Читать книгу Αθηναίων Πολιτεία - Аристотель, Aristotle - Страница 2

ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Оглавление

Μεταξύ των έργων του Αριστοτέλους, τα οποία είτε συνετάχθησαν διά την εξωτερικήν ή εν κοινώ διδασκαλίαν, περί της οποίας εις τας προτασσομένας σημειώσεις έγινε λόγος, είτε εξ αυτής προέκυψαν, είναι και το απολεσθέν πολύτομον έργον του «Συναγωγή Πολιτειών» ή απλώς «Πολιτείαι» τιτλοφορούμενον. Εις το σύγγραμμα δε τούτο περιεγράφοντο και ανελύοντο κατά μεν τον Διογένην Λαέρτιον και τον Ησύχιον 158 πολιτεύματα διαφόρων πόλεων και κρατών, κατά δε τον Αραβικόν κατάλογον τον λεγόμενον του Πτολεμαίου 161, κατά δε τον Αμμώνιον 240, κατά δε τον Μενάγιον 245 και κατ' άλλους τέλος 250 ή και 255 πολιτεύματα, (1) εκ των οποίων πλείστα Ελληνικά, τινά δε βαρβαρικά. Ταύτα μάλιστα, ως φαίνεται, περιελαμβάνοντο εις μίαν μόνην πραγματείαν υπό τον τίτλον «Νόμιμα βαρβαρικά», πλην του πολιτεύματος των Καρχηδονίων, αποτελούντος ιδίαν πραγματείαν. Την τοιαύτην έκτασιν της Συναγωγής Πολιτειών προσμαρτυρεί και ο Κικέρων, παρέχων νύξιν και περί της ύλης εν συνόλω της συγγραφής (2) .

Προ του Αριστοτέλους ιστορικήν και κριτικήν ανάλυσιν πολιτευμάτων είχεν επιχειρήσει ο Κριτίας, ο μαθητής του Γοργίου και του Σωκράτους, ο κατόπιν γενόμενος εκ των τριάκοντα τυράννων, συγγράψας περί Λακεδαιμονίων, περί Θεσσαλών και περί Αθηναίων πολιτείας, λαών δηλαδή, παρά τοις οποίοις επί πολύ είχε διατρίψει. Τα σωζόμενα αποσπάσματα (3) μαρτυρούσι τάσιν υπερβολικήν προς λεπτομερή και παραστατικήν περιγραφήν των εθίμων και ιστόρησιν αμφιβόλων ανεκδότων, ουχί δε και ιστορικήν εμβρίθειαν. Αντιθέτως ο Αριστοτέλης αποφυγών σχεδόν από συστήματος την περιγραφικότητα, αν και περιγράψας τα έθιμα εφ' όσον εχρειάζετο τούτο προς τον σκοπόν του, απέβλεψε κυρίως εις την ιστορικήν διευκρίνησιν της εξελίξεως των πολιτευμάτων και εις την επ' αυτών συγχρονιστικήν επί των γεγονότων κρίσιν. Ούτω κατά τον επιτυχή χαρακτηρισμόν του Θεοδ. Ραϊνάχ η «Συναγωγή Πολιτειών» ήτο ανάλυσις των γεγονότων και των ιδεών του φιλοσόφου, των οποίων τα Πολιτικά του απετέλουν την σύνθεσιν.

Διά την προπαρασκευήν της ύλης του συγγράμματός του ο Αριστοτέλης θα εχρησιμοποίησε βεβαίως πολλούς συνεργάτας και μάλιστα τους επιδεξιωτέρους εκ των μαθητών του, την συγγραφήν όμως, καθ' ά και ασφαλώς δυνάμεθα να εικάσωμεν εκ της Αθηναίων Πολιτείας και εξ άλλων αποσπασμάτων, έκαμεν αυτός ο ίδιος. Η βεβαίωσις αύτη αποβλέπει, εννοείται, εις τας αυθεντικάς του έργου πραγματείας, διότι ως συνέχεια του Αριστοτελικού συγγράμματος προέκυψαν αναμφιβόλως βραδύτερον ομοιότυποι άλλων μεταγενεστέρων πραγματείαι, μαθητών ή μη του Αριστοτέλους, αποδοθείσαι εις αυτόν. Μεταξύ των συγγραφέων τοιούτων πραγματειών δέον να καταλεχθώσιν ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (4) και ο Δικαίαρχος (5) , του οποίου η Λακεδαιμονίων Πολιτεία υπήρξε διάσημος. Τόσον δε πολύ υπήρξεν, ως φαίνεται, το πλήθος των μιμήσεων, ώστε από της αρχαιότητος ήδη η κριτική διέστελλε τας γνησίας από τας μη γνησίας πολιτείας του Αριστοτέλους (6) .

Πρώτη εις το όλον έργον, ίσως τακτοποιηθέν αρχικώς με αλφαβητικήν (κατά στοιχείον) τάξιν, υπήρχεν η Αθηναίων Πολιτεία, ανέκαθεν μεν ως αυθεντική φερομένη, παλαιόθεν δε απολεσθείσα. Διότι και ο Φώτιος (7) ο εξ επιτομής γνωρίσας αυτήν και ο παλαιότερος τούτου Ησύχιος ουδέν αυθεντικόν αυτής απόσπασμα αναφέρουσιν. Είναι δε περίεργος η τόσον ενωρίς συμβάσα απώλεια, διότι βεβαίως υπήρχον πολλά αυτής αντίγραφα, μεγίστη δε απεδίδετο σημασία εις αυτήν, καθ' ό γραφείσαν εξ ιδίας και προσωπικής αντιλήψεως του Αριστοτέλους, ο οποίος το πλείστον της ζωής του έμεινεν εις τας Αθήνας. Εκ του έργου πλείστοι των σημαντικών μεταγενεστέρων συγγραφέων εδανείζοντο πληροφορίας, κρίσεις και περικοπάς. Ο Κικέρων είχε το έργον τούτο εις την βιβλιοθήκην του, ο Πλούταρχος εξ αυτού ιδίως ήντλησε τον βίον του Σόλωνος και δι' αυτού διηυκρίνησε πολλά εις τους βίους του Θησέως, του Περικλέους και του Νικίου, ο Αρποκρατίων δε τέλος και άλλοι λεξικογράφοι εξ αυτού ηρύσθησαν τα πλείστα και σαφέστερα περί των Αθηναϊκών θεσμών. Την υπό πολλών και πολυτρόπως μνημόνευσιν ταύτην του έργου φέρει, όχι βέβαια και πειστικώς, ο Θεόδ. Ραϊνάχ ως αιτίαν της απωλείας, ισχυριζόμενος ότι οι Βυζαντινοί αντιγραφείς ελόγιζον ανωφελές να επιχειρώσι την συγγραφήν έργου ολοκλήρου σχεδόν, κατά την αντίληψίν των, περιλαμβανομένου αποσπασματικώς εις άλλα συγγράμματα.

Οπωσδήποτε βέβαιον είναι ότι ήδη από της εποχής της Αναγεννήσεως η Αθηναίων Πολιτεία εθεωρείτο απολεσθείσα οριστικώς, και έκτοτε μόνον τα πολλαχόθεν συλλεγέντα αυθεντικά ή ηλλοιωμένα αποσπάσματα, 90 περίπου, και η δισέλιδος κολοβή περίληψις των περιεχομένων αυτής, η γνωστή υπό τον τίτλον «εκ των Ηρακλείδου περί πολιτείας Αθηναίων» (8) έδιδαν ιδέαν τινά της όλης πραγματείας (9) .

Τω 1885 όμως επί εφθαρμένου παπύρου της βιβλιοθήκης του Βερολίνου ανέγνωσαν περικοπάς ιστορικάς, αι οποίαι ευκόλως ανεγνωρίσθησαν ως ανήκουσαι εις την Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτείαν. Επειδή δε ο πάπυρος προήρχετο εξ Αιγύπτου, όπου είχον ήδη ανευρεθή οι λόγοι του ρήτορος Υπερείδου και το Παρθένιον του ποιητού Αλκμάνος, εγεννήθη έκτοτε η ελπίς της εκεί ανευρέσεως της Αθηναίων Πολιτείας, καθ' όσον μάλιστα έκ τινος εν Πετρουπόλει αποκειμένου καταλόγου Αιγυπτιακής βιβλιοθήκης εβεβαιούτο ότι το έργον εσώζετο εκεί κατά τον τρίτον μ. Χ. αιώνα.

Και η ελπίς εντός ολίγου επραγματοποιήθη. Το 1891 ηγγέλθη εκ Λονδίνου ότι μεταξύ δέσμης παπύρων, άγνωστον πώς και πότε εισαχθέντων εις το Βρεταννικόν Μουσείον, ανευρέθη η Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλους. Μετ' ολίγας δε εβδομάδας εξεδόθη αύτη υπό του κ. Kenyon το πρώτον.

Ευθύς εξ αρχής το κείμενον, σύμφωνον άλλως προς τα σωζόμενα αποσπάσματα, ανεγνωρίσθη αυθεντικόν, διεπιστώθη δε μάλιστα και του αντιγράφου η μεγάλη αρχαιότης, αναγομένου εις τον πρώτον μ. Χ. αιώνα. Αποτελείται δε τούτο εκ τεσσάρων ταινιών παπύρου ανίσων διαστάσεων, μήκους εν όλω έξ σχεδόν μέτρων και μέσου πλάτους εικοσιοκτώ εκατοστών. Επί της κυρίας όψεως ευρίσκονται γραμμένοι λογαριασμοί ιδιωτικού τινός κτήματος, έχοντες χρονολογίαν το 11ον έτος της βασιλείας του Βεσπασιανού, ήτοι το 78 ή 79 Μ. Χ. Επί της αντιθέτου δε όψεως (In verso) υπάρχει το κείμενον της Αθηναίων Πολιτείας με τέσσαρας διαφόρους χαρακτήρας. Με τον γραφικόν δε χαρακτήρα του πρώτου αντιγραφέως, πιθανώς ειδικωτέρου, υπάρχουν διορθώσεις επί των άλλων τριών τεμαχίων.

Και μολονότι ο γραφικός χαρακτήρ εν συνόλω είναι κανονικός και επιμελημένος, η ανάγνωσις όμως παρουσίασε δυσχερείας ένεκα της συνεχούς γραφής όλων των λέξεων, της μη στίξεως, της συντμήσεως των τελικών συλλαβών των λέξεων και της πολλαχού φθοράς του παπύρου, ώστε μέγα πράγματι κατόρθωμα ήτον η πρώτη αυτού ανάγνωσις υπό του Άγγλου φιλολόγου Κένυον. Μολονότι δε και τα ολίγα σχετικώς λάθη της πρώτης εκδόσεως διωρθώθησαν έκτοτε (10) , ουχ ήττον απομένουσι και άλλα, ουσιωδέστερα δε, λάθη οφειλόμενα εις τους παλαιούς αντιγραφείς. Και από της απόψεως δε αυτής μας παρέχει ο πάπυρος της Αθηναίων Πολιτείας σημαντικώτατα ωφελήματα, διότι μας δίδει να εννοήσωμεν το πλήθος των παραφθορών και αλλοιώσεων, όσαι εγίνοντο υπό των αντιγραφέων εις τα αρχαία κείμενα: Λέξεις ηλλοιωμέναι, φράσεις μετατοπισμέναι, κακή ανάγνωσις του αντιγραφομένου, παραλείψεις, φράσεις αυθαιρέτως εξηγητικαί (γλώσσαι), αντικαταστήσασαι κάποτε το αρχικόν κείμενον ή παρεμβαλλόμεναι παραπλεύρως των γνησίων, αλλοιούσιν εις πολλά μέρη το κείμενον. Μεγαλυτέρα ακόμη αλλοίωσις, ως απέδειξεν η κριτική του κειμένου μελέτη (11) , προήλθεν εκ της παρεμβολής περικοπών άλλου προγενεστέρου, αλλ' ασημοτέρου συγγράμματος επί του αυτού θέματος – παρεμβολής γενομένης μεθοδικώς μεν σύμφωνα με τας χρονολογίας, αλλ' αντιφασκούσης συχνότατα με το κείμενον. Εφ' όσον αι παρέμβλητοι φράσεις αυταί αφαιρούνται, επί τοσούτον καταφαίνεται το γνώριμον εις ημάς ύφος του Αριστοτέλους, η λιτότης και η ακρίβεια της φράσεως η ξηρά διατύπωσις του σκοπουμένου άνευ πλεονασμού και άνευ ελλείψεως.

Δύναται δε να ορισθή εξ αυτού του ιδίου συγγράμματος η εποχή της συγγραφής του. Διότι ο τελευταίος αναφερόμενος εις αυτό άρχων είναι ο Κηφισοφών (§ 54) επώνυμος του έτους 329 – 328 π.Χ., ουδείς δε λόγος γίνεται περί των σημαντικών μεταβολών, όσας εις το Αθηναϊκόν πολίτευμα επέφερεν ο Αντίπατρος το 322 π. Χ., ήτοι το έτος ακριβώς του θανάτου του Αριστοτέλους. Ώστε βεβαίως μεταξύ του 328 και 322 συνετελέσθη η συγγραφή.

Αι παρεχόμενοι υπό της Αθηναίων Πολιτείας νέαι πληροφορίαι και αι συμβολαί εις τας υπαρχούσας περί της ιστορίας καθόλου και της πολιτειακής εξελίξεως ιδίως των Αθηναίων είναι πολλαί και πολύτιμοι. Μάλιστα δ' εξόχως διαφωτιστική αποβαίνει η μελέτη του έργου και διά το αστικόν, κυρίως όμως διά το δημόσιον Αττικόν δίκαιον.

Διαιρείται δε το σύγγραμμα εις Ιστορικόν και εις Περιγραφικόν μέρος. Το Ιστορικόν μέρος, ως ευρέθη εν τω παπύρω, είναι ελλιπές εις την αρχήν του, διότι δεν υπάρχει η απ' αρχής γραφείσα ιστορία των Αθηνών μέχρι της συνωμοσίας του Κύλωνος. Το δε Περιγραφικόν απομένει ατελές, διότι λόγω φθοράς του παπύρου λείπει η περιγραφή του οργανισμού και των δικονομικών τύπων των Αθηναϊκών δικαστηρίων. Και η απώλεια μεν της αρχής του έργου δεν είναι μεγάλη, διότι και άλλοθεν δυνάμεθα οπωσδήποτε να την συμπληρώσωμεν σχεδόν εξ αυτού του Αριστοτελικού κειμένου και αι ιστορικαί δε πηγαί, από των οποίων ηρύσθη ο Αριστοτέλης τα της γενέσεως και των αρχών της Αθηναϊκής πολιτείας, διεσώθησαν σχεδόν όλαι μέχρις ημών. Η έλλειψις όμως του τέλους αποβαίνει σημαντική ιδίως διά τους μελετητάς του Αττικού δικαίου.

Το πρώτον μέρος του έργου το καθαρώς ιστορικόν ακολουθεί αυστηράν χρονολογικήν σειράν, συντομωτάτη δε ή ουδεμία γίνεται μνεία των ανδρών, έστω και επιφανών, όσοι δεν συνετέλεσαν εις πολιτειακάς ή διοικητικάς μεταβολάς. Ούτως ουδαμού αναφέρεται ο Αλκιβιάδης, ενώ απεναντίας εκτενώς αναφέρονται τα κατά τον Σόλωνα και τον Κλεισθένην, τα της διοικήσεως και πτώσεως των Πεισιστρατιδών, το μετά την εν Σικελία καταστροφήν ολιγαρχικόν κίνημα, η άλωσις των Αθηνών υπό του Λυσάνδρου και τέλος η αποκατάστασις του δημοκρατικού πολιτεύματος το 403 π. Χ. Σταματά δε ο Αριστοτέλης εις το σημείον τούτο, διότι την θριαμβευτικήν επάνοδον του δήμου εις την εξουσίαν διά του Θρασυβούλου κρίνει ως την ενδεκάτην και τελευταίαν μεταβολήν της πολιτειακής ιστορίας των Αθηναίων. Αληθώς δε καθ' όλον τον τέταρτον π. Χ. αιώνα η αθηναϊκή πολιτεία πλην μερικών τροποποιήσεων εις τας λεπτομερείας ουδεμίαν υπέστη ριζικήν μεταρρύθμισιν.

Το τελευταίον τούτο επί της εποχής του δημοκρατικόν πολίτευμα, ως ελειτούργει επί της βασιλείας Αλεξάνδρου του Μεγάλου, αποτελεί το δεύτερον μέρος του συγγράμματος του Αριστοτέλους. Μετά εισαγωγικόν κεφάλαιον περί του αστικού νόμου και του περί εφήβων θεσμού ο Αριστοτέλης περιγράφει επακριβώς τα του διοικητικού συστήματος της Αθηναίων πολιτείας, η οποία ως προς την εσωτερικήν οργάνωσιν ήτο την εποχήν εκείνην πληρεστάτη. Εκθέτει κατά συσχέτισιν τας δικαιοδοσίας της εκκλησίας του δήμου και της Βουλής, αι οποίαι κατ' ουσίαν απετέλουν αμφότεραι την υπό του δήμου διοίκησιν της πολιτείας. Πραγματευόμενος δε τα της Βουλής των πεντακοσίων ορίζει και την δικαιοδοσίαν των καθέκαστα οικονομικών αρχόντων (ανωτέρων δηλαδή υπαλλήλων).

Οι άρχοντες διαιρούνται εις δύο κατηγορίας, τους κληρουμένους και τους εκλεγομένους. Οι εκλεγόμενοι ήσαν σχετικώς ολίγοι και ιδίως τοιούτοι ήσαν προκειμένου περί αξιωμάτων απαιτούντων ειδικήν μόρφωσιν και πείραν.

Οι διά κλήρου λαμβανόμενοι άρχοντες υποδιηρούντο εις:

Άρχοντας ετησίους επί των κοινών διοικητικών υποθέσεων (εγκύκλιος διοίκησις), εκλεγομένους ως επί το πλείστον ομαδικώς ανά δέκα δι' εκάστην διοικητικήν εξουσίαν.

Άρχοντας ανωτέρους ετησίους (οι εννέα άρχοντες) και άρχοντας πενταετούς θητείας. Ο τρόπος του καταρτισμού ενός εκάστου σωματείου αρχόντων και η έκτασις της δικαιοδοσίας του εξηγούνται και καθορίζονται υπό του Αριστοτέλους, λεπτομερεστέρα δε γίνεται υπ' αυτού ανάλυσις των τύπων των αναφερομένων εις τα δικαστήρια και εις τας εορτάς.

Η λεπτομερής περιγραφή των δικαστηρίων του δήμου, η οποία απετέλει το τελευταίον κεφάλαιον του συγγράμματος, δυστυχώς δεν διεσώθη πλήρης, και μόνον αποσπάσματα εξ αυτής έχομεν.

Τα προ αυτού και τα σύγχρονά του ίσως κείμενα, εξ όσων ηρύσθη ο Αριστοτέλης τας ιστορικάς πληροφορίας, δεν αναφέρει ονομαστικώς, μεταχειριζόμενος πάντοτε αορίστους περί αυτών εκφράσεις, ως π. χ. «οι μεν.. οι δε» – «η κοινή γνώμη» – «οι δημοκρατικοί συγγραφείς – «οι αντιφερόμενοι προς τούτους». Μόνον δε τον Ηρόδοτον και τον Σόλωνα ως συγγραφείς αναφέρει ονομαστί. Από του Ηροδότου ηρύσθη σχεδόν όλην την ιστορίαν των Πεισιστρατιδών και του Κλεισθένους, από δε τον Σόλωνα έλαβε και τα σχετικά προς την πολιτικήν και κοινωνικήν κατάστασιν, την προ και μετά την Σολώνειον νομοθεσίαν.

Επίσης, αν και δεν αναφέρει ονομαστί τον Θουκυδίδην (12) , εδανείσθη απ' αυτόν πολλάς των λεπτομερειών της ολιγαρχικής στάσεως του 411 π. Χ. και τας επί ταύτης κρίσεις του. – Από τον Ξενοφώντα απεναντίας, πλην του λόγου του Θηραμένους ίσως, ουδέν άλλο ηρύσθη.

Και πρόδηλον φαίνεται, όπως δεικνύει προσφυώς ο Θ. Ραϊνάχ, (13) ότι την αφήγησιν της ιστορίας των Τριάκοντα τυράννων και την σκιαγραφίαν του δημαγωγού Κλέωνος. (14) εδανείσθη ο Αριστοτέλης από τον βαθύτερον και επιφανέστερον μετά τον Θουκυδίδην ιστορικόν Θεόπομπον, τον οποίον και Διόδωρος ο Σικελιώτης έλαβεν οδηγόν.

Αι γενικαί ιστορίαι, πλην ως προελέχθη, της του Ηροδότου, δεν συνέβαλαν σημαντικώς εις τον καταρτισμόν του Αριστοτελικού συγγράμματος, παρασχούσαι μόνον εις αυτόν ενίοτε χαρακτηριστικά τινα επεισόδια. Ενώ αντιθέτως οι λεγόμενοι Ατθιδογράφοι (15) ήτοι οι χρονικογράφοι της Αθηναϊκής ιστορίας ωδήγησαν αυτόν εις την χρονολογικήν αφήγησιν. Ο Κλεόδημος, ο Φανόδημος, ο Ανδροτίων συμπαραβαλλόμενοι υπό του Αριστοτέλους διεφώτισαν αυτόν ως προς την χρονολογικήν εξέλιξιν των γεγονότων, του παρέσχον δε μάλιστα πολλάκις συντόμους χαρακτηρισμούς αυτών τούτων των γεγονότων, ως αποδεικνύει του Αριστοτελικού κειμένου η παραβολή προς τα σωζόμενα σχετικά αποσπάσματα των Ατθιδογράφων. (16)

Άλλα δε προς τούτοις βοηθήματα είχεν ο Αριστοτέλης την Συναγωγήν δογμάτων (διαταγμάτων) και επισήμων εγγράφων Κρατερού του Μακεδόνος, τας επιγραφάς και τα μνημεία, τα ποιήματα του Σόλωνος, τα λαϊκά άσματα και τας λαϊκάς παροιμίας, τας οποίας προσφυέστατα μεταχειρίζεται διεξηγών δι' αυτών ή επιβεβαιών ιστορικά γεγονότα.

Το δεύτερον μέρος τον έργου κατ' ελάχιστον αναφέρεται εις ιστορικάς πηγάς, διότι ο Αριστοτέλης εις αυτό περιγράφει το σύγχρονόν του πολιτειακόν σύστημα, αντιλαμβανόμενος και πληροφορούμενος αυτός ο ίδιος τα πράγματα. Και ενώ εις το πρώτον μέρος, την ιστορικήν δηλαδή εξέλιξιν της Αθηναίων πολιτείας, διακρίνεται στιβαρά δύναμις κριτική, ρέει δε ομαλώς και καθαρώς η διήγησις ως αν από διαυγούς και πλουσίας πηγής, εις το δεύτερον μέρος, το περιγραφικόν δηλονότι και αναλυτικόν, επικρατεί η ανυπέρβλητος μεθοδικότης και ο θαυμαστός διασαφιστικός τρόπος της Αριστοτελικής διανοίας. Εν συνόλω δε ο Αριστοτέλης δεικνύεται κριτικός βαθύτατος και εις την χρήσιν των ιστορικών κειμένων και εις την εκλογήν αυτών και εις την εκτίμησιν της σημασίας των γεγονότων. Το ομοιαληθές – όπως εις όλον το Αριστοτελικόν σύστημα – διήκει απ' αρχής έως τέλους του συγγράμματος ως το ασφαλέστερον κριτήριον επί των ασαφών και επί των αντιθέτως αναφερομένων. Διά της τοιαύτης μεθόδου του ομοιαληθώς κρίνειν αποκρούει τας εναντίον του Σόλωνος και του Θηραμένους διαβολάς και ομοιοτρόπως τροποποιεί την διήγησιν του Θουκυδίδου περί της συνωμοσίας του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, αυτός ίσως επί του προκειμένου πλησιάσας περισσότερον την αλήθειαν. (17)

Μ' όλα αυτά τα πλεονεκτήματα ο Αριστοτέλης δεν δύναται να θεωρηθή το πρότυπον ιστορικού συγγραφέως· όχι μόνον κατά την σημερινήν αντίληψιν της ιστορίας, αλλ' ουδέ παραραβαλλόμενος προς τους επιφανείς αρχαίους ιστορικούς συγγραφείς. Διότι την ιστορικήν του αφήγησιν δεν την ολοκληρώνει το βαθύ εκείνο και ιδιότυπον κριτικόν ύφος του Θουκυδίδου το καθιστών το σύγγραμμα του Πελοποννησιακού πολέμου σύνολον άρτιον και αδιάσπαστον, ουδ' εμψυχώνει αυτήν η υπερτέρα και γενική και κοσμοπολιτική αντίληψις των γεγονότων, η διαπνέουσα και διακρίνουσα την ιστορίαν του Πολυβίου.

Άλλως δε, αν και διατριβών εις τας λεπτομερείας ο Αριστοτέλης, δεν είναι πάντοτε και εις ταύτας χρονογράφος αλάθητος. Τούτο δε πρέπει ν' αποδοθή εις το εσπευσμένον της συγγραφής και εις μη επιγενημένην αναθεώρησιν και βάσανον του έργου μάλλον, παρά εις άγνοιαν ιστορικών πηγών και αυθεντικών κειμένων. Ούτως ιστορεί τον Κίμωνα νέον κατά την εποχήν της εξασθενίσεως των εξουσιών του Αρείου Πάγου (18) , ενώ τότε, ήτοι μετά την θάνατον του δημαγωγού Εφιάλτου, ήτο τουλάχιστον 40 ετών. Ομοίως τας περί ειρήνης προτάσεις των Λακεδαιμονίων ορίζει γενομένας μετά την εν Αργινούσαις ναυμαχίαν (19) , ενώ εγένοντο αύται μετά την εν Κυζίκω.

Αλλά και από διευκρινιστικής απόψεως και καθορισμού των συμβάντων παρουσιάζει ανακριβείας τινάς. Ούτως εξηγεί κακώς την επί Σόλωνος σεισάχθειαν, συγχέων τα επί των ακινήτων κτημάτων επιβεβλημένα βάρη προς τα ενυπόθηκα επ' αυτών ιδιωτικά δάνεια. Επίσης βεβαιοί εσφαλμένως ότι όλοι οι κατά το έτος της εν Αργινούσαις ναυμαχίας Αθηναίοι στρατηγοί κατεδικάσθησαν εις θάνατον, κλπ.

Αλλ' αι ανακρίβειαι αύται ελάχισται κατ' αριθμόν, κατ' ουσίαν δε σχετικώς ασήμαντοι δεν ελαττώνουν την αυθεντικότητα και την ακρίβειαν του όλου κειμένου της Αθηναίων Πολιτείας, η οποία μάλιστα ως σύγγραμμα πολιτειακής ύλης, εξηγούν τα του πολιτεύματος και του διοικητικού συστήματος των Αθηναίων είναι μοναδικόν και πρότυπον αληθώς έργον. Εις τούτο δε κυρίως φαίνεται ν' απέβλεψεν ο Αριστοτέλης.

Διακριτικά προς τούτοις χαρίσματα του Αριστοτελείου τούτου έργου είναι η απ' αρχής έως τέλους αυτού διήκουσα καλή πίστις τον συγγραφέως και το προμνημονευθέν λιτόν, διαυγές δε και αβίαστον αφηγηματικόν ύφος, περί του οποίου ενθουσιωδώς απεφαίνοντο κατά την αρχαιότητα, από του Κικέρωνος, ο οποίος τον Αριστοτέλειον λόγον ωνόμασε ποταμόν χρυσού, μέχρι Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, ο οποίος θαυμάζει την διαύγειαν και το θέλγητρον των Αριστοτελικών σαφηνίσεων και μέχρι του Πλουτάρχου, ο οποίος εξαίρει την δύναμιν και την χάριν του ύφους του. Ούτω δε όχι μόνον από ιστορικής αλλά και από φιλολογικής απόψεως η Αθηναίων Πολιτεία είναι έν των πολυτιμοτέρων κειμηλίων, των κληροδοτηθέντων εις ημάς υπό της κλασσικής Ελληνικής αρχαιότητος.

1

Aristotelis Fragmenta (Teubner 1886), όπου υπό V. Rose παρατίθενται όλαι αι σχετικαί μαρτυρίαι.

2

Ciceron, De finibus V,): «omnium fere civitatum, non Graeciae solum sed etiam barbariae, ab Aristotele mores, instituta, disciplinas, a Theophrasto leges etiam cognovimus.

3

Fragm. hist. Graecorum, edit. Müller (Didot) II, 681 και εφεξής.

4

Κικέρωνος De legibus III, 6, 14.

5

Σουΐδα, λεξ Δικαίαρχος. Κικέρωνος Ad. Att II, 2.

6

Μυριόβιβλος κωδ. 161.

7

Μυριόβιβλος κωδ. 161.

8

Η περίληψις αύτη δίδει πληροφορίας δια τα περιεχόμενα 43 μόνον πολιτειών του Αριστοτελείου έργου.

9

Αι καλύτεραι αποσπασμάτων εκδόσεις είναι η του G. Μüller (Frag. hist. Graec. II, 105 και εφεξής) και η προμνημονευθείσα Aristotelis Fragmentia (Teubner 1886).

10

Αξιοσύστατος έκδοσις κριτική και διευκρινιστική του κειμένου έγινεν υπό του Γάλλου φιλολόγου Haussoulier.

11

Αρίστην κριτικήν μελέτην υπό τον τίτλον «Αριστοτέλης ή Κριτίας;» δημοσιευθείσαν εις την Revue des 1Etudes Grêques τον Μάιον και Ιούνιον του 1891 έγραψεν ο Θ. Ραϊνάχ, από του οποίου ηρύσθημεν και πλείστας των άνω πληροφοριών.

12

Υπαινιγμόν σαφή περί τούτου έχει εις την §§ 18.

13

Th. Reinach: «Aristotle La Republique Athenienne», pref XXIV.

14

Θεοπόμπου fragm. 99, edit Müller.

15

Επιφανέστερος των Ατθιδογράφων υπήρξεν ο Φιλόχορος, ζήσας μετά τον Αριστοτέλην.

16

Κλεοδήμου frag. 24 (Μüller I, 364) προς Αθην. Πολιτ. §§ 14. Φανοδήμου frag. 15 προς Αθ. Πολ. 3. Ανδροτίωνος frag. 5 και 49 προς Αθ. Πολ. §§ 22 και 29. – Τον έτερον γνωστόν Ατθιδογράφον Ελάνικον δεν έλαβεν ο Αριστοτέλης υπ' όψει διότι η χρονογραφία του ήτο συντεταγμένη, ως γράφει ο Θουκυδίδης, «βραχέως τε και τοις χρόνοις ουκ ακριβώς».

17

Weil. (Journal des Savants Απριλίου 1891)

18

Αθ. Πολ. § 26.

19

Αθ. Πολ. § 34. Πρβλ. Φιλοχόρου Frag. 117 – 118 εκδ. Müller.

Αθηναίων Πολιτεία

Подняться наверх