Читать книгу Ο Βίος του Χριστού - Farrar Frederic William - Страница 12
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
Σκηνογραφία της Γαλιλαίας
ОглавлениеΗ κοιλάς του Ιορδάνου και η Τιβεριάς Θάλασσα. – Καλλονή της Γεννησαρέτ. – Η τοπογραφία. – Η σημερινή ερήμωσις και η αρχαία Πολυανθρωπία. – Η προφητεία του Ησαΐου. – Η διδασκαλία του Χριστού. – Τοποθεσία της Καπερναούμ.
Το πρώτον θαύμα του Χριστού εν Κανά ήτο σημείον ότι ήλθεν, όχι διά να καλέση τους μαθητάς Του έξω του κόσμου και των συνήθων καθηκόντων Του, αλλά διά να κάμη τους ανθρώπους ευτυχεστέρους, ευγενεστέρους, αγαθωτέρους εν τω κόσμω. Και υπήρχέ τι το σημαντικόν εις τον τόπον τον οποίον εξέλεξεν ως την σκηνήν της πρώτης διδασκαλίας του. Ο Ιωάννης είχε κηρύξει εις τας ερήμους τας παρά την Νεκράν θάλασσαν. Η φωνή του αντήχησεν εις τους κρημνούς και τας φάραγγας. Η πόλις η πλησιεστέρα είχε κτισθή εναντίον αρχαίας αράς υπαρχούσης, και ο δρόμος εις αυτήν έφερε διά της «Οδού αίματος.» Όλα γύρω του απέπνεαν πνοήν ερημίας και πένθους, και ανεκάλουν φοβεράς αναμνήσεις ανόμου και θεηλάτου φυλής. Παρά τα ύδατα εκείνα τα μολύβδινα και υπό τον ουρανόν τον χαλκούν είχε κηρύξει το βάπτισμα της μετανοίας. Αλλ' ο Χριστός, εν μέσω της φαιδράς συνοδίας της Μητρός Του και των συγγενών Του και των Μαθητών Του, εξέλεξεν ως πρώτον κέντρον της διδασκαλίας Του μίαν λαμπράν και πολυάσχολον πόλιν, της οποίας αι μαρμάριναι οικοδομαί κατωπτρίζοντο εις διαυγή θάλασσαν.
Η μικρά αύτη πόλις ήτο η Καπερναούμ. Ηγείρετο υπό τας ομαλάς κατωφερείας των λόφων των πυρικυκλούντων επίγειον παράδεισον. Εις κανέν άλλο μέρος εν Παλαιστίνη δεν υπήρχον δένδρα και κήποι οίοι εν τη χώρα της Γεννησαρέτ. Αυτό το όνομά της σημαίνει «κήπος αφθονίας», και τα αναρίθμητα άνθη ανθούσιν επί τινος κοιλάδος ήτις είνε «ομοία την όψιν με σμάραγδον». Ηθέλησε βεβαίως ο Χριστός ίνα η διδασκαλία του, η ανοίγουσα τους ορίζοντας της αγαθότητος και του ελέους εις τον κόσμον, αρχίση κηρυττομένη εις τόπους τερπνούς.
Ο περιηγητής σήμερον, καθώς εξέρχεται από την κοιλάδα των Περιστερών, και ρίπτει το πρώτον άπληστον βλέμμα εις την Γεννησαρέτ, θα ίδη μικράν λίμνην, ομοιάζουσαν με κινύραν το σχήμα, δεκατριών μιλίων το μήκος, έξ δε το πλάτος. Κατά την απωτέραν ή ανατολικήν όχθην εκτείνεται πρασίνη λωρίς, πέραν της οποίας υψούται εις εννεακοσίους πόδας υπεράνω της επιφανείας της λίμνης, σειρά ερήμων λόφων διατρήτων με χαράδρας, χωρίς δένδρον ή χωρίον ή ίχνος καλλιεργείας, το άσυλον όπου ο Κύριος ημών συχνά επεζήτει την αναψυχήν της μονώσεως μετά του Θεού. Η λίμνη, με τα στίλβοντα κρυσταλλώδη νερά της, κείται εις τον πυθμένα μεγάλης λεκάνης, υπέρ τους πεντακοσίους πόδας κατωτέρω της επιφανείας της Μεσογείου. Εντεύθεν ο πνιγηρός καύσων εκεί. Αι όχθαι είνε τώρα έρημοι. Εξαιρέσει της μικράς και φθινούσης πολίχνης της Τιβεριάδος, και του χωρίου Μετζέλ των αρχαίων Μαγδάλων, δεν υπάρχει κατωκημένον μέρος εις τας πάλαι ανθούσας όχθας της· έν άθλιον και υπόσαθρον πλοιάριον αντικατέστησε τον πάλαι ποτέ στολίσκον. Και τούτο δεικνύει την φυγοπονίαν και αναλγησίαν των σημερινών κατοίκων, διότι τα οψάρια είνε ακόμη άφθονα εις την λίμνην. Αλλ' οι φυσικοί χαρηκτήρες ακόμη μένουσιν. Η λίμνη κείται αμετάβλητος, ως οπάλιον σμαραγδοκόλλητον, αναμέσον των πρασίνων λόφων· τα ύδατα είνε ακόμη τόσον ωραία εν της διαυγεία των, ως ότε ο Πέτρος έρριπτε τα δίκτυα εις αυτά, και ο Ιησούς ενέβλεπεν εις τα κρυστάλλινα βάθη των· το φως του ηλίου περιλούει ακόμη τον τόπον, και ο αήρ ευωδιάζει από φυσικά αρώματα, και η τρυγών μορμυρίζει εις τας κοιλάδας, και ο πελεκάν αλιεύει εις τα ύδατα· και υπάρχουν φοίνικες και πρασινίζοντες κάμποι και ρεύματα και αμαυροί ερειπίων σωροί. Και ό,τι έχασε κατά τον πληθυσμόν και την δραστηριότητα, εκέρδισε κατά την σεμνότητα και το ενδιαφέρον. Και αν παν ίχνος ανθρωπίνης κατοικίας εξέλειπεν εκ των πέριξ της, και αν ο θως και η ύαινα ωρύοντο μόνον επί των ερειπίων των Συναγωγών όπου εδίδαξεν ο Χριστός, ακόμη το γεγονός ότι Εκείνος την εξέλεξεν ως την σκηνήν της ενάρξεως της διδασκαλίας Του θα μεταδίδη έννοιαν ιερότητος και περιπαθείας εις τα ερημικά της ύδατα μέχρι συντελείας των αιώνων.
Πολύ εκπαγλοτέρα και ωραιοτέρα ήτο εις τους χρόνους της Παρουσίας Του η λίμνη και το τοπίον εκείνο. Ο Ιώσηπος, αφού περιγράφει μετά θαυμασμού τας καλλονάς της, συμπεραίνει ότι αι ώραι του ενιαυτού εφαίνοντο να ερίζωσι περί της κατοχής της, και ότι η φύσις την είχε πλάσει ως πρότυπον και ως δείγμα. Οι δε Ταλμουδισταί είχον παροιμίαν – ήτις είνε πολύ αληθεστέρα ή όσον φαντάζονται – ότι «ο Θεός είχε πλάσει επτά θαλλάσας εις την γην της Χαναάν, αλλά μίαν μόνον, την θάλασσαν της Γαλιλαίας, εξέλεξε διά τον εαυτόν του.»
Όχι δε μόνον διά την καλλονήν της, αλλά διά το κεντρικόν της θέσεως και το πολυάνθρωπον, η χώρα ήτο θαυμασίως προσηρμοσμένη διά το υπούργημα εκείνο δι' ου επληρώθη η παλαιά προφητεία του Ησαΐου, ότι η «γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλίμ, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών», έμελλε να ιδή φως μέγα, και «οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως λάμψει επ' αυτούς». Επειδή ο Χριστός έμελλε να είνε και σωματικώς παρών ακόμη επί της γης «φως εις αποκάλυψιν εθνών,» όσον και «δόξα λαού Ισραήλ». Το μικρότερον χωρίον της Γαλιλαίας τότε, μαρτυρεί, ο Ιώσηπος, είχεν υπέρ τους δεκαπεντασχιλίους κατοίκους. Ήτο δε ο λαός φιλόπονος και εργατικός, κ' εκαλλιέργει παν πλέθρον της ευκάρπου εκείνης γης. Τέσσαρες οδοί ήγον εις τας όχθας της λίμνης. Η μία έφερε διά της κοιλάδος του Ιορδάνου εις την δυτικήν όχθην· η δευτέρα, διασχίζουσα γέφυραν προς μεσημβρίαν της λίμνης, διήρχετο διά της Περαίας, κ' έφθανε μέχρι της Ιεριχούς, η τρίτη απέληγεν εις την παραλίαν της Μεσογείου, και η τετάρτη διήκε διά των ορέων της χώρας Ζαβουλών εις Ναζαρέτ, και είτα διά της πεδιάδος Εσδραελών εις Σαμάρειαν και Ιεροσόλυμα. Κατά τους χρόνους του Χριστού, η Γαλιλαία ήτο κέντρον δραστηριότητος δι' εθνικούς και Ιουδαίους, και περί τα τετρακισχίλια πλοιάρια διέπλεον τας όχθας της λίμνης. Διασχίζων τις την λίμνην, τον ποταμόν, ή τα όρη, έφθανεν εις Σαμάρειαν εις Συρίαν και εις Φοινίκην. Η πόλις Τιβεριάς, την οποίαν Ηρώδης ο Αντίπας έκτισεν ως πρωτεύουσαν της Γαλιλαίας, ονομάσας αυτήν επί τω ονόματι του τότε βασιλεύοντος Τιβερίου Καίσαρος, ηυξήθη και ανεπτύχθη μετά θαυμαστής ταχύτητος, και μετέδωκε το όνομά της εις την λίμνην. Αν και ο Χριστός δεν εισήλθεν ίσως ποτέ εις τας οδούς της (επειδή εκτίσθη επί της τοποθεσίας παλαιών τάφων, απηγορεύετο εις τους Ιουδαίους να εισέρχωνται άνευ αυστηρού καθαρμού), μακρόθεν θα είδε πολλάκις τας επάλξεις της και την Χρυσήν Οικίαν του Αντίπα. Καθ' όλον το μήκος των οχθών της Γεννησαρέτ, Ιουδαίοι και εθνικοί ήσαν αλλοκότως αναμεμιγμένοι, και ο άγριος Άραψ της ερήμου διηγκωνίζετο με τον υπερόπτην Ρωμαίον και με τον πανούργον Έλληνα.
Παρήλθον αι ημέραι της ησύχου μονώσεως εις Ναζαρέτ, και βίος εργασίας, περιπλανήσεως, κηρύγματος, ιάσεων και αγαθοεργίας έμελλε τώρα ν' αρχίση. Ολίγας μόνον ημέρας έμειναν εις Καπερναούμ, αλλ' η διατριβή αύτη έμελλε να είναι το υπόδειγμα δι' όλον το λοιπόν της επιγείου ζωής Του. Θα εκήρυττεν εις την Συναγωγήν, την κτισμένην υπό Ρωμαίου εκατοντάρχου, και τα έργα της αγάπης Του θα εγίνοντο γνωστά εις πάσης φυλής ανθρώπους. Θα εγίνετο γνωστόν εις όλους ότι ο νέος εγερθείς Προφήτης ήτο ανόμοιος με τον μέγαν Πρόδρομόν Του. Ήλθε να διδάξη ότι ο Θεός δεν ήτο ιδέα αφηρημένη, πόρρω αφεστώσα και συγχεομένη εις το κυανούν, αλλ' ήτο ο Πατήρ πάντων, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», και ότι δεν αρέσκεται εις ολοκαυτώματα και θυσίας, αλλ' εις έλεον και δικαιοσύνην και αγάπην και ταπείνωσιν.
Εν ω δε τοιαύτη ήτο η σημασία της ζωής του Χριστού εις την ερατεινήν εκείνην χώραν, είνε παράδοξον ότι η ακριβής τοποθεσία της Καπερναούμ, «της ιδίας πόλεως», κατά τον Ματθαίον, ήτις υπήρξε μάρτυς τοσούτων θαυμάτων Του, και τοσαύτας ήκουσεν εκ των μεγάλων αποκαλύψεών του, έμεινε μέχρι τούδε αβέβαιος. Δύο χωρία ερίζουσι περί τούτου το Χαν Μινυέ και το Τελ Χουμ, αλλ' εις ποίαν εκ των δύο θέσεων έκειτο η πόλις;
Εις εμέ αι αξιώσεις του Τελ Χουμ φαίνονται ευλογώτεραι. Εκεί σώζονται τα ερείπια αρχαίας Συναγωγής, ενώ εις Χαν Μινυέ δεν σώζεται σχεδόν τίποτε, ειμή ερείπια ερειπίων. Αλλά πού να ήτον η οικία του Πέτρου, ήτις ήτο και οικία του Ιησού; Αλλ' επληρώθη και ενταύθα του Χριστού η προφητεία: «Και συ, Καπερναούμ, η μέχρις ουρανού υψωθήσα, έως άδου καταβιβασθήση· ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι εγένοντο εν Σοδόμοις, έμενον αν έως της ημέρας ταύτης».