Читать книгу Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο - Rosette - Страница 5
Πρώτο κεφάλαιο
Оглавление
Σήκωσα το πρόσωπο προσφέροντάς το στον γαλήνιο ουρανό. Εκείνο το ελαφρύ αεράκι μου φαινόταν ευοίωνο, σχεδόν φιλικό, ένα σημάδι ότι η ζωή μου άλλαζε ρότα και, αυτή τη φορά, με επιτυχία.
Έσφιξα το χέρι πιο γερά στη βαλίτσα και συνέχισα να περπατώ με ανανεωμένη πίστη.
Ο προορισμός μου δεν ήταν μακριά, κρίνοντας από τις καθησυχαστικές οδηγίες του οδηγού του λεωφορείου και ήλπιζα ότι ήταν ειλικρινείς και όχι, απλώς, αισιόδοξες.
Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου, στάθηκα ακίνητη, εν μέρει για να ανακτήσω την αναπνοή μου, εν μέρει γιατί δεν πίστευα στα μάτια μου.
Ταπεινό σπίτι; Έτσι μου το είχε ορίσει η κυρία ΜακΜίλιαν στο τηλέφωνο, με την χαρακτηριστική ευθύτητα των ανθρώπων που έχουν συνηθίσει να ζουν στην επαρχία.
Προφανώς, αστειευόταν. Δεν μπορούσε να μιλά σοβαρά, δεν μπορεί να ήταν τόσο αφελής με όλο τον κόσμο.
Το σπίτι υψωνόταν επιβλητικό και αρχοντικό σαν παλάτι νεραϊδών. Αν η επιλογή αυτής της θέσης είχε παρακινηθεί από την επιθυμία να την καμουφλάρει ανάμεσα στην πυκνή και ζωηρή βλάστηση που το περιέβαλε, τότε…η προσπάθεια είχε αποτύχει παταγωδώς.
Ξαφνικά ένιωσα δέος και ξανασκέφτηκα τον ενθουσιασμό με τον οποίο είχα αντιμετωπίσει το ταξίδι από το Λονδίνο ως τη Σκωτία και από το Εδιμβούργο ως εκείνο το γραφικό, απόμερο και ήσυχο χωριό των Χάιλαντς. Εκείνη η προσφορά για δουλειά είχε σκάσει σαν βόμβα, ως Μάννα εξ Ουρανού, σε μία στιγμή ζοφερή και χωρίς ελπίδες. Είχα βαρεθεί να περνώ από το ένα γραφείο στο άλλο, το ένα πιο απρόσωπο και πιο άθλιο από το προηγούμενο, κάνοντας κάθε δουλειά, προορισμένη να ζω με ψευδαισθήσεις. Μετά, η απλή ανάγνωση μίας αγγελίας και ένα τηλεφώνημα από το οποίο κατοχυρώθηκε αυτή η ριζική αλλαγή κατοικίας, μία μετακόμιση ξαφνική, μα πάρα πολύ επιθυμητή. Μέχρι λίγα λεπτά νωρίτερα έχανα αυτή τη μαγεία…Τι άλλαξε, τελικά;
Ξεφύσηξα και πίεσα τα πόδια μου να ξεκινήσουν πάλι. Αυτή τη φορά, ο βηματισμός μου δεν ήταν τόσο θριαμβευτικός, όπως πριν λίγα λεπτά. Αντίθετα, ήταν αδέξιος και διστακτικός. Η πραγματική Μελισσάνθη επανεμφανίστηκε, πιο δυνατή, από τα έρμα με τα οποία μάταια είχα προσπαθήσει να την πνίξω.
Διέσχισα τον υπόλοιπο δρόμο με απελπιστικά αργό ρυθμό και ήμουν βαθιά ευχαριστημένη που ήμουν μόνη, με την έννοια ότι κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο αμφιταλαντευόμουν. Η αμηχανία μου, ρούχο προστατευτικό που μου έδωσε η αυτόνομη ζωή, παρόλο που επαναλάμβανα τις αποτυχημένες προσπάθειες να αποκοπώ από αυτήν, επέστρεψε δυναμικά στο προσκήνιο, θυμίζοντάς μου ποια ήμουν.
Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω;
Έφτασα στην καγκελόπορτα, που είχε ύψος τουλάχιστον τρία μέτρα, κι εκεί είχα άλλον έναν δισταγμό που με παρέλυε. Δάγκωσα το χείλος μου, σκεπτόμενη τις εναλλακτικές που είχα στη διάθεσή μου. Λίγες, για να πω την αλήθεια.
Το να γυρίσω πίσω δεν το συζητούσα. Είχα προπληρώσει για τα έξοδα στο χωριό και τα χρήματα που μου είχαν μείνει ήταν λίγα.
Ελάχιστα, για να πω την αλήθεια.
Κι έπειτα, τι με περίμενε στο Λονδίνο; Τίποτα. Το απόλυτο κενό. Ακόμη κι η συγκάτοικός μου στο δωμάτιο, δυσκολευόταν να θυμηθεί το όνομά μου ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το έλεγε λάθος.
Η σιωπή μέσα μου ήταν απόλυτη αλλά και βροντερή, μέσα στην απόλυτη ακινησία της, και έσπαγε μόνο από τους ισχνούς χτύπους της καρδιάς μου.
Ακούμπησα τη βαλίτσα στο πλακόστρωτο, αγνοώντας τυχόν λεκέδες από το γρασίδι. Ούτως ή άλλως, για μένα δεν είχε καμία σημασία. Ήμουν εξόριστη σε ένα ασπρόμαυρο σύμπαν, χωρίς κανένα τόνο χρώματος.
Και δεν το λέω μεταφορικά.
Έβαλα το ένα μου χέρι στο δεξί μου κρόταφο και άσκησα μία μικρή πίεση με τα ακροδάχτυλα. Κάπου είχα διαβάσει ότι αυτό επιβράδυνε την πίεση και, παρόλο που το θεωρούσα χαζό και απόλυτα ανούσιο, ακολούθησα υπάκουα μία διαδικασία στην οποία δεν πίστευα καθόλου, μόνο από σεβασμό μίας πάγιας συνήθειας. Ήταν ευχάριστα ενθαρρυντικό να έχεις συνήθειες. Είχα ανακαλύψει ότι συνέβαλλε στο να με γαληνεύει και δεν απογοητευόμουν ποτέ από καμία τους. Τουλάχιστον, μέχρι εκείνη την ώρα.
Στράφηκα γρήγορα προς μία κατεύθυνση αντίθετη από την κανονική, πηγαίνοντας κατηφορικά, και τώρα θα έπρεπε να κάνω πολύ δρόμο, για να γυρίσω πίσω.
Ήθελα το δωμάτιό μου στο Λονδίνο, μικρό σαν καμπίνα πλοίου, το διαταραγμένο χαμόγελο της συγκατοίκου μου, τα πειράγματα του παχουλού γάτου της και, τέλος, τους τοίχους με την ξεφτισμένη μπογιά.
Από τη μία μεριά, χωρίς ειδοποίηση, το χέρι μου γύρισε για να αρπάξει τη δερμάτινη βαλίτσα κι από την άλλη απομακρύνθηκα από την καγκελόπορτα, από την οποία είχα γραπωθεί, χωρίς να το καταλάβω.
Δεν ήξερα τι να κάνω – να πήγαινα μπρος-πίσω ή να χτυπούσα του κουδούνι – αλλά δεν υπήρξε ποτέ τρόπος να το ανακαλύψω, γιατί εκείνη τη δεδομένη στιγμή, συνέβησαν ταυτόχρονα δύο πράγματα.
Σήκωσα το βλέμμα, γιατί μου το τράβηξε μία κίνηση, μακριά, από ένα παράθυρο στον πρώτο όροφο κι οραματίστηκα μία λευκή κουρτίνα να πέφτει στη θέση της. Και μετά, άκουσα μία γυναικεία φωνή. Ίδια με αυτή που άκουσα λίγες μέρες πριν στο τηλέφωνο. Η φωνή της Μίλισεντ Μακ Μίλιαν, τρομακτικά κοντά.
«Δεσποινίς Μπρούνο! Είστε στ’ αλήθεια εσείς;»
Στράφηκα στην κατεύθυνση της φωνής, ξεχνώντας την κίνηση στο παράθυρο του πρώτου ορόφου.
Μία γυναίκα μέσης ηλικίας, νευρώδης και ήπιων τόνων, συνέχισε να μιλά σαν χείμαρρος. Αυτό με συγκλόνισε.
«Μα, σίγουρα είστε εσείς! Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι;Δεν είχαμε πολλές επισκέψεις εδώ στην οικία Midnight Rose κι, έπειτα, σας περιμέναμε! Είχατε καλό ταξίδι, δεσποινίς; Βρήκατε εύκολα το σπίτι; Πεινάτε; Διψάτε; Θέλετε να ξεκουραστείτε, υποθέτω…Θα φωνάξω, αμέσως, τον Κάιλ, να μεταφέρει τις βαλίτσες σας στο δωμάτιό σας… Διάλεξα ένα χαριτωμένο δωμάτιο, απλό μα γουστόζικο, στον πρώτο όροφο…».
Προσπάθησα, μάταια, να απαντήσω τουλάχιστον σε κάποιες ερωτήσεις, αλλά η κυρία ΜακΜίλιαν, δεν σταμάτησε την αδιάκοπη ροή του λόγου της.
«Προφανώς είστε στον πρώτο όροφο, όπως κι ο κύριος ΜακΛέιν …Θεέ μου, αυτός δεν χρειάζεται τη βοήθειά σας. Έχει ήδη τον Κάιλ, για νοσοκόμο...Είναι στην κυριολεξία πολυτεχνίτης…Και οδηγός…Για ποιον δεν ξέρω, καθώς ο κύριος ΜακΛέιν δεν βγαίνει ποτέ… Αχ, πόσο χαίρομαι που είστε εδώ! Αισθανόμουν έντονα την έλλειψη της γυναικείας συντροφιάς… Αυτό το σπίτι είναι λίγο καταθλιπτικό. Τουλάχιστον, το εσωτερικό του… Εδώ, στον ήλιο, όλα φαίνονται θαυμάσια… Βρίσκετε; Σας αρέσει το χρώμα; Είναι παράτολμο το ξέρω… Όμως, αρέσει στον κύριο ΜακΛέιν».
Ορίστε, σκέφτηκα με πικρία. Μία ερώτηση στην οποία χαιρόμουν που δεν χρειαζόταν να απαντήσω.
Ακολούθησα τη γυναίκα στο εσωτερικό του προαυλίου και μετά στο τεράστιο αίθριο του σπιτιού. Δεν σταμάτησε στιγμή να φλυαρεί, με τον δυνατό ήχο μίας καμπάνας. Περιορίστηκα στο να συγκατανεύω στο ένα ή το άλλο, ρίχνοντας καμία βιαστική ματιά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς περνούσαμε.
Το σπίτι ήταν, πράγματι, τεράστιο επαλήθευσα με έκπληξη. Περίμενα μία πιο ολιγαρκή, λακωνική και αρρενωπή διακόσμηση, αναλογιζόμενη ότι ο ιδιοκτήτης, ο νέος μου εργοδότης, ήταν ένας άνδρας που ζούσε μόνος του. Προφανώς, τα γούστα του απείχαν κατά πολύ από το να είναι μινιμαλιστικά. Τα έπιπλα μεγαλοπρεπή, πολυτελή και παλιά. «Του 18ου αιώνα», σκέφτηκα αν και δεν ήμουν ειδική στις αντίκες.
Επέκτεινα το βήμα μου, για να μη χάσω την οικονόμο, που ήταν γρήγορη σαν γατόπαρδος.
«Το σπίτι είναι πάρα πολύ μεγάλο», φλυάρησα, επωφελούμενη από μία παύση στον μακρύ της μονόλογο.
Μου έριξε μία ματιά, πάνω από τον ώμο της. «Όντως είναι, δεσποινίς Μπρούνο. Ωστόσο, το μισό είναι κλειστό. Μας εξυπηρετεί καλύτερα το ισόγειο ή ο πρώτος όροφος. Είναι εξαιρετικά μεγάλο, για έναν άνθρωπο μόνο και κουραστικό, για την υποφαινόμενη, να το φροντίζει. Εκτός από τις μεγάλες καθαριότητες, για τις οποίες έχει προσλάβει ένα εξωτερικό συνεργείο καθαρισμού, εδώ είμαι μόνο εγώ. Κι εσείς, τώρα».
Επιτέλους, σταμάτησε μπροστά σε μία πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.
Την έφτασα, με την ανάσα λίγο ξέπνοη. Ήδη, ήμουν κουρασμένη, εξαντλημένη.
Με οδήγησε στο εσωτερικό του δωματίου, με ένα φιλόξενο χαμόγελο στα χείλη.
«Ελπίζω να σας αρέσει, δεσποινίς Μπρούνο. Παρεμπιπτόντως…προφέρεται Μπρούνο ή Μπρουνό;»
«Μπρούνο. Ο πατέρας μου ήταν ιταλικής καταγωγής», απάντησα, με τα μάτια μου διάπλατα ανοικτά, από τη θέα του δωματίου.
Η κυρία ΜακΜίλιαν άρχισε πάλι να φλυαρεί, αναφέροντάς μου διάφορα περιστατικά από τη σύντομη παραμονή της, όταν ήταν νέα, στην Ιταλία, τη Φλωρεντία, όπως και επόμενες περιπέτειές της ως φοιτήτρια Ιστορίας της Τέχνης, πολέμια της αυστηρής τοπικής γραφειοκρατίας.
Την πρόσεχα στα μισά από όσα είπε, καθώς ήμουν πολύ συγκινημένη, για να προσποιηθώ ενδιαφέρον. Εκείνο το δωμάτιο, το οποίο εκείνη χαρακτήρισε ως «απλό», ήταν τριπλάσιο από εκείνη την τρύπα που έμενα στο Λονδίνο! Οι αρχικές μου αμφιβολίες είχαν πια χαθεί. Ακούμπησα τη βαλίτσα μου στο κομό και θαύμασα ξανά το μεγάλο κρεβάτι με τον θόλο, παλιό όπως και τα υπόλοιπα έπιπλα. Ένα γραφείο, μία ντουλάπα, ένα κομοδίνο, ένα χαλάκι στο ξύλινο πάτωμα, ένα μισάνοικτο παράθυρο. Πήγα προς εκείνη την κατεύθυνση και το άνοιξα διάπλατα, απολαμβάνοντας το εκπληκτικό πανόραμα που με περιέβαλε. Στο βάθος φαινόταν το χωριό, από το οποίο μόλις που περάσαμε, στη διαδρομή με το λεωφορείο, οχυρωμένο προς τον λόφο, μία λωρίδα ποταμού που χανόταν στα δεξιά μου, κρυμμένη από την πλούσια βλάστηση, και ο κήπος από κάτω, περιποιημένος και γεμάτος φυτά.
«Λατρεύω να ασχολούμαι με τον κήπο», συνέχισε απτόητη η οικονόμος, πλησιάζοντάς με. «Αγαπώ, ιδιαίτερα, τα τριαντάφυλλα. Όπως βλέπετε, έχω κόψει ένα ματσάκι για εσάς».
Γύρισα και, μόνο τότε, πρόσεξα το βάζο πάνω στο κομό, ένα μάτσο που ξεχείλιζε, γεμάτο από τριαντάφυλλα. Κάλυψα εν ριπή οφθαλμού την απόσταση που με χώριζε από αυτά και βύθισα τη μύτη μου μέσα στα παχιά τους πέταλα. Το άρωμα με μάγεψε αμέσως, σχεδόν με τρέλανε, προκαλώντας που μία ελαφριά ζάλη.
Για πρώτη φορά, στα 22 μου χρόνια, αισθανόμουν να είμαι σπίτι μου. Σαν να προσγειώθηκα, επιτέλους, σε ένα λιμάνι ασφαλές και φιλόξενο.
«Σας αρέσουν τα λευκά τριαντάφυλλα, δεσποινίς; Μήπως τα προτιμάτε πορτοκαλί ή κόκκινα. Κίτρινα, ίσως…»
Ξαναγύρισα στη Γη, καθώς με τράβηξε απότομα εκείνη η ύπουλη ερώτηση, αν και ειπώθηκε με πολύ αθώο τρόπο και με άγνοια, από εκείνη την ευγενική γυναίκα.
«Μου αρέσουν όλα. Δεν έχω προτίμηση», μουρμούρισα, κλείνοντας τα μάτια.
«Στοιχηματίζω ότι σας αρέσουν τα κόκκινα. Σε όλες τις γυναίκες αρέσουν τα κόκκινα. Αλλά δεν μου φάνηκαν κατάλληλα…Θέλω να πω…Θα έπρεπε να δοθούν μόνο από κάποιον εραστή…Είστε αρραβωνιασμένη, δεσποινίς Μπρούνο;»
«Όχι». Η φωνή μου ήταν λίγο πιο δυνατή από ανάσα, με τον κουρασμένο τόνο του ανθρώπου που δεν είχε δώσει ποτέ διαφορετική απάντηση.
«Τι κρίμα. Προφανώς, δεν είστε. Αν ήσαστε, δεν θα ερχόσαστε εδώ, σε αυτό το απόμακρο σημείο, μακριά από την αγάπη σας. Εδώ, αμφιβάλλω αν θα γνωρίσετε κάποιον…»
Άνοιξα και πάλι τα μάτια. «Δεν ψάχνω κάποιον για να αρραβωνιαστώ».
Η έκφρασή της γαλήνεψε και πάλι. «Λοιπόν, μην αυταπατάστε. Εδώ είναι πρακτικώς αδύνατον να κάνετε γνωριμίες. Είναι όλοι δεσμευμένοι. Αρραβωνιάζονται, κυριολεκτικά, από την κούνια ή, το αργότερο, στα θρανία του νηπιαγωγείου…Ξέρετε πως είναι οι μικρές επαρχιακές κοινωνίες, κλειστές στο καινούργιο και το διαφορετικό».
Κι εγώ ήμουν διαφορετική. Ανεπανόρθωτα διαφορετική.
«Όπως σας είπα, δεν θα είναι πρόβλημα για μένα», είπα με αποφασιστικό τόνο.
«Τα μαλλιά σας έχουν εκπληκτικό κόκκινο χρώμα, δεσποινίς Μπρούνο. Αξιοζήλευτο, θα έλεγα. Χαρακτηριστικό μίας Σκωτσέζας, αν κι εσείς δεν είστε Σκωτσέζα».
Μου πέρασε αφηρημένα το χέρι της ανάμεσα στα μαλλιά μου κι ένα θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Δεν απάντησα, καθώς ήμουν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους σχόλια.
Εκείνη συνέχισε να φλυαρεί κι εγώ αφαιρέθηκα ξανά, το μυαλό γεμάτο από δηλητηριώδεις αναμνήσεις, που αργούν να απορροφηθούν, να εξασθενήσουν, μα που τις αναπολείς πολύ γρήγορα.
Για να μην κοπώ πάλι από τα κοφτερά βέλη της μνήμης, διέκοψα άλλη μία αφήγηση ενός περιστατικού.
«Ποιο θα είναι το ωράριο εργασίας μου;»
Η γυναίκα έκανε ένα νεύμα επιδοκιμασίας, ανακαλύπτοντας την αφοσίωσή μου στη δουλειά. «Από τις 9 π.μ. ως τις 5:00 μ.μ., δεσποινίς. Προφανώς, θα έχετε και διάλειμμα για το μεσημεριανό. Με την ευκαιρία, σας ενημερώνω ότι ο κύριος ΜακΛέιν προτιμά να παίρνει τα γεύματά του στο δωμάτιο, σε απόλυτη απομόνωση. Φοβάμαι ότι δεν θα είναι πολύ καλή παρέα». Έκανα έναν μορφασμό δυσαρέσκειας και ο τόνος της έγινε απολογητικός. «Είναι πολύ πικραμένος άνθρωπος. Ξέρετε…λόγω της τραγωδίας… Είναι σαν το λιοντάρι στο κλουβί και πιστέψτε με…όταν βρυγχάται, θα θέλετε να τα παρατήσετε όλα και να φύγετε…Όπως έκαναν άλλες τρεις γραμματείς, πριν από εσάς…». Τα μάτια της φαίνονταν να με επεξεργάζονται, ορθάνοιχτα σαν μεγεθυντικοί φακοί. «Φαίνεστε να έχετε κοινή λογική και πρακτικό πνεύμα…Ελπίζω να αντέξετε περισσότερο καιρό, σας το εύχομαι από καρδιάς…»
«Παρά τη λεπτή και εύθραυστη εμφάνιση, έχω το χάρισμα της απεριόριστης υπομονής, κυρία ΜακΜίλιαν. Σας εγγυώμαι ότι θα βάλω τα δυνατά μου, για να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων», υποσχέθηκα, με όλη την αισιοδοξία που κατάφερα να μαζέψω.
Η γυναίκα μού χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο, κατακτημένη από την επισημότητα της δήλωσής μου. Μου ευχήθηκε να μη βιαστώ να βγάλω συμπεράσματα.
Η γυναίκα έφτασε στην πόρτα, χαμογελώντας ακόμη. «Ο κύριος ΜακΛέιν θα σας περιμένει σε μία ώρα στο γραφείο του, δεσποινίς Μπρούνο. Μην τον κάνετε να περιμένει. Να το θυμάστε, είναι ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρετε στην πρώτη γνωριμία».
Έκλεισα τα χείλη, που είχαν ανοίξει από την αρχική αναστάτωση. «Του αρέσει να φέρνει σε δύσκολη θέση το προσωπικό;».
Εκείνη σοβαρεύτηκε. «Είναι σκληρός άνθρωπος, αλλά δίκαιος. Θα έλεγα ότι δεν εκτιμά τις «κότες» και τις κάνει μία χαψιά. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές «τίγρεις» γίνονται «κότες», όταν εμφανίζεται…»
Με χαιρέτισε με ένα χαμόγελο και έφυγε από το δωμάτιο, αγνοώντας των κυκλώνα που επικρατούσε στο μυαλό μου, προερχόμενος από την τελευταία κουβέντα.
Επέστρεψα στο παράθυρο. Το αεράκι είχε χαθεί από μία ασυνήθιστα αποπνικτική ζέστη, χαρακτηριστικό της ηπειρωτικής χώρας και όχι τόσο εκείνης της περιοχής.
Κουρασμένη, έβαλα το μυαλό μου σε αναμονή, απελευθερώνοντάς το από τις βλαβερές σκέψεις. Ήταν και πάλι μία λευκή σελίδα, ανέπαφη, καινούργια, ελεύθερη από κάθε προβληματισμό.
Με την έντονη σιγουριά όποιου γνωρίζει τον εαυτό του, ήξερα ότι η γαλήνη ήταν σχετική, εφήμερη όπως ένα χνάρι στην άμμο, έτοιμο να σβηστεί από την παλίρροια που επέστρεφε.
Η υποδοχή της κυρίας ΜακΜίλιαν, δεν μπορούσε να με εξαπατήσει.Εκείνη ήταν μία απλή υπάλληλος, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μένα. Ήταν ευχάριστη, πολύ καθώς το καλοσκεφτόμουν, ήταν με το μέρος μου και μου είχε προσφέρει συμμαχία με τόσο αυθορμητισμό. Ωστόσο, δεν μπορούσα να ξεχάσω ότι ο εργοδότης μου ήταν άλλος. Η μονιμότητά μου σε αυτό το σπίτι, που ήταν τόσο ευχάριστο και τόσο διαφορετικό από κάθε άλλο μέρος που γνώρισα ποτέ, εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από εκείνον. Ή ακόμη περισσότερο από την εντύπωση που θα του έκανα. Εγώ. Μόνο εγώ. Ήξερα λίγα για εκείνον, ώστε να χαλαρώσω. Ένας άντρας μόνος, καταδικασμένος σε μία φυλακή που ήταν χειρότερη κι από τον θάνατο, που ζούσε μισή ζωή, ένας μοναχικός συγγραφέας με τον χείριστο χαρακτήρα… Σύμφωνα με τις πολλές νύξεις της ξεναγού μου, επρόκειτο για έναν άντρα που αντλούσε ευχαρίστηση από το να φέρνει σε δύσκολη θέση τον κόσμο, ίσως και να του άρεσε να ξεσπά την τάση για εκδίκηση στους άλλους, ανήμπορος να τα βάλει με τον μοναδικό εχθρό του: το πεπρωμένο. Τυφλός, με παρωπίδες, αδιάφορος για τα δεινά που συνέβαιναν γύρω του, δημοκρατικός κατά μία έννοια.
Πήρα μία βαθιά ανάσα. Σαν η διαμονή μου σε αυτό το σπίτι να έμελλε να είναι σύντομη, τόσο που δεν άνοιξα τις βαλίτσες μου. Δεν ήθελα να χάσω χρόνο.
Περιπλανήθηκα στο δωμάτιο, δύσπιστη ακόμα. Έμεινα μπροστά στον καθρέφτη που κρεμόταν πάνω από το κομό, και κοίταξα λυπημένα το πρόσωπό μου. Τα μαλλιά μου ήταν κόκκινα, βέβαια. Το ήξερα γιατί μου το είχαν πει άλλοι, εγώ δεν ήμουν σε θέση να διακρίνω χρώματα. Ζούσα μία ασπρόμαυρη ζωή, δέσμια κι εγώ, όπως ο κύριος ΜακΛέιν. Όχι σε αναπηρική καρέκλα, αλλά με τον τρόπο μου ήμουν ατελής. Πέρασα το δάχτυλό μου πάνω από μία ασημένια βούρτσα, ένα εξαίσιο αντικείμενο αξίας, το οποίο ήταν στη διάθεσή μου με γενναιοδωρία που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί.
Τα μάτια συνάντησαν το μεγάλο ρολόι τοίχου και μου θύμισαν, με μοχθηρία, το ραντεβού με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Δεν γινόταν να αργήσω.
Όχι στην πρώτη μας συνάντηση.
Που, ίσως, να ήταν και η τελευταία, αν δεν κατάφερνα να…Πώς το είχε πει η κυρία ΜακΜίλιαν. Α, ναι. «Να το θυμάστε». Μία λέξη για την πριγκίπισσα «κότα». Η αγαπημένη μου λέξη, που τη χρησιμοποιούσα συχνά ήταν το «συγγνώμη», που το έλεγα, ανάλογα με τις συνθήκες, είτε «με συγχωρείτε» είτε «με συγχωρείς». Αργά ή γρήγορα θα ζητούσα συγγνώμη και που υπήρχα. Ίσιωσα την πλάτη μου, πηδώντας με τόλμη. Θα πουλούσα ακριβά το τομάρι μου. Θα κέρδιζα το δικαίωμα, την ευχαρίστηση του να είμαι σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το δωμάτιο, σε αυτή τη γωνιά του κόσμου.
Στο κεφαλόσκαλο, κατεβαίνοντας τις σκάλες, οι πλάτες μου έκαναν και πάλι καμπύλη, το μυαλό άρχισε να ουρλιάζει, η καρδιά να χτυπά γρήγορα. Η ηρεμία μου κράτησε…πόσο; Ένα λεπτό;
Σχεδόν ρεκόρ.