Читать книгу Μενέξενоς - Платон - Страница 2
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ОглавлениеΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
(ή επιτάφιος· ηθικός)
Σωκράτης
Από την αγοράν έρχεσαι, Μενέξενε, ή από πού αλλού;
Μενέξενος
Από την αγοράν, Σωκράτη, και μάλιστα από το βουλευτήριον.
Σωκράτης
Και τι σχέσιν εσύ έχεις με το βουλευτήριον; ή μήπως κρίνεις ότι ετελειοποιήθης πλέον εις την μόρφωσιν και εις την φιλοσοφίαν και ωσάν ικανός πλέον σκέπτεσαι να ασχοληθής με μεγαλύτερα και να γίνης άρχων, ω θαυμαστέ μου, ημών των γεροντοτέρων, εις τοιαύτην ηλικίαν ευρισκόμενος συ, διά να μη παύση δίνοντάς μας η οικογένειά σου πάντοτε κανένα κυβερνήτην;
Μενέξενος
Αν συ μου το επιτρέπης, Σωκράτη, και αν είναι της γνώμης σου να γίνω άρχων, θα επιδιώξω πρόθυμα τούτο· ειδ' αλλέως όχι. Και όσο για τώρα επήγα εις το βουλευτήριον μαθόντας πως η βουλή πρόκειται να εκλέξη ποιος θα κάμη λόγον εις τους αποθανόντας· διότι το γνωρίζεις βέβαια ότι πρόκειται να τους κάμουν επίσημον ενταφιασμόν.
Σωκράτης
Βεβαιότατα [το ξέρω]· αλλά ποιον εξέλεξαν;
Μενέξενος
Κανένα· αλλ' έκαμαν αναβολήν δι' αύριον· θαρρώ όμως πως τον Αρχίνον ή τον Δίωνα θα εκλέξουν.
Σωκράτης
Ώστε που καταντά, Μενέξενε, να είναι διά πολλούς λόγους ωραίον πράγμα το να πεθαίνη κανείς στον πόλεμο. Διότι και κηδείαν ωραίαν μεγαλοπρεπή έτσι πετυχαίνει, ακόμη κι' όταν πεθάνη όντας πτωχός, και στον ίδιο καιρό ακόμη, κι' αν ήτο τιποτένιος, λαβαίνει έπαινο από άνδρας που είναι σοφοί και που δεν επαινούν έτσι πρόχειρα, αλλά με λόγους συνταγμένους με χρονοτριβήν και που τόσον ώμορφα διατυπώνουν τους επαίνους αυτοί, ώστε και τα υπάρχοντα και τα μη υπάρχοντα (καλά) λέγοντες για τον καθένα και κάπως με ωραιότατες λέξεις στολίζοντάς τα μας γοητεύουν τας ψυχάς, και για την πόλιν κάνοντας εγκώμια με όλους τους τρόπους κ' εκείνους που έχουν πέσει στον πόλεμο επαινούντες και τους προγόνους μας όλους όσοι προϋπήρξαν κ' ακόμα εμάς τους ιδίους τους ζωντανούς. Ώστε εγώ τουλάχιστον, ω Μενέξενε, λαβαίνω μεγάλην ιδέαν για τον εαυτό μου σαν επαινούμαι απ' αυτούς και κάθε φορά [που μιλούν] στέκομ' έτσι ακούοντάς τους κ' ευχαριστούμενος, θαρρώντας πως μονομιάς έχω γίνει μεγαλύτερος και γενναιότερος και ωμορφότερος. Και σαν που της περσότερες φορές πάντα βρίσκονται να μ' ακολουθούν μερικοί ξένοι κι' ακούουν μαζί μου, σ' αυτούς δα πιο αξιόπρεπος έτσι πρόχειρα φανερώνομαι· γιατί κι' όλα παθαίνουν μου φαίνεται κ' εκείνοι τα ίδια και σχετικώς μ' εμέ και σχετικώς με όλη την άλλη πόλιν, νομίζοντάς την πλέον αξιοθαύμαστη παρ' ό,τι πριν την ενόμιζαν, αποκτώντας την τέτοια γνώμη από εκείνον που ομιλεί. Και σε μένα η αξιοπρέπεια αυτή βαστά κάτι παραπάνω από τρεις μέρες. Έτσι ζωντανά και τα λόγια και η απαγγελία απ' αυτόν που τα λέγει μπαίνει μέσα στ' αυτιά μου, ώστε μόλις στην τετάρτην ή την πέμπτη ημέρα ξαναθυμάμαι τον εαυτόν μου και ανανοιόνω σε ποιον τόπο της γης βρίσκομαι, γιατί ως την ώρα εκείνη μόνο που εις τα νησιά των μακάρων δεν λέω να βρίσκωμαι· τόσον άξιοι μάς είναι οι ρήτορές μας.
Μενέξενος
Πάντα εσύ, Σωκράτη, περιγελάς τους ρήτορας. Όσο για τώρα όμως εγώ θαρρώ πως εκείνος που θα εκλεχθή δεν θα καλοπεράση και πολύ· γιατί όλως διόλου πρόχειρα θα έχη γίνει η εκλογή, ώστε ίσως βρεθή στην ανάγκη όποιος θα κάμη το λόγο να μιλήση αυτοσχεδιάζοντας σχεδόν [την ώρα που μιλεί).
Σωκράτης
Από πού [το συμπέρασμα], λαμπρέ μου άνθρωπε; Είναι τους για καθέν απ' αυτά τα πράγματα λόγοι έτοιμοι πρωτύτερα· και συνάμα ουδ' είναι δύσκολο να μιλά κανείς πρόχειρα για τα τέτοια τουλάχιστον πράγματα, Γιατί, αν ήταν ανάγκη να επαινεθούν οι Αθηναίοι μπροστά σε Πελοποννησίους ή μπροστά στους Αθηναίους (να επαινεθούν) οι Πελοποννήσιοι, θα εχρειαζότουν να είναι καλός ρήτορας ένας για να τους πείση και να κάμη καλήν εντύπωσιν. Αλλ' όταν κανείς αγωνίζεται (ομιλή) ανάμεσα σ' εκείνους που ακριβώς αυτούς τους ίδιους επαινεί, τότε δεν είναι, θαρρώ, μεγάλο κατόρθωμα το να μιλήση καλά.
Μενέξενος
Δεν το θαρρείς [μεγάλο], Σωκράτη;
Σωκράτης
Όχι δα, μα τον Δία.
Μενέξενος
Θαρρείς λοιπόν πως θα ήσουν και συ άξιος να κάμης τον λόγο, αν ήτον ανάγκη, και σε είχε τυχόν εκλέξει η βουλή.
Σωκράτης
Και ως προς εμέ λοιπόν, Μενέξενε, δεν θα ήτον αξιοθαύμαστον αν θα ήμουν ικανός να μιλήσω, που έτυχε να είναι διδάσκαλός μου εις την ρητορικήν όχι καμμία ανίκανη, αλλά η γυναίκα εκείνη που και άλλους έχει φτιάσει πολλούς και καλούς ρήτορας, ένα δε μάλιστα υπέροχον μεταξύ των Ελλήνων, τον Περικλέα, τον υιόν του Ξανθίππου.
Ποιά είν' αυτή; Μήπως, βέβαια, για την Ασπασία θέλεις να πης;
Σωκράτης
Γι' αυτήν βέβαια θέλω να πω και μαζί μ' αυτήν για τον Κόνον, τον υιόν του Μητροβίου, διότι οι δύο τους είναι διδάσκαλοί μου, αυτός μεν της μουσικής, εκείνη δε της ρητορικής· λοιπόν ο έτσι μορφωμένος δεν είναι άξιον απορίας αν έχει ικανότητα εις την ρητορείαν. Αλλά και όποιος τυχόν εσπούδασε χειρότερά μου, την μουσικήν έχοντας διδαχθή από τον Λάμπρον, την δε ρητορικήν από τον Αντιφώντα τον Ραμνούσιον, κι' αυτός ακόμη θα ήτον ικανός τους Αθηναίους επαινώντας μπρος στους Αθηναίους να κάμη καλήν εντύπωσιν.
Μενέξενος
Και τι λοιπόν θα μπορούσες να πης, αν τυχόν ήτον ανάγκη να κάμης εσύ τον λόγον;
Σωκράτης
Εγώ μεν ο ίδιος από δικά μου ίσως τίποτε, την Ασπασίαν όμως και χθες ακόμη την ήκουσα που έκαμνε το τέλος ενός επιταφίου λόγου γι' αυτά ακριβώς τα [σημερνά] πράγματα. Διότι έμαθε αυτά που λες και συ, ότι επρόκειτο οι Αθηναίοι να εκλέξουν ένα για ν' απαγγείλη επιτάφιον· έπειτα άλλα μεν μέρη [του λόγου) απροπαρασκεύαστα μου απήγγειλε, τι δηλαδή θα εχρειάζετο να ειπωθούν, άλλα δε έχοντάς τα ετοιμάσει από πρώτα, όταν, όπως θαρρώ, εσύνθετε τον επιτάφιον λόγον, τον οποίον είπεν ο Περικλής, συγκολλώντας [αυτή τώρα] απομεινάρια από τον λόγον εκείνον.
Μενέξενος
Και θα μπορούσες να διατηρήσης εις την μνήμην σου αυτά που έλεγεν η Ασπασία;
Σωκράτης
Θα μου ήταν άδικο να μη τα ενθυμούμαι· διότι τα εμάνθανα δα απ' αυτήν και λίγο έλειψε να τιμωρηθώ με ξύλο, διότι ελησμονούσα.
Μενέξενος
Γιατί λοιπόν δεν μου τα απήγγειλες;