Читать книгу Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος - Eftaliotis Argyris - Страница 1
ΑΡΓΥΡΗ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ Π Ρ Ω Τ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ
ОглавлениеΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ» Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ 1901
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Αγαπητέ μου Ψυχάρη,
Σαν καταστάλαξε ο τόπος μας από τη φουρτούνα που τον πλάκωσε τώρα και τρία χρόνια, όρεξη δε μούμνησκε μήτε για στίχους μήτε για παραμύθια. Αμαρτία μάλιστα μου φαινότανε, να πονή ακόμα το έθνος από τέτοια φοβερή συφορά και μεις να το νανουρίζουμε με τραγούδια, αντίς να μελετούμε το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνη για να μην ξανακυλήση σε παρόμοια ταπείνωση· αμαρτία να παίζουμε με τη φαντασία, αντίς να δουλεύουμε με το νου. Σα να μην το ψυχολόγησα και πολύ καλά θα μου πης, αυτό. Σα να ταλησμόνησα πως η δουλειά, καθώς δε γίνεται με ταξίνι και με ταλέτρι μονάχα, έτσι και με τη συλλογή και με τη μελέτη μονάχα δε γίνεται, παρά και με τη φαντασία και με το στίχο. Μα μου φάνηκε τότες – πώς να σου το πω; – πως το πρόσωπό μας δεν είταν ακόμα για τα στολίδια της τέχνης· πως το σύστημά μας ζητούσε τονικό για να δυναμώση, ο νους μας Ιστορία για να μελετήση και να νοιώση το τι είταν, τι είναι, και τι μπορεί να ξαναγίνη το Έθνος.
Κ' έτσι παραιτώ μέτρα και στίχους, και καταπιάνουμαι δουλειά που μήτε την ονειρευούμουν άλλοτε· την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης»! Μ' ανάλαφρη καρδιά την αρχίνησα, και μήτε υποψιάστηκα, δυο χρόνια απονύχτερες μελέτες, και πάλε μήτ' ένας σωστός τόμος να μη βγη, εκεί που μήτε πέντε δε σώνουνε!
Θα με ρωτήξης τώρα – Και γιατί σου τα λέγω αυτά; Να σου το ξηγήσω. Ο καθαυτό λόγος είναι που θέλω να σου την αφιερώσω αυτή την Ιστορία. Κι αυτός ο λόγος πάλε στηλώνεται σε μερικούς άλλους, κι ορίστε δυο. Ένας λόγος, που σου αξίζει, ας είναι και τέτοιο φτωχικό αφιέρωμα· σου αξίζει, γιατί μας πέταξες την μπόμπα της Αλήθειας στη μέση. Ξέσπασε, ανάλαμψε, διασκορπίστηκε, χτύπησε, τσάκισε, χάλασε. Φόβο να χαλάση τίποτα βαριότιμο δεν είχε. Μα κι όσα τέτοια είχε, λες και σαν ταστροπελέκι γνώριζε το τι ναγγίξη και τι να μην αγγίξη. Μπρούντζους, τενεκέδες, λιθάρια, σβάρνα τα πήρε· ως τόσο το φαρφουρί δεν το πείραξε.
Και πώς μπορούσε να τα βλάψη τα πολύτιμα μας εθνικά φυλαχτήρια η Επανάσταση εκείνη, αφού από τα φυλλοκάρδια μας την έβγαλες την κοσμοχαλάστρα την Αλήθεια! Πιο άταχτο και πιο άμαθο πράμα δεν άκουσα παρά να τη λεν τη ρωμαίικη γλώσσα &Ψυχάρικη&. Ίσως τιμή για λόγου σου τούτο, για το Έθνος όμως όχι, αφού στο Έθνος ανήκει η γλώσσα, αφού είναι η μόνη του γλώσσα. Αιώνες κ' αιώνες την είχαμε μέσα στην καρδιά μας κι απάνω στα χείλη μας, κι αρνιούμαστε να τη δείξουμε στο χαρτί. Μας έφερε αυτή η άρνητα φοβερά δεινά, που καιρός τους δεν είναι να ειπωθούνε δω πέρα. Αυτή μας τη χωριατωσύνη, αυτή την πρόστυχη, την αφύσικη ντροπή μας για το μεγαλήτερό μας Εθνικό χτήμα σηκώθηκες ολομόναχος και τη βάρεσες κατακέφαλα. Γιγαντένια δουλειά, κι ως τόσο πρώτος την πήρες στα χέρια σου με τέχνη και μ' επιστήμη.
Είναι λοιπό να σε σεβαστή άνθρωπος και να σ' αγαπήση, που άνοιξες τις καρδιές μας και μας περέχυσες με το ρωμαίικο το φως. Κι όσοι από τα μας δουλεύουμε στο μεγάλο σου δρόμο απάνω, με τι άλλο να σου φανερώσουμε την αγάπη μας και το σεβασμό μας παρά με τα όσα λάτρεψες κι ονειρεύτηκες, μ' έργα ρωμαίικα, αδύναμα θα πης κι αλλοίμονα βλαστάρια ακόμα, μα ποτισμένα νερό κρυμμένο μέσα στο βράχο που μας τονέ ράγισες με τη Μωσαΐκή σου τη ράβδο.
Ο άλλος ο λόγος είναι που δίχως τη δική σου την παρακίνηση σαν πρωτοβγήκα στ' ατέλειωτο αυτό μονοπάτι, και μ' έπιασε ίλιγγας τηρώντας ομπρός μου ανήφορο με θεόρατους γκρεμνούς και με βαθιές καταβόθρες, δίχως τα θαρρετικά σου τα λόγια δε θάφτανα μήτε ως τον πρώτον αυτό σταθμό. Α θαξιωθούν το φως κ' οι άλλοι οι τόμοι ένας Θεός το ξέρει. Αυτός όμως, ο γραμμένος ο τόμος, που δεν μπορεί πια να ξεγίνη, είναι δικός σου. Δικαίωμα του να στολιστή με τόνομά σου.
Και τώρα να ξανάρθουμε στο προκείμενο.
Το προκείμενο είναι η κατάσταση που έγινε αφορμή αυτής της Ιστορίας.
Πάει να πη, το κεφάλι μας, το σκαρί μας, ο χαρακτήρας μας.
Το είχα στο νου μου να καταστρώσω εδώ τα πιο ευκολόπιαστα σημάδια του Ρωμαίικου του χαρακτήρα, κι όχι με σκοπό για να γίνεται ομιλία, μα πάντα με την αρχική την ιδέα πως πρέπει όλο να τα λέμε, όλο να τα ξετάζουμε τα δικά μας, και καλά κι αχαμνά, ώσπου να μάθουμε το τι να φυλάγουμε και τι να πετούμε, μην τύχη και ξαναφανούμε καμιάν ώρα στον κόσμο και βρεθούμε πάλε σαν πρώτ' ανετοίμαστοι. Ξεφύτρωσε όμως άξαφνα ομπρός μου αναπάντεχη δυσκολία: Η αμηχανία που πιάνει τον άνθρωπο όταν κοιτώντας μες στον καθρέφτη θέλη να ιστορήση του προσώπου του τα σημάδια! Μάλλους λόγους, σωστός Ρωμιός κι ο ιστορητής, μ' όλα ίσως τα Ρωμαίικα ψεγάδια, χωρίς τουλάχιστο και μ' όλα ίσως τα ρωμαίικα παινέδια. Τέτοια ανάλυση, για νάβγη αλάθευτη, πρέπει να την κάμη ή επιστημονικός νους ή βαθιοστόχαστος ξένος· και μην όντας μήτε τόνα μήτε τάλλο, αναγκάστηκα να παραιτηθώ και να περιοριστώ σε μερικά γενικά σημειώματα, που σου τα προσφέρνω τώρα κι αυτά με την ελπίδα πως θα ταποδείξη κατόπι κ' η Ιστορία.
Αν υπάρχει ξένος που έννοιωσε τη φυλή μας και περίγραψε με το νυ και με το σίγμα μερικά μας πολύ σοβαρά χαραχτηριστικά, και μάλιστα θρησκευτικά, είναι ο μεγάλος ο Πεθερός σου, στου Απόστολου Παύλου την Ιστορία. Δεν τα ξαναλέγω εδώ, επειδή για καλή ή κακή μας τύχη τα Γαλλικά τα νοιώθουν οι δικοί μας κι από τα Ρωμαίικα κάτι καλλίτερα, και μπορούν, αντίς άλλα που διαβάζουν πιο ξένα στο Εθνικό μας το ζήτημα, να διαβάσουν του Ρενάν το βιβλίο.
Κι ως τόσο, μέσα στην πλημμύρα φως που χύνει ο μακαρίτης στη θρησκευτική μας ψυχολογία – το συνήθιο λόγου χάρη που από τα πρώτα μας είχαμε να πανηγυρίζουμε και ν' αλαλάζουμε, αντίς να κατανυγούμαστε και να ψυχοπονούμε, την όρεξη ναπλώνουμε τα πλουμισμένα φτερούγια μας μέσα στα λιόλουστά μας λημέρια αντίς να πετούμε σε τρίσβαθους αιθέρες λατρευτικής μελέτης, καθώς συνηθίζουν οι Βορεινοί, μου φαίνεται σαν κρίμα που αψήφησε ένα πολύ σημαντικό μας συστατικό, εκεί μάλιστα που λέει πως «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα». Ίσως θα περίγραφε τη Ρωμιοσύνη πιο τέλεια, αν τόπαιρνε αλλιώς το ζήτημα και μας έλεγε, όχι πως είτανε χαλαρωμένη η χριστιανική μας η πίστη, μόνο πως ζυμώθηκε με τον πατριωτισμό, ή καλλίτερα τον &αντικατάστησε& τον πατριωτισμό, κ' έγινε αφορμή για τόσα μεγαλουργήματα στην αρχή, για τόσες θυσίες και ηρωισμούς στα στερνά μας, που δεν είναι να πης μας έλειπε βάθος πίστης, παρά πως πήρε η πίστη μας αλλιώτικη χρωματιά.
Αν και θα με βρης το λοιπό σύφωνο όσο για τη διαφορά, της λατρείας απ' Ανατολή σε Βοριά, όσο όμως για τη σοβαρότητα αυτής της λατρείας, όσο για το βάθος της, μας σώνει, θαρρώ, νανιστορήσουμε όχι πια Ηράκλειους κι άλλους ηρωικούς διαφεντευτάδες της Χριστιανοσύνης, όχι Γρηγόριους και Γερμανούς και Παπαφλέσηδες, μα του ίδιου του Κολοκοτρώνη τα λόγια, σαν είπε πως «ο Θεός έβαλε την υπογραφή τον στη λευτεριά τον τόπου, κι ο Θεός δεν παίρνει το λόγο του πίσω». Μπορεί τέτοια ψυχική δυναμωσύνη να μη βρισκότανε μέσα στο ρωμαίικο το αίμα απαρχής (αγκαλά μήτ' αυτό δεν το πιστεύω, μια και θυμηθώ τους αρίθμητούς μας Μαρτύρους), μπορεί του Κολοκοτρώνη να του τηνέ στάξανε μέσα οι συφορές. Αδιάφορο όμως αυτό· σώνει που την πίστη την είχε, και στα γερά.
Να με συχωρέσης να σου θυμήσω τώρα και μερικά λόγια τον Γεροδήμου που έχουνε, θαρρώ, κάποια συγγένεια με το ζήτημα:
«Όσοι μας είπαμε και γράψαμε πως δεν έχει &βάθος& ο Ρωμαίικος ο χαρακτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ενθουσιασμός, το θρησκευτικό εκείνο το χρώμα που ξεχωρίζει του Βορεινού λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως για δαύτο και &Τιμή& τι πάει να πη δεν το καλονοιώθουμε, όμως όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ' αυτά δεν τον αναλύσαμε τον Εθνικό χαρακτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδικήσαμε. Δεν είναι πως του λείπει η δύναμη να τα νοιώση και να τα λατρέψη τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος για να ριζώσουνε μέσα του· είναι που η ψυχή του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον Εγωισμό».
Τι βγάζεις απ' όλ' αυτά; Εγώ βγάζω πως ο Ρωμαίικος ο λαός είναι ψυχικά οργανισμένος απάνω κάτω σαν τους καλλίτερους Ευρωπαϊκούς λαούς. Του λείπει όμως η πράξη. Μ' άλλους λόγους, τους πέντ' έξη αιώνες που η Ευρώπη σιγοξυπνούσε και προετοιμαζότανε για τα σημερνά ας τα πούμε φώτα, εμείς που στους πιο προτερινούς αιώνες ζούσαμε και βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, αποσταμένοι, αποναρκωμένοι.
Πήρε λοιπόν ένα δρόμο ο εθνικός μας ο χαρακτήρας, που αν και στο βάθος αναλογεί με τον Ευρωπαϊκό, έχει τώρα τα δικά του, και καλά και κακά, κι άσκοπο δεν είναι να σημειωθούνε στα πεταχτά τα πιο σπουδαιότερα.
Αρχίζοντας από τα ψεγάδια, ας βάλλουμε πρώτα πρώτα την αψηφησιά μας σε κάθε είδος Νόμο. Βάλε Ρωμιό να συντάξη Νόμο, και θα σου προλάβη κάθε περιστατικό που πρέπει να προστατεύη αυτός ο Νόμος. Στην πράξη όμως απάνω, άλλος λόγος. Πως ο Νόμος είναι ιερό συφωνητικο που ο καθένας ανάλαβε να το φυλάη μ' όλους τους άλλους, μπορεί κι αυτό να σου το αποδείξη με μια διατριβή ή και μ' ένα βιβλίο. Να τη ζυμώση όμως αυτή την αρχή μέσα στην καθημερνή του ζωή, όχι πως δεν τόχει στο αίμα του – τόχει, αφού σε ξένους τόπους θέλοντας και μη τονέ σέβεται το Νόμο – στον τόπο του όμως που ο Νόμος δεν πολυδουλεύει (άλλη μελέτη αυτή), δεν το καλόνοιωσε ο Ρωμιός το συφωνητικό του με τους συντοπίτες του. Δεν άδειασε ακόμα να το καλονοιώση. Έχει άλλες δουλειές. Έχει να φροντίζη για το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είναι δικό του συφέρο. Μας φέρνει μ' άλλους λόγους το ψεγάδι αυτό στον Εγωισμό, όχι δα στον Εγωισμό που έχει όλος ο κόσμος, μα μια σταλίτσα ακόμα.
Άλλο ένα. Δε θέλει να κοπιάζη εξόν αν είναι για τον παρά. Άφησε την κούραση για ένα κοινό καλό, που την τρέμει σαν δεν προσμένη κι αυτός ωφέλεια, και πάρε τίποτις άλλο. Πάρε τους στίχους, που δε γραφήκανε στον τόπο μας με σκοπό να ζήση ο ποιητής από δαύτους. Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους εννενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο ». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πώς δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο. Μας φέρνει λοιπόν κι αυτό στην ίδια την πηγή, στον Εγωισμό.
Άλλος. Είναι λογάς, φωνακλάς, σοφιστής. Θαναλυθούν αυτά κάμποσο στην ιστορία απάνω, που είναι και προπατορικά ετούτα. Ας αναφερθή όμως ένα πράμα εδώ· πως τις μεγάλες τις φωνές, τα πολλά τα λόγια, και τις ατέλειωτες σοφιστείες τις έχει πρόχειρες ο φταιξιάρης, και πάντα ο φταιξιάρης. Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ' έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού.
Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού. Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ' ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωισμός αναβρύζει.
Και να δης που είναι η βαρβαρωσύνη αυτή χερώτερη κι από του άγριου Αφρικανού. Να είσαι από γεννήσιο φτωχός κακό πράμα, μα όχι και τόσο κακό καθώς όταν είσαι πλούσιος και ξαναπέφτης ατή φτώχεια. Ηθική φτώχεια η δική μας. Χέρσο χωράφι που αιώνες δουλευτής δεν το πάτησε.
Ας έρθουμε τώρα και στα καλά μας.
Και πρώτο πρώτο, η μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Εμείς κι όχι άλλοι. Μην πάρης μια και μονάχη αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλέ τις μ' όλες μαζί οποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες. Αυτό μας το χάρισμα γέννησε την εφτάψυχη τη δύναμη που μας βάσταξε μέσα σε τόσους και τόσους κατακλυσμούς, αυτό μας ξηγάει με τι τρόπο τα κατάφερε ο Ρωμιός και τα κατάπιε όλα εκείνα τανήμερα θηριά, από Γότθους και κάτω, και τάκαμε θροφή του από φαρμάκι του, τέλος με τι τρόπο ξαναπρόβαλε εκεί που τονέ θάρρειε ο κόσμος χαμένο, και σήμερα ζη πάλε και παραζή μάλιστα, αφού μεγάλο Ανατολικό ζήτημα δε βγαίνει στη μέση δίχως ναντιλαλούν οι φωνές του μέσα στη σαστισμένη Ευρώπη. Χάρισμα φυσικό, και δίχως κόπο αποχτημένο. Μάρμαρο από φυσικό του αξετίμητο.
Μπορούσανε κάμποσα να λεχτούν και για τη νοικοκυροσύνη του, τη σπιταρχοντιά του, τα εμπορικά του χαρίσματα, τις θαλασσινές του αγάπες και δόξες. Μα αφίνοντάς τα, σαν παραβλάσταρα που είναι άλλων προσόντων του, ας πάμε στ' άλλο, το πιο γλυκύτερο, το πιο παρηγορητικό, το πιο θεϊκό απ' όλα, τη ρωμαίικη την αγάπη, την ψυχοπονεσιά, την αφοσίωση, μα συγγενική είναι, φιλική, πατριωτική. Πίστη και θρησκεία σωστή. Θρησκεία που δεν το μυρίζουμε και πολύ το θεμιάμα της στα βορεινότερα μέρη.
Και τέλος να μην παραλείψουμε την αγάπη της ομορφιάς, την αγάπη της αγάπης, την καλλιτεχνική τη φλέβα που κλαδώνεται κι αυτή αργυρόχρυση μέσα στ' ασκάλιστο, ταδούλευτο μάρμαρο.
Σπάνιο υλικό, και να μη θέλη, λέει, νακούση σμίλι! Να μη θέλη νακούση νόμο, να μάθη κόπο, να σεβαστή αλήθεια κ' επιστήμη, και το χερώτερο, να μη θέλη να τιμήση και τα δικά του.
Ξολοθρεμός κι απελπισία, θα μου πης. Τίποτις. Όλο το ενάντιο μάλιστα.
Θα τα δη μια μέρα τα ψεγάδια του ο Ρωμιός με την αθάνατη του ξυπνάδα.
Θα τα δη και θα τα σιχαθή. Σώνει όποιος μας τα νοιώθει από τώρα να κάμη το χρέος του.
Αυτό πασκίζει να κάμη κι αυτή η Ιστορία. Ασήμαντη βοήθεια θα πης, μα είμαστε πολλοί, κι όχι ένας. Έχουμε και τα χρόνια μπροστά μας. Εκατό, διακόσια, πόσα θες; Έτσι πρέπει να το βλέπουμε το ζήτημα. Είμαστε έθνος, κι όχι άτομο.
Έτσι θα το δούμε και θα το νοιώσουμε, φίλε μου, το τι αξετίμωτο θησαυρό για μελέτη και για πρότυπο μας έχουν κρυμμένο τα περασμένα μας, τα ρωμαίικα περασμένα, και τι μεγάλα κληρονομήματα μας άφηκαν οι καθαυτό οι προπατόροι μας, οι Βυζαντινοί.
Και τώρα που σε ζάλισα κάμποσο
Σε χαιρετώ
Ο πιστός σου φίλος
ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ