Читать книгу Ο Βίος του Χριστού - Farrar Frederic William - Страница 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
Ο Ιησούς το Πάσχα
ОглавлениеΕις τα Ιεροσόλυμα. – Οι πωλούντες και οι αγοράζοντες εν τω ναώ. – Η αγανάκτησις του Ιησού. – Διατί δεν ετόλμησαν ν' αντισταθώσι. – «Καταλύσατε τον ναόν τούτον». – Η εκ των λόγων εντύπωσις και το βαθύ της εννοίας των.
Η διατριβή του Ιησού εις Καπερναούμ υπήρξε λίαν βραχεία, και δεν είνε απίθανον ότι απλώς περιέμενε την αναχώρησιν της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών οίτινες ητοιμάζοντο ν' απέλθωσιν εις Ιεροσόλυμα διά την εορτήν.
Οι τρεις ευαγγελισταί σιωπώσι περί πάσης επισκέψεως του Χριστού διά το Πάσχα από του δωδεκάτου έτους της ηλικίας μέχρι του Πάθους Του· και μόνον ο Ιωάννης μνημονεύει το πρώτον τούτο Πάσχα από της ενάρξεως του κηρύγματος του Χριστού. Το κυριώτερον συμβεβηκός το χαρατηρίσαν την επίσκεψιν ταύτην ήτο η έξωσις από του ναού των πωλούντων και των αγοραζόντων και των κολλυβιστών και αργυραμοιβών. Αλλ' η πλεονεξία και το φιλοχρήματον των Ιουδαίων ήτο τόσον επίμονον κακόν, ώστε ο Χριστός ηναγκάσθη να επαναλάβη και εκ δευτέρου την πράξιν, και τούτο τέσσαρας ημέρας προ του Πάθους Του.
Γνωρίζομεν πόσον πλήθος συνέρρεεν εις την αγίαν πόλιν κατά την ενιαύσιον μεγάλην εορτήν. Και σήμερον ο περιηγητής όστις επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ εν καιρώ του Πάσχα δεν δύναται να φθάση εις τας πύλας του ναού του Αγίου Τάφου χωρίς να διέλθη εν μέσω πλήθους πραγματευτών πωλούντων μικρούς σταυρούς, κομβολόγια και πλείστα άλλα πράγματα, οίτινες πληρούσιν όλον τον πέριξ χώρον. Αλλά τότε οι Ιουδαίοι πραγματευταί δεν επώλουν μόνον μικρά αντικείμενα, αλλά βους και πρόβατα και περιστεράς. Οι αργυραμοιβοί ήσαν σχεδόν αναγκαίοι εκεί. Διότι είκοσιν ημέρας προ του Πάσχα οι ιερείς ήρχιζον να εισπράττουν τον παλαιόν ιερόν φόρον του ημίσεως σεκέλ, τον οποίον ώφειλε να πληρώνη πας Ισραηλίτης πτωχός ή πλούσιος, δεν ήτο δε νόμιμον να πληρώνεται ο φόρος ούτος εις έν των διαφόρων νομισμάτων των συρρεόντων εθνικών, αλλ' έπρεπε να πληρώνεται εις αργυρούν εγχώριον νόμισμα. Όθεν οι κολλυβισταί εύρισκον μέγα συμφέρον εις την ανταλλαγήν ταύτην.
Αι στοαί και τα πρόθυρα του Ναού είχον γεμίσει από τους κολλυβιστάς τούτους με τας τραπέζας των, από τους πραγματευτάς και ζωεμπόρους. Και ήτο εκεί η είσοδος εις τον ναόν του Υψίστου. Ο ναός όστις έπρεπε να είνε οίκος προσευχής δι' όλα τα έθνη, εβεβηλώθη και εξέπεσεν εις τόπον ένθα ο μυκηθμός των βοών, η βρηχή των προβάτων, και η βαβέλ των πολλών γλωσσών και ο κωδωνισμός των νομισμάτων και ο κλιγμός των πλαστιγγών και ζυγαριών (των όχι πάντοτε δικαίων ίσως) πρέπει να ηκούοντο εις τας γείτονας αυλάς, διαταράσσοντα το άσμα των Λευιτών και τας προσευχάς των ιερέων!
Εμπλησθείς δικαίως περιφρονήσεως προς την ασέβειαν ταύτην, φλέγων εξ ακαθέκτου και αγίας αγανακτήσεως, ο Ιησούς, εισερχόμενος εις τον ναόν, κατεσκεύασε μαστίγιον από τα βρύα τα κείμενα επί του εδάφους· και καταρχάς απεδίωξε τα πρόβατα και τους βους, καθώς και τους οδηγούντας αυτά. Είτα ελθών προς τας τραπέζας των αργυραμοιβών τας ανέτρεψε μεθ' όλων των σωρών των νομισμάτων, αφήσας τους κτήτορας να κύπτωσι και ν' αναζητώσι τα χρήματά των. Αλλά και εις εκείνους οίτινες είχον τους κλωβούς των περιστερών είπε: Πάρετε τα από δω! δικαιολογήσας την πράξιν του μόνον διά των λέξεων: «Μη ποιήτε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου.» Και οι μαθηταί του ιδόντες τον ένθεον τούτον θυμόν, ανεμνήσθημεν τότε του στίχου του Δαυΐδ του Προφήτου και βασιλέως, «Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με».
Διατί όλον αυτό το πλήθος δεν αντεστάθη; Διατί οι πλεονέκται εκείνοι και άρπαγες ηρκέσθησαν εις πεπνιγμένους μορμυρισμούς και ταπεινοφώνους αράς; Διατί, θα ερωτήσωμεν, ο Σαούλ υπέφερε να τον αψηφήση ο Σαμουήλ κατέμπροσθεν του ιδίου στρατού του; Διατί ο Δαυΐδ υπήκουσεν εντελώς εις τας προσταγάς του Ιωάβ; Διατί ο Αχαάβ δεν ετόλμησε να συλλάβη και τιμωρήση Ηλιού;
&Διότι η αμαρτία είνε αδυναμία&· διότι δεν υπάρχει εις τον κόσμον τίποτε ευτελέστερον ενόχου συνειδήσεως, τίποτε τόσον ακαταμάχητον όσον το ανερχόμενον κύμα θεοειδούς αγανακτήσεως κατά παντός του χαμερπούς και του πονηρού. Πώς ηδύναντο οι βέβηλοι εκείνοι και ρυπαροί πλεονέκται, συνειδότες ότι κακώς εποίουν, ν' αντισταθώσιν εις τας αστραπάς των οφθαλμών εκείνων των ανημμένων εν θεία οργή; Η κακία ουδ' επί στιγμήν δύναται να σταθή προ του υψωμένου βραχίονος της αρετής. Όσον ευτελείς και διεφθαρμένοι αν ήσαν οι χρηματολάτραι ούτοι Ιουδαίοι, ησθάνοντο εις τα βάθη της ψυχής των ότι ο Υιός του Ανθρώπου είχε δίκαιον.
Ακόμη και οι ιερείς, οι Φαρισαίοι και οι Λευίται και οι γραμματείς, όσον και αν κατεβιβρώσκοντο υπό της τυπολατρείας και της επάρσεως, δεν ηδύναντο να καταδικάσουν μίαν πράξιν, ήτις θα ηδύνατο να εκτελεσθή υπό τινος Νεεμία ή Ιούδα του Μακκαβαίου, και ήτο σύμφωνος προς τας αρίστας παραδόσεις των. Αλλ' όταν έμαθον την πράξιν ταύτην, ή είδον αυτήν, και έλαβον καιρόν να συνέλθωσιν από τον θαυμασμόν και την έκπληξίν των, ήλθον προς τον Ιησούν, και μη τολμώντες να καταδικάσωσιν ό,τι έπραξε εν συγκεκαλυμμένη αγανακτήσει, του εζήτησαν σημείον ότι είχε δικαίωμα να πράττη ούτω.
Η απάντησις του Κυρίου, ακατάληπτος εις αυτούς, τους αφήκεν εμβροντήτους εν θυμώ και καταπλήξει. «Καταλύσατε, είπε, τον Ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν».
Καταλύσατε τον Ναόν τούτον! «τον ναόν διά τον οποίον βασιλεύς υπερέχων εν πλούτω και μεγαλοπρεπεία, οίος ο βασιλεύς Σολομών, εδαπάνησεν όλους τους θησαυρούς του, και ούτω μόνον κατέστησεν ανεκτήν εις τους Ιουδαίους την αφόρητον τυραννίαν του· τον Ναόν διά την οικοδόμησιν του οποίου χίλιαι άμαξαι εχρειάσθησαν και δεκακισχίλιοι εμισθώθησαν τεχνίται, και χίλιοι ιερείς εν ιερατικαίς στολαίς ειργάσθησαν διά να καταθέσωσι τους λίθους τους οποίους οι τεχνίται είχον πελεκήσει ήδη· τον Ναόν, ενί λόγω, όστις ήτο θαύμα του κόσμου! Ούτος εκτίζετο επί 46 έτη και ακόμα ήτον ατελείωτος· και αυτός ο άγνωστος Γαλιλαίος νεανίας τους εκάλει να τον κατεδαφίσωσι, και Αυτός θα ήτον ικανός τον ανεγείρη εις τρεις ημέρας! Τοιαύτην κατά γράμμα ερμηνείαν έδωκαν, και ουδ' υπώπτευσαν το μυστήριον το υποκρυπτόμενον εις τους λόγους του νεαρού Γαλιλαίου.
Πόσον ανεξάλειπτος έμεινεν έκτοτε η εντύπωσις των λόγων αποδεικνύεται εκ του ότι, τρία έτη ύστερον, την μαρτυρίαν ταύτην μάλιστα επεκαλέσθησαν εναντίον του Ιησού οι κατήγοροί Του, και οι ψευδομάρτυρες, οι διαστρέψαντες τους λόγους του ως εξής: «Δύναμαι καταλύσαι τον Ναόν τούτον» ενώ ο Ιησούς ουδέποτε είπεν ότι Αυτός θα κατέλυε τον Ναόν. Αλλ' η διαστροφή αύτη συνέφερεν εις τους σκοπούς των εχθρών Του, όπως τον παραστήσωσιν εις τους κρατούντας ως στασιαστήν. «Εκείνος δε ελάλει (προσθέτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) περί του Ναού του ιδίου σώματος». Και μόνον μετά την ανάστασίν Του εννόησαν οι μαθηταί την σημασίαν των λόγων Του. Και ουδέν παράδοξον τούτο, επειδή ήσαν λόγοι βαθυτάτης εννοίας. Μέχρι τούδε υπήρξε μόνον είς Ναός του αληθούς Θεού, και ούτος χειροποίητος. Από τούδε το Πνεύμα του Θεού κατώκει εν ναώ ουχί χειροποιήτω, αλλ' εν τω ιερώ Σώματι του Υιού του Θεού όστις εγένετο σαρξ. Ούτος εσκήνωσεν εν ημίν. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της Πεντηκοστής, τρία έτη ύστερον, και από τότε εις τους αιώνας το Άγιον Πνεύμα του Θεού έμελλε να προτιμά υπέρ πάντα ναόν την ευθείαν και καθαράν καρδίαν. Πας δε χριστιανός έμελλε να είναι, εις το θνητόν σώμα του, ναός του Αγίου Πνεύματος.
Ουδέν προσβλητικώτερον εις το παχυλόν, εις το φαρισαϊκόν πνεύμα, το προσκολλώμενον εις τα υλικά, ουδέν αντιπαθέστερον της υψηλής ταύτης αληθείας, ότι ο καθηγιασμένος ναός εις τα Ιεροσόλυμα δεν θα ήτο πλέον του λοιπού ο προνομιούχος τόπος εν ώ οι άνθρωποι θα ελάτρευον τον Πατέρα. Και όμως θα ηδύναντο, αν ήθελον, να λάβωσιν ασθενή τινα έννοιαν των υπό του Χριστού λεχθέντων. Πρέπει να εγνώριζον ότι διά της φωνής του Ιωάννου Αυτός είχε κηρυχθή ο Μεσσίας· πρέπει να κατενόησαν τι τους είπεν ύστερον ότι εν τω τόπω τούτω υπήρχέ τις μείζων του Ναού· πρέπει να εμελέτησαν την έκφρασιν ενός των ραββίνων των, την σχετιζομένην με την προφητικήν γλώσσαν του Δανιήλ ότι ο Άγιος των Αγίων ήτο Αυτός ο Μεσσίας.
Υπάρχει δε μία βαρυσήμαντος ένδειξις ότι εισέδυσαν κάπως εις την έννοιαν των λόγων του Ιησού. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν καθ' ην ο Ιησούς έκειτο νεκρός εν τω λιθίνω τάφω, αυτοί προσήλθον εις τον Πιλάτον και είπον αυτώ: «Κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, «Μετά τρεις ημέρας εγείρομαι». Λοιπόν δεν υπάρχει που ίχνος ότι ο Ιησούς είπε ποτέ τοιούτους λόγους ευκρινώς προς αυτούς· και αν δεν το ήκουσαν από τον Ιούδαν, ή από την φήμην, τουτέστιν, αν το «εμνήσθημεν» δεν είνε κατάφωρον ψεύδος, δεν ηδύναντο ν' αναφέρωνται εις άλλην περίστασιν ειμή εις αυτήν. Και ότι το ήκουσαν παρά τινος των Αποστόλων ήτο λίαν απίθανον· διότι οι Απόστολοι με τας βραδείας καρδίας των δεν είχον εννοήσει την ρήσιν του Ιησού. Πώς τότε συνέβη οι Φαρισαίοι και ιερείς να εννοώσι καλλίτερον από τους ιδίους μαθητάς Του ό,τι έλεγεν ο Κύριος; Επειδή δεν ήσαν καθώς οι Απόστολοι απονήρευτοι, άδολοι και απλοϊκοί άνθρωποι, και επειδή, με όλην την γνώσιν και την διορατικότητά των, αι καρδίαι των ήσαν ήδη πλήρεις του μίσους και της αποστροφής ήτις απέληξεν εις τον φόνον του Χριστού, και ήτις απέρριψε την ενοχήν του αίματος Του επ' αυτούς και επί τα τέκνα αυτών.
Αλλ' υπήρχεν ακόμη και άλλη έννοια την οποίαν ενείχον αι λέξεις, όχι βεβαίως ολιγώτερον απεχθής εις τας προλήψεις των, αλλ' ουχ' ήττον πλήρης νουθεσίας, και εναργεστέρα εις την αντίληψίν των. Ο Ναός ήτο η καρδία του όλου Μωσαϊκού συστήματος, το στραταρχείον, ούτως ειπείν, της όλης λευιτικής τελετουργίας. Βεβηλούντες τον ναόν εκείνον, και ανεχόμενοι να βεβηλούται ούτος – ανεχόμενοι Εκείνον τον οποίον ήθελον απλώς να θεωρούν ως πτωχόν Γαλιλαίον διδάσκαλον να κατορθοί την αποκάθαρσιν εκείνην του Ναού την οποίαν, είτε εκ νωθρότητος, είτε εξ ιδιοτελείας, ούτε ο Καϊάφας, ούτε ο Άννας, ούτε ο Ιλλήλ ούτε ο Σαμμαΐ, ούτε ο Γαμαλιήλ ούτε ο Ηρώδης είχον ριψοκινδυνεύσει επιχειρήσωσι – δεν κατέστρεφον οιονεί τον Ναόν εκείνον, δεν κατέλυον το σύστημα, δεν εμαρτύρουν δι' αυτών των πράξεών των ότι δι' αυτούς η αληθής σημασία του είχε παρέλθη; Τελειώσατε λοιπόν, θα ηδύνατο να τους είπη, προφητεύων άμα και παρέχων αυτοίς άδειαν, τελειώσατε άνευ αναβολής το έργον τούτο της διαλύσεως· εις τρεις ημέρας εγώ, ως Λυτρωτής εγηγερμένος, θ' ανορθώσω κάτι καλλίτερον και μεγαλείτερον όχι υλικόν Ναόν, αλλά ζώσαν Εκκλησίαν. Τοιαύτην έννοιαν φαίνεται να ενείδεν εις λόγους τούτους ο Άγ. Στέφανος. Τοιαύτην έννοιαν αναπτύσσει εις πολλά χωρία των επιστολών η απαράμιλλος λογική του Παύλου. Αλλ' εις αυτήν την έννοιαν και εις πάσαν άλλην ήσαν κωφοί, και αμβλείς και τυφλοί. Φαίνεται δε ότι απήλθον από του Ιησού σιωπηλοί, αλλά σκυθρωποί, φιλύποπτοι και οργίλοι.
Ποία μεγάλα έργα ετέλεσε τότε ο Ιησούς δεν δυνάμεθα να είπωμεν. Επίστευσάν τινες εις Αυτόν, αλλ' αι καρδίαι των ήσαν ψυχραί και νωθραί και ψευδείς ακόμη.