Читать книгу English and Scottish Ballads (Vol. 1-8) - Various Authors - Страница 95

See p. 217.

Оглавление

We are indebted for the following recension of Constantine and Areté to Mr. Sophocles of Harvard College. It is constructed from Fauriel's text, combined with a copy in Zambelios's Ἄισματα Δημοτικά, and with a version taken down from the recitation of a Cretan woman. The translation is by the skilful hand of Professor Felton.

We may notice by the way that several versions of this piece are given by Tommaseo, in his Canti Popolari Toscani, etc. iii. 341.

Μάννα μὲ τοὺς ἐννιά σου υἱοὺς καὶ μὲ τὴ μιά σου κόρη,

Τὴν κόρη τὴ μονάκριβη τὴν πολυαγαπημένη,

Τὴν εἶχες δώδεκα χρονῶν κ' ἥλιος δὲν σοῦ τὴν εἶδε,

'Σ τὰ σκοτεινὰ τὴν ἤλουγες, 'ς τ' ἄφεγγα τὴν ἐπλέκες,

5 'Σ τ' ἄστρη καὶ 'ς τὸν αὐγερινὸ τσ' ἔφκειανες τὰ σγουρα της.

Ἡ γειτονιὰ δὲν ἤξερε πῶς εἶχες θυγατέρα,

Καὶ προξενιὰ σοῦ φέρανε ἀπὸ τὴ Βαβυλώνη.

Οἱ ὀκτὼ ἀδερφοὶ δὲν θέλουνε, καὶ ὁ Κωσταντῖνος θέλει·

Δός τηνε, μάννα, δός τηνε τὴν Ἀρετὴ 'ς τὰ ξένα,

10 Νά 'χω κ' ἐγὼ παρηγοριὰ 'ς τὴ στράτα ποῦ διαβαίνω."

"Φρένιμος εἶσαι, Κωσταντῆ, μ' ἄσχημ' ἀπιλογήθης·

Ἂν τύχῃ πίκρα γὴ χαρὰ, ποιὸς θὰ μοῦ τὴνε φέρῃ;"

Τὸ θεὸ τῆς βάνει ἐγγυτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,

Ἂν τύχῃ πίκρα γὴ χαρὰ νὰ πάῃ νὰ τῆς τὴν φέρῃ·

15 Καὶ σάν τὴν ἐπαντρέψανε τὴν Ἀρετὴ 'ς τὰ ξένα,

Ἔρχεται χρόνος δίσεφτος καὶ οἱ ἐννιὰ πεθάναν.

Ἔμεινε ἡ μάννα μοναχὴ σὰν καλαμιὰ 'ς τὸν κάμπο.

'Σ τὰ ὀχτὼ μνήματα δέρνεται, 'ς τὰ ὀχτὼ μυρολογάει,

'Σ τοῦ Κωσταντίνου τὸ θαφτιὸ ἀνέσπα τὰ μαλλιά της·

20 "Σήκου, Κωσταντινάκη μου, τὴν Ἀρετή μου θέλω·

Τὸ θεὸ μοῦ 'βάλες ἐγγυτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,

Ἂν τύχῃ πίκρα γὴ χαρὰ νὰ πᾷς νὰ μοῦ τὴν φέρῃς."

Καὶ μέσα 'ς τὰ μεσάνυχτα ἀπ' τὸ κιβούρι βγαίνει.

Κάνει τὸ σύγνεφο ἄλογο, καὶ τ' ἄστρο σαλιβάρι,

25 Καὶ τὸ φεγγάρι συντροφιὰ καὶ πάει νὰ τὴνε φέρῃ.

Βρίσκει την καὶ χτενίζουνται ὄξου 'ς τὸ φεγγαράκι.

Ἀπομακριὰ τὴν χαιρετάει καὶ ἀπομακριὰ τῆς λέγει.

"Γιὰ ἔλα, Ἀρετούλα μου, κυράνα μας σὲ θέλει."

"Ἀλίμονο, ἀδερφάκι μου, καὶ τί 'νε τούτ' ἡ ὥρα!

30 Ἂν ἦν' χαρὰ 'ς τὸ σπίτι μας, νὰ βάλω τὰ χρυσά μου,

Καὶ ἂν πίκρα, ἀδερφάκι μου, νά 'ρθω ὡς καθὼς εἶμαι.""

"Μηδὲ πίκρα μηδὲ χαρὰ· ἔλα ὡς καθὼς εἶσαι."

'Σ τὴ στράτα ποῦ διαβαίνανε, 'ς τὴ στράτα ποῦ παγαῖναν,

Ἀκοῦν πουλιὰ καὶ κιλαδοῦν, ἀκοῦν πουλιὰ καὶ λένε·

35 "Γιὰ δὲς κοπέλα ὄμορφη νὰ σέρνῃ ἀπεθαμένος!"

"Ἄκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τὰ πουλάκια;"

"Πουλάκια 'νε καὶ ἂς κιλαδοῦν, πουλάκια 'νε καὶ ἂς λένε."

Καὶ παρακεῖ ποῦ πάγαιναν καὶ ἄλλα πουλιὰ τοὺς λέγαν·

"Τί βλέπουμε τὰ θλιβερὰ τὰ παραπονεμένα;

40 Νὰ περπατοῦν οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀπεθαμένους;"

"Ἄκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τὰ πουλάκια;"

"Πουλάκια 'νε καὶ ἂς κιλαδοῦν, πουλάκια 'νε καὶ ἂς λένε."

"Φοβοῦμαί σ' ἀδερφάκι μου, καὶ λιβανιὲς μυρίζεις."

"Ἐχτὲς βραδὺς ἐπήγαμε κάτω 'ς τὸν Ἁϊγιάννη,

45 Κ' ἐθύμιασέ μας ὁ παπᾶς μὲ τὸ πολὺ λιβάνι."

Καὶ παρεμπρὸς ποῦ πήγανε, καὶ ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε·;

"Ὦ θὲ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις!

Τέτοια πανώρηα λυγερὴ νὰ σέρνῃ ἀπεθαμένος!"

Τ' ἄκουσε πάλε ἡ Ἀρετὴ κ' ἐρράγισ' ἡ καρδιά της·

50 "Ἄκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τὰ πουλάκια;

Πές μου ποῦ 'ν' τὰ μαλλάκια σου, τὸ πηγουρὸ μουστάκι;"

"Μεγάλη ἀρρώστια μ' εὕρηκε, μ' ἔρρηξε τοῦ θανάτου."

Βρίσκουν τὸ σπίτι κλειδωτὸ κλειδομανταλωμένο,

Καὶ τὰ σπιτοπαράθυρα ποῦ 'ταν ἀραχνιασμένα·

55 "Ἄνοιξε, μάννα μ', ἄνοιξε, καὶ νὰ τὴν Ἀρετή σου."

"Ἂν ἦσαι Χάρος, διάβαινε, καὶ ἄλλα παιδιὰ δὲν ἔχω·

Ἡ δόληα Ἀρετούλα μου λείπει μακριὰ 'ς τὰ ξένα."

"Ἄνοιξε, μάννα μ', ἄνοιξε, κ' ἐγώ' μαι ὁ Κωσταντῆς σου.

Τὸ θιὸ σοῦ 'βάλα ἐγγυτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,

60 Ἂν τύχῃ πίκρα γὴ χαρὰ νὰ πάω νὰ σοῦ τὴν φέρω."

Καὶ ὥστε νὰ 'βγῇ 'ς τὴν πόρτα της, ἐβγῆκε ἡ ψυχή της.

English and Scottish Ballads (Vol. 1-8)

Подняться наверх