Читать книгу Πολιτεία, Τόμος 3 - Платон - Страница 1

ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ'

Оглавление

Τοιουτοτρόπως λοιπόν, κατόπιν τόσον μακράς εξετάσεως, μόλις και μετά βίας κατωρθώσαμεν να ευρεθή, ποίοι είναι οι αληθινοί φιλόσοφοι και ποίοι όχι. – Δεν ήτο ίσως εύκολον να το εύρωμεν συντομώτερα. – Δεν το πιστεύω· μου φαίνεται όμως ότι θα ημπορούσε να καταδειχτή το πράγμα καλύτερα, εάν ήτο δυνατόν να περιορισθώμεν εις αυτό και μόνον, και να μην είχαμεν να διατρέξωμεν τόσα άλλα ζητήματα, διά να ίδωμεν κατά τι διαφέρει ο βίος του δικαίου ανθρώπου από του αδίκου. – Τι μας μένει λοιπόν κατόπιν; – Τι άλλο, παρά το εξής: επειδή φιλόσοφοι μεν είναι, όσοι ημπορούν να φθάσουν εις την γνώσιν εκείνου, που υπάρχει πάντοτε τελείως αναλλοίωτον, όχι δε και εκείνοι, που στρέφονται γύρω εις τα πολλά και πάντοτε μεταβαλλόμενα πράγματα, ποίοι τάχα από τους δύο πρέπει να γίνουν κυβερνήται της πολιτείας: – Πώς άραγε να εξετάσωμεν το ζήτημα, διά να παραδεχθώμεν το ορθότερον; – Εγώ λέγω ότι πρέπει να καταστήσωμεν φρουρούς της πόλεως εκείνους, που θα ήσαν ικανοί να φυλάξουν αμεταβλήτους τους νόμους και τας διατάξεις της πολιτείας. – Πολύ σωστά. – Είναι άραγε δύσκολον να αποφανθώμεν, εάν ο καλός φρουρός, διά να φυλάξη κάτι, πρέπη να είναι τυφλός, ή οξυδερκής: – Διόλου βέβαια δύσκολον. Και νομίζεις τάχα ότι διαφέρουν καθόλου από τους τυφλούς, εκείνοι οι οποίοι στερούνται της γνώσεως εκάστου καθ' εαυτό όντος, και δεν έχουν κανένα παράδειγμά του καθαρόν εις την ψυχήν των, ούτε ημπορούν επομένως, όπως οι ζωγράφοι, να έχουν προ των οφθαλμών των το αληθινώτατον πρότυπον, προς το οποίον να στρέφωνται πάντοτε και να το παρατηρούν με όλην την απαιτουμένην προσοχήν και ακρίβειαν, ούτως ώστε να θεσπίζουν και εδώ κάτω νόμους περί των καλών, των δικαίων και αγαθών, όταν πρόκειται να νομοθετήσουν, ή και να φυλάττουν άγρυπνοι τους καλώς κειμένους νόμους; – Δεν υπάρχει πράγματι μεγάλη διαφορά.

– Αυτούς λοιπόν θα διορίσωμεν φρουρούς, ή απεναντίας εκείνους, που γνωρίζουν την καθ' εαυτήν αναλλοίωτον ουσίαν παντός πράγματος και δεν υπολείπονται καθόλου από τους άλλους κατά την εμπειρίαν, ούτε υστερούν εις κανένα άλλο είδος αξίας; – Θα ήτο πραγματικώς άτοπον να προτιμήσωμεν άλλους από αυτούς, εάν τουλάχιστον δεν υπελείποντο κατά τα άλλα, αφού τους υπερτερούν κατά πολύ εις αυτό που είναι το μέγιστον σχεδόν και κυριώτερον. – Αυτό λοιπόν έχομεν τώρα να εξετάσωμεν, πώς θα έχουν οι ίδιοι μαζί και εκείνα τα άλλα προσόντα και αυτό το σπουδαιότερον. – Μάλιστα. – Πρέπει λοιπόν, καθώς ελέγομεν και εις την αρχήν της συζητήσεώς μας, να εξετάσωμεν εν πρώτοις ποία είναι η φύσις και ο ιδιαίτερος χαρακτήρ αυτών των ανθρώπων· και υποθέτω ότι, εάν εμβαθύνωμεν επαρκώς εις αυτήν, δεν θα δυσκολευθώμεν να παραδεχθώμεν, ότι ημπορούν οι ίδιοι να έχουν όλα αυτά τα προσόντα, και ότι δεν πρέπει να ζητούμεν άλλους διά την διοίκησιν της πολιτείας.

Πώς αυτό;

Ας λάβωμεν εν πρώτοις ως δεδομένον, ότι το κύριον χαρακτηριστικόν του φιλοσοφικού πνεύματος είναι να αγαπά μετά πάθους την μάθησιν, η οποία θα του αποκαλύψη την [αιώνιον] και αναλλοίωτον εκείνην ουσίαν, που δεν υπόκειται ούτε εις γένεσιν ούτε εις φθοράν. – Σύμφωνος – Ακόμη δε, ότι αγαπά ολόκληρον αυτήν την μάθησιν, χωρίς να αμελή εκουσίως κανένα μέρος αυτής ούτε μικρότερον, ούτε μεγαλύτερον, ούτε σπουδαιότερον ούτε ταπεινότερον, απαράλλακτα όπως ελέγαμεν πριν διά τους φιλοδόξους και τους εραστάς. – Σωστά λέγεις. – Πρόσεξε λοιπόν τώρα, αν δεν είναι ανάγκη να έχουν, εκτός τούτου, και τον εξής ακόμη χαρακτήρα εκείνοι, που οφείλουν να είναι τοιούτοι, όπως τους λέγομεν. – Τον ποίον; – Το μίσος προς το ψεύδος, το οποίον κατ' ουδένα λόγον δεν πρέπει εκουσίως να ανέχωνται να εισέρχεται εις την ψυχήν των, και την αγάπην της αληθείας. – Πολύ φυσικόν. – Όχι μόνον, φίλε μου, φυσικόν, αλλά και ανάγκη απόλυτος είναι, εκείνος που διάκειται ερωτικώς προς ένα πρόσωπον, να αγαπά και κάθε τι που συγγενεύει ή έχει σχέσιν με το αντικείμενον του έρωτός του. – Σωστά. – Και ημπορείς να εύρης τίποτε άλλο, που να συνδέεται τόσον στενά με την σοφίαν, όσον η αλήθεια; – Πώς είναι δυνατόν; – Ημπορεί λοιπόν ποτε η ιδία φύσις να αγαπά την σοφίαν και το ψεύδος συγχρόνως; – Ουδέποτε. – Πρέπει επομένως ο πραγματικώς φιλομαθής ευθύς εκ νεαράς ηλικίας να αγαπά και να επιζητή μετά πάθους πάσαν αλήθειαν. – Βεβαιότατα. – Γνωρίζομεν όμως ότι, όταν αι επιθυμίαι ενός ανθρώπου φέρωνται ακατάσχετοι προς ένα ωρισμένον αντικείμενον, γίνονται ασθενέστεραι δι' όλα τα άλλα πράγματα, καθώς ρεύμα το οποίον διωχετεύθη ολόκληρον προς τα εκεί. – Πώς όχι;

– Εκείνος λοιπόν του οποίου όλαι αι επιθυμίαι έχουν στραφή προς την μάθησιν και τας επιστήμας, καμμίαν άλλην ηδονήν και απόλαυσιν δεν γνωρίζει από τας αποκλειστικώς ψυχικάς, περιφρονεί δε τας υλικάς του σώματος, εάν δεν είναι ονόματι μόνον και καθ' υπόκρισιν φιλόσοφος, αλλά φιλόσοφος πράγματι. – Ανάγκη πάσα. – Ένας λοιπόν τοιούτος άνθρωπος δεν ημπορεί παρά να είναι εγκρατής και αφιλοχρήματος· διότι οι λόγοι, που αναγκάζουν τους άλλους να επιδιώκουν με τόσα έξοδα τα πλούτη, δεν έχουν καμμίαν δύναμιν δι' αυτόν. – Έτσι είναι.

– Ακόμη δε πρέπει να έχης υπ' όψιν σου και αυτό, όταν πρόκειται να διακρίνης την αληθινήν φιλοσοφικήν φύσιν από την μη τοιαύτην. – Το ποίον; – Μήπως σε γελάση και έχη τίποτε το ταπεινόν και ανελεύθερον μέσα της, διότι η μικρολογία είναι όλως διόλου ασυμβίβαστος με μίαν ψυχήν, που πρόκειται να επιδιώκη πάντοτε το σύνολον πάντων των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. – Έχεις δίκαιον. – Μία λοιπόν τοιαύτη, μεγαλοπρεπής διάνοια, η οποία περιλαμβάνει εις την θεωρίαν της την αιωνιότητα του χρόνου και το άπειρον της ουσίας, νομίζεις ποτέ ότι θα δίδη καμμίαν σημασίαν διά την ανθρωπίνην ζωήν; – Αδύνατον. – Επομένως και τον θάνατον θα τον θεωρή διόλου φοβερόν πράγμα ο τοιούτος; – Όχι βέβαια. – Επομένως μια φύσις δειλή και ταπεινή δεν ημπορεί να έχη καμμίαν σχέσιν με την αληθινήν φιλοσοφίαν. – Δεν μου φαίνεται. – Αλλά πώς; ένας άνθρωπος μετρημένος εις τας επιθυμίας του, αφιλοχρήματος, όχι δειλός, απηλλαγμένος πάσης ταπεινότητος και φιλαυτίας, είναι δυνατόν ποτε να γίνη δυσυμβίβαστος και άδικος; – Δεν είναι δυνατόν. – Όταν λοιπόν έχης να εξετάσης αν είναι πράγματι μία ψυχή φιλοσοφική ή όχι, πρέπει και εις αυτό ακόμη να προσέξης, αν εκ νεαράς ηλικίας φαίνεται δικαία και ήμερος, ή ασυμβίβαστος και αγρία. – Μάλιστα.

– Ουδέ το εξής όμως θα παραλείψης, καθώς νομίζω. – Το ποίον; – Εάν έχη ταχείαν αντίληψιν και μανθάνη εύκολα, ή όχι· ή περιμένεις να ευρίσκη κανείς ευχαρίστησιν εις ένα πράγμα, που το κάμνει με μεγάλον κόπον και χωρίς σχεδόν αποτέλεσμα; – Δεν ημπορεί βέβαια να γίνη αυτό. – Τι δε; εάν δεν ημπορή να κρατήση τίποτε απ' όσα μανθάνει, διότι δεν τον βοηθεί η μνήμη του, είναι ποτε δυνατόν να γίνη κάτοχος επιστήμης; – Και πώς; – Αν λοιπόν κοπιάζη δίχως καμμίαν ωφέλειαν, δεν θα αναγκασθή εις το τέλος και τον εαυτόν του να μισήση και κάθε τοιαύτην ενασχόλησιν; – Πώς όχι; – Ώστε δεν ημπορούμεν να κάμωμεν δεκτήν μεταξύ των φιλοσόφων μίαν ψυχήν επιλήσμονα, αλλά πρέπει να απαιτούμεν να είναι πεπροικισμένη με ισχυράν μνήμην. Και πολύ μάλιστα. – Αλλά μία φύσις άμουσος και άκομψος πού αλλού ρέπει φυσικώς, παρά εις την ασυμμετρίαν; – Πού αλλού βέβαια; – Νομίζεις όμως ότι η αλήθεια συγγενεύει με την συμμετρίαν, ή με την ασυμμετρίαν; – Με την συμμετρίαν. – Πρέπει επομένως, εκτός των άλλων, να ζητούμεν διά την φιλοσοφίαν μίαν διάνοιαν που ναγαπά εκ φύσεως το σύμμετρον και το κομψόν, ώστε από την έμφυτον προδιάθεσίν της να φέρεται εύκολα εις την μελέτην του καθ' εαυτό εκάστου όντος. – Πράγματι.

– Αλλά στάσου· μήπως σου περνά κάπως η ιδέα, ότι όλαι αυταί αι ιδιότητες, που απαριθμήσαμεν, δεν είναι φυσικαί συνέπειαι η μία της άλλης, ούτε απολύτως αναγκαίαι διά μίαν ψυχήν, η οποία πρόκειται να μεταλάβη από την πλήρη και τελείαν γνώσιν του όντος; – Απεναντίας, όλαι μου φαίνονται αναγκαιόταται. – Ημπορείς λοιπόν να εύρης καμμίαν έλλειψιν εις ένα τοιούτον επιτήδευμα, το οποίον δεν θα ήτο ικανός να εξασκήση κανείς, εάν δεν είναι προικισμένος εκ φύσεως με μνήμην, με ευμάθειαν, με ευγένειαν και λεπτότητα ψυχής, εάν δεν είναι φίλος και συγγενής, ούτως ειπείν, της αληθείας, της δικαιοσύνης, της ανδρείας, της σωφροσύνης; – Ούτε ο Μώμος δεν θα ημπορούσε να του εύρη καμμίαν έλλειψιν. – Αλλά όταν τελειοποιηθούν οι τοιούτοι με την προσήκουσαν εκπαίδευσιν και με την πείραν της ηλικίας, δεν θα τους αναθέσης λοιπόν, και εις αυτούς μόνον, την διοίκησιν της πολιτείας;

Εδώ έλαβε τον λόγον ο Αδείμαντος και είπε. – Κανείς δεν θα ημπορούσε, Σωκράτη, να σου αμφισβητήση την αλήθειαν αυτών, που λέγεις· αλλ' ιδού τι πάσχουν συνήθως εκείνοι, που συζητούν μαζί σου· φαντάζονται ότι, επειδή δεν είναι αρκετά γυμνασμένοι να ερωτούν και να αποκρίνωνται, παρασύρονται από κάθε ερώτησιν εις ένα μικρόν λογικόν σφάλμα και εις το τέλος της συζητήσεως, όταν αθροισθούν όλα αυτά τα μικρά, παρουσιάζεται ένα μεγαλώτατον σφάλμα και όλως διόλου εναντίον με όσα παρεδέχοντο εξ αρχής· και καθώς εις το τάβλι οι μέτριοι παίκται εις το τέλος αποκλείονται υπό των ικανών και δεν έχουν τι να ρίψουν, τοιουτοτρόπως και αυτοί αποκλείονται και δεν έχουν τι να ειπούν, εις αυτό το άλλου είδους τάβλι, που παίζεται όχι με κύβους αλλά με λόγους· διότι βέβαια, μ' όλα αυτά, η αλήθεια δεν είναι με το μέρος σου· και το λέγω αυτό σχετικώς με την τωρινήν μας συζήτησιν· πράγματι θα ημπορούσε κανείς να σου είπη, ότι είναι αδύνατον να φέρη αντίρρησιν εις εκάστην χωριστά ερώτησίν σου, αλλ' ότι βλέπομεν εις την πραγματικότητα, όσοι επιδίδονται εις την φιλοσοφίαν, όχι μόνον κατά την νεότητά των και απλώς διά να συμπληρώσωσι την εκπαίδευσίν των, αλλά και κατόπιν καθ' όλην των την ζωήν εξακολουθούν να καταγίνωνται, οι περισσότεροί καταντούν όλως διόλου αλλόκοτοι, διά να μην είπωμεν τίποτε βαρύτερον, οι δε καλύτεροι μεταξύ αυτών γίνονται τελείως άχρηστοι εις την κοινωνίαν, ακριβώς διότι ησπάσθησαν αυτό το επάγγελμα, που τόσον συ επαινείς.

Και εγώ, αφού τον ήκουσα – Αδείμαντε, του είπα, νομίζεις άραγε πως έχουν άδικον, όσοι τα λέγουν αυτά; – Δεν ηξεύρω, ήθελα μόνον να μάθω, ποία είναι η ιδική σου ιδέα. – Εγώ λοιπόν σου λέγω, ότι έχουν πληρέστατον δίκαιον. – Τότε λοιπόν πώς ημπορείς να υποστηρίζης, ότι δεν θα απαλλαχθούν ποτε αι πολιτείαι από τα κακά, που τας μαστίζουν, αν δεν αναλάβουν την διοίκησιν οι φιλόσοφοι, οι οποίοι ανεγνωρίσαμεν ότι είναι τελείως άχρηστοι δι' αυτάς; – Μου κάμνεις μίαν ερώτησιν, η οποία έχει ανάγκην να σου απαντήσω με μίαν παραβολήν. – Δεν το έχεις μολαταύτα σύστημα να ομιλής με παραβολάς.

– Πολύ καλά, με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού με έρριψες πρώτα εις αυτόν τον αδιέξοδον λαβύρινθον του λόγου· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωσίν μου, διά να ιδής και καλύτερα πόσον ολίγον επιδέξιος είμαι εις αυτό το είδος· διότι αυτό που παθαίνουν οι σοφοί από τας πόλεις των, δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνης, και διά να δώση την εικόνα του, ένας που θα αναλάβη την απολογίαν των, πρέπει να την συναπαρτίση από πολλά διάφορα στοιχεία, όπως οι ζωγράφοι κάμνουν τους τραγελάφους και άλλας τοιαύτας τερατώδεις συνθέσεις· φαντάσου λοιπόν το ίδιον διά τον κυβερνήτην ενός είτε και περισσοτέρων πλοίων· πρώτον να είναι υψηλότερος και δυνατώτερος από όλους τους άνδρας του πληρώματος, αλλά συγχρόνως και κάπως κωφός, να έχη την όρασιν ασθενή και να μη γνωρίζη και πάρα πολλά πράγματα από την ναυτικήν τέχνην· έπειτα οι ναύται να μαλλώνουν μεταξύ των διά την κυβέρνησιν του πλοίου και να έχη ο καθένας αυτήν την αξίωσιν, δίχως να έμαθε ποτέ την τέχνην και δίχως να ημπορή να δείξη από ποίον διδάσκαλον και πότε την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζουν ότι αυτό δεν διδάσκεται, και αν κανείς λέγη το εναντίον, να είναι έτοιμοι να τον κατακομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμη να κρέμουνται όλοι επάνω εις τον ναύκληρον και να τον παρακαλούν και κάθε τι να κάμνουν, διά να τους επιτρέψη το πηδάλιον, και αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι να τους σκοτώνουν αυτούς και να τους ρίπτουν εις την θάλασσαν, έπειτα να μεθήσουν και τον καλόν μας τον ναύκληρον ή να τον ποτίσουν κανένα ναρκωτικόν ή να τον ξεφορτωθούν με οποίον τρόπον, και τότε πλέον να γίνουν αυτοί κύριοι του πλοίου, να ριφθούν εις τας προμηθείας του, να αρχίσουν να τρώγουν και να πίνουν, ενώ το πλοίον θα πηγαίνη πλέον όπως φαντάζεσαι υπ' αυτάς τας περιστάσεις· εκτός τούτου, όποιος είναι σύμφωνος μαζί τους και ικανός να τους βοηθήση διά να αφαιρέσουν από τον ναύκληρον με το καλόν ή με το κακόν την διοίκησιν, τον ανακηρύττουν αξιόλογον ναυτικόν και έμπειρον εις όλα τα ζητήματα της τέχνης, κάθε δε άλλον τον θεωρούν άχρηστον, χωρίς καν να είναι εις θέσιν να καταλάβουν, ότι ο αληθινός κυβερνήτης είναι ανάγκη να έχη ακριβή γνώσιν και του ουρανού και των άστρων και των καιρών και των εποχών και των ανέμων και ό,τι άλλο σχετίζεται με την τέχνην· πώς δε θα κυβερνήση το πλοίον, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν ότι δεν χρειάζεται καμμίαν ιδιαιτέραν μάθησιν ή τέχνην, που πρέπει να την έχη κανείς εκτός της καθαυτό κυβερνητικής. Εις ένα λοιπόν πλοίον, που συμβαίνουν όλα αυτά, ποίαν ιδέαν νομίζεις ότι θα είχον αι άνδρες του πληρώματος εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενοι δι' ένα αληθινόν κυβερνήτην; δεν θα τον ωνόμαζον πραγματικώς άνθρωπον χασομέρην και άχρηστον δι' αυτούς, που άλλο δεν ηξεύρει παρά να κυττάζη τα άστρα; – Είναι αληθές. – Δεν πιστεύω λοιπόν, ότι είναι ανάγκη να σου δείξω, ότι αύτη η εικών εφαρμόζεται ακριβώς εις τον τρόπον με τον οποίον φέρονται προς τους αληθινούς φιλοσόφους εις τας πόλεις· εννοείς και μόνος σου, υποθέτω, τι θέλω να είπω. – Και πολύ μάλιστα.

– Δείξε λοιπόν εν πρώτοις αυτήν την εικόνα εις εκείνον, που παραξενεύεται διατί δεν απολαμβάνουν καμμίαν εκτίμησιν οι φιλόσοφοι εις τας πόλεις, και προσπάθησε να του δώσης να εννοήση, ότι θα ήτο πολύ παραδοξότερον, εάν ετιμώντο. – Μάλιστα, θα το κάμω. – Και ότι επομένως έχει δίκαιον να φρονή, ότι είναι άχρηστοι διά τους πολλούς οι μάλλον διακεκριμένοι μεταξύ των φιλοσόφων· αλλ' ότι συγχρόνως αιτία της αχρηστίας των δεν είναι αυτοί οι ίδιοι, αλλ' εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν· διότι δεν είναι το τακτικόν, να παρακαλή ο κυβερνήτης τους ναύτας να του αναθέτουν την διοίκησιν του πλοίου, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν εις τους πλουσίους διά να τους προσφέρουν τας υπηρεσίας των· είναι γελασμένος εκείνος που εφαντάσθηκε να το ειπή, το φυσικόν όμως είναι, είτε πλούσιος είτε πτωχός αρρωστήση, να πηγαίνη μόνος του εις του ιατρού, και όστις έχει την ανάγκην άλλου, διά να κυβερνηθή, να αποτείνεται αυτός εις τον κατάλληλον προς τούτο, και όχι ο άρχων, που αξίζει αληθινά το όνομα αυτό, να παρακαλή τους άλλους να δεχθούν τας υπηρεσίας του· όπως έχουν όμως τα πράγματα, δεν θα γελασθής, αν παραβάλης τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντας με τους ναύτας, που ελέγαμεν τώρα, και αυτούς, που ωνόμαζαν αχρήστους και ικανούς να κυττάζουν μόνον τα άστρα, με τους αληθινούς κυβερνήτας. – Πολύ σωστά.

– Από μίαν λοιπόν τοιαύτην κατάστασιν πραγμάτων έπεται, ότι δεν είναι καθόλου εύκολον, να έχη καμμίαν υπόληψιν το κάλλιστον των επαγγελμάτων εκ μέρους εκείνων, που ακολουθούν όλως διόλου τον αντίθετον δρόμων· αι μεγαλύτεραι δε και αι χειρότεραι συκοφαντίαι, που ακούει η φιλοσοφία, οφείλονται εις εκείνους, που ισχυρίζονται μόνον ότι είναι φιλόσοφοι, χωρίς να είναι, και εξ αιτίας αυτών οι κατήγοροι της φιλοσοφίας λέγουν, ότι οι μεν πλείστοι των οπαδών της είναι παμπόνηροι, οι δε καλύτεροι μεταξύ των είναι άνθρωποι άχρηστοι, πράγμα το οποίον παρεδέχθην και εγώ μαζί σου· ή όχι; – Μάλιστα.

– Ώστε δεν είδαμεν την αιτίαν της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων; – Μάλιστα. – Θέλεις τώρα να αναζητήσωμεν και τον αναπόφευκτον λόγον της πονηρίας των αυτοκαλουμένων φιλοσόφων, και να προσπαθήσωμεν να αποδείξωμεν, αν ημπορέσωμεν, ότι δεν πρέπει να επιρρίψωμεν και δι' αυτό την ευθύνην επί της φιλοσοφίας; – Βεβαίως θέλω.

– Ας επανέλθωμεν λοιπόν εκεί όπου εκάμναμεν λόγον περί των φυσικών προτερημάτων και ας ενθυμηθώμεν, πως ελέγαμεν ότι πρέπει να είναι εκ φύσεως ο αληθινός και πράγματι σοφός· η πρώτη αρετή του, αν ενθυμήσαι, ήτο η αγάπη της αληθείας, την οποίαν οφείλει να επιδιώκη εν παντί και πάντοτε, καθόσον άλλως δοκησίσοφος ων, δεν ημπορεί να έχη καμμίαν σχέσιν με την αληθινήν φιλοσοφίαν. – Πράγματι αυτό ελέγαμεν. – Ακριβώς όμως επ' αυτού του σημείου δεν επικρατεί σήμερον πλήρης διαφορά αντιλήψεως προς την ιδικήν μας; – Αναμφιβόλως. – Ημείς όμως δεν θα αποκριθώμεν σωστά εις όλους τους αντιφρονούντας, ότι ο πραγματικός φιλόσοφος είναι γεννημένος να τείνη προς το καθ' εαυτό ον, και δεν σταματά εις τα πολλά καθ' έκαστα που κατά το φαινόμενον θεωρούνται τοιαύτα, αλλά, χωρεί πάντοτε κατ' ευθείαν προς τον σκοπόν του με ένα έρωτα, που τίποτε δεν ημπορεί να ψυχράνη, και δεν τελειώνει, παρά αφού κατορθώση να ενωθή προς αυτό με το μέρος εκείνο της ψυχής του, που έχει την στενωτέραν συγγένειαν με την φύσιν του καθ' εαυτό όντος; και αφού το πλησιάση και ενωθή πραγματικώς με αυτό, και απ' αυτήν την ένωσιν γεννηθή δι' αυτόν νους και αλήθεια, τότε πλέον αποκτά την αληθινήν γνώσιν, τότε αρχίζει να ζη αληθώς και να τρέφεται δι' αυτής, απηλλαγμένος πλέον των ωδίνων του τοκετού; – Δεν θα ημπορούσαμεν πράγματι να τους αποκριθώμεν καλύτερα. – Λοιπόν, θα ημπορούσε ποτέ ο τοιούτος να αγαπά το ψεύδος, ή τουναντίον θα το εμίσει; – Θα το εμίσει.

– Και αφού τοιουτοτρόπως σύρη πρώτη τον χορόν η αλήθεια, δεν ημπορεί βέβαια να ακολουθούν κατόπιν της κακίαι και ελαττώματα. – Πώς είναι δυνατόν; – Αλλ' απεναντίας ήθη χρηστά και δίκαια και μαζί με αυτά η σωφροσύνη. – Σωστά. – Αλλά τις η ανάγκη να κάμωμεν πάλιν εξ αρχής την αρίθμησιν των ιδιοτήτων της φιλοσοφικής φύσεως; ενθυμείσαι βέβαια, ότι παρεδέχθημεν ως απαραιτήτους αυτής ιδιότητας την ανδρείαν, το μεγαλείον της ψυχής, την ευμάθειαν και την μνήμην και τότε μας διέκοψες εσύ, Αδείμαντε, ότι ο καθένας θα ηναγκάζετο να συμφωνήση με αυτά που λέγομεν, εάν όμως αφήση τους λόγους, και στρέψη προς αυτούς τους ιδίους, περί των οποίων πρόκειται, θα έβλεπε, λέγει, ότι άλλοι μεν εξ αυτών είναι άχρηστοι, οι περισσότεροι δε γεμάτοι με κάθε κακίαν και πονηρίαν και ημείς ερευνώντες την αφορμήν αυτής της κατηγορίας, εφθάσαμεν εις τούτο: να εξετάσωμεν, διατί οι περισσότεροι φιλόσοφοι είναι κακοί· τούθ' όπερ μας ηνάγκασε να ορίσωμεν πάλιν εξ αρχής την φύσιν και τον χαρακτήρα των αληθινών φιλοσόφων. – Πράγματι αυτό έγινε.

– Αυτήν λοιπόν την φύσιν πρέπει τώρα να εξετάσωμεν πώς διαφθείρεται, και εξαφανίζεται κατά το πλείστον, μικρόν δε μέρος διαφεύγει την καταστροφήν· και είναι εκείνοι, τους οποίους, ακριβώς διά τούτο, τους ονομάζουν όχι πονηρούς, αλλά αχρήστους· και ακολούθως θα εξετάσωμεν την φύσιν των ψευδών και κατ' απομίμησιν φιλοσόφων, οι οποίοι σφετεριζόμενοι επάγγελμα ανώτερον των δυνάμεών των και της αξίας των, υποπίπτουν εις μύρια ατοπήματα, και γίνονται αφορμή να δυσφημίζεται γενικώς και παρά πάντων, καθώς λέγεις, η φιλοσοφία. – Και ποίαι είναι αι αφορμαί της διαφθοράς αυτής; – Εγώ θα σου τας αναπτύξω, εάν ημπορέσω· εις αυτό όμως, υποθέτω, θα συμφωνήσουν όλοι, ότι σπανίως και ολίγισται τοιαύται φύσεις παρουσιάζονται μεταξύ των ανθρώπων, αι οποίαι να συνενώνουν όλας εκείνας τας ιδιότητας, που οφείλει να έχη ο τέλειος και πραγματικός φιλόσοφος· ή δεν το παραδέχεσαι; – Και πάρα πολύ μάλιστα. – Και αυταί πάλιν αι ολίγαι, πρόσεξε εις πόσους κινδύνους καταστροφής υπόκεινται. – Ποίοι είναι αυτοί οι κίνδυνοι; – Εκείνο, που θα σου φανή το πλέον παράδοξον, είναι ότι εκάστη από τας ιδιότητας της φιλοσοφικής φύσεως, που τας εθεωρήσαμεν ουσιώδεις και απαραιτήτους, διαφθείρουν πολλάκις την ψυχήν, που τας έχει, και την αποσπούν από την φιλοσοφίαν δηλαδή η ανδρεία, η σωφροσύνη, και όλα τα άλλα, που ανεφέραμεν. – Πολύ παράξενον αλήθεια να το ακούση κανείς. – Ακόμη δε προς τούτοις όλα τα λεγόμενα αγαθά την διαφθείρουν και την αποσπούν, η ωραιότης, ο πλούτος, η δύναμις του σώματος, αι ισχυραί συγγένειαι και όλα τα παρόμοια· διότι από αυτά εννοείς τι θέλω να είπω εν γένει. – Εννοώ, αλλά πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να μου τα εξηγήσης ακριβέστερον.

– Κράτησε καλά αυτήν την γενικήν αρχήν, και δεν θα σου φανούν καθόλου παράδοξα αυτά, που σου είπα πριν, αλλ' απεναντίας φυσικώτατα και αυταπόδεικτα. – Και ποία είναι αυτή η γενική αρχή; – Όλοι γνωρίζομεν, ότι παν σπέρμα είτε φυτού είτε ζώου, το οποίον δεν ήθελε τύχη της καταλλήλου τροφής, κλίματος ή εποχής, όσον ισχυρότερον εκ φύσεως είναι, τόσον περισσότερον το επηρεάζει η έλλειψις των καταλλήλων προς ανάπτυξίν του όρων, διότι το κακόν είναι εναντιώτερον εις το αγαθόν, παρά εις το μη αγαθόν. – Πραγματικώς. – Έχει λοιπόν τον λόγον του, ότι μία καλή φύσις υφίσταται την επίδρασιν των μη ευνοϊκών όρων περισσότερον από μίαν κακήν. – Μάλιστα. – Δεν δυνάμεθα λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, να διαβεβαιώσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον, ότι και όσαι ψυχαί είναι κάλλιον πεπροικισμέναι εκ φύσεως, όταν δεν τύχουν καλής ανατροφής, καταντούν και αι πλέον χειρότεραι; ή νομίζεις ότι τα μεγάλα αδικήματα και η άκρατος πονηρία γεννώνται εις τας κοινάς ψυχάς και όχι μάλλον εις τας ισχυράς εκείνας, τας οποίας μία κακή ανατροφή διέφθειρεν, ενώ μία ασθενής φύσις δεν ημπορεί ποτε να γίνη αιτία ούτε μεγάλων αγαθών, ούτε μεγάλων κακών; – Αυτό και εγώ παραδέχομαι.

– Κατά συνέπειαν η φιλοσοφική, καθώς την εδέχθημεν, φύσις, όταν μεν τύχη, νομίζω, της προσηκούσης καλλιεργείας και παιδεύσεως, κατ' ανάγκην θα φθάση βαθμηδόν εις τον ανώτατον βαθμόν της τελειότητος, όταν όμως σπείρεται και αναπτύσσεται εις όχι κατάλληλον έδαφος, θα καταντήση εις όλως διόλου αντίθετα αποτελέσματα, εκτός πλέον αν τύχη της βοηθείας κανενός θεού· ή πιστεύεις και συ, όπως το φαντάζονται πολλοί, ότι υπάρχουν νέοι διαφθειρόμενοι από κάποιους σοφιστάς, ότι ευρίσκονται τοιούτοι μεμονωμένοι σοφισταί διαφθορείς, και όχι ότι αυτοί ακριβώς, που τα λέγουν αυτά, είναι οι μεγαλύτεροι σοφισταί, ικανοί να διαπλάσουν και να τους κάμουν όπως τους θέλουν, και νέους και γέροντας και άνδρας και γυναίκας; – Και πού το κάμνουν αυτό; – Όταν συναθροίζωνται σωρηδόν οι πολλοί εις τας εκκλησίας, τα δικαστήρια, τα θέατρα, τα στρατόπεδα, ή εις καμμίαν άλλην κοινήν συνάθροισιν του πλήθους και με πολύν θόρυβον άλλοτε μεν αποδοκιμάζουν τα λεγόμενα ή τα πραττόμενα, άλλοτε δε τα επιδοκιμάζουν, υπερβολικά εις αμφοτέρας τας περιστάσεις, χειροκροτούντες και κραυγάζοντες, ενώ μαζί με αυτούς και οι λίθοι και ο τόπος, εις τον οποίον ευρίσκονται, αντηχούν και κάμνουν διπλάσιον τον θόρυβον ή της αποδοκιμασίας ή του επαίνου των· τι λοιπόν θέλεις να σου κάμη ένας νέος, που θα ευρεθή εις τοιαύτην σκηνήν; όσον και εξαίρετον και αν έλαβε ανατροφήν κατ' ιδίαν, είναι δυνατόν να ανθέξη και να μη ναυαγήση εν μέσω αυτών των επαίνων ή των αποδοκιμασιών; είναι δυνατόν να μη τον παρασύρη το ρεύμα, και όπου τον φέρη, και να μη συμμερισθή τας κρίσεις αυτών περί του καλού και του κακού, και να μη συμμορφωθή και με την καθ' όλου διαγωγήν των, και εις το τέλος να γίνη όμοιος και απαράλλακτος με όλους; – Αυτό θα γίνη κατ' ανάγκην.

– Και όμως δεν ανεφέραμεν ακόμη την μεγαλυτέραν ανάγκην. – Ποίαν; – Εκείνην την οποίαν, όταν δεν κατορθώνουν να πείσουν με τους λόγους, επιβάλλουν με τα έργα αυτοί οι περίφημοι σοφισταί και διδάσκαλοι· ή δεν γνωρίζεις, ότι τιμωρούν τον μη πειθόμενον με στέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων και της περιουσίας του, με χρηματικά πρόστιμα και με θάνατον επί τέλους; – Το γνωρίζω και πολύ καλά μάλιστα. – Ποίος λοιπόν σοφιστής νομίζεις, ή ποία άλλη ιδιωτική διδασκαλία δύναται να υπερισχύση απέναντι τοιούτων μαθημάτων; – Καμμία, πιστεύω. – Πραγματικώς, και θα ήτο μάλιστα και μεγάλη μωρία να το δοκιμάση καν· διότι ούτε υπάρχει, ούτε ποτέ υπήρξεν, ούτε και θα υπάρξη ψυχή αληθινά ενάρετος, της οποίας η εκπαίδευσις να αντισταθμίση την διδασκαλίαν τοιούτων ανθρώπων· και λέγω το ανθρωπίνως δυνατόν, φίλε μου· εξαιρώ το τι ημπορεί να κάμη η βοήθεια του θεού· διότι, γνώριζέ το, αν εν τοιαύτη καταστάσει πολιτειών κατορθώση κανείς να σωθή και γίνη ό,τι πρέπει να γίνη, βεβαίως δυνάμεθα να υποστηρίξωμεν, δίχως φόβον να διαψευσθώμεν, ότι την σωτηρίαν του θα οφείλη εις την θείαν χάριν. Και εγώ είμαι αυτής της ιδέας.

– Να έχης ακόμη και αυτήν την ιδέαν. – Ποίαν; – Όλοι αυτοί οι επί μισθώ ιδιωτικοί διδάσκαλοι, τους οποίους ο λαός ονομάζει σοφιστάς, και των οποίων τα μαθήματα νομίζει ότι αντιστρατεύονται προς εκείνα που διδάσκει ο ίδιος, δεν κάμνουν άλλο, παρά να επαναλαμβάνουν εις τους νέους τας ιδίας αρχάς και θεωρίας, που ακολουθεί αυτός ο λαός εις τας συναθροίσεις του, και αυτό είναι που ονομάζουν διδασκαλίαν της σοφίας· το ίδιον δηλαδή πράγμα, όπως ένας άνθρωπος να εσπούδαζε προσεκτικά τας εμφύτους ορμάς και τας ορέξεις ενός μεγάλου και ισχυρού θηρίου, πώς πρέπει να το πλησιάση, πού πρέπει να το εγγίση, πότε και από τι γίνεται άγριον ή ήμερον, τι είδους φωνάς συνηθίζει να εκβάλλη κατά τας διαφόρους περιστάσεις, και ποίον τόνον φωνής όταν ακούη εξερεθίζεται ή καταπραΰνεται, αφού δε τα μάθη όλα αυτά με τον καιρόν και από την συνήθειαν, να το ονομάση αυτό σοφίαν και να το κάμη τέχνην του, την οποίαν να αρχίση να διδάσκη, χωρίς πράγματι να γνωρίζη από αυτάς τας συνηθείας και τας ορέξεις του θηρίου, ποίον είναι το καλόν ή το κακόν, το αγαθόν ή το αισχρόν, το δίκαιον ή το άδικον, αλλά συμμορφώνη την κρίσιν του με τα διάφορα ένστικτα του ζώου και ονομάζη καλά μεν εκείνα που του προξενούν ευχαρίστησιν, κακά δε όσα το εξαγριώνουν, δίκαια εκείνα που ικανοποιούν τας φυσικάς του ανάγκας, δίχως καμμίαν άλλην διάκρισιν, διότι ούτε ο ίδιος ποτέ κατενόησε ούτε εις τους άλλους είναι ικανός να καταδείξη, ποία ουσιώδης πράγματι διαφορά υπάρχει μεταξύ του απολύτου και του σχετικού καλού· ένας τοιούτος διδάσκαλος, 'πέ μου να ζης, δεν θα σου εφαίνετο πολύ αλλόκοτος; – Βεβαιότατα.

– Και νομίζεις λοιπόν ότι διαφέρει καθόλου από αυτόν, εκείνος που το θεωρεί σοφίαν του να γνωρίζη τας ορέξεις και τας επιθυμίας των πολλών εις τας δημοσίας των συναθροίσεις, είτε περί πολιτικών ζητημάτων πρόκειται, είτε περί ζωγραφικής, είτε περί μουσικής; είναι προφανές ότι, εάν κανείς αποφασίση να επιδείξη εις καμμίαν τοιαύτην συνάθροισιν των πολλών ή ένα ποιητικόν του έργον, ή άλλο προϊόν της τέχνης του, ή τους υποβάλλη σχέδιον δημοσίας ωφελείας, και εξαρτήση την επιτυχίαν του από την κρίσιν του πλήθους, είναι ανάγκη αναπόφευκτος να συμμορφωθή κατά πάντα με ό,τι τους αρέσει και εγκρίνουν· ήκουσες όμως ως τώρα ποτέ κανένα από αυτούς τους πολλούς, να αποδεικνύη με επιχειρήματα, που να μην είναι καταγέλαστα ότι αυτά που εκτιμά ως ωραία και καλά, είναι πράγματι και τοιούτα; – Όχι, και ούτε ποτέ πιστεύω να ακούσω.

– Εκτός λοιπόν όλων αυτών των συλλογισμών κάμε και τον εξής ακόμη· είναι ποτέ δυνατόν να παραδεχθή το πλήθος και να το πιστεύση ως ορθόν, ότι το ωραίον είναι έν, όλως διόλου ξεχωριστόν από τα πολλά ωραία, και εν γένει το καθεαυτό ον είναι ανεξάρτητον από τα πολλά αντικείμενα του είδους του; – Όχι, δεν είναι δυνατόν. – Ώστε ο λαός δεν ημπορεί να είναι φιλόσοφος. – Αδύνατον. – Κατ' ανάγκην επομένως όσοι επιδίδονται εις την φιλοσοφίαν θα περιφρονούνται από τους πολλούς. – Κατ' ανάγκην. – Επίσης και υπό των ιδιωτικών αυτών διδασκάλων, των σοφιστών, οι οποίοι ερχόμενοι εις συνάφειαν με τον όχλον, επιθυμούν να τα έχουν καλά μαζί του και να είναι αρεστοί εις αυτόν. – Αυτό είναι φανερόν.

– Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών, ποίαν ελπίδα σωτήριας βλέπεις διά την φιλοσοφικήν φύσιν, ώστε να επιμείνη σταθερά εις το έργον της και να φθάση επί τέλους εις τον προορισμόν της; κρίνε το και μόνος σου απ' όσα είπαμεν προηγουμένως· έχομεν παραδεχθή, ότι ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να έχη εκ φύσεως ευμάθειαν, μνήμην, ανδρείαν και μεγαλοψυχίαν. – Μάλιστα. – Ο τοιούτος λοιπόν δεν θα είναι ευθύς εκ παιδικής ηλικίας πρώτος εις όλα μεταξύ των συνομηλίκων του, αν τύχη μάλιστα να έχη και ανάλογα σωματικά προτερήματα με τα ψυχικά; – Πώς να μη; – Όταν λοιπόν φθάση εις ώριμον ηλικίαν θα προθυμοποιηθούν βέβαια και οι οικείοι του και οι συμπολίται του να χρησιμοποιήσουν τα προτερήματά του προς το συμφέρον των. – Βεβαιότατα. – Θα αρχίσουν λοιπόν να του υποβάλλουν τας παρακλήσεις των και τας περιποιήσεις των, διά να προκαταλάβουν και εξασφαλίσουν υπέρ εαυτών με τας κολακείας των την δύναμιν, που θα αποκτήση μίαν ημέραν. – Αυτό γίνεται συνήθως. – Τι νομίζεις λοιπόν ότι θα γίνη ο τοιούτος μεταξύ τοιούτων, μάλιστα αν τύχη να ανήκη εις μίαν πόλιν μεγάλην και ο ίδιος να είναι πλούσιος και ευγενούς καταγωγής, ακόμη δε και εύμορφος και με επιβλητικόν παρουσιαστικόν; δεν θα καταντήση να συλλάβη τας παραβολωτέρας ελπίδας, μέχρι και του να φαντασθή ότι είναι προωρισμένος να διοικήση Έλληνας και βαρβάρους, και με αυτάς τας τρελλάς ιδέας του μεγαλείου του να παραφουσκώση από έπαρσιν και εγωισμόν, χάρις εις την κουφόνοιάν του; – Και βέβαια αυτό θα πάθη.

– Εάν λοιπόν, ενώ ευρίσκεται υπ' αυτάς τας συνθήκας, τον πλησιάση κάποιος εύμορφα εύμορφα και τολμήση να του δώση να καταλάβη την αλήθειαν, ότι δεν έχει νουν εις το κεφάλι του, του χρειάζεται όμως, αλλ' ότι αυτό το πράγμα δεν αποκτάται χωρίς να κοπιάση κανείς πολύ δια την απόκτησίν του, νομίζεις ότι θα είναι εύκολον να τείνη ευήκοον ους εις τας συμβουλάς του, ύστερ' από τόσα κακά που το έχουν κυριευμένον; – Κάθε άλλο βέβαια.

– Εάν λοιπόν ένας, χάρις εις την καλήν του φύσιν και εις την συγγένειαν που έχουν με αυτήν εκείνοι οι λόγοι, τους ακούση οπωσδήποτε και καμφθή και τον τραυήξη η φιλοσοφία, τι νομίζεις πως θα κάμουν εκείνοι, οι οποίοι θα νομίσουν ότι χάνουν τοιουτοτρόπως την υποστήριξιν και την φιλίαν, που επερίμεναν από αυτόν; δεν θα βάλουν τα πάντα εις ενέργειαν, και λόγους και έργα, διά να τον μεταπείσουν, και δεν θα στραφούν συγχρόνως και εναντίον εκείνου που εζήτησε να τον παρασύρη, διά να μη το κατορθώση, με όλα τα μέσα που διαθέτουν; – Αυτό θα συμβή χωρίς άλλο. – Ημπορεί λοιπόν ποτέ να επιδοθή ο τοιούτος εις την φιλοσοφίαν; – Όχι πολύ.

– Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είχαμεν άδικον να λέγωμεν, ότι και αυτά τα συστατικά της φιλοσοφικής φύσεως, όταν δεν τύχουν της δεούσης καλλιεργείας, γίνονται πολλάκις αφορμή να αποσπάσουν, τρόπον τινά, τον άνθρωπον από του φυσικού του προορισμού, καθ' ον τρόπον και τα πλούτη κα! όλα τα λεγόμενα αγαθά αυτού του είδους; – Πράγματι, είχες μέγα δίκαιον.

– Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον, αγαπητέ μου, είναι που διαφθείρονται και χάνονται αι προνομιούχοι εκείναι φύσεις, αι προωρισμέναι διά το άριστον των επαγγελμάτων, μολονότι και αλλέως είναι τόσον σπάνιοι, όπως είπαμεν. Από αυτούς βγαίνουν οι άνθρωποι, οι οποίοι προξενούν και τα μεγαλύτερα κακά εις τας πόλεις και τους ιδιώτας, αλλά και τα μεγαλύτερα πάλιν καλά, εάν τύχη και στραφούν εις τον καλόν δρόμον· ενώ μία φύσις μετρία δεν είναι ποτέ ικανή να κάμη τίποτε μεγάλον, ούτε καλόν ούτε κακόν, ούτε εις πόλιν ούτε εις ιδιώτην. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον.

– Αυτοί λοιπόν, που ήσαν κυρίως γεννημένοι διά την φιλοσοφίαν, αφού την απαρνηθούν τοιουτοτρόπως και την παρατήσουν εις την μέσην έρημην και παραπονεμένην, και οι ίδιοι ζουν ένα βίον, που δεν τους ταιριάζει και όχι αληθινόν, και εκείνην αφήνουν ορφανήν και απροστάτευτον εις την διάκρισιν ανθρώπων αναξίων, που παίρνουν την θέσιν των, διά να την καταντροπιάσουν ναι να την διαπομπεύσουν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε έχουν δίκαιον εκείνοι που της ψάλλουν όσα λέγεις εσύ πως της ψάλλουν: ότι από τους ιδικούς της άλλοι μεν τίποτε δεν αξίζουν, οι δε περισσότεροι είναι πανάθλιοι και παμπόνηροι. – Αυτά πραγματικώς είναι που λέγουν.

Και δεν έχουν, είπομεν, άδικον διότι βλέποντες άλλοι ανθρωπίσκοι κενήν αυτήν την θέσιν, τόσον δε ζηλευτήν με τα λαμπρά ονόματα και τους τίτλους που την κοσμούν, παραιτούν ευχαρίστως το ταπεινόν των επάγγελμα, το οποίον ίσως έτυχε να εξασκούν και με κάποιαν περισσοτέραν από τους άλλους ευδοκίμησιν, και ρίπτονται εις τας αγκάλας της φιλοσοφίας, απαράλλακτα, όπως εκείνοι οι κακούργοι, οι οποίοι δραπετεύοντες από τας ειρκτάς ευρίσκουν άσυλον εις τους ιερούς ναούς· διότι η φιλοσοφία, μολονότι κατήντησε να ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν, διατηρεί οπωσδήποτε πάντα απέναντι των άλλων τεχνών μίαν υπεροχήν και ένα μεγαλοπρεπέστερον αξίωμα· και αυτό είναι που ζηλεύουν οι πολλοί εκείνοι, οι οποίοι ούτε εκ φύσεως είναι πλασμένοι δι' αυτήν, και, όπως έχουν τα σώματά των παραμορφωμένα από τας χειρωνακτικάς των εργασίας και τέχνας, τοιουτοτρόπως έχουν και τας ψυχάς στρεβλωμένας και εξευτελισμένας από την βαναυσότητα· ή ημπορούσε να γίνη αλλέως; – Έχεις δίκαιον.

– Και νομίζεις πως διαφέρουν καθόλου, να τους ιδής, από ένα γύφτον, κακόμοιρον και φαλακρόν, που μόλις προ ολίγου εξήλθεν από τας φυλακάς, κατώρθωσε δε να κάμη μερικά λεπτά, και τώρα, αφού εξεβρώμησεν εις το λουτρόν, καινουργιοφορεμένος σαν γαμβρός, ετοιμάζεται να νυμφευθή την κόρην του κυρίου του, την οποίαν η πτωχεία και η εγκατάλειψις κατήντησαν εις αυτήν την ανάγκην; – Αλήθεια, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. – Τι παιδιά λοιπόν περιμένεις να σου γεννήσουν αυτοί, όχι νόθα και έκφυλα; – Κατ' ανάγκην. – Επίσης και αυτοί οι ανάξιοι παιδεύσεως άνθρωποι, όταν παρ' αξίαν πλησιάσουν την φιλοσοφίαν, τι διανοήματα και τι ιδέας περιμένεις να σου γεννήσουν; τι άλλο παρά σοφίσματα, καθώς πράγματι αξίζει να τα ονομάζωμεν, και τίποτε γνήσιον, που να φέρη τον τύπον της αληθινής σοφίας; – Τίποτε άλλο, πραγματικώς.

– Μένει λοιπόν ένας παρά πολύ ελάχιστος αριθμός αξίων του ονόματος φιλοσόφων ή θα είναι καμμία εξαιρετική και τελείως μορφωμένη διάνοια, που εσώθη διά της φυγής και, δι' έλλειψιν των διαφθορέων, κατώρθωσε να διατηρηθή εις την μελέτην της σοφίας, ή καμμία μεγάλη ψυχή, που εγεννήθη εις μικράν πόλιν, και από περιφρόνησιν δεν ανεμίχθη ποτέ εις τα πολιτικά, ή και από άλλην τέχνην, την οποίαν δικαίως απηξίωσε να εξακολουθήση, επεδόθη από φυσικήν προδιάθεσιν εις την φιλοσοφίαν· άλλους δε πάλιν ίσως να εστάθη ικανός να συγκρατήση ο χαλινός του φίλου μας του Θεάγους· διότι εις τον Θεάγη ευρίσκοντο ηνωμένα όλα τα άλλα, που θα ημπορούσαν να τον αποσπάσουν από την φιλοσοφίαν· αλλ' η ανάγκη να φροντίζη διαρκώς διά το νοσηρόν σώμα του, τον απομακρύνει από τα πολιτικά και τον κρατεί εις την σπουδήν· όσον δι' εμέ, δεν αξίζει να κάμω λόγον διά το δαιμόνιόν μου, διότι παρόμοιον πράγμα ή εις ένα ή εις κανένα δεν έτυχε έως τώρα· και από αυτούς λοιπόν τους ολίγους, που γεύονται ή εγεύθησαν την γλυκύτητα και την μακαριότητα που παρέχει η σοφία, είδον όμως αφ' ετέρου και την μανίαν των πολλών και την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται η διοίκησις των πολιτικών πραγμάτων, και ότι είναι δύσκολον να ευρεθή σύμμαχος, μετά του οποίου να αναλάβη τις την υπεράσπισιν της δικαιοσύνης, χωρίς κίνδυνον, ως να έχη πέση μέσα εις άγρια θηρία, που ούτε θέλει να συμμερισθή τας αδικίας των, ούτε όμως είναι ικανός, ένας αυτός, να αντισταθή εις την αγριότητά των, βέβαιος ότι θα είναι ανωφελής και διά τον εαυτόν του και διά τους άλλους και θα χαθή άδικα πριν να προσφέρη καμμίαν εκδούλευσιν εις την πατρίδα του και εις τους φίλους του – όλα αυτά λοιπόν έχων υπ' όψιν του προτιμά να μείνη εις την ησυχίαν του και να κυττάζη τη δουλειά του· και όπως ένας, όταν πιάση εξαφνική κακοκαιρία, αποσύρεται οπίσω από ένα τοίχον, διά να προφυλαχθή από την σκόνην και την ανεμοζάλην. τοιουτοτρόπως και αυτός, ενώ βλέπει τους άλλους να τους παρασύρη η ανομία και η κακία, θα ήτο ευχαριστημένος, εάν οπωσδήποτε ζήση εις αυτόν τον κόσμον καθαρός από κάθε αδικίαν και κακόν έργον και εξέλθη από την ζωήν με την συνείδησιν αναπαυμένην και πλήρη καλών ελπίδων. – Δεν θα ήτο μικρόν το κατόρθωμά του, αν εξήρχετο τοιουτοτρόπως από αυτήν την ζωήν. – Ούτε όμως και πολύ μεγάλον, επειδή δεν έτυχε να εύρη την πολιτείαν που του εταίριαζε· διότι μόνον εις μίαν τοιαύτην και ο ίδιος ο φιλόσοφος θα ημπορούσε να φθάση υψηλότερα, και εις την πολιτείαν και τους ιδιώτας να φανή χρήσιμος και πράγματι σωτήρ.

Κατεδείξαμεν λοιπόν επαρκώς, καθώς μου φαίνεται, τους λόγους διά τους οποίους τόσον κατηγορείται, όχι όμως και δικαίως, η φιλοσοφία· δεν ηξεύρω όμως εάν έχης να προσθέσης τίποτε άλλο εσύ. – Τίποτε δεν έχω πλέον να είπω επάνω εις αυτό· ήθελα μόνον να ακούσω, ποίον από τα υπάρχοντα πολιτεύματα λέγεις, ότι συνάδει εις την φιλοσοφίαν; – Απολύτως κανένα, και ακριβώς με αυτό έχω να κάμω, πως δεν υπάρχει ούτε ένα είδος πολιτεύματος άξιον διά την φιλοσοφικήν φύσιν· και δι' αυτό την βλέπομεν να διαστρέφεται και να διαφθείρεται, και, όπως ένας ξενικός σπόρος, που μεταφυτευθή εις άλλο έδαφος, εκφυλίζεται και αφομοιώνεται εις το τέλος με τον εγχώριον, τοιτοτρόπως και αυτή δεν ημπορεί να κρατήση την φυσικήν της δύναμιν και αποβάλλει τον αρχικόν της χαρακτήρα· εάν όμως επιτύχη πολίτευμα, του οποίου η τελειότης να είναι ανάλογος με την ιδικήν της, τότε θα το δείξη ότι είναι αληθώς κάτι τι θείον, όλα δε τα άλλα, και χαρακτήρες και επιτηδεύματα, είναι απλώς ανθρώπινα· τώρα, χωρίς άλλο, είσαι έτοιμος να με ερωτήσης, ποίον είναι αυτό το πολίτευμα. – Δεν το ευρήκες· δεν ήθελα να ερωτήσω αυτό, αλλ' εάν είναι το πολίτευμα που εθεσπίσαμεν ημείς διά την πόλιν μας, ή κανένα άλλο. – Εκείνο ακριβώς, εκτός ενός σημείου, που του λείπει ακόμη· και ναι μεν είπαμεν και τότε, ότι έπρεπε να εύρωμεν ένα τρόπον, να διατηρήται πάντοτε εις την πόλιν το αυτό πνεύμα του πολιτεύματος, υπό το οποίον συ ο νομοθέτης εθέσπισες τους θεμελιώδεις νόμους. – Ναι, το είπαμεν. – Αλλά δεν ανεπτύχθη επαρκώς αυτό το σημείον, από τον φόβον των δυσκολιών, τας οποίας αντιλαμβανόμενοι και σεις, εδηλώσατε ότι θα ήτο μακρά και δυσχερής η εξέτασις· καθόσον μάλιστα και όσα μας μένουν ακόμη να είπωμεν, δεν είναι καθόλου εύκολον να τα αναπτύξωμεν. – Τι δηλαδή; – Τίνα μέτρα πρέπει να ληφθούν, διά να εξασφαλισθή η διατήρησις της φιλοσοφίας εις την πολιτείαν μας· διότι κάθε μεγάλη επιχείρησις είναι επισφαλής και, καθώς λέγει η παροιμία, όλα τα καλά είναι δύσκολα. – Αλλ' όμως δεν πρέπει να μείνη το πράγμα ατελές και χρειάζεται να αναπτυχθή και αυτό το σημείον, διά να συμπληρωθή.

Πολιτεία, Τόμος 3

Подняться наверх