Читать книгу Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Группа авторов - Страница 3
Оглавление* * *
Ήταν ένας Ιταλός, ένας Γερμανός, ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας σε ένα αεροπλάνο (были = летят как-то итальянец, немец, турок и грек в самолете). Κάποια στιγμή λέει ο πιλότος ότι (вдруг: «в какой-то момент» говорит пилот, что) πρέπει να πέσουν τρία άτομα για να σωθεί το αεροπλάνο (нужно, чтобы выпали три человека, чтобы спасся самолет; πέφτω; σώζομαι), οπότε σηκώνεται ο Ιταλός και λέει (тогда встает итальянец и говорит): – «Ζήτω η Ιταλία!» και πέφτει (да здравствует Италия! и падает = выпрыгивает). Μετά ο Γερμανός (затем немец) και τέλος σηκώνεται κι ο Έλληνας και φωνάζοντας (и, наконец, встает грек и с криком: «крича»; φωνάζω): – «Ζήτω η Ελλάδα», αρπάζει τον Τούρκο και τον πετάει από κάτω (хватает турка и выбрасывает его вниз).
Ήταν ένας Ιταλός, ένας Γερμανός, ένας Τούρκος κι ένας Έλληνας σε ένα αεροπλάνο. Κάποια στιγμή λέει ο πιλότος ότι πρέπει να πέσουν τρία άτομα για να σωθεί το αεροπλάνο, οπότε σηκώνεται ο Ιταλός και λέει: – «Ζήτω η Ιταλία!» και πέφτει. Μετά ο Γερμανός και τέλος σηκώνεται κι ο Έλληνας και φωνάζοντας:
– «Ζήτω η Ελλάδα», αρπάζει τον Τούρκο και τον πετάει από κάτω.
* * *
Γυρνάει μία κοπέλα από το ραντεβού της, τελείως καταπτοημένη (возвращается одна девушка со свидания вконец обескураженная).
– Τι έχεις (что с тобой: «что имеешь»); ρωτά η μητέρα της (спрашивает ее мать). Χωρίσατε (расстались; χωρίζομαι);
– Όχι, αντίθετα (нет, напротив)! Ο Μιχάλης μου ζήτησε να τον παντρευτώ (Михаил сделал мне предложение: «меня просил, чтобы /я/ за него вышла замуж»; ζητάω; παντρεύομαι)!
– Και γιατί στενοχωριέσαι (и почему /ты/ такая расстроенная: «расстраиваешься»; στενοχωριέμαι);
– Γιατί μου είπε επίσης ότι είναι άθεος (потому что /он/ мне сказал еще, что /он/ атеист). Μαμά, δεν πιστεύει καν ότι υπάρχει Κόλαση (мама, /он/ не верит даже, что ад существует)!
– Παντρέψου τον (выходи за него; παντρεύομαι). Και μην φοβάσαι, θα του δείξουμε πόσο άδικο έχει (и не бойся, /мы/ ему покажем, как он/ неправ; δείχνω; έχω άδικο).
Γυρνάει μία κοπέλα από το ραντεβού της, τελείως καταπτοημένη.
– Τι έχεις; ρωτά η μητέρα της. Χωρίσατε;
– Όχι, αντίθετα! Ο Μιχάλης μου ζήτησε να τον παντρευτώ!
– Και γιατί στενοχωριέσαι;
– Γιατί μου είπε επίσης ότι είναι άθεος. Μαμά, δεν πιστεύει καν ότι υπάρχει Κόλαση!
– Παντρέψου τον. Και μην φοβάσαι, θα του δείξουμε πόσο άδικο έχει.
* * *
Η κυρία στο φούρναρη (женщина – пекарю; ο φούρναρης):
– «Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας (я так нервничаю из-за вас), το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο (хлеб, что вы мне продали: «дали» вчера, был черствый; δίνω – давать; продавать).»
– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια (да что вы говорите, госпожа, мы печем: «готовим» хлеб уже 20 лет)!»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα (да, но продаете его сейчас)!»
Η κυρία στο φούρναρη:
– «Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας, το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο.»
– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια!»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα!»
* * *
Ο πελάτης αγανακτισμένος (возмущенный клиент; αγανακτώ – возмущаться, негодовать): Τι κατάσταση είναι αυτή (что это такое: «что за ситуация эта»?); Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι (всю ночь не сомкнул глаз; κλείνω – закрывать), παρακολουθώντας μια ολόκληρη μάχη ποντικών (наблюдая целую = настоящую битву мышей; παρακολουθώ; το ποντίκι)!
Ο ξενοδόχος (хозяин гостиницы): Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε (а что вы хотели увидеть, господин, за те деньги, которые заплатили?; βλέπω; δίνω – давать; платить); Ταυρομαχίες (корриду?; ο ταύρος – бык; η μάχη – бой, борьба);
Ο πελάτης αγανακτισμένος: Τι κατάσταση είναι αυτή; Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, παρακολουθώντας μια ολόκληρη μάχη ποντικών!
Ο ξενοδόχος: Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε; Ταυρομαχίες;
* * *
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του (идет один человек спустя много времени к своему врачу; ο τύπος – тип, вид, категория; человек, тип; ο καιρός; ο γιατρός) να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει (чтобы спросить о результатах каких-то анализов, которые он делал = сдавал; ρωτάω; το αποτέλεσμα; η εξέταση – рассмотрение, исследование; анализ, медицинское обследование).
– «Τι γίνεται γιατρέ (как дела: «что происходит», доктор?); Όλα καλά, έτσι (все хорошо, да: «так»?);»
– «Δυστυχώς έχω για σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός (к сожалению, у меня для тебя неприятные и очень неприятные новости, говорит врач; το νέο). Ποια θες να ακούσεις πρώτα (какую хочешь услышать первой?);»
– «Τι μου λες γιατρέ μου τώρα (что ты /такое/ мне говоришь, доктор); Με κάνεις και ανησυχώ (ты меня заставляешь волноваться; κάνω – делать; заставлять). Πες μου τα δυσάρεστα πρώτα (скажи мне неприятную сначала). Τι τρέχει (что происходит; τρέχω – бежать; происходить);»
– «Κοίτα (смотри)! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής (анализы показывают, что у тебя /осталось/ 24 часа жизни)!»
– «Τι λες ρε γιατρέ τώρα (что ты такое говоришь, доктор?); Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή (а очень неприятная какая же тогда?; δηλαδή – а именно; что же);»
– «Σε ψάχνω από χθες (/я/ тебя ищу со вчерашнего дня)!..»
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει.
– «Τι γίνεται γιατρέ; Όλα καλά, έτσι;»
– «Δυστυχώς έχω για `σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός. Ποια θες να ακούσεις πρώτα;»
– «Τι μου λες γιατρέ μου τώρα; Με κάνεις και ανησυχώ. Πες μου τα δυσάρεστα πρώτα. Τι τρέχει;»
– «Κοίτα! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής!»
– «Τι λες ρε γιατρέ τώρα; Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή;»
– «Σε ψάχνω από χθες!..»
* * *
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα (однажды вечером отец Тотоса пригласил домой гостей и послал его купить кока-колы; έχω; στέλνω; παίρνω – брать; покупать). Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος (и вот идет Тотос и по ошибке), μπαίνει στο χασάπικο (заходит в мясную лавку).
Αφηρημένος όπως ήταν ζητάει του χασάπη μια κόκα κόλα (рассеянный как обычно: «как был», просит у мясника кока-колу; αφηρημένος – абстрактный, отвлеченный; рассеянный; ο χασάπης). Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και αυτός φεύγει (мясник ему говорит, что у него ее нет: «что не имеет», и тот уходит). Πάει στο σπίτι και το λέει του πατέρα του ότι δεν είχε το μαγαζί (идет /он/ домой и говорит отцу, что в магазине /кока-колы/ нет). Αυτός του είπε να ξαναπάει (/а/ тот сказал ему сходить снова; λέω).
Ξαναπάει λοιπόν στο χασάπικο (итак, он снова идет в мясную лавку; ξανά – вновь, еще раз; ξαναπηγαίνω) και ξαναλέει του χασάπη να του δώσει κόκα κόλα (и опять говорит мяснику, чтоб дал ему кока-колы; ξαναλέω; δίνω). Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει (мясник ему говорит, что у него ее нет) και ότι αν του το ξαναπεί, θα τον κρεμάσει ανάποδα (и что, если он ему еще раз скажет /такое/, тот подвесит его верх ногами; κρεμάω; το πόδι – нога).
Ο Τοτός ξαναζητάει λοιπόν και τον πιάνει ο χασάπης και τον κρεμάει ανάποδα (и вот Тотос снова просит, и берет его мясник и вешает верх ногами; ξαναζητάω; πιάνω).
Έτσι όμως που τον κρέμασε (вися таким образом: «как его повесили»), βλέπει ο Τοτός ένα αρνί κρεμασμένο και το ρωτάει (видит Тотос барана, подвешенного /за ноги/, и спрашивает его):
– «Και εσύ για κόκα κόλα ήρθες (и ты за кока-колой пришел?; έρχομαι);»
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα. Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος, μπαίνει στο χασάπικο.