Читать книгу Αργία : διήγημα - Faltaits Kostas - Страница 1

I

Оглавление

Στην Α. Ε τον κ. Κ. Σπυρίδη

Ένα τορπιλλοβόλο μαύρο και χαμηλό ήταν αραγμένο καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το μεγάλο θωρηκτό. Στο Ρένα το ναύτη φάνηκε καθώς το κύτταζεν έτσι σιωπηλό, τόσο έρημο και ξεχασμένο από τον κόσμο, ώστε όλη η λογική του δεν έφθασε να τον κάνει να πιστέψει στην πραγματικότητα του· και σκέφτηκε:

– Τάχα να βρίσκονται άνθρωποι ίδιοι με μας κει μέσα;

Πιο μακριά στο βάθος, η μεγάλη στεριά. Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας. Τις ώρες της αυγής αργοξυπνούσεν η στεριά, κι' ενώ τα χρώματα στον ορίζοντα τινάζονταν μαντεύοντας το φως που ερχόταν, αυτή επίμενε στον ύπνο της και διατηρούσε το σκοτάδι της σαν κακόν εφιάλτη πολύ πιο ύστερα από το γενικό ξύπνημα.

Ο Ρένας ο ναύτης κύτταζεν ολοένα σκαρφαλωμένος στο π η γ α ί ο του μεγάλου ταχυβόλου. Κι' ούτε το μαύρο τορπιλλοβόλο, ούτ' η στεριά φαινόντανε μόνα αυτά από τη θέση κείνη σαν ψεύτικα και σαν ξένα.

Ήταν το τρεχαντήρι που πέρασε κάπως μακριά με τα πανιά σα σπαθιά· κι' ήταν το λιμανάκι πέρα που μόνον οι βάρκες ορίζανε την ύπαρξή του· κι' ήταν ο νέος σημαιοφόρος που πέρασεν από πίσω του με τα παπούτσια του που τρίζανε σα να περπατούσε πάνω σε κόκκαλα· κι' ήταν μια φυσαρμόνικα κάτω στο υπόφραγμα που δεν ταραζότανε τώρα από τα τραγούδια παρατημένη μισάνοιχτη στην άκρη ενός πάγκου.,, Και ήταν ότι νάβλεπεν από κει σαν ψεύτικο, σα να τόβλεπε μέσ' από τζάμι ή μέσα στην αντανάκλαση του νερού.

Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι' ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε να του κρύψει κανένα μυστικό,.,

Κατέβηκεν από το κανόνι και τράβηξε στο μεσόστεγο. Καθώς περνούσεν από τ' Οπλονομείον είδεν αραδιασμένους ακόμα καμία δεκαριά ναύτες που περιμένανε τη σειρά τους να τους φωνάξει ο ύπαρχος. Λίγοι ήταν πραγματικά ένοχοι, μα οι πιο πολλοί τιμωριότανε για τιποτένιες αφορμές. Αθώοι και φταίστες παίρνανε το ίδιο σχεδόν μερίδιο τιμωρία.. Τους κύτταξε τώρα με λιγότερη συμπάθεια, απ' ότι τους είχε κυττάξει πριν μισή ώρα αραδιασμένος κι' αυτός στη γραμμή και περιμένοντας την τιμωρία του.

Ένας από τη γραμμή τον ρώτησε:

– Πόσο στο βαφτίσανε το νήπιο;

– Ενός μηνός.

– Κράτηση ή φυλάκιση;

– Φυλάκιση κουμπάρε μου.. Μούπε μάλιστα να του το χρεωστώ και χάρη που δεν την έβαλεν α υ σ τ η ρ ά. Θάχω όλη την ελευθερία να γυρίζω στο καράβι, κι' από δουλειά τίποτα.

– Καλός είσαι και συ!

Του τώπε με κάποια κακία, μα ο Ρένας δε στενοχωρήθηκε γιατί ήξερεν όλους τους ναύτες κακούς από τη δυστυχία τους και τον ένα χειρότερο από τον άλλο,. Τριγύρω του τα πράγματα και τα πρόσωπα είχαν χάσει το πρώτο τους σοβαρό κι' αλλοιώτικο ύφος. Είδεν ότι καμιά πια εντύπωση δεν τούκανεν ο ναυτόπαιδας υπηρέτης του ύπαρχου, ούτε οι γκέτες του αγγελιοφόρου, ούτε ο κονδυλοφόρος του γραφέα που σημείωνε τις τιμωρίες, ούτε οι ζάρες στο μέτωπο του ύπαρχου που θυμωμένος ξέταζε κάποιο ναύτη. Ακόμα δεν ήταν καθόλου παράξενες τώρα οι βίδες της οροφής· το φως της καντήλας στην εικόνα τ' Άη-Νικόλα δε γιάλιζε πια σα βλοσυρό μάτι, και κάτω από τα πόδια του ο ήχος της ηλεκτρομηχανής ακούονταν κανονικός, χωρίς να γαυγίζει όπως πρώτα.

Αργία : διήγημα

Подняться наверх