Читать книгу Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε - Johann Wolfgang von Goethe - Страница 3
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Β'
ОглавлениеΙφιγένεια. Αρκάς.
ΑΡΚΑΣ. Να χαιρετήσω ο βασιλιάς με στέλνει της Άρτεμης την ιέρεια. Αυτή είν' η μέρα, που οι Ταύροι ευχαριστούνε τη θεά τους για θαυμαστές καινούριες νίκες. Τρέχω μπροστά απ το βασιλιά κι απ το στρατό, να μηνήσω: ο ένας φτάνει, ο άλλος σιμώνει.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με προθυμία θα τους δεχτούμε, ως πρέπει• κ' η θεά μας προσμένει μ' ίλεο βλέμμα καλόδεχτη θυσία απ του Θόα το χέρι.
ΑΡΚΑΣ. Της ιέρειας και γώ ας έβρισκα το βλέμμα, της τιμημένης κι άξιας, το βλέμμα σου, πιο ξάστερο, πιο φωτεινό, άγια κόρη, οιωνό καλό σ' όλους εμάς! Ακόμα η θλίψη όλη μυστήριο σου σκεπάζει τα βάθη• μάταια χρόνους καρτερούμε απ το στήθος σου λόγο εμπιστεμένο. Όσο στο μέρος τούτο σε γνωρίζω, είναι το βλέμμ' αυτό, που εμπρός του πάντα τρέμω• και σα με σίδερα η ψυχή σου μένει δετή στα τρίσβαθα του στήθους.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Στην ορφανή κ' εξόριστη όπως πρέπει.
ΑΡΚΑΣ. Λοιπόν εδώ ορφανή κ' εξόριστ' είσαι;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μπορούν πατρίδα να γενούν τα ξένα;
ΑΡΚΑΣ. Μα εσένα ξένη σου έγινε η πατρίδα.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Γιαυτό κ' η ματωμένη μου καρδιά δε γαίνει. Ότι η ψυχή στα πρώτα νιάτα με πατέρα, μητέρα και μ' αδέρφια εδέθη, ότι τα νέα βλαστάρια, ταίρι γλυκό, από των παλιών κορμών τη ρίζα τον ουρανό να φτάσουν θέλαν, ξένη αχ! μ' άδραξε κατάρα, απ τους καλούς μου με χώρισε, τον όμορφο δεσμό με σιδερένιο έσπασε χέρι. Πάει της νιότης η χρυσή χαρά, παν τ' άνθια των πρώτων χρόνων. Κι αν λυτρώθηκα, ήμουν ίσκιος μου μόνο• ο δροσερός ο πόθος της ζωής δεν ανθεί μέσα μου πάλι.
ΑΡΚΑΣ. Δυστυχισμένη τόσο αν λες πως είσαι, αχάριστη μπορώ να σ' ονομάσω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Χάρη σας έχω πάντα.
ΑΡΚΑΣ. Όχι την τέλεια, που η ευεργεσία ζητά• το φαιδρό βλέμμα, που μαρτυρά ζωή ευχαριστημένη και πρόθυμη καρδιά στον ευεργέτη. Όταν μια μοίρα όλη βαθύ μυστήριο στο ναό σ' είχε φέρει εδώ και χρόνια, σ' εδέχτη ο Θόας με σέβας και μ' αγάπη, σα μια σταλμένη απ τους θεούς, και τούτος ο γιαλός, που των ξένων τρόμος ήταν, σ' εσέ καλός, φιλόξενος εστάθη. Πριν σου κανείς δεν πάτησε τον τόπο χωρίς θυσία, κατά συνήθεια αρχαία, στης Άρτεμης να πέση το ιερό.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ζωή δεν είναι μόνο ν' ανασαίνης. Ζωή είν' αυτή, που στο ιερό θλιμμένη περνώ, σα γύρω από τον τάφο του ίσκιος; Και να την πω ζωή χαρούμενη, όταν κάθε μια μέρα, σε όνειρα χαμένη, για τις θαμπές μας ετοιμάζει εκείνες μέρες, που, λησμονώντας τον εαυτό του, των πεθαμένων το θλιμμένο πλήθος στης Λήθης το γιαλό γιορτάζει; Μάταιη ζωή είναι τέλος πρώιμο• αυτή είν' η μοίρα της γυναικός και πιο πολύ η δική μου.
ΑΡΚΑΣ. Τη γενναία σου την έπαρση, ο εαυτός σου να μη σου αρκή, τη συχωρώ, όσο κι αν σε κλαίω, που τη χαρά να ζης σου κλέβει. Τίποτ' εδώ δεν έκαμε ο ερχομός σου; Του βασιλιά ποιος φαίδρυνε τη θλίψη; Ποιος με γλυκειά πειθώ χρόνο με χρόνο την παλιά σκληρή εμπόδισε συνήθεια, κάθε ξένος ν' αφήνη στο βωμό της Άρτεμης θυσία τη ζωή του, κι από το βέβαιο θάνατο τους σκλάβους συχνά έστειλε στον τόπο τους και πάλι; Μην η θεά, αντίς ωργισμένη νάναι, που οι 'ματερές παλιές θυσίες της λείψαν, την πράα σου δέηση δεν ακούει περίσσια; Μη γελαστή δε φτερουγίζ' η νίκη στο στρατό γύρω; εμπρός δεν τρέχει κιόλα; Και τύχη πιο καλή δε νιώθουμ' όλοι απ τον καιρό που ο βασιλιάς, που χρόνια με αντρεία μας κυβερνά και φρονιμάδα, και τη γλυκάδα χαίρεται σιμά σου κι απ της βουβής υπακοής το χρέος μας αλαφρώνει; Μάταιη είν' η ζωή σου σε χίλιες άλλες βάλσαμο σα στάζη; Σα στο λαό, που ήρθες θεόσταλτη, είσαι αστέρευτη πηγή ευτυχίας καινούριας, και στο άξενο ακρογιάλι του θανάτου σώζεις και δίνεις γυρισμό στον ξένο;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τα λίγα χάνοντ' εύκολ' απ το μάτι, που εμπρός κοιτάζει πόσα ακόμα μένουν.
ΑΡΚΑΣ. Ώστε παινάς τον που αψηφά ό τι κάνει;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τον που υψώνει ό τι κάνει κατακρίνουν.
ΑΡΚΑΣ. Και τον που γαύρα δεν τιμά ό τι αξίζει και τον που μάταια ψεύτρα αξία σηκώνει. Πίστεψέ με, άκουσ' έναν, που πιστός σου είναι και τίμιος. Σήμερα αν μιλήση ο Βασιλιάς μαζί σου, ευκόλυνέ τον εκείνο να σου πη που έχει στο νου του.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με κάθε καλό λόγο με τρομάζεις• συχνά την πρόταση του έχω ξεφύγει.
ΑΡΚΑΣ. Σκέψου τι κάνεις κι όφελός σου τι είναι. Απ τον καιρό, που ο βασιλιάς το γιο του έχασε, λίγους πια από τους δικούς του μπιστεύεται, κι αυτούς όχι σαν πρώτα. Με ζήλια βλέπει κάθε νέο από γένος κληρονόμο του κράτους του• φοβάται αβόηθητα γεράματα, έρμα κ' ίσως παράβολη ανταρσία και πρώιμο τέλος. Δεν ξέρει ο Σκύθης τη χάρη του λόγου, ο βασιλιάς πιο λίγο. Μαθημένος μονάχα να προστάζη και να πράττη, του λείπ' η τέχνη απόμακρα να στρίβη μια ομιλία σιγαλά προς το σκοπό του. Ας μην του φέρη εμπόδιο η άρνησή σου κ' η παρανόηση η σκόπιμη! Μ' αγάπη σύρε μεσοδρομίς κι απάντησέ τον!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Να ταχύνω το τι με φοβερίζει;
ΑΡΚΑΣ. Φοβέρα λες το πως συμβία σε θέλει;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Για μένα η τρομερώτερ' είν' απ' όλες.
ΑΡΚΑΣ. Στη συμπάθεια του δώσε πίστη μόνο.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Την ψυχή μου απ το φόβο αν λύση πρώτα.
ΑΡΚΑΣ. Γιατί κρύβεις το γένος σου από κείνον;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Γιατί στην ιέρεια το μυστήριο αρμόζει.
ΑΡΚΑΣ. Στο βασιλιά δεν έπρεπε μυστήριο τίποτε νάναι• κι αν δεν το γυρεύη, βαθιά το νιώθει στην τρανή ψυχή του προσεχτικά πως κρύβεσαι από κείνον.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τρέφει θυμό λοιπόν για με και κάκια;
ΑΡΚΑΣ. Έτσι δείχνει. Σωπαίνει και για σένα• από κάποια όμως λόγια του πιστεύω πως του έχει την ψυχή κυριέψει ο πόθος να σε αποχτήση. Μη, ω μην τον αφίνης στον εαυτό του μόνο! η οργή στο στήθος μην του ωριμάση και σου φέρη τρόμο, κι αργά θα θυμηθής μετανιωμένη τα πιστά μου τα λόγια.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Πώς; Στο νου του ο βασιλιάς βάζει ό τι γενναίος άντρας, που αγαπά τ' όνομά του και στο σέβας των ουράνιων το στήθος του δαμάζει, δε θάβαζε ποτέ; Λέει να με σύρη απ το βωμό στην κλίνη του με βία; Τότε όλους τους θεούς καλώ και πρώτη την τολμηρή την Άρτεμη, που σκέπη της ιέρειας της θα δώση κ' η παρθένα θα σώση με χαρά μια άλλη παρθένα.
ΑΡΚΑΣ. Ησύχασε! Και νέο ορμητικό αίμα το βασιλιά σε πράξη δεν τον σπρώχνει παράβολη ως αυτή. Απ το στοχασμό του κάποια άλλη σκληρή απόφαση φοβούμαι, που ακράτητος στο πλήρωμα της θάναι: γιατί στεριά είναι, αλύγιστη η ψυχή του. Για τούτο σε ικετεύω, δώσ' του πίστη, δείξε του χάρη, αν άλλο δεν μπορής.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω πες ό τι άλλο ξέρεις.
ΑΡΚΑΣ. Απ τον ίδιον μάθε το! Έρχεται, βλέπω, ο βασιλιάς. Τον τιμάς, κ' η καρδιά σου σε προστάζει να τον δεχτής γλυκά κ' εμπιστεμένα. Σ' ένα γενναίον άντρα ανοίγει δρόμους της γυναίκας καλός λόγος. (Φεύγει.)
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μένη). Δε βλέπω πως του πιστού τη συμβουλή ν' ακούσω. Μα πρόθυμα υπακούω στο χρέος, λόγο γλυκό να πω του βασιλιά για ό τι καλό μου έκαμε. Κ' είθε να μπορούσα να πω με αλήθεια του ισχυρού ό τι ορέγεται.