Читать книгу Αντώνιος και Κλεοπάτρα - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 4
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Β’
ОглавлениеΆλλο δωμάτιον των Ανακτόρων.
ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ και ΜΑΝΤΙΣ, είτα ΑΙΝΟΒΑΡΒOΣ, ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ,
ΑΝΤΩΝΊΟΣ.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Άρχον Αλεξά, γλυκέ Αλεξά, υπέρτατε Αλεξά, σχεδόν απόλυτε κύριε Αλεξά, πού είνε ο μάντις εκείνος τον οποίον επαινούσες τόσω πολύ εις την βασίλισσαν; Ω πόσον ήθελα να γνωρίσω τον σύζυγον εκείνον, ο οποίος λέγεις ότι θα το θεωρήση τιμήν του να στολίση τα κέρατα του!
ΑΛΕΞΑΣ. Μάντι.
ΜΑΝΤΙΣ. Εις τας διαταγάς σας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Αυτός είνε; Συ κύριε, γνωρίζεις το μέλλον;
ΜΑΝΤΙΣ. Εις το άπειρον βιβλίον των μυστηρίων της φύσεως δύναμαι ολίγον ν' αναγινώσκω.
ΑΛΕΞΑΣ. Δείξε του το χέρι σου. (Εισέρχεται ο Αινόβαρβος).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Στρώστε τραπέζι γρήγορα, και φέρτε κρασί άφθονο, για να πιούμε εις υγείαν της Κλεοπάτρας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Μια καλή τύχη δόσε μου, καλέ μου μάντι.
ΜΑΝΤΙΣ. Δεν δίδω τύχας, προλέγω μόνον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Είπε μου λοιπόν μια, σε παρακαλώ.
ΜΑΝΤΙΣ. Θα γίνης πολύ ωραιοτέρα παρ' ό,τι είσαι.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Εννοεί βέβαια εις το δέρμα.
ΕΙΡΑΣ. Όχι, θα φκιασιδώνεσαι όταν γεράσης.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Α, θεός φυλάξοι από ζαρωματιές!
ΑΛΕΞΑΣ. Μη ταράττης την μαντείαν του· πρόσεχε.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιωπή.
ΜΑΝΤΙΣ. Περισσότερον θα αγαπήσης παρά θ' αγαπηθής.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Καλλίτερα είχα να ζεστάνω το σηκότι μου με πιοτό.
ΑΛΕΞΑΣ. Ε, άκουσέ τον λοιπόν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα καλέ μου, πες μου μια μεγάλη τύχη! Να, να παντρευτώ τρεις βασιλείς σ' ένα πρωί, κι' απ' όλους να χηρέψω· όταν γίνω πενήντα χρόνων να κάμω ένα παιδί που και αυτός ο Ηρώδης της Ιουδαίας να το προσκυνήση· κάμε τρόπον να παντρευτώ τον Οκτάβιον Καίσαρα και να γίνω κ' εγώ σαν τη κυρά μου.
ΜΑΝΤΙΣ. Θα ζήσης περισσότερον από την κυρίαν την οποίαν υπηρετείς.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Τι καλά! Καλλίτερα μ' αρέσει η ζωή παρά τα σύκα.
ΜΑΝΤΙΣ. Το μέλλον σου δεν θα είνε τόσον ευτυχές όσον το παρελθόν σου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Λοιπόν, καθώς φαίνεται, τα παιδιά μου δεν θάχουν όνομα. Πες μου, σε παρακαλώ, πόσα αρσενικά και πόσα θηλυκά παιδιά πρέπει να έχω.
ΜΑΝΤΙΣ. Αν εκάστη σου ευχή ήτο γόνιμος ένα εκατομμύριον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σώπα, τρελλέ. Σε συγχωρώ γιατί είσαι μάγος.
ΑΛΕΞΑΣ. Συ νομίζεις ότι μόνον τα σεντόνια σου γνωρίζουν τας επιθυμίας σου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα πες και στην Ειρά την ιδική της.
ΑΛΕΞΑΣ. Όλοι θα μάθωμεν την τύχην μας.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η ιδική μου και πολλών άλλων θα είνε ότι απόψε θα
πλαγιάσωμεν μεθυσμένοι.
ΕΙΡΑΣ. Να μια παλάμη η οποία προμηνύει εγκράτειαν αν όχι τίποτε
άλλο.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Απαράλλακτα όπως η πλήμμυρα του Νείλου προμηνύει σιτοδείαν.
ΕΙΡΑΣ. Σώπα, τρελλή συντρόφισσα του κρεββατιού, δεν μπορείς συ να μαντεύσης.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Εάν ένα χέρι που ιδρώνει πολύ δεν είνε σημείον γονιμότητος, δεν 'ξεύρω τι μου γίνεται. Πες της, σε παρακαλώ, μια συνειθισμένη τύχη.
ΜΑΝΤΙΣ. Αι μοίραι σας είνε όμοιαι.
ΕΙΡΑΣ. Μα πώς, πώς; Πες μου λεπτομερείας.
ΜΑΝΤΙΣ. Ετελείωσα.
ΕΙΡΑΣ. Η τύχη μου δεν είνε κανένα δάκτυλο καλλίτερη από την ιδική
της;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ε, καλά, αν η τύχη σου ήτον ένα δάκτυλο καλλίτερη από την
ιδική μου, σε ποιο μέρος θα ήθελες να είνε;
ΕΙΡΑΣ. Όχι βέβαια 'στή μύτη του ανδρός μου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ο θεός να διορθώση τους κακούς μας στοχασμούς! Έλα, Αλεξά, – πες του κι' αυτού την τύχη του. Σε παρακαλώ, ω γλυκεία μου Ίσις, δος του μια γυναίκα που να μη μπορή να περιπατήση, να του αποθάνη και να πάρη μια χειρότερη! Κ' έπειτα από τούτη δος του άλλη μία τρις χειρότερη, έως ότου η χειρότερη απ' όλες να τον συνοδεύη γελώντας εις τον τάφον και πενήντα φορές κερατωμένον! Άκουσε την παράκλησίν μου αυτήν, καλή μου Ίσις, και αρνήσου μου ακόμη και κάτι άλλο σπουδαιότερον.
ΕΙΡΑΣ. Αμήν. Άκουσε, αγαπητή θεά, την παράκλησίν μας, διότι, όπως ραγίζεται η καρδιά του ανθρώπου να βλέπη ένα εύμορφον άνθρωπον με γυναίκα άπιστη, έτσι λυπάται κατάκαρδα να βλέπη ένα παληάνθρωπο ακεράτωτο. Δείξε λοιπόν την δικαιοσύνη σου, αγαπητή θεά, και δος του την τύχη που του πρέπει.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Αμήν.
ΑΛΕΞΑΣ. Για κύτταξ' εκεί! Αν ήτον εις την εξουσίαν των να με κερατώσουν, θα τό καναν και πόρναι ακόμη αν επρόκειτο να γίνουν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σιωπή! Έρχεται ο Αντώνιος.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είν' αυτός… Η βασίλισσα. (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδατε τον σύζυγόν μου;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήτο εδώ;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήτον εύθυμος, αλλ' αιφνιδίως εσκέφθη περί της Ρώμης. —
Αινόβαρβε.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ζήτησέ τον και οδήγησέ τον εδώ. Πού είνε ο Αλεξάς;
ΑΛΕΞΑΣ. Εδώ, κυρία, εις τας διαταγάς σας. – Έρχεται ο κύριός μου.
(Εισέρχεται ο Αντώνιος, μεθ' ενός αγγελιαφόρου και υπηρετών).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν θέλω να τον ίδω. Έλθετε μαζί μου.
(Εξέρχεται η Κλεοπάτρα μετά του Αινοβάρβου, τον Αλεξά, της Ειράδος,
Χαρμίου, Μάντεως και των υπηρετών).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Πρώτη εστασίασεν η σύζυγος σου Φουλβία.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά του αδελφού μου Λευκίου;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι· αλλά μετ' ολίγον ο πόλεμος ούτος έλαβε τέλος, και η κατάστασις του κράτους τούς ηνάγκασε να συμφιλιωθούν και να ενωθούν κατά του Καίσαρος, όστις ευτυχήσας κατά την πρώτην μάχην εξεδίωξεν αυτούς εκ της Ιταλίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά. Τι χειρότερον έχεις ν' αναγγείλης;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αι δυσάρεστοι αγγελίαι στενοχωρούν και τον κομιστήν αυτών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν αύται λέγωνται εις ανόητον ή άνανδρον. – Εξακολούθει. Ό,τι έγινεν, έγινεν. – Ούτως εκλαμβάνω εγώ τα πράγματα. Όπως τον κολακεύοντα, ούτω και τον λέγοντα αλήθειαν ακούω μετά προσοχής, και θάνατον αν υπέκρυπτεν η διήγησίς του.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο Λιβηινός – λυπηρά αγγελία – υπέταξε διά των Πάρθων την Ασίαν από του Ευφράτου, και η τροπαιοφόρος αυτού σημαία κυματίζει από της Συρίας μέχρι της Λυδίας και Ιωνίας, ενώ…
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενώ ο Αντώνιος ήθελες να είπης.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ω στρατηγέ!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λέγε ελευθέρως, μη μετριάζης τα υπό του πλήθους λεγόμενα. Ονόμασε την Κλεοπάτραν όπως την ονομάζουν εις την Ρώμην· επανάλαβε τας σκωπτικάς φράσεις της Φουλβίας, και επίπληξε τα σφάλματά μου με την παρρησίαν εκείνην μεθ' ης ομιλεί η αλήθεια και η κακεντρέχεια· διότι όταν παύση πνέων ο ζωογονών ημάς άνεμος της αληθείας, τότε φύονται εν ημίν χόρτα άγρια, μόνος δε των ημετέρων σφαλμάτων ο έλεγχος καλλιεργεί την ψυχήν ημών. Άφες με δι' ολίγον.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις τας διαταγάς σου. (Εξέρχεται).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ε, τι νέα εκ Σικυώνος; Λέγε.
Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ήλθε κανείς από την Σικυώνα;
Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περιμένει τας διαταγάς σας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας εισέλθη. – Πρέπει να θραύσω τα ισχυρά ταύτα δεσμά της
Αιγύπτου, ή να εξαφανισθώ εις τον παράφορον τούτον έρωτα.
(Εισέρχεται άλλος αγγελιαφόρος). Ποίος είσαι;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Απέθανεν η σύζυγός σου Φουλβία.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού απέθανεν;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Σικυώνα. Την διάρκειαν της ασθενείας της και ό,τι άλλο μέλλεις να μάθης, θα αναγνώσης εις την επιστολήν ταύτην. (Τω εγχειρίζει επιστολήν).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άφες με σε παρακαλώ. (Εξέρχεται ο αγγελιαφόρος). Ψυχή
ευγενής απήλθε του κόσμου! Αυτό κ' εγώ επιθυμούσα:
[[Σελίδες 15-16:
Έρχεται μέρα, πού ζητάμε ν' απολαύσουμε κείνο που με περιφρόνηση
άλλοτε αποδιώχναμε. Η τωρινή απόλαυση γυρίζει με το πέρασμα του
καιρού και γίνεται το αντίθετό της. Είναι καλή γιατί πια δεν
υπάρχει· το χέρι που την απόδιωχνε, τώρα θέλει να την φέρει πίσω.
Πρέπει να γλυτώσω πια απ' αυτή τη γόησσα Βασίλισσα. Δέκα χιλιάδες
δεινά πιο μαύρα απ' όσα με βρήκανε, μου φέρνει το αποκοίμισμά μου.
(Έρχεται ο Αινόβαρδος)
Ε! Αινόβαρδε.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Τι διατάζει ο στρατηγός;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω από δω το γρηγορότερο.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα τότε πρέπει να σκοτώσουμε τις γυναίκες μας. Βλέπουμε πώς κάθε σκληρότητά μας τις θανατώνει· αν φύγουμε θα πεθάνουν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Αν υπάρχει λόγος σοβαρός, ας πεθάνουν οι γυναίκες. Θάταν κρίμα να τις θυσιάσουμε για το τίποτα, αν και μπροστά σε μια μεγάλη αιτία πρέπει να τις θεωρήσουμε τίποτα. Αν η Κλεοπάτρα πάρει είδηση το φευγιό μας, σίγουρα θα πεθάνει. Είκοσι φορές την είδα να ψυχομαχεί με ελάχιστη αιτία. Πραγματικά νομίζω ότι υπάρχει κάτι στον θάνατο, που την τραβά· Βλέπω να την τραβά τόσο γλυκά, που για ένα έτσι, είναι έτοιμη να πεθάνει.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δε φαντάζεται κανείς πόσο πανούργα είναι.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Όχι στρατηγέ. Το πάθος της είναι αγνός, αγνότατος έρωτας. Δεν μπορούμε να ονομάζουμε τους άνεμους και τις πλημμύρες της, αναστεναγμούς και δάκρυα: είναι πιο μεγάλες καταιγίδες από ότι περιγράφει το Αλμανάκ. Αυτά δεν μπορούν να είναι πανουργία. Αν είναι, είναι καλλίτερη στο να κάνει βροχή απ’ ότι ο Δίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάλλιο να μην την έβλεπα ποτέ.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ω στρατηγέ. Τότε δεν θα είχατε δει ένα θαυμάσιο έργο τέχνης.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Η Φουλβία πέθανε.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε η Φουλβία.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Η Φουλβία;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα στρατηγέ, θυσίασε στους θεούς: όταν αποφασίζουν να πάρουν την γυναίκα από ένα άνδρα, του δείχνουν τους ράφτες της γης· είναι παρηγοριά που όταν τα παλιά ρούχα φθείρονται, υπάρχουν άνθρωποι που φτιάχνουν καινούργια. Αν στρατηγέ μου υπήρχε στον κόσμο απάνω, μονάχα η Φουλβία, τότε το δυστύχημα θάταν πολύ μεγάλο και θα ταίριαζε να κλαις. Αυτή η λύπη έχει την παρηγοριά της, μια που το παλιό ρούχο φέρνει το καινούργιο. Πραγματικά για να κλάψτε για μια τέτοια λύπη, θα πρέπει να χρησιμοποιήστε κρεμμύδι.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Οι δουλειές που άνοιξε αυτή στο κράτος απαιτούν την παρουσία μου.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ναι, μα οι δουλειές που άνοιξες κ' εσύ εδώ, χωρίς εσένα δεν τελειώνουν, ειδικά αυτή της Κλεοπάτρας που βασίζεται αποκλειστικά σε σένα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας λείψουν οι αλαφρόμυαλες αντιλογίες. – Κοινοποίησε στους αξιωματικούς την απόφασή μου. Κ' εγώ θα εξηγήσω στη βασίλισσα το λόγο που με βιάζει να φύγουμε και θα πάρω από την αγάπη της την άδεια να φύγω. Γιατί δεν είναι μόνο ο θάνατος της Φουλβίας που μας βιάζει: τα γράμματα πολλών φίλων μας στην Ρώμη ζητούν τον γυρισμό μας. Ο Σέξτος Πομπήιος εξεγέρθηκε κατά του Καίσαρα και έχει την αυτοκρατορία της θάλασσας. Ο λαός, που η αγάπη του ποτέ δεν πάει στον πιο άξιο παρά μόνο όταν η αξία του τον έχει εγκαταλείψει, αρχίζει να δίνει όλα τα αξιώματα και την δόξα του μεγάλου [Πομπηίου στον γιό του, που ήδη μεγάλος σε φήμη και δύναμη, πιο μεγάλος ακόμα λόγω κούνιας και κουράγιου, περνά για μεγάλος στρατιώτης. Αν αυτός υπερισχύσει, ο κόσμος μπορεί να βρεθεί σε κίνδυνο. Πες στους ανθρώπους μας ότι θέλω να φύγουμε γρήγορα από εδώ.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Εις τας διαταγάς σας. – (Όταν βγαίνουν μπαίν' η Κλεοπάτρα, η Χάρμιον, η Είρα κι' ο Αλεξάς)
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είναι;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν τον είδα από κείνη την ώρα.]]
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Προς τον Αλεξά). Κύτταξε να ιδής πού είνε, ποίος είνε μαζί του και τι κάμνει. – Να μη φανή ότι σε έστειλα. – Αν μεν είνε μελαγχολικός, ειπέ εις αυτόν ότι χορεύω, αν δε εύθυμος, ότι αιφνιδίως ησθένησα. Ύπαγε και επάνελθε ταχέως.
(Εξέρχεται ο Αλεξάς).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Νομίζω κυρία ότι αν τον αγαπάς πολύ, δεν ηξεύρεις τον τρόπον να τον αναγκάσης να σε αγαπήση και αυτός πολύ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εξ όσων έπρεπε να κάμω δεν κάμνω;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Να υποχωρής εις όλα και να μη αντιλέγης εις τίποτε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Με συμβουλεύεις ως μωρά τον τρόπον του να τον χάσω.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Μη τον παραθυμώνης· έχε και ολίγην υπομονήν. Μισούμεν με τον καιρόν ό,τι συχνά φοβούμεθα. (Εισέρχεται ο Αντώνιος). Να, έρχεται ο Αντώνιος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είμαι καλά, αισθάνομαι αθυμίαν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λυπούμαι αναγγέλλων την απόφασίν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βοήθησέ με να εξέλθω, αγαπητή μου Χάρμιον· θα πέσω· δεν είνε δυνατόν να παραταθή πολύ η κατάστασις αύτη· δεν αντέχουν αι φυσικαί μου δυνάμεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα, προσφιλής μου βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Στάσου μακράν, σε παρακαλώ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι συμβαίνει;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βλέπω εκ των οφθαλμών σου ότι έχεις καλάς ειδήσεις. Τι λέγει η σύζυγος; Δύνασαι να αναχωρήσης. Είθε να μη σου επέτρεπε ποτέ να έλθης! Ας μη είπη ότι εγώ σε κρατώ εδώ. Ουδεμίαν εξουσίαν έχω επί σου· εις αυτήν ανήκεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μάρτυρες μου οι θεοί.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, ουδέποτε βασίλισσα επροδόθη κατά τρόπον τοιούτον! Και όμως είδον εξ αρχής τεκταινομένην την προδοσίαν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κλεοπάτρα!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς να πιστεύσω ότι είσαι ιδικός μου και πιστός, και αν ακόμη οι όρκοι σου εκλόνιζαν τους θρόνους των θεών, συ ο εξαπατήσας την Φουλβίαν; Τρέλλα τερατώδης να πιστεύσω εις τους ψευδείς εκείνους όρκους οίτινες καταπατούνται άμα προφερόμενοι!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Γλυκυτάτη βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μη ζητής σε παρακαλώ πρόφασιν διά την αναχώρησίν σου, αλλ' αποχαιρέτησέ με και φύγε. Όταν παρεκάλεις να μείνης, είχες τότε προχείρους τους λόγους. Δεν ωμίλεις τότε περί αναχωρήσεως. Επί των οφθαλμών και των χειλέων μου υπήρχεν η αιωνιότης, η δε ευτυχία επεκάθητο επί των βλεφάρων μου· και το ευτελέστατον των πραγμάτων εν εμοί είχε τι τότε το αγγελικόν. Είμαι ακόμη η ιδία ή συ, ο μέγιστος στρατιώτης του κόσμου, έγινες και μέγιστος ψεύστης.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω! κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήθελα να είχα το ανάστημά σου· θα εμάνθανες τότε ότι υπάρχει γενναία καρδία εις την Αίγυπτον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσέ με, βασίλισσα· η κρατερά των περιστάσεων ανάγκη απαιτεί επί τινα χρόνον τας υπηρεσίας μου, αλλ' η καρδία μου θα μείνη πλησίον σου. Η Ιταλία ημών είνε έρμαιον εμφυλίων σπαραγμών. Ο Σέξτος Πομπήιος βαδίζει προς τας πύλας της Ρώμης· το ισόπαλον των εσωτερικών κομμάτων γεννά φατριαστικάς ανησυχίας. Οι άλλοτε μισούμενοι καθίστανται τώρα αγαπητοί ένεκα της ισχύος αυτών, ο δε καταδικασθείς Πομπήιος, ωφελούμενος εκ της δόξης του πατρός του, αποσπά ταχέως τας συμπαθείας των μη ωφεληθέντων εκ της παρούσης καταστάσεως, τούτων δε ο πληθυνόμενος αριθμός αποβαίνει επικίνδυνος· οι δε εκ της ησυχίας απαυδήσαντες ζητούν αντιφάρμακον δι' οιασδήποτε παρατόλμου και απελπιστικής μεταβολής. Αλλ' ότι αφορά μόνον εις εμέ, τούτο δε κάλλιον παντός άλλου πρέπει να σε καθησυχάζη δια την αναχώρησίν μου, είνε ο θάνατος της Φουλβίας.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν η ηλικία δεν ηδυνήθη ακόμη να με απαλλάξη της
κουφονοίας, με έχει όμως απηλλαγμένην της νηπιώδους ευπιστίας. Είνε
δυνατόν να αποθάνη η Φουλβία;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απέθανε, βασίλισσα μου. (Tη εγχειρίζει επιστολήν). Ιδέ και
ανάγνωσον εν βασιλική ανέσει τας ταραχάς τας οποίας αύτη διήγειρε·
τέλος, το πάντων κάλλιστον, ιδέ πότε και πού απέθανεν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω του ψευδεστάτου έρωτος! Πού είνε αι ιεραί φιάλαι τας
οποίας έπρεπε να πληρώσης εκ δακρύων λύπης; Βλέπω τώρα εκ του
θανάτου της Φουλβίας τίνι τρόπω θακούσης και τον ιδικόν μου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Παύσε πλέον τας έριδας, και ετοιμάσου να μάθης τα σχέδιά μου, των οποίων η εκτέλεσις είνε εις την πλήρη εξουσίαν σου. Ορκίζομαι εις το πυρ το ζωογονούν την ιλύν του Νείλου ναναχωρήσω πιστός προς σε στρατιώτης και θεράπων, κηρύττων πόλεμον ή συνομολογών ειρήνην κατά την επιθυμίαν σου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, Χάρμιον, κόψε τον στηθόδεσμόν μου. Αλλ' όχι! άφησέ τον – εις την αυτήν στιγμήν και ησθένησα και ανέλαβον· τοιούτος είνε και ο έρως του Αντωνίου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ησύχασε, προσφιλεστάτη μου βασίλισσα, και έχε εμπιστοσύνην εις τον έρωτα εκείνου όστις υφίσταται σπουδαίαν δοκιμασίαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω το παράδειγμα της Φουλβίας… Στρέψε, σε παρακαλώ, το πρόσωπον, και κλαύσε δι' αυτήν· αποχαιρέτησέ με έπειτα, και ειπέ ότι τα δάκρυα ταύτα χύνονται χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου. Έλα, σε παρακαλώ, παίξε πρόσωπον δεξιού υποκριτού και κατόρθωσε να φανής αισθανόμενος λύπην ακραιφνή.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρκεί· θα μου ανάψης το αίμα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δύνασαι να υποκριθής έτι καλύτερον, αλλά και τούτο είνε αρκετόν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μα το ξίφος μου!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και μα την ασπίδα σου! – Ε κάτι καλύτερα, αλλ' όχι τέλειον. Κύτταξε, σε παρακαλώ, Χάρμιον, πόσον αρμόζει ο θυμός εις τον Ηρακλείδην αυτόν Ρωμαίον3.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε αφήνω, βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μίαν λέξιν, φιλόφρων στρατηγέ. Κύριε, συ κ' εγώ πρέπει να χωρισθώμεν. – Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου. Κύριε, συ κ' εγώ ηγαπήθημεν – αλλά και πάλιν δεν πρόκειται περί τούτου, ως καλώς ηξεύρεις. Ήθελα να είπω περί – ω η μνήμη μου είνε τόσον άπιστος ως ο Αντώνιος. Τα πάντα λησμονώ4.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν δεν εγνώριζον ότι η βασίλισσα υπέβαλλεν εις το θέλημά της την κουφότητα, θα υπελάμβανον αυτήν ως την προσωποποίησιν της κουφότητος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και όμως είνε βαρύ φορτίον να έχη τις την κουφότητα ταύτην τόσον πλησίον της καρδίας όσον η Κλεοπάτρα, αλλά συγχώρησέ με, διότι και αυταί μου αι χάριτες με θανατώνουν, όταν και σε δεν ευχαριστούν5. Η τιμή σου επιτάσσει την αναχώρησίν σου· μη προσέχης λοιπόν εις την άσπλαγχνόν μου ανοησίαν. Είθε οι θεοί να σε προφυλάττουν, είθε της δάφνης ο στέφανος να κοσμή το ξίφος σου, και η ευτυχία να σε ακολουθή κατά πόδας!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εμπρός, υπάγωμεν. Τοιαύτη είνε η φύσις του αποχωρισμού ημών, ώστε συ μεν μένουσα εδώ θα με συνοδεύης πανταχού, εγώ δε, καίπερ μακράν σου φεύγων, θα μένω μετά σου. Υπάγωμεν. (Εξέρχονται).
3
Ο Αντώνιος έλεγεν ότι είλκε το γένος εκ του Άντωνος, υιού του Ηρακλέους.
4
Το κείμενον λέγει Ι am all forgotten, αλλά ερμηνεύεται ως I forget every thing.
5
Since my becomings kill me when they do not eye well to you. Κατά τον Furness το becomings σημαίνει: the things which become me = τα εις εμέ αρμόζοντα. Ο δε Rolfe το ερμηνεύει ότι η Κλεοπάτρα θεωρεί εχθρικάς και αυτάς τας χάριτας ή θέλγητρα αυτής όταν δεν κατορθώνη να σαγηνεύση δι' αυτών τον Αντώνιον. Ο Σμιθ (Sac. Lexicon) ερμηνεύει το becomings δια του graces = αι χάριτες.