Читать книгу Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου Κυβερνήτου της Ελλάδος - Euangelides Tryphon E. - Страница 3
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Оглавление«Είτε υπό τινος πόλεως επιθυμείς τιμάσθαι,
την πόλιν ωφελητέον, είτε υπό της Ελλάδος
πάσης αξιοίς επ' αρετή θαυμάζεσθαι, την
Ελλάδα πειρατέον ευ ποιείν».
[Ξενοφώντος Απομνημονεύματα Β'. 1.]
Πριν ή περί του πρώτου της αναγεννωμένης Ελλάδος άρχοντος τον λόγον ποιησώμεθα, ανάγκη να είπωμεν ολίγα τινά περί του τις ήτο ο Ιωάννης Καποδίστριας, εις όν η εν Τροιζήνι Γ' Εθνική Συνέλευσις ενεπιστεύθη τας τύχας των υπό του μακρού πολέμου καταπεπονημένων Ελλήνων και οποία τις ήτο η κατάστασις της Ελλάδος, κατόπιν του εξαετούς πολέμου, ήν εκλήθη να κυβερνήση, πρώτος αυτός Έλλην κυβερνήτης μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και την καταστροφήν του Βυζαντινού Κράτους γενόμενος.
Ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας εγεννήθη εν Κερκύρα τη 31η Ιανουαρίου 17761 εν τω παρά την Σπιανάδαν, κατά την παραλίαν, κειμένω οικογενειακώ μεγάρω2. Πατήρ αυτού ην ο Αντώνιος Μαρίας Καποδίστριας, μήτηρ δε η Αδαμαντίνη Χριστοδούλου Γονέμη. Η οικογένεια Καποδιστρίου είναι αρχαιοτάτη, αναγομένη μέχρις αυτού του ΙΓ' αιώνος μ. Χ. Πρόγονός τις αυτής ανδραγαθήσας κατά το 1250 παρά τω αυτοκράτορι της Γερμανίας Φρειδερίκω τω Β' έλαβε τον τίτλον και την κομητείαν της Ιουστινουπόλεως, της είτα υπό των Βενετών ως πρωτευούσης καταστάσης της υπ' αυτών καταληφθείσης Ιστρίας3 «Καποδίστριας» κληθείσης (Capo d' Istria = πρωτεύουσα της Ιστρίας). Δύο δε αδελφοί – πιθανόν οι τούτου υιοί – Βίκτωρ και Νικόλαος Βιττόρη (Καποδίστριαι) αφίκοντο τω 1329 ή 1373, κατ' άλλους, εις Κέρκυραν καταδιωκόμενοι παρά του υπερισχύσαντος εν τη πόλει Καποδίστρια κόμματος του Πατριάρχου της Ακυληίας, ούτινος επί κεφαλής ίστατο η κραταιά οικογένεια Γουέρκη, ήτις, τη αρωγή του πατριάρχου, επεδίωκε την κυριαρχίαν της πόλεως Καποδίστριας4. Εν Κερκύρα αποκαταστάντων των δύο τούτων αδελφών, ο Βίκτωρ ενυμφεύθη την μονογενή θυγατέρα του πλουσίου και ευγενούς Κερκυραίου κόμητος Κονδόκαλη· εκ του γάμου δε τούτου έλκει το γένος η οικογένεια Βιττόρη η είτα Καποδιστρίου επικληθείσα5. Το γένος τούτο τω 1477 προσεγράφη μεταξύ των ευγενών οικογενειών της Κερκύρας και εν έτει 1689 έλαβε τον τίτλον των ευπατριδών: Κόμητος6 παρά του Καρόλου Εμμανουήλ, Δουκός της Σαβοΐας και επιτίμου βασιλέως της Κύπρου. Ουτωσί τιμηθείσης της οικογενείας ταύτης7, ο Νικόλαος Καποδίστριας μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν προς εξαγοράν Ελλήνων αιχμαλώτων, τω δε 1690 ο Γεώργιος, Αλοΐσιος και Σταύρος Καποδίστριαι ηγούμενοι Χειμαρριωτών, ιδία δαπάνη στρατολογηθέντων, αντεπεξήλθον γενναίως κατά των Τούρκων. Βραδύτερον δε (1716) ο Φραγκίσκος και ο Βίκτωρ Καποδίστριαι διεκρίθησαν εν τη πολιορκία της Κερκύρας και τέλος ο Αντώνιος Μαρίας Καποδίστριας πατήρ του Ιωάννου Καποδιστρίου, του δοξάσαντος το γένος αυτών, διάσημος νομολόγος γενόμενος, κατέλαβεν ύψιστα αξιώματα εν Κερκύρα γενόμενος μάλιστα πρεσβευτής της Γερουσίας, σταλείς μετά του Νικολάου Γρεναδίνου Σιγούρου εις Κωνσταντινούπολιν προς επικύρωσιν του νέου Ιονίου συντάγματος υπό της Υψηλής Πύλης. Η πρεσβεία ανεχώρησε λαβούσα ως γραμματέα αυτής τον νεώτατον των υιών του Καποδιστρίου Αυγουστίνον.
Είναι δε περίεργος η υποδοχή, ής ηξιώθησαν οι δύο εκείνοι Έλληνες έκτακτοι απεσταλμένοι της Ιονικής Γερουσίας, κατά την εις Βυζάντιον άφιξιν αυτών προς επικύρωσιν του συμφώνως τη υπό του Σουλτάνου Σελίμ του Γ', του Τσάρου Παύλου και του βασιλέως της Αγγλίας, 21 Μαρτίου 1800, υπογραφείση συμβάσει γενομένου Συντάγματος. Της επικυρώσεως του Βυζαντιανού συντάγματος επικληθέντος γενομένης εν τη Υψηλή Πύλη, ο Σουλτάνος ανέθηκεν αυτοίς, όπως εγχειρίσωσι το Σύνταγμα εκείνο προς τον πρόεδρον της Ιονικής γερουσίας ήδη διά του τίτλου Ηγεμόνος τιμηθέντος και προσπαθήσωσι να εφαρμοσθή οριστικώς. Λίαν δε συγκινητική υπήρξεν η σκηνή, καθ' ήν ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εν θριάμβω έφερε την Ιονικήν σημαίαν, σημαίαν ελευθέρου ελληνικού κρατιδίου, μετά τετρακοσιετή τουρκικήν δουλείαν, από της Υψηλής Πύλης μέχρι του εν Φαναρίω Πατριαρχικού ναού, παρακολουθούμενος υπό των απεσταλμένων και πολλού χριστιανικού πλήθους. Ο Πατριάρχης Νεόφυτος ο Ζ', το δεύτερον τότε πατριαρχεύων, ψαλείσης δοξολογίας, ηυλόγησε την σημαίαν, ήν αύθις αναλαβών ο Αυγουστίνος εν πομπή έφερεν εις το εφ' ού επέβαινον οι απεσταλμένοι πλοίον, όπερ ο ναύαρχος του τουρκικού στόλου εχαιρέτησε δι' είκοσι και ενός κανονοβολισμών8.
Κατά την εκ Κωνσταντινουπόλεως της εκτάκτου πρεσβείας εις Κέρκυραν επιστροφήν, ο πατήρ του Ιωάννου Καποδιστρίου, διωρίσθη παρά της Υψηλής Πύλης τη 25 Οκτωβρίου 1800 (19 Τζεμάζιουλ Αχήρ 1215) Αυτοκρατορικός επίτροπος μετά του Νικολάου Σιγούρου κόμητος Δεσύλλα προς διοργάνωσιν των Επτά νήσων συμφώνως προς το επιβληθέν Βυζαντιανόν Σύνταγμα. Αλλά περί τούτων μεν άλις· επανέλθωμεν δε εις τον ημέτερον ήρωα.
Ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας αυξηθείς την ηλικίαν εσπούδασε το μεν πρώτον εν τοις σχολείοις της Κερκύρας, τοσαύτην δ' επεδείξατο μάθησιν και ευφυίαν, ώστε προσείλκυσε την προσοχήν Κερκυραίου τινός, όστις λέγεται, ειπών: «Κρίμα ότι είναι Έλλην !» Βραδύτερον δε δεκαεπταέτης γενόμενος (1794) απελθών εις Ιταλίαν ενεγράφη εν τοις μητρώοις του Πανεπιστημίου Παταβίου, εν ώ εσπούδασε την ιατρικήν. Περί δε το τέλος του 1797 αποπερατώσας τας σπουδάς αυτού επέστρεψεν εις Κέρκυραν, περιηγηθείς πρότερον διαφόρους πόλεις της Ιταλίας και επισκεψάμενος τα επισημότερα αυτής Νοσοκομεία. Εν Κερκύρα αποκαταστάς μετήρχετο το επάγγελμα αυτού υπέρ των ενδεών τους εαυτού πόρους διατιθέμενος. Αλλ' ότε επέστρεψεν εις Κέρκυραν ο Ιωάννης, δεν εύρε πλέον την πατρίδα εν ομαλαίς περιστάσεσι. Κατά το έτος 1797 η Κέρκυρα ευρίσκετο εν δειναίς μεταπολιτευτικαίς περιπλοκαίς, διότι οι Δημοκρατικοί Γάλλοι του Ναπολέοντος πολεμούντες την Ενετικήν Αριστοκρατίαν, έθηκαν τέρμα εις την ύπαρξιν αυτής, και, κυριεύσαντες την Ενετίαν και τας κτήσεις αυτής, ήλθον και εις τας Ιονίους νήσους και εις Κέρκυραν, αίτιοι πολλών κακών γενόμενοι, ζητούντες διά πυρός και σιδήρου να υποτάξωσι και αναγκάσωσι πάντας, μάλιστα δε τους αριστοκρατικούς, οίτινες επί Ενετοκρατίας είχον προνόμιά τινα, να ασπασθώσι τας δημοκρατικάς αυτών αρχάς. (Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, 17 Οκτωβρίου 1797). Ανηρπάγησαν περιουσίαι, εφυλακίσθησαν αδίκως έντιμοι πολίται, απεγυμνώθησαν ναοί και μοναστήρια, εφονεύθησαν αθώοι πολίται. Μεταξύ των φυλακισθέντων, ήτο και ο πατήρ του Ιωάννου Καποδιστρίου κατηγορούμενος ότι μετ' άλλων αντέπραττε κρυφίως κατά των Γάλλων. Μετά παρέλευσιν δύο ετών (1799) συμμαχήσασαι η Ρωσία και η Τουρκία επολέμησαν από κοινού κατά των Γάλλων, ούς εκδιώξασαι των Ιονίων νήσων, έλαβον αυτάς υπό την κατοχήν και την προστασίαν αυτών. Η Κέρκυρα όμως των εν αυτή Γάλλων μη υποχωρούντων, αλλ' επί τέσσαρας σχεδόν μήνας εναντιουμένων, πολιορκηθείσα τέλος ηναγκάσθη ένεκεν ελλείψεως τροφών, να παραδοθή τοις συμμάχοις. Αρχηγοί των στρατιών των δύο συμμάχων δυνάμεων ήσαν ο ρώσος ναύαρχος Ουζακώφ και ο τούρκος ναύαρχος Κατήρ Μπέης. Αλλ' εκάτερος αξιών να εξουσιάζη της Κερκύρας, υπέθαλπε μεταξύ των Κερκυραίων την διχόνοιαν, επί ιδία εθνική ωφελεία.
Εν τούτοις, ότε ο ναύαρχος Ουζακώφ, αρχηγός των συνηνωμένων δυνάμεων Τουρκίας και Ρωσίας, μετά την άλωσιν της Κερκύρας, ενησχολήθη εις την διοργάνωσιν του τόπου, ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας ήρξατο γινόμενος γνωστότερος. Ο ναύαρχος μάλιστα Κατήρ Βέης διώρισεν αυτόν αρχίατρον του Στρατιωτικού Τουρκικού Νοσοκομείου, και ως τοιούτος ανεγνωρίσθη και παρά της προσωρινής Γερουσίας διά θεσπίσματος αυτής (5 Σεπτεμβρίου 1799).
Αι παρά των πρακτόρων του Γαλλικού Διευθυντηρίου συστάσαι νομαρχιακαί και δημοτικαί διαχειρίσεις κατηργήθησαν, η δε κυβέρνησις των Ιονίων νήσων ανετέθη εις το συμβούλιον των Ευγενών, ανορθωθέν μεν, ως υπήρχεν επί Ενετών, αλλ' έχον πολύ ευρυτέραν δικαιοδοσίαν, διότι η εν τω συμβουλίω τούτω είσοδος εγένετο μάλλον προσιτή διά μέτρων τεινόντων να καταστήσωσιν ευκολωτέραν την εις το σώμα των ευγενών κατάταξιν πάντων των απολαυόντων υπολήψεως ένεκα της ικανότητος ή του πλούτου αυτών.
Αλλά το πολίτευμα τούτο ήτο προσωρινόν· αι κυβερνήσεις της Ρωσίας και της Πύλης επεφυλάχθησαν το δικαίωμα να ρυθμίσωσιν οριστικώς, εκ συμφώνου, την τύχην των Ιονίων. Εγένετο δε τούτο, ως είπομεν, διά συμβάσεως υπογραφείσης εν Κωνσταντινουπόλει (21 Μαρτίου 1800). Διά της συμβάσεως ταύτης, αι νήσοι Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδος, Ιθάκης, Παξών, Κυθήρων, ως και άπασαι αι νήσοι, μικραί και μεγάλαι, κατωκημέναι και ακατοίκητοι, κείμεναι απέναντι των παραλίων της Πελοποννήσου και της Αλβανίας, απετέλεσαν, υπό το όνομα «Δημοκρατία των ηνωμένων επτά νήσων», πολιτείαν κατά πάντα ομοίαν προς την της Ραγούζης, τουτέστιν υποκειμένην τίτλω υποτελείας εις την Υψηλήν Πύλην, αλλά κυβερνωμένην ελευθέρως υπό των προκρίτων της χώρας. Ούτω δε πρώτην ταύτην φοράν η Επτάνησος υπεβλήθη υπό την επικυριαρχίαν της Τουρκίας.
Εν τούτοις, η από 21 Μαρτίου 1800 σύμβασις εδημοσιεύθη και αι διάφοροι νήσοι εξελέξαντο τους αντιπροσώπους αυτών, επιτετραμμένους να υποβάλωσιν εις την επιδοκιμασίαν των αυλών Πετρουπόλεως και Κωνσταντινουπόλεως το προ έτους υπό του Ουζακώφ δημοσιευθέν σύνταγμα. Αλλ' οι αντιπρόσωποι παραβιάζοντες την εντολήν αυτών συνήλθον ίνα συντάξωσιν άλλο σχέδιον συντάγματος πολλώ ήττον φιλελεύθερον του εν ισχύι προσωρινού· διότι πάσα εξουσία δι' αυτού ανετίθετο εις την αρχαίαν αριστοκρατίαν και ουδείς πλέον ηδύνατο να εισχωρήση εις τας τάξεις αυτής, καθότι αι προς τον σκοπόν τούτον παραχωρηθείσαι ευκολίαι ανεκλήθησαν. Το σύνταγμα τούτο παρουσιάσθη εις Κωνσταντινούπολιν ως η ομόθυμος έκφρασις της ευχής των Ιονίων νήσων, επικυρωθέν δε υπό του υπουργού των εξωτερικών (Ρεΐζ – Εφένδη), εκηρύχθη σύνταγμα της πολιτείας και αμέσως εφηρμόσθη (Βυζαντιανόν σύνταγμα). Διοργανωθείσης της τοπικής της Κερκύρας κυβερνήσεως υπό των αυτοκρατορικών επιτρόπων Καποδιστρίου και Νικολάου Γρεναδίνου Σιγούρου, ο έτερος των αυτοκρατορικών επιτρόπων Αντώνιος Μαρίας Καποδίστριας δικαιούμενος να διορίση αντικαταστάτην προς διοργάνωσιν και των άλλων νήσων, διώρισε τον υιόν αυτού Ιωάννην, όστις μετά την αποπεράτωσιν του έργου επανέκαμψεν εις Κέρκυραν, ένθα εξήσκει το ιατρικόν επάγγελμα. Αύτη είναι η πρώτη, μετά τον διορισμόν αυτού ως αρχιάτρου του στρατιωτικού τουρκικού νοσοκομείου, δημοσία υπηρεσία του ημετέρου Ιωάννου Καποδιστρίου, εν ή έδειξεν ου μόνον ζήλον αλλά και διορατικότητα μεγίστην, τιμήσασαν αυτόν9.
Το δημοτικόν όμως κόμμα ηρνήθη να αποδεχθή το σύνταγμα τούτο, όπερ παρέδιδε τας Ιονίους νήσους εις την δεσποτείαν ολιγαρχίας παραπλησίας της Ενετικής αριστοκρατίας. Μεταξύ των δύο κομμάτων εξερράγη εμφύλιος πόλεμος· η Λευκάς, η Ιθάκη και η Κεφαλληνία συνέταξαν ίδια πολιτεύματα. Η Ζάκυνθος προέβη περαιτέρω· απωθήσασα τα στρατεύματα, άπερ κατ' αυτής απέστειλεν η, δυνάμει του βυζαντιανού συντάγματος, ιδρυθείσα κυβέρνησις, απεχωρίσθη της Ιονίου Ομοσπονδίας, αποβαλούσα δε την Ρωσικήν προστασίαν, εζήτησεν εν ετέρα δυνάμει την ελευθερίαν, ής εισέτι δεν είχεν απολαύσει, και τη 7η Φεβρουαρίου 1801, οι Ζακύνθιοι ανεπέτασαν την βρεττανικήν σημαίαν.
Επί τοσούτον δε προέβη η αναρχία, ώστε η Γερουσία ηναγκάσθη να συγκαλέση εθνικήν συνέλευσιν. Αύτη συνήλθε κατά Νοέμβριον 1801 και παρεδέξατο σύνταγμα συνάδον προς το δημοκρατικόν πνεύμα. Η μεταξύ αριστοκρατών και δημοκρατών πάλη υπήρξε διαρκής, των μεν υποστηριζόντων το βυζαντιανόν σύνταγμα, των δε το της Αξιοτίμου (Onoranda), δι' ής επικλήσεως διεκρίνετο η συνέλευσις του 1801.
Τα πολιτικά πραξικοπήματα και αι μεταβολαί διεδέχοντο αλλήλας. Τέλος κατά Σεπτέμβριον 1802, οι Ρώσοι γενόμενοι αποκλειστικοί προστάται της Δημοκρατίας απεφάσισαν να δώσωσι πέρας εις την κατάστασιν ταύτην, ήν οι πάντες απέστεργον. Προς τούτο δε εδόθη ήδε η ευκαιρία. Η Γερουσία της Δημοκρατίας ωφεληθείσα της ευκαιρίας της εις τον θρόνον αναβάσεως του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών Αλεξάνδρου Α', απέστειλεν εις Πετρούπολιν έκτακτον απεσταλμένον, όστις έμελλε πρώτον μεν να προσφέρη τα συγχαρητήρια της Δημοκρατίας, έπειτα δε να ζητήση την επάνοδον του ρωσικού στρατού, όστις είχεν αναχωρήσει, συντηρουμένου αναλώμασι της Δημοκρατίας. Απεσταλμένος τοιούτος εστάλη ο Ζακύνθιος κόμης Γεώργιος Μοτσενίγος, γνωστός τοις Ρώσοις και υιός του άλλοτε πρέσβεως της Ρωσίας εν Φλωρεντία και εν ενεργεία σύμβουλος της Επικρατείας (22 Μαΐου 1801). Ο απεσταλμένος αφίκετο εις Μόσχαν, ένθα έμενεν ο αυτοκράτωρ, προς όν παρουσιασθείς ωνομάσθη πληρεξούσιος υπουργός της Ρωσίας· παρά τη εν Επτανήσω Πολιτεία και Αρχηγός του αποσταλησομένου επικουρικού στρατού. Ο στρατός ούτος έμελλε να μεταβεί εις Κέρκυραν εκ Νεαπόλεως δι' εξόδων της «Αυτού Σικελιανής Μεγαλειότητος», επειδή όμως αύτη τότε δεν ευρίσκετο εν ευαρέστω οικονομική θέσει, ως εκ τούτου, η άφιξις του στρατού και του Μοτσενίγου παρετάθη μέχρι τέλους Αυγούστου του 1802.
Μόλις αφίκετο εις Κέρκυραν ο επικουρικός στρατός, και η Γερουσία διελύθη και η εξουσία αυτής έμεινε τω ηγεμόνι Σπυρίδωνι Γεωργίω Θεοτόκη, όστις την 1ην Σεπτεμβρίου (1802) διά θεσπίσματος διώρισε τους επτά αντιπροσώπους αυτού εν ταις επτά νήσοις. Επειδή δε η Κεφαλληνία ην εν εξαιρετική θέσει, και μέχρι της εκείσε μεταβάσεως του διορισθέντος αντιπροσώπου, απέστειλε προσωρινόν αντιπρόσωπον τον Ιωάννην Καποδίστριαν, εις όν και ο Μοτσενίγος ως αρχηγός του ρωσικού στρατού ενεπιστεύθη την αρχηγίαν της σταλείσης φρουράς υπό την διοίκησιν του συνταγματάρχου Σωροκίν. Ο Καποδίστριας διέμεινεν εν Κεφαλληνία μέχρι μέσων Οκτωβρίου, και μεταβάς εις Ιθάκην αφίκετο εις Κέρκυραν περί τα τέλη του αυτού μηνός, όπου διέτριβεν ιδιωτεύων μέχρι τέλους Φεβρουαρίου 1803, ότε συνέστη προσωρινή τις Γερουσία, ήτις διώρισεν αυτόν Γραμματέα της Επικρατείας, μόλις το εικοστόν έβδομον έτος της ηλικίας άγοντα.
Εν τω μεταξύ όμως ο φιλοτιμότατος εκείνος νέος δεν κατέτριβε τον πολύτιμον χρόνον αυτού εφ' ά μη έδει, αλλ' ησχολείτο περί πολλών τε άλλων και περί της ελληνοπρεπούς διαπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων, οίτινες ως εκ της μακραιώνου ξενοκρατίας απέστησαν, κατά πολλά, των πατρίων. Οπαδός δ' ων της σοφωτάτης θεωρίας ότι «έπρεπε πρώτον να μορφωθώσιν Έλληνες και είτα να ιδρυθή Ελλάς», κατά Μάιον του 1802 συνενωθείς μετά 10 ή 12 συνομηλίκων φίλων, οι οποίοι βραδύτερον διεκρίθησαν διά την παιδείαν αυτών, παρεκίνησε τούτους να συστήσωσι, και συνέστησαν, ιδιωτικόν φιλολογικόν σύλλογον υπό τον τίτλον «Εταιρίας των φίλων», εν τω καταστήματι του οποίου συνερχόμενοι εμελέτων και διεσκέπτοντο περί πολλών και ωφελίμων τη πατρίδι πραγμάτων, μάλιστα δε περί του τρόπου της επιδόσεως και προαγωγής των ελληνικών γραμμάτων. Εκ του συνεταιρισμού τούτου προήλθεν ο μετ' ολίγον συστάς και περιώνυμος καταστάς Εθνικός Ιατρικός Σύλλογος, ούτινος η σύστασις αποδίδοται τω Καποδίστρια εκλεγέντι αμέσως και Γραμματεί του Συλλόγου. Ενώπιον του Συλλόγου τούτου ανέγνω διάφορα επιστημονικά μελετήματα, άτινα είχε γράψει ιταλιστί. Σπουδαιότερα δε πάντων τούτων εκρίθησαν υπό των αρμοδίων το «Περί της αρχής των ατομικών διαφορών τον οργανισμού» αναγνωσθέν κατά Μάιον του 1803, και το «Επί τη περιπτώσει του τοκετού Ισραηλίτιδος γεννησάσης ομού 5 επταμηνιαία τέκνα,» όπερ ανεγνώσθη κατά το 1806.
Η τοιαύτη του νέου Κερκυραίου δραστηριότης και το άγαν φίλεργον, έδωκαν αυτώ, ως είπομεν, την θέσιν του γραμματέως της Επικρατείας, θέσιν ήτις εθεωρείτο μέγιστον απόκτημα εν ιονίω Πολιτεία.
Πρώτον του Καποδιστρίου μέλημα εν τω νέω υπουργήματι υπήρξεν η διευθέτησις της Γραμματείας της Επικρατείας, συμφώνως προς τον πρό του διορισμού αυτού ψηφισθέντα «Οργανισμόν της Γραμματείας της Επικρατείας.» Την δε πρώτην Ιουνίου, επειδή η Γερουσία διά θεσπίσματος αυτής διώρισεν Επιτροπήν, ίνα ακολουθήση τω πληρεξουσίω της Ρωσίας Μοτσενίγω επισκεπτομένω τας νήσους, ής μέλη διωρίσθησαν ο εκ Ζακύνθου Γερουσιαστής Σπυρίδων Ναράντσης, ο Σπυρίδων Βατάλιας ευπαίδευτος πολίτης Κερκυραίος και ο Ύπαρχος εκάστης νήσου, εν ή διέτριβεν ο πληρεξούσιος, ο Καποδίστριας ως Γραμματεύς της Επικρατείας ηκολούθησεν αυτή, ίνα εκτελή παρ' αυτή τα καθήκοντα Γραμματέως της Επικρατείας ως και παρά τη Γερουσία.
Πάνθ' όσα ενήργησαν εν ταις νήσοις η Επιτροπή, ο Καποδίστριας και ο Μοτσενίγος καθυπέβαλον αυτά τη Γερουσία δι' εκτεταμένων εκθέσεων.
Ο δε Καποδίστριας επανελθών εις Κέρκυραν μετά του πληρεξουσίου και της Γερουσιαστικής Επιτροπής εξηκολούθει εκτελών τα καθήκοντα του Γραμματέως της Επικρατείας, ότε τη 12 Νοεμβρίου 1803 ετελεύτησεν ο ηγεμών και η Γερουσία ενετείλατο αύτω να εκφωνήση τον επικήδειον λόγον, ούτινος η αξία και η εντύπωσις, ήν ενεποίησεν εις το κοινόν, υπήρξε μεγίστη διά τε την ευγλωττίαν και την άλλην οικονομίαν10.
Ο Καποδίστριας έμεινε Γραμματεύς της Επικρατείας μέχρι της 15 Μαΐου 1806, ότε διεδέξατο αυτόν ο Σπυρίδων Βατάλιας· διότι η Γερουσία διά θεσπίσματος αυτής (7 Απριλίου 1806) διώρισε τον Καποδίστριαν επιτετραμμένον παρά τη Αυλή της Πετρουπόλεως, αντί του τότε παραιτηθέντος Δημητρίου Ναράντση Ζακυνθίου, αλλά την 18 Ιουνίου, διά διακοινώσεως του πληρεξουσίου της Ρωσίας, προς την Γερουσίαν, εγνωστοποίει αυτή, ότι: «η Αυλή της Πετρουπόλεως εδέχετο μεν ευχαρίστως τον διορισμόν του Καποδιστρίου ως διαδόχου του Ναράντση, αλλ' ότι η θέσις αύτη είναι ασυμβίβαστος μετά της του επιτίμου Συμβούλου, ήν ο Αυτοκράτωρ είχεν απονείμει πρότερον προς τον Καποδίστριαν.»
Συνεπεία της διακοινώσεως ταύτης η Γερουσία απήλλαξε τον Καποδίστριαν της θέσεως ταύτης διά του από 30 Ιουνίου του αυτού έτους θεσπίσματος αυτής, ότε διωρίσθη «Επιθεωρητής των προσωρινών σχολείων της Τενέδου»11, θέσιν, ήν διετήρησε μέχρι της 15ης Μαρτίου 1807, ότε η Γερουσία διά θεσπίσματος επέτρεψεν αύτω ιδιωτεύοντι ν' απάρη της νήσου προς διάσωσιν της Λευκάδος απειλουμένης υπό του Αλή-Πασά, και διώρισε προσωρινόν επιθεωρητήν, διαρκούσης «της βραχείας απουσίας αυτού », τον Εμμανουήλ Θεοτόκην.
Ανεχώρησεν ο Καποδίστριας μετά πολλών Κερκυραίων περί τα μέσα Μαρτίου12 διευθυνόμενος εις Λευκάδα και αναλαβών τα της Γερουσίας και του πληρεξουσίου Μοτσενίγου εμπιστευθέντα αύτω υψηλά καθήκοντα, εξετέλεσε ταύτα μετά μεγίστου εθνικού αισθήματος, πατριωτισμού και αυταπαρνήσεως, νυχθημερόν εργαζόμενος μετά των περί αυτόν εν τω Ιονικώ στρατοπέδω, όπερ συνεκροτείτο εξ Ελλήνων αρματωλών και κλεφτών13 εκ τε της Ακαρνανίας, του ηρωικού Σουλίου και της Πελοποννήσου υπέρ του Ιερού αγώνος κατά του Αλή Πασά, υπό των Γάλλων βοηθουμένου, προσδραμόντων. Μεταξύ των ανδρείων εκείνων μαχητών υπήρξαν και οι μετέπειτα εν τω κατά των Τούρκων μεγάλω εθνικώ αγώνι διαπρέψαντες στρατηλάται: ο Οδυσσεύς, ο Βότσαρης, ο Τσόγκας, ο Μακρής, ο Τσαβέλλας, ο Νικήτας, ο Κολοκοτρώνης, οίτινες εθαύμασαν την ανδρείαν και τον άκρον του Καποδιστρίου υπέρ της ελευθερίας ενθουσιασμόν και έκτοτε ήρξαντο να ανορώσιν εν αυτώ τον μέλλοντα συναγωνιστήν εν τη μελλούση απελευθερώσει της πατρίδος. Δυστυχώς όμως τας αμοιβαίας ταύτας συμπαθείας των εν Λευκάδι συναγωνιστών διέκοψεν ο μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας πόλεμος, όστις κατέληξεν εις την εν Τίλσιττ συνθήκην14 (25/7 Ιουλίου 1807).
Διά της Συνθήκης ταύτης η Ρωσία παρεχώρει την προστασίαν της Επτανήσου προς τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα, όστις απέστειλεν εις Κέρκυραν τον αυτού υπασπιστήν αντισυνταγματάρχην Τερριέ (28 Ιουλίου), ίν' αναγγείλη τη Γερουσία την πολιτικήν ταύτην μεταβολήν της Επτανήσου, τη 29 δε Ιουλίου ο Πληρεξούσιος Μοτσενίγος ανήγγειλεν επισήμως τη Γερουσία ότι: «διά της αυτής Συνθήκης η Πολιτεία της Επτανήσου τίθεται υπό την προστασίαν της Α. Μ. του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος και ότι γαλλικός στρατός φρουρήσει τας νήσους».
Συνεπεία των συμβάντων τούτων, η Γερουσία εξέδοτο (31 Ιουλίου) θέσπισμα, δι' ού διέταττε τον Καποδίστριαν να διαλύση την πολιτοφυλακήν, ν' αποπέμψη τα ναυλωθέντα πλοία, και να καταλίπη την Λευκάδα.
Ο Καποδίστριας επανελθών τη 31 Αυγούστου εκ Λευκάδος παρέμενεν έκτοτε εν Κερκύρα ιδιωτεύων και συχνάζων εις την κατ' εκείνην την εποχήν αυτόθι ιδρυθείσαν, ταις ενεργείαις αυτού και βραδύτερον (1824) διοργανισθείσαν υπό του λόρδου Γκίλφορδ «Ιόνιον Ακαδημίαν», ής μέλη ετύγχανον αυτός τε και οι αδελφοί αυτού Βιάρος και Γεώργιος15, περί τα τέλη δε του έτους 1808 ανεχώρησεν εις Ρωσίαν, μη στέρξας την υπό του Μεγάλου Ναπολέοντος διά του αντιστρατήγου Καίσαρος Βερτιέ και του Δονζελό προσενεχθείσαν αυτώ υπηρεσίαν εν τη οικεία πατρίδι «ως ακροατού εν τω της Επικρατείας Συμβουλίω». Και δεν είχεν άδικον ο Καποδίστριας μη αποδεξάμενος την νέαν υπό την γαλλικήν προστασίαν θέσιν, εν ή οι Γάλλοι υπέσχοντο αυτώ λαμπρόν στάδιον διότι διά ταύτης αι υπό των Γάλλων εν έτει 1797 εις δημοκρατίαν ανυψωθείσαι Ιόνιοι νήσοι ήδη διά των γαλλικών και αύθις όπλων απώλεσαν την εθνικήν αυτών κυβέρνησιν και υπήχθησαν υπό την γαλλικήν σημαίαν.
Τοιαύτα είναι της αλλοπροσάλλου διπλωματίας τα τεχνάσματα και ούτως αι τύχαι των λαών κανονίζονται υπό των ισχυρών της γης!
Όπως ποτ' αν η, ο Καποδίστριας μη ανεχόμενος την συντελεσθείσαν εν τη πατρίδι πολιτικήν μεταβολήν, προς δε και διακαιόμενος υπό της θρησκευτικής και πολιτικής της εποχής κείνης ιδέας, ότι η δεδουλωμένη Ελλάς έμελλε να σωθή διά των ρωσικών όπλων, απεφάσισε να αναχωρήση εις Ρωσίαν, οπόθεν, ενόμιζεν, ηδύνατο να υπηρετήση κάλλιον τη πατρίδι. Ούτω δε, ως έφθημεν ειπόντες, περί τα τέλη του 1808, ότε ανεχώρησαν παντάπασι και τα ρωσικά πλοία, ήτοι έν έτος μετά την των Ιονίων νήσων τοις Γάλλοις υπαγωγήν, καθ' ό ο Καποδίστριας ιδιωτεύων επεδόθη όλως εις την μελέτην και την σπουδήν, ανεχώρησεν εκ Κερκύρας και κατ' Ιανουάριον έφθασεν εις την ωραίαν πρωτεύουσαν πασών των Ρωσιών, εις Πετρούπολιν.
Εκεί προσελήφθη αμέσως ως σύμβουλος της αυλής, εν τω τμήματι του Υπουργείου των Εξωτερικών· υπό τας διαταγάς του κατά το έτος εκείνο αρχιγραμματέως της αυτοκρατορίας Ρωμαντσώφ. Ενταύθα διαμείνας επί διετίαν, έσχε την ευκαιρίαν να μελετήση καλώς τον χαρακτήρα του ρωσικού λαού καθ' όλας αυτού τας διαστάσεις και να βολιδοσκοπήση τα πνεύματα των εν τοις πράγμασιν, οίτινες εβάδιζον επί τοις ίχνεσι των σχεδίων του Μεγάλου Πέτρου. Εις τούτο δε μεγάλως υπεβοήθησαν αυτώ η ευφυία και η λαμπρά συμπεριφορά του νέου διπλωμάτου, όστις εντός μικρού είχε κατακτήσει τας καρδίας πάντων των αυλικών. Ακριβώς δε κατά το έτος εκείνο (1809), κατά παράδοξον σύμπτωσιν, είχεν εισέλθει εις ρωσικήν υπηρεσίαν καταταχθείς εν τω στρατώ ως ανθυπολοχαγός και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεκαεξαέτης μόλις, μεθ' ού βραδύτερον τοσούτον συνειργάσθη υπέρ της εθνικής παλιγγενεσίας. Μεγάλως δε ωφέλησε τω Καποδιστρία και η φιλία του Αλεξάνδρου Στούρτσα συναδέλφου αυτού εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών, μεγάλην δε έχοντος επιρροήν εν τω πόλει του Πέτρου, χάρις εις την αδελφήν αυτού Ρωξάνην δεσποινίδα της τιμής εν τη αυτοκρατορική αυλή. Διά του Στούρτσα επεξέτεινε τον κύκλον των εν Ρωσία φίλων, ιδίως δ' ηδυνήθη να συστηθή προς τον μέγα τότε ισχύοντα ναύαρχον και Υπουργόν των Ναυτικών Τσιτσακώφ, όστις μεγάλως ευηργέτησε τον Καποδίστριαν, ως θέλομεν ιδεί. Ενταύθα επίσης εγνώρισε και τον είτα γραμματέα αυτού ιδιαίτερον γενόμενον και μέγαν του έθνους ευεργέτην Ιωάννην Δομπόλην ή Τομπόλην, άνδρα ηπειρώτην εκ των άγαν φιλοπατρίδων, μεθ' ού συναπεφάσισε την διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι, ως λέγει αυτός ούτος ο Δομπόλης εν τη διαθήκη αυτού γραφείση τη (4 Φεβρουαρίου 184916:
«Ότε τω 1809 εγνώρισα τον μακαρίτην κόμητα Ιωάννην Καποδίστριαν, υπεσχέθημεν αλλήλοις να μεταχειρισθώμεν παν μέσον προς διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι. Έκτοτε ο σταθερός σκοπός της ζωής μου υπήρξε να κατορθώσω να εκπληρώσω πρεπόντως την δοθείσαν υπόσχεσιν. Προς τούτο προσεπάθησα ν' αυξήσω τα κεφάλαιά μου ουχί διά κερδοσκοπίας, αλλά διά των κόπων μου και μάλιστα διά μεγάλης οικονομίας. Το συναχθέν μοι κεφάλαιον εκ ρουβλίων αργυρών 285,744, ορίζω εις εκπλήρωσιν της υποσχέσεώς μου, δηλονότι εις διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι. Τα χρήματα ταύτα κατατεθήσονται επί τόκω εν πιστωτικοίς καταστήμασι της Ρωσίας μέχρι της 1 Ιανουαρίου 1906, αι δε ληφθησόμεναι ομολογίαι της καταθέσεως ταύτης τηρηθήσονται εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών (της Ρωσίας). Εις την ορισθείσαν εποχήν, δηλονότι τω 1906, η ρωσική κυβέρνησις θέλει φροντίσει να συνεννοηθεί μετά της ελληνικής προς μεταφοράν εις την Ελλάδα ολοκλήρου του κεφαλαίου τούτου μετά και των τόκων προς ανίδρυσιν εν Αθήναις ή εν οιαδήποτε άλλη πόλει, ήτις έσται πρωτεύουσα της Ελλάδος τω 1906, Πανεπιστημίου ονομασθησομένου «Καποδιστριακού». Εις την οικοδομήν του Πανεπιστημίου τούτου μετά παρεκκλησίου ορθοδόξου, βιβλιοθήκης καί τινων επιστημονικών συλλογών ορίζω το 1)4 ή το πολύ το 1)3 του όλου κεφαλαίου του αθροισθησομένου μέχρι της 1 Ιανουαρίου 1906, τα δε υπόλοιπα 3)4 ή 2)3 προσδιορίζω εις αγοράν ακινήτων εν Ελλάδι, των οποίων τα εισοδήματα χρησιμεύσουσιν ανεξαιρέτως εις συντήρησιν των καθηγητών, των σπουδαστών και εν γένει ολοκλήρου του «Καποδιστριακού Πανεπιστημίου». Το χρυσούν ωρολόγιον του Κυβερνήτου μετά των εμβλημάτων και της επιγραφής της πόλεως Γενεύης δωρηθέν μοι υπό των αδελφών του μακαρίτου κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου, ως και η χρυσή ταμβακοθήκη, δωρηθείσα μοι υπό του κόμητος Αυγουστίνου Καποδιστρίου, να φυλαχθώσιν εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών (της Ρωσίας) μέχρι της αποστολής του κεφαλαίου μου εις την Ελλάδα, τότε δε συναποσταλώσι και κατατεθώσιν εν τη συλλογή των περιέργων αντικειμένων του «Καποδιστριακού Πανεπιστημίου».
Εν τούτοις δύο παρήλθον από της εν Ρωσία αποκαταστάσεως αυτού έτη και ο Έλλην διπλωμάτης βαρυνθείς τον απράγμονα εκείνον βίον εζήτησε την θέσιν συμβούλου εν τη εν Βραζηλία αυτοκρατορική αποστολή, αλλά χάρις τω Στούρτσα αντί της εις το έτερον ημισφαίριον απομακρύνσεως κατώρθωσε μετά διετίαν (1811) να διορισθή υπεράριθμος υπάλληλος της εν Βιένννη ρωσικής πρεσβείας, διευθυνομένης υπό του βαρώνου Στάκκελβεργ, ένθα ηυδοκίμησε μεγάλως17. Μετά έν έτος (1812) διωρίσθη εν τη ρωσική στρατιά των παραδουναβίων ηγεμονιών διευθυντής του διπλωματικού γραφείου. Εις την νέαν ταύτην θέσιν προσεκλήθη υπό του διαδεξαμένου τον εν ταις ηγεμονίαις στρατηγόν Κουτούζωφ ναυάρχου Τσιτσακώφ, γνόντος, ως είδομεν, την διπλωματικήν δεινότητα του Έλληνος διπλωμάτου, ευθύς άμα τω πρώτη συναντήσει αυτού μετά του Αλεξάνδρου Στούρτσα. Ο Καποδίστριας έφθασεν εις Βουκουρέστιον και εμφανισθείς προς τον Τσιτσακώφ παρουσίασεν αυτώ Υπόμνημα περιέχον πληροφορίας περί των χωρών, άς διήλασεν από Βιέννης μέχρι Βουκουρεστίου. Το νέον τούτο δείγμα της ευφυίας αυτού κατέστησεν αυτόν αγαπητότερον παρά τω ναυάρχω. Μετ' ου πολύ όμως, της Κρήνης επελθούσης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ο Τσιτσακώφ διετάχθη να συνενωθή προς την μεγάλην των συμμάχων στρατιάν. Ο Καποδίστριας απεφάσισε να ακολουθήση τω προστάτη αυτού, αλλ' εκείνος απέτρεψεν αυτόν, ειπών ότι ο αποχωρισμός ως εκ της εις ξένας χώρας μεταθέσεως ήτο αναπόφευκτος. Συνεστήθη όμως πατρικώς υπ' αυτού προς τον νέον αρχηγόν κόμητα Βαρκλαί Δετολλύ ενώπιον πάντων των αξιωματικών του Επιτελείου ως νέος ευφυής και δραστήριος, κατά πάντα δυνάμενος να υπηρετήση ευδοκίμως παρ' αυτώ. Εν τούτοις ο Καποδίστριας κεκμηκώς εκ των καμάτων της εκστρατείας του 1812, καθ' ήν επεδείξατο ζήλον εν τη υπηρεσία ανυπέρβλητον, ακολουθών τω στρατώ ως άλλος πιστός στρατιώτης, ασθενήσας παρέμεινεν εν Βρόνβεργ νοσηλευόμενος. Ευτυχώς εν βραχεί ανακτησάμενος την κλονηθείσαν προς στιγμήν υγείαν, μετέβη εις Σέφφενβουργ έδραν του στρατοπέδου του Βαρκλαί Δετολλύ, όστις εδέξατο αυτόν ευμενώς και ανέθηκεν αυτώ την ήν και παρά τω Τσιτσακώφ εξετέλει υπηρεσίαν.
Εντεύθεν η τύχη του Καποδιστρίου μεταβάλλεται επί τα κρείττω. Η διπλωματική ικανότης, ήν επεδείξατο πρότερόν τε διατηρών την πολιτικήν αλληλογραφίαν μεταξύ Βιέννης, Κωνσταντινουπόλεως, Σερβίας και των ανωτάτων συμβουλίων των Παραδουναβίων ηγεμονιών, και νυν εν τη μετά του Βαρκλαί Δετολλύ αποστολή, διήγειρε την προσοχήν του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, όστις αμείβων τας υπηρεσίας του Καποδιστρίου ωνόμασεν αυτόν πραγματικόν σύμβουλον της Επικρατείας και εξέφρασεν αυτώ την υψηλήν ευαρέσκειαν αυτού.
Νυν μάλιστα, ότε ο Δετολλύ μετέβη εις την επί του Μάιν Φραγκφούρτην, εδόθη ευκαιρία εις το κατόπιν ευρύ στάδιον του Έλληνος διπλωμάτου. Μετά την κατά του Ναπολέοντος, ούτινος τας στρατιάς διεσκόρπισαν οι ηνωμένοι στρατοί, πάλην, ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος αφικόμενος εις Φραγκφούρτην έπηξεν αυτόθι το στρατόπεδον. Εντεύθεν εξεδόθη τη 30η Νοεμβρίου 1813 η περιβόητος προκήρυξις προς το Γαλλικόν έθνος, δι' ής οι Γάλλοι προσεκαλούντο να χωρίσωσι τα εαυτών συμφέροντα των του Ναπολέοντος. Ο Βαρκλαί Δετολλύ αφίκετο ίνα συγχαρή τω κυρίω αυτού επί ταις νίκαις, ότε μεταξύ ομιλών ο αυτοκράτωρ εξέφρασε την επιθυμίαν να έχη διπλωμάτην τινά πεπειραμένον και ικανόν δυνάμενον να διαπραγματευθεί μετά των ελβετικών τοπαρχιών και να αποσπάση αυτάς της μετά του Ναπολέοντος συμπράξεως.
Ο στρατηγός αντί παντός άλλου συνέστησε τω αυτοκράτορι τον ημέτερον Καποδίστριαν, όστις, καθά αυτός τε έγνω και κατά τας συστάσεις του ναυάρχου Τσιτσακώφ, ήτο δραστηριώτατος και εν τη επιτελέσει των δυσχερεστάτων διπλωματικών αποστολών. Ο αυτοκράτωρ ακούσας ταύτα και εκ φήμης γινώσκων τον Έλληνα διπλωμάτην, εδέξατο την σύστασιν επειπών: «Καλώς, αποστείλατε αυτόν παρ' εμοί, διότι θέλω να γνωρίσω αυτόν και προσωπικώς»18.
Ο στρατηγός ανήγγειλε τω Καποδιστρία την επιθυμίαν του αυτοκράτορος, ο δε επί τη απροσδοκήτω ταύτη διαταγή σπεύσας παρουσιάσθη προς τον Αλέξανδρον ευσεβάστως. Ο Τσάρος εκπλαγείς επί ταις μεγίσταις αρεταίς του διευθυντού της πολιτικής αλληλογραφίας του κόμητος Δετολλύ, συνεπάθησε προς τον Καποδίστριαν, όν διέταξε να εξακολουθήση την υπηρεσίαν εν τω ιδίω γενικώ στρατοπέδω, παρά τω άρτι τον Ρωμαντσώφ διαδεξαμένω υπουργώ των Εξωτερικών κόμητι Νέσσελροδ. Ο Καποδίστριας και εν τη νέα ταύτη θέσει δεν εφάνη κατώτερος των του Αυτοκράτορος προσδοκιών· τουναντίον μάλιστα επεδείξατο ικανότητα διπλωματικήν τοιαύτην, ώστε πασών των εις αυτόν ανατεθεισών ακανθωδών υποθέσεων την λύσιν διεξήγεν υπέρ του υψηλού κυρίου αυτού. Ούτως, ότε βραδύτερον τω 1814 η ειρήνη αποκατέστη εν απάση σχεδόν τη Ευρώπη, ο Τσάρος ωνόμασε τον Καποδίστριαν έκτακτον απεσταλμένον και πληρεξούσιον υπουργόν παρά τη Ελβετική ομοσπονδία μετά της λεπτής αποστολής να συμφιλιώση προς άλληλα τα από του 1803 διεστώτα κόμματα εν Ελβετία, τη χώρα ταύτη της κατ' εξοχήν ελευθερίας. Ο Καποδίστριας διέγραψε το σχέδιον των μελλουσών ενεργειών και υποβαλών αυτό τω Τσάρω, έσχε το ευτύχημα να εγκρίνη αυτό ολοσχερώς ο υψηλός αυτού κύριος. Ο Έλλην διπλωμάτης ανεχώρησεν εις Ελβετίαν. Φθας εις Ζυρίχην επελήφθη της ακανθώθους αποστολής αυτού, έχων συνεργάτην τον ιππότην Λεβζέλτερν. Τοσούτον δε ευφυώς ενήργησεν, ώστε κατέστησε δυνατήν την ουδετερότητα της Ελβετίας, αλλ' αίφνης ο συνεργάτης αυτού λαμβάνει διαταγάς να ζητήσωσι παρά της ομοσπονδίας άδειαν ελευθέρας διαβάσεως των συμμαχικών στρατευμάτων. Η είδησις αύτη κατεθορύβησε τον Καποδίστριαν φωρώμενον ούτω ψευδόμενον, αλλ' εν τη πολιτική αυτού περινοία, παρά την διαταγήν του αυτοκράτορος, υπέγραψε την διακοίνωσιν του Λεβζέλτερν και ευθύς ανεχώρησε μεταβαίνων εις το στρατόπεδον του Τσάρου. Μετ' ου πολύ τα αυστριακά στρατεύματα διήλθον τον Ρήνον, ο δε Καποδίστριας παρέστη προς τον αυτοκράτορα ως ένοχος παραβάσεως μεν του γράμματος, ουχί όμως και του πνεύματος των οδηγιών αυτού. Ως εκ τούτου δε, εγκριθέντος του ευστόχου και αξιοπρεπούς της διαγωγής του Έλληνος διπλωμάτου, απεστάλη και αύθις εις Ελβετίαν, ένθα μετά τοσαύτης επιτυχίας διεξήγαγε τα της διπλωματικωτάτης αποστολής, ώστε εφείλκυσε την γενικήν των Ελβετών ευγνωμοσύνην, δύο δε ή κατ' άλλους τρεις εκ των ομοσπόνδων πόλεων η Γενεύη, η Βω και η Λωζάνη, ίνα την προς αυτόν ευγνωμοσύνην διατρανώσωσιν, έδωκαν αυτώ τω 1815 δικαίωμα πολίτου της Ελβετίας διά του εξής διπλώματος:
«Τω προσφιλεστάτω και τετιμημένω συμπολίτη, πιστώ συμβούλω του μεγάλου Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, τω τιμώντι την απελευθερωθείσαν Επτάνησον, τω ευγενεί απογόνω των Φαιάκων, τω υπό της Αθηνάς εμπνευσθέντι το ευ πράττειν και την σοφίαν, απονέμομεν το δίπλωμα τούτο, εις μνήμην της νέας αυτού πατρίδος»19.
Περαιώσας την εν Ελβετία αποστολήν αυτού ο Καποδίστριας ανεκλήθη υπό του Τσάρου, όπως λάβη μέρος εν ταις συνεδρίαις του εν Βιέννη συγκληθέντος συνεδρίου. Έκτοτε δε το όνομα του περιφανούς Έλληνος διπλωμάτου Καποδιστρίου πασίγνωστον καταστάν ανά τον ευρωπαϊκόν κόσμον συνδέεται μετά της ιστορίας των από της εποχής ταύτης μέχρι του θανάτου αυτού συνυπογραφεισών συμβάσεων και συνθηκών των διαφόρων κρατών της Αγίας Συμμαχίας των αφορωσών την ευρωπαϊκήν ισορροπίαν. Το εν Βιέννη Συνέδριον συνεκλήθη. Τα βλέμματα της Ευρώπης ήσαν προσηλωμένα εις την μεγαλοπρεπή ταύτην σύνοδον, ήτις ήρξατο των συνεδριών αυτής την 1 Νοεμβρίου 1814 και επελάβετο του δυσχερούς έργου της ρυθμίσεως των επί εικοσιπενταετίαν όλην διαταραχθέντων πραγμάτων της Ευρώπης. Η τύχη πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων προύκειτο να ορισθή· αι αξιώσεις, ευχαί και ελπίδες των εθνών και ηγεμόνων, ιδίως των στερηθέντων της κυριαρχικής εξουσίας αυτών, οίτινες ουδεμίαν έλαβον αποζημίωσιν να πληρωθώσι, να διαταχθώσι τα προς θεραπείαν των ανεωγμένων πληγών· να τεθώσι βάσεις εις κρείττονα και μάλλον προς τον χρόνον ανάλογα πολιτεύματα και να συσφιγχθώσι στενώτερον και επωφελέστερον οι μεταξύ αρχόντων και αρχομένων και οι μεταξύ διαφόρων εθνών δεσμοί. Εις λύσιν λοιπόν τοιούτων δυσκόλων προβλημάτων συνήλθον εν Βιέννη οι αυτοκράτορες της Ρωσίας και Αυστρίας, οι βασιλείς της Πρωσσίας, Δανίας, Βαυαρίας και Βυρτεμβέργης και πλήθος υποδεεστέρων ηγεμόνων, πλείους των οποίων ουδέποτε άλλοτε είδον επί ταυτώ συνηγμένους· συν τούτοις δε και οι πρωτεύοντες πολιτικοί άνδρες της Ευρώπης, εν οίς διέπρεπον ο πρίγκηψ Μέττερνιχ, ο Γάλλος Ταλλεϋράνδ, ο Ρώσος Νέσσελροδ, ο πρίγκηψ Ραζουμόφσκη μετά των συμβοηθών αυτού κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου και του Άρδενμπεργ, ο Πρώσσος Αλέξανδρος Ούμβολδ, ο Άγγλος δουξ Ουέλλιγκτων, ο Δανός Βερνστόρφ, ο Βάγερν, ο Βαυαρός στρατηγός Βρεδ, ο κόμης Μύνστερ και άλλοι. Αι μυστικαί διαπραγματεύσεις περιεπλάκησαν τα μέγιστα και αι δυσκολίαι συνεσωρεύθησαν ότε, προκειμένου να συμφωνήσωσι περί των πρώτων βάσεων του νέου πολιτικού οικοδομήματος, ήρξαντο να επικρατώσιν εν τη συνόδω φιλαυτία, πλεονεξία και διαφωνία. Η επήρεια του Ταλλεϋράνδ εντός αυτής ην τα μάλιστα ολεθρία. Καθ' υπαγόρευσιν αυτού το κυριώτερον υποκείμενον των έργων και σκέψεων αυτής εγένετο ουχί η ελευθερία και η παραγωγή της ευδαιμονίας των εθνών, αλλ' η αποκατάστασις και το απεριόριστον των ηγεμονικών οίκων, κατά την υπ' αυτού επινοηθείσαν αρχήν της νομιμότητος. Αι διαπραγματεύσεις προέβαινον βραδέως και απεφασίσθη μόνον η αποζημίωσις της Αυστρίας, η αποκατάστασις του βασιλείου των Κάτω Χωρών, υπό την αραυσικήν δυναστείαν, η αύξησις της Σαρδηνίας διά της Γενούης, η προαγωγή του Αννοβέρου εις βασίλειον και η αναγνώρισις της Κρακοβίας ως ελευθέρας πόλεως. Τας μεγίστας δε δυσκολίας απετέλουν αι απαιτήσεις της Πρωσσίας και της Ρωσίας των κυριωτέρων προμάχων της ελευθερίας της Ευρώπης, εξ ών εκείνη μεν εζήτει την Σαξωνίαν, αύτη δε την Πολωνίαν.
Εν τω συνεδρίω τούτω κατεδείχθησαν όντως άπασαι αι διπλωματικαί αρεταί του ημετέρου Καποδιστρίου. Ούτος ζητών να φανή άξιος της εμπιστοσύνης του Τσάρου, ουδαμώς επαύσατο προσέχων τον νουν εις τα υπό της πολιτικής του Μέττερνιχ τεκταινόμενα, εναντίον των οποίων αντεπεξήρχετο επιτηδειότατα· ουδ' επί στιγμήν έλειψε να συνηγορή υπέρ των υποθέσεων της Ελβετίας μετά του ενδόξου βαρώνου Στάιν και των άλλων της Γερμανίας πρέσβεων. Τοσαύτην δ' επεδείξατο ευφυίαν εν τη περιστάσει ταύτη, ώστε υπέδειξε τω συνεδρίω την ανάγκην, όπως αι διάφοροι συνθήκαι επικυρώνται ευθύς αμέσως μετά την αποδοχήν των βάσεων των συμφωνιών και να μη μένωσιν ανεπικύρωτοι μέχρι της αποπερατώσεως του συνεδρίου, ότε έμελλον πάσαι αι πράξεις να επικυρώνται. Την πρότασιν ταύτην του Έλληνος διπλωμάτου τινές μεν αντέκρουσαν, αλλ' οι ηγεμόνες· απεδέξαντο αυτήν, χάρις δε τω Καποδιστρία, ότε ο Ναπολέων φυγών εκ της νήσου Έλβας απεβιβάζετο εις τον κόλπον Ζουάν παρά τας Κάννας (1η Μαρτίου 1815), αι κυριώτεραι συνθήκαι του συνεδρίου της Βιέννης ευρέθησαν επικεκυρωμέναι.
Μεταξύ των πολλών, ως είδομεν ανωτέρω, ζητημάτων, άτινα απησχόλησαν την προσοχήν του Βιενναίου συνεδρίου, ήν και το Επτανησιακόν Ζήτημα, όπερ κατ' εξοχήν ενδιέφερε και τον Έλληνα, Κερκυραίον διπλωμάτην Καποδίστριαν.
Η Ιόνιος Γερουσία εν εγγράφω αυτής προς αυτόν αποσταλέντι τη 9)21 Μαΐου 1814 έλεγε τάδε:
«Η Αγγλία επιτεθείσα κατέλαβέ τινας των νήσων· αλλ' οιαδήποτε υπήρξεν η τυχαία των συμβάντων επήρεια, η Γερουσία δεν έπαυσε θεωρούσα τας διαφόρους ταύτας της χώρας κατοχάς ως απλώς στρατιωτικάς, επιβληθείσας υπό των περιστάσεων και υπ' ουδεμίαν έποψιν διαφερούσας των ταυτοχρόνως εις τα άλλα της Ευρώπης μέρη ληφθέντων προσωρινών μέτρων. Η Γερουσία έσχε πάντοτε την πεποίθησιν, ότι μετά το τέλος του πολέμου, η χώρα αυτής ήθελε κενωθή και αποδοθή, ως αι των άλλων εθνών.«Μετά τα εν Γαλλία συμβάντα, καθ' ήν στιγμήν πρόκειται να συγκροτηθή γενική σύνοδος, ίνα συζητήση και διαρρυθμίση τα συμφέροντα της Ευρώπης απάσης, και ίνα προσδιορίση τας βάσεις μονίμου ειρήνης, η Γερουσία, εν ονόματι του επτανησιακού έθνους, διακηρύττει ενώπιον των συμμάχων δυνάμεων, ότι ο μόνος σκοπός αυτού είναι:«α' Να αναγνωρισθή επισήμως η Δημοκρατία της Επτανήσου ανεξάρτητος και ελευθέρα πάσης οιασδήποτε υποτελείας.«β' Να ενωθώσι και συσσωματωθώσι μετά της Δημοκρατίας αι άλλοτε Ενετικαί πόλεις Πρέβεζα, Πάργα και Βόνιτσα, προς δε η περιφέρεια Βουθρωτού, συν τοις επί της τουρκικής ηπείρου εξαρτήμασιν αυτών.«Είναι αντάξιον της δικαιοσύνης και της γενναιότητος των Ευρωπαϊκών δυνάμεων να διατηρήσωσι την πολιτικήν ύπαρξιν λαού εξησθενημένου μεν εκ των περιπετειών, ών εγένετο έρμαιον, αλλ' ουδόλως την καταγωγήν αυτού διαψεύδοντος».
Ο Καποδίστριας παρουσίασε το υπόμνημα τούτο προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον, ικετευόμενον υπό των Ιονίων να υποστηρίξη την υπόθεσιν αυτών παρά τοις άλλοις μονάρχαις.
Η θέσις όμως και τα σχέδια του ηγεμόνος τούτου δεν ήσαν πλέον, τω 1814, οποία κατά το 1805 και 1806. Ο πόλεμος του 1812, η φοβερά πάλη εν ή τέλος κατέβαλε την ισχύν του Ναπολέοντος, είχεν εξαντλήσει τας δυνάμεις της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Δεν διελογίζετο πλέον να εξεγείρη τους Έλληνας και να εφορμήση κατά της Τουρκίας· όθεν η προστασία των Ιονίων νήσων ήτο του λοιπού αδιάφορος διά την πολιτικήν αυτού. Αφ' ετέρου δε οι πόθοι αυτού διηυθύνοντο αλλαχού. Εγλίχετο της Πολωνίας, και ίνα απολαύση αυτής, ήτο έτοιμος να ποιήση απείρους παραχωρήσεις προς την Αυστρίαν και την Αγγλίαν.
Η απαίτησις των Ιονίων λοιπόν έφθανεν εν στιγμαίς αντιξόοις, η δε παρ' αυτών ζητουμένη υποστήριξις δεν έμελλε να δοθή κατεσπευσμένως. Ο Καποδίστριας προσεπάθησε, διά της παρ' αυτού προς την Γερουσίαν Κερκύρας δοθείσης απαντήσεως, να υποκρύψη όσον οίον τε την ψυχρότητα του κυρίου αυτού γράψας αυτή: «Εάν υπάρχη τι δυνάμενον να γλυκάνη την τύχην του μακράν της πατρίδος του ζώντος, είναι βεβαίως η ευτυχία του εργάζεσθαι δι' αυτήν, και η ελπίς του ν' αξιωθή της επιδοκιμασίας αυτής· τα αισθήματα ταύτα, κύριοι, μετά της υπάρξεώς μου συνταυτιζόμενα, με συνετήρησαν και με συντηρούσιν αφ' ής ημέρας διάγω μακράν υμών. Εκρίνατε πρέπον να τιμήσητε αυτά, αναθέντες μοι διά των γραμμάτων υμών τα συμφέροντα της πατρίδος. Η προς υμάς ευγνωμοσύνη μου εξισούται προς τον ζήλον και την αφοσίωσίν μου υπέρ της τιμής της γενετείρας ημών γης, μεθ' ής συνδέονται αι προσφιλέστεραι αναμνήσεις μου, αι γλυκύτεραι των ελπίδων μου και τα ιερώτερα καθήκοντά μου. Ο μεγάθυμος Ηγεμών, όστις ηυδόκησε να με έχη υπό την εύνοιαν αυτού, εκορύφωσε τας ευεργεσίας, επιτρέψας μοι να εκπληρώσω τας διαταγάς υμών και να γίνω συγχρόνως παρά τοις συμμάχοις Αυτού το όργανον της ευμενείας, εν η Αυτοκρατορική Αυτού Μεγαλειότης εις την ημετέραν πατρίδα επεδαψίλευσεν».
Αλλ' η Αγγλία είχεν εξ ολοκλήρου ρίψει το προσωπείον· δεν ωμίλει πλέον περί της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των Ιονίων νήσων. Ως επιχείρημα δε έχουσα την εν Τίλσιτ συνθήκην, ήτις κατήργησε την Δημοκρατίαν, ηξίου την άνευ όρων κατοχήν της χώρας αυτής, τίτλω κατακτήσεως20. Ήρξαντο διαπραγματεύσεις· διακοινώσεις, πρωτόκολλα και σχέδια συνθηκών αντηλλάγησαν. Αλλ' η εν Βιέννη συνθήκη αφήκεν άλυτον το ζήτημα των Ιονίων νήσων· πριν ή όμως η σύνοδος διαλυθή, τη 30 Μαΐου 1815, οι πληρεξούσιοι της Ρωσίας προύτειναν:
«Αι Ιόνιοι νήσοι και τα εν τω θαλάσση και επί της αντικρύ ηπείρου εξαρτήματα αυτών, οία η Πάργα και αι λοιπαί περιφέρειαι, να εγκατασταθώσιν εκ νέου κράτος ελεύθερον υπό την επωνυμίαν Δημοκρατία της Επτανήσου· επειδή δε, αφ' ενός μεν τα όπλα της Αυτού Μεγαλ. ηλευθέρωσαν έξ των νήσων, αφ' ετέρου δε συνεπεία της εν Παρισίοις συνθήκης η Κέρκυρα (η πρωτίστη νήσος) απεσπάσθη ωσαύτως της γαλλικής δεσποτείας, αι συνυπογράψασαι την εν Σιωμόν συνθήκην δυνάμεις, τουτέστιν η Μεγάλη Βρεττανία, η Αυστρία, η Ρωσία και η Πρωσσία, να επιφυλάξωσιν εαυταίς το δικαίωμα του να αποδεχθώσιν εκ συμφώνου, μετά τον παρόντα πόλεμον, τα καταλληλότερα μέτρα όπως εξασφαλισθή η εσωτερική ησυχία της ειρημένης δημοκρατίας, προστατευθή δε και εγγυηθή η ελευθερία και η ανεξαρτησία αυτής».
Αλλ' εις το σχέδιον τούτο των Ρώσων πληρεξουσίων η Αυστρία αντέταξε νέαν αξίωσιν, υποστηριζομένην και υπό της Αγγλίας. Κατ' αυτήν, αι Ιόνιοι Νήσοι μετά των εξαρτημάτων αυτών, Βουθρωτού, Πάργας, Πρεβέζης και Βονίτσης, αποτελέσασαι μέρος της Ενετικής Επικρατείας, δεν ηδύναντο ν' ανήκωσιν άλλω τινί ειμή τω διαδεξαμένω τα της Ενετικής Δημοκρατίας δικαιώματα, ήγουν τω Αυτοκράτορι της Αυστρίας Φραγκίσκω. Ώφειλον επομένως να τεθώσιν υπό την προστασίαν αυτού. Ο Αυτοκράτωρ, άλλως τε, υπεχρεούτο να διατηρήση τας ελευθερίας και τους νόμους του τόπου, ονομαστί δε την ελευθερίαν της θρησκευτικής λατρείας και του εμπορίου, εις ήν υπήρχον κατάστασιν κατά τας εν Επτανήσω ισχυούσας θεσμοθεσίας. Τέλος, προσέθετον οι Αυστριακοί πληρεξούσιοι, ότι ως προς τα ληφθησόμενα μέτρα διά την εκπλήρωσιν των υπό της αγγλικής κυβερνήσεως δοθεισών υποσχέσεων, ο Αυτοκράτωρ ήθελε σπεύσει να συνεννοηθή εν προκειμένω μετά του Βασιλέως της Μεγάλης Βρεττανίας. Αλλ' η αξίωσις αύτη της Αυστρίας ήτο πάντη ανυπόστατος· διότι η τε σύμβασις της Κωνσταντινουπόλεως (21 Μαρτίου 1800) και αι εν Αμβιανώ και Τίλσιτ συνθήκαι είχον προ πολλού αποχωρίσει τας Ιονίους νήσους των άλλων Ενετικών κτήσεων. Η Αυστρία όμως έχουσα το πλεονέκτημα να επιφέρη την περί απαραδέκτου ένστασιν κατά των προτάσεων της Ρωσίας, υπεστηρίχθη προθύμως υπό της Αγγλίας. Πλην, μετά μικρόν, η αυστριακή πρότασις ετέθη εκτός συζητήσεως, η δε Αγγλία υποστηριζομένη υπό της Αυστρίας ήγειρε τας αληθείς αυτής αξιώσεις.
Εν τούτοις, έφθασεν εις Βιέννην υπόμνημα, αγνώστου εισέτι πηγής, απόρροια πιθανώς των εν ταις νήσοις ευαρίθμων φίλων της αγγλικής δεσποτείας, διά του οποίου εξεφράζετο: «εν ονόματι του όλου Ιονίου λαού», ο πόθος του διαμείναι υπό την προστασίαν της Αγγλίας. Τοσαύτην δε πίστιν έδωκεν εις αυτό η Σύνοδος, ώστε οι Ρώσοι πληρεξούσιοι επί τέλους εδήλωσαν «ό,τι ο Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος, κύριον σκοπόν προθέμενος να πράξη υπέρ των Ιονίων ό,τι εις την νησιωτικήν αυτών θέσιν ήτο μάλλον ωφέλιμον και αρμόδιον, ενόμιζεν ότι ώφειλε να υποστηρίξη την παρ' αυτών εκδηλωθείσαν ευχήν του διαμείναι υπό την αγγλικήν προστασίαν».
Της δηλώσεως ταύτης γενομένης τη εσπέρα της 4 Ιουνίου 1815, εν τη τελευταία της Συνόδου συνεδριάσει, συνεφωνήθη να αναβληθή πάσα οριστική απόφασις μέχρι της προσεχούς συνελεύσεως των πληρεξουσίων εν Παρισίοις.
Επαναληφθεισών τέλος των διαπραγματεύσεων κατ' Αύγουστον 1815, μετά την μάχην του Βαρτελώ και την δευτέραν εις Γαλλίαν είσοδον των συμμάχων, η αμοιβαία θέσις των διαφόρων δυνάμεων δεν ήτο πλέον η αυτή. Ένεκα της επιτυχίας των αγγλικών όπλων οι αντιπρόσωποι της βρεταννικής κυβερνήσεως υπερίσχυον εν ταις συζητήσεσιν. Ήλλαξαν τόνον, και ηύξησαν απαιτήσεις αυτών. Τη δε 4 Αυγούστου, οι Άγγλοι προύτειναν τοις πληρεξουσίοις των άλλων δυνάμεων το εξής σχέδιον συνθήκης:
«Αι νήσοι της Κερκύρας, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Παξών, Λευκάδος, Ιθάκης και Κυθήρων, μετά των εξαρτημάτων αυτών, συμπεριλαμβανομένων όλων των, είτε επί της ηπείρου, είτε αλλαχού, όπως δήποτε εις τας νήσους ταύτας ανηκόντων τόπων, θέλουσι κατέχεσθαι και κρατείσθαι διά παντός υπό της Αυτού Βρεττανικής Μεγαλειότητος και υπό των κληρονόμων και διαδόχων αυτής, οίτινες θέλουσιν εκ αυτών εξασκεί πλήρη και απεριόριστον κυριαρχίαν. Η Αυτού Βρεττανική Μεγαλειότης, εκ συμφώνου μετά των προκρίτων των νήσων τούτων και των άνω μνησθέντων εξαρτημάτων αυτών, υπόσχεται να εγκαθιδρύση πολίτευμα εγγυώμενον τοις λαοίς τούτοις την ελευθέραν εξάσκησιν της θρησκείας αυτών, την προσήκουσαν αστικήν ελευθερίαν και το ακώλυτον του εμπορίου. Επειδή δε όλα τα προς κυβέρνησιν των ειρημένων νήσων και των εξαρτημάτων αυτών έξοδα και τα προς συντήρησιν της προσδιορισθησομένης να προστατεύη αυτάς φρουράς θέλουν είσθαι εις βάρος των κατοίκων, η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και της Ιρλανδίας υπόσχεται να παραχωρήση τοις μνησθείσι κατοίκοις τα αυτά εμπορικά προνόμια, άτινα απολαύουσι και οι λοιποί της Αυτού Μεγαλειότητος υπήκοοι, επιφυλαττόμενος να εκδώση προς το τέλος τούτο, και εφ' όσον η ανάγκη το απαιτήση, κανονισμούς ικανούς να συναρμολογήσωσι την θέσιν και τα προνόμια αυτών προς τους νόμους της βρεττανικής Αυτοκρατορίας.»
Η αξίωσις αύτη ήτο υπέρογκος, οι δε πληρεξούσιοι της Ρωσίας, εν οίς και ο ημέτερος Καποδίστριας, ηρνήθησαν να αποδεχθώσιν αυτήν. Η αποποίησις αυτών, άλλως τε, δεν ηρείδετο επί των δικαίων και των ευχών του Ιονίου λαού, αλλά μόνον επί πολιτικών λόγων της ευρωπαϊκής ισορροπίας, επί του φόβου του να παραδώσωσι την Κέρκυραν αποκλειστικώς εις τας χείρας των Άγγλων. Αντέταξαν δε τάδε: «Αν ήναι αδιαφιλονείκητον, έλεγον, ότι έξ των Ιονίων νήσων κατελήφθησαν υπό μόνων των αγγλικών όπλων, τουλάχιστον καθ' όσον αφορά την νήσον Κέρκυραν, είναι βέβαιον ότι, κατά τους όρους των εν Παρισίοις και εν Σιωμόν συνομολογηθεισών συνθηκών του 1814, αύτη ώφειλε να παραδοθή εις τας συμμάχους δυνάμεις συλλήβδην. Άρα, η Κέρκυρα, υπό την στρατιωτικήν και πολιτικήν έποψιν είναι μία των φοβερωτέρων θέσεων της Ευρώπης· εθεωρήθη δε πάντοτε ως το προπύργιον τον Αδριατικού πελάγους, και η πρωτεύουσα των Ιονίων νήσων».
Συνεπεία της διακοινώσεως ταύτης, οι Ρώσοι πληρεξούσιοι συντάξαντες σχέδιον συνθήκης, επέδοσαν αυτό τοις πράκτορσι των άλλων κυβερνήσεων (8 Σεπτεμβρίου) Δι' αυτού αι Ιόνιοι νήσοι εκηρύττοντο «ελεύθεραι και ανεξάρτητοι» υπό την προστασίαν της Αγγλίας. Η εσωτερική κυβέρνησις και διαχείρισις των νήσων απεδίδετο εις το Ιόνιον έθνος· η δε προστάτις δύναμις, αντιπροσωπευομένη υπό πληρεξουσίου υπουργού, ώφειλε μόνον, επί τα πρώτα δέκα έτη, να επαγρυπνή εκ του πλησίον επί των εσωτερικών της Επτανήσου υποθέσεων, να φροντίση δε όπως διά της αμέσου αυτού επιρροής διοργανωθεί η μηχανή της νέας κυβερνήσεως. Επί τέλους το υπό της Ρωσίας προταθέν σχέδιον υπερίσχυσεν. Εχρησίμευσε δε ως βάσις της από 9 Νοεμβρίου 1815 εν Παρισίοις υπογραφείσης συνθήκης, δι' ής ερρυθμίσθη οριστικώς η τύχη των Ιονίων.
Εν τη Συνθήκη ταύτη εκηρύττετο μεν η Επτάνησος «Κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον», αλλά την ανεξαρτησίαν αυτής εκόλαζον άρθρα τινά καθιερώσαντα τον θεσμόν εκείνον τον και εν τω Συντάγματι του έτους 1806 εισαχθέντα, τουτέστι την επέμβασιν της προστάτιδος Δυνάμεως εν τω σχηματισμώ του Συντάγματος και της Νομοθεσίας, δικαιουμένης επίσης να επαγρυπνή επί της γενικής εσωτερικής διοικήσεως του Κράτους και να διορίζη τον Πρόεδρον. Ωσαύτως δε η Συνθήκη εκείνη διελάμβανεν ότι «η στρατιωτική δύναμις του Ηνωμένου Κράτους έσται και αύτη υπό τας διαταγάς του αρχηγού του αγγλικού στρατού». Οι τοιούτοι θεσμοί, εννοείται ότι απήρεσκον τοις πλείστοις των Επτανησίων και την γνώμην ταύτην της πλειονότητας συνεμερίζετο και ο υπογράψας την συνθήκην Καποδίστριας, όστις μετά ενδεκαετή εκ της πατρίδος αυτού απουσίαν επανελθών εις Κέρκυραν τη 10 Ιουνίου 1819 προς επίσκεψιν του γέροντος πατρός και των συγγενών, παρετήρησεν εκ του πλησίον ότι το δοθέν παρά της Αγγλίας Σύνταγμα εβασίζετο επί εσφαλμένης ερμηνείας της Συνθήκης, δι' ό απέστειλε προς το αγγλικόν υπουργείον υπόμνημα υποστηριχθέν και παρά του ρωσικού υπουργείου περί της ορθής ερμηνείας της Συνθήκης· αλλ' ο Άγγλος αρμοστής Μαίτλανδ, υπερήσπισεν εαυτόν και τα της συνθήκης ενώπιον υπουργού, διά του εις Λονδίνον σταλέντος επιτρόπου αυτού Ιωάννου Καπάδοκα. Του αρμοστού Μαίτλανδ δικαιωθέντος, το τερατώδες εκείνο Σύνταγμα ίσχυσεν εν Επτανήσω, ως είχε, μέχρι του 1849.
Η εν Παρισίοις υπογραφείσα τω 20 Νοεμβρίου 1815 Συνθήκη, εν ή περιελαμβάνοντο πάσαι αι επανορθωτικαί συνομολογήσεις, είναι κατ' εξοχήν έργον του ημετέρου διπλωμάτου Καποδιστρίου, επιδείξαντος εν τη περιστάσει ταύτη ακάματον όντως καρτερίαν και σπανίαν περίνοιαν, δι' άς ο Τσάρος διώρισεν αυτόν γραμματέα της Επικρατείας. Επειδή δε ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος είχε πλέον πίστιν εις τας πολιτικάς συνθήκας και αυτάς τας διπλωματικώτατα συνωμολογημένας, απεφάσισε να ιδρύση την επικληθείσαν ιεράν συμμαχίαν. Και όντως οι της Ευρώπης βασιλείς, οίτινες κατά τον κατά του Ναπολέοντος πόλεμον εξείχον των άλλων, ως ο Αλέξανδρος της Ρωσίας, ο Φραγκίσκος της Αυστρίας και ο Γουλιέλμος της Πρωσσίας, εννοήσαντες, μετά την καταπολέμησιν της πολλών κακών αιτίας επαναστάσεως, ότι υψηλοτέρα τις δύναμις προΐστατο αυτών παρήγορος και αρωγός, και εκ της επιγνώσεως ταύτης εμπνεόμενοι και συγχρόνως χάριτας προς τον Ύψιστον οφείλοντες, διενοήθησαν, κατ' εισήγησιν ιδίως του υπό την οδηγίαν της θρησκομανούς κυρίας Κρύδενερ21 διατελούντος Αλεξάνδρου, την μεγαλουργόν γνώμην της συστάσεως ευρωπαϊκού δεσμού, έχοντος ως βάσιν ουχί την άστατον ανθρωπίνην πολιτικήν, αλλά την εξ ουρανού, την στηριζομένην επί της χριστιανικής θρησκείας. Της συμμαχίας ταύτης τους όρους εσχεδίασεν, ως λέγεται, ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος διά μολυβδίδος ιδία χειρί, βραδύτερον δε ο Καποδίστριας κατέστρωσεν αυτήν πανομοιοτύπως, εξέφρασεν όμως απαισιοδοξίαν τινά περί της επιτυχίας αυτής. Εντεύθεν η συμμαχία αύτη κλεισθείσα τη 26 Σεπτεμβρίου του 1815 ωνομάσθη ιερά συμμαχία. Μετέσχον δε ταύτης Ρωσία, Αυστρία και Πρωσσία, απέσχον δε Αγγλία, Βόρειος Αμερική, Γαλλία και Παπικόν Κράτος. Και η μεν Αγγλία και Αμερική απέσχον, διότι εν αύτη διέβλεπον την αυταρχίαν, ξένην ούσαν του πολιτεύματος αυτών· η δε Γαλλία, διότι εκεί η βουλή ήν η πολιτεία και ουχί έν πρόσωπον· ο δε πάπας, διότι πλην εαυτού ουδείς άλλος ηδύνατο να η ο φύλαξ της θείας αληθείας· ουδείς άρα άλλος κατά τον πάπαν ηδύνατο να η αρχηγός επί της γης συμμαχίας ιεράς. Αλλ' η Γαλλία επί τέλους τω 1818 επί τη αποχωρήσει του συμμαχικού στρατού εκ Παρισίων μετέσχε της ιεράς συμμαχίας βουλήσει και ενεργεία του Λουδοβίκου του ΙΗ'. Ούτω δε απέσχον της ιεράς συμμαχίας μέχρι τέλους ο πάπας και η Αγγλία. Και οι μεν ηγεμόνες της συμμαχίας ταύτης εζήτουν υπό το πρόσχημα της ιερότητος την αμοιβαίαν κραταίωσιν των θρόνων αυτών τουναντίον δε οι λαοί ηβούλοντο ν' απολαύσωσιν ελευθεριών μειζόνων κατά της αυταρχίας των ηγεμόνων. Εντεύθεν κατά τους χρόνους τούτους προέκυψαν κατά το παράδειγμα του συνταγματικού της Αγγλίας πολιτεύματος διάφοροι φατρίαι ή τα κοινώς λεγόμενα κόμματα, τα μεν μάλλον αριστοκρατικά υπέρ εαυτών και των αρχόντων, τα δε δημοκρατικά υπέρ του λαού. Ανθρακείς δε (καρβονάροι), ριζοσπάσται, φιλελεύθεροι και οι τούτων αντίδοξοι συντηρητικοί, δουλόφρονες και ει τις τούτοις όμοιος, είναι διάφοροι φατρίαι προσκείμεναι αι μεν τοις αριστοκρατικοίς, αι δε τοις δημοκρατικοίς. Εκ των αγώνων δε των φατριών τούτων προς αλλήλας και ιδία των δημοκρατικών προς τους άρχοντας προήλθον αι πολιτικαί μεταβολαί αρξάμεναι αμέσως από της ιδρύσεως της ιεράς συμμαχίας· διότι οι λαοί εν τη συμμαχία ταύτη, ως είρηται, διέβλεπον την ροπήν των αρχόντων εις κραταίωσιν της εξουσίας αυτών επί βλάβη της ελευθερίας των αρχομένων. Συμπολίτευσις άρα υπέρ των αρχόντων και του καθεστώτος εν γένει και αντιπολίτευσις υπέρ του λαού και πάσης πολιτικής κινήσεως είναι η στρόφιγξ, περί ήν γοργότερον στρέφονται πάντες οι πολιτικοί αγώνες από της ιδρύσεως της ιεράς συμμαχίας. Ο σκοπός λοιπόν αυτής περί κοινής δήθεν συμπράξεως οικτρώς απέτυχεν, οι δε λαοί, έκαστος το επ' αυτόν, ανεπτύχθησαν πολιτικώς ως ηδύνατο έκαστος, ως η πατρίς ημών, η Ελλάς.
Αλλά μεθ' όλον τον θρίαμβον, όν ήρατο ο Καποδίστριας εν τε τω συνεδρίω της Βιέννης και τω δευτέρω συνεδρίω των Παρισίων, όστις δύναται να θεωρηθεί ο πρώτος πολιτικός θρίαμβος του ανδρός, δεν ηδύνατο να ησυχάση, αν δεν συνετέλει και υπέρ της ελληνικής της τε πνευματικής και πολιτικής παλιγγενεσίας, εφ' ώ και ενήργησε μεγάλως, ως λέγει ο Α. Σούτσος εν τη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (σελ. 12) παρά τη αγία Συμμαχία, όπως επέλθη αρωγός τη εν Αθήναις τω 1814 ιδρυθείση «Εταιρία των Φιλομούσων», ής σκοπός ην η ανά το ελληνικόν διάδοσις της παιδείας. Της εταιρίας ταύτης εγένετο και αυτός μέλος ένθερμον. Δεν είναι όμως ωρισμένως βέβαιον, αν εμυήθη και εις τα της εν έτει 1814 εν Οδησσώ ιδρυθείσης Φιλικής Εταιρίας· εάν όμως κρίνωμεν εκ του αδελφού αυτού Βιάρου, όστις κατά Φιλήμονα22 ήτο μεμυημένος, εκ του ότι έδρα της εταιρίας ην η Ρωσία και ότι ο Καποδίστριας κατήλθεν εις Κέρκυραν κατά τας αρχάς του 1819 ουχί μόνον χάριν της υγείας, δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι και ο Ιωάννης Καποδίστριας ην μεμυημένος εις τα των Φιλικών.
Όπως ποτ' αν η, ο Καποδίστριας μεγάλως συνετέλεσε, διά θέσεως ήν κατείχεν, εις την Ελληνικήν επανάστασιν, χάριν της οποίας, ως θέλομεν ιδεί, κατέλιπε και την εν Ρωσία υψίστην θέσιν αυτού.
Ο Έλλην διπλωμάτης μετά την εν Παρισίοις συνθήκην, των βασιλέων και των άλλων διπλωματών απελθόντων εις τα ίδια, διετάχθη υπό του Τσάρου να απέλθη εις Πετρούπολιν. Εις μάτην ηγωνίσθη να μεταπείση τον αυτοκράτορα, ότι ωφελιμώτερον ήθελεν υπηρετήσει την Ρωσίαν εν τω εξωτερικώ ή εν τω εσωτερικώ. Ο Αλέξανδρος επέμενε και ο Καποδίστριας ανεχώρησεν εις Πετρούπολιν. Μετά την των Παρισίων ειρήνην η Ρωσία είχε φθάσει εις το άκρον άωτον της ισχύος και της πολιτικής και διπλωματικής αυτής επί της Ευρώπης επιρροής, ο δε Καποδίστριας του πανισχύρου Τσάρου έχων την υψηλήν εύνοιαν διέτριβεν εν τη πρωτευούση της Ρωσίας ασχολούμενος εν τοις περί της ευρωπαϊκής ειρήνης σχεδίοις από κοινού μετά του υπουργού των Εξωτερικών κόμητος Νέσελροδ, ανδρός χρηστού και αβρόφρονος, μεγάλην ενδείξαντος εκτίμησιν των έργων του συνεργάτου αυτού Καποδιστρίου. Ο Έλλην διπλωμάτης εν τη μετριοφροσύνη αυτού έφερε τον τίτλον βοηθού ή υφυπουργού των Εξωτερικών. Αυτός μετά του Νέσελροδ είχον την πολιτικήν αλληλογραφίαν μεθ' όλων των ανακτοβουλίων του κόσμου· δις δε της εβδομάδος συνειργάζοντο μετά του Τσάρου, όστις ιδιαιτέραν τρέφων στοργήν προς τον Καποδίστριαν ενεπιστεύθη αυτώ και τας υποθέσεις της νέας κτήσεως της Ρωσίας, της Βεσσαραβίας, ήν κατέστησε χώραν ευνομουμένην, και της Πολωνίας. Ιδιαιτέρας δε μνείας αξία του Καποδιστρίου είναι η προς την Γαλλίαν ενδειχθείσα συμπάθεια, ενεργήσαντος όπως ελαττωθή ο εξ 150,000 ανδρών συμμαχικός στρατός της κατοχής της Γαλλίας, ήτις επεβαρύνετο ως εκ τούτου μεγάλως, σύναμα δε όπως μειωθώσιν αι υπό της Γαλλίας οφειλόμεναι αποζημιώσεις τη μικτή των συμμάχων δυνάμεων επιτροπή κατά 600,000,000 και πλέον. Βραδύτερον δε, ότε συνεκλήθη το εν Ακυϊσγράνω συνέδριον κατ' Οκτώβριον του 1818, θέλομεν ίδει ότι αυτός είπερ τις και άλλος ειργάσθη υπέρ της γνώμης, όπως τα συμμαχικά της κατοχής της Γαλλίας στρατεύματα αναχωρήσωσιν εκ του Γαλλικού εδάφους.
Τοιαύτη ήτο η ισχύς του Έλληνος διπλωμάτου και τοιαύτη η υψηλή θέσις, ήν κατέσχεν εν Ρωσία. Τούτο όμως δεν έβλεπον μετ' ευχαριστήσεως οι Ρώσοι και εφθόνουν τους Έλληνας ως παραγκωνίζοντας τους ιθαγενείς. Τον φυσικόν τούτον φθόνον φοβούμενος και ο Καποδίστριας απέστερξεν όπως και ο κατά το 1816 εις Πετρούπολιν μεταβάς αδελφός αυτού Βιάρος Καποδίστριας λάβη θέσιν τινά εν τη αυλή προσφερομένην υπό του αυτοκράτορος ειπών τω Βιάρω: «Αν συ αποφασίσης τούτο, εγώ αύριον δίδω την παραίτησίν μου, διότι, επιθυμώ να γίνωμεν ου μόνον ημείς οι δύο αδελφοί, αλλά και άπαντες οι εν Ρωσία Έλληνες αντικείμενον φθόνου εκ μέρους των Ρώσων, και απολέση ούτω το έθνος ημών έν άσυλον, πολλάκις εν ανάγκη χρησιμεύσαν αυτώ». Ο Βιάρος επείσθη και την επαύριον απήλθεν εσπευσμένως εκ Πετρουπόλεως. Πράγματι η Ρωσία αείποτε μεν παρέσχεν ικανήν φιλοξενίαν και προστασίαν τοις εις το Κράτος αυτής προσφεύγουσιν ομογενέσι, τινάς μάλιστα τούτων περιέθαλψε και ευηργέτησεν εξόχως. Μετά δε την αποκατάστασι του Καποδιστρίου εν Ρωσία η ευμενής διάθεσις της ομοδόξου ταύτης δυνάμεως, υπέρ των εις το κράτος αυτής καταφευγόντων Ελλήνων ηύξησε μεγάλως. Ιδιαιτέραν όμως ευμένειαν έδειξε κατά το 1818 τοις εν Μαριανουπόλει προ χρόνων εκρωσισθείσι σχεδόν ομογενέσιν, επιδαψιλεύσασα αυτοίς επικερδή τινα προνόμια. Οι Μαριανουπολίται, γινώσκοντες, ότι τα προνόμια ταύτα παρεχωρήθησαν τη συνηγορία του Καποδιστρίου, έπεμψαν προς αυτόν πρεσβείαν ίνα εκφράση μεν την ευγνωμοσύνην αυτών, προσφέρη δε σύναμα και ποσόν τι χρημάτων, ως υλικόν τεκμήριον ευγνωμοσύνης, αλλ' ο Καποδίστριας έμεινεν αμετάπειστος να δεχθεί το δώρον επιμενόντων δε των Μαριανουπολιτών και θεωρούντων τούτο ως προσβολήν, ο Καποδίστριας ηρώτησέ τινας της επιτροπής, αν ηννόουν την μητρικήν γλώσσαν, την ελληνικήν. Επί τη αρνητική δε απαντήσει ανέκραξε: «Δέχομαι το δώρον, αλλ' υπό τον όρον να καταθέσητε τα χρήματα ταύτα παρά τινι Τραπέζη και διά των τόκων να διατηρήτε του λοιπού εν τη πόλει διδάσκαλον διδάσκοντα την μητρικήν γλώσσαν· διότι είναι αίσχος, Έλληνες όντες την καταγωγήν και το φρόνημα, ν' αγνοήτε την ευγενεστέραν του κόσμου γλώσσαν, ήν διδάσκονται ήδη και πολλοί αλλόφυλοι.»
Τοιούτος ην ο Καποδίστριας και τοιαύτην επιρροήν είχεν επί των συγχρόνων πολιτικών γεγονότων, ών διαιτητής εκλήθη πλειστάκις. Συνελθόντων δε βραδύτερον των ηγεμόνων της Ευρώπης, κατ' Οκτώβριον του 1818, εν Ακυισγράνω (Aix la Chapelle), ίνα αποφασίσωσι τα περί της περαιτέρω κατοχής της Γαλλίας διά στρατευμάτων συμμαχικών, ο Καποδίστριας ηκολούθησε τω αυτοκράτορι ως ιδιαίτερος αυτού σύμβουλος και διευθυντής του αυτοκρατορικού γραφείου, εν ώ τοσαύτη πλησμονή εργασίας επεσωρεύθη, ώστε πλην των σπουδαίων διπλωματικών υποθέσεων, εστάλησαν προς τον αυτοκράτορα και οκτώ χιλιάδες ιδιαίτεροι αναφοραί και απαιτήσεις, εις άς ώφειλε να απαντήση ο Καποδίστριας. Ο Έλλην διπλωμάτης διά να δύνηται να αποπερατοί την συσσωρευθείσαν πολλήν εργασίαν, ηναγκάσθη να μεταλλάξη βίον ουδαμώς μεταβαίνων εις συναναστροφάς, ως πρότερον, και από της 23 Σεπτεμβρίου μέχρι της 22 Νοεμβρίου 1818 εκοιμάτο κατά τας δύο μετά το μεσονύκτιον και ηγείρετο περί την 6 π. μ. ώραν. Ήτο λοιπόν πολύ φυσικόν ως εκ της υπερανθρώπου ταύτης εργασίας να ίδη μετ' ου πολύ την υγείαν κλονουμένην. Εν τω συνεδρίω παρήσαν ο Τσάρος, ο αυτοκράτωρ της Αυστρίας, ο βασιλεύς της Πρωσσίας, ως πληρεξούσιοι των μεγάλων δυνάμεθα, ο Ουέλιγκτων και ο της Γαλλίας δουξ Ρισελιέ και άλλοι πράκτορες των δευτερευόντων κρατιδίων. Εν αυτώ ο Καποδίστριας ην της γνώμης, ήτις και εγένετο δεκτή, όπως τα στρατεύματα της κατοχής της Γαλλίας αποχωρήσωσιν. Οι στρατοί ανεχώρησαν, ο δε δουξ Ρισελιέ, κατά πρότασιν του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΗ' έσπευσε να προσφέρη ευγνωμονών ποσότητά τινα χρημάτων, αλλ' ο Καποδίστριας δεν εδέξατο την πρότασιν, επειπών ότι τα μεν χρήματα δεν δέχεται, παρακαλεί όμως τον βασιλέα να δώση αυτώ ανά έν σώμα εκ των διπλών εν ταις βιβλιοθήκαις των Παρισίων βιβλίων, όπως δι' αυτών ιδρύση βιβλιοθήκας εν Ελλάδι: «Το περιττόν σας, είπε, θα γείνη κεφάλαιον της βιβιοθήκης, ήν επιθυμώ να συστήσω εν τη πατρίδι μου».
Οποία η αφιλοχρηματία και οποίος ο πατριωτισμός του ανδρός! Και όμως ουδ' αύτη η μικρά αίτησις του Καποδιστρίου εξεπληρώθη υπό της υπ' αυτού σωθείσης Γαλλίας, ως εκ της εν τω μεταξύ πτώσεως του υπουργείου Ρισελιέ· ο δε Καποδίστριας ουδέ καν ηξίωσε την πλήρωσιν αυτής. Τοιαύτην λεπτότητα είχεν ο Έλλην εκείνος διπλωμάτης!
Διαλυθέντος του εν Ακυϊσγράνω συνεδρίου, ο μεν Τσάρος απήλθεν εις Πετρούπολιν, ο δε Καποδίστριας μετέβη εις Μόναχον προς επίσκεψιν του βασιλέως της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Ιωσήφ και επίλυσιν της μεταξύ Βαυαρίας και Βάδης αναφυείσης οροθετικής διαφοράς.
Εκ Μονάχου μετέβη εις Βιέννην, προς συνάντησιν του εκείσε μεταβάντος επίσης Τσάρου. Ήτο πλέον καταβεβλημένος εκ των πολλών εργασιών και εκ των συνεδρίων ο Καποδίστριας. Η τοσαύτη εργασία και προγενέστεραι ουκ ολίγαι κακουχίαι εν εκστρατείαις και αδιαλείπτοις διπλωματικαίς μερίμναις, εκλόνησαν σπουδαίως την υγείαν αυτού, και ηνάγκασαν αυτόν να αιτήσηται άδειαν απουσίας, ίνα φροντίση περί της υγείας, ήν δεν ίσχυσαν να επαναφέρωσι τα διάσημα ιαματικά λουτρά του Κάρλσβαδ και επισκεφθή τον γέροντα πατέρα αυτού. Ο αυτοκράτωρ συγκατένευσε μεν μετά λύπης ν' αποχωρισθή, έστω και προσωρινώς, τοιούτου συμβούλου, αλλ' εις ένδειξιν της προς αυτόν τιμής και εκτιμήσεως, έδωκεν αυτώ την δε την αυτόγραφον προς τον πατέρα επιστολήν και τιμαλφή δώρα:
Προς τον Κόμητα
Αντώνιον Μαρίαν Καποδίστριαν
Ιππότην του τάγματος του Αγ. Ιωάννου της Ιερουσαλήμ
«Ο παρ' εμοί από πολλών μεν ετών, αλλά μετ' αυξούσης αείποτε αμοιβαίας ευχαριστήσεως υπηρετών υιός υμών επεφορτίσθη όπως εγχειρίση υμίν τήν δε την επιστολήν. Και η μεν έλευσις αυτού θέλει ευχαριστήσει βεβαίως την πατρικήν υμών στοργήν, αλλ' η εμή ευχαρίστησις είναι να μοι πέμψητε και αύθις όσον τάχος τον υιόν αναρρώσαντα υπό τον πάτριον ουρανόν. Θέλει γίνει δε, ελπίζω, διερμηνεύς των υπέρ υμών αισθημάτων μου και θα σας ανακοινώση την ήν είχον ευχαρίστησιν να ίδω παρ' εμοί και τον αδελφόν αυτού. Τούτο δε παρέχει υμίν το αλάνθαστον τεκμήριον της εμής υπέρ της οικογενείας υμών ευνοίας.
«Περιστάσεις ευνοϊκαί δεν μοι επιτρέπουσι να παράσχω υμίν πλείονα δείγματα της προσωπικής μου υπολήψεως, αλλά παρακαλώ υμάς να δεχθήτε την όσον ειλικρινή τόσον και περιπαθή διαβεβαίωσιν αυτής.
Εν Βιέννη τη 10)22 Δεκεμβρίου 1818
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.»
Η εις Κέρκυραν αύτη μετάβασις του Καποδιστρίου διήγειρε τας υποψίας του αντιπάλου αυτού Μέττερνιχ και της Αγγλίας, ήτις εφοβείτο την εν τη ιδία πατρίδι επιρροήν του εξόχου της Ρωσίας διπλωμάτου. Επί τούτω δε, του Καποδιστρίου την Ιταλίαν περιηγουμένου, η μυστική της Αυστρίας αστυνομία ετέθη επί τα ίχνη αυτού23. Ουχ ήττον ο κόμης καταλιπών τη 3)25 Ιανουαρίου την Βενετίαν τη συνοδία των φίλων αυτού Δ. Νεράντζη και Α. Μουστοξύδου έλαβε την εις Ρώμην και Νεάπολιν άγουσαν, οπόθεν μετ' ου πολύ, κατά το πρώτον δεκαήμερον του Μαρτίου 181924, αφίκετο εις την ιδιαιτέραν πατρίδα αυτού, την περίφημον νήσον των Φαιάκων, την ανθοστεφή Κέρκυραν.
Την άφιξιν αυτού εγκαρδίως εχαιρέτησαν οι οικείοι και οι άλλοι Έλληνες, αλλ' οι Άγγλοι έβλεπον αυτόν υπόπτως, και περιδεχθέντες αυτόν μετά φαινομενικής τινος προσηνείας και είτα, κατά την αναχώρησιν αυτού, προσενεγκόντες αυτώ αγγλικήν φρεγάταν. Εν τη πατρίδι μόνον επί τρεις μήνας έμεινεν ο Καποδίστριας· και τούτους δεν εδαπάνησεν εις μάτην· τουναντίον μάλιστα ημέρα σχεδόν δεν παρήρχετο να μη πράξη τι είτε υπέρ της ιδιαιτέρας πατρίδος, είτε υπέρ του δυστυχούς έθνους, είτε και υπέρ του Κράτους, όπερ πιστώς εξυπηρετεί. Συχνάκις ελάμβανεν εκ Πετρουπόλεως έγγραφα εμπιστευτικά του αυτοκράτορος· άπαξ μάλιστα εκόμισεν αυτά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος άλλοτε δε ηρωτάτο παρά διαφόρων μελών της Φιλικής Εταιρίας περί των τότε διαδιδομένων και άλλοτε ηνωχλείτο, ως είπομεν, και παρ' αυτού του Αλή πασά να μεσιτεύση υπέρ αυτού προς τον αυτοκράτορα, ίνα σώση αυτόν από της οργής του Σουλτάνου, ή να συνδράμη αυτόν όπως κηρυχθή ανεξάρτητος. Εκ τοιαύτης δέ τινος ευνοϊκής περιστάσεως μάλιστα ωφελήθη ο Καποδίστριας, ίνα απαλλάξη εκ των φυλακών του Αλή Πασά την διάσημον οικογένειαν του εξ Άρτης Μόστρα.
Οι οπλαρχηγοί, οι άλλως καπεταναίοι λεγόμενοι των κλεφτών και των αρματωλών, μαθόντες την άφιξιν αυτού έσπευσαν όπως συγχαρώσι τω Καποδιστρία, αναχωρούντες δε ελάμβανεν έκαστος μεθ' εαυτού και έν αντίγραφον της προς τον πατέρα του Καποδιστρίου φιλόφρονος αυτογράφου επιστολής του Τσάρου, ήν επεδείκνυον τοις απανταχού Έλλησιν ως δείγμα της μεγάλης εκτιμήσεως, ής απήλαυεν ο Καποδίστριας παρά τω Αλεξάνδρω της Ρωσίας. Ως γνωστόν δε κατά την εποχήν εκείνην, οι απόστολοι της «Φιλικής Εταιρίας»· περιέτρεχον την Ανατολήν προς διάδοσιν των δοξασιών αυτής και προπαρασκευήν του αγώνος. Και δεν είναι μεν επισήμως αποδεδειγμένον, ως είπομεν, αν ήτο τότε μεμυημένος ο Καποδίστριας· αλλά δεν δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι μέχρι της εποχής εκείνης η ρωσική κυβέρνησις ηγνόει την ύπαρξιν μυστικής εταιρίας, εν τω Κράτει αυτής τω 1814 σχηματισθείσης και πολλούς των εν τω εξωτερικώ υπαλλήλων αυτής εταίρους αριθμούσης. Και η ρωσική κυβέρνησις λοιπόν και ο Καποδίστριας εγίνωσκον τα τεκταινόμενα τότε εν τη Ανατολή και πολύ πιθανόν ο διπλωμάτης ούτος να μη ήλθεν εις Κέρκυραν μόνον χάριν της πασχούσης υγείας. Άλλως και ο αιφνίδιος αυτού και κρύφιος έκπλους και ο μέγας κύκλος προς επάνοδον εις Πετρούπολιν όν έκαμε, παριστώσι πιθανωτέραν την εικασίαν ταύτην. Ο βιογράφος του Καποδιστρίου Βρετός λέγει ότι: «ίνα μη προξενήση λύπην εις τον πατέρα του επέβη κρυφίως επί αγγλικής φρεγάτας τεθείσης υπό τας διαταγάς αυτού, και απήλθεν εις Βενετίαν, αντί της Νεαπόλεως, όπου είχε προαποφασισθή να θεραπευθή διά μεταλλικών υδάτων. Εκ Βενετίας μετέβη εις Βαρλέτταν και είτα εις Βαλδάνιαν (τόπον παρά την Βιτσέντσαν), ένθα διέτριψεν επί μήνα χρώμενος τοις μεταλλικοίς ύδασι του Ρεκοάρου. Ενταύθα διήγε βίον ιδιώτου, αλλ' ειργάζετο όμως δραστηριώτατα έχων παρ' εαυτώ τον γραμματέα Μύλλερ, τον Μουστοξύδην και τον Ροδόσταμον. Οι Αυστριακοί όμως κατάσκοποι, ούς ο Μέττερνιχ κατόπιν του κόμητος απέστελλε, νυχθημερόν παρακολουθούν τα διαβήματα του ανδρός, όν παντοιοτρόπως εζήτουν να διακωμωδήσωσιν αποκαλούντες την διαγωγήν του Καποδιστρίου «αγυρτείαν» και άλλα κατ' αυτού εκτοξεύοντες υβρεολόγια.
Εν τούτοις, ο Καποδίστριας ανακτησάμενος τας δυνάμεις ανεχώρησε διά Παρισίους, όπου έφθασε τη 10 Ιουλίου και κατέλυσεν εν τω μεγάρω του αυτόθι πρέσβεως της Ρωσίας Πότσο-Διβόργο. Η είδησις όμως της αφίξεως αυτού προυξένησε μεγίστην αίσθησιν εν τοις διπλωματικοίς κύκλοις της μεγαλουπόλεως της Γαλλίας. Ενταύθα διαμείνας έσχε πολλάς και πολυώρους συνεντεύξεις μετά του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ' και των υπουργών αυτού, «και, πλην του διπλωματικού σώματος, ουδένα σχεδόν έβλεπεν ένεκα της υγείας αυτού», έγραφεν ο «Χρόνος» του Λονδίνου. Πολλάκις δε και μυστικάς συνεντεύξεις έσχε τότε και μετά του Δουκός Ρισελιέ, μετά του Κόμητος Μολέ και μετά του Πότσο – Διβόργο. Μετά μηνιαίαν περίπου διαμονήν εν Παρισίοις ανεχώρησεν εις Λονδίνον τη 12 Αυγούστου. Ενταύθα επίσης περί τον μήνα διατρίψας ησχολήθη περί του Ιονικού ζητήματος, περί ού εν τοις έμπροσθεν είπομεν. Αλλ' εις ουδέν ευνοϊκόν κατέληξεν αποτέλεσμα. Εκ Λονδίνου διά ρωσικής φρεγάτας, ανεχώρησε διά Κοπεγχάγης εις Δάντσικ (2 Οκτωβρίου), εκείθεν δε εις Βαρσοβίαν, ένθα διέτριβεν ο αυτοκράτωρ ένεκεν των εργασιών της Πολωνικής Διαίτης. Ο αυτοκράτωρ εδέξατο τον Έλληνα διπλωμάτην ευμενέστατα και ηρώτησεν αυτόν περί των κατά την απουσίαν αυτού. Ο Καποδίστριας περιέγραψε ζωηρώς και πραγματικώς τα κατά την περιοδείαν εν Ευρώπη και ιδίως τα εν Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, άπερ εις τοσαύτην τον αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών ενέβαλον αθυμίαν, ώστε την τοσαύτην αυτού τέως προς τας φιλελευθέρους ιδέας τάσιν εις άγαν συντηρητικόν πνεύμα μετέτρεψαν. Εξ όσων παρά του Καποδιστρίου ήκουσεν, εσχημάτισε την ιδέαν, ότι η διατήρησις της ειρήνης δεν ήτο εφικτή.
Αλλ' ήλπιζεν εισέτι επί την τετραπλήν συμμαχίαν, και ενόμιζεν ότι, δι' αυτής, θα ηδύνατο να κατορθώση ό,τι οι καιροί ήτο αδύνατον. Εστενοχωρείτο δε μεγάλως βλέπων την Πολωνίαν αφηνιάζουσαν, και μη θέλουσαν να δεχθεί και αυτάς ακόμη τας ευεργεσίας αυτού. Έβλεπε λοιπόν, ημέρα τη ημέρα, αποτυγχανούσας τας ευγενείς προσπάθειας αυτού, και, απογοητευόμενος, ήρχισεν, ως είπομεν, ν' αποκλίνη εις το αντίθετον σημείον, ήτοι εις την άκραν απολυτοφροσύνην και εις την άκραν αυταρχίαν, κατά το σύστημα των παλαιών μοναρχιών. Ηγάπα μεν την ειρήνην, αλλ' ηγάπα επίσης και την δικαιοσύνην και την πρόοδον, και εξ αυτών προσεδόκα την σωτηρίαν της μητρός Ελλάδος. Μεθ' όλην όμως την προς τας γνώμας του αυτοκράτορος διάστασιν, ο αυτοκράτωρ ουδέ στιγμήν επαύσατο τιμών τον Έλληνα διπλωμάτην ως και πρότερον, αλλά δεν εισηκούετο, ως άλλοτε, παρ' αυτού.
Τω 1820 συνέβη μεγάλη στρατιωτική επανάστασις εν Μαδρίτη, ής αποτελέσματα υπήρξαν η αιχμαλωσία του αδυνάτου βασιλέως Φερδινάνδου, αναγνωρίσαντος βιαίως την νέαν εγκαθίδρυσιν του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος (Κορτών). Αι αποτελούσαι την τετραπλήν συμμαχίαν Δυνάμεις, εκτός της Ρωσίας, αντί να οργισθώσιν επί τω ακούσματι, ως η Ρωσία ήλπιζε, χαριεντιζόμεναι, συνεχάρησαν τω Φερδινάνδω, επί τη σωτηρία.
Συγχρόνως σχεδόν ανεκηρύχθη το συνταγματικόν πολίτευμα και εν Νεαπόλει. Ο Μέττερνιχ εταράχθη μεγάλως, και ηθέλησε να πέμψη στρατόν εις βοήθειαν της βασιλικής οικογενείας της Νεαπόλεως· αναθεματίζουσα ό,τι την προτεραίαν είχεν εγκρίνει, η πονηρά διπλωματία και πάλιν κατέφυγεν εις τον συνήθη ιατρόν. Και πάλιν προυκλήθη συνδιάσκεψις. Η Ευρώπη εθεωρήθη ως νοσούσα βαρέως, και τόσον, όσον, ως ο αββάς δε Πραδ έλεγε, τα ιατρικά συμβούλια επολλαπλασιάζοντο. Ταις δυσχερείαις ταύταις προσετίθετο, ιδίως εν Ρωσία, και άλλη τις, ανησυχούσα μεγάλως την ευρωπαϊκήν ισορροπίαν. Από πολλού ο Πάπας είχεν επιτείνει τας περί προσηλυτισμού προσπάθειας εν τω Ρωσία διά των Ιησουιτών, γην και θάλασσαν κινούντων ίνα ένα ποιήσωνται προσήλυτον. Και είχον μεν επί Πέτρου του Μεγάλου εκδιωχθή, αλλά πάλιν επανήλθον τολμηρότεροι επί Παύλου του Α'. Ηναγκάσθη λοιπόν νυν και ο Αλέξανδρος να διατάξη εκ Ρωσίας απέλασιν αυτών. Ο Καποδίστριας, όστις είχε μείνει πάντη ξένος των θρησκευτικών τούτων ερίδων, διετάχθη του αυτοκράτορος να δικαιολογήση προς την παπικήν κυβέρνησιν το αυστηρόν αυτό μέτρον. Αυτός ο ίδιος μάλιστα, από του 1816, είχεν επιφορτισθή την διεξαγωγήν των διαπραγματεύσεων περί της εξομαλύνσεως των εν Ρωσία σχέσεων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και ιδίως μάλιστα περί των σχέσεων αυτής μετά της εκκλησίας της Πολωνίας. Τα αναπτυχθέντα εν ταις διαπραγματεύσεσιν αυταίς ζητήματα ήσαν ακανθώδη, και όμως ο Έλλην διπλωμάτης διά την άκραν δεξιότητα δι' ής εις πέρας ήγαγε την δυσχερεστάτην υπόθεσιν, κατορθώσας να επιτευχθεί πλήρης συνεννόησις μεταξύ της ρωσικής κυβερνήσεως και της παπικής εθαυμάσθη δικαίως. Εν τούτοις, τα εν Ιταλία απησχόλουν την Αυστρίαν αποστείλασαν δύο μεγάλα στρατιωτικά σώματα προς τα σύνορα, η δε Ρωσία επίσης εφαίνετο ζητούσα ευκαιρίαν να επέμβη, αλλά περιμένουσα εν τω μεταξύ να ίδη οποία τα αποτελέσματα της Εθνικής συνελεύσεως, ήν ο γέρων Φερδινάνδος των δύο Σικελιών είχε συγκαλέσει.
Η Αυστρία όμως σπεύδουσα υπεχρέωσε τους άλλους ηγεμόνας της Αγίας Συμμαχίας να συνέλθωσιν εις συνέδριον. Η πόλις αυστριακής Σιλεσίας Τρόππαου ωρίσθη ως τόπος συνεντεύξεως, και εκεί συνήλθον εκ νέου οι ηγεμόνες και οι διπλωμάται, εν οίς και οι δύο αντίζηλοι ο Καποδίστριας και ο Μέττερνιχ. Ο Καποδίστριας δεν ησύχαζεν όπως προκαλέση τας υπό του Αλεξάνδρου ελπιζομένας συνεπείας της Ιεράς Συμμαχίας, αλλ' εις μάτην. Ό,τι απ' αρχής εφρόνει περί αυτής, τούτο και συνέβη. Ο Μέττερνιχ υποστηριζόμενος υπό των λοιπών διπλωματών, παρέστησεν ως απειλητικήν κατά της ευρωπαϊκής ειρήνης την επανάστασιν της Νεαπόλεως.
Και η μεν Αυστρία είχε δίκαιον, αλλά, προκειμένου να επέμβωσι πάσαι αι Δυνάμεις, από κοινού, εις την υπόθεσιν της Νεαπόλεως, ο Καποδίστριας αντέτεινε, λέγων, ότι η Ρωσία δεν έπρεπε να περιπλακή εις υπόθεσιν όλως ξένην των συμφερόντων αυτής. Επρότεινε δε να προκληθή η μεσολάβησις του Πάπα, και η πρότασις εγένετο αποδεκτή. Αλλ' ο Πάπας, εμβρόντητος εκ του επαναστατικού πνεύματος, απεποιήθη. Τότε ο Τσάρος, φοβούμενος μη συντελέση εις την εξασθένησιν της Ιεράς Συμμαχίας, διά της ηθικής αποχωρήσεως αυτού, υπεσχέθη σύμπραξιν προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας. Ο βασιλεύς της Νεαπόλεως προσεκλήθη εις Λάυβαχ, και εκεί μετέβησαν επίσης και οι σύμμαχοι ηγεμόνες και οι διπλωμάται αυτών, όπως συσκεφθώσι περί των μελλόντων γενέσθαι.
Η επανάστασις της Νεαπόλεως κατεστάλη τάχιστα. Αλλ' άλλη εν τω μεταξύ εξερράγη· η εν Τουρίνω. Ενώ δε χρόνω οι σύμμαχοι και οι διπλωμάται, προσηλωμένους είχον τους οφθαλμούς επί την Ιταλίαν, και η συνδιάσκεψις ενησχολείτο πώς να εξεύρη τρόπους κατευνάσεως του επαναστατικού πνεύματος του λαού, του αναπτυχθέντος εν ταις ιταλικαίς ιδίως χώραις, ταχυδρόμος απροσδόκητος φέρει τοις συνδιασκεπτομένοις την είδησιν της ενάρξεως της Ελληνικής επαναστάσεως εν Δακία υπό του Αλεξάνδρου Υψηλάντου. Ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος εταράχθη μεγάλως· διότι ο Υψηλάντης ήτο ιδιαίτερος υπασπιστής αυτού. Τούτο ενοχοποίει την ρωσικήν πολιτικήν. Και ο μεν αυτοκράτωρ απεδοκίμασε την διαγωγήν αυτού, ο δε Καποδίστριας εγένετο αντικείμενον υπονοιών, κακολογίας και μίσους. Επιμελώς δε εφρόντισεν, όπως μη ο αυτοκράτωρ συμπεριλάβη εν τη οργή και το τυραννούμενον Ελληνικόν έθνος, και όπως αναβάλη πάσαν οριστικήν απόφασιν μέχρι της εις την Ρωσίαν επανόδου όπου θα ήτο ελεύθερος ξένων επιρροών. Όταν δε και η Πελοπόννησος επανέστη, τότε πλέον η μανία των αντιπάλων του Καποδιστρίου υπερέβη παν όριον, και αι κατ' αυτού πανουργίαι έφθασαν μέχρις εχθρότητος. Το στάδιον της κακεντρεχείας υπήρξεν ομαλώτατον. Συγχρόνως σχεδόν τη επαναστάσει της Ισπανίας, της Νεαπόλεως, του Τουρίνου, τη εξάψει των πνευμάτων καθ' όλην την Ιταλίαν, τη δολοφονία του δουκός του Βερρύ, ταις αντιρρήσεσι του Καποδιστρίου κατά της προτάσεως περί κοινών αναγκαστικών μέτρων κατά της Νεαπόλεως, συνέβη αφ' ενός μεν η επανάστασις του Υψηλάντου εν Δακία, αφ' ετέρου δε και η της Πελοποννήσου. Πάσαι αύται αι απροσδόκητοι συμπτώσεις καθίστων πιθανήν την ενοχήν του Έλληνος διπλωμάτου της Ρωσίας, και μάλιστα εις τα όμματα του Μέττερνιχ, φθονούντος αυτόν εμπαθώς διά τε την φημιζομένην ικανότητα και διά τον εντιμότατον χαρακτήρα, υπώπτευον δε ότι, ενόσω ο Έλλην ούτος απελάμβανε της ευνοίας του Τσάρου, η λοιπή Ευρώπη δεν θα ηδύνατο να διαθέση, ως αύτη εδόκει, τα της Τουρκίας. Γνωστός δε είναι ο κατά την εποχήν εκείνην μισορρωσισμός απάσης της Ευρώπης, έχων κυρίως την πηγήν εν τοις διαφημιζομένοις σχεδίοις του Μεγάλου Πέτρου και της Αικατερίνης της Β'.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, διελύθη η εν Λάυβαχ συνδιάσκεψις, βασιλείς δε και διπλωμάται απήλθον έκαστος εις τα ίδια, τεθλιμμένοι διά τα παρόντα και ανήσυχοι διά τα μέλλοντα.
Κλείσαντες ενταύθα τα της εν Λάυβαχ συνδιασκέψεως σκοπούσης, ως είδομεν, την κατάσβεσιν του αναπτυχθέντος φιλελευθέρου των ευρωπαϊκών λαών πνεύματος και την περιστολήν των εν Ιταλία και αλλαχού εκραγεισών στάσεων, σπεύδομεν να είπωμεν ολίγα τινά περί της Ελληνικής επαναστάσεως, ήτις τοιαύτην επί του ήρωος ημών έσχεν επίδρασιν, ώστε εγκατέλιπε την εν Ρωσία υψηλήν αυτού θέσιν, ίνα ως ιδιώτης δυνηθή επί μάλλον να φανή χρήσιμος τω μεγάλω εθνικώ αγώνι.
Ήδη αρχομένων των μέσων της δευτέρας δεκαετηρίδος του προς το τέρμα αυτού δολιχοδρομούντος ΙΘ' αιώνος, ενθουσιώδης οργασμός κατείχε τα πνεύματα των Ελλήνων· οι θούριοι του εθνομάρτυρος Ρήγα, υπό των Αυστριακών τοις Τούρκοις παραδοθέντος και ευρόντος εν Βελιγραδίω αλγεινόν τον θάνατον, εφέροντο ανά τα στόματα πάντων και ενέπνεον ακράτητον ενθουσιασμόν· βιβλία και φυλλάδια υπό των λογίων εξεδίδοντο καλούντα τους Έλληνας εις τα όπλα, μία φωνή πανταχού ηκούετο, ως εγερτήριον σάλπισμα, καλούσα πάντα Έλληνα εις ένδοξον υπέρ πατρίδος αγώνα. Ουδέν το παράδοξον επομένως εάν τω 1814 τρεις Έλληνες εν Οδησσώ, άνδρες πρακτικοί και θαρραλέοι, απεφάσισαν την ιδρύσιν εταιρίας προς κατήχησιν των σπουδαιοτέρων ανδρών, διοργάνωσιν ενιαίου κινήματος και συγκέντρωσιν της διευθύνσεως αυτού. Οι άνδρες ούτοι είναι ο Τσακάλωφ, ο Σκουφάς και ο Ξάνθος, οίτινες ίδρυσαν την Εταιρίαν των Φιλικών.
Του χρόνου προϊόντος, προσετέθησαν και άλλοι φιλοπάτριδες άνδρες, μετά πάροδον δ' έξ ετών από της ιδρύσεως αυτής, η εταιρία κατώρθωσε να έχη μέλη άνδρας εξέχοντας, ως τον κρεμασθέντα πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε', τον Αλέξανδρον Υψηλάντην, τον άρχοντα της Μάνης Πετρόβεην Μαυρομιχάλην, τον ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ Σούτσον, τον Αλέξανδρον Μαυροκορδάτον, τον ημέτερον υφυπουργόν των Εξωτερικών της Ρωσίας κόμητα Ιωάννην Καποδίστριαν και άλλους. Εν ταις επαρχίαις είχον συστηθή εφορείαι και επιτροπαί, απόστολοι διέτρεχον πάσας τας χώρας του Ελληνισμού ως κήρυκες της ελευθερίας και η εγγραφή των μεμυημένων πανταχού οσημέραι ηύξανεν. Επιτυχώς δ' οι εταίροι διέδιδον, ότι δρώσι κατά τας οδηγίας αποκρύφου και μυστηριώδους τινός «Αρχής», αφίνοντες να υπονοήται ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α', υπεδείκνυον δε δι' όλων των μέσων ότι σοβαρά επικουρία επελεύσεται άνωθεν άμα τη ενάρξει του αγώνος.
Και ιδρύθη μεν η Φιλική Εταιρία και ειργάζετο όσον ην δραστηρίως προς προπαρασκευήν των πνευμάτων διά τον μέλλοντα αγώνα, αλλ' έλειπεν ο αρχηγός αυτής και ως τοιούτον εζήτησαν τον Καποδίστριαν. Επί τούτω δε εστάλη εις Πετρούπολιν ο Καμαρινός φέρων γράμματα του Μαυρομιχάλη αποκαλύπτοντα τα της Εταιρίας, αλλ' ο Καποδίστριας δεν εδέξατο την αρχηγίαν ειπών ότι υπουργός ων της Ρωσίας δεν ηδύνατο να πράξη άλλως, αλλ' ούτε καν να συμμετάσχη του μέλλοντος κινήματος. Ο Καμαρινός απήλθεν άπρακτος, μετ' ου πολύ δε απεστάλη ο Ξάνθος, αλλά και ούτος ουδέν ηδυνήθη να πράξη, του Καποδιστρίου επιμένοντος εν τη αρνήσει. Τέλος απετάθησαν προς τον υπασπιστήν του Τσάρου Αλέξανδρον Υψηλάντην, παρακαλούντες αυτόν να δεχθή την αρχηγίαν, αλλά και ούτος το μεν πρώτον ηρνήθη διά τον αυτόν οίον και Καποδίστριας λόγον, τέλος όμως ενέδωκε, του Έλληνος διπλωμάτου ειπόντος αυτώ: «αρκεί η εμφάνισις ολίγων χιλιάδων επαναστατών κατά την Ελλάδα, όπως η Ρωσία συνδράμη εκ των ενόντων», και εδέξατο την αρχηγίαν.
Τη 24 Απριλίου 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανεκηρύσετο αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας και μετά πάροδον εννέα μηνών, η προπαρασκευή των πνευμάτων είχε συντελεσθή καθ' άπασαν την έκτασιν των ελληνικών χωρών και η εν Πελοποννήσω έκρηξις της επαναστάσεως από στιγμής εις στιγμήν ανεμένετο, κατήρξατο του αγώνος μετά των δύο αδελφών αυτού Νικολάου και Δημητρίου Υψηλαντών· και στρατιωτικού τινος σώματος κρύφα συγκεντρωθέντος επί του ρωσικού εδάφους, και διελθών τον Προύτον τη 22 Φεβρουαρίου του 1821 εξέδωκε προκήρυξιν προς τους εν Μολδαυία και Βλαχία Έλληνας και λοιπούς Χριστιανούς καλών πάντας υπό τα όπλα:
Έλληνες!
«Ιδού μετά τόσων αιώνων οδύνας απλόνει ο Φοίνιξ της Ελλάδος μεγαλοπρεπώς τας πτέρυγάς του και προσκαλεί υπό την σκιάν αυτού τα γνήσια και ευπειθή τέκνα της! Ιδού η φίλη ημών πατρίς Ελλάς ανυψόνει μετά θριάμβου τας προπατορικάς της σημαίας. Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησία του αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα διά να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων και ενατενίζουσα το μόνον νικητήριον όπλον των ορθοδόξων, τον τίμιον, λέγω, και ζωοποιόν Σταυρόν, κράζει μεγαλοφώνως υπό την προστασίαν μεγάλης και κραταιάς Δυνάμεως: εν τούτω τω σημείω νικώμεν, ζήτω η ελευθερία! Και εις τας δύο ταύτας φιλικάς μας επαρχίας σχηματίζεται σώμα πολυάριθμον ανδρείων συμπατριωτών διά να τρέξη εις τα ιερόν έδαφος της φίλης ημών πατρίδος. Όθεν όσοι εύχονται να ονομασθώσι σωτήρες της Ελλάδος και είναι διεσκορπισμένοι εις διάφορα καντιλίκια, ας τρέξωσιν εις τους δρόμους, όπου ακούουσιν ότι διαβαίνει το σώμα τούτο διά να συνενωθώσι με τους συναδέλφους των. Όσοι όμως γνήσιοι Έλληνες είναι άξιοι να πιάσωσι τα όπλα και μολοντούτο να γίνωσιν αδιάφοροι, ας ηξεύρωσιν ότι θέλουσιν επισύρει εις τον εαυτόν των την μεγάλην ατιμίαν και ότι η πατρίς τους θεωρεί ως νόθους και αναξίους του ελληνικού ονόματος!»
Αλλ' εκεί μεν η Επανάστασις κατεστάλη εν τη γενέσει, καταστραφέντος του ιερού λόχου εν Δραγατσανίω, αλλ' όμως περί τον αυτόν ακριβώς χρόνον, καθ' όν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ενήργει εν Μολδοβλαχία, εν Πελοποννήσω, η ελληνική επανάστασις εκηρύσσετο. Την 23 Μαρτίου οι κάτοικοι των Πατρών προέβαινον εις το πρώτον αυτών επαναστατικόν κίνημα. Οι Τούρκοι θέντες πυρ εις την οικίαν ενός των αρχόντων της πόλεως του Παπαδιαμαντοπούλου εκλείσθησαν εν τω πύργω της πόλεως. Οι Έλληνες κατώρθωσαν να κατασβέσωσι το πυρ, ανύψωσαν την σημαίαν του Σταυρού εφ' όλων των τεμενών, επτακόσιοι δε χωρικοί υπό την οδηγίαν του μητροπολίτου Πατρών Γερμανού, ενέκλεισαν καταδιώξαντες τους Τούρκους εις το φρούριον. Τη αυτή ημέρα ο Πετρόβεης Μαυρομιχάλης κατελάμβανε τας Καλάμας. Ταυτοχρόνως οι Τούρκοι χωρικοί των πεδιάδων κατεδιώκοντο υπό των Χριστιανών, η Σπαρτιάτις Κωνσταντίνα Ζαχαριά ύψωσε λευκήν σημαίαν μετά κυανού σταυρού και προσεκάλει άνδρας και γυναίκας εις εκδίκησιν κατά των τυράννων, ηγουμένη δε πολλών κατέλαβε το παρά τον Ευρώταν Λεοντάριον και κατέστρεψε τα τεμένη· το Νησίον και τα πλησιόχωρα υψούσι την σημαίαν της επαναστάσεως· η άνω Αρκαδία συνταράσσεται υπό της γενναίας φωνής του φιλοπάτριδος Κανέλλου Δηλιγιάννη, ευπατρίδου της χώρας, όστις εκδιώκει τους Τούρκους εκ της κοιλάδος του Αλφειού καταλαβών την Καρύταιναν· οι Οθωμανοί των Καλαβρύτων εγκαταλείπουσι τας εστίας και αναχωρούσιν· ο Γερμανός ευλογεί την σημαίαν της επαναστάσεως τη 25 Μαρτίου 1821 ημέρα ορισθείση υπό της Φιλικής εταιρίας διά την έναρξιν του αγώνος, και τη επαύριον (26 Μαρτίου), ο αυτός μετά του Προκοπίου επισκόπου Καλαβρύτων και των αρχόντων Ανδρέου Ζαΐμη, Ανδρέου Λόντου, Παπαδιαμαντοπούλου και Σωτηράκη υπογράψαντες επιδίδουσι δήλωσιν προς τους εν Πάτραις προξένους των Δυνάμεων κηρύττουσαν ότι: «Οι Έλληνες μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωσι την αύξουσαν τυραννίαν των Τούρκων απεφάσισαν ν' αποθάνωσιν ή ν' αποτινάξωσι τον ζυγόν αυτών και λαμβάνουσι τα όπλα προς διεκδίκησιν των δικαίων αυτών, πεποιθότες ότι αι χριστιανικαί Δυνάμεις της Ευρώπης θ' αναγνωρίσωσι το δίκαιον του αγώνος των και θα παράσχωσιν αυτοίς πάσαν επικουρίαν, αναμιμνησκόμενοι τας υπό των προπατόρων των παρασχομένας τη ανθρωπότητι εκδουλεύσεις».
Εν τω μεταξύ όμως, οι Τούρκοι όπως καταβάλωσι την Ελληνικήν επανάστασιν απηγχόνιζον τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τον Ε' και άλλους επισκόπους και προύχοντας, και άνευ διακρίσεως ηλικίας ή φύλου, ενόπλων ή αόπλων, αθώων ή πταιστών, κατέσφαζον αναριθμήτους Πελοποννησίους και άλλα πολλά φρικώδη διέπραττον. Ο Καποδίστριας αδυνατών πλέον να μένη απαθής θεατής τοσούτων και τοιούτων σκληροτήτων, εναντίον αδελφών Ελλήνων διαπραττομένων, κατώρθωσε να πείση τον Αλέξανδρον αν ουχί να ευνοήση την επανάστασιν μεταβάλλων γνώμην, τουλάχιστον να επιτρέψη αυτώ την συνταξιν Υπουργικής διακοινώσεως προς την Πύλην, διά της οποίας να διαταχθή αύτη, ίνα ποιήται διάκρισιν μεταξύ αθώων και υποκινητών της επαναστάσεως. Πράγματι δε επεδόθη τότε παρά του εν Κωνσταντινουπόλει Ρώσου Πρέσβεως Κόμητος Στρογανώφ προς το Διβάνιον, η από 8 Ιουλίου 1821 διακοίνωσις, ήτις διαλαμβάνουσα τα κατά της Τουρκίας παράπονα της Ρωσίας, ειδοποιεί συγχρόνως την άμεσον εκ Κωνσταντινουπόλεως του Ρώσου Πρέσβεως αναχώρησιν, εν ή περιπτώσει δεν εδίδετο παρά του Διβανίου εντός οκταημέρου προθεσμίας απάντησις· Επειδή όμως το Διβάνιον αφήκε να παρέλθη η ταχθείσα προθεσμία, ο Στρογανώφ αφείς το Βυζάντιον ανεχώρησεν εις Οδησσόν.
Μετ' ολίγον δ' ο πρίγκηψ Μέττερνιχ και ο Λόρδος Καστελρή, επιθυμούντες ίνα η Αυστρία και η Αγγλία εξασφαλίσωσι την επιρροήν αυτών εν τη Ανατολή και αφ' ετέρου δώσωσι καιρόν τη Τουρκία να εξοντώση τους αγωνιζομένους Έλληνας, ούς ο πρώτος των δύο διπλωματών ωνόμαζε «Ταραχοποιούς», προεσχεδίασαν νέον συνέδριον εν Βιέννη, μέλλον να ενασχοληθή περί των πραγμάτων της Ανατολής, και ιδίως των Ελληνικών. Βεβαιούται δε ότι, τότε, προς τον παραστήσαντα τω Μέττερνιχ τα εν Ελλάδι γινόμενα υπό φιλανθρωπικήν έποψιν και ειπόντ' αυτώ περί των εμποδίων, ά προέβαλλεν εις τα Ελληνικά πράγματα, ότι διηυκόλυνεν ούτω τους Τούρκους να εξαφανίσωσι το Ελληνικόν έθνος, ούτος απήντησεν αποτόμως, ότι: «ο θάνατος ενός ή δύο εκατομμυρίων ανθρώπων ολίγον ζημιόνει τον κόσμον», και «ότι η διατήρησις της ειρήνης είναι μάλλον αναγκαία».
Τοιαύτη ήτο η πολιτική του Αυστριακού Μέττερνιχ, συμπαρασύραντος και την Αγγλίαν. Ευτυχώς η Ελληνική επανάστασις ήρξατο εν χρόνοις ευνοϊκοίς· εις ταύτην δε προέβησαν θαρραλέως, άμα ως οι Έλληνες είδον ψευδομένας εν τω συνεδρίω της Βιέννης (1814 – 1815) τας παρά της Ευρώπης προσδοκίας αυτών. Ενθαρρυνόμενοι δε υπό των επαγγελιών του Αυτοκράτορος της Ρωσίας, παρεσκεύαζον κίνημα, στηριζόμενον επί των ιδίων αυτών δυνάμεων. Την έκρηξιν δ' αυτού επέσπευσεν επεισόδιον, στενώτατα συνδεόμενον προς την Ελληνικήν επανάστασιν, ήτοι η από του Σουλτάνου αποστασία του σατράπου των Ιωαννίνων Αλή πασά. Ο σατράπης ούτος, ού το αλλοπρόσαλλον και η θηριωδία εισίν εκ των σπανιωτάτων παραδειγμάτων της παγκοσμίου Ιστορίας, ενώ κατ' αρχάς αυστηρότατα κατέστειλεν εξέγερσίν τινα των εν Ηπείρω αρματωλών, ίνα ούτως αποκτήση την εύνοιαν του Διβανίου, αναθέσαντος εις αυτόν την διοίκησιν της επαρχίας Ιωαννίνων, περιεποιήθη κατόπιν το ελληνικόν στοιχείον, ένεκα των ιδίων ανταρτικών αυτού κατά της κυβερνήσεως σχεδίων, και ενεθάρρυνε τας ελπίδας των Ελλήνων. Ότε δε η Τουρκική κυβέρνησις, απολέσασα την απομονήν έπαυσε τον σατράπην, και προεκήρυξε την κεφαλήν αυτού, προσκαλέσασα τους Χριστιανούς ίνα εκδικηθώσιν αντί των τόσων βιαιοπραγιών, ας παρ' αυτού εδοκίμασαν, και συντελέσωσιν εις την τιμωρίαν αυτού, ο πονηρός Αλής κατά την τελευταίαν στιγμήν εκολάκευσεν αύθις τους Έλληνας, υποσχεθείς σύμπραξιν και συμμαχίαν. Και πράγματι αι επαγγελίαι αύται εδελέασαν τους Έλληνας, οίτινες λησμονήσαντες τας ανεκδιηγήτους βασάνους, ας υπέστησαν υπ' αυτού ηνώθησαν μετά του σατράπου και η επανάστασις ως ταχύ πυρ εξηπλώθη από της Πίνδου μέχρι του Ταϋγέτου. Ο Αλής όμως δεν εσώθη διά της συμμαχίας, καθότι οι Σουλιώται, και οι λοιποί Ηπειρώται εγκαταλειφθέντες υπ' αυτού, σωθέντος το πρώτον τη συνδρομή αυτών, εγκατέλιπον και ούτοι εκείνον εις την ιδίαν τύχην και οι απεσταλμένοι της Υψηλής Πύλης εκόμισαν επί τέλους την κεφαλήν του αποστάτου Αλή Πασά προς τον Σουλτάνον.
Συγχρόνως δε σχεδόν προς την Πελοπόννησον εξηγέρθησαν και η Ανατολική Ελλάς και αι νήσοι, μετ' ολίγον δε η Δυτική Ελλάς, ούτως ώστε, ότε εν αρχή του 1822 παρεδόθη το τελευταίον ο Αλή πασάς και έμεινε διαθέσιμος ο πολεμών αυτώ οθωμανικός στρατός, η Ελληνική επανάστασις ου μόνον είχεν οπωσούν ασφαλισθή διά των εν Βαλτετσίω και περί τας Θερμοπύλες μαχών και της πυρπολήσεως οθωμανικού δικρότου εν Ερισσώ της Μιτυλήνης και της αλώσεως της Μονεμβασίας, της Πύλου και της Τριπόλεως, αλλά και η προσωρινή Κυβέρνησις συγκροτήσασα την πρώτην Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν εν Επιδαύρω, είχεν ανακηρύξει δι' αυτής (1 Ιανουαρίου 1822) «ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν του Ελληνικού έθνους ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Οι Κλέφται κατήρχοντο εκ των βουνών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, οι δε ναυτικοί κάτοικοι των νήσων Σπετσών, Ύδρας και Ψαρρών μετέβαλλον τα σκάφη αυτών από εμπορικών εις πολεμικά. Οι Τούρκοι προσεπάθησαν παντί σθένει να καταστείλωσι την επανάστασιν· οι δε Έλληνες αισθανόμενοι το άνισον της πάλης είχον απευθυνθή προς τας χριστιανικάς αυλάς, επιζητούντες την προστασίαν αυτών, αλλ' οι βασιλείς, φοβούμενοι την επικράτησιν των ανατρεπτικών ιδεών, εκώφευον εις τας επικλήσεις ταύτας· και αυτός δ' ο Αλέξανδρος της Ρωσίας υπείκων εις τας συμβουλάς του Νέσσελροδ και του ανθελληνικωτάτου αντιπάλου του Καποδιστρίου Αυστριακού Μέττερνιχ, ηρνήθη πάσαν υποστήριξιν εκείνοις, ούς αυτός είχεν εξωθήσει εις την επανάστασιν. Αλλ' ο επιβλαβέστατος εχθρός των Ελλήνων και το κυριώτερον αίτιον των διαφόρων αυτών αποτυχιών ήν η διηνεκής διχόνοια, η μεταξύ των αρχηγών υφισταμένη, η διόλου του μακρού, αλλ' ηρωικού εκείνου αγώνος, ως μη ώφελε, παρατηρηθείσα.
Κατά την εποχήν ταύτην· άρχεται δυστυχώς σειρά όλη θλίψεων και δοκιμασιών διά τον Καποδίστριαν. Το επαναστατικόν κίνημα του Αλεξάνδρου Υψηλάντου εγένετο, ως είδομεν, από των ρωσικών μεθορίων, οι πάντες δε απέδωκαν αυτό εις την Ρωσίαν, και εθαύμαζον πώς ήτο δυνατόν Δύναμις συνδεθείσα, προ μικρού, διά της Ιεράς Συμμαχίας, να υποτρέφη και υποκινή επαναστάσεις. Η θέσις της τε Ρωσίας και ιδίως του Καποδιστρίου κατέστη τότε δυσχερεστάτη και μετά συντριβής καρδίας ηναγκάσθη ο φιλόπατρις Καποδίστριας να υπογράψη την επίσημον αποδοκιμασίαν του κινήματος του Υψηλάντου. Αλλ' ούτε τότε ούτε η μετ' ου πολύ εξέγερσις σύμπαντος του χριστιανικού στοιχείου κατά του τουρκικού επήρκεσαν το παράπαν να πείσωσι την Δύσιν ότι ο ελληνικός αγών και αν δεν προπαρεσκευάζετο διά της «Φιλικής Εταιρίας» ήτο αναπόφευκτος σύγκρουσις του καταδεδουλωμένου χριστιανικού προς το τουρκικόν στοιχείον, ή άλλαις λέξεσι διαμάχη, ήν και αν ήθελε, δεν ηδύνατο να καταπνίξη η Ρωσία, ήν δήθεν ενόμιζον ότι υπέθαλπε την Ελληνικήν επανάστασιν.
Τότε ο ευσυνείδητος Καποδίστριας, καίπερ ευνοούμενος αείποτε του Τσάρου, ίνα απαλλάξη την Ρωσίαν της μομφής, ότε δι' αυτού συνδαυλίζει την ελληνικήν επανάστασιν, έσπευσε να υποβάλη την παραίτησιν αυτού πάσης επισήμου υπηρεσίας εν τη Ρωσική αυτοκρατορία, εθυσίασε την δόξαν και το μέλλον αυτού χάριν της πατρίδος. Ο αυτοκράτωρ την μεν παραίτησιν του Καποδιστρίου δεν απεδέξατο, αλλ' έδωκεν αυτώ απεριόριστοι άδειαν απουσίας, ίνα απέλθη εις το εξωτερικόν προς ανάρρωσιν. Δύο μήνας προ της εις Βιέννην μεταβάσεως του Τσάρου, ότε τα μέγιστα ηυχαριστήθη ο Μέττερνιχ ιδών τον Αλέξανδρον μόνον άνευ του Έλληνος διπλωμάτου και εκείθεν εις το εν Βερώνη συνέδριον, ήτοι κατ' Αύγουστον του 1822, ο Καποδίστριας παρέστη, κατά το σύνηθες, εν τω υπουργικώ συμβουλίω, εν ώ ο Τσάρος εγνώρισε τοις περί αυτόν την πορείαν, ήν υπηγόρευσαν αυτώ αι περιστάσεις. Ο Τσάρος εν τω συμβουλίω τούτω στραφείς προς τον Καποδίστριαν ανέθετο αυτώ την σύνταξιν υπομνήματος περί της νέας πολιτικής της αυτοκρατορικής κυβερνήσεως. Την στιγμήν εκείνην ο Καποδίστριας ουδεμίαν έφερεν αντίρρησιν, αλλ' εξερχομένων των υπουργών εκ του συμβουλίου, απηυθύνθη προς ένα εξ αυτών, λέγων: «Η Υμετέρα εξοχότης θα ευαρεστηθή να με αναπληρώση εν τη εργασία, περί ής μοι εποιήσατο λόγον ο αυτοκράτωρ». Ο υπουργός ακούσας ταύτα εξεπλάγη, ο δε Καποδίστριας εξηκολούθησε λέγων: «Θέλω εξηγήσει προς την Αυτού Μεγαλειότητα τους λόγους τους υπαγορεύσαντάς μοι την αποποίησιν ταύτην»· και παραχρήμα εζήτησε παρά του αυτοκράτορος ακρόασιν ιδιαιτέραν. Ούτος ηκροάσατο αυτού επί μίαν ώραν λαλούντα, ουδαμώς διακόψας τον Καποδίστριαν. Ωμίλησε δε μετά τοσαύτης παρρησίας, ώστε ο αυτοκράτωρ έμεινεν έκθαμβος, και, εγερθείς, είπεν αυτώ: «Αν ήμην Καποδίστριας, ήθελον ίσως αποφασίσει, ως συ απεφάσισες περί σεαυτού, αλλ' ως αυτοκράτωρ, και συ θα απεφάσιζας να βαδίσης την οδόν, την οποίαν εγώ οφείλω να προτιμήσω. Εντοσούτω, μη παύσης να παρευρίσκησαι εν τοις υπουργικοίς συμβουλίοις, ενασχολήθητι δε περί των ήδη αρξαμένων υποθέσεων, και έσο βέβαιος ότι δεν θα ζητήσωσι παρά σου πράγματα απάδοντα εις τας πεποιθήσεις σου». Και πράγματι, εξηκολούθησεν επί δύο έτι μήνας, Αύγουστον και Σεπτέμβριον, παρευρισκόμενος εν τοις υπουργικοίς συμβουλίοις, μετά την περαίωσιν δε των ήδη αρξαμένων εργασιών, επανέλαβε την αίτησιν αυτού περί της από της ρωσικής υπηρεσίας οριστικής παραιτήσεως και τον σκοπόν αυτού περί της εις Γενεύην, ής ήτο επίτιμος πολίτης, μεταβάσεως. Ο Αλέξανδρος συνήνεσε, και εναγκαλιζόμενος αυτόν, είπεν: «Αγαπητέ μου κόμη, η υπόληψίς μου θα σε συνοδεύση και μακράν της ρωσικής υπηρεσίας, αλλά δεν δύναμαι να δεχθώ την παραίτησίν σου». Ένεκα της θελήσεως ταύτης του αυτοκράτορος, ο Καποδίστριας, κατά τα τέσσαρα έτη της εν Γενεύη διατριβής ετήρησεν, εν Πετρουπόλει, το μέγαρον εν ώ κατώκει, υπουργός ων. Ο Καποδίστριας ανεχώρησεν εκ Πετρουπόλεως, ίνα μη διαταράξη την εν έτει 1815 εν Παρισίοις υπογραφείσαν ειρήνην, μετέβη εις Εμς και απήλθεν εις Γενεύην της Ελβετίας. Καθ' όλον το τετραετές διάστημα της εν Γενεύη διαμονής, δεν ενησχολήθη περί άλλο τι ή περί παντός ό,τι συντελεστικόν εις την ελληνικήν ανεξαρτησίαν, εις την περίθαλψιν των εν Ευρώπη καταφυγουσών ελληνικών οικογενειών ό,τι εις την εκπαίδευσιν των τέκνων αυτών. Ποτέ δεν επειράθη, κατά το διάστημα τούτο, να προσεγγίση και πάλιν τον αυτοκράτορα, και, μεθ' όλην την προς αυτόν ειλικρινή αφοσίωσιν, δεν έγραψεν αυτώ ουδεμίαν άλλην επιστολήν, ή μόνον τας συνήθεις συγχαρητηρίους επί ταις εορταίς της αυτοκρατορικής οικογενείας. Ήτο δε αδύνατον ρώσος υπάλληλος να διαβή της Γενεύης, και να μη επισκεφθή αυτόν, ως αν ήτο εισέτι εν ενεργία υπουργός της Ρωσίας. «Εν Γενεύη, ως λέγει η συγγραφεύς Καρλότα Δε – Στώρ, κατώκει εις δύο μικρά δωμάτια ευτελούς τινος οικίας κατέναντι του μεγάρου Εϋνάρδου· έζη μετά της μεγαλειτέρας οικονομίας, εργαζόμενος από πρωίας μέχρι πέραν του μεσονυκτίου προς διέγερσιν της συμπαθείας της Δύσεως υπέρ των ηρωικώς μαχομένων τέκνων της Ελλάδος. Ημέραν τινά οικογενειακής συναναστροφής μοι είπε: «Σας φαίνεται ίσως παράδοξον, Κυρία, το να κατοικώ ούτως ενταύθα, αλλ' εικάζετε, ότι εφ' όσον κρούω τας θύρας των Δυνάμεων να ελεήσωσι τους πεινώντας και σφαζομένους αδελφούς μου, δεν μοι επιτρέπεται να δαπανώ, συν τω υπηρέτη μου, πλειότερα των πέντε φράγκων την ημέραν»· και τα δάκρυα αμέσως ύγραναν τους οφθαλμούς του»25.
Ούτω δε ζων εν Γενεύη ο Καποδίστριας, ουδέποτε διέλαθε την προσοχήν ούτε της Ευρώπης ούτε των αγωνιζομένων συμπατριωτών αυτού. Και σύμπαντα μεν τα φιλελληνικά κομητάτα της Δύσεως απ' αυτού σχεδόν ελάμβανον τας εμπνεύσεις είτε προς σύστασιν, είτε προς χρήσιν των δωρημάτων, είτε προς διευθέτησιν των ενεργειών αυτών, ών κοινή έδρα, κατά σύστασιν του Καποδιστρίου, υπήρξαν οι Παρίσιοι. Ούτως ειργάζετο, εν τω ταπεινώ εκείνω οικίσκω ο πρώην υπουργός της Ρωσίας, ο διά τας φιλελευθέρους αρχάς «ελευθερωτής και υπερασπιστής των ελευθεριών της Ευρώπης» αποκληθείς.
Εν τούτοις, η Ελληνική επανάστασις εξηκολούθει, αι νίκαι και αι ήτται των αντιπάλων ισοφάριζον αλλήλαις τω 1823 και ουδείς ηδύνατο να προΐδη την έκβασιν του ιερού αγώνος. Η μεν Αγγλία εδείκνυτο εχθρά τοις Έλλησιν, η δ' Αυστρία αναφανδόν εβοήθει τοις πολεμίοις αυτών, αλλ' η Ρωσία δεν επαύετο εγκαρδιούσα τους Χριστιανούς, έστω και διά κενών υποσχέσεων, έχουσα στρατόν εξ 100,000 ανδρών παρατεταγμένον παρά τα τουρκικά μεθόρια. Πλην ο Σουλτάν Μαχμούτ, διά των ενθαρρύνσεων Δυνάμεών τινων, και μάλιστα της Αυστρίας, παρεχούσης αυτώ παντοειδείς προμηθείας, εσχημάτισε στερράν απόφασιν όπως, μεθ' όλην την παρά τω λαώ και τοις Γενιτσάροις διαχυθείσαν αθυμίαν, παλαίση μέχρις εσχάτων κατά των απηυδηκότων Ελλήνων, χάρις δε τη μεσιτεία της Αγγλίας και Αυστρίας εύρε πολύτιμον σύμμαχον εκείνον, όν ως εχθρόν υπώπτευε τέως, ήτοι τον σατράπην της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλήν.
Ο Μεχμέτ Αλής κατείχε θέσιν ανεξαρτήτου ηγεμόνος εν Αιγύπτω και διά της εκτάκτου δραστηριότητος αυτού επέτυχε να εισαγάγη τάξιν τινά εν τη χώρα εκείνη, τη στερουμένη άχρι τούδε παντός πολιτικού διοργανισμού. Διά των Γάλλων αξιωματικών, ούς μεγάλως περιεποιήθη, εσχημάτισε κατ' ευρωπαϊκόν πρότυπον, ισχυρόν στρατόν, διά δε των εν τοις γαλλικοίς νεωρίοις αγοραζομένων πλοίων συνεκρότησε στόλον αξιόμαχον, τα προς συντήρησαν τούτων απαιτούμενα χρήματα ποριζόμενος εκ καταθλιπτικής φορολογίας των υπηκόων του. Τούτον λοιπόν τον σύμμαχον έσπευδε να προσοικειωθή ο Σουλτάν Μαχμούτ, αποτρέπων μεν από της ιδίας αυτού επικρατείας την ακόρεστον φιλοδοξίαν εκείνου αντιτάσσων δε τας σημαντικάς εκείνου δυνάμεις κατά των Ελλήνων· προς ζωηροτέραν δε ανάφλεξιν της φιλοδοξίας του Αιγυπτίου σατράπου προσήνεγκεν αυτώ το πασαλίκιον της Πελοποννήσου, επί τω όρω όμως μετά την κατάκτησιν αυτής (1824). Ο Μεχμέτ Αλής δεξάμενος το έργον, το μεγαλύναν την φήμην και την περιωπήν αυτού, έπεμψε τον υιόν Ιβραήμ μετά στρατού εκ 17,000 ανδρών εις Πελοπόννησον· αλλά καθ' οδόν ο σύμμαχος τουρκο – αιγυπτιακός στόλος συναντηθείς υπό του Έλληνος ναυάρχου Μιαούλη διεσκορπίσθη, ματαιωθείσης ούτω της εκστρατείας. Το επιόν έτος (1825) ο Ιβραήμ υπήρξεν ευτυχέστερος, δυνηθείς ν' αποβιβάση εις Μεθώνην στρατόν. Η πειθαρχία και ο ευρωπαϊκός διοργανισμός των Αιγυπτίων και η αριθμητική υπεροχή του συμμαχικού στρατού αφ' ενός, η εξακολουθούσα δε διχόνοια, ως είπομεν, των Ελλήνων οπλαρχηγών και αι εξ Ευρώπης αποθαρρυντικαί ειδήσεις αφ' ετέρου, επήνεγκον διαφόρους αποτυχίας των Ελλήνων, απολεσάντων βαθμηδόν διαφόρους οχυράς θέσεις της Πελοποννήσου· κατά θάλασσαν όμως εξηκολούθουν νικώντες οι στόλαρχοι των Ελλήνων, αντισταθμίζοντες πως τας επί της ξηράς συμφοράς.
Εν τούτοις, η επιμονή και εγκαρτέρησις των Ελλήνων αφ' ενός, αφ' ετέρου δε αι ενέργειαι του θύματος της μεττερνιχείου πολιτικής, του Καποδιστρίου, ήρξαντο κλονούσαι την αδιαφορίαν των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και εκκαίουσαι τας συμπαθείας των λαών, και δύο μεγάλαι δυνάμεις η Ρωσία και η Αγλία, επί τέλους, επελήφθησαν του έργου της μεσιτείας μεταξύ του Σουλτάνου και των επαναστατών Ελλήνων. Ήδη δ' αποθανόντος του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, ο νέος αυτοκράτωρ της Ρωσίας Νικόλαος, ανήρ αποφασιστικός και δραστήριος, δεν ηκολούθησε την μετριοπαθή πολιτικήν του πατρός [αδελφού] αυτού, αλλά διεκαίετο υπό του πόθου του να πραγματοποιήση τας εντολάς του προγόνου αυτού Πέτρου του Μεγάλου και εθεώρει τους Έλληνας ως αφορμήν καταλλήλου επεμβάσεως εις τα της Τουρκίας, ής τινος εζήτει τον διαμελισμόν. Ο Καποδίστριας βλέπων ότι τα των Ελλήνων έβαινον οπωσούν καλώς, δι' επιστολών επιτυχών έπεισεν, ως είπομεν, την μεγάλην ψυχήν του εκ των Ουίγων πρωθυπουργού της Αγγλίας Γεωργίου Κάνιγγ να συμπαθήση προς τον ελληνικόν αγώνα και εντός μικρού υπεγράφη πρωτόκολλον εν Πετρουπόλει μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας, το περίφημον πρωτόκολλον της 4 Απριλίου 1826, πρώτον τούτο περί των Ελληνικών πραγμάτων. Αντί πάσης δ' αναλύσεως αυτού παρέχομεν αυτό τούτο το πρωτόκολλον έχον ώδε:
Π ρ ω τ ό κ ο λ λ ο ν
περί των πραγμάτων της Ελλάδος, υπογραφέν εν Πετρουπόλει
την 23 Μαρτίου (4 Απριλίου) 1826 μεταξύ Ρωσίας
και της Μεγάλης Βρεττανίας
«Η Βρεττανική Α. Μ., επειδή παρεκλήθη παρά των Ελλήνων να μεσολαβήση εις την μεταξύ αυτών και της Οθωμανικής Πύλης συνδιαλλαγήν, αφ' ού επρόβαλεν εις την ρηθείσαν Δύναμιν την μεσιτείαν της, επιθυμούσα να συμφωνήση μετά της Α. Μ. του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών περί των επί τούτω μέτρων της Κυβερνήσεώς της, επιθυμίαν την οποίαν επίσης έχει και η Αυτοκρατορική Α. Μ. να καταπαύση ο κατά την Ελλάδα και το Αιγαίον πέλαγος πόλεμος διά συμβιβασμού αρμόζοντος εις τας αρχάς της θρησκείας, της δικαιοσύνης και της φιλανθρωπίας·
«Οι υποφαινόμενοι ώρισαν:
«Α') Ο εις την Πύλην προβληθησόμενος συμβιβασμός, εάν η Κυβέρνησις αύτη δεχθή την προταθείσαν μεσιτείαν, σκοπόν έχει να σχετίση τους Έλληνας προς την Οθωμανικήν Πύλην ως ακολούθως:
«Η Ελλάς θέλει εξαρτάσθαι από την Πύλην, και οι Έλληνες θέλουν πληρόνει εις αυτήν ετήσιον φόρον, το ποσόν του οποίου θέλει προσδιορισθή διά κοινής συγκαταθέσεως. Θέλουν κυβερνώνται από αρχάς, τας οποίας θέλουν διορίζει οι ίδιοι, αλλ' εις τον διορισμόν των η Πύλη θέλει ενασκεί κάποιαν επίδρασιν.
«Εις τοιαύτην κατάστασιν, οι Έλληνες θέλουν απολαμβάνει τελείαν ελευθερίαν συνειδήσεως, ολόκληρον ελευθερίαν εμπορίου, και θέλουν κανονίζει αφοριστικώς την εσωτερικήν αυτών κυβέρνησιν.
«Διά να εκτελεσθή δε πλήρης διαχώρισις μεταξύ των ατόμων των δύο εθνών και να εμποδισθούν αι συγκρούσεις, συνέπεια άφευκτος τόσον μακροχρονίου πολέμου, οι Έλληνες θέλουν αγοράσει τας εις την ήπειρον και εις τας νήσους της Ελλάδος κειμένας τουρκικάς κτήσεις.
«Β') Αφ' ού γίνη δεκτή η αρχή της μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων μεσιτείας, κατά συνέπειαν των επί τούτω γενομένων εν Κωνσταντινουπόλει παρά του πρέσβεως της Βρεττανικής Α. Μ. διαβημάτων, η Αυτοκρατορική Α. Μ. θέλει μεταχειρισθή καθ' όλας τας περιστάσεις την επιρροήν της διά να επιταχύνη τον σκοπόν της μεσιτείας ταύτης. Ο δε τρόπος και ο χρόνος καθ' όν η Αυτοκρατορική Α. Μ. θέλει συμμεθέξει εις τας μετέπειτα με την Οθωμανικήν Πύλην διαπραγματεύσεις, αίτινες θέλουν είναι η συνέπεια ταύτης της μεσιτείας, θέλουν προσδιορισθή ακολούθως με την συγκατάθεσιν των Κυβερνήσεων της Βρεττανικής Αυτοκρατορικής Α. Μεγαλειότητος.
«Γ') Οψέποτε η Πύλη δεν δεχθή την παρά της Βρεττανικής «Α. Μ προταθείσαν ες αυτήν μεσιτείαν, οποιαδήποτε και αν ήθελεν είναι η φύσις των προς την Τουρκικήν Κυβέρνησιν σχέσεων της Βρεττανικής Α. Μ., η Βρεττανική και Αυτοκρατορική Α. Μ. θέλουν φυλάξει πάντοτε τους εις το άρθρ. Α' του παρόντος πρωτοκόλλου παραδεχθέντες όρους του συμβιβασμού, ως βάσιν οποιασδήποτε συνδιαλλαγής μεταξύ της Πύλης και των Ελλήνων, και δεν θέλουν παραβλέψει καμμίαν αρμοδίαν ευκαιρίαν να μεταχειρισθούν την προς τα δύο διαμαχόμενα μέρη επιρροήν των, διά να κατορθώσουν την συνδιαλλαγήν κατά τας ανωτέρω βάσεις.
«Δ') Η Βρεττανική και η Αυτοκρατορική Α. Μ. επιφυλάττονται να παραδεχθούν μετέπειτα τα αναγκαία μέτρα διά να προσδιορίσουν τα καθέκαστα της περί ής ο λόγος συνδιαλλαγής, καθώς και τα σύνορα της γης, και τα ονόματα των νήσων του Αιγαίου πελάγους, αίτινες θέλουν συμπεριληφθή εις τα μέρη εκείνα, τα οποία θέλουν προταθή εις την Πύλην να γνωρίζη υπό το όνομα Ελλάς.
«Ε') Εις τον συμβιβασμόν τούτον, η Βρεττανική και η Αυτοκρατορική Α. Μ. δεν θέλουν ζητήσει καμμίαν αύξησιν γης, ούτε καμμίαν αποκλειστικήν επιρροήν ή πλεονέκτημα εις το εμπόριον των υπηκόων των, το οποίον να μη απολαμβάνουν επίσης και τα άλλα έθνη.
«ΣΤ') Η Βρεττανική και η Αυτοκρατορική Α. Μ., επιθυμούσαι να συμμετάσχουν και οι σύμμαχοί των εις τον οριστικόν συμβιβασμόν, του οποίου το παρόν πρωτόκολλον περιέχει το σχέδιον, θέλουν κοινοποιήσει εμπιστευτικώς την παρούσαν συνθήκην εις τας Αυλάς της Βιέννης, των Παρισίων και του Βερολίνου, και θέλουν προτείνει εις αυτάς το να στέρξουν να εγγυηθούν, μετά του Αυτοκράτορος της Ρωσίας, την συνθήκην, διά της οποίας θέλει εκτελεσθή η μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων συνδιαλλαγή, επειδή η Α. Βρεττανική Μεγαλειότης δεν δύναται να εγγυηθή παρομοίαν συνθήκην.
«Εν Πετρουπόλει, τη 4 Απριλίου (23 Μαρτίου) 1826.
ΟΥΕΛΛΙΓΚΤΩΝ, ΝΕΣΕΛΡΩΔ, ΛΙΕΒΕΝ.
Εν τούτοις η μετά Ρωσίας και Τουρκίας συναφθείσα τη 24)6 Οκτωβρίου 1826 προς διευθέτησιν διαφόρων εκκρεμών ζητημάτων συνθήκη του Άκερμαν μετέβαλε σημαντικώς υπέρ της Ρωσίας την του Βουκουρεστίου, αναγράψασα ως όρον την: «ελευθεροπλοΐαν του ρωσικού στόλου και πάσης άλλης ευρωπαϊκής σημαίας εν τω Ευξείνω, ανάμιξιν εν τη διοικήσει των παριστρίων ηγεμονιών, αίτινες περιήρχοντο εις το προ του 1821 καθεστώς, επανόρθωσιν των διά της συνθήκης του 1812 καθιερωθέντων προνομίων της Σερβίας, δι' ών οι Τούρκοι μόνον τα φρούρια εδικαιούντο να κατέχωσι, και σπουδαίας αποζημιώσεις υπέρ Ρώσων υπηκόων, ών τα εμπορικά σκάφη υπεχρεούτο να προστατεύη η Τουρκία κατά των Βερβερίνων πειρατών», η δε Αγγλία, ής εξηγέρθησαν, διά της συνθήκης εμπόριο ταύτης, αι κατά της Ρωσίας υπόνοιαι, μη θέλουσα ν' αφήση τοις Ρώσοις μόνοις ελεύθερον το στάδιον της υπέρ των Ελλήνων επεμβάσεως, απεφάσισε να επέμβη υπέρ αυτών, και διέταξε τον εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτήν ίνα μεσιτεύση παρά τη Πύλη.
Ο Καποδίστριας βλέπων την Γαλλίαν, ήν αυτός διά της εν Ακυισγράνω (Αιξ – λα – Σαπέλ) τω 1818 συνθήκης έσωσεν, αδιαφορούσαν προς την τον υπέρ όλων αγώνα αγωνιζομένων Ελλάδα, αφείς την Γενεύην επορεύθη, κατά Μάρτιον 1827, εις Παρισίους, ίνα εξεγείρη την συμπάθειαν του γαλλικού υπουργείου, παρ' ού έλαβε διαβεβαίωσιν περί της τελέσεως των παρακλήσεων αυτού. Επειδή δε η τουρκική κυβέρνησις απέκρουσε τας προτάσεις του Άγγλου πρεσβευτού περί μεσιτείας, αι τρεις δυνάμεις Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία υπέγραψαν τη 24)Ιουλίου 1827 συνθήκην εν Λονδίνω, δι' ής παρείχον τη Πύλη μηνιαίαν προθεσμίαν ίνα συνάψη μετά των Ελλήνων ανακωχήν, κατά την οποίαν ήθελον τεθή αι βάσεις της ειρήνης, και ου ιδιαίτερον και μυστικόν άρθρον διέτασσεν όπως, εν περιπτώσει αρνήσεως, εκβιασθή η απόφασις αύτη:
ΣΥΝΘΗΚΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΓΛΙΑΣ, ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑΣ
ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος
«Η Α. Μ. ο βασιλεύς του Ηνωμένου βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας, και Ιρλανδίας, η Α. Μ. ο βασιλεύς της Γαλλίας και Ναβάρρας, και η Α. Μ. ο Αυτοκράτωρ Πασών των Ρωσιών, γνωρίζοντες την ανάγκην του να επιθέσωσι τέλος εις τον αιματώδη πόλεμον, ο οποίος παραδίδων τας Ελληνικάς επαρχίας και τας νήσους του Αρχιπελάγους εις όλας τας αταξίας της αναρχίας, προξενεί καθ' εκάστην νέα εμπόδια εις το εμπόριον των Ευρωπαϊκών Επικρατειών, και δίδει αφορμήν εις πειρατείας, αι οποίαι όχι μόνον εκθέτουσι τους υπηκόους των Υψηλών συμφωνουσών Δυνάμεων εις σημαντικάς ζημίας, αλλά καθιστώσιν άφευκτον την ανάγκην του να λαμβάνωνται μέτρα πολυέξοδα διά την υπεράσπισιν του εμπορίου και την κατάσχεσιν της πειρατείας.
Και επειδή η Α. Μ. ο Βασιλεύς του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και Ιρλανδίας, και η Α. Μ. ο Βασιλεύς της Γαλλίας και Ναβάρρας, έλαβον, προς τούτοις, εκ μέρους των Ελλήνων την θερμήν παράκλησιν του να μεσολαβήσωσι προς την Οθωμανικήν Πύλην, και επειδή έχουν αι Αυτών Μεγαλειότητες, ως και η Α. Μ. ο Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσιών, την επιθυμίαν του να στήσουν την χύσιν του αίματος, και να εμποδίζουν τα κακά παντός είδους, τα οποία ειμπορούν να προέλθουν από την εξακολούθησιν τοιαύτης στάσεως των πραγμάτων.
Απεφάσισαν να ενώσουν τας δυνάμεις των, και να ρυθμίσουν τας περί τούτου εργασίας των δι' επισήμου συνθήκης με τον σκοπόν του να ανακαλέσουν την ειρήνην μεταξύ των διαμαχομένων μερών διά συμβιβασμού, τον οποίον υπαγορεύει επίσης η φιλανθρωπία και το συμφέρον της ησυχίας της Ευρώπης.
»Διά τούτο διώρισαν πληρεξουσίους Των να συζητήσουν, εγκρίνουν και υπογράψουν την ρηθείσαν συνθήκην· δηλαδή:
»Η Α. Μ. ο Βασιλεύς του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και Ιρλανδίας, τον εντιμότατον Ουιλλιέλμον υποκόμητα Δύδλεϋ, εκ των Ομοτίμων του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Ιρλανδίας, μέλος του μερικού Συμβουλίου της Βρεττανικής Α. Μ , και πρώτον Γραμματέα της Επικρατείας επί των εξωτερικών υποθέσεων.
Η Α. Μ. ο Βασιλεύς της Γαλλίας και Ναβάρρας, τον Πρίγκηπα Ιούλιον, Κόμητα Πολιγνάκ εκ των Ομοτίμων της Γαλλίας, Ιππέα των ταγμάτων της Χρ. Α. Μ., υποστράτηγον των Στρατευμάτων Του μέγαν σταυροφόρον του Τάγματος του Αγίου Μαυρικίου της Σαρδηνίας, και Πρέσβυν Του παρά τη Βρεττανική Α. Μ.
Και η Α. Μ. ο Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσιών τον Χριστόφορον Πρίγκηπα του Λίβεν, στρατηγόν του πεζικού των στατευμάτων της Α. Α. Μ., Γενικόν ανθυπασπιστήν Του, Ιππέα των ταγμάτων της Ρωσίας, και των του Μαύρου και Κοκκίνου Αετού της Πρωσσίας, και του Τάγματος των Γουέλφων του Ανοβέρου, Διοικητήν μέγαν σταυροφόρον του Τάγματος της Σπάθης και του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, έκτακτον Πρέσβυν και πληρεξούσιον της Α. Α. Μ. παρά τη Βρεττανική Α. Μ.
»Οι οποίοι κοινοποιήσαντες προς αλλήλους τα πληρεξούσια των, και ευρόντες αυτά εν καλή τάξει, εσυμφώνησαν κατά τα εξής:
»Άρθρ. 1. Αι συμφωνούσαι Δυνάμεις θέλουν προσφέρει την μεσιτείαν των εις την Οθωμανικήν Πύλην, με σκοπόν του να κατορθώσουν συμβιβασμόν μεταξύ Αυτής και των Ελλήνων.
»Αυτή η προσφορά της μεσιτείας θέλει γείνει προς την ειρημένην Δύναμιν (την Πύλην) αμέσως μετά την επικύρωσιν της παρούσης συνθήκης διά δηλοποιήσεως εγγράφου, υπογεγραμμένης συμφώνως από τους εν Κωνσταντινουπόλει πληρεξουσίους των συμμάχων Δυνάμεων, και ταυτοχρόνως θέλει ζητηθή και από τα δύο διαμαχόμενα μέρη άμεσος ανακωχή μεταξύ αυτών, ως προειδοποιητική αναπόφευκτος συμφωνία διά την έναρξιν οποιασδήποτε διαπραγματεύσεως.
»Άρθρ. 2. Ο προβληθησόμενος εις την Οθωμανικήν Πύλην συμβιβασμός θέλει επιστηριχθή εις τας ακολούθους βάσεις:
»Οι Έλληνες θέλουν γνωρίζει την υπεροχήν του Σουλτάνου, ως υπερέχοντος κυρίου (superieur lord suzerain), και κατά συνέπειαν αυτής της υπεροχής θέλουν πληρώνει εις το Οθωμανικόν Βασίλειον φόρον ετήσιον (relief), του οποίου το ποσόν θέλει διορισθή άπαξ διά παντός, διά κοινής συγκαταθέσεως· θέλουν κυβερνάσθαι από τας Αρχάς, τας οποίας αυτοί οι ίδιοι θέλουν εκλέγει και διορίζει· αλλ' εις τον διορισμόν αυτών η Πύλη θέλει έχει προσδιωρισμένην τινά ψήφον.
»Διά να κατορθωθεί εντελής διαχώρισις μεταξύ των προσώπων των δύο εθνών, και διά να προληφθώσιν αι συγκρούσεις, αι οποίαι είναι το αναπόφευκτον επόμενον τόσον πολυχρονίου σφαγής, οι Έλληνες θέλουν κατασταθή κύριοι της Τουρκικής ιδιοκτησίας, της τε επί της Στερεάς και της επί των νήσων της Ελλάδος κειμένης επί συμφωνία του να αποζημιώσουν τους πρώην κτήτορας, ή διά της πληρωμής ετησίας τινός ποσότητος, ήτις θέλει προστεθή εις τον φόρον τον πληρωθησόμενον εις την Πύλην, ή δι' άλλης τινός συμφωνίας της αυτής φύσεως.
» Άρθρ. 3. Τα μερικώτερα αυτού του συμβιβασμού, και τα όρια της γης επί της Στερεάς, και ο προσδιορισμός των νήσων του Αρχιπελάγους, εις τας οποίας θέλει προσαρμοσθή ο συμβιβασμός ούτος, θέλουν αποφασισθή εις επομένην διαπραγμάτευσιν μεταξύ των Υψηλών Δυνάμεων, και των δύο αντιφερομένων μερών.
»Άρθρ. 4. Αι συμφωνούσαι Δυνάμεις υποχρεούνται να εξακολουθήσωσι το σωτήριον έργον της ειρηνεύσεως της Ελλάδος επί των βάσεων, αι οποίαι εξετέθησαν εις τα προηγούμενα άρθρα, και να δώσουν άνευ της ελάχιστης αναβολής εις τους εν Κωνσταντινουπόλει Αντιπροσώπους Των όλας τας αναγκαίας οδηγίας διά την εκτέλεσιν της ήδη υπογραφομένης συνθήκης.
»Άρθρ. 5. Αι συμφωνούσαι Δυνάμεις δεν θέλουν ζητήσει εις αυτάς τας συμφωνίας, οποιανδήποτε αύξησιν ορίων γης, οποιανδήποτε αποκλειστικήν επιρροήν, οποιονδήποτε εμπορικόν πλεονέκτημα διά τους υπηκόους των, το οποίον οι υπήκοοι οποιουδήποτε άλλου έθνους να μη ειμπορούν επίσης ν' απολαύουν.
«Άρθρ. 6. Αι συμφωνίαι του συμβιβασμού και ειρήνης, αι οποίαι τελευταίον ήθελον εγκριθή μεταξύ των διαφερομένων μερών, θέλουν ασφαλισθή δι' εγγυήσεως εκείνων των Δυνάμεων, από τας υπογράφουσας την παρούσαν συνθήκην, αι οποίαι ήθελον κριθή ωφέλιμοι, ή ικαναί να δεχθώσιν αυτήν την υποχρέωσιν.
«Το είδος των αποτελεσμάτων αυτής της εγγυήσεως, θέλει γείνει αντικείμενον επομένων συμφωνιών μεταξύ των Υψηλών Δυνάμεων.
«Άρθρ. 7. Η παρούσα συνθήκη θέλει επικυρωθή, και αι επικυρώσεις θέλουν αλλαχθή εις δύο μήνας, ή ολιγώτερον, ει δυνατόν.
«Εις πίστωσιν τούτων οι αμοιβαίοι πληρεξούσιοι υπέγραψαν και επεσφράγισαν το παρόν.
«Εγράφη εν Λονδίνω, την 6 Ιουλίου 1827
(υπογρ .) ΔΥΔΛΕΥ, ΠΡΙΓΚΗΨ ΠΟΛΙΓΝΑΚ, ΛΙΒΕΝ
Άρθρον συμπληρωτικόν και μυστικόν
«Εάν η Οθωμανική Πύλη δεν ήθελε δεχθή εντός διαστήματος ενός μηνός την προβληθησομένην μεσιτείαν, αι Υψηλαί συμφωνούσαι Δυνάμεις, συμβιβάζονται εις τα ακόλουθα μέτρα:
«1). Θέλει δηλοποιηθή από τους εν Κωνσταντινουπόλει αντιπροσώπους Των εις την Πύλην, ότι τα δυσάρεστα επακόλουθα και τα δεινά, τα οποία δεικνύονται εις την φανεράν συνθήκην, ως αχώριστα από την κατάστασιν των πραγμάτων, η οποία διαρκεί εις την Ανατολήν κατά τα τελευταία έξ έτη, και της οποίας καταστάσεως το τέλος διά των μέσων, τα οποία ειμπορεί να μεταχειρισθή η Υψηλή Πύλη, φαίνεται ακόμη μακράν, υποχρεώνουν τας Υψηλάς συμφωνούσας Δυνάμεις να λάβουν άμεσα μέτρα προσεγγίσεως με τους Έλληνας.
»Πρέπει να εννοηθή ότι αυτή η προσέγγισις θέλει γείνει διά της συστάσεως εμπορικών σχέσεων με τους Έλληνας, αποστελλομένων προς αυτούς επ' αυτώ τω σκοπώ, και αντιπεμπομένων εκ μέρους αυτών προξένων, καθ' όσον καιρόν ήθελον υπάρχει παρά τοις Έλλησιν αρχαί αρμόδιαι εις την συντήρησιν παρομοίων σχέσεων.
«2). Εάν εν τω ρηθέντι διαστήματι του ενός μηνός η Πύλη δεν ήθελε δεχθή την ανακωχήν, την προβαλλομένην εις το 1ον άρθρον της φανεράς συνθήκης, ή εάν οι Έλληνες αρνηθώσι την εκτέλεσιν αυτού του άρθρου, αι Υψηλαί συμφωνούσαι Δυνάμεις θέλουν δηλώσει εις εκείνο των διαμαχομένων μερών, το οποίον ήθελεν επιθυμήσει την εξακολούθησιν των εχθροπραξιών, ή και εις τα δύο μέρη, αν ήναι ανάγκη, ότι αι ρηθείσαι Υψηλαί Δυνάμεις έχουν σκοπόν να βάλουν εις πράξιν όλα τα μέσα, τα οποία αι περιστάσεις ημπορούν να υπαγορεύσουν εις την φρόνησίν Των, διά να απολαύσουν το άμεσον αποτέλεσμα της ανακωχής, την οποίαν επιθυμούν, προλαμβάνουσαι καθ' όσον δύνανται κάθε σύγκρουσιν μεταξύ των αντιφερομένων μερών και τω όντι, αμέσως μετά την ρηθείσαν δήλωσιν, αι συμφωνούσαι Υψηλαί Δυνάμεις θέλουν μεταχειρισθή συμφώνως όλα των τα μέσα διά την εκτέλεσιν τούτου του σκοπού, χωρίς όμως να πάρουν οποιονδήποτε μέρος εις τας μεταξύ των δύο διαφερομένων μερών εχθροπραξίας.
«Επομένως αι Υψηλαί συμφωνούσαι δυνάμεις αμέσως μετά την υπογραφήν του παρόντος συμπληρωτικού και μυστικού άρθρου, θέλουν πέμψει οδηγίας συμπτωματικάς συμφώνους με όσα κατά πρόβλεψιν εσυμφωνήθησαν, προς τους Ναυάρχους τους κυβερνώντας τους στόλους των εις τας θαλάσσας της Ανατολής.
»3). Τελευταίον, εάν, εναντίον πάσης προσδοκίας, αυτά τα μέτρα δεν ήθελον αρκέσει εις το να κάμουν την Οθωμανικήν Πύλην να δεχθή τα προβλήματα των Υψηλών συμφωνουσών Δυνάμεων, ή εάν πάλιν οι Έλληνες απορρίψουν τας υπέρ αυτών συμφωνίας, τας γενομένας εις την σημερινήν συνθήκην, αι Υψηλαί Δυνάμεις ουχ ήττον θέλουν εξακολουθήσει το έργον της ειρηνοποιήσεως επάνω εις τας μεταξύ Αυτών συμφωνηθείσας βάσεις, και κατά συνέπειαν δίδουν από του νυν την άδειαν εις τους αμοιβαίους εν Λονδίνω Αντιπροσώπους Των, να συζητήσουν και προσδιορίσουν τα μετά ταύτα μέτρα, εις τα οποία ειμπορεί να γείνη χρεία να καταφύγουν.
»Το παρόν συμπληρωτικόν και μυστικόν άρθρον, θέλει έχει την αυτήν ισχύν, ως αν ήτο κατακεχωρημένον κατά λέξιν εις την σημερινήν Συνθήκην· θέλει δε επικυρωθή, και αι επικυρώσεις του θέλουν αλλαχθή συγχρόνως μετά της ρηθείσης συνθήκης.
»Εις πίστωσιν τούτων οι αμοιβαίως οι πληρεξούσιοι υπέγραψαν και εσφράγισαν αυτό».
Εγράφη εν Λονδίνω, την 6 Ιουλίου 1827
(υπογρ.) ΔΥΔΛΕΥ, ΠΡΙΓΚΗΨ ΠΟΛΙΓΝΑΚ, ΛΙΒΕΝ
Τοιαύτη ήτο η προσωρινή σωτηριώδης διά την Ελλάδα συνθήκη της 24)6 Ιουλίου 1827, δυνάμει της οποίας αι τρεις ευεργέτιδες δυνάμεις Ρωσία, Γαλλία και Αγγλία απέστειλαν τελεσίγραφον προς την Τουρκίαν προσκαλούσαι αυτήν εις την μετά των Ελλήνων ανακωχήν πολέμου.
Αλλά το περί τούτου επιδοθέν αυτή τελεσίγραφον η Πύλη ουδ' απαντήσεως ηξίωσε, και μικρόν μετά ταύτα νέος Αιγυπτιακός στόλος εξ ογδοήκοντα και εννέα πλοίων απεβίβασε 5,000 ανδρών εις Πελοπόννησον, ίνα δι' αυτών κατενεχθή το τελευταίον κατά της Ελληνικής επαναστάσεως τραύμα. Εν τω μεταξύ όμως, 2)14 Απριλίου 1827, η εν Τροιζήνι Τρίτη Εθνική Συνέλευσις εξέλεξε τον Ιωάννην Α. Καποδίστριαν Κυβερνήτην της Ελλάδος26 διά του υπ' αριθμόν ΣΤ' ψηφίσματος αυτής ως εξής:
Αριθμός ΣΤ'.
>Η Γενική Τρίτη των Ελλήνων Συνέλευσις
Θεωρούσα ότι η υψηλή επιστήμη του κυβερνάν την πολιτείαν και φέρειν προς ευδαιμονίαν τα έθνη, η εξωτερική και εσωτερική πολιτική, απαιτεί πολλήν πείραν και πολλά φώτα, τα οποία ο βάρβαρος Οθωμανός δεν επέτρεψε ποτέ εις τους Έλληνας.
Θεωρούσα ότι απαιτείται επί κεφαλής της Ελληνικής πολιτείας ο κατά πράξιν και θεωρείαν πολιτικός Έλλην διά να την κυβερνήση κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας
Ψηφίζει:
Α'. Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας εκλέγεται παρά της συνελεύσεως ταύτης, εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους, Κυβερνήτης της Ελλάδος και εμπιστεύεται την νομοτελεστικήν αυτής εξουσίαν.
Β'. Ως τοιούτος θέλει κυβερνήσει την Ελληνικήν πολιτείαν κατά τους καθεστώτας νόμους.
Γ. Η διάρκεια της επιτροπείας παρά του έθνους εις αυτόν εξουσίας προσδιορίζεται διά επτά χρόνους, αρχομένους από της σήμερον.
Δ'. Να ειδοποιηθή δι' έγγραφου ενυπογράφου από όλους τους πληρεξουσίους του έθνους προσκαλούμενος να έλθη εις την πατρίδα διά να αναλάβη τας ηνίας της Κυβερνήσεως.
Ε'. Διορίζεται τριμελής επιτροπή γνωριζομένη υπό το όνομα η αντικυβερνητική επιτροπή27 διά να κυβερνήση την Ελλάδα εν απουσία του και θέλει παύσει άμα φθάση ο Κυβερνήτης εις την Ελλάδα.
ς'. Το παρόν ψήφισμα να καταχωρηθή εις τον Κώδικα των ψηφισμάτων και κοινοποιηθή διά του τύπου.
Εν Τροιζήνι τη 2 Απριλίου 1827
Ο Πρόεδρος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΣΣΙΝΗΣ.
(Έπονται αι υπογραφαί των λοιπών πληρεξουσίων τον αριθμόν 115). 28
(Τ. Σ.) «Ο γραμματεύς της Συνελεύσεως
N. Σπηλιάδης
Ως εκ του άνω ψηφίσματος της Εθνοσυνελεύσεως, εμφαίνεται, ο Ιωάννης Καποδίστριας εθεωρήθη ως ο μόνος Έλλην ο δυνάμενος να κυβερνήση χρηστώς το έθνος, ούτινος ετάχθη κυβερνήτης, εφ' ώ και μετά έξ ημέρας παρέσχεν αυτώ την πληρεξουσιότητα να συνάψη μετά του εξωτερικού δάνειον· διότι ο τότε πόλεμος είχεν εξ ολοκλήρου εξαντλήσει το έθνος χρηματικώς. Το ψήφισμα δε δι' ου επληρεξουσιοδοτείτο ο κυβερνήτης είχεν ώδε:
Αριθμός ΙΒ'.
Η εθνική τρίτη των Ελλήνων Συνέλευσις
Θεωρούσα ότι ο πόλεμος απαιτεί χρήματα διά να ευτυχήση·
Θεωρούσα ότι το έθνος ένεκα των εκ του πολέμου δεινών δεν έχει κατά το παρόν πόρον χρημάτων εσωτερικώς ανάλογον των επειγουσών αναγκών της πατρίδος·
Θεωρούσα ότι διά τα έξοδα του πολέμου έχει ανάγκην από δάνειον εξωτερικόν.
Ψηφίζει:
Α'. Το Ελληνικόν έθνος ανοίγει και δέχεται μέχρι πέντε μιλλιουνίων διστήλων ταλλήρων πραγματικών ήτοι εκκαθαρισμένων δι' υποθήκης της εθνικής γης προς ασφάλειαν των δανειστών.
Β'. Επιτρέπεται η πληρεξουσιότης προς τον Κυβερνήτην της Ελλάδος κόμητα Ιωάννην Καποδίστριαν να πραγματευθή, όθεν κρίνει συμφερώτερον, το τρίτον τούτο δάνειον29 άνευ ζημίας των δανειστών του Α' και Β' δανείου, καθόσον αποβλέπει το δικαίωμα της υποθήκης επάνω εις την εθνικήν γην της Ελλάδος.
Γ'. Ανατίθεται εις τον πατριωτισμόν του Κυβερνήτου ο τρόπος των συμφωνιών του τρίτου τούτου δανείου.
Δ'. Από το τρίτον δάνειον θέλει πληρόνει τον τόκον των δύο προλαβόντων δανείων.
Ε'. Το παρόν ψήφισμα να καταχωρηθή εις τον κώδικα των ψηφισμάτων και κοινοποιηθή διά του τύπου.
Εξεδόθη τη 8 Απριλίου, εν Τροιζήνι
Ο Πρόεδρος
ΓΕΩΓΙΟΣ ΣΙΣΙΝΗΣ
(Έπονται αι υπογραφαί των λοιπών πληρεξουσίων τον αριθμόν 104)
(Τ. Σ.) Ο γραμματεύς της Συνελεύσεως
Ν. Σπηλιάδης
Κατά τον Βρετόν, ο Καποδίστριας, παρά τας δύο ταύτας ακαταμαχήτους ενδείξεις και τας δύο ταύτας επισήμους μαρτυρίας εμπιστοσύνης, ήν το Ελληνικόν έθνος παρέσχεν αυτώ διά των ψηφισμάτων, εφάνη ενδοιάζων αν έπρεπε να αποδεχθή ή να αρνηθή την υψίστην θέσιν εις ήν το έθνος εκάλεσεν αυτόν. Αλλ' ο τοιούτος αυτού ενδοιασμός προήρχετο εκ της πλήρους γνώσεως της αθλίας καταστάσεως εν ή διετέλει η Ελλάς, καταστάσεως, ήν προυκάλεσαν οι οιόμενοι είναι αναγεννήτορες αυτής. Προς τούτοις δε έβλεπε και την αβεβαιότητα και αδιαφορίαν σχεδόν των μεγάλων ανακτοβουλίων της Ευρώπης ως προς το Ελληνικόν ζήτημα· διότι εισέτι δεν είχεν υπογραφή η σύμβασις του Λονδίνου υπό της Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας (24]6 Ιουλίου 1827), η αβεβαιότης εβασίλευεν επί των Ελληνικών πραγμάτων, ο δε ορίζων της Ελλάδος ην κεκαλυμμένος υπό πυκνοτάτων νεφών επαπειλούντων ισχυράν καταιγίδα. Διότι μεθ' όλων την υπό της εν Τροιζήνι Εθνοσυνελεύσεως εκλογήν του Καποδιστρίου, μετά την διάλυσιν αυτής, η συμμορία των ολίγων εκείνων, οίτινες δεν επεθύμουν να έχωσιν επί κεφαλής τον Καποδίστριαν ουχί δι' άλλον λόγον ειμή μόνον διότι, του Καποδιστρίου ερχομένου εις Ελλάδα, δεν ήθελον έχει πλέον την ήν είχον επιρροήν εν τοις λαοίς της Ελλάδος, τα πάντα μετήλθον όπως την του κυβερνήτου εκλογήν ματαιώσωσιν, επί τούτω δε προσελκύσωσι, διά παντός μέσου, τους ισχύοντας τότε εκ των Ελλήνων και δι' αυτών να καταλύσωσι τα ήδη υπό του έθνους καλώς πεπραγμένα. Είς μάλιστα των βουλευτών της μερίδος αυτών ετόλμησεν εν μέση τη Βουλή να μέμψηται της αντικυβερνητικής επιτροπής επί ανυπάρκτοις καταχρήσεσιν εθνικών πραγμάτων και επεκαλείτο την Βουλήν όπως ενεργήση ανακρίσεις επί των καταγγελλομένων. Ταύτα δε λέγων ο υποβεβλημένος εκείνος βουλευτής είχεν εν νω να ζητήση την κατάργησιν της υπό της εθνικής πλειονοψηφίας δημιουργηθείσης Αντικυβερνητικής Επιτροπής, και ταύτης τελεσθείσης τον διορισμόν νέας εκ του αντικαποδιστριακού κόμματος αντικυβερνητικής επιτροπής, ήτις συγκαλούσα νέαν Εθνικήν Συνέλευσιν να ζητήση την κατάργησιν του ΣΤ' ψηφίσματος της εν Τροιζήνι Εθνοσυνελεύσεως, δι' ου ο Καποδίστριας εξελέγετο επί επταετίαν Κυβερνήτης της Ελλάδος. Ευτυχώς όμως το βουλευτικόν σώμα, ού προΐστατο ανήρ ευθύφρων και πατριώτης ο Νικόλαος Ρενιέρης, απέρριψε περιφρονητικώς την πρότασιν εκείνην και ούτως εματαιώθησαν ολοσχερώς τα αντεθνικά σχέδια της αντιπολιτεύσεως ζητησάσης προς στιγμήν να γεννήση τους εσωτερικούς σπαραγμούς, οίτινες καθ' όλον τον αγώνα ελυμαίνοντο την Ελλάδα.
Εν τούτοις ο Καποδίστριας μόλις μαθών εν Παρισίοις εξωδίκως τον εαυτού διορισμόν, αμέσως έσπευσε να αναχωρήση εις Πετρούπολιν, όπως, ως λέγει ο βιογράφος αυτού Στούρτσας30, ίδη τον τάφον του Αλεξάνδρου, συγχαρή τω νέω Τσάρω και εκφράση ελπίδας και φόβους αυτού περί της Ελλάδος, ής τινος αι τύχαι είπερ ποτέ και άλλοτε νυν αυτώ εναπέκειντο. Καθ' οδόν διήλθε διά Φράγκφουρτ (1 Μαΐου 1817), και εκείθεν διά Βέιμαρ όπως ίδη τον φίλον και συναγωνιστήν ιππότην Στάιν. Εκ Βέιμαρ μετέβη εις Βερολίνον και εκείθεν εις Πετρούπολιν. Άμα τη αφίξει απουσιάζοντος του Νικολάου εις περιοδείαν, επεσκέψατο το μέγαρον Πετρο – Παυλόφσκη, εν ώ εθάπτοντο οι Τσάροι της Ρωσίας και έχυσε δάκρυα θαλερά επί του τάφου του ευεργέτου αυτού Αλεξάνδρου του Α'. Μετ' ολίγον δε καταφθάς εις την πρωτεύουσαν ο Τσάρος Νικόλαος εδέξατο τον Καποδίστριαν, τον πιστόν και αφωσιωμένον υπουργόν του αδελφού, μετά μεγάλης χαράς και πολλών τιμών.
Επίσης μετ' ιδιαιτέρας χαράς είδον αυτόν και τα άλλα μέλη της αυτοκρατορικής οικογενείας και ιδίως η πρώην αυτοκράτειρα, ήτις και εξώρκισεν αυτόν λέγουσα: «Μη διά το όνομα Θεού υπάγητε εις την Ελλάδα, κύριε κόμη, διότι ηδύναντο εκεί να αποπειραθώσι κατά της ζωής σας. Σεις δε γνωρίζετε με ποίον τρόπον οι Έλληνες κατατρώγουσιν αλλήλους διά την επιθυμίαν του να εξουσιάζωσι πάντες, αλλά να μη υποτάσσηται ουδείς». Εις ταύτα όμως ο Καποδίστριας απεκρίθη τα εξής: «Κυρία, εάν εγώ αρνηθώ και η Ελλάς καταπέση, τι θα είπωσι περί εμού; Ιδού ο ανήρ ο οποίος ηδύνατο να την σώση ο οποίος προετίμησεν επιφανή θέσιν εις την Ρωσίαν της σωτηρίας της πατρίδος του, η οποία και εχάθη.. Άλλως τε, Κυρία μου, καθώς αφιέρωσα την νεότητά μου εις την υπηρεσίαν του ενδόξου ευεργέτου μου μακαρίτου υιού της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητός Σας, ομοίως δύναμαι κάλλιστα να προσφέρω εις την Ελλάδα θυσίαν το γηραλέον σώμα μου». Οι λόγοι της αυτοκράτειρας προφητικώ τινι τρόπω επηλήθευσαν δυστυχώς.
Εν Πετρουπόλει μένων έλαβε διά του αδελφού αυτού Βιάρου Καποδιστρίου αντίγραφα των ψηφισμάτων της εν Τροιζήνι Γ' εθνικής συνελεύσεως, ολίγω δε βραδύτερον επισήμως και παρ' αυτής της Εθνοσυνελεύσεως. Καθ' εκάστην σχεδόν εν Πετρουπόλει μένων ο Έλλην διπλωμάτης εγίνετο αντικείμενον ιδιαιτέρων προκλήσεων εν τοις ανακτόροις, κατά δε την πέμπτην συνέντευξιν μετά του αυτοκράτορος Νικολάου ζητήσας επιμόνως την από της ρωσικής υπηρεσίας παραίτησιν, άνευ της οποίας αδύνατον ην αυτώ να τηρήση ανεπηρέαστον την εν Ελλάδι νέαν θέσιν, έλαβεν αυτήν διά αυτοκρατορικού Ουκαζίου (διατάγματος), όπερ ο Τσάρος απηύθυνε προς την διευθύνουσαν Γερουσίαν, ίνα καταστήση αυτήν επισημοτέραν, ήτις και εδημοσίευσεν αυτήν εν τη Εφημερίδι της Ρωσικής Κυβερνήσεως ως εξής:
Τσαρσκοέσελο, τη 12 Ιουλίου 1827
«Καθ' ήν εξέφρασε προς Ημάς ευχήν ο ιδιαίτερος Ημών σύμβουλος κόμης Καποδίστριας ηυδοκήσαμεν να δώσωμεν αυτώ την από της Ημετέρας υπηρεσίας πλήρη και τελείαν παραίτησιν. Είναι ευχάριστον Ημίν να εκφράσωμεν αυτώ, επί τη ευκαιρία ταύτη, πάσαν Ημών την ευγνωμοσύνην διά τον πεφωτισμένον ζήλον μεθ' ού εξεπλήρωσε τα χρέη αυτού, διά την προς τα συμφέροντα και την δόξαν της Ρωσίας αφοσίωσιν αυτού και διά την αγάπην προς το σεβαστόν πρόσωπον του αγαπητού ημών αδελφού αοιδίμου αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, ού η μνήμη είναι ένδοξος, ούτινος πάντοτε εδικαίωσε την προς αυτόν εμπιστοσύνην.
»Ευδοκούμεν δε να διαβεβαιώσωμεν αυτόν περί της προς αυτόν αμετατρέπτου Ημών ευμενείας.
»Υπεγράφη ιδία χειρί της Α. Α. Μεγαλειότητος
ΝΙΚΟΛΑΟΣ.
Ο αυτοκράτωρ συν τη αποδοχή της από της ρωσικής υπηρεσίας παραιτήσεως του Έλληνος διπλωμάτου ηυδόκησε να απονείμη αυτώ σύνταξιν ισόβιον εξ 60,000 φράγκων, αλλ' ο αγέρωχος Καποδίστριας φρονίμως σκεπτόμενος απεποιήθη αυτήν θέλων να έχη πλήρη την από της ρωσικής επιρροής ανεξαρτησίαν και ο Νικόλαος θαυμάσας την αφιλοχρηματίαν του ανδρός εδικαίωσεν αυτόν. Ούτω λοιπόν ο Καποδίστριας ανεγνωρίσθη υπό της ευεργέτιδος Ρωσίας ως κυβερνήτης της Ελλάδος, τούτ' αυτό δε έπραξαν και τα ανακτοβούλια των Παρισίων και του Λονδίνου. Πολλά δε και επανειλημμένως λαλήσας προς τον αυτοκράτορα περί της μελλούσης πορείας αυτού, υπέβαλεν, επί τέλους, αυτώ και Υπόμνημα σπουδαίον και πειστικόν, δι' ού περιγράφων την τότε κατάστασιν της Ελλάδος και τας περί αυτής αντιζηλίας των Δυνάμεων, στέργει μεν την παραχωρηθείσαν ημιανεξαρτησσίαν, αλλ' αν οι Έλληνες, λέγει, «λάβουν καί τινας βοηθείας, εξ ών σκεπάζοντες τας πικροτέρας των στερήσεις, θέλουσιν εισαγάγει τάξιν τινά και εις την διοίκησιν και οικονομίαν των. Αν τούτο όμως στερηθώ το καταπειστικώτατον μέσον, άμα ασθενώς υποκρατούμενος επί του τόπου, ίσως οι Έλληνες δεν μοι δώσωσιν ήν θέλω τους ζητήσει πληρεξουσιότητα και παρασυρόμενοι από παραινέσεις ξένας της πολιτικής των επεμβαινουσών αυλών, ίσως και επιμείνωσιν εις το της παντελούς ανεξαρτησίας των. Τούτου γενομένου, η απόφασίς μου θέλει είσθαι, ή μάλλον ήδη και είναι, να μη λάβω ουδέν μέρος εις τα πράγματά των, αλλά ν' αποτρέξω εις την εστίαν μου κατά την γενέθλιον γην, και προβλέπων αναπολείπτους συμφοράς, ν' αρκεσθώ εις εκπλήρωσιν των καθηκόντων της θρησκείας και της φιλανθρωπίας περί το εσόμενον πλήθος των δυστυχών.
»Και ικετεύω την Υ. Μεγαλειότητα, ν' αποδεχθή την παρούσαν ανομολόγησιν, και να πιστεύση ότι ουδέποτε θέλω από ταχθή από τα εν αυτή. Εγώ δε μετά του φόρου της αϊδίου ευγνωμοσύνης μου επί ταις ευεργεσίαις Αυτής, συντάττω και τον του βαθυτάτου σεβασμού μεθ' ού ειμί κτλ.»31
Το έγγραφον τούτο, δημοσιευθέν βραδύτερον, και περιέχον παράγραφον, δι' ής διακηρύττει ότι σκοπός και αγών του μέλλοντος βίου αυτού έσεται το ευγνωμονείν, αλλά δικαιώσαι συνάμα την εμπιστοσύνην των Ελλήνων, το υπόμνημα, λέγομεν, τούτο εσχολίασαν ουχί ορθώς διάφοροι συγγραφείς, ών προεξάρχει ο Γερβίνος32, ισχυριζόμενος, ότι δι' αυτού ο Καποδίστριας τη μεν Ρωσία ωμολόγει τρόπον τινά όρκον πίστεως εις τα ρωσικά συμφέροντα, εαυτώ δε εξησφάλιζεν ηγεμονίαν, συγκειμένην μεν εκ της Πελοποννήσου καί τινων νήσων, εξαρτωμένην δε από της Τουρκίας, ώσπερ η Σερβία, η Μολδαυία και η Βλαχία, και ουδέν μέλλον έχουσαν. Αλλ' ο Γερβίνος φωράται ψευδόμενος, ως πας τις αναγνούς το υπόμνημα τούτο δύναται να κρίνη.
Όπως ποτ' αν η, ο Καποδίστριας απήλθε της ρωσικής πρωτευούσης τη 28 Ιουλίου 1827 ουδέν άλλο αποκομίζων εκ Ρωσίας και δι' ουδενός άλλου δεσμού προς αυτήν συνδεόμενος ή διά του της ευγνωμοσύνης, ήν πας τίμιος και χρηστός ανήρ πρέπει να οφείλη προς τους ευεργέτας αυτού. Έκτοτε δε δεν είδε πλέον την πρωτεύουσαν των Τσάρων, την κονίστραν του ενδόξου διπλωματικού σταδίου, δι' ού και την Ελλάδα ετίμησε και εαυτόν εις το απόγειον της δόξης ανεβίβασεν.
Ο Καποδίστριας τη 4 Αυγούστου κατέφθασε και αύθις εις Βερολίνον, ένθα εγένετο δεκτός μετά χαράς υπό της βασιλικής οικογενείας, παρ' ή απήλαυεν ιδιαιτέρας όλως αγάπης. Εντεύθεν δε έγραψε προς τον εν τη εν Βέιμαρ επαύλει αυτού διαμένοντα στενώτατον αυτού φίλον Στάιν την εξής ωραίαν επιστολήν:
«Εν μέσω ενδείας φοβεράς και συμφορών αναριθμήτων, εν μέσω λαού πεινώντος και υπό της κακοδαιμονίας μαστιζομένου, υπό της οθωμανικής δε ρομφαίας απειλουμένου, μέχρι τελείας καταστροφής, και απηλπισμένου να εύρη την δέουσαν βοήθειαν, όπως οδηγηθή εις το πέρας των αγώνων του, υπέρ του οποίου όμως πάσα γενναία ψυχή θα αισθάνεται αιωνίως συμπάθειαν βαθυτάτην, ως μη παύσαντος πώποτε να εμπνέη ζωηρότατον ενδιαφέρον εις όλους τους ανθρώπους, τους συγκινουμένους εκ των ιερών ονομάτων της θρησκείας, της πατρίδος και της ανθρωπότητος, το έργον μου, βεβαίως, θα ήναι δυσχερέστατον. Αν δε τολμώ ν' αποπειραθώ την εκτέλεσίν του, τούτο προέρχεται εκ της συνειδήσεως των εμών καθηκόντων, εκ της σταθεράς θελήσεως του να εκπληρώσω αυτά, και εκ της ελπίδος προσέτι ότι ο Θεός, εν τη δικαιοσύνη και εν τη ευσπλαγχνία του, και οι δυνατοί της γης, εν τη χριστιανική αυτών καλοκαγαθία, δεν θα με αφήσωσιν εγκαταλελειμμένον.»
Εκ Βερολίνου ανεχώρησε και τη 10 του αυτού μηνός έφθασεν εις Χάμβουργ, οπόθεν επιβάς του αγγλικού ατμοπλοίου «Βο Σόλιφε» ανεχώρησεν εις Λονδίνον.
Ενταύθα ήλπιζεν επί την καλοκαγαθίαν του φιλέλληνος πρωθυπουργού της Αγγλίας Γεωργίου Κάνιγγ, δι' ού και μόνου ήλπιζε να νικήση πάντα τα επιπροσθούντα εν τω μέλλοντι σταδίω προσκόμματα· αλλ' εις μάτην. Διότι ο Καποδίστριας κατέφθασεν εις Λονδίνον καθ' ήν ημέραν ενεταφίαζον τον αληθή φιλέλληνα Κάνιγγ! Ο θάνατος αυτού ην καίριον τω κόμητι τραύμα· Μόνον εν τω χρηματιστηρίω η άφιξις του Καποδιστρίου επήνεγκε λαμπρά αποτελέσματα, ως λέγει ο «Χρόνος» του Λονδίνου33. Η ανωτέρα διπλωματία προσηνέχθη αυτώ ψυχρώς· ο Βέλλιγκτον την αυτήν ετήρησε διαγωγήν ο δε λόρδος Γρέυ δεν έστερξε να ίδη αυτόν. Αλλά την ψυχρότητα πάντων υπερέβαλεν η του βασιλέως της Αγγλίας Γεωργίου του Δ', ως διηγήθη αυτήν αυτοπροσώπως ο Καποδίστριας τω Σπυρίδωνι Τρικούπη: «Φθάσας ο Κυβερνήτης εις Αγγλίαν, εζήτησε να προσκυνήση τον βασιλέα και μετά πολλάς ημέρας αφιχθείς κατά διαταγήν αυτού εις Βινδσώρην, όπου διέτριβεν, εισήχθη εις την πινακοθήκην του παλατίου· μετά πολλήν δε ώραν ηνεώχθη άλλη θύρα, εισήλθεν άνθρωπος υψηλού αναστήματος, ιδιωτικώς και αμελώς ενδεδυμένος, έκλεισε την θύραν και ήρχισε να παρατηρή τας ανακειμένας εικόνας και να προχωρή, όπου ίστατο ο Καποδίστριας. Ούτος και εκ του προσώπου και εκ του αναστήματος επείσθη ότι ήτο ο βασιλεύς, όν είχεν άλλοτε ιδεί, συνοδεύων εις Αγγλίαν τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον· απορών δ' επί τω παραδόξω τούτω τρόπω της εντεύξεως, ανέμενε το αποβησόμενον όρθιος, άφωνος και ακίνητος. Προχωρών ο βασιλεύς, κατήντησεν, όπου ίστατο ο Καποδίστριας, και ως αν τον συνήντησεν απροσδοκήτως ανεφώνησεν· Ah! vous êtes ici, mosier le comte! je suis bien aise de vous voir. (Α! είσθε εδώ, κύριε κόμη, είμαι πολύ ευχαριστημένος, διότι σας είδον). Ταύτα είπε και μηδ' απάντησιν αναμείνας απεχαιρέτησεν, απεμακρύνθη ησύχως, παρατηρών τας λοιπάς εικόνας και εξήλθε, δι' ής είχεν εισέλθει θύρας· τούτου γενομένου ήνοιξέ τις την θύραν, δι' ής εισήχθη ο Καποδίστριας, και τον προέπεμψεν εις την άμαξάν του, ως λαβούσης χώραν της μετά του βασιλέως συνεντεύξεώς του. Ο τρόπος ούτος εξεικόνισεν αποχρώντως την διάθεσιν της αγγλικής κυβερνήσεως προς τον Κυβερνήτην της Ελλάδος»34.
Τούτο και μόνον είναι, καθ' ημάς, ικανόν να δείξη το μέγεθος της αφοσιώσεως του Καποδιστρίου εις τα συμφέροντα της Πατρίδος του· διότι διπλωμάτης οξυδερκής οίος εχρημάτισεν εφ' άπαντα αυτού τον βίον, ο Καποδίστριας δεν ήτο δυνατόν να μη ηννόησε την έννοιαν της υποδοχής εκ μέρους του Γεωργίου Α'. Εγίνωσκε, λοιπόν, άριστα ο Καποδίστριας τα τε αίτια και τα αποτελέσματα της τοιαύτης υποδοχής· αλλά χάριν της πατρίδος εγένετο εκούσιον θύμα και ήχθη ως πρόβατον επί σφαγήν35. Περιττόν ίσως δεν είναι να προσθέσωμεν, ότι και εν Αγγλία υποσχέσεις μόνον έλαβεν, αλλ' ουδέν ούτε περί δανείου, ούτε περί άλλης βοηθείας χρηματικής κατώρθωσεν.
Η τοιαύτη δυσαρέσκεια των Άγγλων κατά του κυβερνήτου Καποδιστρίου παραχωρήσαντος υπό την προστασίαν αυτών κατά το 1814 την Επτάνησον, περί ού έγραφεν ο «Χρόνος» του Λονδίνου της 23 Αυγούστου 1830: «Εδέχθημεν την προστασίαν της Επτανήσου τη αιτήσει ενός Ρώσου υπουργού, καταγωγήν έχοντος ελληνικήν» προήρχετο εκ της μη εκλογής του Λεοπόλδου, όν η Αγγλία εζήτει, και εκ της αποδοχής του Καποδιστρίου του τίτλου: Κυβερνήτου της Ελλάδος, δι' ού κατέστρεψε τα αγγλικά σχέδια.
Εκ Λονδίνου απηύθυνεν ο Καποδίστριας και τα πρώτα αυτού έγγραφα προς τον πρόεδρον της Εθνοσυνελεύσεως Γεώργιον Σισσίνην και τον πρόεδρον της προσωρινής Κυβερνήσεως, έχοντα ώδε:
Προς τον Πρόεδρον της Εθνικής Συνελεύσεως
Εν Λ ο ν δ ί ν ω, την 11]23 Αυγούστου 1827
Κύριε!
»Ενώ ητοιμαζόμην ν' αναχωρήσω εκ της ρωσικής πρωτευούσης, έλαβον, διά του αδελφού μου την διακοίνωσιν της Υμετέρας Εξοχότητος και των πληρεξουσίων του έθνους, δι' ής μ' εγνωστοποιήθησαν δύο ψηφίσματα, το μεν περί της εκλογής εμού, ως προέδρου της ελληνικής κυβερνήσεως, το δε περί της διδομένης εις εμέ πληρεξουσιότητος, όπως διαπραγματευθώ εθνικόν δάνειον.
»Από του Μαΐου, άμα αφίχθην εις Πετρούπολιν, εφημερίδες και ιδιωτικαί επιστολαί μ' έκαμαν γνωστήν την τοσούτον κολακευτικήν και τοσούτον επίσημον διαβεβαίωσιν της εθνικής προς εμέ εμπιστοσύνης.
»Δεν θέλω κάμει λόγον προς την Υμετέραν Εξοχότητα και προς τους συναδέλφους υμών, ούτε περί των αισθημάτων εξ ών εμπνέομαι, υπ' όψει έχων τα περί ών ο λόγος ψηφίσματα, ούτε περί των ευχών ας απευθύνω προς τον Ύψιστον όπως επιδαψιλεύση και προς Υμάς, και προς εμέ επίσης, την δύναμιν, ίνα φθάσωμεν εις τον σκοπόν των μακρών και αιμοφύρτων θυσιών, εις άς το Ελληνικόν έθνος υπεβλήθη, και υποβάλλεται ήδη, επί τη ελπίδι της απολυτρώσεώς του.
»Θέλω λοιπόν περιορισθή, σήμερον, να Σας δώσω λόγον των μέχρι τούδε μικρών μου προσπαθειών, συγχρόνως δε και το μέτρον της εις το μέλλον πλήρους αφοσιώσεώς μου.
»Πληροφορηθείς την καταστροφήν των Αθηνών, τας χρηματικάς δυσχερείας της προσωρινής κυβερνήσεως, και την θλιβεράν ανάγκην εις την οποίαν ευρέθη αύτη όπως ζητήση την συνομολόγησιν δανείου, εν Επτανήσω, ικανού μόνον διά τινας ημέρας, έσπευσα, αντί πάσης απαντήσεως, ν' αποστείλω προς τον αδελφόν μου μέρος της μετριωτάτης περιουσίας μου, και τον παρήγγειλα να λάβη μετοχήν εις το δάνειον αυτό, αν τω όντι εγένετο, άλλως, να καταθέση, εις τας χείρας της προσωρινής κυβερνήσεως, δύο χιλιάδας λίρας στερλίνας. Συγχρόνως κατέφυγα προς τους εν τη αλλοδαπή πλουσίους ομογενείς, παρακαλέσας αυτούς ν' ακολουθήσωσι το παράδειγμα τούτο, και συντρέξωσι και αυτοί το κατά δύναμιν.
»Η προσπάθειά μου αύτη έτυχε, και η προσωρινή κυβέρνησις θα ευκολυνθεί ούτω, επί του παρόντος, προς θεραπείαν των μάλλον κατεπειγουσών αναγκών. Είπον επί του παρόντος, διότι ελπίζω, τη βοηθεία του Θεού και της συνέσεως υμών, το ημέτερον έθνος να λάβη ταχέως άλλην τινά ισχυροτέραν βοήθειαν.
»Κατά την ενεστώσαν των πραγμάτων κατάστασιν, η βοήθεια αυτή, διά να κατασταθεί ζωτική, δέον να έχη διπλούν σκοπόν. Δέον να εξαγάξη την Ελλάδα εκ της ολεθρίας απομονώσεώς της, και προσέτι να θέση αυτήν εις συνάφειαν μετά των κυριωτέρων ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Δέον η ισχυροτέρα αυτή βοήθεια να προμηθεύση εις αυτήν τα μέσα της υπάρξεως και της υπερασπίσεως, μέχρις ότου η κυβέρνησις δυνηθή να αποκαταστήση τάξιν τινά εν τη διοικήσει του έθνους, και ευρεθή τούτο εις κατάστασιν να επαρκή αφ' εαυτού εις τας ανάγκας του.
»Διά τούτο, εξαιρετικώς επεμελήθην τα μέγιστα ταύτα συμφέροντα, και θα εξακολουθήσω επιμελούμενος αυτά. Ένεκα δε τούτου, προτού αφιχθώ αυτόθι, θεωρώ αναγκαίον να διέλθω και εκ Παρισίων.
»Αν η Θεία Πρόνοια ευλογήση, και εις το μέλλον, τας προσπαθείας μου, τολμώ να ελπίσω ότι θα δυνηθώ να Σας παράσχω παρηγορίαν τινά, το δε έθνος, πιστεύω, δεν θα μου αρνηθή την εξουσίαν εκείνην, την οποίαν θα του ζητήσω, όπως κανονισθώσιν, εν τη νομίμω ενασκήσει των προταθέντων μοι σπουδαιοτάτων καθηκόντων όλα τα συνδιαλλακτικά μέτρα μετά των ευρωπαϊκών Αυλών, αίτινες θα παρέμβωσιν υπέρ της εθνικής σωτηρίας.
»Ουδέ στιγμήν μίαν θ' αφήσω να παρέλθη άπρακτος. Από την εις την άλλην ημέραν, ημπορεί ν' αποφασισθή περί της Ελλάδος το μέγα ζήτημα της ζωής ή του θανάτου. Τι θα γίνη μόνος ο Θεός το γνωρίζει. Αλλ' ας μην αποκρύψωμεν, κύριοι, ότι από υμάς εξαρτάται να έλθωσιν αι περιστάσεις ευνοϊκαί υπέρ του έθνους· και θα έλθωσιν (εστέ βεβαιότατοι περί τούτου), αν, ακλόνητοι μένοντες επί των αμεταβλήτων αρχών της αγίας ημών θρησκείας εργασθήτε εν σύμπνοια, και εν αγαθοπιστία εις το έργον της κοινής σωτηρίας, οι μεν εξ υμών φέροντες τα όπλα, όχι μόνον μετ' αφοσιώσεως και ανδρίας, αλλά και μετά αυστηράς πειθαρχίας εις τας διαταγάς των ανωτέρων σας, οι δε διοικούντες τον τόπον υπέρ του τόπου και όχι υπέρ ή κατά των δείνα συμφερόντων.
» Ενταύθα, κύριοι, παύω τον λόγον, αφίνων εις την υμετέραν σύνεσιν και εις την φιλοπατρίαν σας την φροντίδα του να καταμετρήσητε την μεγίστην ευθύνην την βαρύνουσαν τας υμετέρας κεφαλάς. Θεωρώ δε τιμήν το να συμμερισθώ μαζί σας την ευθύνην ταύτην, αλλά δεν διστάζω παντάπασι να επαναλάβω και ενταύθα ότι αδύνατον μου είναι να συμμερισθώ αυτήν προτού με ακούσετε, και προτού συγκατατεθήτε να μοι δώσετε όλην σας την εμπιστοσύνην, την οποίαν αισθάνομαι την ανάγκην να εμπνεύσω εις τας καρδίας σας.
«Μετά των διαπύρων ευχών μου, δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου μου υπολήψεως.
Αυθημερόν δε έγραψε και προς τον πρόεδρον της προσωρινής κυβερνήσεως τάδε:
Προς τον Πρόεδρον της προσωρινής κυβερνήσεως της Ελλάδος
Εν Λονδίνω, την 14]26 Αυγ. 1827
Κύριε!
«Δεν ηδυνάμην ν' απαντήσω πληρέστερον εις την επιστολήν, ήν η Υμ. Εξοχότης μ' έκαμε την τιμήν να με διευθύνη, παρά μεταβιβάζων προς υμάς ανοικτήν, την προς τον Πρόεδρον της εθνικής συνελεύσεως σημερινήν επιστολήν μου.
Μακρυτέρας εξηγήσεις δεν θα προήγαγον επί τα πρόσω το έργον υπέρ της τελέσεως του οποίου οφείλομεν να μεταχειρισθώμεν και όλον τον χρόνον μας και όλας τας προσπαθείας μας.
Ας εργασθώμεν υπέρ του ενδόξου αυτού έργου. Ας εργασθώμεν εν αγαθή πίστει, μετ' αφιλοκερδείας, συμπνοίας και συνέσεως. Η κοινή αύτη υποχρέωσις είναι η πρωτίστη των ιδικών μας υποχρεώσεων, και αν ο Θεός μεθ' ημών, η πατρίς θα σωθή.
Μετά την εις την Ελλάδα άφιξίν μου, διαφυλάττομαι να κάμω τη Υμετέρα Εξοχότητι γνωστοποιήσεις υψίστου συμφέροντος, συνοψιζούσας το μέλλον, και, κατά τας ελπίδας μου, την σωτηρίαν της ημετέρας πατρίδος.»
Αι επιστολαί αύται, της εθνοσυνελεύσεως διαλυθείσης ήδη, μετά χαράς ανεγνώσθησαν εν τη Βουλή και προυξένησαν μεγίστην παρηγορίαν και διεβεβαίωσαν περί της προσεχούς αφίξεως του Κυβερνήτου, περί του οποίου τινές διέδιδον ότι δεν απεδέξατο την υψηλήν της πατρίδος πρόσκλησιν. Εκ της πρώτης μάλιστα επιστολής μανθάνομεν ότι το εκ της πωλήσεως των επίπλων αυτού ποσόν εις 2,000 λιρών αγγλικών ανερχόμενον απέστειλε προς τον εν Κερκύρα διαμένοντα αδελφόν Βιάρον όπως εγχειρίση αυτάς τη προσωρινή κυβερνήσει και ότι έγραψε προς τους εν τω εξωτερικώ (Μόσχαν, Οδησσόν, Λιβόρνον, Τεργέστην και Βενετίαν) Έλληνας, οίτινες έπεμψαν εις Ελλάδα περί τας 100,000 φράγκων, όπως επαρκέσωσιν εις τας πρώτας ανάγκας της πατρίδος, την αντικυβερνητικήν επιτροπήν της οποίας διαβεβαίωσεν ότι προσεχώς αι ευεργέτιδες δυνάμεις θα εφρόντιζον περί του δανείου.
Προς τούτοις, ο Καποδίστριας εν Λονδίνω διαμένων τη 31 Αυγούστου 1827 απηύθυνε προς τα τρία ανακτοβούλια των την σύμβασιν της 24]6 Ιουλίου υπογραψασών δυνάμεων το επόμενον Υπόμνημα δι' ού εξαιτείται χρηματικάς βοηθείας, όπως δυνηθή να ενεργήση τα προς διευθέτησιν των της Ελλάδος. Το Υπόμνημα τούτο έχει ώδε:
«Η εν Λονδίνω συνθήκη της 6 Ιουλίου αναγγέλλει ότι η χύσις του αίματος και τα δυστυχήματα όσα από του 1821 ερημούσι τα προς Ανατολάς, και βάλλουσιν εις κίνδυνoν τα μέγιστα συμφέροντα, θα παύσωσι, και επομένως δεν θα διαταραχθή εκ τούτων η ειρήνη, την οποίαν η Ευρώπη απολαύει διότι προς τον σκοπόν τούτον αι δυνάμεις της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας προσφέρουσι διά της μεσιτείας και εγγυήσεώς των, προς μεν τον Σουλτάνον έντιμον με την Ελλάδα ειρηνοποίησιν, προς δε τους Έλληνας τον τρόπον του ν' απαλλαγώσιν από την ολεθρίαν απομόνωσίν των, να βελτιώσωσι την ενεστώσαν κατάστασίν των και τέλος να ελπίσωσιν ευτυχέστερον μέλλον. Αλλά τα μυστικοσυμβούλια αυτών, μελετώντα τας περιστάσεις όσαι δύνανται να βραδύνωσιν ή να επενέγκωσι δυσνίκητα εμπόδια εις την κατορθώσιν της σωτηριώδους όλα θέσεώς των, και ζητούντα να προλάβωσιν ή να υπερνικήσωσιν όλα ταναντία, θα καταπεισθώσιν ότι δεν θα φθάσωσι τον σκοπόν των δυνάμεων ευτυχώς πως, ειμή μόνον απαλλάττοντα την Ελλάδα όσον τάχιον από την αθλιωτάτην και αξιοθρήνητον κατάστασιν, εις την οποίαν έφθασεν εξ αιτίας του οκταετούς εξολοθρευτικού πολέμου και των εξ αυτού συμφορών.
Εν υποθέσει ότι οι Τούρκοι αποδέχονται ή απορρίπτουσι την μεσιτείαν των Δυνάμεων, θα εξετάσωμεν εν συντόμω με ποίον τρόπον αι Δυνάμεις αύται θα κατορθώσωσιν, ώστε να πληρωθώσιν αι ευχαί των και αι ευχαί της Ευρώπης και της ανθρωπότητος. Εν υποθέσει ότι οι Τούρκοι και οι Έλληνες αποδέχονται την συνθήκην της 6 Ιουλίου, ότε ήρχισαν αι πραγματικαί διαπραγματεύσεις μεταξύ αυτών, και τέλος έγεινε σύμβασις διά της μεσιτείας και υπό την εγγύησιν των τριών Δυνάμεων. Εις την παρούσαν κατάστασιν της Ελλάδος, και καθ' ήν θα ευρεθή αύτη αφ' ού παύσωσιν αι εχθροπραξίαι, ποίαν ηθικήν ή υλικήν εγγύησιν θα δυνηθή να προσενέγκη αμοιβαίως εις τας Δυνάμεις η Κυβέρνησίς της, και πώς θα τολμήση να τας βεβαιώση ότι θα εκπληρώση τα υπεσχημένα; Και αν θα υποσχεθή με τον επισημότερον τρόπον κατά τούτο, ποίους τρόπους έχει εις την διάθεσίν της, ώστε να δυνηθή να τα εκπληρώση; Προ τριών οι Έλληνες δεν υπάρχουσιν, ουδέ πολεμούσιν, ειμή διά των βοηθημάτων, τα οποία χρεωστούσιν εις την ελεημοσύνην των Χριστιανών της Ευρώπης. Αι γαίαι των εις τε την Πελοπόννησον και εις την Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα είναι αγεώργητοι, αφ' ότου οι Τούρκοι φέρουσιν εκεί την ερήμωσιν και τον θάνατον διότι οι γεωργοί φέρουσι τα όπλα, και αι οικογένειαί των ή ηχμαλωτίσθησαν ή διεσκορπίσθησαν εις τας νήσους, ή κατέφυγον εις βράχους απροσίτους. Αι κώμαι, τα χωρία και αι πόλεις της Ελλάδος κατεστράφησαν και κατήντησαν ερείπια και ερημίαι· άλλο δεν έμεινεν εις τους κατοίκους της, ειμή ο αρχαίος χαρακτήρ αυτών, και η ομόφωνος και αμετάθετος απόφασίς των, να μη υποκύψωσιν εις τον ζυγόν του Τούρκου ή άλλου τινός ξένου. Αλλ' οι ούτως ευγενώς διατεθειμένοι Έλληνες, λαός και αρχηγοί, εξ αιτίας του πολέμου, και των εξ αυτού δεινών και της αναρχίας δεν θέλουσι να κατασταθή Κυβέρνησις ισχυρά, και δυναμένη να διομολόγηση και να εκπληρώση τα διωμολογημένα σύμφωνα με την συνθήκην της 6 Ιουλίου, και την απόφασιν των μεσιτευουσών Δυνάμεων. Και από ποίαν εντόπιον πηγήν ηθικήν ή χρηματικήν οποιαδήποτε Κυβέρνησις θα εξαρτύση εις την Ελλάδα σήμερον την επιρροήν της, την υπόληψίν της, την εξουσίαν της, και τους τρόπους να ενεργήση τα χρέη της; Είναι το αυτό ή ως αν ήθελε να μη γνωρίση τις την φύσιν των ανθρώπων, ή να κρίνη προκατειλημμένως και αδίκως περί του φονικού πολέμου των Ελλήνων, αν θελήση να τους ονειδίση διά την εξ αυτών αθλίαν κατάστασίν των; ή να βάλη βάσιν εις εγγύησίν τινα συνισταμένην εις πράξιν υπογεγραμμένην από την Κυβέρνησίν του, Κυβέρνησιν πολιορκουμένην από παντοίας επειγούσας ανάγκας, και κατακυριευμένην από την αυτογνώμονα θέλησιν παληκαρίων, των οποίων η κακομοιρία αποτελεί την δύναμιν, και των οποίων η απελπισία δικαιώνει πολλάκις τας καταχρήσεις. Και όμως ποίαν εγγύησιν ηδύναντο αι δυνάμεις να λάβωσιν από την Ελλάδα διά να εγγυηθώσιν ωσαύτως εκ μέρους των εις τους Τούρκους, ότι οι Έλληνες θα εκτελέσωσι τας αποφάσεις, τας οποίας θα κάμωσι μεσολαβούσαι; Άλλον τρόπον δεν έχουσι προς τούτο, ειμή να καταλάβωσι στρατιωτικώς ωχυρουμένας τινάς θέσεις, ή κανέν φρούριον, ή καμμίαν νήσον. Αλλά τούτο δεν συμβιβάζεται με την συνθήκην της 6 Ιουλίου και με τον ειρηνοποιόν σκοπόν των. Οι αυτοί στοχασμοί γίνονται εναργέστεροι εν υποθέσει ότι η Πύλη θ' απορρίψη την μεσιτείαν των.
«Είμεθα πεπεισμένοι ότι οι Έλληνες θα προθυμηθώσι να συναινέσωσιν εις την ειρημένην συνθήκην, έχοντες εντελή εμπιστοσύνην εις τους χριστιανικούς και καλοκάγαθους σκοπούς των συμμάχων Δυνάμεων.
«Αλλά εις την παρούσαν κατάστασίν των όλως γυμνοί και άποροι όντες θα παρέβαινον το πρώτον και ιερώτερον χρέος των, αν δεν εζήτουν από τους βασιλείς βοήθειάν τινα, διά ν' αποφύγωσι τους απείρους κινδύνους, εις τους οποίους τους ρίπτουσιν αφ' ενός η παντελής έλλειψις τροφών, και αφ' ετέρου αι προσπάθειαι των Τούρκων να κατακτήσωσι την Πελοπόννησον, εν ώ χωρίς της ετοίμου βοηθείας των Δυνάμεων θ' απολεσθώσιν ήδη, ότε αύται απεφάσισαν να τους σώσωσιν. Είναι δε πιθανόν να τους φυλάξη και τώρα η θεία Πρόνοια θαυματουργούσα· πλην αυτοί θα εξακολουθήσωσι παλαίοντες εναντίον τριών εχθρών επίσης φοβερών, της παμπτωχείας, της αναρχίας και των Τούρκων, αλλ' όχι βέβαια μη προξενούντες λίαν δεινά και κινδυνώδη αποτελέσματα τόσον δι' εαυτούς, όσον και διά την διατήρησιν της ειρήνης εις τον Βόσπορον. Και αν δε οι συμμαχικοί στόλοι εμποδίσωσι τον Ιμπραχίμ να λάβη νέας δυνάμεις από την Αίγυπτον, τάχα δεν είναι φόβος μη λάβη από την Ήπειρον και την Αλβανίαν βοήθειαν στρατευμάτων, διά ν' εξακολουθήση ακμαίως τον πόλεμον, και να καταθραύση τα λείψανα των λαών, των καταφυγόντων υπό τα τείχη του Ναυπλίου και δύο άλλων φρουρίων, και τότε να παραδοθώσιν εις αυτόν αι πεινώσαι φρουραί παραδίδουσαι τα φρούρια αυτά; Εν υποθέσει τέλος ότι, ο Ιμπραχίμ θα βιασθή να σταθή ή και να φύγη από την Πελοπόννησον, τάχα τα φρούρια όσα μένουσιν εις την εξουσίαν των Τούρκων είναι δυνατόν να παραδοθώσιν επί συνθήκη εις την Κυβέρνησιν, μη δυναμένην να τους υποχρεώση εις τούτο, και ως εκ των προτέρων μη έχουσαν καμμίαν υπόληψιν εις τους πλουσίους και δυνατούς των Τούρκων, οίτινες είναι τα νεύρα των φρουρών των; μενόντων άρα φρουρίων εν τη Πελοποννήσω εις την εξουσίαν των Τούρκων, δύνανταί ποτε να ελπίσωσιν αι Δυνάμεις να εκτελεσθή διά μέσου διαπραγματεύσεων το β' άρθρον της συνθήκης, το ορίζον παντελή διαχωρισμόν των δύο εθνών προς αποφυγήν νέων μεταξύ αυτών συγκρούσεων;
«Αν αφ' ετέρου οι Τούρκοι ισχυρογνωμούντες εξακολουθήσωσι τον κατά των Ελλήνων πόλεμον, και αν νέαι καταστροφαί εφελκύσωσι την συμπάθειαν της Ευρώπης επί τους Έλληνας, δεν θα αναγκασθώσιν αι Δυνάμεις να παραδεχθώσι δραστηριώτερα μέτρα, τα οποία θα αποτελέσωσιν ό,τι αύται επιθυμούσι να αποφύγωσιν, ό εστι τον πόλεμον;
«Αλλ' αι Δυνάμεις δεν έχουσι να φοβηθώσι τοιούτον τι, αν προμηθεύσωσιν ολίγα βοηθήματα εις τους Έλληνας, ώστε να δυνηθώσιν ούτοι να συστήσωσι κυβέρνησιν, δυναμένην να ενεργή σταθερώς και προς ένα σκοπόν αμετάτρεπτον τα τε στρατιωτικά και ιδιωτικά χρέη της, ήτις, αφ' ού ανακαλύψη εις το έθνος τους κεκρυμμένους πόρους του, να τω χορηγήση τους τρόπους του να επαρκέση εντός ολίγου εις εαυτό, και να εκπληρώση εντίμως ό,τι αν ήθελεν υποσχεθή η Κυβέρνησίς του, καίτοι εξακολουθούσα τον κατά των Τούρκων πόλεμον.
«Αφ' όλα τα εκβιαστικά μέτρα, όσα απαιτούνται να εκπληρωθεί η συνθήκη της 6 Ιουλίου, το να δώσωσιν εις τους Έλληνας διά τινων βοηθημάτων την δύναμιν να την εκτελέσωσι, θα ήτο το μόνον όπερ συνάδει παντελώς με το πνεύμα και με τον σκοπόν της. Τούτο μόνον θα καταπείση τον Σουλτάνον ότι αι σύμμαχοι Δυνάμεις θέλουσιν αφεύκτως την ειρήνην της Ανατολής διά της σωτηρίας των Ελλήνων. Τούτο μόνον δύναται να βιάση τους Τούρκους να συναινέσωσιν εις ό,τι θέλουσιν αι Δυνάμεις, και επομένως να μη χρειασθώσιν αύται άλλα μέτρα, τα οποία δύνανται να κινήσωσιν εις αμέσους εχθροπραξίας την Αγγλίας, Γαλλίαν, Ρωσίαν και Τουρκίαν.
«Τούτου δοθέντος, τα Μυστικοσυμβούλια των συμμάχων θα έκρινον εύλογον να δηλοποιήσωσιν εις την Πύλην ότι αι Δυνάμεις σέβονται τας αποφάσεις της, και δεν θέλουσι να την βιάσει να τας μεταβάλει· πλην διά τους αυτούς λόγους δεν μεταβάλλουσα και αύται τας ιδικάς των, και επομένως θα εκπληρώσωσι τα της συνθήκης πιστώς, διατηρούσαι φιλικάς σχέσεις με τους Έλληνας. Αν δε τούτο θεωρηθή από την Πύλην ως εχθροπραξία, αύτη δύναται να κηρύξη τον πόλεμον εις τας μεσολαβούσας Δυνάμεις και τότε θα λάβωσι και αύται αμυντικά μέτρα υπέρ εαυτών· αλλ' είναι δυνατόν να υποτεθή ότι ετυφλώθη τόσον, ώστε να κηρύξη τω όντι πόλεμον κατά της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, και ούτω να εκθέση την μητρόπολίν της εις το να πάθη υπό της πείνης εντός ολίγου και ίσως να προκαλέση την πτώσιν της αυτοκρατορίας; τι άρα μέλλει να πράξη; ή θα φυλάξη σιωπήν, ή θ' αποκάμη απαιτούσα να παύσωσιν αι τοιαύται σχέσεις, και τούτο θα συντελέση επί πλέον να διατηρηθή η ειρήνη εις τον Βόσπορον· ο δε χρόνος θα δώση τέλος εις τα της συνθήκης και ίσως θα δώση τέλος αναγκάζων και όλας τας Δυνάμεις της Ευρώπης να συναινέσωσιν εκουσίως εις αυτήν.
«Αλλά χορηγούσαι εις τους Έλληνας τ' απαιτούμενα βοηθήματα αι Δυνάμεις δεν λαμβάνουσι τάχα πραγματικώς μέρος ενεργόν εις τας μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων εχθροπραξίας, αντιβαίνουσαι εις την συνθήκην, και δεν εκτρέπονται από τον οποίον εχάραξαν εις εαυτάς όρον, επ' ελπίδι να υποχρεώσωσι τους Τούρκους να δεχθώσι την μεσιτείαν των; Η παρουσία εις το Αρχιπέλαγος των συμμαχικών στόλων, και η εκ τούτων συνάφεια και αι σχέσεις των Δυνάμεων με τους Έλληνας απαντώσιν εις αυτάς τας ενστάσεις, και μάλιστα φαίνεται ότι νομιμοποιούσιν εις τα όμματα των Τούρκων την οποίαν οι Έλληνες επικαλούνται βοήθειαν. Πλην και διατί αι Δυνάμεις δεν δηλοποιούσιν εις τους Τούρκους, ότι θέλουσι να επιτύχωσι τον σκοπόν, θέλουσι σταθερώς και αμεταθέτως τα προς τον σκοπόν αυτόν φέροντα, και ότι επομένως εχορήγησαν βοηθήματα εις τους Έλληνας, είτε διά να τους βάλωσιν εις θέσιν να εκπληρώσωσι προς την Πύλην αυτήν (αν δεχθή την μεσιτείαν) ό,τι αν υποσχεθώσι δυνάμει της συνθήκης, είτε διά να τους προμηθεύσωσι τους τρόπους του να υπάρξωσι και υπερασπίσωσιν εαυτούς εις περίπτωσιν, καθ' ήν η Πύλη τυφλώττουσα ως προς τα διά της συμφέροντα, ήθελεν απωθήσει την οποίαν αι Δυνάμεις τη ορέγουσι χείρα βοηθείας;
«Η αλήθεια, αν και λυπηρά, πλήττει όλας τας διανοίας, και οι Τούρκοι αυτοί, τέλος πάντων, θα την γνωρίσωσιν, ώστε, αν ήναι τρόπος να τους βιάσει να υποχωρήσωσιν εις την ανάγκην χωρίς πολέμου, άλλος τρόπος δεν φαίνεται ειμή μόνος ο παρ' ημών προβαλλόμενος· ούτως αι σύμμαχοι Δυνάμεις με ένα μόνον λόγον και διά τινος βοηθείας, ήτις θα τας επιβάλη θυσίας ακαριαίας και μη ανάλογους με τους οποίους θα προκαταλάβη κινδύνους, θ' αποσκεδάσωσι τους φόβους του πολέμου εις τον Βόσπορον, και θα σώσωσι την Ελλάδα. Εξηγούμεν τον στοχασμόν μας. Τραπεζίται αξιοσέβαστοι είναι έτοιμοι να συμφωνήσωσι με την Ελλάδα δάνειον ενός εκατομμυρίου λιρών στερλινών προς ογδοήντα ή ογδοήντα πέντε καθ' εκατόν και με τόκον προς πέντε καθ' εκατόν· όμως απαιτούσι την εγγύησιν της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας διά τα επιμερίσματα του αυτού δανείου. Αν λοιπόν αι Δυνάμεις δώσωσι την εγγύησίν των, θα υποχρεωθώσι να πληρώσωσιν είκοσι χιλιάδας λίρας κατ' έτος εκάστη, και εκτός των τόκων χρεώλυτρον προς έν καθ' εκατόν, και η δόσις αυτή δεν θ' απαιτήται εις χρήματα, διότι οι Τραπεζίται δανεισταί υπόσχονται να την πληρώνωσιν αυτοί, λαμβάνοντες αναγραφάς ισαξίας επί του μεγάλου βιβλίου του Δημοσίου χρέους εκάστης κυβερνήσεως. Το δ' εκ τούτου κεφάλαιον εις την διάθεσιν της Ελλάδος τιθέμενον, αφ' ενός μεν θα χρησιμεύση εις εξόφλησιν των δύο δανείων του Λονδίνου, αφ' ετέρου δε θα χορηγήση εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τα μέσα να διευθετήση τα προς άμυναν της Ελλάδος, και να βάλη εις ενέργειαν τους πόρους της.
«Η δε διάρκεια της εγγυήσεως αυτών θα είναι πραγματικώς ολιγοετής· διότι δεν θα επεκταθή ειμή άχρι της ημέρας εκείνης, καθ' ήν η Ελλάς απολαύουσα πάλιν δημοσίας πίστεως και χρήσιμα τα σημαντικά πλούτη των γαιών της κατασταίνουσα, θα εύρη ευκόλως τους τρόπους να συμφωνήση υπό την ιδίαν της εγγύησιν νέον δάνειον, ότε και θα εκπληρώση τας υποχρεώσεις της προς τας Δυνάμεις. Αν όμως προτιμήσωσιν αύται να δανείσωσιν αμέσως εις τους Έλληνας ποσότητά τινα, άπαξ πληρωτέαν, και να λάβωσιν ευλογοφανή τόκον και εγγύησιν οποίαν εγκρίνουσι, τότε η ποσότης αύτη, διά να επαρκέση εις τας σημερινάς ανάγκας και εις τους ανωτέρω εκτεθειμένους σκοπούς, δεν πρέπει να είναι ολιγωτέρα των εννεακοσίων χιλιάδων λιρών στερλινών, τριακοσίων δηλαδή χιλιάδων δι' εκάστην δύναμιν. Αν τέλος πάντων αι Δυνάμεις δεν δέχονται ούτε το έν ούτε το άλλο, πάλιν ευεργετούσι την Ελλάδα μεγάλως, αν παραδεχθώσιν από της σήμερον την ανάγκην και το κατεπείγον βοηθείας τινός χορηγηθησομένης εις αυτήν, και θελήσωσι να δηλοποιήσωσιν εις το πρωτόκολλον των συνδιαλέξεων των εν Λονδίνω πληρεξουσίων των ότι, αφ' ού δεχθώσιν οι Έλληνες την συνθήκην της 6 Ιουλίου, τους δανείζουσιν ομού και αι τρεις την ποσότητα.. ή προσφέρουσιν εις την Κυβέρνησίν των το υποστήριγμα της ιδίας αυτών πίστεως διά να τους βάλωσιν εις θέσιν να συμφωνήσωσι νέον δάνειον. Η δηλοποίησίς των θα μένη προς ώρας μυστική γενομένη δε προς το ενδεχόμενον δεν θα βάλη εις κίνδυνον ουδενός τα συμφέροντα, και η ελληνική κυβέρνησις θα την μεταχειρισθή είς τινας τραπεζίτας τιμίους και διακριτικούς, να λάβη παρ' αυτών άμεσα βοηθήματα, τα οποία ήδη ήθελον συντελέσει ουσιωδώς εις την σωτηρίαν των Ελλήνων. Τούτων μη γενομένων, άλλο δεν μένει εις αυτούς ειμή να επικαλεσθώσι την Θείαν πρόνοιαν, και ν' αφεθώσιν εις την τύχην των· αλλά τότε δεν θα βαρύνη επ' αυτούς ουδεμία ευθύνη συνεπείας της παντελούς στερήσεως και απελπισίας των. Αποφεύγομεν τους λόγους, δι' ών θα απεδεικνύομεν πόσον θα ωφέλει, αν εδίδετο σήμερον βοήθεια τις εις τους Έλληνας και μόνον λέγομεν ότι θα προελάμβανε μεγαλειτέρας θυσίας τόσον εις την περίπτωσιν, καθ' ήν ούτοι δεχθέντες μεσιτείαν, δεν θα ευρίσκοντο εις κατάστασιν να εκπληρώσωσιν ό,τι υποσχεθώσιν, όσον εις την περίπτωσιν καθ' ήν αι Δυνάμεις θα ηναγκάζοντο να καταφύγωσιν εις άμεσα εκβιαστικά μέτρα ώστε να υποχρεώσωσι την Πύλην να δεχθή την μεσιτείαν. Αποφεύγομεν τέλος ν' αναπτύξωμεν όλας τας ωφελείας, όσαι θα πηγάσωσι μετ' ολίγον από την τοιαύτην βοήθειαν, και μόνον λέγομεν ότι αύτη θα επενέγκει τας εκ της συνθήκης της 6 Ιουλίου εμπορικάς σχέσεις μεταξύ των μεγάλων Δυνάμεων και της Ελλάδος.»
Μετά ταύτα δε μεταβάς εκ Λονδίνου εις Βρυξέλλας εκείθεν εις Παρισίους τη 20 Σεπτεμβρίου 1827 απηύθυνε προς τα μυστικοσυμβούλια των τριών Δυνάμεων την επομένην διακοίνωσιν:
«Αι Αυλαί της Μεγάλης Βρεττανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, την μεσιτείαν των προσφέρουσαι εις τους Τούρκους τους Έλληνας, κατά την συνθήκην της 6 Ιουλίου, επρότειναν και άμεσον ανακωχήν όπλων. Και οι μεν Έλληνες εδέχθησαν την μεσιτείαν, ειπόντες ότι ήσαν έτοιμοι να συμφωνήσωσι μετά των Τούρκων περί της ανακωχής αυτής. Η δε Πύλη απέρριψε τας προτάσεις των αντιπροσώπων των μεσιτευουσών αυλών, ο Αιγυπτιακός στόλος συγκείμενος από ογδοήντα τέσσαρα πλοία, εξ ών τα σαράντα Αυστριακά, έφθασε την 28 Αυγούστου, εις Νεόκαστρον. Αι σύμμαχοι αυλαί προνοούσαι, εφρόντισαν από τον Ιούνιον να εμποδίσωσι διά φιλικών εισηγήσεων τον Αιγυπτιακόν στόλον εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας· αλλ' ο στόλος αυτός απέπλευσε, και χιλιάδες Αράβων υπάγουσι να συντελέσωσι της Πελοποννήσου τον όλεθρον, καθ' όν καιρόν οι συμμαχικοί στόλοι έλαβον διαταγάς να περιπλέωσιν ηνωμένοι τα παράλια της Ελλάδος, διά να τον προλάβωσι. Το Διβάνιον έχει υπ' όψιν την συνθήκην και την ομόφωνον δηλοποίησιν των αντιπροσώπων Μεγάλης Βρεττανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Όθεν ειξεύρει ότι και ο περίπλους των ειρημένων στόλων ηδύνατο να βιάση την Πύλην, ηθικώς τε και φυσικώς, να δεχθή την μεσιτείαν των, και ήδη γαυριά ότι υπεξέφυγε πάσαν βίαν διά της επιμονής, και μάλιστα διά της αυθαιρεσίας, δι' ής ο Σατράπης της Αιγύπτου ηδυνήθη να ματαιώση τα κινήματα των πρακτόρων της τριπλής συμμαχίας. Πώς λοιπόν να υποθέσωμεν ότι εις το εξής η Πύλη, υπείκουσα εις τας συμβουλάς των Δυνάμεων, θα κλίνη τον αυχένα; Τούτου μη διδομένου, πώς θα δυνηθώσι να ανθέξωσιν οι Πελοποννήσιοι Έλληνες; Αν δε κατ' αυτήν την ώραν υποκύπτωσι, πώς είναι δυνατόν να ελπίσωσιν αι Δυνάμεις να φθάσωσι τον σκοπόν της συνθήκης των, φυλλάττουσαι την ειρήνην, ή τουλάχιστον μη λαμβάνουσαι μέτρα, άτινα ως εκ των περιστάσεων ήθελον προκαλέσει τον πόλεμον, τον οποίον θέλουσι ν' αποφύγωσι; Δεν ανήκει εις ημάς να συζητήσωμεν αυτά τα βαρέα ζητήματα, ειμή κατά μόνην την έποψιν, ήν κατεδείξαμεν εις το υπόμνημα της 31 Αυγούστου.
Και δυνάμεθα να βεβαιώσωμεν ότι, καίτοι έλαβεν ο Ιμπραχίμ νέας δυνάμεις αξιολόγους, δύναται ακόμη και η Πελοπόννησος να σωθή και η Πύλη να βιασθή βραδύτερον να δεχθή την μεσιτείαν των Δυνάμεων χωρίς πόλεμον, αν αύται χορηγήσωσιν από της σήμερον εις τους Έλληνας τα ζητηθέντα χρηματικά βοηθήματα. Λέγομεν δ' από της σήμερον, διότι το παν συνίσταται εις τον αρμόδιον καιρόν· και τούτο αποδεικνύεται εναργώς από την άφιξιν των Αιγυπτίων εις τα Μεθοκόρωνα, οίτινες δεν θα ήρχοντο, αν οι στόλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας ήρχιζον να περιπλέωσι διά να τους εμποδίσωσιν, άμ' αφ' ού η Πύλη διεδήλωσεν επισήμως ότι δεν εδέχετο ποτέ μεσιτείαν ξένων εις τα της Ελλάδος· ότε και ο Μεχμεταλής φειδόμενος της απαιτουμένης διά την εκστρατείαν ταύτην δαπάνης, δεν θα επέτρεπε να εκπλεύση ο στόλος του από τον λιμένα της Αλεξανδρείας, και τα Αυστριακά πλοία δεν θα προσεφέροντο ευκόλως εις την υπηρεσίαν του υπό ναύλον. Όθεν αι σύμμαχοι Δυνάμεις, εφαρμόζουσαι την παρατήρησιν ταύτην εις τας παρούσας περιστάσεις, θα καταπεισθώσιν ότι δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθή η συνθήκη εν ειρήνη, έκτος αν παραιτήσωσι την τύχην της Ελλάδος εις το επί τοσούτον αβέβαιον και κινδυνώδες του χρόνου, καθόσον οι Έλληνες δεν υπάρχουσι την σήμερον, ειμή διά των ολίγων βοηθημάτων, τα οποία τους έστειλαν, μετά την πτώσιν των Αθηνών, οι εις τα ξένα ομογενείς των, και καθ' όσον τα μένοντα εισέτι φρούρια είν' εφωδιασμένα μόλις δι' ολίγας ημέρας. Αφ' ού δε οι Άραβες θερίσωσι τα γεννήματα των Ελλήνων, τότε ποία ελπίς μένει να πολεμήση προς τόσον ανωτέρας δυνάμεις και να νικήση αυτός ο κακόμοιρος λαός; αλλά και αν, ως διά θαύματος, σωθή, διατηρούμενος υπό τα τείχη του Ναυπλίου, της Μονεμβασίας και της Κορίνθου, ο τόπος πάλιν θα κατερημωθή και θα μείνη διά πολύν καιρόν άφορος. Και όμως από μόνην αυτού του τόπου την ύπαρξιν εξαρτάται το πλήρωμα των συντηρητικών σκοπών, οίτινες χαρακτηρίζουσι την γενομένην διά της συνθήκης της 6 Ιουλίου συμμαχίαν.
Αν μας ερωτήσωσι πώς εις την παρούσαν κρίσιν των πραγμάτων τα ζητούμενα υπέρ της Ελλάδος δύνανται να την προμηθεύσωσι τους τρόπους, να εξέλθη νικήτρια από το στάδιον του πολέμου; αποκρινόμεθα ότι, αφ' ού μεταχειρισθώμεν μέρος αυτών των βοηθημάτων εις το να συλλέξωμεν λόχους τινάς αγαθών Ελβετών, διά να την βοηθήσωσι με τους βραχίονάς των και με την τάξιν των, βοηθουμένη άλλως τε ατό τους συμμαχικούς στόλους ως εμποδίζοντας την συγκοινωνίαν του Ιμπραχίμ με την Αίγυπτον, η Ελλάς, όχι μόνον θα αντιτάξη αντίστασιν ισχυράν εις τα στρατεύματά του, αλλά και θα τα βιάση να ρίψωσι κάτω τα όπλα. Η δε συλλογή των Ελβετών θα εκτελεσθή ευκόλως και αμέσως, αν αι μεσιτεύουσαι Δυνάμεις υποστηρίξωσιν εμπιστευτικώς διά της επιρροής των τας περί τούτου ενεργείας της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις την Ελβετίαν. Τελεστώντες επικαλούμεθα και αύθις τας μεσολαβούσας Δυνάμεις να λάβωσιν εις σκέψιν τας παρατηρήσεις όσας εκτίθεμεν είς τε το υπόμνημα και εις ταύτην την διακοίνωσίν μας. Παρακαλούμεν δε να τας δεχθώσιν ευμενώς διά τε το συμφέρον του δυστυχούς Ελληνικού Έθνους και διά την διατήρησιν της ειρήνης»·
Μετά το εκ Λονδίνου υπόμνημα και την εκ Παρισίων διακοίνωσιν ο φιλόπατρις Καποδίστριας εις την ανάγκην της εξευρέσεως δανείου αποβλέπων, τη 1η Οκτωβρίου απηύθυνε τήν δε την διακοίνωσιν προς τα ανακτοβούλια των τριών ευεργετίδων δυνάμεων:
«Η Ελλάς ήδη τεθειμένη, καθ' ό δεχθείσα την συνθήκην της 6 Ιουλίου, υπό την σκέπην της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, ελπίζει να απολαύση εντός ολίγου τας εκ της συνθήκης αυτής παρεπομένας σχέσεις με τας ειρημένας Δυνάμεις· αλλά πιεζομένη από τας ανάγκας, τας οποίας οφείλει να θεραπεύση όσον τάχος, καθυποβάλλει από τούδε τας ευχάς εις τα τρία μυστικοσυμβούλια αυτών, θαρρούσα ότι αι Δυνάμεις εν τη ευμενεία των θα μεριμνήσωσι να τας εκπληρώσωσι. Μη θέλουσα, μηδέ δυναμένη πλέον να προσδράμη εις τας φιλελληνικάς εταιρίας, αίτινες προ έξ ετών συνεστήθησαν εις την Ευρώπην και την εβοήθησαν, θα παραδεχθή ως αρχήν και κανόνα της πολιτείας της απαράτρεπτον τα να εντείνη όλας τας προσπαθείας της, διά να εξασφαλίση εις εαυτήν μόνας τας βοηθείας των τριών μεσιτευουσών Δυνάμεων, και όλων των άλλων, όσαι θελήσωσιν εφεξής να γίνωσιν ωσαύτως μεσίτριαι και να φανή αξία των επικουριών των. Απ' αυτήν την αρχήν η Ελλάς ορμωμένη, ελπίζει να λάβη από σήμερον την συνδρομήν των τριών Δυνάμεων, αν η Ελληνική Κυβέρνησις θελήση να διαπραγματευθεί προς τους Ελβετούς στρατιωτικήν τινα σύμβασιν. Την δε σημερινήν συνδρομήν των δύνανται να ενεργήσωσιν οι πράκτορες αυτών, εμπιστευτικώς εξηγούμενοι προς τους σχετικούς των, εις τας συναναστροφάς περί ως ειρημένης συμβάσεως· αρκεί δε να έχωσιν άδειαν να φανερώσωσιν ότι οι Βασιλείς των ευχαρίστως θ' ακούσωσιν ότι οι Ελβετοί προσφέρουσιν όλας τας ευκολίας εις τα της συμβάσεως, και μάλιστα θα τους γνωρίσωσι χάριν διά τούτο· ούτω θα ενεργήσωσι δραστηρίως οι φιλέλληνες, θα συμπράξωσι θαρρήσαντες και όσοι δειλοί, και θ' αρθώσιν εκ μέσου πολλά μικρά εμπόδια τα οποία είναι ενδεχόμενον να παρεμπέσωσι και ν' αντικόψωσιν ή να βραδύνωσι την έκβασιν της συμβάσεως».
Θεωρήσας δε ως ανεπαρκή την ανωτέρω διακοίνωσιν αυθημερόν (1 Οκτωβρίου) πέμπει και την εξής:
«Εν ώ αι Δυνάμεις ασχολούνται αναμφιβόλως να διορίσωσιν αντιπροσώπους των εις την Ελλάδα, ίσως συμφέρει να θεωρηθή τούτο ως προς την σκοπόν αυτών. Εις την ενεστώσαν κατάστασιν των πραγμάτων ο σκοπός των δεν αφορά επί του παρόντος να οργανώσωσι διά των αντιπροσώπων των εμπορικάς σχέσεις, αλλά να λάβωσιν όλα τα μέτρα, διά να θέσωσι την Ελλάδα εις κατάστασιν να τους συστήση επωφελώς διά τε εαυτήν και τας ειρημένας Δυνάμεις. Δεν πρέπει διά τούτο να διορίσωσι προξένους, αλλά να διορίσωσι πολιτικούς πράκτορας, προς ούς θα διαπιστεύσωσιν εις το εξής αύται τους στοχασμούς και τους σκοπούς των. Αν δε τους ονομάζωσιν αντιπρέσβεις ή επιτετραμμένους τας υποθέσεις των, θα πράξωσιν άξια ευχής και θα ωφελήσωσι· διότι οι Έλληνες θα γνωρίσωσι διά των τίτλων αυτών πράκτορας, έχοντας εντολήν να επαγρυπνώσιν εις την εκτέλεσιν της συνθήκης, και προσέτι θα νομίσωσι δυνατόν ν' αντιπροσωπευθώσι και αυτοί παρά τρισί Δυναμέσι παρά τινων ομογενών των, δυναμένων να εκπληρώσωσιν αυτά τα χρέη αξιοπρεπώς με ευχαρίστησιν των αυλών και της ιδίας πατρίδος των. Ο τίτλος του προξένου ίσως εις την αρχήν θα βλάψη ως προς την υπόληψιν, την οποίαν πρέπει να απολαύωσιν οι ξένοι πράκτορες, οι μέλλοντες να έλθωσιν εις την Ελλάδα· διότι οι Έλληνες έχουσι προ πολλού συνειθισμένους τους τοιούτον τίτλον φέροντας πράκτορας, ό εστι τους προξένους. Διά την αυτήν αιτίαν ο τίτλος αυτός δεν αρκεί ίσως να υποχρεώση τους Έλληνας, όσοι ευρίσκονται εις την αλλοτρίαν ν' αφήσωσι τας υποθέσεις των και να υπάγωσιν εξ ιδίων δαπανώντες εις το Λονδίνον, εις τους Παρισίους και εις την Πετρούπολιν.
Η δε Ελλάς πτωχή ούσα δεν δύναται να πληρώση πράκτορας εις το εξωτερικόν, εν ώ η παρουσία τούτων είναι αναγκαία, διότι τα συμφέροντα του δυστυχούς έθνους, άνευ αυτών δεν θα υπεξαιρεθώσιν από την επιρροήν των ιδιωτών».
Ταύτα δε γράφων ο κυβερνήτης εφρόνει ότι η Ελλάς, ήτο ανάγκη να πέμπη και να δέχηται πρέσβεις, ών το πρακτικόν αποτέλεσμα εγίνωσκεν εκ των προτέρων διπλωματικώτατος αυτός γενόμενος, ως είδομεν εν τοις έμπροσθεν. Διό και εγκαίρως φροντίζων περί τούτου, έγραψε μετ' ολίγον προς τον εν Βουκουρεστίω διαμένοντα Έλληνα έμπορον Χριστόφορον Σακελλάριον τάδε:
«Πολλάς μεν έχει σήμερον η Ελλάς ανάγκας, αλλ' έχει ουχ ήττον ανάγκην και ανθρώπων τινών να την αντιπροσωπεύσωσι και να την υπερασπίσωσιν εις το εξωτερικόν και παρά ταις συμμάχοις Αυλαίς. Υμείς, επειδή ο θεός σας εχάρισε πλούτη, δύνασθε να την υπερασπίσητε εντιμότατα άνευ αντιμισθίας· διά δε της εξόχου υπολήψεως, την οποίαν απολαύετε δικαιότατα εις τον εμπορικόν κόσμον, θα δυνηθήτε να διευθετήσητε ωφελίμως τα του χρέους, της δημοσίας πίστεως, όθεν και του προορισμού της Ελλάδος. Και γνωρίζετε ότι άνευ πίστεως δεν υπάρχουσι χρήματα, και άνευ πολλών χρημάτων ουδεμία βελτίωσις των πραγμάτων ελπίζεται εις την Ελλάδα, στειρευθείσαν ήδη και καταξηρανθείσαν από τον πόλεμον και από την αναρχίαν» .
Φοβούμενος δε μη τυχόν αι Δυνάμεις δεν αποφασίσωσι ταχέως περί της εκδόσεως του αιτουμένου δανείου διά τε του υπομνήματος και των διακοινώσεων αυτού της 1 Οκτωβρίου, έγραψεν επίσης και ετέραν διακοίνωσιν, ως συμπληρωματικήν τρόπον τινά του υπομνήματος, δι' ής ζητεί πρόχειρόν τι δάνειον διά τας ανάγκας της πατρίδος, εις ήν έσπευδε να κατέλθη· διότι η επί εννέα μήνας βραδύτης του εκλεγέντος κυβερνήτου της Ελλάδος Καποδιστρίου, καθ' ούς περιερχόμενος τας Αυλάς της Ευρώπης εζήτει δάνεια δι' ών κατερχόμενος εις Ελλάδα να δυνηθή να διοικήση καλώς αυτήν, έδωκαν λαβήν εις διαδόσεις ήκιστα αληθείς περί της μη αποδοχής του Καποδιστρίου της κυβερνήσεως της Ελλάδος και περί της μη μελλούσης καθόδου αυτού εις Ελλάδα· αι τοιαύται δε φήμαι διεδίδοντο υπό των φίλα φρονούντων τω Αλεξάνδρω Μαυροκορδάτω, όν εσκέπτοντο πολλοί να εκλέξωσι Κυβερνήτην· διότι δυστυχώς οι χρυσοί εκείνοι λόγοι οι αποτελούντες το δικαιολογητικόν της του Καποδιστρίου εκλογής ως κυβερνήτου εγράφοντο μεν, δεν ετηρούντο όμως· πολλοί μεταξύ των υπογραψάντων το ψήφισμα εκείνο, ίνα μη είπωμεν πάντες σχεδόν, ταχέως ελησμόνησαν τα ορθότατα αυτών έπη, ελησμόνησαν ότι η πολιτική επιστήμη απαιτεί πολλήν πείραν και πολλά φώτα, τα οποία φυσικώς οι πλείστοι αυτών εστερούντο, διότι ο βάρβαρος Τούρκος δεν επέτρεψε τοις Έλλησι να αποκτήσωσι, και εγένοντο οι λυσσώδεις του κυβερνήτου αντιπολιτευόμενοι, ούτως ώστε μετά τινας μήνας «ο κατά πράξιν και θεωρίαν Έλλην πολιτικός» εκηρύσσετο αδίκως ανίκανος να κυβερνήση την Ελλάδα. Ουχ ήττον ο καλός καγαθός Καποδίστριας εξηκολούθει την ανά την Ευρώπην, προς όφελος της Ελλάδος, περιοδείαν αυτού, ελπίζων να εξεύρη δάνειόν τι, άνευ του οποίου, ως ενόμιζεν εικότως, δεν ήτο δυνατόν να διοικήση την καθόλου εξηντλημένην χώραν. Εν άπασι δε τοις εκτεθείσιν εγγράφοις του Καποδιστρίου, ως είδον οι αναγνώσται, και εν απάσαις αυτού ταις προσπαθείαις και εν τη παρά πόδας διακοινώσει, διαλάμπει η άγαν του ανδρός φιλοπατρία:
«Και αν γίνη δεκτόν από τας τρεις Αυλάς ότι, η Ελλάς έχει κατεπείγουσαν ανάγκην ετοίμης χρηματικής βοηθείας, και κριθή δίκαιον, ίσως και υποχρεωτικόν, να την βοηθήσωσι, πλην ενδέχεται ν' αντιλέξωσιν ότι εις την συνθήκην της 6 Ιουλίου δεν προείδον το πράγμα, και διά τούτο είν' αδύνατον σήμερον να λάβωσι το νέον τούτο μέτρον διά το κατεπείγον της ανάγκης άνευ κοινής των μυστικοσυμβουλίων προηγουμένης συνδιασκέψεως. Ενδέχεται ν' αντιλέξωσιν ότι η Ελληνική Κυβέρνησις δεν συνεστήθη εισέτι κατά τας πράξεις της εν Τροιζήνι συνελεύσεως, και δεν γνωρίζουσιν εις ποίας χείρας θα διαπιστεύσωσι την χρηματικήν βοήθειαν. Αλλ' αι Αυλαί δύνανται και τας δύο ταύτας δυσκολίας να υπερπηδήσωσιν, εις το κατεπείγον των περιστάσεων αποβλέπουσαι, δύνανται να διορίσωσιν ευθύς κατά την συνθήκην τους αντιπρέσβεις των, και να τους στείλωσιν την Ελλάδα φέροντας χρήματα, και έχοντας άδειαν να χωρηγώσιν εξ αυτών προσωρινώς εις την Κυβέρνησίν της οσάκις γνωρίσωσι την αναπόδραστον ανάγκην του να την βοηθήσωσιν».
Εκ Λονδίνου, ένθα ουδέν περί του δανείου κατώρθωσεν, αλλά μόνον την υπόσχεσιν του τον Κάνιγγ διαδεξαμένου πρωθυπουργού λόρδου Γκόδεριχ έλαβεν, ο Καποδίστριας μετέβη τη 20 Σεπτεμβρίου 1827, ως είπομεν, εις Βρυξέλλας και εκείθεν εις Παρισίους τη 27 του αυτού μηνός, ένθα διέτριψεν επί ένα και πλέον μήνα και δι' άλλους μεν σπουδαίους υπέρ του έθνους λόγους, ίσως δε και επί τη ελπίδι να εξευμενίση εκείθεν την Αγγλίαν διά των φίλων αυτού και ιδίως διά του φιλανθρώπου και αληθούς φιλέλληνος βασιλέως Καρόλου του Γ, τον βασιλέα Γεώργιον τον Δ'. Αλλά τα πάντα δυστυχώς απέβησαν εις μάτην· διότι αμφότεραι αι Κυβερνήσεις της Δύσεως δεν είδον μετ' ευχαριστήσεως την εκλογήν του Καποδιστρίου ως κυβερνήτου της Ελλάδος. Ενταύθα διαμένων συνενοήθη μετά των διαφόρων φιλελληνικών κομιτάτων και των άλλων συνηγόρων του Ελληνισμού. Αλλά και ενταύθα αποτυχών των περί δανείου διαπραγματεύσεων, υπέρ ών ειργάζοντο και οι της Ελλάδος προστάται, ηναγκάσθη να αρκεσθή εις γλίσχρα τινά χρηματικά ποσά, δι' ών έμελλε να κυβερνήση την αναγεννωμένην Ελλάδα. Εκ Παρισίων ο Καποδίστριας διηυθύνθη, κατά τας αρχάς Νοεμβρίου, εις Βασιλείαν, Ζυρίχην Βέρνην και εκείθεν εις Γενεύην ένθα διέμεινεν επτά περίπου ημέρας. Αποχαιρετήσας δε τους φίλους και συστήσας εις την εύνοιαν αυτών την Ελλάδα, ανέθηκεν εις την φροντίδα του καθηγητού Αλεξ. Ι. Ραδινού36 τριάκοντα ορφανούς ελληνόπαιδας, αναλώμασιν ιδιαιτέρου ταμείου συστηθέντος υπό των φίλων του Καποδιστρίου παρακαλέσας τον φίλον αυτού Χ. Βερνέ να συντάξη σχέδιον ποινικού Νόμου και πολιτικής δικονομίας και Εμπορικού, το μεν κατά τον πρωσσικόν νόμον, τα δε κατά τον Γαλλικόν, απήλθεν εις Βενετίαν, ένθα διά νέων προσφορών των ομογενών, ών το πρώτιστον παράδειγμα έδωκαν οι παρεπιδημούντες εκεί Κερκυραίοι, συνέστησε δεύτερον ταμείον προς περίθαλψιν και διάσωσιν των ανά την Ιταλίαν άνευ προστασίας περιπλανωμένων ενδεών Ελλήνων, την δε διαχείρισιν του ταμείου τούτου ενεπιστεύθη τω φιλογενεί εμπόρω Αλεξίω Νικολαΐδη. Ιδρύσας δε αυτόθι και Σχολείον Ελληνικόν, όπερ επλούτησε και διά βιβλιοθήκης, μετέβη εις Τουρίνον και Βολωνίαν προς συνάντησιν του Ανδρέου Μουστοξύδου και εκείθεν μετέβη εις Αγκώνα (20 Νοεμβρίου) οπόθεν εξητήσατο παρά του εν Επτανήσω αρμοστού Αδάμ την άδειαν να μεταβή διά του Ιονίου ατμοπλοίου η «Επτάνησος» εις Κέρκυραν και εκείθεν εις την Ελλάδα· αλλ' ο αρμοστής ηρνήθη τούτο, προφασιζόμενος, ότι το Ιονικόν ατμόπλοιον, αν τεθή εις τας διαταγάς αυτού, ώφειλε ν' ανυψώση την ελληνικήν σημαίαν, ήτις ούτε ανεγνωρισμένη εισέτι ήτο και ερεθισμόν μέγαν ήθελε προξενήσει εν Κερκύρα. Η άρνησις αύτη ήτο, καθ' ημάς, δευτέρα τις ειδοποίησις προς τον Κυβερνήτην της Ελλάδος περί της δυσαρεσκείας της Αγγλίας· αλλ' ο Καποδίστριας, αποβλέπων μόνον εις το καθήκον, προσεποιήθη ότι δεν ενόησε την άρνησιν ταύτην.
Εν τω μεταξύ όμως τα εν Ελλάδι ολονέν έβαινον επί τα χείρω· διότι η Τουρκία μη υπακούσασα εις το υπό των τριών ευεργετίδων δυνάμεων τη 24)6 Ιουλίου 1827 από κοινού γενόμενον προς αυτήν πρωτόκολλον περί της μετά των Ελλήνων ανακωχής, έστειλεν, ως είδομεν, στρατόν και στόλον εις Ελλάδα. Το τοιούτον εθεωρήθη ως προσβολή και κατά το μυστικόν άρθρον του πρωτοκόλλου εκείνου απεφάσισαν να εκβιάσωσι την Πύλην εις την παραδοχήν της ανακωχής.
Οι εν τω Αιγαίω περιπλέοντες στόλοι των τριών μεγάλων δυνάμεων, Ρωσίας υπό τον ναύαρχον Έιδεν, Αγγλίας υπό τον ναύαρχον Εδουάρδον Κόδριγκτον και Γαλλίας υπό τον αντιναύαρχον Δεριγνύ κατέπλευσαν πάραυτα εις τον όρμον του Ναυαρίνου, ένθα είχον αποβιβασθή οι Αιγύπτιοι, παρά την διακοίνωσιν των οικείων Κυβερνήσεων, και υπεχρέωσαν αυτούς να δεχθώσιν ανακωχήν μέχρις επιστροφής των απεσταλμένων, ούς ο Ιβραήμ είχεν αποστείλει εις Κωνσταντινούπολιν και εις Αλεξάνδρειαν αιτούμενος οδηγίας· ότε δε ο Ιβραήμ, αθετήσας την δοθείσαν υπόσχεσιν, εξηκολούθει καταδιώκων τους επαναστάτας, οι ναύαρχοι εισήλθον εντός του όρμου, ελπίζοντες να πείσωσι διά φιλικής γλώσσης αυτόν ίνα δεχθή τας προτάσεις των οικείων κυβερνήσεων άνευ περαιτέρω αιματοχυσίας.
Αι διαπραγματεύσεις έβαινον καλώς και ο σκοπός ήθελεν επιτευχθή, ίσως άνευ συγκρούσεως, ότε συνέβη τόδε το απρόοπτον γεγονός: Τη 8)20 Οκτωβρίου 1827, ότε η λέμβος αγγλικής τινος φρεγάτας εστάλη, ίνα προσκαλέση τουρκικόν πυρπολικόν να μένη εις απόστασιν, οι Τούρκοι επυροβόλησαν κατ' αυτής. Το πυρ εξηκολούθει και καθ' ετέρας αγγλικής λέμβου, σταλείσης προς βοήθειαν της πρώτης, και αυτή δε η γαλλική φρεγάτα προσεβλήθη υπό σφαίρας. Τούτο ιδόντες οι σύμμαχοι και την προσγενομένην υπό των Τούρκων προσβολήν ζητούντες ν' εκπλύνωσιν, ήρξαντο πυροβολούντες. Το πυρ ήρξατο τότε όλην την γραμμήν και ο όρμος του Ναυαρίνου εγένετο θέατρον ναυμαχίας, καθ' ήν τα πλοία, ως εκ του στενού του χώρου, εμάχοντο σχεδόν εκ του συστάδην, του συμμαχικού στόλου διατελούντος υπό τας διαταγάς του άγγλου ναυάρχου Κόδριγκτον· μετά τρίωρον πάλην, η νίκη έκλινε προς τον συμμαχικόν των Χριστιανών στόλον. Αλλά το γεγονός τούτο το σώσαν από μεγάλου κινδύνου την Ελλάδα, ηδύνατο συνάμα ν' επενέγκη και τον θρίαμβον της Ρωσίας· διά τούτο εν Αγγλία υπεδέχθησαν την περί τούτου είδησιν μετά κατηφείας, και ο βασιλεύς της Αγγλίας Γεώργιος ο Δ', κατά την έναρξιν Κοινοβουλίου, εχαρακτήρισεν αυτό ως αξιοθρήνητον συμβάν. Την τοιαύτην του Τουρκικού στόλου καταστροφήν ήκουσε μετ' ευχαριστήσεως ο Καποδίστριας εν Τουρίνω ευρισκόμενος και ολονέν επετάχυνε την εις Ελλάδα κάθοδον μη παραμελών, εν τούτοις, να φροντίζη αείποτε περί εξευρέσεως πόρων παρά τε των ομογενών και των ξένων φιλελλήνων.
Ο Καποδίστριας αφίκετο, ως είπομεν, εις Αγκώνα τη 8]20 Νοεμβρίου 1827 συνοδευόμενος υπό του Γεωργίου Δουρούτη απελθόντος εις Σενεγαλλίαν μετά του υιού αυτού Κωνσταντίνου προς προϋπάντησιν του Κυβερνήτου κατά την επιστολήν του μητροπολίτου Άρτης Ιγνατίου του Σκαλιόρα και κατέλυσαν εν τω Ξενοδοχείω της Ειρήνης.
Η σονοδεία του κυβερνήτου συνέκειτο εκ του Ιακώβου Ρίζου του Νερουλού, του Ιταλού Γεωργίου Μπέτσου, του ελβετού Σ. Μπετάν, του Νικολάου Μαυρομμάτη, του Σταματίου Βούλγαρη, του είτα μεγάλου εθνικού ευεργέτου γενομένου Ιωάννου Δομπόλη ή Τομπόλη ηπειρώτου, καταλιπόντος εν Ρωσία τω 1850 285,744 ρουβλίων αργυρών όπως τω 1906 ιδρυθή Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον εν τη τότε πρωτευούση της Ελλάδος, περί ού εγράψαμεν τα εικότα37, του θαλαμηπόλου Φεδερίκου και του υπηρέτου Νικολέτου.
Του κυβερνήτου εις Αγκώνα ελθόντος, βαρύς επεκράτησε χειμών. Η πόλις και τα πέριξ εκαλύφθησαν υπό παχείας χιόνος, ο δ' Αδρίας εξαγριωθείς εμαίνετο επί μακρόν κωλύων την των πλοίων εις Αγκώνα προσέγγισιν. Η αδημονία του Καποδιστρίου οσημέραι ηύξανε· μετά παρέλευσιν δ' εικοσαημέρου, της τρικυμίας καταπαυσάσης και του προσδιορισθέντος Αγγλικού πλοίου μη καταπλέοντος, η ανυπομονησία του κυβερνήτου εκορυφώθη εις τοσούτον, ώστε καθ' εκάστην επεσκέπτετο τον εκεί άγγλον πρόξενον Ερρίκον Κεν, ίνα μάθη τι περί του αναμενομένου αγγλικού πλοίου και ανερχόμενος είτα επί της υψηλής πλατείας του ναού του Αγίου Κυριακού, πολιούχου του Αγκώνος παρετήρει ανά το αχανές πέλαγος διά του τηλεσκοπίου μη τυχόν ίδη το αναμενόμενον πλοίον. Την τοιαύτην δε αδημονίαν του κυβερνήτου εν Αγκώνι επί τοσαύτας ημέρας αργούντος, της πατρίδος ήδη αγωνιζομένης, περιέγραψεν άριστα ο συνοδεύων αυτώ Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός εν τω εξής ποιήματι αυτού: «Ο κυβερνήτης εν Αγκώνι» διά των δε των στίχων:
Τι τάχα; θα περάσωμεν ερημιτών χειμώνα
Εις όχθην Αδριατικήν, 'στον βροχερόν Αγκώνα;
Από τα ύψη των κρημνών και των χαρακωμάτων
Θα βλέπωμεν 'στο πέλαγος τους λόφους των κυμάτων;
Κι' από την γην θ' ακούωμεν με βάσιν στηριγμένην
Την θάλασσαν 'στα σύννεφα υπερτινασσομένην;
Δεν θέλομεν ασφάλειαν τοιαύτην ολεθρίαν
Αισχράν μισούμεν των δειλών φιλαύτων ησυχίαν.
Με ηδονήν του θεωρεί κινδύνους καταιγίδος
Όστις ορμά 'στό πέλαγος δι' έρωτα πατρίδος.
Τις ήχος τόσον λιγυρός, μελών τις αρμονία
'Στην ακοήν του φαίνεται τόσον βαθμόν γλυκεία,
Ή όταν τάρμενα ηχούν και τα κατάρτια τρίζουν
Κι' εις τα πανιά οι άνεμοι οι πτερωτοί συρίζουν;
Πού είσαι και δεν φαίνεσαι δελφινοδρόμον πλοίον,
'Σ' το ιερόν ταξείδι σου το εναντίον ποίον;
Τάχα Κροάτης Αίολος, και αν λυσσά κι αφρίζη
Την τόλμην σου, την τέχνην σου ποτέ την εμποδίζει;
Οξύπτερον, ατρόμητον, θαλασσινόν ιεράκι
Ωκεανούς δεν τρόμαξες, θα φοβηθής αυλάκι;
Στον ναύτην τον αγέρωχον της κραταιάς Αγγλίας
Ωσάν λεκάνη φαίνεται ο κομπαστής Αδρίας.
Ελθέ λοιπόν, ω Πάραλε, 'στόν Δωρικόν Αγκώνα
Στήσε και συ μιαν εποχήν 'στόν τωρινόν αιώνα.
Ο Ουρανός είν' ευμενής, ο Ποσειδών φιλέλλην
Κι' ο μέλλων επιβάτης σου πρώτος Ελλήνων Έλλην.38
Ουχ ήττον εν Αγκώνι μένων ο Καποδίστριας και της εκ της αργίας ανίας θέλων να κατισχύση, εφρόντισε περί της εκπαιδεύσεως των εκεί εγκατοίκων και προσφύγων Ελλήνων, ών οι παίδες δεν ετύγχανον της δεούσης μορφώσεως ελλείψει μέσων· διότι, καίπερ οι αυτόθι έμποροι από του 1823 επέβαλλον εαυτοίς, καθώς και οι εν Βενετία και Λειψία και Τεργέστη δικαίωμα της Εκκλησίας 1 0)0 επί των κατά παραγγελίαν αγοροπωλησιών, εν τούτοις, οι πόροι της κοινότητος δεν εξήρκουν διά την συντήρησιν σχολείου. Ο Καποδίστριας όμως συστήσας πενταμελή επιτροπήν, ανέθηκε τω πρεσβυτέρω αυτής Γεωργίω Φραγκιάδη, Χίω πρόσφυγι, την εποπτείαν του σχολείου, χορηγήσας τη επιτροπή 300 δίστηλα και πολλά διδακτικά βιβλία, υποσχεθείς να παρέχη το αυτό ποσόν κατ' έτος, δι' ών διωρίσθησαν διδάσκαλοι ο Λέσβιος Δημ. Βρανάς, ο Ιωσήφ Γκινάκας και ο Ιταλός Δομένικος Ρέκης.
Αλλά και περί της εκκλησίας επιμέλειαν εποιήσατο ο Κυβερνήτης, γράψας εις Βαρλέτταν και ζητών τον εκεί εφημέριον Νεόφυτον Βιάντην, παραιτηθέντος του τέως τοιούτου εν Αγκώνι και περί αποστολής τροφίμων εις Ελλάδα διά του παπικού πλοίου «Νίκη» αξίας 2,550 διστήλων.
Τέλος του αναμενομένου πλοίου καταφθάσαντος, ανεχώρησε τη 26η Δεκεμβρίου εις Μελίτην διά της αγγλικής φρεγάτας «Λύκου»39, υπό τον πλοίαρχον Χίες, ακολουθούμενος υπό μικράς συνοδείας, ως είπομεν, προσώπων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Κερκυραίος Σταμάτιος Βούλγαρης, λοχαγός του Γαλλικού Επιτελείου, όν προσέλαβεν όπως αναθέση αυτώ διαφόρους υπηρεσίας αναγομένας εις τον οικείον κλάδον. Το πλοίον περιπλέν την νησίδα Σαζένον μεταξύ Οτράντου και Αυλώνος, συνηντήθη μετά δικρότου, όπερ προς μείζονα τιμήν ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτον έστειλεν όπως επιβιβασθή ο Κυβερνήτης. Εν μέσω δε της θαλάσσης ο Καποδίστριας από της φρεγάτας μεταβιβασθείς εις το επί του μεσαίου ιστού έχον αναπεπταμένην την Ελληνικήν σημαίαν, δίκροτον «Ουάρσπιτ»40 υπό τον πλοίαρχον Πάρκερ έφθασεν εις Μελίτην περί τα τέλη του αυτού μηνός (28 Δεκεμβρίου) εν μέσω των κανονιοβολισμών των φρουρίων. Εν Μελίτη έτυχεν επισήμου υποδοχής υπό της Διοικήσεως, ήτις χάρις αυτού απηλευθέρωσεν 100 περίπου Έλληνας, οίτινες ως υπόδικοι πειρατείας κατεκρατούντο προς εκδίκασιν.
Αυτόθι η αγγλική διοίκησις είχε παρασκευάσει αυτώ ανάλογον κατάλυμα, αλλ' ο Καποδίστριας, ευχαριστήσας αυτή προυτίμησε να καταλύση παρά τω Έλληνι εμπόρω Α. Κοντοσταύλω. Παρέμεινεν αυτόθι επί πενθήμερον, καθ' ο εγένετο αντικείμενον πολλών περιποιήσεων και τιμών εκ τε των Άγγλων και των Ελλήνων. Εις τιμήν δ' αυτού απελύθη προσέτι και το Ελληνικόν βρίκιον «Έκτωρ» του εκ Ψαρρών ιδιώτου Νικολάου Γιαννίτση το υπό της αντικυβερνητικής επιτροπής αποσταλέν προς παραλαβήν του Καποδιστρίου, όπερ οι έμποροι ως εθνικόν υπολαβόντας είχον κατάσχει. Τέλος ο κυβερνήτης αναχωρήσας εκ Μελίτης επί του «Ουάρσπιτ» συνοδευομένου και υπό δύο φρεγατών τη 2)14 Ιανουαρίου 1828 εντός πέντε ή έξ ημερών, ως εκ των επικρατουσών τρικυμιών κατέφθασε προ του γενναίου της Πελοποννήσου προμαχώνος, του Ναυπλίου, κωλυθέντος του πλοίου να πλεύση προς την έδραν της αντικυβερνητικής επιτροπής, την Αίγιναν.
Τοιαύτη υπήρξεν, εν ολίγοις, η ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου κατά τον, προ της εκλογής και μετά την εκλογήν αυτού ως κυβερνήτου, μέχρι της μετά εννεάμηνον καθόδου αυτού εις Ελλάδα, μακρόν χρόνον, ήν εν είδει Εισαγωγής ανεγράψαμεν. Ήδη εισερχόμεθα εις την κυρίως ιστορίαν του κυβερνήτου Καποδιστρίου (6 Ιανουαρίου 1828 – 27 Σεπτεμβρίου 1831) μεθ' ήν θέλομεν, ως εν Παραρτήματι, συνεχίσει την ιστορίαν του έθνους ημών, κατά την ολεθρίαν, μετά την δολοφονίαν του Κυβερνήτου, αναρχίαν μέχρι της αφίξεως του πρώτου βασιλέως ημών Όθωνος του Α', ούτινος πέρυσιν εξεδώκαμεν την ιστορίαν, εις ήν παραπέμπομεν τους ημετέρους αναγνώστας, ως συνεχίζουσαν την παρούσαν ιστορίαν.
1
Πολλοί των βιογραφησάντων αυτόν έτος γεννήσεως του Καποδιστρίου ώρισαν το 1779, ένιοι δε το 1780, ως ο Κρέμος, ο Γούδας και ο Κούμας, αλλ' ο Μάρκος Θεοτόκης εν τω εν έτει 1889 εκδοθέντι έργω αυτού: Ο Ιωάννης Καποδίστριας εν Κεφαλληνία κτλ. σελ. 195 και άλλοι αποδέχεται το 1776, ώτινι και ημείς ηκολουθήσαμεν. Σημειωτέον δ' ότι ο H. Thiersch, Griechenlands Schicksale, Francfurt à] M. 1863 σελ. 49 λέγει ότι εγεννήθη τω 1772.
2
Κατά τα βιβλία βαπτίσεως του εν Κερκύρα ναού της «Αντιβουνιωτίσσης», ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας εβαπτίσθη τη 11 Φεβρουαρ. 1776. Σημειούσθω δ' ότι το όνομα Καποδίστρια ή Καβοδίστρια φέρουσι μέχρι σήμερον πολλαί εν Κερκύρα οικογένειαι πάσης τάξεως. Ο δε ιστοριογράφος της Κερκύρας [Ανδρέας Μαρμοράς (Della Historia di Corfù σελ. 312) απαριθμών 112 κερκυραϊκάς οικογενείας συγκαταλέγει μεταξύ αυτών και την των Καβοδιστρίων (Cavodistria).
3
Η Ιστρία είναι επαρχία της Αυστρίας κειμένη προς τα ΝΑ αυτής, ήτις σχηματίζει μίαν των τριών περιφερειών του Κυβερνείου των Μεθορίων και αποτελείται εκ χερσονήσου κειμένης εν τω μυχώ της Αδριατικής θαλάσσης. Ο πληθυσμός αυτής ανέρχεται εις 240,000 ψυχών πλην δε του Πισίνου πρωτευούσης αυτής έχει και τας εξής σημαντικάς πόλεις: την Πόλαν, το Ροβίνον, την Καποδίστριαν (Ιουστινούπολιν) και το Πίρανον. Κατά τας μαρτυρίας των αρχαίων συγγραφέων (Στράβων, 5,209. – Δίων Κάσσιος 54, 20. – Πτολεμαίος, 3, 1, 27, 28. – Παυσανίας 10, 32, 19. – Στέφανος Βυζάντιος εν λέξει), φαίνεται ότι η Ιστρία κατωκήθη, ως και η γείτων αυτή Ιλλυρία, υπό Πελασγικού τινος φύλου, εξ εκείνων, άπερ κατώκησαν και εν τη κυρίως Ελλάδι.
4
Η πόλις Καποδίστρια πρότερον καλουμένη Αίγις, κατά τον Μελέτιον, κατεστράφη, ανοικοδομηθείσα δε υπό του αυτοκράτορος Ιουστίνου απεκλήθη από του ονόματος αυτού Ιουστινούπολις: «Ιουστινούπολις, η οποία τανύν Καποδίστρια καλείται, την ονομασίαν λαβούσα από Ιουστίνου του αυτοκράτορος, όστις ανωκοδόμησε καλουμένην Αιγίδα». Ιδέ Μελετίου Γεωγραφίαν Τόμ. Β'. 137-138 έκδ. Βενετίας 1807. – Κατ' άλλους όμως Ιουστινιανούπολις καλείται (Παρβλ. Ν. Σπηλιάδην, Απομνημονεύματα κτλ. Τομ. γ', σελ. 477 και άλλους). Η Καποδίστρια είναι λίαν οχυρά πόλις, έχει δε και λιμένα ομώνυμον εν τω κόλπω της Τεργέστης. Είναι επισκοπή υπό την δικαιοδοσίαν του Ουδίνου και έχει ωραίαν μητρόπολιν, δημαρχείον και μεγάλας αλυκάς. Άλλοτε υπό τους Βενετούς υπαγομένη ην πρωτεύουσα της Ιστρίας (Capo d' Istria).
5
Τινές επί τη ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του εν Κερκύρα ανδριάντος του Καποδιστρίου (12 Απριλίου 1887) εκ των δημοσιογραφούντων εν Αθήναις (Βασίλειος Ζώτος ο Μολοσσός, εν τη «Νέα Εφημερίδι» της 10 Μαΐου 1887 και εφεξής, ο Θ. Μπόβος αυτόθι, της 12 Μαΐου και εντεύθεν και Αθ. Πετρίδης εν τη «Εφημερίδι» του αυτού μηνός), έγραψαν ότι ο κυβερνήτης κατήγετο εξ Αργυροκάστρου της Ηπείρου, αλλ' οι τοιούτοι, ως παρατηρεί ο κ. Φρ. Αλβάνας (Αττικόν Ημερολόγιον 1888 σελ. 273) φαίνεται, ότι ηπατήθησαν εκ τούδε: Οι Κερκυραίοι Γονέμη, εξ ών και η μήτηρ του Ιωάννου Καποδιστρίου Αδαμαντίνη, ένεκεν της προς τους Βενετούς υπηρεσίας αυτών έλαβον εις ανταμοιβήν μεγάλην έκτασιν γαιών μετ' επαύλεως και παροικίας σωζομένης μέχρι του 1798 εν τω Ηπειρωτικώ Εξαμιλίω, εν Βρύσει και εν Βουθρωτώ. Εκ τούτου λοιπόν υπέλαβον ότι ο Καποδίστριας ήτο ηπειρώτης εκ θηλυγονίας. Αλλ' ουδέν παράδοξον, αφ' ού και η Biographis Générale του Michaud εν λέξει λέγει, ότι ο πατήρ του κυβερνήτου ήτο κρεωπώλης!
6
Ο τίτλος ούτος ανεγνωρίσθη υπό της Βενετικής κυβερνήσεως ως αληθής (vera titola)· ιδέ Αρχείον της Γερουσίας Κερκύρας Decreti del Conti 1796. Εκείνο δ' όπερ ο καθηγητής Κάρολος Χοπφ εν τη Εγκυκλοπαιδεία του Ersch-Gruber, εν άρθρω Goth, ανέγραψεν ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας κατήγετο από των ομωνύμων τιμαριωτικών βαρώνων, φαίνεται, κατά τας εν Κερκύρα χειρογράφους σημειώσεις της γενεαλογίας του Καποδιστρίου και κατά τον Κάρολον Μένδελσον Βαρθόλδυν, όστις συνέγραψεν ιστορίαν του Καποδιστρίου: Graf Johann Kapodistrias, Berlin 1864 επί τη βάσει χειρογράφων πολλών, ουχί αληθές. Το Οικόσημον του γένους των Καποδιστρίων αποτελείται εξ αργυράς ασπίδος τεμνομένης διαγωνίως υπό ταινίας ερυθράς, εκ τριών χρυσών αστέρων και εκ σταυρού γεγραμμένου εν δεξιά προς τα άνω της ασπίδος. Ο σταυρός ούτος είναι των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ.
7
Παρά Κ. Ν. Σάθα, εν Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήναι 1868 σελ. 343 αναφέρεται Άγγελός τις Καποδίστριας ως μέλος της Κερκυραϊκής συγκλήτου (1681) εν σελίδι δε 419 και 421 αναφέρονται ως μαθητεύσαντες εν τω εν Παταβίω Γυμνασίω, ο Λαυρέντιος Καποδίστριας Κερκυραίος και ο Ιερώνυμος Καποδίστριας Κερκυραίος. Αναφέρονται δε προσέτι και ο Αντώνιος Καποδίστριας προπάππος του Ιωάννου, όστις τω 1700 εστάλη εκτάκτως παρά της πόλεως Κερκύρας, ίνα συγχαρή τω Πελοποννησιακώ Μοροζίνη, επί ταις κατά των Τούρκων νίκαις αυτού.
8
Μήνας τινας μετά την συγκινητικήν διά πάντα Έλληνα τελετήν ταύτην κατέπλευσεν εις Κωνσταντινούπολιν και το πρώτον εμπορικόν πλοίον φέρον την ιονικήν σημαίαν, όπερ προϋπήντησαν, κατά διαταγήν του Σουλτάν Σελίμ του Γ', ο πατριάρχης, ο μέγας διερμηνεύς, οι υπουργοί και ο αρχηγός των σωματοφυλάκων αυτού δωρησαμένου προς το νέον κρατίδιον και τον ετήσιον φόρον, λόγω της επικυριαρχίας, εξ 75,000 γροσίων.
9
Τα κατά την αποστολήν αυτού ταύτην ιδέ εν εκτάσει εν τω υπό Μάρκου Θεοτόκη εκδοθέντι εν Κερκύρα τω 1889 έργω, ένθ' ανωτέρω.
10
Ο λόγος ούτος εδημοσιεύθη εν Κερκύρα εκ του δημοσίου Τυπογραφείου τω 1883.
11
Περί αυτών ιδέ την ημετέραν Ιστορίαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», Αθήναι 1894, τόμ. Β', σελ. 383-389.
12
Ιδέ την κατά μετάφρασιν ημών «Ιστορίαν του Μεγάλου Ναπολέοντος», Αθήναι 1893, σελ. 452-454.
13
Αρχαία Μονή των καθολικών Καπουτσίνων εν Κερκύρα μεταβληθείσα τότε εις Εκπαιδευτήριον.
14
Τον Καποδίστριαν ηκολούθουν και οι αξιωματικοί Τιμόθ Απέργης, Ούγγαρος κόμης Βούλγαρις, Βατάλιας και Ριζακάρης, ως καί τινες υπαξιωματικοί και στρατιώται. Γραμματεύς αυτού είχε διορισθή ο Παύλος Πεδεμόντης, προγυμναστής δε των πολιτοφυλάκων πυροβολητών ο λοχαγός του πυροβολικού Πιέρρης
15
Του Καποδιστρίου υπήρχον και άλλοι αδελφοί: ο Βίκτωρ και ο Αυγουστίνος· τούτων ο μεν μετά του Γεωργίου είχε σπουδάσει την αγρονομίαν και την φιλολογίαν, ο δε Βίκτωρ την ιατρικήν, αλλ' απέθανε προώρως παθών διανοητικήν διατάραξιν, ο δε Βιάρος εγένετο διάσημος νομικός, ως και τέσσαρες αδελφαί, ών αι μεν δύο εκάρησαν μοναχαί, αι δε άλλαι ενυμφεύθησαν η μεν τον Σπυρίδωνα Πολυλάν, η δε τον Νικόλαου Ροδόσταμον. Ως βλέπει ο αναγνώστης, εκ των πέντε υιών του Αντωνίου Μαρία Καποδιστρίου ουδείς υπήρξε στρατιωτικός· διότι η μακκιαβελική πολιτική της Βενετίας, εξ ής κατεστράφη, δεν επέτρεπε τοις Έλλησιν, ούς διά τίτλων ευγενείας και άλλων προνομίων καθίστα χειροήθεις, να σπουδάζωσι τα στρατιωτικά, ίνα μη ούτω καθίστανται επικίνδυνοι αυτή. Ίνα δε σαγηνεύη τους ευγενείς, επέτρεψεν αυτοίς να σπουδάζωσιν εν τω Βενετικώ Πανεπιστημίω της Παδούης την ιατρικήν και νομικήν, λαμβάνωσι δε τα διπλώματα του διδάκτορος μετά μεγάλης ευκολίας και σχεδόν ανεξετάστως. Ούτω λοιπόν οι Έλληνες εσπούδαζον θεολογίαν, ιατρικήν φιλολογίαν ή νομικήν και αγρονομίαν. Η αισχρά αύτη πολιτική της Βενετικής δημοκρατίας εζήτει, προς τοις άνω, να διαφθείρη, ως και κατώρθωσε μέχρι τινός, την γλώσσαν και τα ήθη των Επτανησίων, ίνα επιτύχη τον εις τον καθολικισμόν προσηλυτισμόν των ορθοδόξων διά της ιδρύσεως καθολικών ναών και άλλων καθολικών εκπαιδευτηρίων, εις ά προσείλκυον πολλούς.
16
Ο Ιωάννης Δομπόλης απέθανεν εν Πετρουπόλει τη 28 Οκτωβρίου του 1850 αφήσας διά διαθήκης εις την Αυτοκρατορικήν Τράπεζαν της Ρωσίας ρούβλια αργυρά 285,744, ήτοι φράγκα 1252,274, όπως τη 1 Ιανουαρίου του 1906 το κεφάλαιον και οι τόκοι αυτού αποσταλώσιν εις την Ελλάδα και οικοδομηθή εν τη πρωτευούση αυτής πανεπιστήμιον φέρον την επωνυμίαν «Καποδιστριακόν». Τα χρήματα ταύτα κατετέθησαν την 17 και 28 Ιουλίου 1851 παρά των εκτελεστών της διαθήκης αυτού εν τη Αυτοκρατορική Τραπέζη της Ρωσίας, δι' αυτών δε και των τόκων ηγοράσθησαν ομολογίαι του εν Ρωσία παγίου δανείου των 4 0)0. Το κεφάλαιον μετά των τόκων και του κληροδοτήματος ήτο εν συνόλω κατά την 15 Ιανουαρίου του 1893 φρ. χρυσά 3,777,155,37. Ώστε το άνω ποσόν ανατοκιζόμενον επί 4 ο)ο μέχρι του 1906, ότε θα αποσταλή ενταύθα, θα συμποσώται εις 6,000,000 περίπου φράγκων χρυσών. Περί τούτου ιδέ εν εκτάσει την ημετέραν πραγματείαν εν τη «Νέα Εφημερίδι» της 20 Μαΐου 1894, δι' ής συμπληρούμεν τ' εν τη «Ακροπόλει» της 11ης του αυτού μηνός, γραφέντα. Πρβλ. και «Ακρόπολιν» της 19 Μαΐου και της 30ής, εν ή έγραψε συμπληρωτικά τινα ο ανεψιός του Δομπόλη.
17
Ο Γερμανός διπλωμάτης Στάκκελβεργ το κατ' αρχάς εδέξατο ψυχρώς τον Καποδίστριαν, ως υπεράριθμον ακόλουθον της πρεσβείας μη ζητηθέντα και εφέρετο προς αυτόν καχυπόπτως, νομίζων ότι αφίκετο εις Βιέννην έχων μυστικήν τινα αποστολήν, αλλά βραδύτερον συνειδώς το λάθος και την διπλωματικήν επιτηδειότητα του Έλληνος διπλωμάτου αναγνωρίσας, ηγάπησε και εξετίμησεν αυτόν μεγάλως και διώρισεν αυτόν εν τη διεξαγωγή των την Τουρκίαν και τους Χριστιανούς της Ανατολής αφορώντων ζητημάτων, άπερ διεκπεραιούμενα απεστέλλοντο εις Πετρούπολιν υπό του Στάκκελβεργ κατονομάζοντος εν τοις εγγράφοις τον Καποδίστριαν ως συγγραφέα αυτών.
18
Αναλυτικώτερον τα κατά την διάλεξιν ταυ αυτοκράτορος, Βαρκλαί Δετολλύ και Καποδιστρίου ιδέ παρά τω Demetrio Adriotti, La Vita di Giovanni Conte Capodistria, Corfù 1859, σελ. 21-24.
19
Το δίπλωμα τούτο απεστάλη τω κόμητι Καποδιστρία εντός χρυσής πυξίδος απλουστάτης μεν αλλά φερούσης γεγλυμμένην την θέσιν της Γενεύης μετά της λίμνης και των πέριξ. Τα δ' άνω γράμματα ήσαν γεγλυμμένα εν τω βυθώ της πυξίδος ελληνιστί. Επειδή όμως δεν ηδυνήθημεν να εύρωμεν την πρωτότυπον επιγραφήν, μεταφράσαντες εδημοσιεύσαμεν αυτήν ανωτέρω εκ της «Εφημερίδος των Συζητήσεων» των Παρισίων της 16 Ιανουαρίου 1817. Σημειούσθω δ' ότι την τιμήν ταύτην εθεώρησε μεγίστην του βίου αυτού ο Καποδίστριας και αείποτε υπογραφόμενος εν ταις συνθήκαις και συμβάσεσιν, άς εν ονόματι του Τσάρου συνήπτε μετά των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των πολλών τίτλων προσετίθει και ότι ήτο πολίτης της Γενεύης κτλ.
20
Κατά Φεβρουάριον του 1809 ο εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτής της Αγγλίας εκήρυττεν επισήμως ότι: «εις τα όμματα της Βρεττανικής κυβερνήσεως, αποποιηθείσης ν' αναγνωρίση την εν Τίλσιτ συνθήκην, η σύμβασις της 21 Μαρτίου 1800, επομένως η ανεξαρτησία της Επτανήσου, ουδέποτε έπαυσεν ισχύουσα». Όρα Revue des deux Mondes, 1 Avril: Les Iles Ionniennes, par Saint-Marc Girardin.
21
Ιδέ Ch. Eynard, La vie de Madame de Krüdener, Paris 1849. Πρβλ. Αικατερίνης Ζάρκου, Η μυθιστορία εν Αττικώ Ημερολογίω του 1884 σελ. 357- 368.
22
Ιδέ Δοκίμιον Ελλ. Ιστορίας Τόμ. Α' σελ. 395.
23
Ιδέ το ιταλιστί γεγραμμένον έργον: Carte Secrete atti ufficiali della Polizia Austriaca in Italia, Capolago, 1851, τόμ. Α', σελ. 186 και εφεξής.
24
Ιδέ την εφημερίδα: Gazetta degli Stati Uniti delle Isole Ionie της)13 Μαρτίου 1819.
25
Ιδέ La Νοuvelle Minerve, τόμ. XI σελ. 480.
26
Ήδη από του 1824 εκλήθη επισήμως ο Καποδίστριας υπό του προέδρου του Εκτελεστικού Π. Μαυρομιχάλη εις Ελλάδα όπως συντελέση εις την κοινήν σωτηρίαν, αλλ' απεποιήθη ειπών ότι δεν επετρέπετο αυτώ να λάβη μέρος εν τοις πράγμασι της Ελλάδος, εν όσω ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας δεν απεδέχετο την από του υπουργού παραίτησιν αυτού· (Ιδέ το από 1 Ιανουαρίου 1824 έγγραφον του Π. Μαυρομιχάλη και την από 12 Δεκεμβρίου 1825 απάντησιν του Καποδιστρίου εν τω Δ' τόμω των Επιστολών αυτού σελ. 427).
27
Η λέξις αντικυβερνητική δεν εσήμαινεν εναντίον του Κυβερνήτου, αλλά αντί του Κυβερνήτου αι λέξεις αντιβασιλεύς, αντιβασιλεία κτλ. Επίσης βραδύτερον (Δεκέμβριος του 1831) ο Κωλέττης ίδρυσεν εν Περαχώρα την αντισυνταγματικήν (= αντί της συνταγματικής).
28
Ιδέ Ανδρέου Ζ. Μάμουκα, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, τόμ. Θ', σελ. 97-98. Ο Βρετός εν τη Notice Biographique, τόμ. Α', σελ. 77, αναγράφει ότι πάντες οι πληρεξούσιοι υπέγραψαν πλην των της Ύδρας και των Σπετσών. Πρβλ. και το έργον του ανωνύμου: Renseignements sur la Grèce, Paris 1833, Κεφ. IV.
29
Τα δύο άλλα ήσαν το του 1824 και το του 1825.
30
Ιδέ Πρόλογον του Α' τόμου των Επιστολών του Καποδιστρίου, Γενεύη 1839.
31
Ιδέ Επιστολάς Καποδιστρίου, ελληνικήν έκδοσιν, Αθήναι 1841, τόμ. Α', σελ, 112-115.
32
Ιδέ G. Gervinus, Insurrection et regenaration de la Grèce. Traduction francaise, τόμ. Β', σελ. 681. Τα αυτά επαναλαμβάνει και ο μονογραφίαν ιδίαν περί αυτού γράψας Μένδελσον Βαλθόλδυς.
33
Ιδέ το φύλλον της 6 Αύγουστου 1827. The arrival of Cont Kapodistrias led to some inquiry after Greek loans which rose about)4 per cent, leaving of at 15)4.
34
Ιδέ Ιστορίαν Ελληνικής επαναστάσεως Σ. Τρικούπη, τόμ. δ' σελ. 534.
35
Ο Καποδίστριας εν Λονδίνω μένων είδε και τον ψυχορραγούντα, είτα αποθανόντα, τη 14 Σεπτεμβρίου, επιστήθιον φίλον και ποιητή Ούγον Φώσκολον περί τούτου Ugo Foscolo, Epistolario Firenze. Le Momier τόμ. Β' σελ. 401 και Γ' σελ. 270.
36
Ούτος είναι ο κατόπιν γυμνασιάρχης Πατρών, ο εν έτει 1836 εν Αθήναις εκδούς τον Ηρόδοτον. Πρβλ R. Nicolai, Geschichte der neugriechischen Literatur, Leipzig 1876 σελ. 116, 139, 201.
37
Ιδέ την ημετέραν πραγματείαν εν τη «Νέα Εφημερίδι» της 20 Μαΐου 1894, δι' ής συμπληρούμεν τα εν τη «Ακροπόλει» της 11 του αυτού μηνός εκ Κερκύρας δημοσιευθέντα. Πρβλ. και τα εν τη «Ακροπόλει» της 19 και 30 του αυτού μηνός υπό του ανεψιού του Δομπόλη Νικολάου Πάρκα γραφέντα.
38
Ιδέ Εθν. Ημερολόγιον Μ. Π. Βρετού του 1866 σελ. 260-261.
39
Κατ' άλλους Λέοντος.
40
Τούτο ο μεν Στέφανος Ξένος μετέφρασε; «Πολεμοπείσμων», άλλοι δε «Πολεμοπτύων» Ημείς αφίεμεν την αγγλικήν ονομασίαν.