Читать книгу Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ - Charley Brindley - Страница 5

Κεφάλαιο Ένα

Оглавление

Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, σε μια μικρή χώρα της Κεντρικής Ασίας.

Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι της και κοίταξε το πάτωμα, τα γυμνά της πόδια ήταν παγωμένα από το κρύο τσιμέντο.

«Πέντε...τέσσερα...τρία....δύο...ένα»,είπε ψιθυρίζοντας.

Η πόρτα άνοιξε, και βγήκε έξω. «Καλημέρα, Λερτς».

Ο φρουρός βρυχήθηκε.

Μόνο έτσι της απαντούσε. Δε γνώριζε το πραγματικό του όνομα, απλώς πίστευε πως μοιάζει με τον «Λερτς» από τη γνωστή Οικογένεια Άνταμς· ψηλός, γεροδεμένος, με τετράγωνο κεφάλι και σκούρες κόγχες.

Όταν η βαριά πόρτα έκλεισε, ο Λερτς κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Τον ακολούθησε μερικά βήματα πιο πίσω.

Ήταν ντυμένος με μια παλιά κόκκινη και μπλε στολή γρεναδιέρου. Οι ξεφτισμένες μανσέτες και το φθαρμένο κολάρο υποδείκνυαν την ανάγκη του ρούχου για ένα καλό πλύσιμο, και σίγουρα μερικών επιδιορθώσεων.

Κατέβηκαν απ’ το κλιμακοστάσιο τρεις ορόφους ώσπου βγήκαν στο προαύλιο. Όπως πάντα, ήταν άδειο την ώρα της καθημερινής της άθλησης, κατά τις 10 π.μ. . Γιατί εκκένωναν το χώρο από τους άλλους κρατούμενους, δε γνώριζε. Μήπως για την ασφάλειά της...ή τη δική τους;

Άκουσε το μεταλλικό ήχο της κλειδαριάς να την κλείνει μέσα, και τότε έκλεισε τα μάτια, σήκωσε το κεφάλι και εισέπνευσε βαθιά, τάχα σαν ν’ ανέπνεε το θερμό ηλιόφως. Μετά από είκοσι τρεις ώρες απομόνωσης στο άθλιο κελί της, ένιωθε σαν την πρώτη μέρα της άνοιξης.

Έπειτα από μια ήσυχη στιγμή, άνοιξε τα μάτια της. Ένα λευκό ίχνος αεροπλάνου διαγράφτηκε πάνω απ' το κεφάλι της, σαν μια τέλεια ζωγραφισμένη γραμμή κιμωλίας στον γαλανό ουρανό.

Ένα επιβατικό, τόσο ψηλά. Δεν ακούω καν τους κινητήρες. Ένα επιβατικό γεμάτο με χαρούμενους μεθυσμένους, που πάνε σε μια εξωτική παραλία. Εκατοντάδες άνθρωποι, δίχως έγνοιες. Τόσο ψηλά, που ούτε αυτό το απαίσιο σιδερένιο και πέτρινο κελί μπορούν να δουν, ούτε το στίγμα μιας γυναίκας παγιδευμένης μέσα του.

Αναστέναξε, γύρισε δεξιά, και περπάτησε γοργά το μήκος του τοίχου. Όταν έφτασε στο τέλος του, γύρισε αριστερά και περπάτησε μερικά μέτρα. Εκεί, σήκωσε μια πέτρα που είχε αφήσει στη βάση του τοίχου. Ήταν πέτρα ποταμού, περίπου στο μέγεθος ενός πακέτου Κάμελ. Σαν βότσαλο, στρογγυλή και λεία, με ακονισμένη τη μια της πλευρά. Τυλίγοντάς τη στο χέρι της, συνέχισε να περπατά το μήκος του εξωτερικού τοίχου, που υψωνόταν τέσσερα μέτρα πάνω απ' το κεφάλι της. Σταμάτησε και κοίταξε στο τέλος αυτών των τεσσάρων μέτρων το συρματόπλεγμα. Ήταν τοποθετημένο πάνω από μια διπλή στρώση σπασμένων γυαλιών – κάτι πράσινα και καφετιά απομεινάρια μπουκαλιών κρασιού από παλιούς υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν φύγει εδώ και πολλά χρόνια. Τα αιχμηρά θραύσματα, χωμένα μέσα στον σοβά, έπιαναν το φως του ήλιου και το έκοβαν σε χιλιάδες κρυστάλλινα διαμάντια.

Ακόμη κι αν είχε τρόπο να σκαρφαλώσει τον τοίχο, θα ήταν αδύνατο να περάσει μέσα από το συρματόπλεγμα και πάνω από τα σπασμένα γυαλιά. Ίσως με έναν καλό συρματοκόφτη θα μπορούσε να κόψει το συρματόπλεγμα και να καθαρίσει τα σπασμένα μπουκάλια. Αλλά, ακόμη, θραύσματα των μπουκαλιών θα εξείχαν από τον σοβά. Ίσως με μια παχιά κουβέρτα θα μπορούσε να τα καλύψει... αλλά ούτε κουβέρτα είχε. Ακόμη κι αν σκαρφάλωνε τον τοίχο, μετά τί θα γινόταν; Θα υπήρχε άλλα τέσσερα μέτρα γκρεμός από την άλλη, μπορεί και παραπάνω. Πολύ παραπάνω. Ήξερε ότι η φυλακή ήταν χτισμένη πάνω σε βουνοπλαγιά, γιατί διέκρινε χιονισμένες βουνοκορφές πίσω από το γκρι γρανιτένιο κτίριο. Το χείλος του γκρεμού θα μπορούσε να βρίσκεται κάτω από τον τοίχο.

Περπάτησε μπροστά, έπειτα στράφηκε προς τον τοίχο. Παρατήρησε τις σειρές των χαραγμένων Χ για μια στιγμή. Χρησιμοποιώντας την ακονισμένη της πέτρα, χάραξε την πλευρά ενός νέου Χ στο τέλος της σειράς. Ήξερε πως θα το συμπλήρωνε αυτός όταν θα τον έβγαζαν στο προαύλιο το απόγευμα.

Πριν πολύ καιρό είχε αποφασίσει πως εάν έμεναν ασυμπλήρωτα δύο Χ στη σειρά, και η θαμπή λάμψη απ' το παράθυρό του χανόταν, θα έδινε τέλος στη ζωή της.

Θα ήταν εύκολο. Δε θα έτρωγε. Θα τα έριχνε όλα στην τουαλέτα. Μέχρι να το καταλάβουν οι δεσμοφύλακες θα είναι πολύ αργά για να τη σώσουν από την ασιτία.

Ή, θα μπορούσε να επιτεθεί στον Λερτς στο προαύλιο, αναγκάζοντάς τον να ανοίξει πυρά. Ίσως είναι προτιμότερος ένας γρήγορος θάνατος από 10 μέρες λιμοκτονίας.

Εάν προσπαθούσε να πεθάνει από την πείνα, θα έπαιρναν το λιπόθυμο κορμί της στο θεραπευτήριο και θα την συνέφεραν με ενδοφλέβια τροφή. Όχι. Καλύτερο είναι να την σκοτώσει ο Λερτς με το Kalashnikov.

Μέτρησε τα Χ. Δεκαεννιά. Η σειρά από πάνω είχε είκοσι, το ίδιο και η παραπάνω. Έκανε ένα βήμα πίσω, και κοίταξε όλες τις συμπληρωμένες σειρές των Χ. Αυτές στην αριστερή μεριά του τοίχου είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν.

Τρεις χιλιάδες εφτακόσια δεκαεννέα Χ. Ένα για κάθε μέρα που ήταν αιχμάλωτοι.

Στράφηκε προς το κτίριο. Κοιτώντας ψηλά, είδε τον όροφό της, τον τρίτο. Πιο πάνω στον έκτο, ο δικός του. Μέτρησε τα καγκελωτά παράθυρα προς τα δεξιά...επτά...οχτώ...εννιά. Εκεί. Αυτό ήταν το παράθυρό του. Κοίταξε επίμονα. Και εκείνη τη στιγμή, το είδε· μια μικρή λάμψη. Πώς το έκανε, δεν το ήξερε, αλλά ακόμη και στις πιο συννεφιασμένες μέρες, το αμυδρό του σήμα φαινόταν. Δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο, μια μικρή λάμψη μόνο, αλλά όλη της η ύπαρξη εξαρτιόταν απ’ αυτή, αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα της ημέρας το οποίο επιβεβαίωνε πως ήταν ζωντανός, την αγαπούσε και με κάποιον τρόπο θα υπέμεναν αυτό το βασανιστήριο μαζί.

Έφερε την πέτρα στα χείλη της, κρατώντας το βλέμμα της στο παράθυρό του. Ήξερε ότι την κοιτούσε, όπως έκανε κι αυτή όταν ερχόταν αυτός στο προαύλιο τα απογεύματα και ολοκλήρωνε την τελετουργία τους.

Άγγιξε απλά την πέτρα στο στόμα της, για να μην υποψιαστεί κανείς ότι επικοινωνούν.

Υπήρχαν πολλοί άλλοι κρατούμενοι. Δε γνώριζε ακριβώς πόσοι, αλλά ένιωθε εκατοντάδες βλέμματα πάνω της. Όλοι ήταν άνδρες, εκτός από μία. Ή τουλάχιστον της άρεσε να σκέφτεται ότι κάπου μέσα σε αυτήν την τεράστια, φριχτή φυλακή γνωστή ως Kauen Bogdanovka υπήρχε άλλη μια γυναίκα. Είναι ανησυχητική η σκέψη μιας γυναίκας ανάμεσα σε εκατοντάδες άνδρες, ακόμη και σε απομόνωση.

Μόνο εκείνη και ο σύζυγός της έβγαιναν σε αυτό το προαύλιο. Δύο μεγαλύτερες αυλές ήταν τοποθετημένες δεξιά και αριστερά, όπου έβγαζαν σε ομάδες τους άλλους κρατούμενους. Δεν μπορούσε να τους δει, μόνο που άκουγε τις φωνές τους όταν αθλούνταν ή τσακώνονταν.

Όταν βρίσκονταν στα κελιά τους, δεν άκουγε τίποτα. Ίσως ήταν πολύτιμοι και δεν ήθελαν να τους εκθέσουν στη βιαιότητα των άλλων φυλακισμένων. Σίγουρα όμως δεν ένιωθε πολύτιμη.

Δεν μπορούσε να δει μέσα στα κελιά την ημέρα διότι ήταν χτισμένα σε μεγάλες εσοχές, μακριά από το φως των παραθύρων.

Θα σκότωνα για μια πεντάλεπτη συζήτηση με μια γυναίκα -- ή και με τον Λερτς, για να είμαι ειλικρινής -- ακόμη κι αν δεν μιλάει Αγγλικά, που μάλλον δεν μιλάει. Ίσως να ξέρει Τουρκικά ή Ρωσικά.

Περπάτησε παράλληλα με τον εξωτερικό τοίχο έως το τέλος του. Γυρνώντας αριστερά, πήγε στο κτίριο, όπου ξανάκανε μια αριστερή στροφή και περπάτησε προς την πόρτα. Μετά πάλι αριστερά για μερικά βήματα. Εκεί, άφησε την πέτρα στην προκαθορισμένη θέση της.

Φορούσε μια φθαρμένη μπλούζα με τον Τσε Γκεβάρα, αμάνικη· όμως εκείνη έκανε χειρονομία τάχα ότι σήκωσε το ένα μανίκι της. Επανέλαβε την ίδια ιδιοτροπία και με το άλλο χέρι, σαν να προετοιμαζόταν να πάει για δουλειά.

Έκανε ένα πλάγιο βήμα αριστερά, και ακολουθώντας την προηγούμενη διαδρομή της πήγε προς τα εμπρός, μισό βήμα μεσ’ την προηγούμενη πορεία της. Έκανε τον κύκλο του προαυλίου με πλάγια βήματα συνεχώς, περνώντας την πέτρα, κάθε φορά μισό βήμα πιο μέσα ώσπου έφτασε στο κέντρο του. Εκεί στάθηκε απέναντι από την γκρι σιδερένια πόρτα, έξι μέτρα μακριά. Αφού έριξε μια κλεφτή ματιά στον έκτο όροφο, ξεκίνησε για την πόρτα. Και τότε, την κατάλληλη στιγμή, αυτή άνοιξε.

* * * * *

Όταν μπήκε στο κελί της, στάθηκε μπροστά απ’ το κρεβάτι της με την πλάτη στον τοίχο. Κοίταξε επίμονα τον απέναντι τοίχο.

Της είχε πάρει μήνες να μάθει το σάλτο. Πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν δεκαεπτά χρονών, έβλεπε τους χορευτές δρόμου της Νέας Υόρκης να κάνουν το ίδιο κόλπο, οπότε ήξερε ότι δεν ήταν αδύνατο. Απαιτούσε συγκέντρωση, ταχύτητα και δύναμη στα πόδια. Τις πρώτες φορές που το δοκίμασε έπεφτε με δύναμη πάνω στο τσιμέντο, και είχε μώλωπες στους αγκώνες και τους ώμους της.

Επικεντρώθηκε σε δύο γρατσουνιές πάνω στον τοίχο, λύγισε τα πόδια της κι έτρεξε προς το μέρος τους. Ανασηκώθηκε, βάζοντας το αριστερό της πόδι στην πρώτη γρατσουνιά, περίπου ένα μέτρο ύψος από το πάτωμα. Με την ορμή της να υποβοηθάει, έφερε το δεξί της πόδι στη δεύτερη γρατσουνιά και έκανε το άλμα. Αναποδογύρισε το κορμί της στον αέρα με τα χέρια της εκτεταμένα, και προσγειώθηκε στα πόδια της, απέναντι από τον τοίχο με τις γρατσουνιές, ο οποίος τώρα ήταν στολισμένος με τα σκονισμένα αποτυπώματά της. Έκανε υπόκλιση και πιρουέτα για το αόρατο κοινό της.

Έκανε πίσω, και στάθηκε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι της. Μετά από μια βαθιά ανάσα, λύγισε τα πόδια και έτρεξε προς τον αντίθετο απ’ αυτήν τοίχο.

Ήταν ένα γελοίο ακροβατικό, το ήξερε, αλλά ήταν ένα ακόμη πράγμα από τις πολλές άχρηστες συνήθειες που επαναλάμβανε κάθε μέρα. Έπρεπε να γεμίζει το χρόνο της με δραστηριότητες, όποιες κι αν ήταν αυτές, αλλιώς η απομόνωση και η σιωπή θα την τρέλαιναν.

Έπειτα από τρία ακόμη σάλτα, έπεσε στο πάτωμα για κάμψεις.

Και αυτή η άσκηση της είχε πάρει μήνες να την τελειοποιήσει. Στις αρχές της φυλάκισής τους, εκείνη και ο σύζυγός της είχαν καλή φυσική κατάσταση· έπρεπε λόγω επαγγέλματος.

Πριν φυλακιστεί, μπορούσε να κάνει σαράντα κάμψεις. Σε τέσσερις μήνες, έγιναν εβδομήντα. Τότε, αποφάσισε να τις κάνει με το ένα χέρι. Όταν ξεκίνησε δεν μπορούσε ούτε μία να κάνει, αλλά σιγά σιγά στήριξε το βάρος της στο δεξί της χέρι. Τώρα, με το ένα χέρι στην πλάτη, μπορούσε να κάνει εικοσιένα κάμψεις σε λιγότερο από σαράντα πέντε δευτερόλεπτα.

Όταν τελείωσε, πήγε στο νεροχύτη να πλύνει το πρόσωπό της. Εκεί, βρισκόταν μια μικρή τουαλέτα κι ένας γυαλισμένος μεταλλικός καθρέφτης. Δεν είχε καλή αντανάκλαση το μέταλλο, αλλά την άφηνε να περιποιηθεί τα μαλλιά της.

Έφερε τα καστανοκόκκινα μαλλιά της πάνω από τον ώμο. Ήθελε να κουρέψει τις άκρες της κανονικά, αλλά δεν επιτρέπονταν κανενός είδους αιχμηρά αντικείμενα. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε μάθει να τα κόβει τρίβοντάς τα στα σκουριασμένα κάγκελα του παραθύρου της.

Κρατούσε τα κομμένα μαλλιά κι έπλεκε τις μπούκλες σε μια τριχιά. Ίσως μια μέρα να την τύλιγε γύρω απ’ το λαιμό του Λερτς και να τον στραγγάλιζε.

Σκούπισε το πρόσωπό της χαμογελώντας με τη μοναδική πετσέτα που είχε, και την κρέμασε πάλι στο καρφί πάνω στον τοίχο.

Πήγε στο παράθυρο και σταύρωσε τα χέρια της, κοίταξε έξω τον φθινοπωρινό ουρανό που είχε έντονο μπλε περσικό χρώμα, και είδε μια σειρά από κυματιστά σωρειτά σύννεφα που τα έφερνε ο δυτικός άνεμος.

Δεν είχε τζάμι το παράθυρο· μόνο επτά σκουριασμένες ατσάλινες μπάρες. Το καλοκαίρι έμπαινε δροσερός αέρας, αλλά τον χειμώνα ακουγόταν το σφύριγμα του παγωμένου βορεινού αέρα στα κάγκελα.

Τους χειμερινούς μήνες, οι δεσμοφύλακες τής έδιναν δύο τραχιές μάλλινες κουβέρτες. Τη μια την κρεμούσε μπροστά απ’ το παράθυρό της για να κόβει τον αέρα και το χιόνι. Την άλλη την άπλωνε πάνω από το λεπτό κουβερλί από μουσελίνα που είχε το κρεβάτι της.

Γύρισε και πήγε στο κέντρο του κελιού της. Επιβράδυνε το ρυθμό της αναπνοής της, το πρόσωπό της στραμμένο προς τη βιδωτή πόρτα, και άρχισε να κάνει με αργές κινήσεις μια άσκηση τάι τσι που λέγεται «Πατώντας την Ουρά της Τίγρης».

Έπειτα από μισή ώρα έπεσε στο κρεβάτι της και κοίταξε το ταβάνι, όπου οι λεκέδες του νερού είχαν δημιουργήσει αλλεπάλληλες ρωγμές που σαν φίδια ελίσσονταν ανάμεσα στις θολές σκιές του τοίχου. Φαντάστηκε δέντρα και βουνά μέσα στους τυχαίους στροβίλους. Θαμπά σχήματα και φασματικές εικόνες μεταμορφώθηκαν στη φιγούρα ενός παιδιού με προβληματισμένο πρόσωπο.

Την πλημμύρισαν αναμνήσεις, συνθλίβοντάς τη με κύματα θλίψης και πόνου.

Γύρισε πλευρό, και κοιτώντας τον τοίχο έφερε τα γόνατά της στο στήθος της, και έκλαψε.

Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ

Подняться наверх