Читать книгу Στρες Και Τραύμα Σε Καιρό Πανδημίας - Juan Moisés De La Serna, Dr. Juan Moisés De La Serna, Paul Valent - Страница 8
ОглавлениеΠόλεμοι
Οι πόλεμοι, περισσότερο από τα τροχαία δυστυχήματα, έχουν καταδείξει, από τη μία πλευρά, την απόκρυψη δεδομένων σχετικών με την υγεία των στρατευμάτων, όσο και την παράλειψη συνεκτίμησης των ψυχολογικών συμπτωμάτων των στρατιωτών, αφού τα παράπονά τους εκλαμβάνονταν ανέκαθεν ως ένδειξη ανανδρίας.
Ωστόσο, εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια στρατιωτών, πολλοί εκ των οποίων παρασημοφορημένοι, «έσπασαν», πράγμα που μαρτυρά πως άπαντες υπήρξαν ευάλωτοι σε ακραίες ψυχοπιεστικές και ψυχοτραυματικές καταστάσεις.
Παρότι οι ψυχολογικές επιπτώσεις της μάχης είναι ήδη καταγεγραμμένες από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, ήταν το 17ο αιώνα όταν πλέον ο Hofer συγκέντρωσε τα συμπτώματα της νευρικότητας, ψύχωσης, γαστρεντερικών προβλημάτων, νωθρότητας, εξάντλησης και κατάθλιψης των ελβετικών στρατευμάτων, σ’ ένα σύνδρομο το οποίο ονόμασε μελαγχολία.
Η συγκεκριμένη φιλοσοφία διατηρήθηκε για 150 χρόνια, ώσπου κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου προστέθηκαν στα συμπτώματα της μελαγχολίας η νοσταλγία για την πατρίδα από κοινού με την έλλειψη πειθαρχίας.
Στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, έπειτα από κάποια αντίσταση, αναγνωρίστηκαν αρχικώς τα σωματικά συμπτώματα του στρες, συνδεόμενα κυρίως με το καρδιαγγειακό σύστημα. Κοινές διαγνώσεις ήταν η νευροκυκλοφορική δυστονία, το σύνδρομο «ευερέθιστης καρδιάς» («καρδιά του στρατιώτη») ή σύνδρομο Da Costa. Σε αυτές προστέθηκε το «σοκ οβίδων» ή «σοκ βομβαρδισμού» (shell shock), το οποίο τότε αποδόθηκε στις εκρήξεις και την πρόκληση μικρής βλάβης στον εγκέφαλο εξαιτίας αυτών. Τελικά, στάθηκε απαραίτητο να αναγνωριστούν οι αμιγώς τραυματικές ψυχικές διαταραχές, εξαιτίας του τεράστιου όγκου περιστατικών νευρικού κλονισμού μεταξύ των στρατιωτών.
Το εμβληματικό έργο που αναδύθηκε μέσα από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το Οι Τραυματικές Νευρώσεις του Πολέμου (The Traumatic Neuroses of War), το οποίο εκπόνησε ο Abram Kardiner (Kardiner, 1941).
Ο Kardiner περιέγραψε ένα πολύ μεγάλο εύρος συμπτωμάτων που σχετίζονται με τραυματικά συμβάντα και τα οποία μπορούσαν να αναβιώνουν μέσα από εφιάλτες και αναβιώσεις (flashbacks), δυνητικά συγχωνευμένα με άλλες νευρώσεις και σωματικά συμπτώματα. Ομοίως, o Kardiner υπογράμμισε πως όλα τα συμπτώματα είχαν σημασία, αναφορικά με προγενέστερα τραύματα, ακόμη κι αν έχουμε να κάνουμε με τραύματα θαμμένα στο ασυνείδητο.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη λεγόμενη πανδημία Ισπανικής γρίπης του 1918, που στέρησε τη ζωή σε 50 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως κι ακόμη αφάνισε τους αντιμαχόμενους του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, τα θύματα της δεν αναφέρονταν μεταξύ των απωλειών καμίας εκ δύο πλευρών της διαμάχης, ούτως ώστε να μη γίνει φανερή ενδεχόμενη στρατιωτική ευπάθεια. Αυτό ήταν ένα ισχυρό παράδειγμα του πώς οι πολιτικές δυνάμεις έχουν την ευχέρεια να καταστείλουν την αναγνώριση και αντιμετώπιση των πανδημιών. Ο χαρακτηρισμός της ως Ισπανική προέκυψε καθώς η Ισπανία, τηρώντας ουδέτερη στάση στον πόλεμο, παραδέχθηκε την ύπαρξη της γρίπης.
Στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα διδάγματα του προηγούμενο πολέμου χρειάστηκε να αφομοιωθούν ξανά. Όπως ακριβώς και το ίδιο το τραύμα, οι τραυματικές νευρώσεις καταπιέστηκαν. Κάτι τέτοιο αποτελεί μια προειδοποίηση του ότι τα διδάγματα της πανδημίας που βιώνουμε δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Από τη στιγμή που αναγνωρίστηκαν οι ψυχολογικές επιπτώσεις που υφίσταντο οι στρατιώτες, ακολούθησε περαιτέρω επιστημονική έρευνα, αποκαλύπτοντας νέα χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς, οι ψυχολογικές συνέπειες συνδέθηκαν με το βαθμό της απειλής του θανάτου, τη διάρκεια της έκθεσης στη μάχη και το πλήθος των νεκρών συντρόφων. Σε μονάδες ιδιαίτερα πιεσμένες, όλοι οι επιζώντες στρατιώτες τελικώς κατέρρευσαν. Έτσι μάθαμε πως, παρά τις εκτενείς διαφορές ανάμεσα στις δυνάμεις και τις αδυναμίες των ανθρώπων, στο τέλος όλοι τους είναι εύθραυστοι.
Κατά δεύτερον, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος φανέρωσε τη σημασία του ηθικού. Το ηθικό λειτούργησε ως το αντίδοτο ενάντια στο άγχος του αφανισμού. Αποτελούσε το κίνητρο για την επιδίωξη σημαντικών στόχων και την εμπιστοσύνη στην ικανότητα επίτευξης τους. Συνίστατο επίσης στην αίσθηση πως ανήκει κανείς σε μια ομάδα, η οποία νοείται ως πιο σημαντική από τον ίδιο του τον εαυτό. Η ομάδα ήταν το σώμα, ο αρχηγός της η κεφαλή, και ο καθένας ένα άκρο, ένα κομμάτι του σώματος.
Με τη ματαίωση των στόχων, της εμπιστοσύνης και των ιδανικών, όσο και το χαμό των συντρόφων και των φίλων, το ηθικό καταρρακωνόταν, επηρεάζοντας μαζί και το πνεύμα της ομάδας. Αυτό με τη σειρά του πυροδοτούσε την απώλεια της πίστης στον αγώνα και στους ηγέτες. Η αίσθηση της εγκατάλειψης σ’ έναν επικίνδυνο κόσμο και η έκθεση στο θάνατο χωρίς βάσιμο λόγο προκάλεσε στους στρατιώτες βαθιά αγανάκτηση. Η πειθαρχία κατέρρευσε, σημειώθηκαν φρικαλεότητες και αξιωματικοί δολοφονήθηκαν από τους άνδρες τους.
Τα ευρήματα του Kardiner πάνω στο εκτενές φάσμα αποκρίσεων των τραυματισμένων στρατιωτών του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, επικυρώθηκαν και στο 2ο Παγκόσμιο από τους Grinker και Spiegel (Grinker & Spiegel, 1945). Εκεί έγινε αναφορά στον κλονισμό των στρατιωτών ως μια παρέλαση όλων των ειδών των ψυχολογικών και ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, καθώς και δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορών. Αυτά συμπεριλάμβαναν την κατάθλιψη, την υστερία, τις σωματοποιήσεις, τις φοβίες, κ.λπ., όλα δικαιολογημένα συμπτώματα, αποδιδόμενα στα τραυματικά γεγονότα που οι στρατιώτες είχαν υποφέρει.
Οι Βartemeier κ.ά. (Bartemeier et al., 1946), προσθέτοντας στα ευρήματα των Grinker και Spiegel, αποτύπωσαν την τελική, οριστική τραυματική εικόνα του πολέμου, ονομάζοντάς την «κόπωση της μάχης». Τα χαρακτηριστικά αυτής ήταν κούραση, νωθρότητα σκέψης, δυσθυμία, ευερεθιστότητα, απώλεια συγκέντρωσης και ανηδονία, ενώ στην πιο βαριά της έκφραση, οι νέοι στρατιώτες έμοιαζαν ηλικιωμένοι, παντελώς εξαντλημένοι, απαθείς και με βάδισμα βραδύ και μηχανικό.