Читать книгу Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ - Charley Brindley - Страница 6

Κεφάλαιο Δύο

Оглавление

Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ

Ο Ντόνοβαν χτύπησε την πόρτα και περίμενε κάποιον να έρθει να του ανοίξει. Έβαλε τον χαρτοφύλακα στο άλλο του χέρι, κι έριξε μια ματιά στο διπλανό σπίτι. Η μητέρα του θα το χαρακτήριζε ως μπανγκαλόου. Η βεράντα ήταν σχεδόν ολόιδια με αυτή που στεκόταν αυτός τώρα. Στην άλλη μεριά του δρόμου υπήρχε ένα παρόμοιο σπίτι, λίγο πιο διαφορετικό, όπου μια ηλικιωμένη κυρία πότιζε τα μπιγκόνια της. Ήταν αδύνατη με καλή στάση σώματος, και σκέπαζε τα μάτια της για να μπορεί να παρατηρεί τον Ντόνοβαν.

Αυτή η γειτονιά της Φιλαδέλφεια χτίστηκε το 1930, και αποτελούνταν από μικρά σπιτάκια στοιχισμένα και απ’ τις δύο μεριές του ελικοειδή δρόμου, με σφεντάμια ζάχαρης να προσφέρουν τη σκιά τους στα πεζοδρόμια. Όλα τα σπίτια, εκτός απ’ αυτό, ήταν καθαρά και τακτοποιημένα, με περιποιημένες αυλές.

Κοίταξε ψηλά τη σαραβαλιασμένη υδρορροή, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.

Πώς μπορεί κανείς να τα αφήσει όλα να διαλυθούν έτσι;

Η πόρτα έτριξε ανοίγοντας, και μπροστά του εμφανίστηκε μια νεαρή γυναίκα.

Ο Ντόνοβαν ένιωσε να τον φυσά ένα απαλό τροπικό αεράκι από την καταγάλανη Καραϊβική.

Δεν έκαναν καμία διαφορά το μακιγιάζ και τα κουρέματα σε γυναίκες σαν εκείνη. Παρόλο που δεν ήταν βαμμένη και τα καστανοκόκκινα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κοτσίδα με ένα κόκκινο λαστιχάκι, στην κλίμακα που ξεκινάει από την ελκυστική στην χαριτωμένη, στην όμορφη, στην πανέμορφη και εκθαμβωτική, ήταν τουλάχιστον μια πεντάμορφη και μισή.

Τον κοίταξε από το πρόσωπό του στην ταυτότητα που κρεμόταν γύρω απ’ το λαιμό του.

Δεν τη χρειαζόταν την ταυτότητα, απλώς τη φορούσε για να φαίνεται πιο επίσημος. Η διάφανη πλαστική θήκη της περιείχε μια φωτογραφία του, με τη λέξη ΤΥΠΟΣ γραμμένη σε έντονη γραμματοσειρά. Κάτω απ’ τη φωτογραφία του υπήρχαν με μικρά γράμματα κάποιες περιγραφικές φράσεις. Μέχρι και γραμμοκώδικα είχε κατά μήκος της αριστερής πλευράς της κάρτας. Αυτοαποκαλούνταν μεταξύ άλλων, ανεξάρτητος δημοσιογράφος. Μια ολοκαίνουργια φωτογραφική μηχανή Canon ήταν κρυμμένη στο χαρτοφύλακά του, στην περίπτωση που τη χρειαζόταν.

Έμεινε καρφωμένος στα μάτια της για μια στιγμή. «Λ-Λέγομαι...» Η φωνή του, υπό άλλες συνθήκες σίγουρη και σταθερή, κόμπιαζε και κοβόταν. Ξεκίνησε πάλι απ’ την αρχή. «Λέγομαι Ντ-Ντόνοβαν».

Η γυναίκα κοίταξε το χέρι του, το οποίο εκείνος είχε τεντώσει για χειραψία, και κινήθηκε πλάγια, για να τον προσκαλέσει μέσα.

Περιφρονητικό, σκέφτηκε. Η συμπεριφορά αυτή μόλις της κόστισε διπλή χρέωση.

Είχε ξαναδεί ανθρώπους σαν αυτή, αλαζόνες και ψωνισμένους, απλά επειδή είναι όμορφοι.

Κρίμα.

Στο εσωτερικό του μπροστινού δωματίου, παρατήρησε την απλή διακόσμηση.

Η γυναίκα –περίπου είκοσι ετών– στεκόταν μπροστά του, με τα χέρια σταυρωμένα.

«Να ξεκινήσουμε, λοιπόν;», τη ρώτησε.

Ένευσε καταφατικά, και κατευθύνθηκε προς έναν διάδρομο στα αριστερά της.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους αδιάφορα, και την ακολούθησε.

Βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο με ανοιχτή την πόρτα. Στο δωμάτιο καθόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας σε μια άθλια πολυθρόνα, που φαινόταν σα να είχε έρθει μαζί με αυτόν και το σπίτι από το 1930. Είχε κρύψει πίσω απ’ τα αυτιά του λίγα λεπτά γκρίζα μαλλιά, και τα μάτια του είχαν το χρώμα ξεφτισμένου μπλουτζίν. Είχε πιασμένες στη μέση του χακί παντελονιού του ανοιχτές πράσινες τιράντες, πάνω από μια μακρυμάνικη άσπρη μπλούζα.

Ο γέρος κοίταζε τον Ντόνοβαν ενώ εκείνος περπατούσε και τελικά ήρθε δίπλα στην πολυθρόνα.

«Λέγομαι Ντόνοβαν». Του έδωσε το χέρι.

Ο γέρος κοίταξε επίμονα το χέρι του Ντόνοβαν, και μετά γύρισε προς τη νεαρή γυναίκα με απορημένο βλέμμα.

Μη μου πεις ότι κι αυτός είναι ψωνισμένος. Τι πάει λάθος με αυτούς τους ανθρώπους;

Άφησε τον χαρτοφύλακά του στο πάτωμα.

Τα μάτια του γέρου ακολουθούσαν τις κινήσεις του.

«Δεν είναι τυφλός», είπε ο Ντόνοβαν στη γυναίκα.

Εκείνη κοίταξε πρώτα τον γέρο και μετά εκείνον. «Δεν είναι τυφλός».

«Ούτε κι εσύ είσαι», της είπε.

Φάνηκε προβληματισμένη. «Ούτε κι εσύ είσαι».

«Ωραία. Κανένας δεν είναι τυφλός», είπε ο Ντόνοβαν.

«Κανένας δεν είναι τυφλός».

Νιώθω ότι μιλάω σε παπαγάλο. Θα προσπαθήσω άλλη μια φορά, και μετά την κάνω απ’ αυτό το τρελάδικο.

«Με καλέσατε να έρθω», είπε στη νεαρή.

Εκείνη ένευσε καταφατικά.

«Για τον λόγο ότι...»

Εκείνη κατευθύνθηκε προς ένα παμπάλαιο γραφείο με πτυσσόμενο κάλυμμα, πήρε έναν πάκο χαρτιά και τα έφερε. Τα έδωσε στον Ντόνοβαν.

Εκείνος τα πήρε και κοίταξε την πρώτη σελίδα. Ήταν μια ξεθωριασμένη φωτοτυπία στρατιωτικής απαλλαγής τύπου DD-214, του σώματος Πεζοναυτών των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναγραφόταν το όνομα ‘Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν’ και ο αριθμός της στρατιωτικής του μονάδας. Ο Ντόνοβαν γύρισε σελίδα και της έριξε μια ματιά. Μια πληροφορία του γυάλισε, η Ημερομηνία Γεννήσεως: 13 Αυγούστου, 1925.

«Ουάου»! Ψιθύρισε ο Ντόνοβαν. «Κύριε..,» διάβασε το όνομα στην αρχή της σελίδας, «Μάρτιν, πόσο χρονών είστε»;

Ο κ. Μάρτιν ίσιωσε τους ώμους και το πιγούνι του, με τα χέρια διπλωμένα στο θώρακα. «Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, ένα οχτώ πέντε έξι εννιά τέσσερα οχτώ οχτώ».

«Εδώ λέει ότι είστε γεννηθείς ημέρα δεκατρείς Αύγουστου, του χίλια εννιακόσια είκοσι πέντε. Είναι αλήθεια αυτό»;

Ο γέρος κοίταξε για μια στιγμή τον Ντόνοβαν. «Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, ένα οχτώ πέντε έξι εννιά τέσσερα οχτώ οχτώ».

«Ναι», του απάντησε, «όνομα, βαθμός και σειριακός αριθμός. Αυτό το κατάλαβα. Εάν αυτή η ημερομηνία είναι έγκυρη, είστε εννενηντατριών ετών».

Ο κ. Μάρτιν απλά τον αγριοκοίταξε.

«Αυτή η απαλλαγή χρονολογείται την πρώτη Δεκεμβρίου, χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε. Άρα, υπηρετήσατε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»;

«Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, ένα οχτώ πέντε έξι εννιά τέσσερα οχτώ οχτώ».

Ο Ντόνοβαν μίλησε στη γυναίκα. «Γιατί συνεχίζει να μου δίνει την ίδια απάντηση»;

«Το ίδιο κάνει και σε εμένα. Ακόμη κι αν τον ρωτήσω αν πεινά, μου λέει το όνομα και τέτοια εδώ και δύο εβδομάδες, μπορεί παραπάνω. Δε λέει κάτι άλλο».

Ο Ντόνοβαν ξαφνιάστηκε τόσο με τον τρόπο που μιλούσε η γυναίκα όσο κι από τις ίδιες απαντήσεις του γέρου. Μιλούσε σπαστά Αγγλικά, αλλά όχι με τρόπο που έδειχνε ότι δεν ήταν η μητρική της γλώσσα, γιατί δεν είχε ξένη προφορά. Φαινόταν απλά ότι δεν ήξερε πως να συντάσσει τις λέξεις.

Τελικά δεν είναι όσο τέλεια νόμιζα.

Η γυναίκα έπιασε τον πάκο με τα χαρτιά, και ξεφυλλίζοντας μερικές σελίδες έφτασε σε ένα γράμμα, το έβγαλε, και το τοποθέτησε πάνω στον πάκο.

Ο Ντόνοβαν το διάβασε δυνατά:

Τμήμα Υποθέσεων για Βετεράνους

5000 Λεωφόρος Γούντλαντ

Φιλαδέλφεια, Πενσιλβανία 19144

24 Μαρτίου, 2014

Κύριος Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν

1267 Οδός Μπράντλεϊ

Άβοντεϊλ, Πενσιλβανία 19311

Αγαπητέ κ. Μάρτιν,

Ενημερωθήκαμε για την αποθανούσα κατάστασή σας με χρονολογία 4 Ιουνίου, 1988. Δια του παρόντος καταργούμε την αποζημίωση αναπηρίας από τη σημερινή ημέρα και περαιτέρω απαιτούμε την επιστροφή παλαιών αποζημιώσεων από τις 5 Ιουνίου, 1988 έως τη σημερινή ημερομηνία, με το ποσό των 745. 108,54 δολαρίων χρωστούμενο στο Τμήμα Υποθέσεων για Βετεράνους.

Εάν το ποσό δε ξεπληρωθεί άμεσα, θα παρακρατείτε ποσό των 20.789,80 δολαρίων από τη μηνιαία αποζημίωση αναπηρίας σας έως ότου αποπληρωθεί το συνολικό ποσό.

Με εκτίμηση,

κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς,

Διοικητικός Σύμβουλος της Διευθύντριας, κα. Κάρεν Γκράμπτρι.

Το τμήμα μας βοηθά όσους υπηρέτησαν την πατρίδα μας.

Ο Ντόνοβαν γύρισε το γράμμα προς το φως ενός κοντινού παραθύρου. Κοίταξε προσεκτικά την υπογραφή. Ναι, ήταν αλήθεια γραμμένη με μελάνι, δεν είχε φωτοτυπηθεί εκ των προτέρων.

Και λοιπόν, κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς, πώς ακριβώς θα παρακρατήσεις 20.780,80 δολάρια από την ‘καταργημένη μηνιαία αποζημίωση’ του κ. Μάρτιν; Ειδικότερα όταν νομίζεις ότι πέθανε το 1988;

Ο Ντόνοβαν κοίταξε τη νεαρή γυναίκα. «Δε διαβάζουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι τις επιστολές που υπογράφουν»;

Ανασήκωσε τους ώμους της.

«Τί θέλετε να κάνω εγώ»; Τη ρώτησε.

«Δε μπορούμε να πάρουμε τα λεφτά αυτά για μόνο δύο μήνες τώρα».

«Ναι, βλέπω ότι έχουν διακόψει την... είναι ο παππούς σας»;

«Ναι».

«Τέλεια. Έχουν διακόψει τις πληρωμές στον προπάππου σας γιατί νομίζουν ότι έχει αποβιώσει».

«Δεν απεβίωσε».

«Το βλέπω αυτό, αλλά από τη στιγμή που ο υπολογιστής της κυβέρνησης θεωρεί ότι είσαι νεκρός, δύσκολα τον πείθεις για το αντίθετο».

«Αλλά πως αυτό το κάνω»;

«Πρέπει να πάρετε τον κύριο Μάρτιν... έχετε αναπηρικό καροτσάκι»;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Θα πρέπει να αγοράσετε μια αναπηρική καρέκλα για τον κύριο Μάρτιν... έχετε αυτοκίνητο»;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Τότε θα πρέπει να τηλεφωνήσετε σε ταξί να έρθει να παραλάβει τον κ. Μάρτιν και να τον πάει στα γραφεία του Τμήματος Υποθέσεων για Βετεράνους, ώστε να δώσει το όνομά του, τον βαθμό –»

«Που είναι αυτό το καρότσι»;

Ο Ντόνοβαν κοίταξε προς την πόρτα. «Είναι εδώ η μητέρα σας»;

«Καμία μητέρα».

«Ο πατέρας σας»;

«Κι οι δύο χάθηκαν, όλοι παρά ένας, μόνο ο προπάππους και η Σάντια».

«Πού είναι η Σάντια»;

Ζάρωσε το φρύδι της. «Εδώ είμαι».

«Εσύ είσαι η Σάντια»;

Ένευσε καταφατικά. «Πριν δύο βδομάδες, ο προπάππους έκανε αυτό, εκείνο, φέρνει το φαγητό σπίτι, πληρώνει ρεύμα, νερό και προσέχει κι εμένα. Αλλά τώρα μόνο που προσπαθώ να προσέχω τον προπάππου και όλα τα άλλα χωρίς λεφτά».

Ο Ντόνοβαν ήταν σιωπηλός για λίγη ώρα. Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση αυτή τη φορά;

«Γιατί με καλέσατε»;

«Σε βρήκα στο κίτρινο βιβλίο».

«Για να δω».

Έφυγε απ’ το δωμάτιο και γύρισε με τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άνοιξε το βιβλίο σε μια σελίδα με τσαλακωμένη την άκρη της. «Εδώ τον αριθμό σου».

Κοίταξε τη διαφήμιση. ‘Δικηγόρος Υποθέσεων Αποζημιώσεων Αναπηρίας. Μίλτον Σ. Μαγκουάιρ. Βρίσκουμε τη θεραπεία στους δύσκολους διαπληκτισμούς της αναπηρίας σας. 555-2116.’

«Χμμ...» Πήρε το βιβλίο και το ξεφύλλισε. «Εδώ είναι η δική μου διαφήμιση· ‘Μετάφραση κώδικα Μπράιγ για τους τυφλούς. Ντόνοβαν Ο’ Φάλον. 555-2161’». Της το έδειξε. «Μετατοπίσατε τα τελευταία νούμερα και αντί να πάρετε τον δικηγόρο σας, πήρατε εμένα».

Η Σάντια κοίταξε τη διαφήμιση, αλλά εκείνος έβλεπε πως δυσκολευόταν να καταλάβει τί είχε συμβεί.

«Μεταφράζω εκτυπωμένα κείμενα σε κώδικα Μπράιγ, αλλά κάνω κι άλλα πράγματα».

Η Σάντια τον κοίταξε στα μάτια για αρκετή ώρα. «Άρα δε θα με βοηθήσεις»;

Το χρώμα των ματιών της ήταν κάτι ανάμεσα στο μπλε της λίμνης Άλπαϊν και του βαθυγάλανου ουρανού τα όμορφα καλοκαιρινά πρωινά.

«Συγνώμη», της απάντησε. «Δεν μπορώ εγώ να κάνω κάτι».

Στάθηκε ένα λεπτό, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι. «Εντάξει τότε». Τον συνόδευσε στην πόρτα.

Όταν βγήκαν στη βεράντα, κοίταξε τα προβληματισμένα της μάτια για μια στιγμή. «Αντίο, Σάντια».

«Αντίο, Ντόνοβαν Ο’ Φάλον».

Έκανε ένα βήμα πίσω, κι άφησε την πόρτα να κλείσει αργά, φαινομενικά σαν από δική της βούληση, τελειώνοντας με μια απαλή έκλειψη της εικόνας της.

Εκείνος παρατήρησε την ξεφτισμένη μπογιά και τη νιφαδωτή σκουριά στο σημείο όπου την είδε τελευταία φορά. Μια αμυδρή αίσθηση απώλειας τον τραβούσε από κάποιο απομακρυσμένο σημείο του μυαλού του.

Μετά από μερικά λεπτά, άρχισε να περπατά.

Μια κυρία έφτιαχνε το παρτέρι της στο δίπλα σπίτι.

«Χαίρεται», της είπε όπως περνούσε τον παραμελημένο κήπο και κατευθυνόταν προς εκείνη.

Τον κοίταξε με κριτική ματιά καθώς και το σπίτι απ’ το οποίο μόλις είχε βγει. «Γεια σου».

«Γνωρίζετε τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό το σπίτι»;

«Εννοείς την καθυστερημένη και τον παλιόγερο»;

«Δε νομίζω πως είναι καθυστερημένη».

«Μπα; Της έχεις μιλήσει»;

«Ναι».

«Και δε νομίζεις ότι έχει χάσει δυο-τρεις βίδες απ’ το κεφάλι»;

«Νομίζω πως έχει κάποιου είδους πρόβλημα ομιλίας».

«Έτσι το λένε τώρα; Ο γέρος ζει ακόμη»;

«Ναι, καλά είναι».

«Δεν τον έχει δει κανείς για μήνες. Νομίζαμε ότι πέθανε και η καθυστερημένη τον έχωσε στην κατάψυξη», Γέλασε σαν ύαινα.

Και κάποιος άλλος γέλασε· ένας γέρος που ξετρύπωσε πίσω από μια σειρά αζαλέες, σαν γκριζομάλλης φασουλής. Μάλλον ήταν ο σύζυγος της γυναίκας.

«Στην κατάψυξη»! Γκάριζε σαν ηλίθιος.

Σας χρειάζεται ένα χώσιμο σε ζωολογικό κήπο, και στους δυο σας.

Άλλαξε κατεύθυνση και πήγε στο αυτοκίνητό του. Έβαλε μπρος τη μηχανή της γυαλιστερής ασπροκόκκινης Μπιούικ του, κι έφερε τη ζώνη του οδηγού μπροστά, ασφαλίζοντάς τη στην υποδοχή της. Έλεγξε τον εσωτερικό καθρέφτη και είδε δυο μικρά κοριτσάκια να χοροπηδούν στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν ζωγραφίσει με κιμωλία τετραγωνάκια πάνω στο τσιμέντο και χοροπηδούσαν από πάνω τους, χαχανίζοντας από τον ενθουσιασμό τους. Μπροστά του βρισκόταν ένας πελώριος, καταϊδρωμένος άνδρας χωρίς μπλούζα και υπερβολικά στενό σορτσάκι, να κουρεύει το γρασίδι στον κήπο του.

Ο Ντόνοβαν έριξε άλλη μια ματιά στο σπίτι της Σάντια, όπου τα αγριόχορτα μεγάλωναν δίχως έλεος και οι τριανταφυλλιές έγερναν προς το χώμα.

«Να πάρει», ψιθύρισε, και έσβησε τη μηχανή.

Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ

Подняться наверх