Читать книгу Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris - Страница 3
Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Оглавление– Την ώρα δεν έβλεπα νάρθης, να μου τα πης, λέγω του φίλου μου τις προάλλες, ό τι μεταγύρισε από πεταχτό ταξίδι ως την Κρήτη
– Μην το θαρρής δα πως είνε κ' εύκολο να τα περιγράφω, μάλιστα καταπώς τόκαμ' αυτό το ταξίδι. Μήτε μολύβι, μήτε χαρτί. Έτσι, με τα μάτια και με το νου, αρπαχτά – απολογιέται ο λιοκαμένος μου φίλος.
– Και τι καλλίτερο; ζωντανά πράματα· τα γραμμένα τα βρίσκουμε κι απ' αλλού. Να μου τα πης όμως με το νυ και με το σίγμα. Έτσι, να θαρρέψω πως ταξιδεύω κ' εγώ στην Κρήτη.
– Αυτό να το βγάλης από το νου σου· αδύνατο. Ο μεγαλήτερος ο τεχνίτης ένα πράμα ξέρει και παρασταίνει με τρόπο που χωρεί στο νου σου καταπώς είνε – τον άνθρωπο και τανθρώπινα. Τάλλα, ταπέξω, τοποθεσίες και θέες, ό,τι θέλει ας κάμη, πλανερά θα τα παραστήση. Όχι πως δεν τάχει αυτός αληθινά εικονισμένα μέσ' στο δικό του το νου· αυτός τα φυλάει μια μορφιά στοιβασμένα. Η δική σου όμως η φαντασία, μια και ταποδεχτή στα φτερούγια της, παίρνει δρόμο και τα κολνάει όπου της κατέβη. Μήτε όπου της κατέβη, παρά όπου το μνημονικό σου τηνε φυσήξη. Ας καθίσω τώρα εγώ κι ας σου παραστήσω, να πούμε, την Κάντανο. Θα ξυπνήσουνε μέσα σου μύριες παλιές σκηνές ανάλογες, θαρπάξη η φαντασία σου μια ή και πιώτερες, και θα σου σκαρώση μιαν Κάντανο, που να τηνε δης την αληθινή καμιά μέρα, θα γελάς με τη ψεύτικη την εικόνα που είχες παρμένη από τον τεχνίτη σου. Για δαύτο κι ο τεχνίτης, ξέροντάς το αυτό που σου λέω, τι κάμνει; Όλο ανάλογα ξετρυπώνει και βρίσκει, να σου παραστήση με κάποια αλήθεια το τι δεν είδες. Όλο εικόνες και σύγκρισες.
– Απελπισιά το λοιπόν! Κάνω του φίλου μου. Κι ως τόσο δε μ' έπεισες. Ο καλός ο τεχνίτης ποτές δε σφάλλει. Δεν πάω να πω πως δεν είσαι καλός τεχνίτης· μια όμως κι ανέβασες το ζήτημα στ' αψηλά, πρέπει να σου αποδείξω πως λαθεύεις. Κοίταξε τον Όμηρο —
– Γεια σου, τον Όμηρο, αντισκόβει ο φίλος. Πού και πότε είνε μεγάλος ο πατέρας της τέχνης κι αληθινός; Όταν ιστορή ανθρώπινες πράξες κι ανθρώπινους λογισμούς. Σε κάμνει και τα νοιώθεις κατάβαθα κι αυτά και ταπόκρυφά τους τα ελατήρια. Γίνεται η ψυχή σου ένα μαζί τους. Σε συνεπαίρνει μ' αυτόν τον τρόπο κι ο Όμηρος κι ο Σαιξπήρος κι όλοι τους, επειδή μέσ' από τα φυλλοκάρδια σου το παίρνουν το υλικό τους. Την ψυχή σου ιστορούνε. Πάρε όμως δυο καλούς ζουγράφους· φαντάσου πως δε διάβασαν ποτές τους μήτ' Όμηρο μήτε Ντάντε. Βάλ' τους να διαβάσουν. Κλείσ' τους έπειτα μέσα σε ξέχωρες κάμαρες, και πες τους να ζουγραφίσουν, ας πούμε το νησί της Καλυψώς κ' έναν κύκλο της Κόλασης, καταπώς τα παράλαβαν από τον Όμηρο κι από τον Ντάντε. Πάρ' τις εικόνες τους ύστερα και κάμε σύγκριση —
– Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ' απάντεχα τόσον καιρό να τακούσω.
– Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό, θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέση εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές. Έπειτα θα σου διηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τάκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήση μιαν όψη της Κρητικής της ζωής.
– Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε;
– Σε τι γλώσσα; Να, σ' αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα δηγήθηκε – ένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα, – παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που είμουνα, βλέπεις.
– Λοιπόν όχι στο Κρητικό το ιδίωμα!
– Άλλο πάλε αυτό! Κ' ήθελες τάχα να τη χάψω μέσα σε δέκα μέρες τη γλώσσα τους; Το πολύ, να σου πω μερικές λέξες. Να! Σαν τουφεκίσουν κανένα, λεν πως του "παίξανε μια μπαλλοτέ„.
– "Μπαρουθιά„ τόξερα γω. Έτσι τόλεγαν οι Σφακιανοί μια φορά.
Πήγες και στα Σφακιά;
– Δεν μπόρεσα ως εκεί. Άλλη ιστορία.
– Του κάκου· μαζί να ξαναπάμε· ν' ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν' ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι "μπαρουθιές„ τους παν πια και πάνε, δόξα νάχη ο Θεός.! Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο;
Το κυπαρίσσι ρέγουμαι, το μυρισμένο ξύρο,
Οπού σου μοιάζει, μάθια μου, στο μάκρος και στο ψήρο.
– Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.
– Τώρα κι ομπρός λοιπόν, του απαντώ, εγώ σωπαίνω και συ λαλείς.
Κι αρχίζει ο φίλος.
– Από τα Χανιά ξεκινήσαμε με μουλάρια, ο αγωγιάτης – ένας ως εκεί απάνω – κ' εγώ.
Είχαμε γράμματα για τον Πέτρο το Μελουδάκη, νομικό στην Αγιά Ειρήνη. Μήτε τουφέκι, μήτε μαχαίρι, μήτε ραβδί μαζί μας δεν πήραμε. Κάμποσοι Οθωμανοί στα ξώχωρα, κ' είχαν πιασμένες τις κοντορραχούλες, με τα τουφέκια στον ώμο. Κατέβηκ' ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ' η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα! Τάβλεπες τα καημένα τα παραβλάσταρα κι ανάβλεπαν τρυφερά κι ολόχυμα, σα να το είχε βάλει πείσμα η φύση να τη σκεπάση την ανθρώπινη τη βαρβαρωσύνη.
Γης Μαδιάμ ο Παράδεισος εκείνος! Κ' οι κάτοικοί του, οι αγγελόκορμοι εκείνοι οι λεβέντηδες, δίχως νόμο, δίχως τρόπο, δίχως Κυβέρνηση, κι ως τόσο ησυχία παντού, παντού ειρήνη κι απαντεχιά. Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.
– Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε;
– Στ' Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δης ασυνήθιστο πράμα· να τρέχη το ποτάμι μαβύ σαν τη θάλασσα. Είνε εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα.
Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες —
– Τα ξέρω, τα ξέρω· από το δωδέκατο τον αιώνα μάλιστα. Άλλες ιστορίες αυτές.
– Ταφίνουμε λοιπόν και σκαλώνουμε παραπάνω, κατά τον Ομαλό. Απλάδα κι αυτή περιξακουστή, ως τρεις χιλιάδες πόδια του ύψου, τέσσερα μίλια φάρδος, και πέντ' έξη μάκρος, και τα βουνά ολοτρόγυρα ακόμη πιο απόψηλα και πιο περήφανα. Αν έχης όρεξη να σταθής και να κοιτάξης πίσωθέ σου καθώς ζυγώνεις τον Ομαλό, θαγναντέψης το πέλαγο, τακρωτήρι, τον Κάβο – Σπάδα – όλα ξετυλίγουνται στα μακριά σα "ζουγραφισμένα„, που λέει ο κόσμος. Στον Ομαλό απάνω ανταμώσαμε και τον αρχηγό το Χατζημιχάλη μέσα στα βουνήσια φωλιάσματά του. Τώρα χτίζει έναν πύργο εκεί, να πηγαίνη, λέει, ο κόσμος και να πέρνη αγέρι. Μας κέρασε μαστίχα ο χρυσόκαρδος ο καπετάνος, μας έκοψε καρπούζι, μας έφερε και καρύδια. Τάσπανε τα καρύδια με τα σιδερένια του δόντια ο καλότυχος, που λεγες κ' είταν παξιμαδάκια. Χαμογέλασε και μου είπε με τη βροντερή του φωνή πως φόβο δεν έχει, σαν άκουσε πως φοβήθηκα μην τύχη και σπάση τα δόντια του.
Τάλλο το κόνεμά μας είτανε στην Αγιά Ειρήνη, από την παρακείθε πλαγιά του βουνού, δίπλα στ' Απανωχώρι. Εκεί το λοιπόν μπρος στο Καφενείο, αντάμωσα τον καλό μου τον Πέτρο που σούλεγα παραπάνω. Ήρθε κατόπι κι ο αδερφός του ο Παυλής, δικηγόρος κι αυτός, και μας βρήκε.
– Και φορούσανε Κρητικά οι δικηγόροι αυτοί;
– Δηλαδή μισά μισά, μάλιστα ο Παυλής. Στιβάνια στα πόδια, το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι, στενά όμως φορεμένος κι αυτός, καθώς ο αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ' αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο ταδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλωσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω. Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλληκαρήσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο ταδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.
Πρώτος μας σταθμός ύστερ' απ' την Αγιά Ειρήνη, παίρνοντας το φρύδι του κατοπινού του βουνού, είταν η Κάντανο, γνωστή σου κι αυτή από πρόπερσι· αγκαλά παλαιικό μέρος κι' αυτό. Πολιτεία άλλοτες, περιφέρεια τώρα, με πέντ' έξη χωριά. Ωριόφαντος τόπος. Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές.
– Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι;
– Εγώ δεν τις είδα. Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς. Κι όχι πως πειράζει σ' αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κ' επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψης, και γράφοντάς τα να παραχώσης και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα.
Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός.
– Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά. Κι αυτό ανάμεσα σε βουνά, εδώ κ' εκεί στημένα σαν πύργοι, που λες και τα διαφεντεύουν τα χωριουδάκια που τάχουν αγκαλιασμένα μες' στα πλευρά τους. Ελιές και δω στις βουνοπλαγιές, καστανιές και δω κάτω στα βαθιά τα λακκώματα. Κατασκέπαστα τα κορφοβούνια ή με χλωρασιές ή μ' αρείκι, καταστόλιστες οι ραχούλες με θυμάρια και με κουμαριές και με βάτους, ως κάτω στα ριζοβούνια, όπου δεν τυχαίνει νάχουνε λιόδεντρα φυτεμένα.
– Μα αυτά είπαμε να μην τα λέμε. Έπειτα ταπομαντεύω κι από τα δικά μας.
– Ένα δυο άλλα όμως δε θα τα μαντέψης α δε σου τα πω. Πρώτο, τα σπιτάκια τους – χάρβαλα τα πιώτερα τώρα – δεν είνε σαν τα δικά σας, τα "σπιτάλια„. Είνε τόσα δα καλυβάκια. Ένα χαμώγι, και μια κάμαρα αποπάνω του, που γίνεται κατά την ανάγκη σαλόνι, νυφιάτικη κάμαρα ή και ξενώνας, όταν έχη μουσαφιρέους. Μερικά σεντούκια κοντά στους τοίχους αραδιασμένα, κανέναν πάγκο παράπλευρα με τον τοίχο κι αυτόνα, δύο τρία σκαμνιά ή καρέγλες, από κείνες με το μονό τακκουμπήδι, τραπέζι, και το κρεββάτι στην κώχη. Σκάλα λιθόχτιστη απέξω, σκαλί κι από μέσα που σανεβάζει στην ίδια την κάμαρα. Κάτω πάλε στο χαμώγι η καθημερινή η ζωή.
– Μακάρι, μα το ναι, να τα είχαμε κ' εμείς οι άλλοι νησιώτες τέτοια σπίτια, και κανένα παλιοτούφεκο κρεμασμένο στον τοίχο. Εμείς όχι τουφέκι, μα μήτε Κολοκοτρώνικη σουγιά δεν κρατούμε απάνω μας. Άφησέ μας εμάς, και λέγε μου για τους Κρητικούς.
– Σα να τόξερες πως για δαύτους ήθελα τώρα να πω δυο λόγια. Είνε λοιπόν, που λες, αγγελοκάμωτοι σταλήθεια οι Κρητικοί. Όχι να πης και πολύ αψηλόκορμοι, σαν το τραγούδι σου· μα θαρρείς και τεχνίτης τόχυσε το κορμί τους – τέτοια συμμετρία. Πόδια και χέρια ψιλοκάμωτα και μικρουλά. Τα μάτια τους ζωηρά κι ολόξυπνα, που λες το καθένα τους κι απόνα ρωτηματικό. Όλα τα ρωτούν κι όλα να τα μάθουνε γυρεύουνε. Στόμα σύμμετρο κι αυτό και πρόσχαρο, μισό κοσμογνωρισιά, μισό γλύκα και καλωσύνη. Και μια γοργάδα! Σκαρφαλώνουνε τα βουνά γοργοπόδαροι, σα να τάχουνε φτερουγιασμένα καθώς ο Ερμής.
– Και τα φορέματά τους;
– Τα ξέρεις από τους κατακαημένους τους Πρόσφυγες. Στα μέρη που πέρασα, τους έβλεπα με μαύρο μαντίλι περιτυλιγμένο στο κεφάλι τους αντίς φέσι ή σκούφο (οι Οθωμανοί άσπρο μαντίλι), με κοντοβράκια και με στιβάνια που ανέβαιναν ως τα γόνατα. Στο ζωνάρι χωμένο πιστόλι κι ασπρομάνικο λάζο, και στον ώμο τουφέκι.
Τέτοιος φαινότανε, κ' έτσι είτανε φορεμένος ο καλός μου ο Γιάνης που μας φιλοξένησε στην Παραμυθιά. Έλειπε σαν μπήκαμε στ' απλοϊκό σπιτικό του. Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελλαθής, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδια – παντού. Μας καλωσόρισε κ' η γριά η μάννα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά. Όσο για τα γυναικήσια τα φορέματα, δε μου φάνηκαν και πολύ διαφορετικά απ' αυτά που βλέπουμε σε κοντινώτερά μας χωριά.
– Τα ξέρω κι αυτά. Παντού τώρα κρυφογλιστράει η μόδα και τους ταλλάζει.
– Ως τόσο έχουν κ' οι γυναίκες τους τον Κρητικό τον αέρα, κι ας μη φορούν πια όλες στιβάνια ως τα γόνατα, καθώς οι άντρες. Ό,τι λοιπό βγήκε το συνηθισμένο το γλυκό κι ο καφές, να κι ο νοικοκύρης ο Γιάνης και μπαίνει, και μας καλωσορίζει κι αυτός. Αποθέτει το τουφέκι, καθίζει, αρχινάει η κουβέντα. Με μάγεψε μα την αλήθεια αυτός ο άνθρωπος, που καθώς είπα, είνε της Κρητικής της ομορφιάς και της λεβεντιάς εικόνα πιστή. Ο μαυριδερός μου ο Γιάνης, ο λιγόλογος, ο αρχοντικός. Κάτι μούλεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ' αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάση, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο.
Τέλος, καθίσαμε στο φαγεί. Μονάχα οι άντρες όμως. Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο. Μαζί του κατέβαινε η σαλάτα που κολυμπούσε στο λάδι, μαζί του ταυγά τα τηγανιτά, μαζί του το κομματιαστό το γουρουνάκι, το τυρί, τα κάστανα, τα καρύδια – τίποτις μονάχο του δεν κατέβαινε. Και κάθε φορά "Εισυγεία!„ Την μπουκάλα ο κυρ Γιάννης στο πλάγι, και δος του Κισαμιώτικο. Κατά το τέλος περουνιάζει κι απόνα κοψίδι κρέας και τα προσφέρνει τω γυναικώνε με ποτήρι κρασί. Τιμητικό συνήθιο κι αυτό. Προσηκώθηκαν οι γυναίκες κ' ήπιαν, αφού μας προσχαιρέτησαν όλους με την αράδα.
– Τώρα να σε κεράσω κ' εγώ, που τα δηγάσαι με τόση όρεξη, λέγω του φίλου.
– Ναι, να με κεράσης. Να την ανιστορήσω τη μαγική εκείνη ζωή. Που λες. Σαν αποφάγαμε, και το γλεντίσαμε με τα κάστανα τα ο φ τ ά, καθώς τα λεν, και με το Κισαμιώτικο, μας καλονύχτισαν, και πλαγιάσαμε. Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου. Ξυπνάει κατόπι ο Πέτρος, και τηρώντας αδειανό το κρεββάτι (έφεγγε η καντήλα), ανατινάζεται στο ποδάρι και μου φωνάζει "τι γενήκατε!„ Φοβήθηκε ο δύστυχος μην έπαθα τίποτις, μα γλήγορα τον καθησύχασα με το τράντασμα του γέλοιου μου, και πρέπει να τους ξύπνησα και τους αλλουνούς αποκάτω.
Ταποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σάλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά.
– Κ' η ιστορία;
– Τώρα κ' η ιστορία. Σα βγήκαμε το λοιπόν και ξεκινήσαμε, κάνω εγώ του Πέτρου – Τι όμορφο παλληκάρι, και τι συμπαθητικό, αυτός ο Γιάνης!
– Και να τήραγες τον αδερφό του τον Πανάγο, απολογιέται ο Πέτρος.
Και νάκουγες και την ιστορία τους.
Ίσα ίσα ώρα για ιστορίες. Τους κουρντίζω λοιπόν και τους δύο τους κι' αρχίζουνε. Όσα αποξεχνούσε ο ένας ταπόσων' ο άλλος, κ' έτσι κάμαμε κάμποσο δρόμο. Και για να νοιώσης και συ κάτι από ζωή Κρητική – ας είνε και τόσο δα – σου τα ξαναλέγω τώρα με λίγα λόγια.