Читать книгу Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος - Eftaliotis Argyris - Страница 5

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Оглавление

ΑΠΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 323 – 337

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Πρωτοφαίνεται ο Μέγας Κωσταντίνος

Είναι ανάγκη, πριν προβάλη πρωταγωνιστής ο Κωσταντίνος, να ρίξουμε βιαστική ματιά σε μερικά χρόνια πριν, τότες που φανερώθηκε στη σκηνή μαζί με το Διοκλητιανό και τους διαδόχους του. Φαίνουνται σαν ξένα ιστορικά, μα είναι και χρειαζούμενα, αφού σε ξένα χώματα βρίσκεται η φύτρα του εθνικού ξαναγεννητή μας.

Ο Διοκλητιανός είταν από γεννήσιο του πρόστυχος άνθρωπος, μα πρόδεψε στο στρατό, κι από κει κατώρθωσε νανέβη ως το θρόνο. Αυτό στα 284. Δυο χρόνους κατόπι, βλέποντας πως δεν τα πρόφταινε όλα στ' απέραντο εκείνο το Ρωμαϊκό Κράτος, πήρε σύντροφο το Μαξιμιανό, κοινόν άνθρωπο κι αυτόν, όμως γενναίο και δραστήριο. Παίρνει ο Μαξιμιανός τις Δυτικές Επαρχίες και κάμνει πρωτεύουσα του το Μιλάνο. Ο Διοκλητιανός, καθώς είδαμε, έκαμε πρωτεύουσα του στην Ανατολή τη Νικομήδεια της Βιθυνίας.

Άλλα έξη χρόνια μάχητες, έννοιες και βάσανα, και παίρνουν πάλι ο καθένας κι απόνα βοηθό, δηλαδή Καίσαρα. Καίσαρας λοιπόν του Διοκλητιανού γίνεται ο γνωστός μας ο Γαλέριος από τη Δακία, άλλος τιποτένιος κι αυτός, και του Μαξιμιανού ο Κωστάντιος ο Χλωρός (επειδή κ' είταν κιτρινιάρης) από την Ιλλυρία. Αυτός είναι ο πατέρας του Κωσταντίνου. Πού γεννήθηκε ο Κωσταντίνος καλά καλά δεν το ξέρουμε. Άλλοι λένε στη Βιθυνία, κι άλλοι πιο αξιοπίστευτοι στη Μυσία, κατά τον Αίμο, στα 274. Όντας ακόμα ο Κωστάντιος απλός στρατηγός του Κλαυδίου, συγκατοικούσε με φτωχοπούλα (κόρη ταβερνάρη λένε πως είταν), κι αυτή είναι η περιξάκουστη μητέρα του Κωσταντίνου, η Ελένη. Κατόπι, σαν έγινε Καίσαρας ο Διοκλητιανός, τον αναγκάζει και χωρίζεται την Ελένη, και παίρνει γυναίκα του κάποια γενιά του Μαξιμιανού. Άφηκε τότες ο Χλωρός και τον Κωσταντίνο όμηρο του Διοκλητιανού.

Είταν ο Κωσταντίνος νέος αψηλόκορμος, ωραίος κι αντρίκιος. Και τόσο τονέ συμπάθησε ο Διοκλητιανός που τον έκαμε είδος παραστεκάμενό του. Ως και στις εκστρατείες μαζί του τον έπαιρνε. Και στην Αφρική λοιπόν παραβρέθηκε ο νέος ο Κωσταντίνος και στην Παλαιστίνη. Και σα στεκότανε δεξά του Διοκλητιανού, τον τηρούσε ο κόσμος και θάμαζε την παλικαρήσια κορμοστασιά του, την ώρια του όψη και τη βασιλική του μεγαλοφροσύνη. Δεν έτρεχε στις φλέβες του Κωσταντίνου μήτε Ρωμαϊκό αίμα μήτ' Ελληνικό, κι ως τόσο φεγγοβολούσαν απάνω του και Ρωμαϊκές κ' Ελληνικές χάρες, κι όχι κορμί μονάχα, μα και ψυχή. Τις ψυχικές αρετές του τις είδε ο κόσμος κατόπι, όταν έδειξε σιδερένια θέληση, ακλόνιστη πίστη στον εαυτό του κι ακούραστη ενέργεια Ρωμαίου Καταχτητή, μαζί με μεγάλους στοχασμούς, παγκόσμιες ιδέες, και σκοπούς βαθιούς και σημαντικούς ενός Αλεξάντρου. Αυτά όμως φάνηκαν αργότερα. Στη νιότη του ο Διοκλητιανός άλλο δεν τούβρισκε παρά βασιλική θεωρία, αντρειοσύνη και λεβεντιά, κι αυτά σώνανε για να τον κάμη Χιλίαρχό του. Τέτοια όμως τιμή στης φτωχοπούλας ταγώρι δεν μπορούσε να την καταπιή ο Γαλέριος. Τονέ μισούσε ο ζηλόφτονος Καίσαρας, και δεν τόκρυψε το φαρμάκι της όχτρητάς του.

Βασίλεψε η Τετραρχία αυτή ως είκοσι χρόνια, και θυμούμαστε από την Εισαγωγή ποιο είταν το μεγάλο κατόρθωμα του Διοκλητιανού. Παράλαβε όμως ο Διοκλητιανός από την Ασία κι άλλα κάμποσα βαρβαρικά συστήματα, αν κρίνουμε από τις ψεύτικες κατηγορίες που κόλλησε τω Συγκλητικών του για να τους θανατώση, από τις χρυσομέταξές του στολές, κι από το περίφημο πρόσταγμά του, όποιος του παρουσιάζεται να πέφτη χάμω και να τον προσκυνά.

Δεν τονέ γλύτωσαν αυτά όλα ως τόσο από το βαρεμό που τον έπιασε στα γεράματά του. Κ' έκαμε ίσως τη φρονιμώτερη πράξη της ζωής του σαν κατέβηκε από το θρόνο, σύγκαιρα με το Μαξιμιανό, κι αποκαταστάθηκε στης Δαλματίας τα Σάλωνα, καλλιεργώντας μεγάλο και σύδεντρο περιβόλι. Του κάκου πολέμησε κατόπι ο Μαξιμιανός να τον ξαναφέρη στα μεγαλεία της βασιλείας. «Νάβλεπες, του μήνησε, τα ωραία κρουμπιά μου, που με τα χέρια μου τάχω φυτεμένα, δε θα με παρακινούσες να την αφήσω τέτοια ζωή». Κ' έτσι έμεινε ο αμαρτωλός ο γέρος στα Σάλωνα ώσπου απέθανε στα 313.

Σαν τραβήχτηκαν οι δυο γέροι, απόμεινε φυσικά ο Γαλέριος κι ο Κωστάντιος ο Χλωρός, κ' έγιναν Αύγουστοι στα 305. Δεν περνάει όμως πολύς καιρός κι ο Γαλέριος θέλοντας και καλά να φανή πρώτος, διορίζει στη Νικομήδεια, δίχως να συναγροικηθή με τον Κωστάντιο, άλλους δυο Καίσαρες, τον πρόστυχο το Φλάβιο Σεβήρο, και τον ανιψιό του το Μαξιμίνο, που μήτ' αυτός παρακάτω δεν πήγαινε. Σάστισε ο κόσμος σαν είδε κι άκουσε αυτούς τους διορισμούς. Όλοι τον Κωσταντίνο προσμένανε να διοριστή, όλοι αυτόν κοιτάζανε. Θαρρέψανε μάλιστα πως λάθος έγινε και πως τον Κωσταντίνο εννοούσε ο Γαλέριος. Ο Γαλέριος όμως, παραμερίζοντας το λαοπόθητο Κωσταντίνο πήρε από το χέρι το Μαξιμίνο και τον κήρυξε Καίσαρα. Έβγαλε τότες ο Μαξιμίνος τα φτωχικά του φορέματα και ντύθηκε την Καισαρική τη στολή.

Άναψε ο Κωσταντίνος βλέποντας τέτοια ταπείνωση, μα ήξερε και να συγκρατιέται· ήξερε και να περιμένη δίχως ν' αλησμονή. Φεύγει από τη Νικομήδεια και σέρνει βορειοδυτικά να βρη τον πατέρα του. Τον ανταμώνει και τον ακολουθάει ως τη Βρεταννία. Πρωτεύουσά του είχε ο Κωστάντιος στη Βρεταννία τη Γυόρκη. Από κει πολεμούσε τους Πίχτους, εκεί τέλος απέθανε και στα 306. Ενθουσιασμένος ο στρατός με τον Κωσταντίνο, και για χάρη του πατέρα του που τους φέρθηκε πιο σπλαχνικά και πιο φιλάνθρωπα από το Διοκλητιανό και τους άλλους, τον εκλέγει Αύγουστο. Μόλις τάκουσε αυτό ο Γαλέριος και διορίζει αμέσως Αύγουστο το Σεβήρο και Πρωτοκαίσαρα το Μαξιμίνο. Το καταπίνει κι αυτό ο καρτερικός Κωσταντίνος και στέργει να μείνη δεύτερος Καίσαρας.

Εκεί απάνω στασιάζει κ' η Ρώμη (306). Οργισμένη που οι Αυτοκρατόροι της δε ζούσανε πια στα παλάτια της παρά πηγαίνανε και θρονιαζότανε στης Αυτοκρατορίας τα πέρατα, αφανισμένη από τους βαριούς φόρους του Γαλερίου και του Σεβήρου, κηρύττει κι αυτή δικό της Αύγουστο τον παράλυτο το Μαξέντιο, γιο του Μαξιμιανού, που είταν τώρα ξαναγυρισμένος στην εξουσία κι αυτός. Έχουμε λοιπόν πέντε Αυγούστους και Καισάρους αυτή την εποχή χωρίς τον Κωσταντίνο· Μαξιμιανό, Μαξέντιο, Γαλέριο, Σεβήρο, Μαξιμίνο. Γραμμένο τους και των πέντε να κάμουν τόπο του Κωσταντίνου.

Άρχισε, είναι αλήθεια, το στάδιο του ο Κωσταντίνος με τις βαρβαρικές συνήθειες των καιρών και των τόπων εκείνων. Όταν από τη Βρεταννία κατέβηκε στη Γαλλία και πολέμησε Φράγκους κι Αλαμανούς, και πανηγύριζε τις λαμπρές του νίκες, απάνω στη νεανική του παραφορά πρόσταξε να γίνη ξεφάντωμα σκληρό και ανωφέλευτο. Τι τάχα κέρδιζε βλέποντας δύστυχους Γερμανούς να σπαράζουνται από τα θεριά του θεάτρου του; Το μόνο που να πης είναι πως όσο και να μη βαστούσε από το Νέρωνα, λάτρευε όμως τους θεούς του ακόμα.

Πρώτος από τους πέντε αντιπάλους του βγαίνει από τη μέση ο Σεβήρος, που θανατώθηκε στη Ραβέννα (307) πολεμώντας το Μαξιμιανό και τα Μαξέντιο. Τρέμοντας τότες ο Μαξιμιανός το φοβερό το Γαλέριο συλλογιέται να κάμη τον Κωσταντίνο γαμπρό του για να τον έχη μαζί του, και του προξενεύει την αδελφή του τη Φάουστα. Δέχεται ο Κωσταντίνος και παίρνει γυναίκα του τη Φάουστα· αγκαλά και δίχως τέτοιο συνοικέσιο θάμνησκε ήσυχος ο γέρος ο Αύγουστος, επειδή άμα έμαθε ο Γαλέριος την τύχη του Σεβήρου, αντίς να τρέξη και να τιμωρήση το Μαξιμιανό, έκρινε φρονιμότερο να τραβηχτή από την Ιταλία για να μη πάθη κι αυτός τα ίδια! Πάλι όμως τη χρειάστηκε τη βοήθεια του γαμπρού του ο Μαξιμιανός όταν άρχισε να μαλλοτρώγεται με το γιο του το Μαξέντιο. Πήγε τότες ίσια στον Κωσταντίνο. Τονέ δέχτηκε ο Κωσταντίνος φιλικά στην αρχή, κατόπι όμως τον υποψιάζεται και τονέ σκοτώνει (310). Αυτή την πράξη του μπορούμε ίσως να την πασαλείψουμε με λόγους αυτοκρατορικούς και πολιτικούς, αφού δα δεν υπάρχει και μοναρχική ιστορία δίχως τέτοια παρατράγωδα.

Ένα χρόνο κατόπι ξεπαστρεύεται κι ο Γαλέριος από φοβερή αρρώστια. Σα να τον αγγύλωνε η συνείδησή του πριν αποθάνη, κ' είχε κάπως μετριασμένους τους χριστιανικούς του κατατρεγμούς.

Διάδοχο του ο Γαλέριος είχε διορισμένο το Λικίνιο. Έχουμε λοιπόν αυτόν το χρόνο (311) τέσσερεις Αυτοκρατόρους: Λικίνιο και Μαξιμίνο στην Ανατολή, Μαξέντιο και Κωσταντίνο στη Δύση.

Στην αρχή δεν έδειξαν και πολλή όρεξη για διχόνοιες. Ο Μαξέντιος όμως δε σύχαζε, μόνο αφορμή πως θέλει να τιμωρήση τον Κωσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του, κάνει να ξεκινήση βόρεια με μεγάλο στρατό. Θέλοντας να τον προλάβη ο Κωσταντίνος, τοιμάζεται κι αυτός να κατέβη στην Ιταλία. Ζυγώνει ως τα βουνήσια της σύνορα, μα δε φαίνεται και να πολυβιάζεται. Κοντοστέκεται, και συλλογιέται ο Κωσταντίνος. Συλλογιέται πως ο στρατός του Μαξεντίου είναι πολύ μεγαλύτερος από το δικό του. Αλήθεια πως τούταζε ο Λικίνιος να του φυλάγη τις βορεινές επαρχίες, αφού σκόπευε να πάρη και την αδερφή του την Κωσταντία γυναίκα. Είχε και φίλους στη Ρώμη, και τονέ δασκάλευαν. Τέλος και στόλο είχε στα Ιταλικά τα νερά. Μα δίσταζε πάντα ο Κωσταντίνος. Ανιστορούσε τα πάθια του Σεβήρου, τη φεβγάλα του Γαλερίου, έβλεπε και τους στρατηγούς του σα μουδιασμένους – όλα σαν ανάποδα του φαινόντανε. Μέρα νύχτα ταραγμένος κι ανήσυχος. Πώς να τον καταπονέση τέτοιον αντίπαλο. Τότες πρωτοφάνηκε η μητέρα του. Παρουσιάζεται η Ελένη, και την ετοιμόφλεχτη φαντασία του γιου της την κορώνει με ιδέα θεότολμη. Γιατί να μην κάμη το Χριστιανισμό σύμμαχό του ο γιος της; Τάχα δεν είταν κι ο πατέρας του ο Κωστάντιος πονετικός με τους Χριστιανούς; Τάχα δεν είχε τριγύρω του χιλιάδες Χριστιανούς στρατιώτες, που μπορούσε να τους κάμη για πάντα δικούς του; Κ' έτσι παίρνει ο Κωσταντίνος τη μεγάλη την απόφαση που άλλαξε τη μορφή του κόσμου. Παραδίνει ψυχή και ζωή στη νέα την πίστη, κι αποχαιρετάει για πάντα την παλιά θρησκεία. Πρέπει ναναστέναξε στερνό αναστεναγμό ο Δίας από τον Όλυμπο σαν πάρθηκε η κρίσιμη εκείνη απόφαση!

Νου και προσοχή κι όνειρα, στο Θεό τα γύρισε όλα. Από κείνον έλπιζε, σε κείνον προσεύκουνταν. Κι απάνω σε μια από τις κατανυχτικές αυτές προσευκές του φανερώθηκε το περίφημο το Ουράνιο Σημάδι του. Είτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα « Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ' έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με το ουράνιο το σημάδι. Βλέπει τον Ιησού Χριστό και βαστάει τον ίδιο το σταυρό, και του παραγγέλνει αυτό να είναι η σημαία του τώρα κι ομπρός, αυτό ο σύμμαχός του, επειδή θα τον προφυλάγη από εχτρούς και θα τονέ δοξάζη. Ξυπνάει ο Κωσταντίνος ταποταχύ και δηγάται το παράξενο αυτό όνειρο. Και δίχως μήτε μέρα να χάση, φέρνει χρυσοχούς και τους προστάζει να του φτειάξουνε σταυρό απαράλλαχτο σαν το θείο σημάδι, όλο μάλαμα και πετράδια. Αυτή είναι η πρώτη αρχή της μυριοξάκουστης σημαίας που ονομάστηκε Λάβαρο. Είταν το λάβαρο κοντάρι μακρύ και χρυσωμένο, και ταπάνω του μέρος, σταυρός. Στην άκρη στεφάνι, μάλαμα και πετράδια. Μέσα στο γύρο του στεφανιού τα δυο Ελληνικά γράμματα Χ και Ρ, που τη γνωρίζει μια Χριστιανωσύνη τη σημασία τους. Ως το τέλος τα είχαν αυτά τα γράμματα βαλμένα στο κράτος τους οι Βυζαντινοί οι Αυτοκρατόροι. Από το σταυρό κρέμουνταν πορφυρένια τετράγωνη σκέπη, χρυσόφαντη κι αυτή και διαμαντοστόλιστη, που σαν τετράγωνη που είτανε, δεν κατέβαινε ως τα κάτω του μακρινού κονταριού, μόνο περίπου ως τα μισά. Κατά την κάτω άκρη της σκέπης έβλεπες ζουγραφιστές τις προτομές του Βασιλέα και των παιδιών του. Λεν πως ως στον έννατον αιώνα βάσταξε η σημαία εκείνη μέσα στα παλάτια του Βυζαντίου. Τέτοιο είταν το μυριοδόξαστο το Λάβαρο, που μαρτύρησε, μπορούμε να πούμε, του κόσμου τη βάφτιση. Σύγκαιρα όμως και τη δική μας την ξαναγέννηση και το πρώτο γερό μας θεμέλιωμα.

Το πώς ο Κωσταντίνος έθρεφε μέσα του βαθιά ευλάβεια προς τη νέα θρησκεία, ολοφάνερο πράμα. Κρίνοντας όμως από τον πραχτικό χαρακτήρα του, γνωρίζοντας κι από την κατοπινή του ιστορία πως ό,τι σπουδαίο και μεγάλο καταπιάνουνταν το είχε με το νου του πραχτικά λογαριασμένο, δύσκολο φαίνεται να πιστέψουμε πως ακολουθώντας τη χριστιανική του πολιτική πήγαινε μόνο κατά τα ουράνια σημάδια. Τόννοιωσε ο Κωσταντίνος πως το χριστιανικό στοιχείο μεγάλωνε και δυνάμωνε, και πως ταρχαίο ξέπεφτε και μαραίνουνταν. Έδειξε λοιπό σπάνια πολιτική φρονιμάδα και τόλμη σαν άκουσε στην αμηχανία του απάνω τα λόγια της μάννας του και κηρύχτηκε προστάτης του νέου στοιχείου.

Μια και πάρθηκε η απόφαση, ξεκίνησε το στράτεμά του μ' ελπίδα και με θάρρος, και πλημμύρισε τα βορεινά της Ιταλίας. Την πρώτη εναντίωση τη βρήκε στο Τουρίνο, κ' εύκολα την καταπόνεσε. Κατεβαίνει στο Μιλάνο και κείθε στη Βερόνα. Κερδίζει εκεί άλλη λαμπρότερη νίκη, και προχωρεί κατά τη Ρώμη. Βγαίνει τότες ο Μαξέντιος να τον απαντήση, και σε τρίτη μεγάλη μάχη (312) βρίσκει το τέλος του κι αυτός κ' η δύναμή του. Μπαίνει ο Κωσταντίνος νικητής μέσα στη Ρώμη, και κάθε Ρωμαίος τηράει και θαμάζει την ομορφιά του, τη μεγαλοπρέπεια, και τέλος τη μαγική εκείνη σημαία που από τα τώρα τούφερνε τόση δόξα.

Άλλη απόδειξη πως δεν τον καθοδηγούσε μόνο θρησκευτική πίστη παρά και λογαριασμένη πολιτική είναι ο τρόπος που τους φέρθηκε τότες τους Ρωμαίους. Λόγο δεν ξεστόμισε μέσα στην πρωτεύουσα που να τονέ δείξη πως είτανε Χριστιανός. Τις απόφευγε τις αρχαϊκές τελετές, είναι αλήθεια· μα όχι και τόσο που να γεννάη υποψίες. Το νόστιμο είναι που κ' η Σύγκλητο, σαν τούστησε την αψίδα που σώζεται ακόμα στη Ρώμη, δεν αφήκε ναποφανή μήτε πως με την αρχαία πήγαινε μήτε πάλε με τη νέα θρησκεία· παρά λέει η επιγραφή της αψίδας πως η «Θεότητα» τονέ βοήθησε και νίκησε τον τύραννο. Μάλλους λόγους, θέλοντας η Σύγκλητο να τον κολακέψη, ή και να τον τιμήση, μισόκαμνε το σταυρό της κι αυτή. Πρέπει όμως να παρατηρηθή πως ο Κωσταντίνος δεν έδειχνε πάντα και την ίδια προσοχή και δειλία, αφού όταν έστησε στη Ρώμη τον αδριάντα του έβαλε σταυρό απάνω στην άκρη του κονταριού του.

Άρχιζε και γλυκόφεγγε η μεγάλη του ιδέα στο διάβα του απάνω, και σε κάθε του πάτημα τώρα κι ομπρός ανταμώνουμε τις σωτήριες αχτίδες του.

Δεν πέρασαν πολλοί μήνες (313) και βρέθηκε πάλε στο Μιλάνο. Ξανανέβηκε ως εκεί νανταμώση τον Κυρίαρχο της Ανατολής, το Λικίνιο, φτασμένο τώρα για να πάρη την αδερφή του Κωσταντίνου, την Κωσταντία, να κανονίσουν κι όσα ζητήματα έμνησκαν ακανόνιστα. Τότες είναι που βγήκε το πρώτο διάταγμα που διαφέντεψε κάπως τη νέα την πίστη, να πηγαίνη δηλαδή ο καθένας μ' όποια θρησκεία επιθυμεί κι άλλο πιο γενναιότερο μέτρο, όλα τα σφετερισμένα χτήματα να δοθούνε πίσω στις εκκλησιές.

Έτρεχαν ως τόσο με τέτοια ορμή τα περιστατικά, που οι Αυτοκρατόροι έπεφταν και πήγαιναν ένας ένας, κι άφιναν τόπο για τον καταφρονεμένο του Γαλερίου. Πρώτο θύμα πέφτει ο Μαξιμίνος, που απάνω στην απουσία του Λικινίου έκαμε όρεξη ναρπάξη αυτός την Ανατολή, με σκοπό να κάμη το ίδιο κατόπι και στη Δύση. Χτυπάει λοιπόν το Βυζάντιο και το κυριεύει. Προφταίνει όμως ο Λικίνιος από τα Βορειοδυτικά, ανταμώνει τον Μαξιμίνο στην Αδριανούπολη και τονέ σπάνει. Απελπίζεται τότες ο Μαξιμίνος, σκοτώνεται, και μένει ο Λικίνιος μόνος κυρίαρχος όλης της Ανατολής, καθώς όλης της Δύσης ο Κωσταντίνος.

Σε τέτοιο απέραντο Κράτος είχε φυσικά τόπο και για τους δυο. Του Κωσταντίνου όμως η φιλοδοξία έπαιρνε τώρα το δρόμο της, κ' ένας Λικίνιος δε δυνότανε να τη σταματήση. Σ' ένα χρόνο μέσα πιάστηκαν αναμεταξύ τους. Καταπονιέται ο Λικίνιος κι αναγκάζεται ναφήση του Κωνσταντίνου Ιλλυρία, Μακεδονία, καθαυτό Ελλάδα, κι άλλες μερικές χώρες. Μα μήτ' αυτό δεν τη σταμάτησε την ορμή της Μοίρας που τον έφερνε, όλο τον έφερνε τον Κωσταντίνο στη δύναμη και στη δόξα.

Πριν όμως έρθη του Λικινίου το τέλος, πέρασε ο Κωσταντίνος εννιά απόλεμα, όχι όμως και ήσυχα χρόνια στη Γαλατία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη. Κανόνισε τότες τη δοίκηση και τη νομοθεσία, όσο γίνεται κατά τις χριστιανικές τις ιδέες· επειδή όντας οι χώρες εκείνες ανακατεμένες ακόμα, τέτοια έπρεπε να είναι και τα μέτρα του κ' η γενική του πολιτική. Παράτολμα πηδήματα δεν εννοούσε να κάμνη μήτε ριζικές αλλαγές να φέρνη στα σύχρονά του συστήματα· μα μήτε είταν ο κατάλληλος, αφού το νάθρεφε μεγάλη ευλάβεια προς το Χριστιανισμό δε θα πη πως είχε χωνεμένα κι όλα τα ηθικά στοιχεία της νέας θρησκείας. Ο Κωσταντίνος δεν είταν άνθρωπος μήτε γραμματισμένος μήτε θεωρητικός. Στα θεωρητικά μάλιστα, καθώς αργότερα θα δούμε, είταν και κάμποσο πεζός. Όντας γέννημα της εποχής του σε όλα, εξόν που αναγνώρισε την υπεροχή του Χριστιανισμού, πίστεψε και στη θαματουργική δύναμή του. Δεν πετούσαν τόσο αψηλά τα Χριστιανικά του νοήματα που να μην προστρέχη και στα βασανιστήρια σαν τον παρασκότιζαν οι Ειδωλολάτρες. Αυτά δα και σωστοί Χριστιανοί τα μεταχειρίστηκαν, και πολύ αργότερα. Άλλο ένα, που από τη μια απαγόρευε κάθε είδος μαγεία και μαγκανία, κι από την άλλη άφινε να μαντεύουν ακόμα τα μέλλοντα από τα σπλάχνα των ζώων. Τέτοιες ανακατωσιές δεν μπορούσανε να λείψουν. Η καρδιά του όμως πήγαινε πάντα με το Χριστιανισμό, κι αυτό είταν κάτι για τους λαούς του.

Ας ξανάρθουμε τώρα στο Λικίνιο. Δεν μπορούσε ο Λικίνιος να την ξεχάοη την ταπείνωσή του. Έβραζε, και την ώρα δεν έβλεπε να ξεσπάση. Άρχισε με τους Χριστιανούς. Δεν τους κατάτρεχε καθώς ο Διοκλητιανός κι ο Γαλέριος, τους έδιωχνε όμως από την Αυλή του, τους αδικούσε όπως μπορούσε, γκρέμησε τέλος και μερικές εκκλησιές. Και σαν πήρε μ' αυτή την πολιτική από το μέρος του όλους τους Εθνικούς, βγήκε να πολεμήση και τον Κωσταντίνο στα 323. Μεγάλοι στρατοί και στόλοι κι από τα δυο μέρη. Του Κωσταντίνου ο στόλος Ελληνικός, δηλαδή Ελληνικά πλοία και ναύτες. Πως βρέθηκε τέτοιο θαλασσινό υλικό στην Ελλάδα μέσα σε κείνη την παρακμή, μένει κάπως ανεξήγητο, εξόν αν ο Κωσταντίνος ναύλωσε ή αγόρασε τα εμπορικά· και γνωρίζουμε πως στα χερότερά μας, μαζί με γλώσσα, με θρησκεία, με κάθε άλλο εθνικό φυλαχτήρι, σώζουνταν πάντα και το εθνικό το εμπόριο, πότε στη μια, πότε στην άλλη άκρη της Ρωμιωσύνης.

Μαζεύει λοιπόν ο Κωσταντίνος τα στρατέματά του στη Θεσσαλονίκη, κι ο γιος του ο Κρίσπος το στόλο στον Πειραιά. Ο Λικίνιος πάλε το στρατό του τον έφερε στην Αδριανούπολη, και το στόλο στα Δαρδανέλλια.

Σωστή παράταξη το ξεκίνημα του Χριστιανικού του στρατού. Παντής λογής Κληρικοί τονέ συνόδευαν και τονέ βλογούσαν, και πενήντα διαλεχτοί αξιωματικοί προδιάβαιναν κρατώντας το Λάβαρο. Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη. Τον πέρνει το κατόπι ο Κωσταντίνος, και τις 10 του Σεπτέβρη τονέ σπάνει μια και καλή. Φεύγει τότες ο Λικίνιος στη Νικομήδεια, και για χάρη της γυναίκας του σκόπευε ο Κωσταντίνος να τον αφήση ήσυχο. Μα δε σύχαζε ο γαμπρός του. Τότες κι ο Κωσταντίνος, που καθώς είπαμε δεν πολυέπαιρνε από χριστιανικές μακροθυμίες, τον κρέμασε και γλύτωσε από τα βάσανά του.

Κ' έτσι απόμεινε ο Κωσταντίνος κατά το τέλος του 323, ύστερ' από δεκαεφτά χρονών αγώνες, κυρίαρχος όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτη του πράξη είτανε να ξαναβγάλη το διάταγμα εκείνο του Μιλάνου, που το είχε ακυρωμένο ο Λικίνιος στην Ανατολή. Ξαναβρήκε λοιπόν ο Χριστιανισμός τον προστάτη του, στηρίχτηκε πάλε η νέα θρησκεία στους δυο νόμους εκείνους που δίνανε το δίκιο του σε κάθε Χριστιανό, και γενική ανοχή. Το κείμενο τω νόμων αυτών είναι πιστή εικόνα της πολιτικής του Κωσταντίνου. Τους διαβάζει άνθρωπος, και νοιώθει πως δεν είταν αρπαγμένος ο νους του από θρησκευτικό ενθουσιασμό, παρά μόνο δεμένος από φόβο Θεού, από ευλάβεια κ' ευγνωμοσύνη για τα όσα του χορήγησε ο Ύψιστος ως τα τώρα, κι αυτό πάλι όχι τόσο που να ταράξουν την πολιτική του κρίση, τη διπλωματική του. «Την δύναμίν σου ευλαβώ (έλεγε) ην εν πολλοίς τεκμηρίοις έδειξας, και την εμήν πίστιν βεβαιοτέραν ειργάσω. » Παρακάτω όμως, « Ειρηνεύειν σου τον λαόν και αστασίαστον μένειν επιθυμώ υπέρ του κοινού της οικουμένης και πάντων ανθρώπων χρησίμου… Μηδείς τον έτερον παρενοχλείτω. Έκαστος όπερ η ψυχή βούλεται, τούτο και πραττέτω».

Ήθελε μ' άλλους λόγους να μην τους ερεθίζη τους Εθνικούς, μόνο να τους φυλάγη ήσυχους, για να μπορέση ναποτελειώση ειρηνικά τη μεγάλη επιχείρηση που λογάριαζε ο νους του.

Πού να τα ονειρευτή όμως ο θετικός εκείνος νους τα βάσανα που του μαγείρευε η σοφιστική μανία της αρχαιότητας, κι όχι πια με την παλιά της μορφή, παρά κρυμμένη μέσα στης νέας θρησκείας τα ράσα!

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Κανονίζουνται τα θρησκευτικά

Όταν ο παλιός ο κόσμος, και μάλιστα ο πιο γραμματισμένος, είδε κι απόειδε πως προκοπή πια δεν είχε, κι ας τον υποστηρίζανε Γαλέριοι και Λικίνιοι, άλλο δεν τούμνησκε παρά νάρχεται και να κατασταλάζη μέσα στης νέας θρησκείας το χωνευτήρι. Με προστάτη μάλιστα της Χριστιανωσύνης τώρα τον Κωνσταντίνο, τέτοιο κίνημα και φυσικό φαίνεται και συφέρο τους είταν. Το χώνεμα όμως αυτό δεν είταν και δίχως τα δυσάρεστά του. Επειδή όσο και να χριστιανίζουνταν οι δικοί μας, τα συστήματά τους δεν μπορούσανε να χριστιανιστούν κι αυτά σε μια και σε δυο γενεές, μόνο περνούσανε μέσα στον καινούριο κόσμο σαν κρύφιο φαρμάκι μαζί με το αίμα τους. Και μπορούμε μα την αλήθεια να πούμε πως ο Εθνισμός, καθώς άλλοτε θέλοντας καταδίωχνε με βάσανα το Χριστιανισμό, τώρα μη θέλοντας τονέ φοβέριζε με όπλο φοβερό, με την τέχνη εκείνη που μπορούσε να σκίζη τρίχες, μα και βαθιόρριζα δέντρα να ρίχνη· με την ξεπεσμένη του τη φιλοσοφία, που αργαστήρι της ξακουσμένο σταθηκε η μεγαλονόματη η Αλεξάντρεια.

Η φιλοσοφία αυτή, αν και καθώς είπαμε ξεπεσμένη, δεν είταν κι όλως διόλου σοφιστική. Για δαύτο κι όσοι είχαν κεφάλι γερό, καθώς ο Αθανάσιος, δε δυσκολευτήκανε να διαλέξουν τα γερά τους στοιχεία και να δυναμώσουνε μ' αυτά τη Χριστιανωσύνη. Μα όσοι πάλι, κι αυτοί είταν οι πιώτεροι, δεν είχανε δύναμη να κατεβάσουν την αλήθεια ως τη συνείδησή τους, παρά φύλαγανε την εικόνα της μονάχα στη φαντασία τους μέσα, καθώς ο Άρειος, έφεραν ολέθρια ζιζάνια μέσα στην καινούρια Κοινωνία, κ' έπρεπε μα το ναι να είναι ένας Χριστινανισμός για να τα βαστάξη και με τον καιρό να τα καταπνίξη. Κ' επειδή στον πρώτο πόλεμο που σήκωσε μέσα στη Χριστιανωσύνη η ρωμαίικη η σοφιστεία παράστησε θέλοντας και μη σημαντικό πρόσωπο κι ο Κωνσταντίνος, είναι ανάγκη να χαρίσουμε ένα κεφάλαιο στα θεολογικά τα ζητήματα που σπάραξαν το Έθνος ό,τι άρχιζε να το συμμαζεύη ο νέος προστάτης του.

Είδαμε παραπάνω πως οι φρονιμώτεροι κ' οι πιο πραχτικοί πηγαίνανε με το Χριστιανισμό. Από τους λοιπούς μέρος λάτρευαν ακόμα, τους Ολύμπιους Θεούς, άλλοι ήσυχα και ποιητικά καθώς τον παλιόν καιρό, άλλοι με τα διατάγματα του Διοκλητιανού ή του Λικινίου στο χέρι. Έχουμε όμως και τρίτη μερίδα, τη γραμματισμένη καθώς την είπαμε, τη φιλοσοφική τη μερίδα. Κι αυτή τώρα βγαίνει πρωταγωνίστρα στο θρησκευτικό μας το δράμα.

Αν η φιλοσοφία είχε ξεθυμάνει, καθώς είδαμε, στην Αθήνα, και κατάντησε αγυρτεία, στην Αλεξάντρεια όμως, που είταν μαζεμένο διαλεχτό Ελληνικό στοιχείο, και με την προστασία των Πτολεμαίων πλούσιο κ' ευτυχισμένο, βγαίνανε σοφοί ανθρωπινώτεροι, και για την εποχή εκείνη στ' αλήθεια σπουδαίοι. Την έχουμε ακουστά την Αλεξαντρινή τη Σκολή, τους γνωρίζουμε τους Νεοπλατωνικούς, τους οπαδούς τους Πλωτίνου. Μερικοί όμως από τους σοφούς αυτούς για κακή μας τύχη, σαν που πήραν τον Πλατωνισμό και τον ξανάπλασαν, το ίδιο θάρρεψαν πως μπορούσανε να κάμουνε και με το Χριστιανισμό· τονέ μεταχειριστήκανε δηλαδή σα φιλοσοφικό σύστημα. Παίρνουνε λόγου χάρη την Αγία Τριάδα, και στη βάση της απάνω στένουνε δική τους Τριάδα με δικά τους ονόματα «Έν, Νους, και Ψυχή» κι άλλα ακόμα πιο δύσκολα και πιο ακατανόητα. Από τέτοιες άσκοπες – ας τις πούμε – μελέτες ξεφύτρωσε τέλος στη μέση κι ο Άρειος κ' η Αίρεση του, που πήγε να την πνίξη τη θρησκεία μέσα σε θεωρίες και σε σοφίσματα που κανένας λαός δεν μπορούσε να βγάλη όφελος από τέτοια, αφού δα μήτε να τα καλονοιώση δεν μπορούσε.

Είταν τότες Μητροπολίτης στην Αλεξάντρεια ο Αλέξανδρος, καλοκάγαθος άνθρωπος (319). Κι ακούσαντας πως ο Άρειος δίδασκε – και κάμποσοι κληρικοί τον ακολουθούσαν – πως ο Ιησούς Χριστός δεν είταν άναρχος καθώς ο Θεός, μόνο είδος πρωτότοκο πλάσμα του, τονέ φώναξε και τον καθοδήγεψε με το καλό, σαν πνεματικός του πατέρας. Όντας όμως ο Άρειος μεγαλάνθρωπος, αγέρωχος, και μ' αρχοντάδικη θεωρία, σα να του πήρε τον αέρα του γέρου, κ' έτσι δεν αποκότησε να του μιλήση και καθώς του άξιζε. Και πως του άξιζε πολύ αυστηρός τρόπος, και μάλιστα τιμωρία, απόδειξη έχουμε που δεν του απολογήθηκε του Μητροπολίτη μ' αληθινή σοφία κ' ειλικρίνεια, παρά με διφορούμενες ξυπνάδες που ρίχτανε σκότος κι όχι φως σε τέτοια δύσκολα ζητήματα. Και το πιο χερότερο, που άμα βγήκε, διαλάλησε πως συφωνάει κι ο Μητροπολίτης μαζί του, και ξανάρχισε τις αιρετικές διδαχές του. Τον καταμηνούν άλλη μια στη Μητρόπολη. Τι να κάμη τότες ο Αλέξαντρος; Πηγαίνει και βγάζει λόγο στην Εκκλησία κ' υποστηρίζει και ξηγάει το σωστό δόγμα, λέγοντας πως η μια υπόσταση της Τριάδας από την άλλη δε διαφέρει. Ο Άρειος τότες γνωρίζοντας πως είχε μαζί του και πολλούς Κληρικούς, σηκώνεται κι αρχινάει δική του ομιλία, σα να είταν Ακαδημία, κι αρμηνεύει το σύστημά του με δίχως καμιά συστολή. Τότες είπε και το περίφημο του το σόφισμα, πως αν ο Θεός γέννησε το Σωτήρα, πάει να πη πως είτανε μεγαλήτερός του· άρα, δεν είναι άναρχος ο Ιησούς καθώς ο Θεός.

Έγινε ανάστατη η Αλεξάντρεια με την ομιλία αυτή. Μοιράστηκε ο κόσμος σε δυο στρατόπεδα. Γέρος κ' ειρηνικός καθώς είταν ο δύστυχος ο Μητροπολίτης, ελπίδα πολλή για το σωστό το δόγμα δε φαινότανε, παρά κιδύνευε να βυθιστή ο Χριστιανισμός μέσα στα θολωμένα νερά της φιλοσοφίας. Είχε όμως ο Αλέξαντρος κάποιο νέο διάκο ως είκοσι χρονών, Αθανάσιο τον έλεγαν. Είτανε μικρουλός, ταπεινός, και χλωμός, μόνο που σπιθοβολούσαν τα μάτια του. Αυτός ο μικρός κι ο καταφρονεμένος διάκος, αυτός είναι ο μέγας και πολύς ο Αθανάσιος, που ως τα σήμερα Ανατολή και Δύση τον ονομάζει Μεγάλο Πατέρα της. Αυτός είναι ο μικρός ο Δαβίδ που παραβγήκε να πολεμήση με το γίγαντα. Τον πολέμησε, και ταποτέλεσμα του πολέμου εκείνου ακόμα σώζεται. Το «Πιστεύω» μένει πάντα θεμελιωμένο στη βάση που τόστησε.

Και δεν είχε μονάχα φυσική δεινότητα ο Αθανάσιος, είταν κ' ελληνιστής δεινός· και πρι να βγη ακόμα στο θρησκευτικό τον αγώνα, γνωρισμένος από μερικούς λόγους του, που μας δείχτουν πόσο πιδέζια ήξεραν και διάλεγαν οι Πατέρες τα κάλλη της αρχαίας σοφίας δίχως μήτε τρίχα να παραστρατούν από τα κανονισμένα τους δόγματα.

Με τον κοφτερό του νου, με την ακαταπόνετη τόλμη του, με τους θετικούς του συλλογισμούς, με την αντρίκια και καταπειστική ρητορική του, έμοιαζε ο μικρός ο Αθανάσιος αντίκρυ στον Άρειο καθώς τα μικρά εκείνα μα φοβερά τορπιλλοφόρα της σημερνής εποχής ομπρός σε παμπάλαια φεργάδα. Άρχισε τον αγώνα του με ζήλο ηρωικό, κ' η νίκη του είναι ίσως η μεγαλήτερη δόξα της Χριστιανικής ιστορίας.

Τέτοιος είταν ο Αθανάσιος, και τέτοιος φάνηκε στο πολύχρονο στάδιό του. Σ' αυτή την εποχή όμως δεν έβγαινε ακόμα ολομόναχος στην παλαίστρα παρά σα βοηθός του Μητροπολίτη. Και παίρνοντας θάρρος ο Αλέξαντρος από τον πεντάξυπνο διάκο του, αναθεμάτιζε Άρειο κι Αρειανούς. Ο Άρειος όμως αν είταν ένας, οι οπαδοί του είταν αμέτρητοι κι ολοένα πληθαίνανε. Ως και του Κωσταντίνου οι φίλοι, ο Ευσέβιος της Νικομήδειας κι ο Ευσέβιος της Καισαρείας (ο βιογράφος του Κωσταντίνου), και κείνοι με τον Άρειο πήγαιναν.

Ο Κωσταντίνος στην αρχή αυτά μήτε τάξερε μήτε τα πρόσεχε. Κι' όταν ύστερ' από τον αφανισμό του Λικινίου κατέβηκε στη Νικομήδεια και τρέξανε γύρω του Αρειανοί και Ορθόδοξοι γυρεύοντας την προστασία του, τα πήρε κατάκαρδα όλ' αυτά, και θύμωσε μάλιστα που χασομερούσε ο κόσμος με τέτοια μικρολογήματα. Δεν τους ήξερε τους Ρωμιούς του ακόμα ο Κωσταντίνος!

Ο Κωσταντίνος άλλες από πολιτικές ιδέες δεν κατείχε. Τον έχανες έξω από την πολιτική. Και μπορούμε ίσως να τον παρομοιάσουμε με βράχο που κρύβει μέσα του φλέβες γερό μάλαμα. Όσο ανακατευότανε με οργανισμούς και με νομοθεσίες, είτανε στα νερά του. Παρακείθε πελάγωνε. Έχοντας όμως και την ευλάβεια εκείνη που ξέρουμε, πολεμούσε μαζί με τα καινούρια πολιτικά του σκαρώματα να θεμελιώση και καινούρια θρησκεία. Μια και πετύχαινε τα δυο του αυτά όνειρα, όλα θα πήγαιναν ειρηνικά και λαμπρά. Πως όμως ο διαλεγμένος του ο λαός, το στήριγμα του νέου του θρόνου, φυσικό του είτανε να ψιλολογά, να χτίζη κ' ύστερα να γκρεμίζη φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα· πως τέτοια προσόντα καταντούν ολέθρια σ' ένα Κράτος όταν ο Αρχηγός δεν τα μυρίζεται και δεν τα χτυπάη πρι θεριέψουν, ως εκεί ο νους του δεν πήγαινε. Και σαν πήγε, σταμάτησε, καθώς θα δούμε, κ' έκαμε τότες μεγάλα σφάλματα.

Τη φανταζούμαστε λοιπόν τη στενοχώρια και την οργή του Κωσταντίνου σαν κατέβηκε στη Νικομήδεια και βρήκε τον κόσμο ανάστατο. Και μήτε τότες δεν το καλόνοιωσε τι βάσανα κρύβανε μέσα τους οι φιλονεικίες εκείνες. Οργίστηκε, κι ως τόσο ταψηφούσε ταεροκοπανίσματα. «Τέτοια ανωφέλευτα μωρολογήματα», έγραφε του Μητροπολίτη της Αλεξάντρειας, «μήτε να τα ξεστομίζουμε δεν πρέπει». Φρόνιμα λόγια, αν τάλεγε σε Ρωμαίους, σε Μακεδόνες, ή και σ' Εβραίους. Μα πού να τον ακούσουν οι Αλεξαντρινοί! Ως κι ο ταχυδρόμος πούφερε τα βασιλικό το γράμμα στην Αλεξάντρεια, ως κι αυτός κόρωσε μέσα στη φλογερή εκείνη λογομάχητα. Γένηκαν τέλος και ταραχές, κι απάνω στην έξαψη του ο όχλος κακομεταχειρίστηκε τους βασιλικούς αδριάντες. Λύσσαξε τότες ο Κωσταντίνος και στέλνει άλλο γράμμα, όχι πια ειρηνικό και στον Αλέξαντρο, παρά φοβεριστικό στον ίδιο τον Άρειο και τον προστάζει νάρθη και να του ξηγήση τακατανόητο δόγμα του. Έρχεται ο Άρειος, και με τη φοβερή του σοφιστική τον παραζαλίζει τον Αυτοκράτορα. Δεν μπόρεσε ο Κωσταντίνος να τα βγάλη πέρα μαζί του. Δεν έννοιωθε από φιλοσοφίες αυτός. Από πολιτική όμως έννοιωθε, και για να λύση τον κόμπο μια και καλή, αποφάσισε να προσκαλέση Μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο να κανονίση το ζήτημα.

Αυτή είναι η πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, της Νίκαιας. Έξοχη ιδέα, άξια μεγάλου πολιτικού και μεγάλου Χριστιανού. Αν είταν και μεγάλος φιλόσοφος και πρόβλεπε απαρχής το τι του μαγείρευε ο Άρειος, δε θα είχε μήτε τέτοιο μέτρο ανάγκη. Όντας όμως ανήξερος από θεωρητικά έδειξε μεγάλη πολιτική και Χριστιανική φρόνηση που αφήκε τη λύση στους σπουδασμένους. Πολιτική φρόνηση, επειδή ο καθαυτό σκοπός του είταν πολιτικός, να λείψουν τα σκάνταλα και να ρηνέψη ο κόσμος· Χριστιανική γνώση έδειξε, επειδή σε ζήτημα θρησκευτικό παραδέχτηκε πρόθυμος το πατροπαράδοτο Χριστιανικό σύστημα, το βουλευτικό.

Από τη Δύση δεν κατέβηκαν πολλοί σ' εκείνη τη Σύνοδο· μόνο τρεις τέσσερεις. Δεν τα πολυνοστιμεύουνταν οι Δυτικοί τέτοια Δημοκρατικά Συνέδρια. Κι αν έστειλε δυο του αντιπροσώπους ο Πάπας, τους έστειλε δίχως άλλο για να μην κακοκαρδίση τον Αυτοκράτορα.

Μαζεύτηκε λοιπόν η Μεγάλη η Σύνοδο στα 325, και πλάγι του Κωσταντίνου παραστάθηκε ο αγαθός ο Αλέξαντρος μαζί με το νέο φωστήρα του. Έβγαλε το λόγο του ο Βασιλέας Λατινικά, επειδή και τα Ελληνικά δεν τα καλογνώριζε. Συντάχτηκε κατόπι το «Πιστεύω» και σε είκοσι μέρες μέσα τέλειωσε τη δουλειά της η Σύνοδο, παραδέχτηκε δηλαδή το Ομοούσιο, αναθεμάτισε τον Άρειο και τους οπαδούς του, και ξόρισε πολλούς τους στη Γαλατία μαζί με τον αρχηγό τους. Μα μήτε τούτο δεν τόκρινε αρκετό ο Κωσταντίνος, και δω αποφαίνεται πάλι ο Ρωμαϊκός του ο χαρακτήρας. Για να στερεώση και καλά την ειρήνη του τόπου πρόσταξε να πεταχτούνε στη φωτιά όλα τα έργα του Αρείου, και φοβέριζε με θανατική τιμωρία όσους φυλάγουνε τέτοια έργα κρυφά.

Είχε μ' άλλους λόγους μεγάλα στο νου του, και τρέμοντας μην τύχη και ξαναφυτρώσουν παρόμοιες διχόνοιες και του τα χαλάσουν, έβαλε και μια τυραννική σφραγίδα στο συνταγματικό του εκείνο μέτρο.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Χτίζεται η Κωνσταντινούπολη

Από της Νίκαιας τη Σύνοδο ως τα εγκαίνια της Νέας Πρωτευούσης (330), πέρασε ο Κωσταντίνος πέντε χρόνια κάμποσο δραματικά και φουρτουνιασμένα. Γνωρίζοντας πως όσο κι α φαίνουνταν κατασταλαγμένη η Ανατολή, τη Δύση όμως την κυβερνούσε ακόμα η παλιά θρησκεία, έκρινε εύλογο να ξαναγυρίση στη Ρώμη, δίχως άλλο με σκοπό να φέρη και κει τη Χριστιανωσύνη. Βρήκε όμως στη Ρώμη απερίμενες δυσκολίες. Οι Ρωμαίοι εννοούσαν ακόμα οι πιώτεροι να πηγαίνουνε με τα πατροπαράδοτα και να θυσιάζουνε στον Καπιτώλιο Δία. Έκαμε να τους περιπαίξη στην αρχή και να τους περιφρονήση, μα γλήγορα το κατάλαβε πως οι Ρωμαίοι δεν είταν κι όλως διόλου ξεθυμασμένοι ακόμα. Κάποια ζωή, κάποιο νεύρο τους έμνησκε πάντα. Σα βγήκε μάλιστα ο λαός στους δρόμους και τονέ βλαστημούσε που γύρευε να καταργήση τους αγαπημένους Θεούς του, κάπως λαφιάστηκε, και μήτε τους παίδεψε μήτε ξανάβγαλε στη μέση τις χριστιανικές του ιδέες.

Ίσως όμως έγινε αφορμή και τούτο να ξανάρθη ο νους του ακόμα πιο πρόθυμα στην Ανατολή. Ίσως είταν απλή δοκιμή, κι αν απότυχε δεν τον πλήγωνε και πολύ βαθιά. Εκείνο που πρέπει να τον παραζάλισε τα χρόνια εκείνα, και τόσο τον αγρίεψε που ξέχασε και την αλφαβήτα του Χριστιανισμού – αυτός που γύρευε να τον ξαπλώση στον κόσμο – είταν τα κακορρίζικα οικογενειακά του, που για κακή του τύχη ιστορηθήκανε με τρόπο που να φαίνουνται ακόμα πιο κακορρίζικα.

Καθώς είδαμε, είχε ο Κωσταντίνος γιο τον Κρίσπο από την πρώτη του γυναίκα, τη Μινερβίνα. Από τη δεύτερη πάλε γυναίκα του, τη Φάουστα, είχε τον Κωσταντίνο και τον Κώστα. Έχουνε να πουν πως η Φάουστα τονέ μισούσε τον Κρίσπο, σα μητρυιά του που είταν, από αγάπη τω δυο της παιδιών, και πως τάχατες τραβούσε τον αυτοκράτορα από το μέρος της. Άλλοι πάλε υποψιάστηκαν το ενάντιο κ' είπαν πως από την αγάπη που είχε του Κρίσπου τον έψηνε στη ζούλια η Φάουστα τον άντρα της. Το φυσικώτερο μας φαίνεται πως τον οχτρεύουνταν τον Κρίσπο ο Κωσταντίνος από λόγους πολιτικούς. Δεν το σήκωνε να βλέπη το γιο του αγαπημένο και τιμημένο στη Ρώμη, και το δικό του τόνομα να σέρνεται καταφρονεμένο στους δρόμους. Ξέρουμε τώρα από τα περασμένα του πως τίποτις δεν το είχε ο Κωσταντίνος να ξεπαστρεύη όσους τούφερναν εμπόδια στους πολιτικούς του σκοπούς. Τέτοιο εμπόδιο δίχως άλλο του στάθηκε ο Κρίσπος. Τον αρπάζουνε λοιπόν από τη μέση μια μέρα οι στρατιώτες, τονέ ρίχνουνε στη φυλακή και τονέ θανατώνουν. Παρόμοιος πολιτικός λόγος τον έσπρωξε και σ' άλλη αγριώτερη πράξη, τότες που πρόσταξε και σφάξανε δώδεκα χρονών αγώρι τανίψι του, το παιδί του Λικινίου. Χαίρουνταν η Φάουστα από τη μια που άνοιγε ο δρόμος για τα δικά της τα τέκνα, έφριττε από την άλλη η Χριστιανωσύνη με τέτοιες θηριωδίες.

Ξαναφάνηκε τότες πάλι στη μέση η μητέρα του η Ελένη. Έτρεξε στη Ρώμη και λόγους δεν έβρισκε να παραστήση τη θλίψη της και την οργή της με τα βάρβαρα εκείνα καμώματα. Είπανε μερικοί πως από τη στενοχώρια του πήγε τότες ο Κωσταντίνος και σκότωσε τη Φάουστα. Αυτό φαίνεται σα δραματικό παραμύθι. Η αλήθεια είναι πως μετάνοιωσε ο Κωσταντίνος πικρά σαν άκουσε τους θρήνους της μάννας του. Την ξανάφερε στην καρδιά του γιου της η Ελένη τη θεοφοβωσύνη εκείνη που του μετρίαζε κάποτες την πολιτική του σκληρότητα, και τον έφερνε στα συλλογικά του.

Είταν αηδιασμένος από τη Ρώμη. Δε μπορούσε πια να μένη στα εχτρικά της παλάτια, να βλέπη και νακούγη αβανιές και βρισίδια. Σηκώθηκε κ' έφυγε μια για πάντα από τη Ρώμη. Πέτρα λες κέρριξε πίσωθέ του. Πέτρα όμως έστησε κι ομπρός του, την πελώρια την πέτρα της Νέας Πρωτεύουσας.

Καθώς πολλώνε μεγάλων οι μητέρες, έτσι κ' η Ελένη φαίνεται σα να τον είχε χαραγμένο, σα να τον έδειχνε κιόλας τον περίδοξο δρόμο του γιου της. Όντας όμως ειρηνικώτερη και πιο φιλάνθρωπη και χριστιανικιά η Ελένη, σαν κατέβηκε στην Ανατολή με τον Κωσταντίνο, δεν τονέ συνόδεψε στην περιοδεία του, παρά τράβηξε αυτή κατά τ' Άγια Χώματα. Είταν τότες τα Ιεροσόλυμα ρημασμένα, και μήτε ο τόπος του Άγιου Τάφου δεν έμνησκε καλά καλά πια γνωστός. Στα θεμέλια απάνω του Ναού του Σολομώντα είχανε ξαναχτισμένο Ναό του Καπιτωλίου Δία οι μερικοί Εθνικοί που κατοικούσανε στα μέρη εκείνα. Όλα τάλλα ρήμαξη και χαλάσματα. Προστάζει η Βασιλομητέρα ανασκαφή, κ' ύστερ' από πολλή εργασία ξαναβρίσκεται ο Άγιος Τάφος καθώς κι ο Τίμιος Σταυρός. Άμα τάκουσε τέτοιο θείο βρέσιμο ο Κωσταντίνος έστειλε προσταγή να χτιστή λαμπρή εκκλησιά στο μέρος εκείνο. Η ίδια η Ελένη εγκαινίασε το θεμελίωμά της. Και σα συμμάζεψε τους λίγους Χριστιανούς του τόπου και τους προστάτεψε, ξεκίνησε με τον Τίμιο Σταυρό νανταμώση το γιο της. Λέγουν πως είταν πολύ συγκινητικό ταντάμωμα εκείνο, και λαμπρές οι τιμές που της έκαμε ο Βασιλέας της άγιας του μάννας. Δεν τηνέ χάρηκε όμως πια τώρα πολύν καιρό. Μερικούς μήνες κατόπι (328), απέθανε η Ελένη ογδόντα χρονών. Την έθαψε μεγαλόπρεπα, και σαν αποκαταστάθηκε κατόπι στη Νέα Πρωτεύουσα, έφερ' εκεί και το λείψανό της.

Ας ακολουθήσουμε ως τόσο τον Κωσταντίνο στο μεγάλο ταξίδι του.

Σιγανό και μετρημένο ταξίδι· και σκοπός του, να διαλεχτή και να στηθή η Νέα Ρώμη, η Χριστιανική του Πρωτεύουσα. Πράμα που πήγαινε να πη για τα κείνονε, μα και για τα μας, θάνατος ή ζωή, δόξα ή όλεθρος. Πούθε πέρασε διαβαίνοντας δεν είναι πολύ φανερό. Λέγουν πως κοντοστέκουνταν κάθε λίγο και κοίταζε τόπους. Τη Σαρδική του Αίμου λόγου χάρη, – τη σημερινή τη Σόφια. Σα δυσκολοπίστευτο τούτο. Άλλοι πάλι θένε να πουν πως συλλογίστηκε κάποιο μέρος μεταξύ Πέργαμο και Τρωάδα. Αλήθεια, ψέματα, δεν το καλοξέρουμε μήτε τούτο. Ίσως ταξειδεύοντας και τηρώντας τα κοίταζε κι αυτά κι άλλα μέρη, καθώς αγοραστής διαμαντόπετρας πολλά πετράδια κοιτάζει πριχού να διαλέξη. Από τα περασμένα του όμως κρίνοντας, και μάλιστα από τη γνωριμία του με το Βυζάντιο από τους χρόνους του Λικινίου, μας φαίνεται σα να τον είχε διαλεγμένο τον τόπο από καιρό. Για να θεμελιώση το Κράτος του με τρόπο που να μη φοβάται από τάγρια στοιχεία που το τριγύριζαν, έπρεπε να στήση το κέντρο του σε τόπο μ' έξοχα στρατηγικά, διοικητικά, κ' εμπορικά προτερήματα. Μέρος που να το διαφεντεύουν και να το θρέφουν από κάθε μεριά θάλασσες. Τέτοιο μέρος ποιό είχε καταλληλότερο από το Βυζάντιο; Τα μεγάλα, τα σπάνια συστατικά της τοποθεσίας εκείνης, που δεν τα είδε μήτ' Αρταξέρξης μήτ' Αλέξαντρος μήτε Μιθριδάτης, που σα να τα συλλογίστηκε ο Καίσαρας ο Ιούλιος, μα δεν τα μεταχειρίστηκε, τα είδε, τάννοιωσε, και τάκαμε δικά του ο Κωσταντίνος. Φάνηκε λοιπόν εδώ απ' όλους πιο μεγαλήτερος, αν είναι μεγαλείο όχι να νικάς και να κυριεύης μονάχα, μα και να ρίχτης για ένα Κράτος θεμέλια βαθιά κι ακλόνιστα.

Μια μονάχη αδύνατη πλευρά την είχε η Νέα Πρωτεύουσα, την πλευρά τη βορειοδυτική, της Θράκης. Μα η Θράκη είτανε δική του. Μπορούσε τέλος και να προφυλαχτή ευκολώτερα παρά αν είχε παρόμοια πλευρά κι απ' αλλού.

Το τι είταν το Βυζάντιο πρι να γίνη Κωσταντινούπολη, δεν είναι ίσως αυτής της ιστορίας δουλειά. Επειδή όμως ο κόσμος έχει όρεξη πάντα να γνωρίζη τη φύτρα κάθε μεγάλης χώρας, καθώς κάθε μεγάλου άνθρωπου, σταματούμε μια στιγμή να γοργοκοιτάξουμε και την αρχαία την πόλη.

Ως χίλια περίπου χρόνια πριν από τον Κωσταντίνο ξεκίνησε από τα Μέγαρα στόλος, πέρασε την Προποντίδα, κι άραξε στον Κόρφο που σαν ποτάμι κόβει την Ευρωπαϊκή τη στεριά κατά τα πρόθυρα του Βοσπόρου, τον Κεράτιο, το σημερινό το Κατάστενο. Ως εφτά μίλια πηγαίνει μέσα η γλώσσα εκείνη. Και στην απομέσα την άκρη της, από τη μεριά της στεριάς, για να προφυλάγουνται οι Μεγαρίτες από τους άγριους της έξω χώρας, έρριξαν είδος φραγμό από τον ένα όχτο στον άλλονα. Συμμαζεύτηκαν εκεί μέσα και σύστησαν το Βυζάντιο, ονομασμένο από τον αρχηγό τους το Βύζαντα.

Μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως η ιστορία του τόπου πηγαίνει ακόμα πιο βαθύτερα στους αιώνες μέσα. Ως τα χρόνια δηλαδή των Αργοναυτών, τότες που μαγικά παραμύθια περνούσαν από στόμα σε στόμα κι ιστορούσαν την πάμπλουτη την Κολχίδα, τις πολεμόχαρες Αμαζόνες, και τους καλότυχους Υπερβόρειους που κατοικούσαν πέρ' από τα φωλιάσματα του Βοριά και τι θα πη χειμώνας δεν ήξεραν. Τους γαργάλιζαν την όρεξη τωνέ δικώ μας τα παραμύθια εκείνα για μεγάλες και τολμηρές εκστρατείες, κ' η σπουδαιότερη απ' όλες είναι η Αργοναυτική. Ανίσως και δε βρήκαν όσα ο μύθος τους παράσταινε, βρήκαν όμως καινούριες και πλούσιες χώρες. Αρίθμητες αποικίες συστηθήκανε με τον καιρό στη μεγάλη τριγύρω λεκάνη του «Άξεινου Πόντου» (που αργότερα ονομάστηκε κ' «Εύξεινος»), και τα πλούτη κατέβαιναν αυλάκι από το Βόσπορο.

Πιώτερα απ' όλους τους Έλληνες οι Μεγαρίτες, οι Άγγλοι αυτοί της πρώτης Ελληνικής εποχής, μίσευαν κι άνοιγαν το δρόμο στους καινούριους τους κόσμους. Και πριν ακόμα να συστηθή το Βυζάντιο, βρίσκουμε Μεγαρίτες αποκαταστημένους αντίκρυ, στην Καρχηδόνα. Ή όμως είταν ξυπνότερη η νέα η συντροφιά πούρριξε το σίδερο στο Κατάστενο μέσα, ή τους άνοιξε τα μάτια το Μαντείο με την πολύτιμη εκείνη συβουλή του, να στήσουν αποικία κατάντικρυ στους Τυφλούς.

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στην τοπογραφία, να δούμε α δεν έκρινε σωστά η Πυθία σαν τους έλεγε τυφλούς τους Καρχηδόνιους. Τηρώντας από την ανατολική την άκρη της Θράκης, κ' έχοντας Ευρώπη πίσωθέ μας κι Ασία κατάμπροστα, βλέπουμε αμέσως τι λαμπρό μπροστήθι γίνεται τέτοιος τόπος για την Ευρώπη, τι φοβερό και δυσκολόπαρτο για την Ασία. Κ' οι δυο οι πλευρές της τρίγωνης εκείνης άκρης διαφεντέμένες από τη θάλασσα· μα κ' η τρίτη, της στεριάς, τοιχωμένη κι αυτή σε γης, που μήτ' ένα βουναράκι δεν ξεπροβάλλει αντίκρυ της, για να στηθή επάνω του πολιορκητική μηχανή. Για τούτο και μήτε μια φορά δεν πάρθηκε με σκάλωμα το Βυζάντιο, παρά ή με πείνα ή με βοήθεια από μέσα.

Μα το μεγαλήτερο ίσως καλό του Βυζαντίου είναι η εμπορική του τοποθεσία. Όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας στα χέρια του είταν από τότες, αφού κάθε πλεούμενο που πηγαινοερχότανε με πραμάτεια, από το Βόσπορο έπρεπε να περάση, και στο Βυζάντιο κόνεβε. Μα και δικό του εμπόριο είχε με τους ντόπιους της Θράκης, και μάλιστ' από τη ψαρική του.

Όσο για την πολιτική του ιστορία, σώνει να σημειωθή πως τρακόσα χρόνια περίπου χαιρότανε λευτεριά, έξω από μερικούς χρόνους που το βαστούσαν οι Πέρσοι. Πολλά κι αξιοσημείωτα γενήκανε μέσα στα τρακόσα εκείνα χρόνια. Πρώτο, που εκεί κάπου έστησε ο Δαρείος το γεφύρι του σαν περνούσε το Βόσπορο. Δεκαπέντε χρόνους κατόπι βρίσκουμε το Βυζάντιο λεύτερο από Πέρσους και στα χέρια του Ιστιαίου, τυράννου που σοφίστηκε να βάλη βαριούς φόρους στα εμπορικά που ανεβοκατεβαίνανε. Λίγο κατόπι ξαναπέφτει το Βυζάντιο στων Πέρσων τα χέρια, ώσπου πρόβαλαν τέλος οι δαφνοστεφανωμένοι οι Έλληνες της Μυκάλης και της Σαλαμίνας και τους έδιωξαν από κει μια για πάντα (479 π. Χ.). Ακόμα πιο ύστερα, βρίσκουμε τους Βυζαντινούς πιασμένους σε πόλεμο δυο φορές με τους Αθηναίους. Τη μια φορά στα 439· παραδόθηκαν τότες. Την άλλη φορά στα 408, που με προδοσία τους κυρίεψαν οι Αθηναίοι. Πλέρωσαν τότες βαρύ πρόστιμο οι Βυζαντινοί, μα σε δυο χρόνους μέσα πήραν απάνω τους πάλι και καλοπερνούσαν.

Την εσωτερική τους ιστορία τους καιρούς αυτούς δεν την πολυγνωρίζουμε. Όσο για τη θρησκεία τους, οι μεγαλήτεροί τους Θεοί είταν ο Ποσειδώνας κ' η Άρτεμη, αυτοί δα που τους έφερναν και τα πλούτη τους.

Αξιοσημείωτα είναι και τα παλιά χαραχτηριστικά τους. Τους είπανε φιλήδονους και καλοπαθιασμένους, μα όχι κι ακαμάτηδες, αν κ' οι ταβέρνες τους πάντα γεμάτες. Τους άρεζε, φαίνεται, και το καλοφάει. Μια φορά, λέει, οι στρατιώτες τους αρνηθήκανε να πολεμήσουνε σε πολιορκία απάνω, επειδή δεν τους έφερναν τραπεζαρίες εκεί που πολεμούσαν.

Σα φάνηκε ο Φίλιππος κι ο Αλέξαντρος, χάθηκε πάλι η λευτεριά τους. Είναι αλήθεια πως το Φίλιππο τον καταπόνεσαν. Εκεί που κινούσε καταπάνω τους, πρόβαλε θεόλαμπρο σημάδι στον ουρανό, έφεξε η χώρα γύρω τριγύρω, μάτιασαν τους Μακεδόνες, τους κυνήγησαν, και τους έδιωξαν. Έκαμαν τότες σύβολό τους Μισοφέγγαρο με Σταυρό. Περίεργο προμήνυμα της πολύ αργότερης ιστορίας του Βυζαντίου! Με τον Αλέξαντρο όμως δεν τάβγαλαν πέρα. Τους συνεπήρε η μπόρα του μαζί με τις άλλες χώρες, κ' έτσι βρέθηκαν κατόπι στα χέρια του Δημητρίου του Πολιορκητή και του Λυσιμάχου. Ύστερ' απ' αυτούς ορθοστέκουνται πάλι και χαίρουνται κάποια λευτεριά καμιά κατοστή χρόνους, ώσπου πλάκωσε και στα μέρη τους η πλημμύρα της Ρώμης.

Είχαν τη γνώση οι Βυζάντιοι να μη δείξουν αντίσταση στους Ρωμαίους, και τους καλομεταχειρίστηκαν. Τους αφήκανε δηλαδή να κυβερνούν όπως ήθελαν τα δικά τους, με συμφωνία να πλερώνουνε φόρους. Στου Βεσπασιανού τους καιρούς όμως τόχασαν αυτό το προνόμιο.

Ως τόσο την εμπορική του σημασία και τη δύναμη δε μπορούσε εύκολα να τη χάση το Βυζάντιο. Καλοπερνούσε λοιπόν και πλούτιζε χρόνους πολλούς, ώσπου ήρθε τέλος η εποχή του Σεβήρου, εποχή μαύρη, καθώς είδαμε σάλλο κεφάλαιο. Αφού δυο χρόνια του αντιστάθηκαν οι Βυζάντιοι, παραδόθηκαν τέλος, και την πλέρωσαν τότες ακριβά την παλικαριά τους· επειδή κάθε τους στρατιώτη και κάθε τους προύχοντα τους πέρασε ο Σεβήρος από το σπαθί του. Δημεύτηκαν οι περιουσίες τους, γκρεμίστηκαν τα τείχη τους και κατάντησε το Βυζάντιο μικρό και ταπεινωμένο χωριό. Τους τα ξανάδωσε τα προνόμια τους ο Καρακάλλας, μα του κάκου. Ειρήνη κ' ησυχία πια δεν έβρισκε το Βυζάντιο. Σε κείνη την κακορριζικιά απάνου πέφτουν κ' οι Γότθοι, καθώς είδαμε, και το ρημάζουν. Έρχεται κατόπι ο Γαλλιανός (263), κι αποσώνει τον ξολοθρεμό. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαν οι στρατιώτες του, κι από το πολύ το σφάξιμο ψυχή, λέγουνε, με Μεγαρικό αίμα δεν απόμεινε. Κι ως τόσο το βλογημένο του το εμπόριο του ξανάφερε πάλε κάποια ζωή, και μετά δέκα περίπου χρόνια το βλέπουμε πάλι κ' υπάρχει, και πολεμάει μάλιστα τους Γότθους που κατεβήκανε στον καιρό του δεύτερου του Κλαυδίου.

Αργότερα, στου Διοκλητιανού τις μέρες, το βρίσκουμε ακόμα πιο πλουσιώτερο το Βυζάντιο, αφού δα είχε τώρα και την «Αυλή» δίπλα του στη Νικομήδεια. Μια όμως και προβάλανε στη μέση ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος, κι' ανταμωθήκανε στο Βυζάντιο, που μόλις το πήρε ο Μαξιμίνος κ' ήρθε και το ξανάρπαξε ο Λικίνιος (314), τι προκοπή μπορούσε να δη η δύστυχη η πόλη! Μόνο που δεν ξολοθρεύτηκε πάλι ολότελα. Πάσκισε μάλιστα ο Λικίνιος να την οχυρώση και να την κάμη ανίκητη. Την οχύρωσε, μα ολότελα ανίκητη δεν την έκαμε. Την είδαμε την τύχη της στα 323.

Απ' αυτόν τον καιρό αρχινάει το ρωμαίικο το Βυζάντιο, και δω ξαναπαίρνουμε το νήμα της ιστορίας μας.

Ήθελε ο Κωσταντίνος να συστήση Κέντρο χριστιανικό, πολιτικό, στρατηγικό. Δε γίνεται λοιπό να μην την έβαλε στο νου του τέτοια έξοχη τοποθεσία· από τότες έστησε τις σκηνές του στα ξώχωρά της να πολεμήση το Λικίνιο.

Και δίχως μήτε στιγμή να χάση όταν καταστάλαξε στη διαλεγμένη του χώρα, καταπιάστηκε το μεγάλο του έργο, άρχισε να χαράζη τα σύνορα της νέας του Ρώμης. Είναι νόστιμη η παράδοση που μας το ιστορεί αυτό το σημάδεμα. Ξεκίνησε, λέει, πεζός, ακολουθώντας οι αυλικοί του, και με το κοντάρι του χάραζε τη γραμμή που έπρεπε να πάρουν τα καινούρια τα τειχίσματα. Πήγαινε, κι όλο πήγαινε δυτικά, τραβήξαντας από τα βάθια του κόρφου, από τα παλιά δηλαδή το Βυζάντιο. Σαν πέρασε τα δυο μίλια και δε σταματούσε, άρχισαν οι ακόλουθοι του να παραξενεύουνται· και του λεν πως τέτοια περιοχή μήτε μια νέα Ρώμη δεν τη χρειάζεται. «Εγώ θα πηγαίνω ομπρός,» απολογιέται ο Βασιλέας «ώσπου να με σταματήση ο αθώρητος Οδηγός που μου δείχνει το δρόμο.»

Ως την άλλη άκρη τον έφερε ο αθώρητος οδηγός του, ο πεντάξυπνός του ο νους. Ως της Προποντίδας τα κύματα. Εκεί μονάχα στάθηκε, αφού πήρε μέσα στην καινούρια πόλη αλάκερη τη χερσόννησο που μας δείχνει ο χάρτης. Κι άρχισαν αμέσως να χτίζουν τειχίσματα και πόλη. Τα τειχίσματα από του πελάγου το μέρος μικρή δουλειά δεν είταν, επειδή βράχους θεόρατους αναγκαστήκανε να ρίξουνε για να πιάσουν θεμέλια που ν' αντέχουνε σε ρέματα και σε φουρτούνες. Έχτισαν και μόλους απ' αυτή τη μεριά κ' έκαμαν τα δύο πιο σημαντικά λιμάνια της Πρωτεύουσας, «Σοφιών» κ' «Ελευθερίου».

Σύγκαιρα δούλευαν και μέσα στην Πόλη οι χτίστες. Έστησαν πρώτα πρώτα το «Μίλιον», λίγο παρέξω από τα τειχίσματα του παλιού του Βυζαντίου, εκεί που ο Κωσταντίνος είχε στημένη τη σκηνή του στα 323. Σκοπός αυτού του χτίριου είτανε να προσδιορίζη τα διαστήματα της Αυτοκρατορίας. Γι' αυτό και στήθηκε επάνω σε ύψωμα. Εφτά κολώνες στεγωμένες, με δίχως τοίχο, και μέσα ο αδριάντας του Κωσταντίνου και της σεβαστής του μητέρας, καθώς κι άλλοι βασιλικοί αδριάντες αργότερα.

Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος

Подняться наверх