Читать книгу Αμλέτος - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 3
ΑΜΛΕΤΟΣ
ОглавлениеΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Βασιλέας της Δανίας
ΑΜΛΕΤΟΣ Υιός του πρώην βασιλέως της Δανίας και ανεψιός του
Κλαυδίου
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Πρίγκιπας της Νορβηγίας
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυλάρχης
ΟΡΑΤΙΟΣ Φίλος του Αμλέτου
ΛΑΕΡΤΗΣ Υιός του Πολωνίου
ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ )
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ )
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ )
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ) Αυλικοί
ΟΣΡΙΚΟΣ )
ΕΝΑΣ ΕΥΓΕΝΗΣ )
ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ )
) Αξιωματικοί
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ )
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Στρατιώτης
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Υπηρέτης του Πολωνίου
Ηθοποιοί
Δύο Νεκροθάπταις
Ένας Λοχαγός
Άγγλοι Πρεσβευταί
ΓΕΛΤΡΟΥΔΗ Βασίλισσα της Δανίας και μητέρα του Αμλέτου
ΟΦΗΛΙΑ Θυγατέρα του Πολωνίου
Μεγιστάνες, Κυρίαις, Αξιωματικοί, Στρατιώταις, Ναύταις,
Αγγελιοφόροι και άλλοι Ακόλουθοι.
Το Πνεύμα του πατρός του Αμλέτου
ΣΚΗΝΗ ΕΛΣΙΝΟΡΗ
ΑΜΛΕΤΟΣ
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Προμαχώνας, εμπρός εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ εις την θέσιν του· εισέρχεται ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τις ει; (1)
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
'Σ εμέ συ πρέπει ν' απαντήσης· στάσου
και φανερώσου.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Ζήτ' ο Βασιλέας!
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Είσαι
ο Βερνάρδος;
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Αυτός.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Με πολύν ζήλον ήλθες
'ς την ώραν σου.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Μεσάνυκτα σήμαναν τώρα·
ν' αναπαυθής άμε, Φραγκίσκε.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Πολλαίς χάρες
δι' αυτήν την αλλαγήν· είναι δριμύ το κρύο
και μ' έπιασε ολιγοψυχιά.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Εις την φρουράν σου
ήσυχα πέρασες;
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Ουδέ ποντίκι ακούσθη.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Λοιπόν καλή σου νύκτα, και αν ενώ πηγαίνεις
τον Μάρκελλον ιδής και τον Οράτιον, 'πώχω
συντρόφους της φρουράς, να μην αργούν ειπέ τους.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Θαρρώ 'πού τους ακούω. Στάσου! Τις ει;
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Φίλοι
του τόπου τούτου.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Υπήκοοι της Δανιμαρκίας.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Καλή σας νύκτα.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Χαίρε, τίμιε στρατιώτη·
ποιος σ' άλλαξε;
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Την θέσιν μου ο Βερνάρδος έχει.
Καλή σας νύκτα. [Εξέρχεται.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ε! φίλε Βερνάρδε!
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Λέγε, —
ο Οράτιος είν' εκεί;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κάπως εκείνος (2).
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Καλώς ήλθες, Οράτιε, και συ, Μάρκελλέ μου.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Λοιπόν κείνο το πράγμα εφάνη απόψε πάλι;
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τίποτ' εγώ δεν είδα.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ο φίλος μας Οράτιος
λέγει πως είναι της δικής μας φαντασίας·
δεν θέλει να πιστεύση 'ς τ' όραμα, οπού δύο
είδαμ' εμείς φοραίς με τρόμον της ψυχής μας·
τον κάλεσα δι' αυτό την νύκτα να περάση
απόψε 'ς την φρουράν μας, όπως, αν και πάλιν
το φάντασμ' έλθη, αυτός ο ίδιος δικαιώση
τους οφθαλμούς μας και συγχρόνως του ομιλήση.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μπα! Δεν θα φανισθή.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Κάθισε ωστόσ' ολίγο
και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου,
'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας,
αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ας ήναι·
ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι,
αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου,
τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο
το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει,
ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, —
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν!
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Όλος
εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας!
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Οράτιε, σπουδασμένος είσαι (3), ομίλησέ του.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Να του ομιλήσουν θέλει (4).
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ομίλησέ του, Οράτιε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποιος (5) είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν
τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα,
οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης
του θαμμένου Δανού; (6) 'Σ το όνομα του Υψίστου,
ομίλησε.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Επειράχθη.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα
τραβιέται!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει!
[Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τώρα,
Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι
το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία;
Πώς το εξηγείς;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα
να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν
την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην
την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας
τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη·
ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη,
όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας
τους Πολωνούς 'ς τον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι.
Είναι παράδοξο.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Και πριν δυο φοραίς άλλαις,
ομοίως και σωστά 'ς την ίδιαν νεκρήν ώραν,
με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω
αλλά 'ς την ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο
δηλοί 'πού συμφορά 'ς το κράτος μας θα σπάση.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.
Τι βασανίζεται ο λαός όλην την νύκτα
άγρυπνος να φρουρή με προσοχήν μεγάλην;
Τι κανόνια ολημέρα χύνονται ορειχάλκου
και απ' έξω φέρνουν τόσα εφόδια του πολέμου;
Τι τόσους παίρνουν ναυπηγούς και τους βιάζουν,
ώστ' η εβδομάδα κυριακήν δι' αυτούς δεν έχει;
Τι μας προσμένει, οπού με τόσην αγωνίαν