελάμπρυνε και απαράμιλλος προπατορική αίγλη, δεν ήτο δυνατόν ή να στεφθή υπό πλήρους επιτυχίας.

Πράγματι όχι μόνον το υπό της επισήμου Ελληνικής κυβερνήσεως συναπτόμενον δάνειον ήτο εκδεδομένον τη 21 Φεβρουαρίου, ήτοι μόλις 25 ημέρας μετά την άφιξιν των Ελλήνων πληρεξουσίων (29), αλλά και, εν μέσω του υπέρ της Ελληνικής υποθέσεως ενθουσιασμού και της κερδοσκοπικής μανίας, ευρίσκοντο εν Αγγλία, ιδιώται πρόθυμοι να συνάψωσι μετά τινων ελληνίδων επαρχιών (της Κύπρου, της Ηπείρου κτλ.), έτι και σήμερον αλυτρώτων, δάνεια πληρωτέα άμα τη απελευθερώσει αυτών.

Προς τούτοις δε σχετικώς προς την σύναψιν του επισήμου, ούτως ειπείν, δανείου επετυγχάνοντο όροι πολύ ευνοϊκώτεροι εκείνων, ους προδιέγραφον αι οδηγίαι του Μαυροκορδάτου.

Τω όντι κατά τας οδηγίας ταύτας α') το κεφάλαιον του δανείου, ορισθέν κατ' αρχήν εις τέσσαρα εκατομμύρια ταλλήρων, ηδύνατο να καταβιβασθή εις έν μόνον (30) β') διορία της αποσβέσεως ωρίζετο από δέκα μέχρις είκοσιν ετών, και γ') ο τόκος από 6 – 8%

Οι δε αντιπρόσωποι επέτυχον α') κεφάλαιον 800,000 Λ. Σ., ήτοι το αρχικώς ορισθέν κεφάλαιον β') διορίαν τριάκοντα και έξ ετών, του δανείου αποσβεννυμένου χρεωλυτικώς, διά χρεωλυσίου 1 %· γ') τόκον 5 %. Επίσης επετεύχθησαν λίαν ευνοϊκοί όροι ως προς την προμήθειαν και τα δια την αποστολήν ασφάλιστρα (31). Τέλος το δάνειον εξεδόθη προς 59 % της ονοματικής αξίας, ήτοι υφ' ους όρους περίπου προέβλεπεν η Ελληνική κυβέρνησις (32).

Ως εγγύησις εδίδοντο διά μεν την πληρωμήν των τόκων πάντα τα δημόσια έσοδα, διά δε την πληρωμήν του κεφαλαίου πάντα τα εθνικά κτήματα (33). – Εκρατούντο δ' εκ του κεφαλαίου και ποσά ικανά όπως εξασφαλισθή η πληρωμή των τόκων κατά τα δύο πρώτα έτη.

Και ταύτα μεν περί της εκδόσεως του α' εξωτερικού ημών δανείου· ίδωμεν δε νυν τα κατά την αποστολήν και εξετάσωμεν την χρήσιν των εξ αυτού προελθόντων χρημάτων.

Το δάνειον των 800,000, ούτινος την έκδοσιν είχον αναλάβη οι κ. κ. Loughman, O'brien, Ellice και Σα, εξεδόθη, ως ήδη γνωστόν, προς 59 %, το πραγματικώς άρα δανεισθέν ποσόν ανέρχεται εις 472,000 Λ. Αλλ' εκ τούτων οι εκδίδοντες τραπεζίται εκράτησαν διά τόκους δύο ετών προκαταβλητέους 80,000 Λ., διά χρεώλυτρα επίσης δύο ετών 16,000 Λ., διά προμήθειαν επί της πληρωμής των τόκων, προς 2/5 %, 3,200 Λ., ήτοι εν όλω 123,000 Λ. Τούτων αφαιρεθεισών από του πραγματικού κεφαλαίου των 472,000 εξεκαθαρίσθησαν οριστικώς 348,800 Λ.

Το ποσόν δεν ήτο ευτελές, το δε Greek committee, όπερ, αναλαβόν την ηθικήν ευθύνην του δανείου, ανέλαβε και τα της αποστολής αυτού, ήρχισε φοβούμενον μήπως δεν εκπληρωθή ο προορισμός των μετά τόσων κόπων πορισθέντων χρημάτων, και τούτο, τοσούτω μάλλον, καθ' όσον τα πάντα εν Ελλάδι ήσαν ανάστατα (34). Ωρίσθη λοιπόν όπως τα χρήματα, στελλόμενα προς τον εν Ζακύνθω Καίσαρα Λογοθέτην εντόπιον και τον εκεί άγγλον έμπορον Σ. Βαρφ, μη δίδωνται παρ' αυτών τη Ελληνική κυβερνήσει, ειμή τη συναινέσει του Βύρωνος, του συνταγματάρχου Στάνχωπ και του Λαζάρου Κουντουριώτου.

Εκ της διαταγής ταύτης επήγασαν πολλαί βραδύτητες, διότι, θανόντος εν τω μεταξύ του Βύρωνος, ούτινος απητείτο η συγκατάθεσις, εδέησε να ζητηθώσι νέαι οδηγίαι εκ Λονδίνου. Αι δε αναβολαί αύται ολίγου δειν προεκάλεσαν καταστροφήν ως εκ της επαπειλουμένης επεμβάσεως του επί των Ιονίων νήσων Άγγλου αρμοστού (35). Τέλος όμως έφθασαν νέαι οδηγίαι και παρεδόθησαν τη Ελληνική κυβερνήσει περίπου 308,000 Λ. εις μετρητά και 11,900 Λ. εις πολεμεφόδια, μεινασών εν Λονδίνω των υπολοίπων 28,100 Λ.

Δυστυχώς αι μετά τόσων περιπετειών κομισθείσαι 308,000 Λ., καθώς και σχεδόν όλα τα εκ του δευτέρου δανείου, περί ου εντός ολίγου, εκκαθαρισθέντα και εις Ελλάδα μεταβιβασθέντα, αφιερώθησαν όχι εις τον υπέρ ελευθερίας, αλλ' εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν (36).

Την απαισίαν ταύτην χρήσιν των Αγγλικών χρημάτων μαρτυρούσι πάντες σχεδόν οι ιστορικοί (37), περιγράφει δε μετά πλείστων λεπτομερειών και προφανούς χαιρεκακίας ο Finlay, όστις κατηγορεί τα μέλη του εκτελεστικού ως εξοδεύσαντα τα χρήματα μετ' ατιμίας και αφροσύνης, τους κυριοτέρους οπλαρχηγούς ως δωροδοκουμένους όπως επιτεθώσι κατά των συμπατριωτών αυτών, και τα μέλη του νομοθετικού ως καταναλώσαντα ουχί μικρά ποσά εν συντροφία πολυαρίθμων πολιτικών οπαδών, πομπωδώς ονομαζομένων δημοσίων υπαλλήλων.

Προς επίρρωσιν των κατηγοριών αυτού ο Finlay αφιεροί επτά ολοκλήρους σελίδας μαρτυριών (38), όταν όμως αναγκάζεται να περιγράψη την υπό Άγγλων και Αμερικανών αθλίαν χρήσιν του β' δανείου, περιορίζεται εις τρεις γραμμάς. Τον περίεργον τούτον τρόπον του ιστορείν κατακρίνει ο Γερβίνος λέγων (39):

«Ο Finlay, περιγράφων λεπτομερώς τον τρόπον καθ' ον η Ελληνική κυβέρνησις εσπατάλησε τα δάνεια, ευρίσκει μεγάλην ευχαρίστησιν επιμένων εις μακράν σειράν κατηγοριών, εξ ων ουδεμία σχεδόν είναι εσταθμισμένη μετά δικαιοσύνης, αλλ' αίτινες, και ορθαί εάν ήσαν, θα επέρριπτον επί λαού πτωχών κλεφτών, θαμβωθέντων υπό της αιφνίδιου κτήσεως πλούτου, πολύ μικροτέραν ατιμίαν εκείνης, δι' ης εκαλύφθησαν έθνη, άτινα, καταλεγόμενα μεταξύ των πλουσιωτέρων και των μάλλον πεπολιτισμένων, έκλεπτον τους κλέπτας εκείνους κατ' αυτήν την στιγμήν της αγωνίας των».

Την ορθότητα των παρατηρήσεων του Γερβίνου θα κατανοήσωμεν κάλλιον μελετώντες τα κατά το δεύτερον δάνειον.

Ιστορία των Εθνικών Δανείων

Подняться наверх