Читать книгу Ατροποσ - Federico Betti, Federico Betti - Страница 6
ОглавлениеVI
Τα αποτελέσματα των ερευνών της Επιστημονικής Αστυνομίας, στο διαμέρισμα της Λουτσία Μιστρόνι, καθώς και η νεκροψία που της έγινε, βγήκαν ιδιαίτερα γρήγορα και, σχεδόν, ταυτόχρονα.
«Τελικά, στο σπίτι της κοπέλας δε βρέθηκε κάτι ενδιαφέρον, τουλάχιστον κατόπιν του αρχικού ελέγχου. Θα παραμείνει όμως σφραγισμένο, μέχρι το τέλος αυτής της ιστορίας», διευκρίνισε ο Τζαμάνι, γιατί ήξερε ότι η μόλυνση ενός τόπου εγκλήματος είχε πιθανότητες να αλλοιώσει το αποτέλεσμα των ερευνών και να καθυστερήσει την κατάληξή τους. Επιπλέον, ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να χρειαστεί να επιστρέψουν στο διαμέρισμα, για περαιτέρω έλεγχο.
Το διαμέρισμα φαινόταν να είναι σε πλήρη τάξη και τα πάντα φαίνονταν να είναι στη θέση τους. Αυτό, μπορεί να σήμαινε ότι ο ένοχος δεν έψαχνε για κάτι συγκεκριμένο, όταν πήγε στο σπίτι της Λουτσία.
Και, επιπλέον, η κλειδαριά στην πόρτα της εισόδου ήταν στη θέση της, χωρίς ενδείξεις παραβίασης.
Άρα, η Λουτσία Μιστρόνι, ενδεχομένως, ήξερε το δολοφόνο της.
Η νεκροψία δεν έδειξε σημάδια μάχης. Η γυναίκα είχε χτυπήσει στο κεφάλι, ενδεχομένως επρόκειτο για θανάσιμο κτύπημα και λόγω αυτού να έπεσε κάτω.
«Αυτά που έχουμε, ως τώρα, δε μας οδηγούν πουθενά», είπε ο Επιθεωρητής Τζαμάνι, μιλώντας με τον αρχηγό Λούτσι, στο γραφείο του.
«Προτείνω να ψάξουμε καλύτερα, στους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς της», είπε ο Αρχηγός. «Τουλάχιστον, θα καταφέρουμε να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες για την κοπέλα».
«Συμφωνώ».
«Να ζητήσετε τη βοήθεια του πράκτορα Φινόκι. Μοιραστείτε τα καθήκοντα, κατά πρώτοις. Να πάτε μαζί στη μητέρα και μετά, με βάση όσα γνωρίζει να σας πει, μιλήστε με τα άτομα που γνώριζαν την κόρη της».
Όταν τελείωσε η συζήτηση, ο Τζαμάνι κι ο Φινόκι, βγήκαν για να πάνε να μιλήσουν ξανά, με τη μητέρα της Λουτσία Μιστρόνι.
Η κίνηση στο δρόμο, εκείνο το πρωί, ήταν ανυπόφορη. Ωστόσο κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους σε λογικό χρόνο. Η γυναίκα τους είχε δώσει τη διεύθυνσή της, αμέσως πριν βγει από το διαμέρισμα της κόρης της, την προηγούμενη ημέρα.
Όταν η γυναίκα είδε τους δύο αστυνομικούς, έμπαινε στο σπίτι, έχοντας περάσει από τον μανάβη.
Τους ζήτησε να περάσουν μέσα και τους ρώτησε αν ήθελαν κάτι να πιουν.
«Είστε πολύ ευγενική», είπε με ευγνωμοσύνη ο Επιθεωρητής, «θα δεχτώ, ευχαρίστως, ένα ποτήρι νερό».
«Το ίδιο και για μένα, ευχαριστώ», είπε ο Μάρκο Φινόκι.
Η γυναίκα έβαλε νερό σε δύο, αρκετά ευμεγέθη, γυάλινα ποτήρια και τα σέρβιρε στους επισκέπτες της.
«Έχουμε και πάλι ανάγκη τη βοήθειά σας», έκανε την αρχή ο Επιθεωρητής, αφού ήπιε μία γουλιά.
«Πείτε μου».
«Καταφέρατε να κάνετε μία λίστα με όλα τα άτομα που γνώριζε η κόρη σας; Αναφέρομαι σε συγγενείς, γνωστούς και φίλους. Όσον αφορά το εργασιακό περιβάλλον, αρκεί να μας πείτε το όνομα της εταιρίας».
Η γυναίκα πήρε ένα φύλλο χαρτί, ξεκίνησε να γράφει και, όταν τελείωσε, οι δύο αστυνομικοί κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν αρκετή δουλειά, για να καταφέρουν να μιλήσουν με όλους, στο συντομότερο δυνατό χρόνο.
Ο Τζαμάνι πήρε το χαρτί, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη του.
«Από την τελευταία φορά, που ειδωθήκαμε, σας ήρθε στο μυαλό κάτι που πιστεύετε ότι θα μας βοηθήσει στην έρευνά μας;», ρώτησε στη συνέχεια.
«Προς το παρόν, όχι, αλλά δεν το έχω ξεχάσει. Μόλις έχω κάτι για εσάς, δεν θα διστάσω να σας καλέσω».
«Σας ευχαριστούμε», είπε ο Μάρκο Φινόκι.
«Τώρα, καλύτερα να πηγαίνουμε, κυρία. Μας περιμένει η δουλειά». Αυτή τη φορά μίλησε ο Τζαμάνι.
Οι δύο αστυνομικοί σηκώθηκαν, σχεδόν ταυτόχρονα, χαιρέτησαν τη γυναίκα και βγήκαν.
Συνειδητοποίησαν πως το χαρτί, που τους έδωσε η γυναίκα, ήταν πολύ λεπτομερές: για κάθε όνομα της λίστας, διευκρινιζόταν το είδος της γνωριμίας ή της συγγένειας και, για όσους γνώριζε, είχε σημειώσει και τη διεύθυνσή τους.
Ο Τζαμάνι αποφάσισε να ξεκινήσουν με τα ονόματα, για τα οποία είχαν πλήρη στοιχεία και να άφηναν στους πράκτορες που δούλευαν στο γραφείο, τη δουλειά του να συμπληρώσουν τη λίστα με τα στοιχεία που έλειπαν.
Ο Επιθεωρητής θα ασχολούνταν με τους συγγενείς κι ο πράκτορας Φινόκι με τους φίλους.
Προτού ξεκινήσουν το δύσκολο έργο της συλλογής πληροφοριών, ξαναπέρασαν από το Τμήμα και ο Τζαμάνι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, για να βγάλει δύο φωτοτυπίες της λίστας, που είχε κάνει η γυναίκα: μία φωτοτυπία κράτησε ο πράκτορας Φινόκι, μία έδωσε στον πράκτορα, στον οποίο ανατέθηκε η αναζήτηση των στοιχείων που έλειπαν, κι ο Τζαμάνι ξανάβαλε στην τσέπη του την πρωτότυπη.
VII
Το λεωφορείο ήταν αρκετά γεμάτο, εκείνη την ώρα της ημέρας: πολλοί μαθητές πήγαιναν στο σχολείο κι έπιαναν το μεγαλύτερο μέρος των καθισμάτων. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ο άντρας δεν είχε πρόβλημα να στέκεται, γιατί ήξερε ότι η διαδρομή που έπρεπε να κάνει ήταν αρκετά σύντομη.
Φτάνοντας στη στάση, που ήταν πλησιέστερη στον προορισμό του, κατέβηκε και περπάτησε στο πεζοδρόμιο.
Διέσχισε τον περιφερειακό δρόμο και άρχισε να προχωρά στην οδό Ματζόρε, κατευθυνόμενος προς το κέντρο της πόλης. Μετά από, περίπου, 500 μέτρα, έστριψε στα δεξιά για να βγει στην Λεωφόρο Σαν Βιτάλε και μπήκε σε ένα ανθοπωλείο, μέσα στη στοά.
«Καλημέρα σας», ξεκίνησε να μιλά, «σκέφτομαι να αγοράσω μερικά λουλούδια. Κάνετε και κατ’οίκον παραδόσεις, σωστά;»
«Φυσικά», απάντησε η κοπέλα.
«Ωραία».
«Τι λουλούδια σκεφτόσαστε να πάρετε;»
«Χρυσάνθεμα», απάντησε ο άντρας. «Μία όμορφη ανθοδέσμη από χρυσάνθεμα».
Η κοπέλα στάθηκε, για λίγο, χωρίς να πει τίποτα, σκεπτόμενη από μέσα της αυτό που της ζήτησε και, μετά, ξεκίνησε να ετοιμάζει την ανθοδέσμη».
«Υπάρχει η δυνατότητα να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη;»
«Δεν είναι εδώ, αυτή τη στιγμή».
«Πότε μπορώ να τον βρω;»
«Γενικά, περνά από το μαγαζί, απόγευμα προς βράδυ».
«Κάθε μέρα;»
«Συνήθως, ναι, εκτός κι αν έχει κάποια συγκεκριμένη υποχρέωση, που δεν του το επιτρέπει».
«Ευχαριστώ, για τις πληροφορίες και για τα λουλούδια. Μπορείτε να τα κρατήσετε εδώ ως το βράδυ;»
«Φυσικά».
«Ωραία, θα σας δω το βράδυ».
«Γνωρίζεστε;», ρώτησε η κοπέλα, αναφερόμενη στο αφεντικό της και στον άντρα που τον έψαχνε.
«Αν θέλετε, μπορώ να τον ενημερώσω ότι ο τάδε πέρασε από εδώ και θα περάσει πάλι στο τέλος της ημέρας».
«Μη σας απασχολεί, δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορώ, άνετα, να περάσω, ακόμη και χωρίς να τον ενημερώσετε για το οτιδήποτε».
Η κοπέλα συμφώνησε και, λίγα λεπτά, αφότου βγήκε ο άντρας, αναλογίστηκε την παράξενη συμπεριφορά του.
Εκείνο το βράδυ, χωρίς η κοπέλα να έχει κάνει κάποια νύξη για την πρωινή επίσκεψη του άνδρα, ο τελευταίος κι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, μίλησαν για περίπου μία ώρα, στο μπαρ δίπλα στο κατάστημα.
Όταν χωρίστηκαν, ο ανθοπώλης ξαναμπήκε στο μαγαζί, πήρε την ανθοδέσμη με τα χρυσάνθεμα και το τοποθέτησε πάλι στο ντουλαπάκι, στο βάθος του καταστήματος.
VIII
Ο Επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι, μοίρασαν τα καθήκοντα: ο ένας θα επικοινωνούσε με τους φίλους της Λουτσία Μιστρόνι, ενώ ο άλλος θα μιλούσε με τους συγγενείς.
Για την ώρα, το πιο σημαντικό ήταν να βρουν πληροφορίες, αναφορικά με την κοπέλα και τα άτομα με τα οποία επικοινωνούσε πιο πολύ.
Οι οποιεσδήποτε εξελίξεις θα έρχονταν αργότερα, ως λογική συνέπεια.
Ξεκίνησαν νωρίς το πρωί, τηλεφωνώντας σε καθένα από τα άτομα, προκειμένου να προγραμματίσουν τις συναντήσεις: αυτό θα εξυπηρετούσε, εκτός από τη συλλογή χρήσιμων πληροφοριών και στο να τους γνωρίσουν και να σχηματίσουν μία πρώτη γνώμη για εκείνους.
Ο Στέφανο Τζαμάνι κατάφερε να συναντήσει, μέσα στην ίδια ημέρα, τον Ντάριο Μπανιάρα και τη Λούνα Παλτρινιέρι.
Και οι δύο, του είπαν, ήταν παλιοί φίλοι της εκλιπούσης και οι δύο έμειναν άναυδοι, όταν έμαθαν την είδηση.
Ο κύριος Μπανιάρα ήταν κτηματομεσίτης, που δούλευε σε μία εταιρία στην Οδό Ντε λα Μπάρκα.
Εκείνος κι ο Επιθεωρητής έδωσαν ραντεβού στο γραφείο του πρώτου, όπου ο Τζαμάνι έφτασε στην ώρα του, παρά την κίνηση.
«Χαίρετε, είστε ο Ντάριο Μπανιάρα;», είπε πρώτος ο Τζαμάνι.
«Ναι, εγώ είμαι».
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ονομάζομαι Τζαμάνι…Στέφανο».
«Καλημέρα σας. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;», ρώτησε ο κτηματομεσίτης. «Για μένα ήταν βαρύ πλήγμα. Είμαι, ακόμη, σοκαρισμένος. Θα είναι χαρά μου να σας βοηθήσω, στον βαθμό μου μπορώ».
«Ευχαριστώ», είπε ο Τζαμάνι, «Καταρχήν, θα μπορούσατε να μου πείτε, πώς γνωρίζατε τη Λουτσία Μιστρόνι και πόσο καιρό γνωριζόσαστε;».
«Πολύ καιρό», απάντησε ο Μπανιάρα, «ήμαστε συμμαθητές στο Λύκειο».
«Καταλαβαίνω. Οπότε, μπορώ να φανταστώ ότι γνωριζόσαστε αρκετά καλά».
«Ναι, φυσικά».
«Και, όταν τελειώσατε το Λύκειο; Συνεχίσατε να βλέπεστε συχνά;»
«Ναι, αν και δεν ήταν με σταθερή συχνότητα. Οργανώναμε καμία βραδιά φίλων, μαζί. Εγώ, εκείνη και η Λούνα, μία άλλη συμμαθήτριά μας από το Λύκειο. Θα έλεγα ότι η συχνότητα με την οποία βλεπόμαστε δεν ήταν σταθερή γιατί, τουλάχιστον από τότε που αρραβωνιάστηκε με τον Πάολο, συνέβαινε συχνά να βγαίνουν μόνοι οι δυο τους».
«Πότε ειδωθήκατε, για τελευταία φορά;»
«Την προηγούμενη εβδομάδα. Ήμαστε οι τρεις μας. Γενικά, όταν συναντιόμαστε, δεν ήταν ο Πάολο».
«Πώς έτσι;», ρώτησε ο Επιθεωρητής.
«Ήταν κοινή απόφαση. Ήθελε να είναι μία έξοδος με φίλους, χωρίς αρραβωνιαστικιές και αρραβωνιαστικούς».
«Κι ο Πάολο…Καρνεβάλι, συμφωνούσε; Συμμεριζόταν κι εκείνος αυτή την άποψη;»
«Ναι, τη συμμεριζόταν. Στην αρχή, δεν ήταν πολύ σύμφωνος με το γεγονός ότι θα βρισκόμαστε μόνοι οι τρεις μας ίσως από ζήλια…δεν ξέρω να σας πω. Ωστόσο, τελικά, φαίνεται ότι μετά συμφώνησε, χωρίς προβλήματα».
«Καταλαβαίνω. Νωρίτερα αναφέρατε τη…Λούνα;»
«Ναι, τη Λούνα Παλτρινιέρι. Μιλήσατε και μαζί της;»
«Όχι, ακόμη, αλλά έχω ραντεβού μαζί της σε μία ώρα, στο μπαρ που εργάζεται».
Ο Ντάριο Μπανιάρα συγκατένευσε.
«Κι εκείνη είναι πολύ έντιμη κοπέλα».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μία υποψήφια πελάτισσα, που ρώτησε αν μπορούσε να μιλήσει με κάποιον κτηματομεσίτη. Ήθελε να αγοράσει ένα διαμέρισμα.
«Δώστε μου μία στιγμή και θα είμαι κοντά σας», απάντησε ο Μπανιάρα και, απευθυνόμενος στον Τζαμάνι, είπε: «Αν θέλετε, μπορώ να ζητήσω στην κυρία να επιστρέψει, αργότερα».
«Μην σας προβληματίζει, κάνετε με την ησυχία σας τη δουλειά σας. Θα τα ξαναπούμε, σύντομα».
Ο κτηματομεσίτης ευχαρίστησε τον Τζαμάνι και, καθώς έβγαινε ο Επιθεωρητής, ζήτησε από την πελάτισσα να περάσει.
Την καθορισμένη ώρα, ο Στέφανο Τζαμάνι έφτασε στο μπαρ της Λούνα Παλτρινιέρι, στην οδό Αντρέα Κόστα, σχετικά κοντά στο κτηματομεσιτικό γραφείο, όπου δούλευε ο Μπανιάρα.
«Χαίρετε, είστε η Λούνα;», ρώτησε ο Τζαμάνι, όταν δεν υπήρχαν πελάτες μέσα.
«Ναι, εγώ είμαι».
«Επιθεωρητής Τζαμάνι».
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Θα θέλατε έναν καφέ;»
«Μετά χαράς, σας ευχαριστώ».
Η κοπέλα του έφτιαξε τον καφέ και του τον σέρβιρε με ένα φακελάκι λευκή ζάχαρη, ένα φακελάκι καστανή ζάχαρη και ένα κουτάκι μέλι.
Πίνοντας τον καφέ του σκέτο, ο Τζαμάνι είπε: «Πρέπει να μιλήσω μαζί σας για τη Λουτσία Μιστρόνι».
«Θα κάνω το παν, για να σας βοηθήσω».
«Σας ευχαριστώ. Καταρχήν, μπορείτε να μου πείτε πώς ήταν η σχέση σας με την κοπέλα; Ξέρω ότι ήσαστε συμμαθήτριες στο Λύκειο».
«Σωστά. Από πού το ξέρετε, αν επιτρέπετε;».
«Μιλούσα, μέχρι πριν λίγο, με τον κύριο Μπανιάρα. Εκείνος μου είπε ότι όλοι σας ήσαστε μαζί στο σχολείο. Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα.»
«Καταλαβαίνω. Ωστόσο, όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα».
Ο Τζαμάνι ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ του κι η σερβιτόρα, αφού τακτοποίησε το φλιτζάνι, το πιατάκι και το κουταλάκι στο πλυντήριο πιάτων, διηγήθηκε στον Επιθεωρητή ότι, πράγματι, οι τρεις τους ήταν συμμαθητές στο σχολείο, τα είχαν βρει από την αρχή της σχολικής χρονιάς και διατήρησαν τη φιλία τους, ακόμη και μετά τις τελικές εξετάσεις. Ο καθένας είχε τη δική του δουλειά. Κατάφερναν, ωστόσο, να βλέπονται, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, μέσα στο Σαββατοκύριακο.
«Μια και αναφέρατε τη δουλειά, ξέρετε να μου πείτε πού εργαζόταν η δεσποινίς Μιστρόνι; Η μητέρα της δεν μπόρεσε να μας πει με ακρίβεια».
Του είπε το όνομα της εταιρίας και ότι δούλευε ως υπεύθυνη του γραφείου εξωτερικού μάρκετινγκ και, στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Να με συγχωρείτε, απλά, το να μιλώ για εκείνη, τώρα, με θλίβει πάρα πολύ».
Και άρχισε να κλαίει.
«Σας καταλαβαίνω και, προφανώς, λυπάμαι για αυτό που συνέβη. Εμείς, ωστόσο, πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας και να βρούμε τον ένοχο».
«Το ξέρω», είπε η κοπέλα, συγκατενεύοντας. «Ελπίζω, να τον βρείτε σύντομα».
«Το εύχομαι».
«Ευχαριστώ»
«Παρακαλώ», είπε ο Τζαμάνι. «Μπορούμε να βασιζόμαστε στη βοήθειά σας, ανά πάσα στιγμή;»
«Φυσικά».
«Τέλεια», την ευχαρίστησε ο Επιθεωρητής. «Για την ώρα, θα έλεγα ότι αρκεί. Θα ξαναπεράσω, όταν χρειαστώ και πάλι να μιλήσω μαζί σας».
«Θα σας περιμένω».
Ο Τζαμάνι χαιρέτησε την κοπέλα με ένα χαμόγελο και βγήκε από το μπαρ με ζωντανή, ακόμη, την ελπίδα ότι θα βρει τη λύση στην υπόθεση.
Του απέμενε, ακόμη, να μιλήσει με δύο φίλους της Λουτσία Μιστρόνι και, στο μεταξύ, είχε αποκτήσει ακόμη μία πληροφορία: έπρεπε, άμεσα, να επισκεφθεί και τον εργοδότη της.
Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο προς το γραφείο, ο Στέφανο Τζαμάνι αναρωτήθηκε πώς να πήγαινε η αναζήτηση πληροφοριών του πράκτορα Φινόκι.
IX
Ο πράκτορας Φινόκι είχε αναλάβει να μιλήσει με τους συγγενείς της Λουτσία Μιστρόνι.
Η μητέρα της είχε σημειώσει μόνο τον αδελφό Άτος, έναν θείο και μία ξαδέλφη.
Αποδείχτηκε πως όλοι είχαν ενημερωθεί για το δυστυχές γεγονός, από την κυρία Μπαλτζάνι και, όταν ο πράκτορας κατάφερε να μιλήσει με τον αδελφό, εκείνος άρχισε να κλαίει, λέγοντας ότι δεν είχε σταματήσει από την ώρα που το έμαθε.
Έμενε μόνος στην οδό Σαν Φελίτσε, σε ένα μικρό, μα λειτουργικό, διαμέρισμα.
«Μπορώ να σας μιλήσω για την αδελφή σας, τη Λουτσία;», ρώτησε ο Μάρκο Φινόκι, αφού συστήθηκε.
«Φυσικά, καθίστε».
Κάθισαν στο σαλόνι, με το φως της ημέρας που φώτιζε το χώρο, μέσα από το τζάμι του παραθύρου.
«Πώς ήταν οι σχέσεις μεταξύ σας;», θέλησε να μάθει ο πράκτορας.
«Άψογες, θα έλεγα, παρόλο που, τώρα τελευταία δεν βλεπόμαστε συχνά, γιατί ήμουν συνέχεια στο δρόμο, με τη δουλειά».
«Καταλαβαίνω. Τι δουλειά κάνετε, αν επιτρέπετε;»
«Εγκαταστάσεις αυτόματων μηχανημάτων. Συχνά, κινούμαι εκτός πόλης και κάθε φορά, είμαι μακριά από το σπίτι για, τουλάχιστον, μία εβδομάδα».
«Θα πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, τουλάχιστον επειδή ταξιδεύετε συχνά και βλέπετε πολλά καινούργια μέρη».
«Έτσι θα ήταν, αν είχα λίγο περισσότερο καιρό να τα γυρίσω και όχι να είμαι κλεισμένος μέσα σε μία εταιρία, συναρμολογώντας αυτόματα μηχανήματα, τη νύχτα. Η μόνη διασκέδαση που έχουμε είναι το βράδυ, όταν πάμε για φαγητό και δοκιμάζουμε την τοπική γαστρονομία».
«Σίγουρα είναι μία απαιτητική δουλειά», συγκατένευσε ο Φινόκι. «Πότε ειδωθήκατε, για τελευταία φορά, με την αδελφή σας;»
«Περίπου, πριν δύο εβδομάδες».
«Ήταν κάποια συγκεκριμένη περίσταση;»
«Όχι. Μόλις είχα γυρίσει από ένα επαγγελματικό ταξίδι και την Κυριακή, είχαμε αποφασίσει να δειπνήσουμε μαζί. Μία πίτσα, για να πούμε τα νέα μας».
«Και πώς σας είχε φανεί εκείνη την ημέρα; Ήρεμη, ή είχε κάτι που σας παραξένευε; Την απασχολούσε κάτι, ενδεχομένως;»
«Μου είπε για τα τηλεφωνήματα που δεχόταν. Τη φόβιζαν γιατί, εκτός των άλλων, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος μπορεί να ήταν».
«Δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποιος μπορεί να ήταν;»
«Όχι».
«Δεν είχε κάνει καταγγελία στην αστυνομία;»
«Δεν γνωρίζω».
«Καταλαβαίνω».
«Μπορώ να σας ρωτήσω πώς βρίσκεστε στο σπίτι, τέτοια ώρα; Συνήθως, δουλεύετε αυτή την ώρα».
«Αυτή είναι μία αρκετά ήρεμη εβδομάδα, χωρίς ταξίδια και, όταν δουλεύω εδώ, δουλεύω με βάρδιες. Μέχρι την Παρασκευή δουλεύω από τις δύο το μεσημέρι ως τις δέκα το βράδυ».
«Ωραία. Θα σας ζητήσω να παραμείνετε στη διάθεσή μας, στην περίπτωση που χρειαστούμε τη βοήθειά σας με κάτι».
«Θα κάνω ό, τι χρειαστεί για να σας βοηθήσω να βρείτε τον ένοχο».
«Σας ευχαριστώ».
Ο πράκτορας Φινόκι χαιρέτισε τον αδελφό της Λουτσία Μιστρόνι και βγήκε και πάλι στο δρόμο.
Το βράδυ θα συναντούσε τον θείο και την ξαδέλφη της κοπέλας.
Έδωσαν ραντεβού στο Αρχηγείο της Αστυνομίας. Ο Λουίτζι Μιστρόνι, η κόρη του Λάουρα και η γυναίκα του Αντόνια Τσιπόλα, οδηγήθηκαν σε μία αίθουσα αναμονής και, όταν ο πράκτορας Φινόκι επέστρεψε απ’ έξω, ξεκίνησαν να συζητούν.
«Με συγχωρείτε που σας ενόχλησα την ώρα του δείπνου. Δεν θα αργήσουμε, ωστόσο», είπε ο πράκτορας.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε ο θείος της Λουτσία.
«Μιλάμε, σχεδόν, με όλους όσοι ήταν κοντά με την ανηψιά και ξαδέλφη σας», εξήγησε ο Μάρκο Φινόκι, απευθυνόμενος στους συγγενείς. «Σκοπεύουμε να αντλήσουμε όσο πιο πολλές πληροφορίες μπορούμε, γιατί μπορεί να μας βοηθήσουν να λύσουμε την υπόθεση».
«Εμείς είμαστε διατεθειμένοι να σας βοηθήσουμε, με αυτά τα λίγα που μπορούμε να κάνουμε».
«Σας ευχαριστούμε», είπε ο Φινόκι και μετά έκανε μία διακοπή, ρωτώντας τους όλους αν θα ήθελαν να πιουν κάτι, π.χ. νερό ή καφέ, αλλά αρνήθηκαν, λέγοντας ότι μόλις τελείωναν από εκεί, θα πήγαιναν για δείπνο».
«Σύμφωνοι. Πρώτα απ΄όλα, θα μπορούσατε να μου πείτε πώς ήταν οι σχέσεις σας με τη Λουτσία;»
Η θεία απάντησε εκ μέρους όλων: «Καλές, αν και δεν βλεπόμαστε κάθε εβδομάδα. Ξέρετε…ο καθένας είχε τις υποχρεώσεις του. Η Λουτσία ήταν πολύ απασχολημένη με τη δουλειά της και, λόγω αυτού, συνήθως είτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο ή βλεπόμαστε στο τέλος της εβδομάδας».
Ο σύζυγος και η κόρη της συγκατένευσαν, επιβεβαιώνοντας στον πράκτορα ότι όλα όσα είπε η γυναίκα ήταν αλήθεια. Η άλλη περίπτωση ήταν, αν κάποιος από αυτούς ήταν ο ένοχος, είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους να προστατέψουν ο ένας τον άλλον».
«Πόσο καιρό είχατε να δείτε τη Λουτσία;»
«Εγώ…δύο εβδομάδες», είπε η ξαδέλφη Λάουρα. «Είχαμε πάει για βόλτα στο κέντρο της Μπολόνια, ένα μεσημέρι Σαββάτου, έτσι για να ξεσκάσουμε λίγο και γιατί μας είχε πει για τα τηλεφωνήματα που δεχόταν κι αισθανόταν την ανάγκη να είναι με κάποιον που εμπιστευόταν».
«Οπότε είχε πει και σ’εσάς για τα τηλεφωνήματα».
«Μας είχε μιλήσει γι’ αυτό σε ένα οικογενειακό γεύμα, περίπου πριν από δύο ή τρεις εβδομάδες», εξήγησε ο θείος.
«Καταλαβαίνω», συγκατένευσε ο Φινόκι. «Γνωρίζετε αν υπήρχε κάποιος, που κατά την άποψή σας, θα μπορούσε να βρίσκεται σε τέτοια ρήξη με τη Λουτσία; Ή με τον οποίο θα μπορούσε, έστω, να έχει μαλώσει;»
«Δεν μας έρχεται κάτι στο μυαλό», είπε η κυρία Τσιπόλα, αφού συζήτησαν για λίγο χαμηλόφωνα.
«Ευχαριστώ. Για την ώρα, θα έλεγα ότι αρκεί. Θα σας ζητήσω να παραμείνετε στη διάθεσή μας. Τώρα, σας αφήνω να πάτε για δείπνο».
Χαιρετήθηκαν. Λίγο αφότου οι θείοι και η ξαδέλφη της Λουτσία Μιστρόνι βγήκαν από τα Αρχηγείο της Αστυνομίας, ο πράκτορας Φινόκι ετοιμάστηκε να γυρίσει σπίτι.
X
Το επόμενο πρωί, ο αρχηγός Λούτσι ζήτησε από τον Τζαμάνι και τον Φινόκι να τον ενημερώσουν, αναφορικά με την υπόθεση της Λουτσία Μιστρόνι.
«Παίρνουμε καταθέσεις από φίλους και συγγενείς», εξήγησε ο Επιθεωρητής, «στη συνέχεια, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε και με τον εργοδότη της κοπέλας. Δεν αποκλείεται ο ένοχος να είναι και κάποιος συνάδελφός της».
«Οι συγγενείς με τους οποίους μίλησα», πρόσθεσε ο πράκτορας Φινόκι «αποκάλυψαν το ζήτημα των απειλητικών τηλεφωνημάτων που λάμβανε η κοπέλα. Φαίνεται ότι φοβόταν πολύ, τουλάχιστον από όσο μου έδωσε να καταλάβω η ξαδέλφη της».
«Ωραία, συνεχίζουμε να ψάχνουμε και να πάτε, άμεσα, στα άτομα που σας απομένει να δείτε», κατέληξε ο Λούτσι.
Ο Τζαμάνι και ο Φινόκι συγκατένευσαν και βγήκαν για να πάνε να μιλήσουν με τον εργοδότη και τους δύο φίλους που απέμεναν στη λίστα, που τους είχε δώσει η μητέρα της Λουτσία Μιστρόνι.
Ο Επιθεωρητής ξεκίνησε με τη Μπεατρίτσε Σαντίνι, που ήταν ιδιοκτήτρια καταστήματος ψιλικών στην οδό Σαν Φελίτσε.
Όταν έφτασε, δεν ήταν κανείς στο κατάστημα.
«Ενοχλώ;»
«Τι θα θέλατε;», ρώτησε η ιδιοκτήτρια.
Ο Τζαμάνι της έδειξε το σήμα του και πρόσθεσε ότι ήθελε να μιλήσει μαζί της, για τη Λουτσία Μιστρόνι.
«Ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήγμα για μένα, δεν μπορώ να το χωνέψω. Την είδηση μού τη μετέφερε η μητέρα της», είπε η Μπεατρίτσε Σαντίνι, που δεν φαινόταν να εκπλήσσεται από την επίσκεψη ενός Επιθεωρητή της Αστυνομίας.
«Καταλαβαίνω. Μπορείτε να μου πείτε πώς ακριβώς το μάθατε;»
«Το έμαθα τυχαία. Πήγαινα στο σπίτι της κόρης της, γιατί ήθελα να τα πούμε. Δεν την βρήκα και, παραμένοντας για μία στιγμή στην πόρτα της εισόδου, είδα τη μητέρα της να περνά. Με ρώτησε γιατί ήμουν εκεί, αν έψαχνα τη Λουτσία και πώς δεν είχα μάθει ακόμη τι της είχε συμβεί. Έπεσα από τα σύννεφα, δεν ήξερα τίποτα. Ένιωσα τόση φρίκη και, όταν μου είπε ότι η αστυνομία έκανε έρευνα πάνω στο θέμα, πρόσθεσε ότι σας είχε δώσει μία λίστα με άτομα που ήξερε η Λουτσία, συγγενείς και στενούς φίλους κι, έτσι, περίμενα την επίσκεψή σας».
«Καταλαβαίνω. Πώς ήταν οι σχέσεις σας με τη Λουτσία;».
«Τα πηγαίναμε πολύ καλά. Γενικά, η Λουτσία δεν μάλωνε ποτέ και με κανέναν. Ήταν μία κοπέλα με υπέροχο χαρακτήρα».
Ο Τζαμάνι συγκατένευσε.
«Μήπως κατά τύχη γνωρίζετε αν τώρα τελευταία της είχε συμβεί κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει την προσωπική της ζωή;»
«Όχι. Τίποτα που να γνωρίζω».
Μπήκε ένας πελάτης, ζήτησε ένα πακέτο τσιγάρα και, όταν εκείνος βγήκε, ο Τζαμάνι χαιρέτισε, με τη σειρά του, την κοπέλα.
«Για την ώρα, θα έλεγα ότι αρκεί. Σας ζητώ να παραμείνετε στη διάθεσή μας και, σε περίπτωση που σας έρθει στο μυαλό κάτι το οποίο θεωρείτε σημαντικό, να μας ενημερώσετε».
Εκείνη συγκατένευσε κι εκείνος της άφησε τον αριθμό τηλεφώνου του Αρχηγείου.
«Μπορείτε να με ζητήσετε. Είμαι ο Επιθεωρητής Τζαμάνι».
«Σύμφωνοι».
Το τελευταίο άτομο επικοινωνίας που είχε δώσει η μητέρα της Λουτσία Μιστρόνι ήταν ο Φούλβιο Κοστέλο, ένας υπάλληλος του ταχυδρομείου της οδού Εμίλια, στη συνοικία Ματσίνι.
Όταν ο Επιθεωρητής Τζαμάνι έφτασε στον προορισμό του, υπήρχε λίγος κόσμος εκεί, έτσι μπόρεσε να ρωτήσει, χωρίς κανένα πρόβλημα, ποιος ήταν υπεύθυνος για το ταχυδρομείο και, στη συνέχεια, να ζητήσει να μιλήσει για λίγο με τον υπάλληλό τους.
Ο υπεύθυνος μίλησε για λίγο με τον άντρα, για να του εξηγήσει την κατάσταση και, στη συνέχεια, ο Φούλβιο Κοστέλο βγήκε από το γκισέ και πήγε πίσω, για να μιλήσει με τον Τζαμάνι.
«Με συγχωρείτε για την ενόχληση. Είμαι ο Επιθεωρητής Τζαμάνι. Θα ήθελα να πούμε δύο κουβέντες, σχετικά με τη Λουτσία Μιστρόνι».
«Θεέ μου, τι συνέβη;» ρώτησε ο άντρας, χωρίς να γνωρίζει τι είχε συμβεί τις τελευταίες ώρες.
«Αποδήμησε εις Κύριον. Λυπάμαι που σας το λέω με αυτόν τον τρόπο. Υποθέτουμε ότι δεν πρόκειται για φυσικό θάνατο».
Ο υπάλληλος του ταχυδρομείου έμεινε σιωπηλός για λίγο και μετά ρώτησε αν είχαν ιδέα για το ποιος μπορούσε να είναι ο ένοχος.
«Δυστυχώς, όχι ακόμη, αλλά δουλεύουμε σκληρά για να τον βρούμε, το συντομότερο δυνατόν». «Καταλαβαίνω. Εύχομαι να γίνει γρήγορα αυτό».
«Κι εμείς το ευχόμαστε», είπε ο Τζαμάνι. «Τώρα, θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις, αν δεν σας πειράζει».
«Ευχαρίστως».
«Σας ευχαριστώ. Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να ξέρω πώς γνωριστήκατε με τη Λουτσία».
«Τυχαία, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στον Καναδά».
«Καταλαβαίνω. Και κρατήσατε επαφή».
Ο Κοστέλο συγκατένευσε.
«Μιλούσατε συχνά;» ρώτησε ο Επιθεωρητής.
«Όχι κάθε εβδομάδα, αλλά μιλούσαμε συχνά».
«Πριν από πόσο καιρό γνωριστήκατε;»
«Πριν από δύο χρόνια».
«Και μπορώ να σας ρωτήσω, αν τυχόν υπήρχε κάτι παραπάνω από φιλία, μεταξύ σας;»
«Γιατί με ρωτάτε κάτι τέτοιο;»
«Για να λύσουμε μία υπόθεση όπως αυτή, χρειαζόμαστε πληροφορίες και τις αναζητούμε παντού».
«Καταλαβαίνω. Όχι, λοιπόν».
«Ωραία. Και μήπως τυχόν γνωρίζετε κάτι σχετικά με κάποιον που θα ήθελε να τη σκοτώσει; Ή κάποιο γεγονός, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία τέτοια κατάληξη;»
«Όχι», απάντησε ο άντρας, αφού σκέφτηκε για λίγο. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας βοηθήσω σ’ αυτό. Σε περίπτωση που μου έρθει κάτι στο μυαλό, θα σας ενημερώσω».
«Σας ευχαριστώ».
Ο υπεύθυνος του ταχυδρομείου, ξεπρόβαλε στην πόρτα του δωματίου, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του ταχυδρομείου. «Φούλβιο;».
Ο άντρας γύρισε και είπε: «Νομίζω είναι ώρα να γυρίσω στη θέση μου».
«Σύμφωνοι», είπε ο Τζαμάνι, καταλαβαίνοντας την κατάσταση. «Σας ζητώ να παραμείνετε στη διάθεσή μας και να μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας, σε περίπτωση που σας έρθει στο μυαλό κάτι που μπορεί να μας φανεί χρήσιμο».
«Κανένα πρόβλημα», είπε ο υπάλληλος του ταχυδρομείου.
Ο Επιθεωρητής συγκατένευσε και μετά χαιρέτισε και βγήκε και πάλι στο δρόμο.
Τώρα, έμενε μόνο να ακούσει τι είχε να πει ο εργοδότης της δεσποινίδας Μιστρόνι και, μετά, θα είχε αρκετό υλικό, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να κάνει κάποιες υποθέσεις και κάποιες σκέψεις.
XI
Ο Νταβίντε Παλιαρίνι πάσχιζε να βγάλει από το μυαλό του αυτό το γεγονός. Το έβλεπε στον ύπνο του το βράδυ, σαν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη και, σίγουρα, δεν ήθελε να συμβεί.
«Βλάκας», επαναλάμβανε στον εαυτό του, «είμαι ένας βλάκας, σκότωσα ένα παιδί!»
Περίμενε την ετυμηγορία, ελπίζοντας ότι με έναν καλό δικηγόρο, θα καταφέρει να μειώσει, τουλάχιστον, την ποινή. Στο μεταξύ, ζούσε μέσα στις τύψεις.
Στα μισά εκείνης της ημέρας, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού.
«Ποιος είναι;», ρώτησε από το θυροτηλέφωνο.
«Ένα συστημένο. Πρέπει να υπογράψετε».
Ο ταχυδρόμος.
Ο Παλιαρίνι κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας, υπέγραψε, πήρε το φάκελο και ανέβηκε ξανά στο διαμέρισμά του.
Αποστολέας ήταν το Δικαστήριο της Μπολόνια.
Θέμα: Ειδοποίηση για δικαστική παράσταση.
Άνοιξε το φάκελο και έμαθε ότι, ακριβώς σε δύο εβδομάδες, στις 10, θα έπρεπε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και ότι αν δεν έβρισκε συνήγορο υπεράσπισης, θα οριζόταν κάποιος από το κράτος.
Ακούμπησε το φάκελο στο τραπεζάκι του σαλονιού και σχημάτισε τον αριθμό τηλεφώνου του έμπιστου δικηγόρου του.
«Φτάσαμε στο τέλος», είπε ο Παλιαρίνι, αφού η υπάλληλος γύρισε τη γραμμή στο γραφείο του δικηγόρου.
«Αρκεί να παραμείνουμε ψύχραιμοι και θα δείτε ότι θα τη γλυτώσουμε».
Ο δικηγόρος ήξερε, ήδη, όλα τα γεγονότα, αφού του τα είχε πει όλα ο ίδιος ο Παλιαρίνι, την επομένη του δυστυχήματος.
«Θα με καταδικάσουν», είχε πει, «δεν έχω κανένα καλό χαρτί στα χέρια μου, για να αθωωθώ».
Ο δικηγόρος και τότε είχε προσπαθήσει να ηρεμήσει τον πελάτη του, λέγοντάς του ότι είχε βρει κάτι που θα τον βοηθούσε να επιτύχει, τουλάχιστον μειωμένη ποινή, αν όχι απλή πληρωμή ενός προστίμου. Αν και είχε υπόψη ότι δεν θα ήταν ευχάριστο να συναντήσει τους γονείς του θύματος.
«Θα τα καταφέρουμε», του επανέλαβε ο δικηγόρος, «θα δείτε ότι θα τα καταφέρουμε».
Το κατάλαβε αμέσως: εκείνη η μέρα πλησίαζε κι ο Νταβίντε Παλιαρίνι ήταν πολύ προβληματισμένος, παρά τα λόγια του δικηγόρου του.
Όταν ο Παλιαρίνι κι ο δικηγόρος συναντήθηκαν στο γραφείο του τελευταίου, έκαναν καταρχάς μία νέα σύνοψη του γεγονότος.
«Είχα βγει από τη ντισκοτέκ. Όταν βρέθηκα στην οδική αρτηρία του περιφερειακού της Μπολόνια, ήμουν σε ευφορία, πάτησα τέρμα το γκάζι, χωρίς να καταλαβαίνω την ταχύτητα με την οποία πήγαινα. Φτάνοντας σε μία διασταύρωση όπου το φανάρι ήταν πράσινο, χτύπησα ένα παιδί που περνούσε τη διάβαση».