Читать книгу Η τρικυμία - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 2

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'

Оглавление

Καράβι' ς την θάλασσα· θαλασσοζάλη με βροντές και μ' αστραπές

(Μπαίνουν ο ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ και έπειτα ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ}.

ΚΑΡΑΒ. Πλωρήτη, —

ΠΛΩΡ. Εδώ, αφέντη – πώς ακούς την καρδιά σου;

ΚΑΡΑΒ. Καλά· φώναζε τους ναύταις· βάλε όλα σου τα δυνατά, ειδεμή θα τσακισθούμε. (Βγαίνει).

(Μπαίνουν Ναύταις).

ΠΛΩΡ. Ελάτε, φίλοι μου· σαν παλληκάρια, παιδιά μου· με καρδιά, με καρδιά· μαζώξτε το τρίτο πανί· το νου σας στη σφυρίχτρα του καραβοκύρη. – Φύσα, ξεθύμανε όλο σου τον αγέρα, αν σε χωράη ο τόπος!

(Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ και άλλοι).

ΑΛΟΝΖ. Καλέ Πλωρήτη, φρόντιζε· πού είναι ο καραβοκύρης; κάμετε ωσάν άνδρες.

ΠΛΩΡ. Γεια, στη ζωή σας, κοπιάστε κάτω.

ΑΝΤΩΝ. Πλωρήτη, πού είναι ο καραβοκύρης;

ΠΛΩΡ. Δεν τον ακούτε; Εσείς χαλάτε τους κόπους μας. Μείνετε στες κάμαρές σας· εσείς βοηθάτε την τρικυμία.

ΓΟΝΖ. Έλα, φίλε μου, ολίγ' υπομονή.

ΠΛΩΡ. Αν την είχε το πέλαο. Όξ' από ‘δώ! Έγνοια πώχουν για τον βασιλέα αυτά πού μουγκρίζουν! Κάτω· σιγάτε· μη μας σκοτίζετε.

ΓΟΝΖ. Καλό· μόν' θυμήσου ποίους έχεις εδώ μέσα.

ΠΛΩΡ. Δεν έχω κανένα που ν' αγαπάω καλύτερ' από τον εαυτό μου· του λόγου σου είσαι σύμβουλος· πρόσταξε, αν ημπορής, τούτα τα στοιχεία να βουβαθούνε, και κάμε την ειρήνη ανάμεσό τους, κ' εμείς πλια δεν τραβάμε σχοινί· ας κάμ' η εξουσία σου· αν δεν ημπορείς, κάτεχέ μας χάρη ότι έζησες τόσο, και πήγαινε στην κάμαρή σου, ετοιμάσου για τη συμφορά, αν θε να φθάση, (Προς τους ναύταις). Έξυπνα, παιδιά μου, – Όξω από τη μέση, σας είπα. (Βγαίνει).

ΓΌΝΖ. Εγώ πέρνω μεγάλη παρηγοριά απ' αυτό το υποκείμενο· φαίνεταί μου, αυτός δεν είναι για πνίμμα· μοιάζει όλος για την κρεμάστρα. Κράτει σφικτά, μοίρα καλή, το φούρκισμά του! Τη θηλειά, που του φυλάς, κάμε την για μας παλαμάρι, γιατί, ολίγ' ωφελούν τα δικά μας! Ανίσως αυτός δεν εγεννήθηκε για την κρεμάλα η θέση μας είναι ελεεινή. (Βγαίνουν).

Μπαίνει ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ)

ΠΛΩΡ. Κάτω το μεγάλο κατάρτι· σφικτά. Κάτω· παρακάτω μαζώξτε όλα τα πανιά, αφήστε μοναχά το μεγάλο. (Ακούεται κραυγή από μέσα). Πανούκλα στα φωνατά τους! τόσο δεν βροντάει ο καιρός, ούτε αυτό μας το έργο. (Μπαίνουν ο Σεβαστιανός, ο Γονζάλος και ο Αντώνιος). Πάλι πίσω; τι κάνετ' εδώ; θα τ' αφήσουμε γι' απελπισμένο; και θα πνιγούμε; σας αρέσει να βουλήσουμε;

ΣΕΒΑΣΤ. Φάουσα στο λάρυγγά σου. άπονο σκυλί, φωνάρα και βλάσφημε!

ΠΛΩΡ. Δουλεύτε σεις, κάνε.

ΑΝΤΩΝ. Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου.

ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη.

ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά.

(Μπαίνουν ναύταις βρεμμένοι).

ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα!

(Βγαίνουν).

ΠΛΩΡ. Τι; θα κρυώσουν τα χείλη μας;

ΓΟΝΖ. Ο βασιλέας και ο υιός του δέονται! ας κάμουμε το αυτό κ' εμείς, διότι το ίδιο μας μέλλεται.

ΣΕΒΑΣΤ. Σκάζω από τη χολή μου.

ΑΝΤΩΝ. Πες που μεθυστάδες ερρίξανε τη ζωή μας! κύτταξ' εκείνον τον ληστή, τον πλατυλάρυγγα! α! να σε ξεπλύνουν δέκα φορές τα ρεύματα πριν αποπνιγής!

ΓΟΝΖ. Θα κρεμασθή, σας είπα· αγκαλά κάθε ρανίδα άρμης, ορκίζεται το ενάντιο, και χάσκει πλατειά να τον καταπιή. (Ανακατωμένες φωνές από μέσα: Θε! Ελέησέ μας! βουλάμε, βουλάμε! – έχετε γεια, γυναίκα μου, και παιδιά μου! έχε γεια, αδελφέ! βουλάμε, βουλάμε, βουλάμε!)

ΑΝΤΩΝ. Ας πάμε σιμά στον βασιλέα να βουλήσωμ' όλοι μαζή του. (Βγαίνει).

ΣΕΒΑΣΤ. Πάμε να τον αποχαιρετήσουμε. (Βγαίνει).

ΓΟΝΖ. Τώρα εγώ έδινα χίλια μίλια θάλασσα για μία ζευγιά άκαρπο χώμα· ας ήτουν μακρουλό ρίκι, βράχλο μαυρουδερό, ό,τι θέλεις· του θεού το θέλημ' ας γένη! αλλ' αγαπούσα καλύτερα να πεθάνω στεγνός. (Βγαίνει).

Η τρικυμία

Подняться наверх