Читать книгу Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta - Страница 3
Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ
ОглавлениеΤρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης.
Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα.
Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα.
Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες.
– Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά.
– Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! είπε ο Αστόχαστος. Αύριο θύμισε μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει.
– Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος.
– Δεν έχει;… Χμ… Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμα του.
Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει.
Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του:
– Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο.
Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε.
– Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο.
Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε.
– Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε.
Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου.
– Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος.
– Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι.
Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά.
– Εσύ πήγες πεζή. Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα.
– Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά.
Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε.
– Με σκότισες! φώναξε ο Βασιλιάς. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς.
Και κάθησε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά της παρδαλής του φορεσιάς.
Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας.
– Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα!
Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό.
Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα.
– Πού πάμε; ρώτησε.
– Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα!
– Θέλεις να εκπατριστείς;
– Ναι! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω!
Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε.
Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της.
Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της.
Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα.
Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας.
Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της.
Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση. Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά.
Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε.
– Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! του είπε.
Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του.
Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα.
– Δεν μπορώ πια! μουρμούρισε.
– Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι.
Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του.
Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως.
Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του.
– Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! της φώναξε. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν.
Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι.
Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.
– Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.
– Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.
Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν.
– Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.
Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε λαφριά.
– Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.
Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια.
Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της.
Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά.
– Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Πας μακριά;
– Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά.
– Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά.
Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού.
– Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο.
Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.
– Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.
Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα.
Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά.
– Κρίμα!.. Κρίμα!.. Κρίμα!..
Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά;
Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε.
Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα.
– Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. Είναι τόσο όμορφα έξω!
Στο περιβολάκι η κυρα-Φρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα.
Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια.
– Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιουν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλα μου. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας.
Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή.
– Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά;
Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι.
– Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα.
Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί.
– Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;
Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:
– Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του.
Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.
– Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.
– Σε ξέρει η μάνα μου. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι.
Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
– Και γιατί φύγατε;
– Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Φύγαμε από το παλάτι και καθήσαμε σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά.
– Κι εμείς να έλθομε δω! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα!
– Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση.
– Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου.
– Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος…
– Διόρθωσε τον, αποκρίθηκε η κόρη.
– Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα.
Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.
– Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.
– Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού.
– Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.
– Τι έχω;
– Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.
Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:
– Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;
– Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου.
– Μα πώς! Πώς!
– Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!.. Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.
Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν.
Ύστερα είπε:
– Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο.
Ευχαριστώ.
Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε.
– Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου. Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ.
Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε.
– Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. Είναι όμως πολύτιμο.
Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει.
– Τι είναι αυτά; ρώτησε.
– Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση.
– Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει.
– Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.
Κάθησε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες.
Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία.
– Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! παρακάλεσε.
Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμα της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του.
Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια.
– Τι διασκεδαστικό που είναι! είπε μ' ενθουσιασμό. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ;
– Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου.
– Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι;
– Όλες τις δουλειές του σπιτιού. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι…
– Μπα! διέκοψε η Ειρηνούλα. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας!
Η Γνώση γέλασε.
– Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε.
– Το ίδιο δεν κάνει;
– Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μ' αν κάνεις περιττά πράματα, τη σκορπάς· ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι.
– Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο.
Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη!
– Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. Σε τι καταγίνεσαι όλη μέρα;
– Σε τίποτα! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγί- νεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
– Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.
– Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.
– Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση.
Και ο τόπος σου κουτσοζεί. Το καταδέχεσαι όμως;
– Τι να του κάνω;
– Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί.
– Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.
Η Γνώση γέλασε.
– Σε σκότισα; είπε. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανάμεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα.
– Θα πάγω! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.
Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριό ν' αποχαιρετήσουν την κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί.
– Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά.
– Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω πίσω.
Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το έχωσε στην τσέπη τους.
– Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου. Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο του παλατιού.
Κάθε λίγο γύριζε η Ειρηνούλα να δει το ανοιχτόκαρδο άσπρο σπιτάκι που ξεχώριζε ανάμεσα στα πράσινα δέντρα. Και όταν χάθηκε από τα μάτια της, αναστέναξε βαριά και κοίταξε τον αδελφό της που πήγαινε ίσια μπροστά του, με σταθερό βήμα και με το μέτωπο ψηλά.