Читать книгу Αργία : διήγημα - Faltaits Kostas - Страница 3
ΙΙΙ
ОглавлениеΜέσα στο καράβι και στην ολόγυρα έκταση όλα αλλάζανε και γινόντανε πολύσχημα, αλλότροπα, παράξενα, χυμένα στη μυστικοπάθεια. Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό.
– Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.
Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική.
– Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να
νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος.
…Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει.
– Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.
Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία:
– Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε
Ρένα.
Τον έστειλε στο διάβολο.
Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους…
Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά…
Το δειλινό ειρήνεψε πιο πολύ η λεκάνη του κόλπου. Η καλοσύνη της θάλασσας δεν εύρισκε πια ήχους άλλους να φανερωθεί και καινούργια χρώματα να σχηματίσει την ευχαρίστησή της. Μια αναμένη λαμπάδα με φως που δεν καίει αλλά μόνο χαϊδεύει η αντανάκλαση του ήλιου, φώτιζε τον κόλπο. Κάποιο πανηγύρι πάνω ψηλά πρέπει να γινότανε.
Κάτι μαλακό και χλιαρό καμινεύοταν μέσα στο Ρένα.
– Αν ήταν έτσι όλα τα δειλινά κι' όλη η θάλασσα, δε θ' αναλούσα
λοιπόν; Σκέφθηκε.
– Άνθρωπος στη θάλασσα! Ακούστηκεν έξαφνα μια φωνή βγαλμένη απ'
όλο τον τρόμο και τη φρίκη του ανθρώπινου στήθους.
Την ίδια στιγμή μέσα στο νου του Ρένα ζωντανέψανε σ' ένα σωρό, όλα τα επεισόδια σελίδων και μυθιστορημάτων που είχε διαβάσει. Κι' ακόμα θυμήθηκε ότι λίγο πιο πριν άλλες φωνές πολλές και δυνατές είχαν ακουστεί:
– Η κανονιοφόρα! Η κανονιοφόρα!
Ήταν ακριβώς το ίδιο με τα μυθιστορήματα. Μια σύγκρουση, ένα τράνταγμα, κι' ένα σώμα που το είδανε πολλοί να πέφτει με το κεφάλι στη θάλασσα.. Πάνω στο επίστεγο του θωρηκτού αληθινός χαμός. Ο Ρένας τινάχτηκε για να κατέβει στην πρύμη, μ' απόρησε πως δεν μπορούσε να βρει την κάθοδο. Τις στιγμές εκείνες του ήταν αδύνατο ν' ανακαλύψει το πιο εύκολο και συνηθισμένο μέρος, απ' όλα τα μέρη του καραβιού. Η κανονιοφόρα φαινόταν ακόμα με την πλώρη της κολλημένη στα πλευρά της βενζινακάτου.. Σε λίγο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού ο άνθρωπος.
Κολυμπούσε δυνατά μ' απλωμένες χεριές κι' έφτασε στη βενζινάκατο. Κανένας δεν τον βοήθησε ν' ανέβει απάνω, γιατί από την κανονιοφόρα τάχανε σαστίσει κι' άλλοι πηγαίνανε βιαστικά κατά την πρύμη, κι' άλλοι κατά την πλώρη. Μερικοί κρατούσανε στα χέρια τους σχοινιά, γάντζους, ότι τύχει. Όταν ξεκόλλησεν η κανονιοφόρα φάνηκεν η βενζινάκατος σχισμένη στη μέση.
Από το θωρηκτό, φωνάζανε:
– Να, να! αρχίζει να βουλιάζει.
– Δε θα την προκάνουνε.
Πραγματικά τ' ωραίο γαλάζο σκάφος χαμήλωνε σιγά – σιγά, βούλιαζε ως την κουπαστή, κ' ύστερα άρχισε να χάνεται με γυρμένη πρύμη μέσα στο χάος του νερού. Η κανονιοφόρα δεν είχε πάθει τίποτα κι' εξακολούθησε σφυρίζοντας το δρόμο της.