Читать книгу Το βιβλίο του μικρού αδερφού - Gustaf af Geijerstam - Страница 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Оглавление

Είτανε μια φορά ένας συγγραφέας, που ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Είτανε τόσο ευτυχισμένος, ώστε δεν το εννοούσε κι ο ίδιος και μολαταύτα έγραψε πολλά βιβλία για τη δυστυχία των ανθρώπων.

Η μεγαλήτερη ευτυχία του δεν είταν η αγάπη· ούτε η πατρική χαρά, που την έπαιρνε απλοϊκά σαν ένα πράμα τόσο φυσικό, σα να είταν αδύνατο ναπολάψουν οι γονείς από τα τέκνα τους άλλο παρά χαρά. Η ευτυχία του δεν είτανε γιατί, με όλη την πολύχρονη συζυγική ζωή, φώλιαζε πάντα στο σπίτι του το σπάνιο πουλί, που το λένε ανίκητη νιότη. Η μεγαλήτερη ευτυχία του είτανε το πως δεν απάντησε και δε γνώρισε ποτέ κακό, που να μην πίστευε πως μπορούσε να το νικήση με τη δύναμη και την υγεία. Τα δυστυχήματα, που φοβερίζανε να φανούν, είτανε σαν περαστικά σύννεφα, που χανόντανε στον ορίζοντα κι αφίνανε καθαρότερο τον ουρανό του. Έτσι πίστευε τουλάχιστο κι αυτή η πίστη είταν η πραγματικότητα, όπου ζούσε. Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος.

Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.

Με το αίστημα τούτο της μεστής ζωής έγραψε ο συγγραφέας αυτός ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από καλοκαιρινό φως και με θέμα τα δυο μεγάλα αγόρια του, τα παιγνίδια και τις διασκεδάσες τους, τα άθλα και τις ατυχίες τους. Το βιβλίο είτανε μια ιλαρή χαρά και γι' αυτόν τον ίδιο κι όταν μου έρχεται στο νου εκείνη η εποχή, μόλις μπορώ και το εννοώ πως ο άνθρωπος αυτός είμουνα κάποτε γω.

Άμα τυπώθηκε και δέθηκε το βιβλίο κ' είταν έτοιμο να κυκλοφορήση, ο συγγραφέας πήρε μαζί του δυο αντίτυπα, έγραψε στο ένα τόνομα του Ούλοφ και στο άλλο του Σβάντε και τα έδωσε επίσημα του καθενός από τα δυο αποθανατισμένα παιδιά του.

Ο Ούλοφ πήρε το βιβλίο του κι ο Σβάντε το δικό του. Ο Ούλοφ, που είναι φύση πραχτική και δεν έχει καμιά κλίση στη φιλολογία, λένε πως πρώτη φορά έπιασε κι άνοιξε αυτόρμητα βιβλίο. Νομίζω μάλιστα πως διάβασε τρία ολάκερα κεφάλαια. Ο Σβάντε όμως διάβασε μεμιάς ολάκερο το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Και διάλεξε μερικά κεφάλαια, εκείνα που του αρέσανε ξεχωριστά και τα διάβαζε δυνατά σε όλους, όσοι είχαν όρεξη νακούνε. Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι.

Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.

Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά:

– Για ποιόνε λέει το βιβλίο;

Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά:

– Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε;

Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ.

– Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο

Νέννε.

– Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι.

Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε:

– Δε λέει τίποτε για το Νέννε;

Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε:

– Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν

έκαμε τίποτε;

Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος. Άνοιγε τα μεγάλα γαλανά μάτια του όσο πλατήτερα μπορούσε, έδινε φιλιά με το μικρό ρόδινο στόμα, έβαζε όλα τα δυνατά του. Ήθελε κι αυτός ένα βιβλίο.

– Μα ο Νέννε δεν ξέρει να διαβάση.

Ο λόγος αυτός δεν του έκαμε καμμιάν εντύπωση. Έτρεχε πέρα δώθε στις κάμαρες και το μικρό του ζωηρό πρόσωπο είταν κατακόκκινο. Ο Ούλοφ πήρε βιβλίο, ο Σβάντε το ίδιο. Γιατί να μην πάρη κι ο Σβεν;

Αδύνατο να γίνη διαφορετικά. Ο συγγραφέας δεν είχε πρόχειρο άλλο αντίτυπο. Έφερε η μαμά το δικό της κι αφού σβήστηκε καλά τόνομά της, ο μπαμπάς έγραψε στο βιβλίο:

&Του μικρού Νέννε – ο μπαμπάς.&

Και τότε ησύχασε ο Σβεν.

Δηλαδή φάνηκε πως ησύχασε. Γιατί δε ζήτησε περσότερα. Γύριζε μόνο ολόγυρα και διάβαζε στο βιβλίο. Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι.

Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς. Μαζεύτηκε έτσι ώστε να χωρέση ανάμεσα της καρέκλας και του τραπεζιού. Κ' έπειτα έβγαλε το κεφάλι και προσπαθούσε να δη τον μπαμπά στα μάτια.

– Τι είναι Σβεν; ρώτησε ο μπαμπάς, που δεν ήθελε να τον ενοχλούν.

Ο Σβεν όμως δεν ησύχαζε, αν ο μπαμπάς δεν παραμέριζε το κάθισμα ώστε να μπορέση να περάση.

– Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε.

– Τι; ρώτησε ο μπαμπάς.

– Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε, ξαναείπε το μικρό αδερφάκι δυνατότερα τώρα.

Τότε εννόησε ο μπαμπάς.

Ο μικρός είχε θυμώσει γιατί δεν τον ανάφερε το βιβλίο κι αυτόν. Όσο μικρός κι αν είταν, ήθελε δικαιοσύνη. Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια.

Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ο μπαμπάς το πήρε κι αυτός πολύ σοβαρά κι απάντησε:

– Σου υπόσχομαι, θα γράψω και για σένα ένα βιβλίο.

– &Μόνο& για το Νέννε, ξαναείπε ο μικρός δίνοντας να εννοηθή καθαρά πως αυτό είταν το σπουδαιότερο.

– Μόνο για το Νέννε, απάντησε σοβαρά ο μπαμπάς.

Ο μικρός έφυγε. Έτρεξε κ' έφερε το νέο ως την κουζίνα κ' έμεινε ικανοποιημένος τέλεια τη στιγμή αυτή.

Ο μικρός δεν έπαψε να το θυμίζη. Μα ένας συγγραφέας έχει να γράψη πολλά. Δεν μπορεί να βρη πάντα την όρεξη να γράψη για ένα μικρό σγουρόμαλλο αγοράκι, που δεν είχε κάμει στον κόσμο άλλο τίποτε παρά να τρέχη πέρα δώθε και να σκορπίζη σ' όλους τη χαρά. Και στην ποίηση, όπως και στη ζωή, οι μικροί πρέπει να περιμένουνε, γιατί οι μεγάλοι δεν τους αφίνουνε να περάσουν πριν έρθη η σειρά τους.

Γι' αυτό ο μικρός αδερφός έπρεπε να περιμένη ως τα σήμερα το βιβλίο του. Τώρα και γω είμαι άλλος κι όλα γύρω μου είναι νέα. Ο μικρός βέβαια δεν ήξερε τι μου ζητούσε, όπως και γω δεν ήξερα τι υποσχέθηκα.

Όμως ακούω μια φωνή, που με βιάζει να κρατήσω την υπόσχεσή μου.

Το βιβλίο του μικρού αδερφού

Подняться наверх