Читать книгу Ατροποσ - Federico Betti, Federico Betti - Страница 7
Оглавление«Το άτομο εκείνο περνούσε το δρόμο, ενώ γνώριζε ότι δεν έπρεπε να το κάνει, εκείνη την ώρα. Φαντάζομαι ότι το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο».
Ο Παλιαρίνι συγκατένευσε, ελπίζοντας να θυμάται καλά και η μνήμη του να μην είχε θολώσει από τα ναρκωτικά».
«Ορίστε, βλέπετε; Ήδη, βρήκαμε ένα στοιχείο υπέρ μας».
«Σύμφωνοι», είπε ο Παλιαρίνι, «αλλά πως θα αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι οδηγούσα ενώ είχα πάρει εκείνα τα καταραμένα τα χάπια; Ανάθεμά με, δεν θα τα έπαιρνα ποτέ, με ξεγέλασε εκείνος ο τύπος μέσα, που μου τα έδωσε. Μου είπε :‘Θα δεις ότι θα νιώσεις καλύτερα’. Και με έπεισε».
Ο δικηγόρος σκέφτηκε για λίγο.
«Το ζήτημα με τα χάπια δεν είναι υπέρ σας», είπε τελικά, «αλλά θα τα καταφέρουμε, με κάποιο τρόπο. Πρέπει να με εμπιστευτείτε».
«Ας ελπίσουμε. Και τι μπορώ να κάνω αυτές τις μέρες; Κάτι συγκεκριμένο; Εξυπηρετεί κάποια δήλωσή μου;»
«Για την ώρα, όχι. Θα τα πείτε όλα στο δικαστήριο. Προσπαθήστε να παραμείνετε ήρεμος και θα δείτε πως όλα θα λυθούν».
«Βασίζομαι στην εμπειρία σας».
«Πολύ καλά. Τώρα, γυρίστε στο σπίτι και χαλαρώστε. Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σας με κάποιο τρόπο».
«Σας υπερευχαριστώ».
«Παρακαλώ. Η δουλειά μου είναι».
Αφού χαιρετήθηκαν, ο δικηγόρος άρχισε να σκέφτεται πώς να χειριστεί αυτή την υπόθεση στο δικαστήριο κι ο Νταβίντε Παλιαρίνι γύρισε σπίτι. Ακολούθησε τη συμβουλή που του έδωσε ο δικηγόρος: απόλυτη χαλάρωση, μέχρι την ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας.
XII
Νωρίς το πρωί, εκείνης της ημέρας, η Μαριολίνα Σπατζέζι άκουσε να χτυπά το κουδούνι, πήγε στο θυροτηλέφωνο και ρώτησε ποιος ήταν.
Η απάντηση που πήρε ήταν: «Κάποια λουλούδια για σας, κυρία».
«Ανεβείτε», είπε η γυναίκα, αρχίζοντας να κάνει υποθέσεις για τον πιθανό αποστολέα αυτού του ευχάριστου δώρου.
Όταν είδε τον ανθοπώλη να κρατά την ανθοδέσμη, άλλαξε έκφραση.
«Πε..περάστε, παρακαλώ», είπε τραυλίζοντας, στον άντρα που είχε μπροστά της. Της φαινόταν ότι τον είχε ξαναδεί, ίσως ήταν ο ανθοπώλης που είχε το μαγαζί λίγο πιο κάτω από το σπίτι της, πάνω στον ίδιο δρόμο.
«Ακουμπήστε τα εκεί πάνω, παρακαλώ».
Ο άντρας διέσχισε το διαμέρισμα, ακολούθησε τις οδηγίες που του δόθηκαν και, μετά, χαιρέτησε βιαστικά, λέγοντας ότι έπρεπε να γυρίσει γρήγορα στο μαγαζί, γιατί ήταν μόνος και είχε αφήσει μόνο μία ειδοποίηση στην πόρτα της εισόδου, για να καταλάβουν οι πελάτες ότι θα επέστρεφε σε λίγα λεπτά.
Η Μαριολίνα Σπατζέζι έκλεισε ξανά την πόρτα και κατευθύνθηκε γρήγορα στην ανθοδέσμη, που μόλις της είχε παραδοθεί.
Μία ανθοδέσμη με χρυσάνθεμα; σκέφτηκε.
Είδε ότι πάνω στη μεμβράνη που τύλιγε τα λουλούδια, ήταν καρφιτσωμένος ένας φάκελος που έγραφε «ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΟΛΙΝΑ».
Τον άνοιξε και μέσα βρήκε μόνο μία επαγγελματική κάρτα από χαρτόνι.
ΜΑΣΙΜΟ ΤΡΟΒΑΪΟΛΙ
Διευθυντής Μάρκετινγκ
Tecno Italia Ε . Π.Ε
Η γυναίκα ένιωσε τάση για λιποθυμία και έπρεπε, κυριολεκτικά, να καθίσει για να αποφύγει να πέσει.
Γύρισε την κάρτα και είδε ότι από πίσω έγραφε «ΤΑ ΛΕΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ!» με στυλό διαρκείας.
Μετά από λίγο σηκώθηκε από την καρέκλα, πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε, δύο φορές, με νερό. Είχε ανάγκη να πιει νερό.
Το έπλυνε και μετά πήγε στο μπάνιο, για να δροσίσει το πρόσωπό της.
Πώς ήταν δυνατόν;
Από μία κοινή πεποίθηση που, κατά κάποιο τρόπο, είχε περάσει και στην ίδια, πάντα είχε συνδεδεμένα τα χρυσάνθεμα με τους πεθαμένους και ο Μάσιμο Τροβαϊόλι…
Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε την Άμεσο Δράση.
«Με…καταδιώκουν…», είπε μετά βίας, όταν κάποιος απάντησε από την άλλη μεριά της γραμμής.
«Ηρεμήστε, κυρία», είπε ο υπάλληλος του τηλεφωνικού κέντρου «κι εξηγήστε μου καλύτερα».
«Με…καταδιώκει…ένας νεκρός».
«Αυτό δεν είναι δυνατόν. Είστε σίγουρα καλά;»
«Ναι. Καλά είμαι», είπε εκείνη. «Με καταδιώκει…ένας νεκρός!» ούρλιαξε.
«Πού μένετε;» ρώτησε ο τηλεφωνητής, προσπαθώντας να συντομεύσει τη διαδικασία «Σας στέλνω κάποιον».
Η γυναίκα έδωσε τη διεύθυνσή της και έκλεισε το τηλέφωνο, ικετεύοντάς τους να κάνουν γρήγορα.
Όταν έφτασαν οι δύο πράκτορες, που ήταν σε περιπολία, βρήκαν τη Μαριολίνα Σπατζέζι σε κατάσταση πανικού.
«Προσπαθήστε να ηρεμήσετε, κυρία. Θέλουμε να θυμηθείτε καλά τι συνέβη», της εξήγησε ο ένας από τους δύο πράκτορες.
Η γυναίκα τους είπε για τον φάκελο που έλαβε, πριν λίγες ημέρες και για τα λουλούδια που έλαβε εκείνο το πρωί.
«Ποιος είναι ο Μάσιμο Τροβαϊόλι;», ρώτησε ο ένας πράκτορας.
«Ο πρώην σύντροφός μου».
«Κι εκείνος έχει κάτι εναντίον σας; Πώς χωρίσατε, συνέβη με άσχημο τρόπο;»
«Έχει…πεθάνει!», ούρλιαξε η γυναίκα. «Έχει…πεθάνει…αυτός που με καταδιώκει!»
Η Σπατζέζι συνέχισε να ουρλιάζει, κάνοντας πάντα μία παύση στη λέξη «πεθάνει», κάθε φορά που την πρόφερε.
«Μας συγχωρείτε», είπε ο άλλος πράκτορας, «δεν έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Πρέπει να μας συγχωρήσετε. Ζητάμε συγγνώμη».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα», απάντησε η γυναίκα, μετά από μία στιγμή ησυχίας, στην οποία προσπάθησε να ηρεμήσει τα νεύρα της.
«Είδατε ποιος σας έφερε αυτά τα λουλούδια;», τη ρώτησε, όταν οι δύο πράκτορες ήταν σίγουροι ότι είχε περάσει η κρίση.
«Μου φάνηκε…πως ήταν…ο ανθοπώλης…εδώ κάτω…πάνω στην οδό Σαν Βιτάλε, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Όταν κάνω βόλτα, περπατώ πάντα γρήγορα και δεν ασχολούμαι πολύ με τα μαγαζιά».
«Θα το ελέγξουμε», τη διαβεβαίωσε ένας από τους πράκτορες της περιπολίας, στρεφόμενος μετά προς το συνάδελφό του, με ένα βλέμμα ανησυχίας. «Στο μεταξύ, εσείς πρέπει να παραμείνετε ψύχραιμη. Μας το υπόσχεστε;»
«Θα προσπαθήσω», απάντησε η γυναίκα. «Θα προσπαθήσω».
«Ωραία. Εμείς θα αναλάβουμε, αμέσως, να ρίξουμε φως σε αυτό το ζήτημα. Ίσως, πρόκειται για κάποιος λάθος».
«Φοβάμαι», είπε η Σπατζέζι. «Κάντε κάτι, σας παρακαλώ», τους ικέτευσε, σαν να μην άκουσε τα τελευταία λόγια των πρακτόρων.
«Ηρεμήστε και πιείτε ένα ποτήρι κρύο νερό».
Ο πράκτορας που ήταν πιο κοντά στη βρύση, πήρε ένα ποτήρι που βρήκε εκεί, το γέμισε και το έδωσε στη γυναίκα.
«Πιείτε με μικρές γουλιές και θα δείτε ότι θα σας βοηθήσει να νιώσετε καλύτερα».
Η γυναίκα ήπιε, ακολουθώντας τη συμβουλή και, παραμένοντας καθιστή, ρώτησε αν οι δύο πράκτορες θα είχαν πρόβλημα, αν δεν τους συνόδευε ως την έξοδο».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, κυρία».
Η Μαριολίνα Σπατζέζι έμεινε μόνη, καθιστή κι ακίνητη να σκέφτεται αυτό που συνέβη, εφησυχασμένη από τα λόγια των δύο πρακτόρων: εκείνοι θα ασχολούνταν με το πρόβλημα, ελπίζοντας να το λύσουν.
Όταν οι δύο πράκτορες, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες της Σπατζέζι, έφτασαν στο ανθοπωλείο, βρήκαν ένα σημείωμα στην πόρτα: ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ.
Αυτός που, προφανώς, ήταν ο ιδιοκτήτης έφτασε με γρήγορο βήμα, επιταχύνοντας στα τελευταία μέτρα, βλέποντας τους δύο πράκτορες να περιμένουν.
«Εμένα θέλετε;» ρώτησε. «Συνέβη κάτι για το οποίο μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Μπορούμε να μπούμε;» είπε ο ένας από τους πράκτορες.
«Παρακαλώ, παρακαλώ, φυσικά».
Ο άντρας άνοιξε την γυάλινη πόρτα και ζήτησε στους δύο αστυνομικούς να περάσουν μέσα.
«Παρακαλώ, πείτε μου. Τι συνέβη; Δεν σας κάλεσα εγώ. Δεν μου έκλεψαν τίποτα».
«Δεν είμαστε γι’ αυτό εδώ», επέσπευσε τις διαδικασίες ο πράκτορας.
«Εξηγείστε μου, τότε».
«Κάποιο άτομο είπε ότι έλαβε μία ανθοδέσμη από έναν νεκρό», ξεκίνησε να αφηγείται ο πράκτορας, που ήταν πιο πολλά χρόνια στην αστυνομία.
«Αδύνατον», είπε ο ανθοπώλης. «Οι νεκροί δεν στέλνουν σε κανέναν λουλούδια».
«Λέει, επίσης, ότι της παραδόθηκαν από εσάς ή από κάποιον που δουλεύει για σας».
Το βλέμμα του άνδρα έγινε πιο σκοτεινό.
«Δεν καταλαβαίνω πού θέλετε να καταλήξετε».
«Θέλουμε, απλά, να καταλάβουμε τι έγινε», εξήγησε ο νεότερος πράκτορας. «Αυτό το άτομο είναι πάρα πολύ τρομοκρατημένο».
«Πότε έγινε;»
«Πριν λίγο…να πούμε πριν δύο ώρες;»
«Δώστε μου μία στιγμή, να σκεφτώ».
Ο ανθοπώλης έκανε μία σύντομη παύση και, μετά, άρχισε πάλι να μιλά.
«Δουλεύω μόνος. Εδώ δεν υπάρχουν υπάλληλοι και τέτοια πράγματα. Δεν έχω την οικονομική δυνατότητα γι’ αυτό. Τα κάνω όλα εγώ: υποδέχομαι τους πελάτες, τους εξυπηρετώ και, αν χρειαστεί, κάνω και κατ’ οίκον παραδόσεις».
«Όταν φτάσαμε, δεν ήσαστε εδώ. Κάνατε κάποια παράδοση;»
«Προφανώς».
«Τίποτα δεν είναι προφανές στο επάγγελμά μας», είπε ο ένας πράκτορας, σαν να ήθελε να δώσει να καταλάβει ότι δεν ήταν εκεί για κοινωνική επίσκεψη.
«Με συγχωρείτε», είπε ο άντρας. «Λοιπόν, ναι, έλειψα για δέκα ίσως και δεκαπέντε λεπτά, για να κάνω μία παράδοση».
«Σύμφωνοι. Τώρα, μπορείτε να μας πείτε αν κάνατε κάποια παράδοση, περίπου, πριν δύο ώρες;»
Μετά από μία σύντομη παύση, ο ανθοπώλης απάντησε: «Νομίζω πως ναι. Ήταν μία κυρία, ίσως δεσποινίς. Δεν θυμάμαι να σας πω με σιγουριά: δεν ρωτώ για την προσωπική ζωή των πελατών μου. Εν πάσει περιπτώσει, ήταν γυναίκα».
«Θυμάστε όνομα;»
«Όχι, λυπάμαι».
«Σκεφτείτε καλά. Προσπαθήστε ακόμη λίγο. Αυτές οι πληροφορίες μπορεί να μας φανούν χρήσιμες».
«Σας διαβεβαιώνω ότι δεν θυμάμαι», είπε μετά από λίγο. «Δυστυχώς, βλέπω πολύ κόσμο μέσα στην ημέρα και, συνήθως, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα», τον διαβεβαίωσε ο ένας πράκτορας. «Θυμάστε, τουλάχιστον, ποιος σας ανέθεσε την παράδοση;»
«Ένας άντρας. Ναι, άντρας ήταν».
«Μπορείτε να μας δώσετε κάποια, επιπλέον, πληροφορία;».
«Μμμ…ξεχώριζε. Ήταν ένας άντρας που ξεχώριζε».
«Άλλες λεπτομέρειες;»
«Θα πρέπει να το σκεφτώ. Ξέρετε, αυτό το άτομο ήρθε εδώ, χθες βράδυ, ενώ ετοιμαζόμουν να κλείσω το μαγαζί, για το οποίο έχει περάσει λίγο η ώρα».
«Μην σας ανησυχεί, έχετε όσο χρόνο χρειάζεστε. Αν σας έρθει κάτι στο μυαλό, μη διστάσετε να μας ενημερώσετε».
«Μείνετε ήσυχοι», είπε ο άντρας με τη στάση του σώματος να υποδηλώνει ότι τους αποχαιρετά. «Τώρα, αν δεν σας πειράζει, έχω δουλειά», πρόσθεσε, βλέποντας μία γυναίκα να μπαίνει στο μαγαζί.
«Φυσικά, κάνετε δουλειά σας: οι πελάτες προηγούνται. Μας συγχωρείτε για την ενόχληση».
Οι δύο πράκτορες άφησαν το ανθοπωλείο και περπάτησαν κάτω από τη στοά, με κατεύθυνση προς τους Πύργους της Μπολόνια.
«Αυτός ο άντρας δεν μας τα είπε καλά», είπε ο πιο μεγάλος πράκτορας, «για μένα, κάτι κρύβει».
«Κι εγώ έτσι πιστεύω», συμφώνησε ο άλλος, «μα δεν μπορώ να πω τι».
XIII
Η πρώτη ακροαματική διαδικασία στην οποία παρευρέθηκε ο Νταβίντε Παλιαρίνι, επειδή χτύπησε εκείνο το παιδί στην οδική αρτηρία του περιφερειακού δρόμου της Μπολόνια, ήταν πολύ ντροπιαστική για εκείνον. Παρατέθηκαν τα γεγονότα και, στη συνέχεια, υπεβλήθησαν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, μπροστά στον δικαστή.
Μετά τις ερωτήσεις του κατηγόρου και του συνηγόρου, ακούστηκε από το κοινό ένα ουρλιαχτό «Ντροπή σου», τόσο δυνατό, που έγινε διαπεραστικό.
Ο Παλιαρίνι χλόμιασε και παρέμεινε εγκλωβισμένος στην καρέκλα, χωρίς να ξέρει πού να κοιτάξει. Θα ήθελε να βυθιστεί, ακόμη και να εξαφανιστεί, παρά να βρίσκεται σε αυτή τη θέση, εκείνη την ώρα.
Μετά από λίγο, γύρισε προς το συνήγορό του και, χωρίς να μιλήσει, το βλέμμα του έλεγε ικετευτικά τι πρέπει να κάνω; Ο άλλος, πάντα χωρίς να ανοίξει το στόμα του, απάντησε με ένα ερωτηματικό βλέμμα, καθώς ούτε και ο ίδιος ήξερε τι θα ήταν καλύτερο: σίγουρα, το να μην δώσει βάση στο γεγονός, κάνοντας κάτι για την αντίδραση που ήδη είχε ξεσπάσει, θα έκανε την κατάσταση πολύ λιγότερο προβληματική από το να δείξει την ντροπή που του ζητούσε αυτός ο άνθρωπος, που είχε το κουράγιο να ουρλιάξει έτσι δημοσίως, μέσα στην αίθουσα ενός δικαστηρίου.
Τελικά, ο Παλιαρίνι σηκώθηκε από τη θέση του μάρτυρα και πήγε δίπλα στο συνήγορό του, με βήμα σχετικά αργό, αλλά χωρίς να δείχνει σημάδια που θα μπορούσαν να δείξουν στο άγνωστο άτομο που ούρλιαξε, ότι πέτυχε το στόχο του.
Η ακροαματική διαδικασία έληξε, χωρίς οριστική απόφαση, σε αναμονή της επόμενης.
Ο συνήγορος συνόδευσε, κυριολεκτικά, τον πελάτη του ως την έξοδο, για να αποφύγει δυσάρεστα γεγονότα, παρόμοια με αυτό που συνέβη στην αίθουσα και, μετά, του είπε ότι θα μιλούσαν σύντομα, για να συναντηθούν εκ νέου και να αποφασίσουν τη γραμμή που θα ακολουθούσαν στην επόμενη ακροαματική διαδικασία.
Ο Επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι πήγαν μαζί να μιλήσουν με τον εργοδότη της Λουτσία Μιστρόνι.
Η κοπέλα δούλευε στην εταιρία Piazzi & Co. ως υπάλληλος γραφείου και ασχολούνταν με τα λογιστικά.
Όταν μίλησαν στην υποδοχή, οδηγήθηκαν και οι δύο στις δερμάτινες πολυθρόνες που βρίσκονταν μπροστά στο γκισέ και, λίγα λεπτά αργότερα, τους δέχτηκε ο ιδιοκτήτης της εταιρίας.
Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με πολύ απλή εμφάνιση και με τρόπους ούτε αγενείς ούτε με υπεροψία, ο οποίος έδειχνε χαρούμενος που βοηθούσε τους λειτουργούς της αστυνομίας στην πρόοδο των εργασιών τους.
«Με τι ασχολείστε, κατά κύριο λόγο;» ρώτησε ο Τζαμάνι.
«Εισαγωγές-εξαγωγές διαφόρων ειδών», είπε ο άντρας.
«Κι η δεσποινίς Μιστρόνι εργαζόταν πολύ καιρό μαζί σας;»
«Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά ενδεικτικά σας λέω ότι ήταν γύρω στον ένα χρόνο».
Ο Τζαμάνι και ο Φινόκι συγκατένευσαν.
«Απ’όσο γνωρίζατε, πώς ήταν οι σχέσεις μεταξύ της κοπέλας και των συναδέλφων της;»
«Απ’ όσο μπορούσα να δω ο ίδιος, ήταν καλές. Από αυτής της άποψης με θεωρώ τυχερό: όπως φαίνεται, όλοι οι υπάλληλοι αυτής της εταιρίας τα πάνε καλά, υπάρχει πάντα ήρεμο κλίμα».
«Καταλαβαίνω», είπε ο Επιθεωρητής.
«Και γνωρίζετε να μας πείτε αν τυχόν η δεσποινίς Μιστρόνι είχε προβλήματα, εκτός εταιρίας;» ρώτησε ο Φινόκι. «Θέλω να πω, αν υπήρχε κάποιο επεισόδιο στο παρελθόν για το οποίο ίσως να μίλησε μαζί σας ή με κάποιον άλλον».
«Πάντα, ήταν ένα πολύ διακριτικό άτομο».
«Και μεταξύ των συναδέλφων, δεν υπάρχει κανένας που να του μιλούσε πιο ανοικτά;»
«Είχα μάθει ότι ήταν αρραβωνιασμένη με ένα παλιό υπάλληλό μας, ο οποίος δούλευε εδώ, μέχρι πριν ένα μήνα. Δεν πιστεύω ότι υπήρχαν άλλα άτομα με τα οποία να μιλούσε πιο ανοικτά».
Ο Τζαμάνι κι ο Φινόκι αντάλλαξαν μία ματιά: ο Πάολο Καρνεβάλι δεν τους είπε ποτέ κάτι τέτοιο και, ίσως, να ήταν η περίπτωση στην οποία θα έπρεπε να εμβαθύνουν περισσότερο, επί του θέματος.
Διαισθανόμενοι ότι, τουλάχιστον όπως φαινόταν, αυτή η συζήτηση δεν θα τους οδηγούσε σε κάτι άλλο, οι δυο τους ευχαρίστησαν τον άνδρα, με τον οποίο ο Τζαμάνι αντάλλαξε επαγγελματικές κάρτες και, μετά, έφυγαν.
XIV
Το επόμενο πρωί, ο Τζαμάνι έλαβε ένα τηλεφώνημα από την Επιστημονική Αστυνομία, για να τον ενημερώσουν για τα τελευταία νέα, σχετικά με τη Λουτσία Μιστρόνι: οι πιο λεπτομερείς εξετάσεις είχαν δείξει μία μη ανιχνεύσιμη ποσότητα μελατονίνης και, όταν ο Επιθεωρητής ζήτησε εξηγήσεις, ο συνομιλητής του, του είπε ότι επρόκειτο για ένα ηρεμιστικό, που βοηθούσε στον ύπνο αλλά το οποίο, σε υπερβολικές δόσεις, μπορούσε να έχει σοβαρές παρενέργειες, μεταξύ των οποίων και ο ίλιγγος.
«Οπότε η κοπέλα μπορεί να πήρε οικειοθελώς πολλά χάπια με αυτή την ουσία, να χτύπησε το κεφάλι της και να πέθανε», είπε ο Τζαμάνι.
«Ναι. Στην πραγματικότητα, μπορεί να ισχύει και κάποια άλλη υπόθεση».
«Ποια;»
«Υπάρχει και μελατονίνη σε σταγόνες. Αν, πράγματι, η δεσποινίς Μιστρόνι γνώριζε τον δολοφόνο της, ο τελευταίος, ίσως επειδή δεν τον υποπτευόταν, μπορεί να της έριξε υπερβολική δόση στο ποτό της, η κοπέλα να το ήπιε και…έτσι να επήλθε το δυστύχημα».
«Δεν πρέπει να αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο. Θα το έχουμε υπόψη, ευχαριστώ».
Όταν τελείωσε η τηλεφωνική συνομιλία, ο Τζαμάνι πήγε να ψάξει τον Φινόκι, για να του αναφέρει τα τελευταία νέα που είχε λάβει.
«Μου φαίνεται ότι αυτό το πράγμα, θα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο», είπε ο πράκτορας.
Ο Επιθεωρητής συγκατένευσε.
«Κι αν η κοπέλα είχε, για κάποιο λόγο, κουραστεί από τον τρόπο που πήγαιναν τα πράγματα; Για κάποιο λόγο, που εμείς δεν γνωρίζουμε, μπορεί να ήθελε να…»
«Αυτοκτονήσει;»
«Ναι».
«Χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημείωμα με εξηγήσεις;»
Και οι δύο έμειναν σκεπτικοί. Μετά, ο Τζαμάνι είπε, κάπως απρόθυμα: «Ίσως να πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή».
«Με ποια έννοια;»
«Να ακολουθήσουμε τα βήματά μας, να κάνουμε πάλι ερωτήσεις σε όλους και να προσπαθήσουμε να επαναξιολογήσουμε κάθε στοιχείο, που έχουμε στη διάθεσή μας, γνωρίζοντας για τη μελατονίνη».
«Καταλαβαίνω», είπε ο Φινόκι.
«Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο», τον προέτρεψε ο Επιθεωρητής. «Κάνουμε επανεκκίνηση και ξεκινάμε από το μηδέν».
«Μπορώ να σας αφήσω αυτό», ρώτησε το κορίτσι μία κυρία που είδε κάτω στην είσοδο του σπιτιού της, ενώ επέστρεφε.
Η κυρία την ευχαρίστησε, διπλώνοντας και βάζοντας το φυλλάδιο, μέσα στην τσάντα της.
Κι εκείνη την ημέρα, το κορίτσι είχε κάνει το καθήκον της και ήταν ευχαριστημένο, γιατί ο άντρας με τον οποίο μίλησε κι ο οποίος της ανέθεσε αυτή τη δουλειά, της είχε εξηγήσει ότι μπορούσε να βγάλει χρήματα, κάνοντας κάτι χρήσιμο για την κοινωνία και για το οποίο πολύς κόσμος θα μπορούσε να την ευχαριστεί, συναντώντας της στον δρόμο.
Όταν έφτασε στο σπίτι, εξήγησε στους γονείς της ότι δεν της είχε μείνει ούτε ένα φυλλάδιο και ότι, αφού έπινε ένα χυμό φρούτων, θα έτρεχε να κάνει τα μαθήματα της επόμενης ημέρας.
Βλέποντάς την ευτυχισμένη, εκείνοι αισθάνονταν περήφανοι για εκείνη.
XV
Λίγο πριν την ώρα του δείπνου, ο Τζαμάνι δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα της Λουτσία Μιστρόνι.
«Σας ενοχλώ;», ρώτησε ευγενικά η γυναίκα.
«Δεν με ενοχλείτε καθόλου. Πείτε μου, σας ήρθε κάτι στο μυαλό, που θα μπορούσε να βοηθήσει τη δουλειά μας;»
«Ίσως, αλλά δεν είμαι σίγουρη».
«Εξηγήστε μου».
«Κάθε μέρα σκέφτομαι ξανά και ξανά την κόρη μου, τι μπορεί να της συνέβη και γιατί. Προσπαθώ να θυμηθώ αν τυχόν μου είχε μιλήσει για κάποιο συγκεκριμένο γεγονός και, ίσως, υπάρχει κάτι…»
«Τι πράγμα;»
«Θυμάμαι ότι μία μέρα μου τηλεφώνησε, για να μου πει ότι το βράδυ θα περνούσε από το σπίτι μου, για να μου φέρει κανόλι Σικελίας. Μου αρέσουν πολύ και το ήξερε, έτσι κάθε τόσο σταματούσε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο και μου αγόραζε μερικά. Και, τελικά, εκείνη τη φορά μου είπε ότι της συνέβη κάτι περίεργο. Μερικές μέρες, πριν, της είχαν παραδώσει στο σπίτι μία ανθοδέσμη από χρυσάνθεμα, χωρίς καμία κάρτα. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο αποστολέας».
Ο Επιθεωρητής συγκατένευσε και μετά ρώτησε: «Δεν έχετε κάτι υπόψη;»
«Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι τα χρυσάνθεμα και τα απειλητικά τηλεφωνήματα που δεχόταν συνδέονταν μεταξύ τους».
«Πράγματι, τα χρυσάνθεμα τα χρησιμοποιούν συχνά, για τους πεθαμένους».
Η γυναίκα το επιβεβαίωσε και μετά πρόσθεσε: «Δεν ξέρω πώς μπορεί να σας φανεί χρήσιμη αυτή η πληροφορία, ωστόσο θα επικοινωνώ μαζί σας κάθε φορά που θα μπορώ να θυμηθώ οτιδήποτε άλλο, σχετικά με την κόρη μου».
Ο Τζαμάνι την ευχαρίστησε και, αφού τελείωσε το τηλεφώνημα, πήγε αμέσως να ψάξει τον Φινόκι για να τον ενημερώσει.
Η δίκη του Νταβίντε Παλιαρίνι δεν είχε άλλη ακροαματική διαδικασία: ο άντρας βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του και, για την ακρίβεια, στην αυλή της πολυκατοικίας, στην οποία έμενε.
Η αστυνομία έφτασε μέσα σε μία ώρα από το ανώνυμο τηλεφώνημα, που έλαβε το πρωί εκείνης της ημέρας.
Πήραν κατάθεση από όλους τους ενοίκους της πολυκατοικίας που ήταν παρόντες, για να συγκεντρώσουν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πληροφοριών, σχετικά με τον άντρα.
Όλοι τους είπαν ότι ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος και, κυρίως, διακριτικός, χωρίς κανέναν εμφανή εχθρό ή κάποιον που να μπορούσε να έχει ύποπτη σχέση μαζί του, κανέναν που να είχε το παραμικρό κίνητρο, για να τον σκοτώσει.