Читать книгу Αντώνιος και Κλεοπάτρα - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ОглавлениеΟ Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, η Τιτάνειος ερωτική τραγωδία κατά τον Brandes εδημοσιεύθη τω 1623 γραφείσα τω 1607 ή περί τας αρχάς του 16ου και παρασταθείσα κατά πρώτον την 20 Μαΐου του έτους τούτου. Είναι, γράφει ο Άγγλος κριτικός Coleridge, η αρίστη των ιστορικών τραγωδιών του Σαίξπηρ, έργον αξιοθαύμαστον, εφάμιλλον του Χάμλετ, του Οθέλου, του Μάκβεθ και του Ληρ. Πολλά ομώνυμα δράματα είχον γραφή εν Αγγλία προ της δημοσιεύσεως του Σαιξπηρείου έργου, αλλά δύο μόνον εκ τούτων είνε άξια μνείας, η «Κλεοπάτρα» του Daniel δημοσιευθείσα τω 1594 και η «Τραγωδία του Αντωνίου» μεταφρασθείσα εκ της γαλλικής υπό της κομήσσης Pembroke. Αλλ' ούτε τα έργα ταύτα ούτε άλλο τι εκ των πολλών επί του θέματος τούτου γραφέντων εν Ιταλία είχεν, ως φαίνεται, υπ' όψιν ο Σαίξπηρ κατά την συγγραφήν της Τραγωδίας του, ης την υπόθεσιν αρύεται εξ ολοκλήρου εκ του βίου του Μάρκου Αντωνίου, ον ανεγίνωσκεν εν τη Αγγλική μεταφράσει του Πλουτάρχου, γενομένην ως γνωστόν υπό του Θωμά Χορθ εκ της γαλλικής μεταφράσεως του Amyoi. Ό Άγγλος κριτικός Arthur Symons γράφει: &Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα& είνε, νομίζω, το θαυμασιώτερον των Σαιξπηρείων δραμάτων, ιδίως, διότι η Κλεοπάτρα είνε η εξαισιωτέρα μορφή των γυναικείων χαρακτήρων ους εδημιούργησεν ο μέγας δραματοποιός. Όχι δε μόνον, προσθέτει, η θαυμασιωτέρα των γυναικείων χαρακτήρων, αλλ' ίσως η θαυμασιοτάτη των γυναικών.
Ο ενθουσιασμός ούτος του Symons, γράφει ο Brandes, υπερβαίνει ίσως τα όρια, αλλά βέβαιον είνε ότι το μέγιστον των θελγήτρων του αριστουργήματος τούτου αποτελεί η μορφή της Κλεοπάτρας, διαγραφείσα με τον καλλιτεχνικόν ενθουσιασμόν του Σαίξπηρ και την βαθυτάτην αυτήν του πείραν του κόσμου. Αλλά το μεγαλείον του παγκοσμίου ιστορικού δράματος προέρχεται εκ της απαραμίλλου τέχνης μεθ' ης συνέθεσε τας προσωπικάς σχέσεις των δύο εραστών προς την ιστορίαν και την τύχην ισχυρών κρατών. Ακριβώς δε όπως ο όλεθρος του Αντωνίου προέρχεται εκ των μετά της Κλεοπάτρας σχέσεών του, ούτω και η πτώσις της Ρωμαϊκής Αξιοκρατίας προέρχεται εκ της επαφής της σκληραγωγίας της Δύσεως προς την Ανατολικήν ακολασίαν. Ο Αντώνιος αντιπροσωπεύει την Ρώμην και η Κλεοπάτρα την Ανατολήν. Όταν ούτος πίπτη θύμα της Ανατολικής ηδυπαθείας, φαίνεται ως εάν το Ρωμαϊκόν μεγαλείον και η Ρωμαϊκή Δημοκρατία συναποθνήσκωσι μετ' αυτού. Ούτε η τυραννική διοίκησις ούτε η δολοφονία του Καίσαρος, αλλά το μετά δεκατέσσαρα έτη επελθόν κατασύντριμμα του Ρωμαϊκού μεγαλείου, μας παρουσιάζει την τελικήν πτώσιν της γηραιάς παγκοσμίου δημοκρατίας και εμποιεί ημίν αίσθημα γενικής καταστροφής, ην εν τω δράματι τούτω, όπως και εν τω Ληρ, προτίθεται να παραστήση ο Σαίξπηρ.
Δεν είνε τραγωδία ιδιωτικής, περιωρισμένης φύσεως, ως η υπόθεσις του Οθέλλου· δεν υπάρχει εδώ ως εν τω Χάμλετ ο νέος Φορτίμβρας όστις υπόσχεται περί αισιωτέρου μέλλοντος. Η νίκη του Οκταβίου ουδένα δοξάζει και ουδέν υπόσχεται. Όχι· η μεγάλη εικών, ην ο Σαίξπηρ είχε κατά νουν να ζωγραφήση αφ' ης στιγμής είλκυσεν αυτόν το σοβαρόν τούτο θέμα, ήτο η εικών της καταστροφής του κόσμου.
Το δράμα τούτο, γράφει ο Hazlitt, παρουσιάζει ωραίαν εικόνα της Ρωμαϊκής υπερηφανείας και της Ασιατικής μεγαλοπρεπείας. Εν τω αγώνι δε μεταξύ των δύο τούτων χωρών η κυριαρχία του κόσμου φαίνεται αμφίρροπος, «όπως το πτίλον του κύκνου,
&Όπερ φέρεται επί των ανυψουμένων κυμάτων Και προς ουδεμίαν κλίνει διεύθυνσιν.&»
Οι χαρακτήρες αναπνέουσι, κινούνται και ζώσιν. Ο Σαίξπηρ δεν χρονοτριβεί σκεπτόμενος τι πρέπει να ειπούν και να πράξουν, αλλά παρατηρεί αμέσως τι εις έκαστον εξ αυτών αρμόζει, ενεργών και ομιλών αντ' αυτών. Δεν παρουσιάζει εις ημάς ομίλους θεατρικών νευροσπάστων ή ποιητικάς μηχανάς εκφωνούσας προπαρεσκευασμένους λόγους περί του ανθρωπίνου βίου και ενεργούσας εξ υπολογισμού φαινομενικών αιτίων, αλλά φέρει επί της σκηνής άνδρας και γυναίκας ζωντανούς λαλούντας και ενεργούντας εξ αισθήματος πραγματικού, συμφώνως προς την αμπώτιδα και παλίρροιαν του πάθους, άνευ της ελαχίστης χροιάς λογικής ή ρητορικής σχολαστικότητος. Ουδέν τελείται καθ' υπολογισμούς, αλλά κατά τρόπον φυσικόν, όπως συμβαίνει εν τη πραγματικότητι, συμφώνως προς τας περιστάσεις. Ο χαρακτήρ της Κλεοπάτρας είνε αριστοτέχνημα. Ποία αντίθεσις μεταξύ αυτής και της Ιμογένης! Είνε αδύνατον να υποθέση τις ότι ο αυτός ποιητής εδημιούργησε τους δύο τούτους τύπους. Η Αιγυπτία είνε φιλήδονος, επιδεικτική, μεγαλαυχούσα διά τα θέλγητρά της, αλαζών, τυραννική και άστατος. Η αβροδίαιτος αυτής πομπή και η υπερβολική πολυτέλειά της εκτίθενται εν όλη αυτών τη λάμψει και μεγαλοπρέπεια, ως επίσης και το ανώμαλον μεγαλείον της ψυχής του Μάρκου Αντωνίου. Οι πρώτοι στίχοι του μεταξύ αυτών διαλόγου, αποδεικνύουν το βασιλικόν ύφος ούτινος ποιείται χρήσιν προς έκφρασιν ερωτικών αισθημάτων:
&Κλεοπάτρα: Αν τω όντι με αγαπάς, ειπέ μου πόσον;&
&Αντώνιος: Είνε μικρός ο έρως που δύναται να καταμετρηθή.&
&Κλεοπάτρα: Θέλω να ορίσω το όριον μέχρι τον οποίου δύναται να φθάση ο προς εμέ έρως.&
&Αντώνιος: Τότε νέαν κατ ανάγκην γην και νέον ουρανόν πρέπει να ανακαλύψης.&
Η περί της Κλεοπάτρας ποιητικωτάτη περιγραφή, η αρχομένη :
«Το πλοιάριον επί τον οποίον επέβαινεν, όμοιον προς απαστράπτοντα θρόνον. έλαμπεν επί του ύδατος· η μεν πρύμνα αυτού ήτο εκ χρυσού σφυρηλάτου, τα δε ιστία πορφυρά και τόσον αρωματώδη, ώστε οι άνεμοι εθώπευον αυτά ερρωτύλως»,
φαίνεται ως προλειαίνουσα την οδόν και σχεδόν δικαιολογούσα την επερχομένην ερωτικήν παραφοράν του Αντωνίου, ότε κατά την εν Ακτίω ναυμαχίαν εγκαταλείπει την μάχην και ως «παράφορος νήσσα» ακολουθεί τα φεύγοντα πλοία της.
Ολίγα χωρία εν τω Σαίξπηρ – εις ουδένα δε άλλον ποιητήν ανευρίσκομεν τοιαύτα – ενέχουσι πλειοτέραν τοπικήν χροιάν ή η περικοπή εν η η Κλεοπάτρα παρίσταται ζητούσα να εικάση εις τι ησχολείτο ο Αντώνιος κατά τον χρόνον της απουσίας του: « Ομιλεί τώρα ή ψιθυρίζει; – Πού είνε ο εκ τον γηραιού Νείλου όφις μου;» Ή όταν λέγη προς τον Αντώνιον, μετά την εν Ακτίω καταστροφήν, να αναλάβη το θάρρος του και να προκαλέση νέαν μάχην: «Είνε η ημέρα των γενεθλίων μου· είχον αποφασίση να μην εορτάσω αυτήν· αλλ' επειδή ο σύζυγός μου έγινε πάλιν ο Αντώνιος, θα γίνω και εγώ η Κλεοπάτρα». Ίσως το ωραιότερον πάντων είνε η έκρηξις της οργής του Αντωνίου όταν, μετά την τελικήν καταστροφήν αυτού, εισέρχεται και συλλαμβάνει τον απεσταλμένον του Καίσαρος ασπαζόμενον την χείρα της:
«Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο θεός να σου τα πληρώση», να λαμβάνη με οικειότητα το χέρι εκείνο με το οποίον έπαιζον εγώ· την βασιλικήν αυτήν σφραγίδα των ευγενών καρδιών.»
Δεν είνε άπορον ότι διατάσσει την μαστίγωσίν του· αλλ' η αγενής αυτού καταγωγή δεν είνε ο αληθής τούτου λόγος· υπάρχει άλλο βαθύτερον αίσθημα, μολονότι η υπερηφάνεια του Αντωνίου δεν επιτρέπει αυτώ να το φανερώση ειμή μόνον κατά την στιγμήν της οργής του· υποπτεύει αυτόν ως αντιπρόσωπον του Καίσαρος.
Όλος ο χαρακτήρ της Κλεοπάτρας αποτελεί τον θρίαμβον της ακολασίας και της φιληδονίας, όπερ είνε το δεσπόζον αυτής πάθος, υπερισχύον πάσης άλλης σκέψεως. Δι' αυτήν η Οκταβία είνε ευήθης, η δε Φουλβία φωνασκούσα και τραχύφωνος ερινύς. Η επομένη περικοπή ζωγραφίζει αυτήν θαυμασίως:
«Ούτε η ηλικία δύναται να την μαράνη ούτε η συνήθεια να παλαιώση την Άπειρον ποικιλίαν των θελγήτρων αυτής. Διότι αι μεν άλλαι γυναίκες κατευνάζουν τας ορέξεις τας οποίας διεγείρουν, αύτη δε, όσω περισσότερον προσπαθεί να κατευνάση αυτάς, τόσω περισσότερον τας διεγείρει· και τα χαμερπέστατα των πραγμάτων έχουν τόσην χάριν εν αυτή, ώστε οι άγιοι πατέρες την ευλογούσι και ακολασταίνουσαν.»
Πόσον πνεύμα και πυρ ενέχει η μετά του απεσταλμένου του Αντωνίου συνομιλία αυτής, όταν ούτος τη αναγγέλλει την δυσάρεστον αγγελίαν του γάμου του μετά της Οκταβίας! Άπασα η βασιλική της υπερηφάνεια και η ωραιότης εν ταυτώ εκδηλούνται εν τη αμοιβή ην τη υπόσχεται:
«Ιδού λάβε χρυσόν και φίλησε Τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης».
Τα σφάλματά της είνε μεγάλα και ασυγχώρητα, αλλ' εξαγοράζονται υπό του μεγαλείου του θανάτου της. Εν τη εσχάτη απελπισία αισθάνεται την δύναμιν της στοργής της. Διατηρεί το βασιλικόν της μεγαλείον και εν αυτή τη δυστυχία, ως και τας τέρψεις του παρελθόντος μέχρι της τελευταίας στιγμής του βίου της. Ο θάνατος περιέχει στοιχείον διαθέτον αυτήν ηδυπαθώς. Αφού επέθηκε την ασπίδα επί του στήθους της λέγει:
«Δεν βλέπεις το βρέφος το οποίον έχω εις το στήθος,
Που θηλάζει την τροφόν διά να την αποκοιμίση;
Γλυκύ ως βάλσαμον, ελαφρόν ως αήρ και τερπνόν ως…
Ω Αντώνιε, Αντώνιε!»
Είνε άξιον σημειώσεως, ότι ο Σαίξπηρ τας εν τη τραγωδία ταύτη εκτάκτως μεγαλοπρεπείς περιγραφάς θέτει εν αντιθέσει προς εικόνας υπερμέτρων πόνων και φρίκης, ίσως δε έπραξεν εν μέρει τούτο, ίνα δικαιολογήση την τρυφηλότητα του Μάρκου Αντωνίου, μεθ' ου ως επί το πολύ σχετίζονται αύται, ίσως δε, όπερ και πιθανώτερον, διά να διατηρήση ισορροπίαν τινά αισθήματος εν τω πνεύματι του αναγνώστου. Ο Καίσαρ μαθών την εν τη αυλή της Κλεοπάτρας διαγωγήν αυτού λέγει:
«Άφες, Αντώνιε, τον ακόλαστον και ηδυπαθή βίον σου. Διωχθείς ποτε εκ της Μουτίνης, όπου εφόνευσας τους υπάτους Πάνσαν και Ίρτιον και ταλαιπωρούμενος υπό της πείνης, υπέφερες αυτήν, καίτοι αβροδιαίτως ανατραφείς, και αυτών των αγρίων υπομονητικώτερον, πίνων και ίππων ούρον, και βορβορώδες και διεφθαρμένον ύδωρ, το οποίον και αυτά τα ζώα απέφευγαν μετ' αποστροφής· ο ουρανίσκος σου δεν απηξίου ούτε των αγριωτέρων βάτων τους καρπούς, και ως έλαφος, όταν η χιών καλύπτη τας βοσκάς, εβλαστολόγεις και αυτούς ακόμη τους φλοιούς των δένδρων· λέγεται δε ότι επί των Άλπεων σε είδον τρώγοντα κρέας παράδοξον, ούτινος η θέα μόνη επέφερεν είς τινας τον θάνατον».
Το δε χωρίον μετά την ήτταν του Αντωνίου, όταν ούτος λέγη:
«Ναι, ναι· εις Φιλίππους έφερεν ούτος
Το ξίφος ως χορευτής, εν ώ εγώ εκτύπων
Τον ισχνόν και ερρυτιδωμένον Κάσσιον· εγώ
Εφόνευσα τον παράφορο Βρούτον»,
είνε μία εκ των ωραίων εκείνων ανασκοπήσεων, αίτινες δεικνύουσιν ημίν την μεταβαλλομένην και περιπετειώδη πορείαν του ανθρωπίνου βίου.
Αι τελευταίαι σκηναί &του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας& είνε πλήρεις μεταστροφών προερχομένων εκ του πάθους και των ατυχημάτων. Επιτυχία και καταστροφή διαδέχονται αλλήλας μετά μεγάλης ταχύτητος. Η τύχη ίσταται επί του τροχού της πλειότερον του συνήθους, τυφλή και τεταραγμένη. Η ακροσφαλής κατάστασις και η επερχομένη διάλυσις του μεγαλείου του Αντωνίου εκτυλίσσονται θαυμασίως εν τω διαλόγω μεταξύ αυτού και του Έρωτος:
Αντώνιος: Με βλέπεις ακόμη, Έρως;
Έρως: Ναι, γενναίε στρατηγέ!
Αντώνιος: Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον μορφήν δράκοντος,
Άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα.
Πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον,
Προς χωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον
Υπό δένδρων καλυπτόμενον. Ταύτα δε πάντα προς την γην
Και απατώντα τους οφθαλμούς ημών δια τον αέρος. Είδες τα
[σημεία ταύτα;
Είνε τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας.
Έρως: Ναι, στρατηγέ.
Αντώνιος: Εκείνο το οποίον τώρα φαίνεται ίππος, πριν ή προφθάσης, να το σκεφθής, Εξαφανίζεται υπό του αεροπορούντος νέφους και καθίσταται δυσδιάκριτον, Όπως το ύδωρ εν τω ύδατι.
Έρως: Ναι, στρατηγέ.
Αντώνιος: Και ο στρατηγός σου, αγαπητέ μου Έρως, είνε τώρα Όμοιος προς τα φαινόμενα εκείνα.
Τούτο είνε αναμφιβόλως έν εκ των ωραιοτέρων ποιητικών χωρίων εν τω Σαίξπηρ. Το μεγαλείον της εικόνος, η προς την πραγματικότητα, φαινομενική ομοιότης, η υψηλή σειρά των γραφικών αντικειμένων, άτινα κρέμανται επί του κόσμου, η εξαφανιζομένη φύσις, η παντελής αβεβαιότης περί των όπισθεν ημών καταλειπομένων, ομοιάζουν ακριβώς προς τα διαλυόμενα σχέδια του ανθρωπίνου μεγαλείου. Είνε ωραιότερα των ισχυρών θρήνων της Κλεοπάτρας κατά την πτώσιν της, διότι είνε σκοτεινότερα, ασταθέστερα, και άυλα. Η ισχυρογνώμων οίησις και η ανόητος απόφασις του Αντωνίου όπως, υπακούων εις την επιθυμίαν της Κλεοπάτρας, πολεμήση κατά θάλασσαν αντί κατά ξηράν, ήτο αξία της τιμωρίας του. Η δε ασύνετος απόφασίς του, ην επαυξάνει η απελπιστική των πραγμάτων κατάστασις, σχολιάζεται άριστα υπό του Αινοβάρβου:
«Βλέπω ότι η κρίσις των ανθρώπων αποτελεί μέρος της τύχης των, και ότι η εξωτερική κατάστασις μεταβάλλει και τας ψυχικάς διαθέσεις. Είνε δυνατόν, σώας έχων τις τας φρένας, να φαντασθή ότι ο πανίσχυρος Καίσαρ θα δεχθή πρόκλησιν ανδρός στερουμένου πάσης αρχής; Και την κρίσιν του υπεδούλωσες, ω Καίσαρ».
Η μεταμέλεια του Αινοβάρβου, μετά την αυτομολίαν του, είνε το μάλλον συγκινητικόν μέρος της τραγωδίας. Δεν δύναται πλέον να αναλάβη εκ του πλήγματος, όπερ κατήνεγκεν εις αυτόν η γενναιοδωρία του Αντωνίου, και αποθνήσκει μετά συντετριμμένης καρδίας «ως φυγάς και προδότης του αρχηγού του»· πριν δε αυτοκτονήση αισθάνεται, ούτως ειπείν, την ανάγκην να ομολογήση το έγκλημά του και μη έχων άλλον τινα πλησίον του, στρέφεται προς την Σελήνην λέγων:
Όταν των αυτομόλων την μνήμην κηλιδώση η ιστορία, Έσο μοι μάρτυς, ω θεία Σελήνη, ότι ο ατυχής Αινόβαρβος μετεμηλήθη [ενώπιόν σου_.
Η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ διέχυσεν εφ' όλης της τραγωδίας ποιητικόν πλούτον, όμοιον προς την πλήμμυραν του Νείλου. Εκ των του Hazlitt