Читать книгу Συμπόσιον : ή περί έρωτος - Платон - Страница 2

ΙΙ
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤOΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ

Оглавление

Ας το είπωμεν ευθύς εξ αρχής. Ο έρως αποτελεί μέρος ολοκληρωτικόν του όλου συστήματος της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Δεν είνε τι ανεξάρτητον του όλου συστήματος, μία βιολογική τρόπον τινα παρένθεσις μέσα εις αυτό, αλλά συνάπτεται στενώτατα με όλας τας κυριαρχούσας εις τούτο θεμελιώδεις ιδέας, είνε η κλεις, αν θέλετε, η ανοίγουσα την θύραν εις ό,τι έχει σκοτεινότερον και μυστηριωδέστερον η Πλατωνική φιλοσοφία. Αφηρέσατε απ' αυτής τον έρωτα; Είνε ως να εσβύσατε το φως. Δεν απομένει πλέον παρά ένα σύνολον αυθαίρετον με πολλά χάσματα. Και τωόντι τοιαύτα χάσματα διέκριναν σοβαρώτατοι μελετηταί της Πλατωνικής φιλοσοφίας, τα οποία και έσπευσαν να επικρίνουν με την ευκολίαν εκείνην με την οποίαν επικρίνεται συνήθως το έργον των μεγάλων.

Θ' αρκεσθώμεν εδώ εις ένα μόνον παράδειγμα, διότι η εξέτασις της ως άνω τεθείσης αρχής καθ' όλην την έκτασιν της εφαρμογής αυτής εις τας λεπτομερείας θα ήτον έργον ειδικής μελέτης υπερβαινούσης τα στενά όρια ενός προλόγου, όστις σκοπόν έχει να δώση εις χονδράς γραμμάς ιδέαν, όσον το δυνατόν περισσότερον εύληπτον και απηλλαγμένην από τα σκότη της μεταφυσικής, της σημασίας του έρωτος εις την πλατωνικήν φιλοσοφίαν.

Ούτως εις το ουδείς εκών κακός του Σωκράτους, όστις επρέσβευεν ότι η διάπραξις του κακού είνε αποτέλεσμα αγνοίας, λέγων, κατά τον Ξενοφώντα, «και την δικαιοσύνην και την πάσαν άλλην αρετήν σοφίαν είναι», αντετάχθη η ηθική καλουμένη ελευθερία, ως εκ της οποίας, μολονότι γνωρίζοντες το καλύτερον, είνε δυνατόν εν τούτοις να προτιμήσωμεν το χειρότερον (video meliora probo"ue; deteriora se"uor). Κατά την ιδέαν αυτήν ο Σωκράτης, και μαζί με αυτόν ο Πλάτων, όστις πιστώς ηκολούθησε την σωκρατικήν αυτήν θεωρίαν (μολονότι ηναγκάσθη δήθεν να την μετριάση οπωσδήποτε, προσθέσας τον θυμόν),παρεγνώρισαν εντελώς την ηθικήν ελευθερίαν, και τούτο εις εποχήν κατά την οποίαν ο Ευριπίδης έθετεν εις το στόμα της Μηδείας τους στίχους:

Και μανθάνω μεν οία δραν μέλλω κακά,

θυμός δε κρείσων των εμών βουλευμάτων,

όσπερ μεγίστων αίτιος κακών βροτοίς.


Η αρετή είνε γνώσις, είνε επιστήμη· ιδού η βάσις της Σωκρατικής και Πλατωνικής ηθικής. Αλλ' είνε επιστήμη απορρέουσα εκ του θείου έρωτος, είνε η διά του έρωτος επίγνωσις του απολύτου καλού, και υπό την έποψιν αυτήν έρως, επιστήμη, ηθική συγχέονται ή μάλλον ταυτίζονται. Με άλλας λέξεις ο έρως ενταύθα συμπίπτει προς την θριαμβεύουσαν χάριν των θεολόγων. Και είνε μεν αληθές ότι και οι θεολόγοι άλλοτε μεν εθεώρησαν την θείαν χάριν ανίκητον και άλλοτε αντέταξαν εις αυτήν την ηθικήν ελευθερίαν, αλλ' επίσης βέβαιον είνε ότι οι εξοχώτεροι αντιπρόσωποι της ταυτίσεως του θείου έρωτος και της καθαράς επιστήμης, οι συνδυάσαντες εις την ζωήν των θεωρίαν και πράξιν, ο Σωκράτης και ο Σπινόζας, διά ν' αναφέρωμεν μόνον αυτούς, έζησαν βίον όσιον.

Ελέχθη επίσης ότι οι Αλεξανδρινοί, διά να συμβιβάσουν τον Πλάτωνα μετά του Αριστοτέλους, επενόησαν την έκστασιν. Αλλ' η έκστασις του νεοπλατωνισμού δεν είνε τίποτε άλλο παρά ο έρως εν ενεργεία τρόπον τινά, και την έκστασιν αυτήν την βλέπομεν διαρκούσαν κάποτε, κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, επί ολόκληρον εικοσιτετράωρον, κατά το οποίον ο Σωκράτης έμεινε, κατά την αφήγησιν του Αλκιβιάβου, όρθιος και ακινητών, προσηλωμένος εις κάτι.

Εκ των ανωτέρω εννοείται ποίαν σημασίαν είχεν η παροιμιώδης κατάστασης διαβεβαίωσις του Σωκράτους ότι τίποτε δεν γνωρίζει και ότι όλαι αι γνώσεις του περιορίζονται εις τα ερωτικά, εις τον έρωτα διά του οποίου και μόνου, όπως λέγει, είνε κατορθωτή η γέννησις αληθινής αρετής και όχι ειδώλων αρετής. Διά τον Σωκράτη «ο μεν περί τα τοιαύτα [τα ερωτικά ιδίως] σοφός, δαιμόνιος ανήρ, ο δε άλλο τι σοφός ων ή περί τέχνας ή χειρουργίας τινάς, βάναυσος». Ο Εκκλησιαστής βεβαίως δεν έχει διάφορον γνώμην, όταν λέγη:

«Του πονήσαι βιβλία πολλά ουκ έστι περασμός, και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός».

***

Αλλ' η λέξις έρως είνε τόσον πολυσήμαντος και τόσον ποικίλας και διαφόρους περιλαμβάνει εννοίας, ώστε ορισμός αυτού δυνάμενος να περιλάβη όλας αυτάς τας εννοίας είνε αδύνατος. Ο Βολταίρος, νομίζω, επεχείρησεν απαρίθμησιν των σημασιών αυτού αρχίσας από την ζωολογίαν και καταλήξας εις την θεολογίαν, ο δε Σπένσερ περιωρίσθη εις ανάλυσιν των στοιχείων από τα οποία αποτελείται το αίσθημα αυτό, περιέχον θαυμασμόν, στοργήν, την ευφροσύνην που προξενεί η καλλονή κλπ., ενώ ο Λειβνίτιος, κλείων τον έρωτα μέσα εις ασφυκτικώς στενόν ηθικόν κύκλον, περιορίζει αυτόν εις χαράν διά την ευτυχίαν του άλλου και εις αίσθησιν της ευτυχίας του άλλου ως ιδίας. Ο Σοπενάουερ είνε οπωσδήποτε γενικώτερος, θεωρών τον έρωτα επάνω κάτω ως ένστικτον διά του οποίου η θέλησις εκδηλώνει την αιωνιότητά της εις τα είδη.

Αλλ' όλαι αύται αι απόψεις και όσας άλλας θα ήτον δυνατόν ν' αναφέρωμεν ενταύθα, περιορίζονται εις κύκλον κατά το μάλλον ή ήττον στενόν, άλλοτε βιολογικόν, άλλοτε ηθικόν, μεταφυσικόν, ψυχολογικόν κλπ. Αυτός είνε ίσως ο λόγος διά τον οποίον και ο Πλάτων απέφυγε πάντα ορισμόν του έρωτος. Διότι το μορφήν ορισμού έχον συμπέρασμα, κατά το οποίον έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν το αγαθόν διά παντός, δεν είνε ορισμός, αφού αμέσως κατωτέρω εξετάζεται το ζήτημα, εις τι πρέπει ν' αναβλέπη η προσπάθεια των διωκόντων το αγαθόν διά να χαρακτηρισθή ως έρως. Επίσης δεν πρέπει να νομισθή ότι έρως κατά την πλατωνικήν αντίληψιν είνε γενικώς ο πόθος της αθανασίας. Διότι μη λησμονώμεν ότι του έρωτος μετέχει και το θείον, όπερ αποτελεί τον έτερον των πόλων των αναγκαίων εις γέννησιν της αληθινής αρετής, και επομένως τοιαύτη αντίληψις ήθελεν εξωθήσει τον Πλάτωνα εις ταπεινόν ανθρωπομορφισμόν αναιρούντα αυτήν την υπόστασιν του Απολύτου. Διά τούτο αρκείται απλώς να ειπή ότι ο έρως, ο έρως της θνητής φύσεως, είνε και της αθανασίας έρως.

Προ παντός όμως πρέπει να εννοηθή ότι ο Πλατωνικός έρως δεν είνε ποτέ, υπό οσονδήποτε περιωρισμένην ηθικήν έποψιν και αν εξετασθή, το απλούν στοργικόν αίσθημα, το άγονον και στείρον. Ο Πλατωνικός έρως, είτε εις τον οργανικόν κόσμον είτε εις τον ηθικόν ή μεταφυσικόν αναφέρεται, είνε δύναμις γονιμοποιός. Και διά να εννοηθή καλύτερον οπωσδήποτε η έκτασις, η σημασία, ακόμη δε και η αρχή αυτού, επιβάλλεται ευρυτέρα κάπως επισκόπησις.

***

Εις οσονδήποτε μακρυνόν παρελθόν και αν ανατρέξωμεν, θα εύρωμεν μέσα εις το χάος των κοσμογονικών μύθων, αλληγοριών, παραδόσεων, θρησκευτικών δοξασιών και συμβόλων, κυριαρχούσαν αμετάβλητον διά μέσου των αιώνων, από της πλέον σκοτεινής εποχής έως σήμερον, υπό μορφάς εξωτερικεύσεως διαφόρους, άλλοτε φωτεινάς και άλλοτε καλυπτομένας από τον ζόφον της μεταφυσικής ή της μυστικοπαθείας, την ιδέαν του Έρωτος.

Και εν πρώτοις σαφώς ευρίσκομεν εκφραζομένην την ιδέαν του ανδρογύνου της θεότητος εις την αρχαιοτάτην των θρησκειών, την Ινδικήν. Σύμβολον λατρείας εις αυτήν είνε το άνθος του λωτού εν ερμαφροδίτω αναπαραστάσει με τον Λίνγαμ (φαλλόν), το διακριτικόν σημείον της γονιμοποιού δυνάμεως του άρρενος, και τα λοιπά γεννητικά όργανα (1). Εις τους κατακλυσμούς, κατά την ινδικήν μυθολογίαν, ο λωτός λαμβάνει σχήμα λέμβου ιστιοφόρου διά να σώση το ανθρώπινον γένος από του καταποντισμού.

Εις την Αίγυπτον παρά τον Όσιριν ευρίσκομεν την Ίσιδα, εκ της συναφείας των οποίων εγεννήθη ο Ώρος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και τα τέσσαρα πολυθρύλλητα στοιχεία τα οποία τινές των παλαιοτάτων ελλήνων φιλοσόφων έθεσαν ως κοσμογονικήν αρχήν, δηλαδή το ύδωρ, το πυρ, η γη και ο αήρ, παριστάνονται ως ιδιαιτέρα χορεία θεών, κατά ζεύγη άρρενος και θήλεος έκαστον, με κεφαλήν ανθρωπίνην μεν ή βατράχου οι άρρενες θεοί, όφεως δε αι θέαιναι. Και εις μεν το ζεύγος το παριστάνον το ύδωρ ο θεός καλείται Νουν και η θεά Νουντ – το τ είνε δηλωτικόν του θηλυκού γένους – εις το παριστάνον το πυρ ο θεός καλείται Χεχ και η θεά Χεχτ, εις το ζεύγος της γης Κεκ ο θεός και Κεκτ η θεά, και τέλος το του αέρος φέρει τα ονόματα Νι και Νιτ.

Προκειμένου μάλιστα ενταύθα περί των στοιχείων ως αρχής κοσμογονικής, δεν είνε ίσως άσκοπον να προστεθή ότι ο Αριστοτέλης, ομιλών περί του Θαλού όστις ως αρχήν του παντός εθεώρει το ύδωρ, παρατηρεί ότι εις την υπόθεσιν αυτήν ωρμήθη πιθανώς «διά το πάντων τα σπέρματα την φύσιν υγράν έχειν, το δε ύδωρ αρχήν της φύσεως είναι τοις υγροίς»

Ας μη λησμονώμεν προς τούτοις ότι εις τους Αιγυπτίους η Σφιγξ, η συμβολίζουσα το αίνιγμα της ζωής, έχει μεν σώμα ταύρου, όνυχας λέοντος και μορφήν ανθρωπίνην, αλλά το στήθος της είνε στήθος γυναικός συμβολίζον τον Έρωτα, προς τούτοις δε φέρει και πτέρυγας, όπως και ο Ελληνικός Έρως.

Παρατρέχομεν τους Σίνας με το ζεύγος των Γυάγγ και Γυν και ερχόμεθα εις τους ιδικούς μας προγόνους.

Εδώ πλέον ευρισκόμεθα εις την δυσκολίαν της εκλογής εν μέσω τόσου πλούτου μύθων, παραστάσεων, αλληγοριών. Παρατρέχοντες την θεογονίαν του Ησιόδου, κατά την οποίαν εκ του Χάους εγεννήθησαν πρώτον η Γη και ο Έρως, ερχόμεθα εις την Ορφικήν θεογονίαν.

Εν πρώτοις, κατά Ορφικόν στίχον, ο Ζευς και άρσην γένετο και άμβροτος νύμφη.

Έρχεται έπειτα ο θαυμάσιος μύθος περί του Φάνητος, όστις είνε αυτός ο Έρως υπό άλλο όνομα, καλούμενος ούτω, ότι πρώτος εν αιθέρι φαντός έγεντο. Ο έρως άλλως απαντάται υπό πολλά ονόματα μέσα εις το χάος των περί αυτού μύθων. Τον ευρίσκομεν ως Φάνητα, ως Μήτιν, ως Ηρικαπαίον, ως Διόνυσον, ως Ευβουλήα, ως Ανταύγην κλπ. Ο Φάνης λοιπόν αυτός ή Φαέθων ή απλούστερον Έρως εγεννήθη πρώτος εκ του κοσμογονικού Ωού, του περικλείοντος εν σπέρματι ολόκληρον τον κόσμον, όστις εξ αυτού βαθμηδόν λαμβάνει ύπαρξιν, όπως τα πτηνά εκ των αυγών. Παρίστανον δε τον Έρωτα οι Ορφικοί ως απειρομέγεθες τρόπον τινα ζώον αποτελούν τον κόσμον ολόκληρον, με κεφαλήν μεν τον ουρανόν, πόδας την γην, οφθαλμούς τον ήλιον και την σελήνην, και κέρατα την ανατολήν και την δύσιν. Και εκ μεν των δακρύων αυτού εβλάστησε το οϊζυρόν, το δυστυχισμένον γένος των βροτών, εκ δε του γέλοντος οι αθάνατοι θεοί.

Αλλά και ολόκληρος η Διονυσιακή λατρεία, εις την οποίαν οφείλει την αρχήν της η δραματική ποίησις, εις τον έρωτα αναφέρεται, με σύμβολον τον φαλλόν, εκ τον οποίον και το έθιμον της φαλλοφορίας (2).

Θα εμακρύναμεν πολύ τον λόγον, εάν ηθέλαμεν να ενδιατρίψωμεν εις όλους τους μύθους οι οποίοι συνδέονται με την λατρείαν τον Διονύσου. Διά τούτο θα περιορισθώμεν εις τον ορφικόν εκείνον μύθον εις τον οποίον οφείλεται το μέχρις ημών διασωθέν έθιμον του μεταμφιεσμού της Αποκρέου. Κατά τον μύθον αυτόν οι Τιτάνες, χρίσαντες το πρόσωπον αυτών με γύψον διά να μη γνωρισθούν, κατώρθωσαν να πλησιάσουν τον Διόνυσον, τον οποίον ο Ζευς είχεν εγκαταστήσει βασιλέα επί του Ουρανίου θρόνου, και να τον φονεύσουν, διαμοιρασθέντες τα μέλη αυτού μεταξύ των. Η Παλλάς όμως αρπάσασα την καρδίαν αυτού την εκόμισε πάλλουσαν ακόμη εις τον Δία, όστις καταπιών αυτήν ανεγέννησε τον Διόνυσον, κατεκεραύνωσε δε τους Τιτάνας, εκ της τέφρας των οποίων εγεννήθησαν οι άνθρωποι. Ώστε και εις τους ανθρώπους υπάρχει ο Διόνυσος, αλλά διαμελισμένος. Αυτός δε μετά της Κόρης μέλλουν να ελευθερώσουν, κατά τας δοξασίας των Ορφικών, τους ανθρώπους και τας ψυχάς αυτών, καθαριζομένας βαθμηδόν από παντός ρύπου, απαράλλακτα όπως εις την ινδικήν θρησκείαν ο λωτός είνε ο μέλλων να διασώση το ανθρώπινον γένος από του κλυδωνισμού των παθών, έως ότου φθάση εις την αιωνίαν μακαριότητα, εις την ποθητήν νιρβάναν.

Αποφεύγομεν να εξετάσωμεν εδώ, ως μη σχετιζόμενον αμέσως με το θέμα μας, το ζήτημα εάν η ινδική νιρβάνα είνε η πλήρης εκμηδένισις, όπως πιστεύεται γενικώς. Βέβαιον είνε μόνον ότι, όπως εις τους Ορφικούς και εις τον Πλάτωνα (3), ούτω και εις την ινδικήν θεοσοφίαν ευρίσκομεν τον έρωτα στενώς συνδεόμενον προς την μετενσάρκωσιν, αποτελούντα τον αΐδιον και αναλλοίωτον νόμον της κάρμας, όστις διέπει τας διαδοχικάς μέχρι της οριστικής τελειώσεως μετενσαρκώσεις του ανθρώπου, συντελούντα δηλαδή, κατά τους καββαλιστάς, εις τον σχηματισμόν του φλοιού, του υλικού τρόπου τινα αυτού σκηνώματος της ψυχής μετά θάνατον, το οποίον αντιστοιχεί προς το φθαρτόν σώμα της εν τη γη ζωής και εκ του οποίου κρίνεται η τύχη της αμέσως επομένης μετενσαρκώσεως.

Μεταξύ των μύθων αυτών ιδιάζουσαν αναμφιβόλως σημασίαν πρέπει ν' αποδώσωμεν εις τον υπό του Πλάτωνος αναφερόμενον περί της γεννήσεως του Έρωτος, ως συμβολίζοντα την πτώσιν του ανθρωπίνου γένους. Κατά τον μύθον αυτόν, τον οποίον ανεφέραμεν και ανωτέρω, ο Έρως είνε τέκνον του Πόρου και της Πενίας, παρήχθη με άλλας λέξεις εκ της συζεύξεως του κατά Πλάτωνα όντως όντος μετά του μη όντος, της ιδέας δηλαδή μετά της ύλης.

Ανάλογον αναμφιβόλως είνε το εν τη Γενέσει (κεφ. ς') αναφερόμενον:

«Και εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γης και θυγατέρες εγεννήθησαν αυτοίς, ιδόντες δε οι άγγελοι του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισίν έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών ων εξελέξαντο».

Διεξοδικώτερον ακόμη επί του αντικείμενου αυτού είνε το καλούμενον βιβλίον του Ενώχ, το οποίον όμως η Εκκλησία δεν δέχεται μεταξύ των ιερών βιβλίων.

***

Εις την επιτροχάδην αυτήν παρέλασιν των κυριοτέρων επί του Έρωτος μύθων της αρχαιότητος μικρόν, πολύ μικρόν μέρος περιελήφθη ως δείγμα τρόπον τινα της κυριαρχίας του έρωτος. Ουδέ καν περί όλων των εθνών έγεινε λόγος. Παρελείφθησαν οι Βαβυλώνιοι, οι Φοίνικες, οι Ρωμαίοι και τόσοι άλλοι, διά να μη δοθή έκτασις πολύ μεγάλη εις την κατ' ανάγκην σύντομον αυτήν εισαγωγήν.

Τα ολίγα όμως εκτεθέντα πολύ ατελή θα παρείχον ιδέαν του πράγματος, εάν παραλλήλως δεν παρασχεθή ασθενής εικών των οργίων εις τα οποία εξώκειλεν η ανθρωπότης κατά την ερωτολατρείαν αυτήν.

Τωόντι τοιαύτα όργια, όργια πορνείας και μέθης, απετέλουν μέρος αναπόσπαστον της λατρείας της Αφροδίτης και του Διονύσου, των μυστηρίων του Αδώνιδος, της Κυβέλης, του Πριάπου, της Χλωρίδος.

Κατά τον Στράβωνα ο εν Κορίνθω πλουσιώτατος ναός της Αφροδίτης είχεν εις την ιδιοκτησίαν του περισσότερον από χιλίας πόρνας, δούλας ή ιερείας, δωρηθείσας εις την θεάν υπό διαφόρων, ανδρών ή γυναικών.

Αι γυναίκες της Βύβλου ώφειλον ή να θυσιάσουν την κόμην των εις το πένθος του Αδώνιδος ή άλλως να παραδοθούν, προς εξαγνισμόν της τοιαύτης ασεβείας, εις τους ξένους επί ολόκληρον ημέραν.

Εις την Αρμενίαν αι κόραι των μεγαλυτέρων οικογενειών αφιερώνοντο παρθένοι ακόμη εις τοιαύτην θρησκευτικήν εκπόρνευσιν.

Η Βαβυλών ολόκληρος μετεβάλλετο κατ' έτος εις ένα απέραντον πορνείον χάριν της Βαβυλωνείου Αφροδίτης, η οποία εκαλείτο Μύλιττα. Όλαι αι γυναίκες με τα εορτάσιμά των μετέβαινον εις τον ναόν αναμένουσαι τους προσκυνητάς του έρωτος, οι οποίοι συνέρρεον εξ όλων των μερών του κόσμου, προσελκυσμένοι από την φήμην της ωραιότητός των. Από της ταπεινοτέρας δούλης μέχρι της μεγαλυτέρας δεσποίνης καμμία δεν παρέλειπε το ιερόν αυτό καθήκον. Αι πλούσιοι, αι μη θέλουσαι ν' αναμιχθούν μετά του όχλου, μετέβαινον εποχούμενοι επί πολυτελών αρμάτων, ενδυμέναι πολυτελέστατα, ακολουθούμενοι από πλήθος θεραπαινίδων, στολισμέναι με όλα των τα κοσμήματα. Εκεί ετάσσοντο κατά στίχους, μεταξύ των οποίων αφίνετο διάβασις διά τους προσκυνητάς. Ο διερχόμενος ξένος έρριπτεν ένα νόμισμα εις εκείνην την οποίαν εξέλεγεν, επικαλούμενος το όνομα της θεάς. Οποιοσδήποτε δε και αν ήτο ούτος, Έλλην ή Ιουδαίος, Αιγύπτιος ή Πέρσης, Ασσύριος ή Αιθίωψ, και οσονδήποτε ευτελές και αν ήτο το δώρον του, η εκλεγομένη ώφειλε να τον ακολουθήση και να παραδοθή μαζί του εις τα όργια εκείνα της σαρκός με τα οποία η Βαβυλών εμέθυσκε τότε τον κόσμον ολόκληρον.

***

Η οργιαστική αυτή χρήσις του έρωτος εις την λατρείαν του θείου συνέβαλεν αναμφιβόλως όχι ολίγον εις την πλήρη εκείνην εξάρθρωσιν της κοινωνίας και της οικογενείας την οποίαν ευρίσκομεν κατά τους πρώτους του χριστιανισμού χρόνους. Και ο λόγος ευνόητος. Εφ' όσον ο έρως, εκτός των άλλων φιλοσοφικών ή θρησκευτικών εννοιών τας οποίας εσυμβόλιζε, παρουσιάζετο και ως μέσον προσαναβάσεως από της γης εις τον ουρανόν, ο εκτροχιασμός αυτός ήτον αναγκαία ακολουθία διά τας συνήθεις φύσεις, διά τον φυσικόν ζωάνθρωτον, αφού ως πρώτην βαθμίδα παρουσιάζει το αισθητηριακώς αντιληπτόν κάλλος, αντιπροσωπευόμενον από μίαν φύσιν σπαργώσαν και διαρκώς οργιάζουσαν εις βλάστησιν, εις σάρκα, εις όργια φωτός και χρώματος, με προσεπικουρούσαν την φαντασίαν εις όργια Σειληνών και Σατύρων και Νυμφών και Αμαδρυάδων.

Διά τας εκλεκτάς όμως φύσεις ο έρως παρέμεινε πάντοτε η κλίμαξ του Ιακώβ διά της οποίας άγγελοι καταβαίνουν και άγγελοι αναβαίνουν, ή ο αθάνωρ των αλχημιστών διά του οποίου τα αγενή μέταλλα μεταβάλλονται εις χρυσόν.

Υπό το κράτος αυτού ο Σολομών ψάλλει το άσμα ασμάτων, το ύπατον αυτό ερωτικόν παραλήρημα, εις το οποίον η άγνοια τόσον ευκόλως ηκόνισε πάντοτε τα βέλη της σατύρας της:

«Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού· ότι αγαθοί οι μαστοί σου υπέρ οίνον, και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα. Μύρον εκκενωθέν όνομά σου. Διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε.».

«Τι ωραιώθησαν διαβήματά σου εν υποδημασί σου, θύγατερ Ναδάβ; ρυθμοί μηρών σου όμοιοι ορμίσκοις, έργω χειρών τεχνίτου. Ομφαλός σου κρατήρ τορευτός, μη υστερούμενος κράματος· κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις· δύο μαστοί σου ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος».

Η αυτή ερωτική μέθη διαπνέει επίσης, πολλούς εκ των ψαλμών του Δαβίδ:

«Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός».

«Ο Θεός ο Θεός μου προς σε ορθρίζω· εδίψησέ σοι η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω». «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα».

«Άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου, και επιθυμήσει, ο βασιλεύς του κάλλους σου· ότι αυτός έστιν ο κύριός σου».

«Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου· διά τούτο ευλόγησέ σε ο Θεός εις τον αιώνα. Περίζωσαι την ρομφαίαν σου έτι τον μικρόν σον, δυνατέ τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου. Και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης».

Παραλλήλως προς τας μεγάλας αυτάς της Εκκλησίας μορφάς βλέπομεν τον Πλούταρχον, τον σοβαρόν εκ Χαιρωνείας φιλόσοφον με τας μεγάλας ηθικάς αρχάς, θύοντα, γέροντα πλέον, εις τον Έρωτα επί του Ελικώνος, όπως διηγείται ο ίδιος, και άγοντα χορούς περί τον βωμόν του Απόλλωνος, του οποίου ήτον ιερεύς.

Αλλ' εκεί όπου η ερωτική μέθη λαμβάνει χαρακτήρα αληθούς παραληρήματος είνε αι εκστάσεις της Αγίας Θηρεσίας, εις όλα τα γραφόμενα της οποίας γίνεται λόγος περί ηδονικών εκλύσεων, περί γεύσεως καρπού αρρήτου γλυκύτητος, περί παραδεισίων απολαύσεων κλπ. Δι' αυτήν ο Χριστός είναι αληθινός νυμφίος διά τον οποίον μεταχειρίζεται τας τρυφερωτέρας και ηδονικωτέρας εκφράσεις. Ακούσατε:

«Είμαι όλη ιδική σου. Πάρε την καρδιά μου, το σώμα μου, την ζωήν μου, την ψυχήν μου, τα σπλάγχνα μου, τον έρωτά μου. Γλυκέ σύζυγε, δος μου την ζωήν ή τον θάνατον».

Αλλά πρέπει να σημειωθή εδώ ότι εις την εποχήν αυτής ο χριστιανικός έρως αρχίζει να εκπίπτη εκεί όπου εξέπεσε και ο έρως της αρχαιότητος. Μία μυστική ερωτοπάθεια κατέχει τας ψυχάς εις όλα τα θήλεα μοναστήρια της Δύσεως, έξυπνοι δε κληρικοί την εξάπτουν περισσότερον ή την εκμεταλλεύονται. Αυτός αυτότατος ο Διάβολος με σάρκα και οστά λαμβάνει μέρος ενεργόν εις ερωτικάς περιπετείας κωμικάς ή τραγικάς, παίζει αστεία παιγνίδια εις ζηλοτύπους συζύγους, προεδρεύει των Σαββατιαίων οργίων, όπου οι πιστοί και αι πισταί φιλούν περιπαθώς τα οπίσθιά του, βοηθεί τας μοιχαλίδας, συνταράσσει εις οργασμόν τα μοναστήρια, σκανδαλίζει αθώας παρθένους. Παρερχόμεθα.

***

Εφθάσαμεν ανεπαισθήτως εν πλήρει πλέον χριστιανισμώ.

Εδώ επιβάλλεται κάποια επιφύλαξις. Η άγνοια είνε τόσον εύκολος εις παρανοήσεις. Αρκούμεθα μόνον να υπενθυμίσωμεν ότι και εδώ επίσης το μέλλον να συντρίψη την κεφαλήν του όφεως είνε το σπέρμα της γυναικός, της υπάτης ταύτης ιερείας του έρωτος επί της γης.

Αλλ' οι μαργαρίται δεν πρέπει να παραδίδωνται εις τους χοίρους, κατά την έκφρασιν του Ευαγγελίου, και ο πέπλος της Ίσιδος γίνεται πολύ πυκνότερος τόρα. Ο Ωριγένης, είς των πατέρων της Εκκλησίας, παραπλανάται εις το σκότος αυτό και καταφεύγει εις τον ευνουχισμόν, διά να μετανοήση κατόπιν, εννοήσας το σφάλμα του όταν πλέον ήτον αργά. Η Γνώσις εξ άλλου, η επικινδυνωδεστέρα των αιρέσεων του Χριστιανισμού, η απειλήσασα να τον βαραθρώση εις φαλλικήν ερωτολατρείαν, εξοκέλλει εις το άλλο άκρον.

Η ψυχή, κατά τους Γνωστικούς, είνε άσπιλος ως εκ της ουσίας της, δεν είνε δυνατόν να μολυνθή, και αν ακόμη ευρίσκεται μέσα εις το κέντρον της αμαρτίας και της διαφθοράς, όπως ο χρυσός δεν είνε δυνατόν να σκωριάση οσονδήποτε και αν μείνη μέσα εις την λάσπην. Παρ' αυτώ τω θεώ η ανάπτυξις δεν είνε δυνατή άλλως ειμή διά της συναφείας ενός αιώνος άρρενος προς ένα αιώνα θήλυν (4). Η σαρκική συνουσία λοιπόν δεν είνε τίποτε άλλο ειμή ανταύγεια των μυστικών συζεύξεων του Πληρώματος. Ενωθώμεν λοιπόν έκαστος εκάστη.

Εννοείται ότι με τας ιδέας αυτάς οι οπαδοί της Γνώσεως ελάμβανον μέρος με την αυτήν ευκολίαν εις τα Κρόνια των εθνικών και εις τας Αγάπας των χριστιανών.

Αυτός ο Σταυρός διά τους Γνωστικούς απετέλει σχηματικόν σύμβολον της ενώσεως των δύο φύλων. Του συμβολισμού αυτού αποφεύγομεν να δώσωμεν σαφεστέραν εξήγησιν διά λόγους ευνοήτους εις τους δυναμένους να υψωθούν μέχρι της υπερβατικής αντιλήψεως του έρωτος. Προσθέτομεν μόνον ότι και ο αιγυπτιακός Όσιρις παρίσταται φέρων σταυρόν επ' ώμου. Επίσης αποφεύγομεν ν' αναφέρωμεν όσα άλλα, σχετικά προς τον έρωτα, απεδόθησαν εις τους Γνωστικούς και τα μυστήρια αυτών. Τα περισσότερα υπερβαίνουν κάθε όριον ευσχημοσύνης, στερούνται δε και αληθοφανείας, όπως λ. χ. η υπό τινος των Πατέρων αναφερομένη διάδοσις περί αυτών, ότι προέβαινον εις αμβλώσεις γυναικών διά να παρασκευάσουν εκ των εμβρύων μετάληψιν, πράγμα το οποίον δεν φαίνεται πιθανόν δι' ανθρώπους όχι κοινής αναπτύξεως και μορφώσεως.

Εις κάποιον Ευαγγέλιον το οποίον εχρησίμευσε διά τους πρώτους χριστιανούς της Αλεξανδρείας και περί του οποίου κάμνει μνείαν Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καλών αυτό πρωτόπλαστον, ανεφέρετο, φαίνεται, ότι ο Θεάνθρωπος, ερωτηθείς υπό της Σαλώμης πότε θα γείνουν όσα έλεγεν (επρόκειτο περί της βασιλείας του), απήντησεν:

– Όταν σεις αποβάλετε το ένδυμα της αιδούς και οι δύο γείνουν ένα, ούτε άρρεν ούτε θήλυ.

Η ρήσις, και αν δεν είνε αληθής, δεν είνε όμως αναξία του Θεανθρώπου και φαίνεται έχουσα πολλήν αναλογίαν προς την δικαιολογίαν με την οποίαν συνώδευσε την προς την αμαρτωλήν συγγνώμην του, ότι πολύ ηγάπησεν.

***

Όπως βλέπομεν εκ των εκτεθέντων, ο έρως είνε κάτι περισσότερον από «ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα», κατά τον κενολόγον λυρισμόν του Ουγκώ, η δε Κυρία Σεβινιέ, η οποία βεβαίως ενόμιζεν ότι επαραδοξολόγει όταν έλεγε περί του Ρακίνα ότι αγαπά τον Θεόν όπως και τας ερωμένας του, δεν εξέφραζε τίποτε το καινόν υπό τον ήλιον. Με πολύ περισσοτέραν μεγαληγορίαν και με την μυστικοπαθή φιλοσοφικήν αντίληψιν η οποία τον διακρίνει, ο Δάντης χαρακτηρίζει τον Έρωτα ως την δύναμιν η οποία κινεί τον ήλιον και τους αστέρας.

L' Amor che muove il Sole e l' altre stelle

Διά τον Λουκρήτιον επίσης η Αφροδίτη είνε η πότνια μήτηρ, η alma Venus, η πάντων γενέτειρα, θεών δε και ανθρώπων γλύκασμα.

Ο Έρως, η μυστηριώδης αυτή δύναμις η ωθούσα ακαταπαύστως το άρρεν προς το θήλυ, αυτός είνε επίσης ο εξανάπτων τον ακαταγώνιστον και άσβεστον εκείνον πόθον της ψυχής προς το άγνωστον όστις την ρίπτει εν εκστάσει εις τα γόνατα ενώπιον του Καλού.

Και είνε τόση η δύναμις αυτή, ώστε τολμηρότατοι αθεϊσταί δεν ετόλμησαν να την παραγνωρίσουν. Ο ένας ονειρεύεται ως μέλλουσαν θρησκείαν της ανθρωπότητος την λατρείαν του Καλού, ο άλλος δέχεται την προσευχήν ως μέσον επικοινωνίας ή επικλήσεως της ζώσης συνολικής ψυχής του κόσμον, τρίτος, οπαδός αυτός της θετικής φιλοσοφίας του Αυγούστου Καντ και του Λιττρέ, ψάλλει:

Ω Φύσις, γενέτειρα και δημιουργέ!

Όταν υπό το θείον βλέμμα σου ένα ζεύγος ενώνεται,

Τι προς τον έρωτα των εάν είνε εφήμερος

Όταν είνε άπειρος;


Και ο Χαίκελ ο τόσον κακόπιστος αποδειχθείς εις την υποστήριξιν των θεωριών του, όταν κατά τον Ιούλιον του 1908 έγεινεν εις την Ιέναν η υπό το γελοίον ταφείσα απόπειρα καθιερώσεως θρησκευτικής λατρείας εις τα πρωτοζωάρια, έλεγε κατά τα εγκαίνια σχετικού οικοδομήματος: «Ας ελπίσωμεν ότι το νέον αυτό μουσείον της εξελικτικής διδασκαλίας θ' αποβή ναός εις την θρησκείαν του καθαρού Λόγου διά της λατρείας του Καλού, του Αληθούς και του Ωραίου».

***

Αλλά διατί λοιπόν ο Έρως; Ποία η αναλογία η μεταφέρουσα το βιολογικόν αυτό φαινόμενον της αναπαραγωγής από του φυσικού κόσμου εις τον ηθικόν;

Ένα μέρος, σημαντικώτατον δε, της απορίας αυτής μας το λέει ο Σπένσερ. Ιδού τι λέγει εις μίαν υποσημείωσιν του συγγράματός του Αρχαί Βιολογίας:

«Η ευκαιρία είνε καταλληλοτάτη διά να παρατηρήσωμεν ότι εκείνο το οποίον καλούμεν ωραίον εις τον οργανικόν κόσμον εξαρτάται ως επιτοπολύ κατά τινα τρόπον εκ της γεννητικής σχέσεως. Και τούτο δεν εφαρμόζεται προκειμένου μόνον περί των ανθέων και των οσμών. Εφαρμόζεται εξ ίσου και όταν πρόκειται περί του λαμπρού πτερώματος των πτηνών ή του άσματος αυτών, αποτελεσμάτων αμφοτέρων, κατά τον Λάρβιν, της γεννητικής επιλογής· και είνε πιθανόν ότι και των μικροτέρων ορατών εντόμων τα χρώματα την ιδίαν έχουν εν μέρει αιτίαν. Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητον κυρίως είνε, ότι οι χαρακτήρες αυτοί, των οποίων η γένεσις οφείλεται εις το ότι διευκόλυνον την παραγωγήν καλυτέρου γόνου, ενώ είνε εξ όλων οι μάλλον προσελκύοντες αμοιβαίως τους οργανισμούς οίτινες τους κατέχουν, συγχρόνως, αμέσως ή εμμέσως, είνε επίσης οι ελκυστικώτεροι και δι' ημάς. Χωρίς αυτούς αι πεδιάδες και τα δάση θα έχαναν όλον το θέλγητρόν των. Είνε περίεργος δε η παρατήρησις, ότι η σύλληψις του ανθρωπίνου ωραίου ή καλού εκ της αυτής αιτίας έλκει κατά μέγα μέρος την αρχήν της. Επανειλημμένοι παρατηρήσεις εβεβαίωσαν ότι το στοιχείον τον ωραίου το κρατούν εν τη γεννητική σχέσει, κρατεί επίσης εις τα προϊόντα της αισθητικής, την μουσικήν, το δράμα, τας εικαστικάς τέχνας, την ποίησιν αλλ' η παρατήρησις αυτή προσλαμβάνει νέαν σημασίαν, όταν βλέπη τις εις ποίον βάθος εκτείνονται αι ρίζαι της εις την ανόργανον φύσιν (5).

Αν αποβλέψωμεν εις την ζωήν από γενικωτέρας απόψεως, θα εύρωμεν ότι ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν γνώρισμα έχει, εκτός της ατομικής διά της θρέψεως συντηρήσεως, τον πολλαπλασιασμόν και την μετάδοσιν. Ζωή υπό την έποψιν αυτήν θα ειπή γονιμοποίησις και αναπαραγωγή. Αυτό που συμβαίνει εις την υλικήν ζωήν, συμβαίνει επίσης και εις την ηθικήν. Τείνει και αυτή κατά τρόπον ανάλογον εις πολλαπλασιασμόν και εις μετάδοσιν. Εις τον κόσμον των συναισθημάτων μία ακαταγώνιστος τάσις ένορμος μας ωθεί να συμμερισθώμεν μετ' άλλων τας λύπας μας, τας χαράς μας. Εάν έλθωμεν εις τον κόσμον των ιδεών, θα εύρωμεν το αυτό φαινόμενον, γονιμοποίησιν και αναπαραγωγήν. Αρκεί να σκεφθώμεν το ηθικόν κεφάλαιον το οποίον αντιπροσωπεύει εις δοθείσαν στιγμήν η ανθρωπότης. Τι θα ήτο το κεφάλαιον αυτό, εάν δεν επολλαπλασιάζετο διά της αναπαραγωγής; Η ύπαρξις αυτή του ανθρώπου θα ήτον τάχα δυνατή; Ως σύνολον η ανθρωπότης αντιπροσωπεύει σήμερον ένα ηθικόν κεφάλαιον διά το οποίον ειργάσθη η διανοητική γονιμότης απειρίας γενναίων προ ημών. Η λαϊκή ψυχή, η οποία έχει ζωηροτέραν την διαισθητικήν αντίληψιν, έχει δίκαιον να χαρακτηρίζη τον άρτιον νουν ως θηλυκόν, διαρκώς εγκυμονούντα και διαρκώς γεννώντα. Τωόντι, αι κεκτημένοι γνώσεις είνε η διαρκώς γονιμοποιούσα την διανοητικότητα δύναμις.

***

Πριν τελειώσω, επιβάλλεται να δώσω εδώ μίαν εξήγησιν εις την απορίαν η οποία θα γεννηθή αναμφιβόλως εις τον νουν του μη έχοντος σαφή ιδέαν των ηθών της εποχής του Πλάτωνος αναγνώστου και η οποία δύναται να διατυπωθή ως εξής:

Διατί ο Πλάτων, διά ν' αναπτύξη την περί του Έρωτος θεωρίαν του, βάσιν έλαβε την παιδεραστίαν; Τωόντι, όλα τα πρόσωπα του διαλόγου περί τοιούτους έρωτας κατά το μάλλον ή ήττον στρέφονται. Αυτός ο Σωκράτης ως πρώτον βήμα διά να υψωθή τις μέχρι του απολύτου καλού, την παιδεραστίαν συμβουλεύει.

Διά να λυθή η απορία αυτή, αρκεί να εκτεθούν με ολίγας λέξεις τα ήθη της εποχής τα σχετικά προς την απασχολούσαν ημάς έποψιν του ζητήματος.

Από της πλέον απομακρυσμένης ιστορικής εποχής επετρέπετο, υπ' αυτών ακόμη των νόμων εις την Σπάρτην και εις την Κρήτην, οι πρεσβύτεροι να συναναστρέφωνται ιδιαιτέρως νέους τους οποίους εχειραγώγουν εις την οδόν της αρετής και της μαθήσεως. Το είδος αυτό της επικοινωνίας και της συναναστροφής εξεδηλώνετο εις την ζωηράν φαντασίαν των προγόνων μας απαράλλακτα όπως ο μεταξύ ατόμων αντιθέτου φύλου ο έρως. Άλλως όσα εξεθέσαμεν ανωτέρω αρκούν διά να συμπεράνη τις ευκόλως, ότι η τοιαύτη του πράγματος αντίληψις πολύ ολιγώτερον δύναται ν' αποδοθή εις την φαντασίαν όσον εις αυτήν ταύτην την πραγματικότητα. Προς τούτοις την αυτήν αντίληψιν και με την αυτήν ζωηρότητα εκφραζομένην ευρίσκομεν εις σχέσεις μεταξύ γυναικών. Η Σαπφώ την ιδίαν ερωτικήν θέρμην την οποίαν φανερώνει διά τον Φάωνα – αν υποτεθή ότι υπήρξέ ποτε Φάων τις τον οποίον ερωτεύετο, αλλά κατεφρονείτο υπ' αυτού, πράγμα το οποίον φαίνεται να είναι απλούς μύθος, περί του οποίου όμως δεν πρόκειται ενταύθα – την ιδίαν, λέγω, ερωτικήν θέρμην φαίνεται εκδηλώνουσα και προς φίλας ή μαθητρίας της.

Και είνε μεν αληθές ότι αι σχέσεις του είδους αυτού, είτε μεταξύ νέων και πρεσβυτέρων είτε μεταξύ γυναικών, δεν ετηρήθησαν ούτε παντού ούτε πάντοτε αγναί· η σκανδαλώδης αφήγησις του παθήματος του Αλκιβιάδου, η οποία σκοπόν έχει να εξάρη τον χαρακτήρα του Σωκράτους, όπως και ο λόγος του Παυσανίου, δεν αφίνει καμμίαν αμφιβολίαν περί τούτου. Αλλ' από του σημείου τούτου μέχρι του συμπεράσματος, ότι αι σχέσεις του είδους αυτού είχον πάντοτε ως αποτέλεσμα αποτροπαίους συναφείας, η απόστασις είνε μεγάλη.

Μόνον αργότερα η σχέσις αυτή εξέπεσε βαθμηδόν εις απροκάλυπτον οργιασμόν της σαρκός. Αλλά τότε το πράγμα έπαυσε να έχη προσχήματα φιλοσοφικά και επρόκειτο απλώς περί νέων μεθόδων κορεσμού κτηνωδών ορέξεων. Ήταν η εποχή της κοσμοκρατορίας της Ρώμης τότε και ολόκληρος περίπου η ανθρωπότης είχε καταπέσει ηθικώς όχι μόνον υπό την έποψιν αυτήν, αλλά και υπό πάσαν άλλην, όπως ελέχθη ήδη ανωτέρω. Ήτον η εποχή την οποίαν ετερμάτισεν η έλευσις του Θεανθρώπου ήτις έδωκεν άλλην κατεύθυνσιν εις την ανθρωπότητα. Αλλ' η εποχή του Σωκράτους και του Πλάτωνος, υπό την εξεταζομένην έποψιν, δεν ήτον μεν βεβαίως καλυτέρα, αλλ' ούτε ίσως χειροτέρα πάσης άλλης. Διέφερε μάλιστα εν πάση περιπτώσει κατά τούτο, ότι η λέξις δεν είχεν αποκλειστικώς την έννοιαν την οποίαν έχει σήμερον, αλλά συνεδέετο οπωσδήποτε και με ηθικήν έννοιαν, τόσον στενώς μάλιστα ώστε πολλάκις η τελευταία αυτή φαίνεται οικειοποιουμένη ολόκληρον το πλάτος της λέξεως.

1

Ιδέαν της παραστάσεως αυτής δύναται τις να σχηματίση από τα Κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα, τα οποία παρουσιάζουν πολλήν αναλογίαν προς το σύμβολον αυτό, μολονότι παρηλλαγμένον. Το αυτό σύμβολον μεταμορφωμένον εις κριόν, με τον οποίον παρουσιάζει κάποιαν αόριστον αναλογίαν, ευρίσκομεν εις μερικάς μυστικάς εταιρείας, πράγμα το οποίον πιθανώς έδωκεν αφορμήν εις διαφόρους θρύλους περί λατρείας του Διαβόλου, ίσως δε και περί των λεγομένων σαββατιαίων οργίων των μάγων και των μαγισσών, τα οποία με τόσον παράδοξον επιμονήν ευρίσκομεν επιβεβαιούμενα ενόρκως ενώπιον δικαστηρίων κατά τον μεσαίωνα υπό αυτοπτών δήθεν μαρτύρων.

2

Ο θέλων να λάβη ιδέαν του εθίμου της Φαλλοφορίας ας αναγνώση τους Αχαρνείς του Αριστοφάνους. Εις το έργον αυτό του μεγάλου της αρχαιότητος κωμικού η θυγάτηρ του Δικαιοπόλιδος προηγείται της πομπής ως κανηφόρος, έπονται οι θεράποντες κρατούντες ορθόν τον φαλλόν, ενώ δε η σύζυγος αυτού παρακολουθεί την πομπήν από της στέγης, ο ίδιος αρχίζει το φαλλικόν του άσμα με την εξής προσφώνησιν: «Φαλής, εταίρε Βακχίου ξύγκωμε, νυκτοπεριπλάνητε, μοιχέ, παιδεραστά».

3

Βλέπε λ. χ τον μύθον του Θευθ εις τον Φαίδρον και τα περί μετεμψυχώσεως εις τον Τίμαιον

4

Ο Αιών εδώ δεν έχει την συνήθη σημασίαν της λέξεως. Ο Θεός κατά τους Γνωστικούς, διά να φθάση εις την πληρότητά του, αποσυνετέθη τρόπον τινά εις αιώνας, οντότητας αιωνίας, απορρεούσας εξ αυτού. Καθ' όσον δε οι αιώνες απεμακρύνοντο της αρχικής αυτών πηγής εξησθένουν βαθμηδόν έως ότου έσβησαν μέσα εις την άρνησιν την οποίαν αποτελεί η ύλη.

5

Ανάπτυξιν της εξελικτικής αυτής θεωρίας ευρίσκει τις εις τα Ψυχολογικά Παράδοξα του Μαξ Νορδάου, σελ. 35 επ. της ελληνικής μεταφράσεως (έκδοσις Γ. Φέξη).

Συμπόσιον : ή περί έρωτος

Подняться наверх