Читать книгу Κύκλωψ - Euripides - Страница 3

ΣΚΗΝΗ Α'

Оглавление

ΣΕΙΛΗΝΟΣ

  Ω Βρόμιε Βάκχε, βάσανα που τα τραβώ για σένα

  απ' τον καιρό που ώρθωναν τα νειάτα το κορμί μου.

  Πρώτα όταν σου έστειλεν η Ήρα τη μανία

  κι' από της Νύμφαις έφυγες που σ' είχαν αναθρέψη·

  Έπειτα όταν στο πλάι σου, αλήθεια παλληκάρι

  μαζή σου επολέμησα, και υπερασπιστής σου

  σκότωσα τον Εγκέλαδο με μία κονταριά μου

  στη μέση της ασπίδας του. Άραγε αλήθεια λέω

  ή μήπως τάχα όλα αυτά τα είδα στ' όνειρό μου;

  Όχι, δεν λέω ψέμματα· τα λάφυρα τα είδε

  ο Βάκχος, που του τάδειξα. Μα πιο πολλά απ' όλα

  τώρα τραβώ για χάρι σου. Γιατί όταν η Ήρα

  έστειλε Τυρρηνούς ληστάς για να σε κυνηγήσουν

  και να σε φέρουνε μακρυά, μακρυά σε τόπους ξένους

  μόλις εγώ το έμαθα, επήρα τα παιδιά μου

  και με το πλοίο ξεκίνησα να σε ζητήσω. Ο ίδιος

  εις το τιμόνι εκάθησα, στην πρύμη. Τα παιδιά μου

  στο κάθισμα των ερετών γερό κουπί ετραβούσαν

  και άσπριζαν με τον αφρό το κύμα το γαλάζιο.

  Κι όλα αυτά για ναύρωμε εσένα, ω βασιλιά μου.

  Μα εκεί που πλησιάζαμε στην άκρη του Μαλέα

  άξαφνα επήρε δυνατός στο πλάι απηλιώτης

  και το καράβι έρριξε σ' αυτήν εδώ την ξέρα

  της Αίτνας, όπου κάθονται σ' έρημα σπήλαια μέσα

  οι Κύκλωπες, μονόφθαλμοι, παιδιά του Ποσειδώνος,

  που τους θνητούς σκοτώνουνε και δεν χορταίνουν αίμα.

  Ένας λοιπόν από αυτούς μας έπιασε, και τώρα

  σαν δούλοι τον δουλεύομε· Πολύφημο τον λένε,

  αυτόν που έγινε αφέντης μας. Δεν έχει πια μεθύσι,

  δεν έχει πια ούτε χορούς ούτε τραγούδια τώρα…

  Τώρα εκαταντήσαμε να βόσκωμε κοπάδια

  αυτού του αθλίου Κύκλωπα. Σαν νέα τα παιδιά μου

  τα πρόβατα τα πρώιμα πηγαίνουν να βοσκήσουν

  πέρα στης άκραις των Βουνών. Κ' εγώ σαν γέρος πούμαι

  μένω εδώ πίσω στη σπηληά, το σπίτι να σαρώνω

  και να γεμίζω τα βουτσιά και να δουλεύω ακόμα

  στα δείπνα, τα ανόσια του Κύκλωπα. Και τώρα

  πρέπει ό,τι επρόσταξε να κάμω· να σαρώσω

  με αυτήν την σκούπα μου εδώ όλο το σπήλαιο, ώστε

  όταν γυρίση ο αφέντης μου ναύρη καθάρια όλα,

  γι' αυτόν και για τα πρόβατα


(Βλέπει προς το βάθος)

  Μα, να και τα παιδιά μου

  βλέπω που με τα πρόβατα γυρίζουν. Μα τι τρέχει;

  Τι θόρυβος είναι αυτός; Χορεύετε, παιδιά μου,

  όπως εκείνον τον καιρό, που, συνοδεία του Βάκχου

  εις της Αλθαίας πηγαίνατε το σπίτι με τραγούδια

  που τα συνώδευε εύθυμα της λύρας σας ο ήχος;


Κύκλωψ

Подняться наверх