Читать книгу Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta - Страница 4
Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ
ОглавлениеΠολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο. Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου μόλις δυο-τρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα.
– Τι θέλετε; ρώτησε απότομα.
– Να καθήσομε λιγάκι. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το
Βασιλόπουλο.
– Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. Κι έκλεισε την πόρτα.
Τ' αδέλφια κάθησαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους.
Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο.
– Τι μου καθήσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα.
– Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί.
– Βέβαια μ' ενοχλείτε! Τραβάτε το δρόμο σας! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι.
– Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο.
Ο άνθρωπος θύμωσε.
– Το κατώφλι είναι δικό μου! φώναξε. Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο!
Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν.
Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. Του φάνηκε σα ν' άκουσε ομιλίες.
Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ' ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα.
– Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος.
– Όχι βέβαια! Κουτός είμαι 'γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ!
– Τι έχει μέσα! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει.
– Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια.
– Όλα αυτά τα βρήκες μαζί;
– Όχι. Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το 'βαλα στα πόδια. Τ' άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. Δεν είναι ωραίο;
– Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη;
– Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ' ωρολόγι και δυο ασημένια τάληρα. Δε μου λες μπράβο;
– Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. Δωσ' μου τα τάληρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο. Σου αξίζει!
Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι.
Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο.
– Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε.
– Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε.
– Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος;
– Όχι!
– Γιατί είναι κλεφταποδόχος, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας!
– Παναγία μου! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια.
Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα.
Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν.
– Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο.
Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι.
– Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη.
– Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το
Βασιλόπουλο.
– Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα.
– Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα.
– Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει.
Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε:
«Σχολείο του Κράτους»
– Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! Μα πού είναι τα παιδιά;
Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε:
– Λείπουν αυτή την ώρα.
– Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο.
– Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος.
Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού:
– Ε, ναι! δεν τους κάνω μάθημα! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! Κι εγώ πρέπει να ζήσω!
Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του.
Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό.
– Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε.
– Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι!
– Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις!
Ο δάσκαλος χαμογέλασε.
– Σα να είναι κι εύκολο! είπε σιγανά. Είσαι παιδί! Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή, και το νομίζεις απλό κι εύκολο να κάνεις το χρέος σου, όταν είναι να δουλεύεις χωρίς απολαβή, για ξένο όφελος! Μα για να κάνεις το καθήκον σου, παιδί μου, χρειάζεται κάποτε ηρωική αυτοθυσία. Και όλοι δεν είναι ήρωες στον κόσμο.
Βγήκε έξω το Βασιλόπουλο, χωρίς ν' αποκριθεί.
Σκέψεις και άλλες σκέψεις σκουντουφλιούνταν στο μυαλό του.
Του φαίνουνταν πως αντίκριζε καινούριους κόσμους.
Κάμποσην ώρα πήγαινε σιωπηλά, βαστώντας το χέρι της αδελφής του.
– Η αυτοθυσία! μουρμούρισε. Το άκουσες, Ειρηνούλα; Χρειάζεται, λέει, ηρωική αυτοθυσία, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες… Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης, πως δουλεύοντας για το γενικό καλό ωφελούμε τον εαυτό μας στο τέλος; Φοβούμαι πως στον τόπο μας κανένας δεν το έμαθε αυτό. Ο καθένας μας γυρεύει μόνο το δικό του το συμφέρον ή τουλάχιστον τη δική του ησυχία…
– Γιατί το λες αυτό, αδελφέ μου;
– Γιατί και μεις ίδιοι είμαστε. Ούτε συ ούτε εγώ ούτε κανένας μας δεν εκάναμε ποτέ τίποτα για το γενικό καλό… Ναι, Ειρηνούλα, γι' αυτό καταστράφηκε το Κράτος…
Εξακολούθησαν τ' αδέλφια το δρόμο τους χωρίς να μιλήσουν πια, χαμένα στις σκέψεις τους.
Έφθασαν σε άλλο χωριό, φτωχό και ρημαγμένο σαν το πρώτο.
Σ' ένα περιβολάκι απεριποίητο και ακαλλιέργητο, κάθουνταν, πλάγι σε μια μισοξεραμένη δράνα, ένα γεροντάκι φτωχοντυμένο, που ρέμβαζε παίζοντας το κομπολόγι του.
– Ώρες καλές, είπε καθώς πέρασαν κοντά του τα δυο αδέλφια.
– Καλησπέρα, παππού, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μας αφήνεις να καθήσομε στο περιβολάκι σου κοντά σου, να ξεκουραστούμε;
– Και δεν μπαίνετε, παιδιά μου, να μου πείτε δυο λόγια και μένα, του γερο-Φτωχούλη, να ξεχάσω κι εγώ τα βάσανα μου; αποκρίθηκε ο γέρος.
Μπήκαν στο κηπαράκι και κάθησαν στον μπάγκο πλάγι του.
– Μου κακοφαίνεται μόνο που δε μου βρίσκεται τίποτα να σας φιλέψω, είπε ο γέρος. Μα μου κλέψανε το μόνο πράμα που είχα δα κι εγώ, λίγα δροσερά σμέουρα, που ήταν το καμάρι μου! Και για πού είσθε, αρχοντόπουλα;
– Για τη χώρα, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα.
– Μπα; Μακριά πάτε. Και τι θα κάνετε στη χώρα;
– Πάμε να βρούμε δουλειά, είπε το Βασιλόπουλο. Ο γέρος χαμογέλασε:
– Του κάκου κάνετε τον κόπο, παιδιά μου. Δε βρίσκεται πια δουλειά στη χώρα.
– Γιατί;
– Γιατί κανένας δεν είναι τόσο κουτός, να δουλεύει για να βγάλει το ψωμί που θα του φάγει ο γείτονας.
Κι έδειξε γύρω του τ' αγκάθια και τ' αγριόχορτα που σκέπαζαν τη γη.
– Όλος ο τόπος έτσι προκόβει, σαν το περιβολάκι μου, εξακολούθησε. Μια φορά ήταν χαρά Θεού τούτη η γωνίτσα. Μα ποιος την αναγνωρίζει πια; Έφυγε το αγόρι μου, έμεινα μονάχος και βαρέθηκα να δουλεύω για άλλους.
– Γιατί έφυγε το αγόρι σου; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Αμέ τι να κάνει εδώ; Μαζί καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας, που πήγαιναν ως πέρα κει, και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. Βγάζαμε και πορτοκάλια, μήλα, σταφύλια. Όλα τα τροφαντά χόρτα και οπωρικά εδώ πρώτοβγαίναν. Το παλάτι από δω φρόντιζε ό,τι καλό ήθελε. Μ' άλλαξαν τα πράγματα, πέθανε ο καλός μας Βασιλιάς και ο γιος του κοιμάται. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.
– Γιατί λες πως κοιμάται; ρώτησε η Ειρηνούλα κατακόκκινη και με βουρκωμένα μάτια.
– Δεν κοιμάται δηλαδή, μα το ίδιο κάνει, αφού όλο χορούς και ξεφαντώματα ήξερε να διατάζει, και από δουλειά δε νοιάστηκε τίποτα, ώσπου έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε…
– Αυτό δε μας λέγει γιατί έφυγε ο γιος σου, διέκοψε το Βασιλόπουλο, που δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για τον πατέρα του.
– Πώς δε μας λέγει; Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός Α', πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. Και πλήρωνε καλά. Ύστερα, δεν πλήρωνε πια, μα έπαιρνε πάντα. Βιαστικά και γρήγορα λοιπόν, κόβαμε και στέλναμε έξω στα ξένα ό,τι τροφαντό βρίσκουνταν στον τόπο, για να βγάζομε τουλάχιστον μερικά λεφτά. Μα οι δρόμοι ρήμαξαν, κανένας δεν τους φρόντιζε, τ' αμάξια μας σπούσαν στα χαντάκια. Σε λίγο ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν πια να περάσουν. Σαπίζανε τα σιτάρια μας στις αποθήκες, ή μας τα έτρωγε απλήρωτα το παλάτι. Φτώχεια και δυστυχία έπεσε στον τόπο, το εμπόριο καταστράφηκε, οι αποθήκες γκρέμισαν, φύγανε τα παλικάρια, οι καλύτεροι πήγαν στα ξένα, άλλοι πήγαν στη χώρα να γίνουν, λέει, επιστήμονες και πεθαίνουν από την πείνα. Οι χειρότεροι μείνανε και ζουν στην καμπούρα του ενός και του άλλου. Βαρέθηκε ο γιος μου, ξεπούλησε τα κτήματα μας, μου άφησε τα λεφτά, κι έφυγε και αυτός στα ξένα. Εγώ δούλευα το περιβολάκι μου κι έβγαζα ακόμα τα λαχανικά μου και αγόραζα το ψωμί μου. Μα δεν έχομε ασφάλεια!
– Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα.
– Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά μου. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. Έτσι το 'θελε η μοίρα!
– Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα.
– Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να 'ταν και άλλα! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν;
– Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο.
Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές;
Ο Φτωχούλης γέλασε.
– Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε. Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν' ακούσεις δικαιοσύνη.
– Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες.
– Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ' ακούσεις με τ' αυτιά σου. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο.
Τ' αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα.
Έφθασαν αργά. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει.
Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς.
– Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες.
– Γιατί τον πάνε φυλακή;
– Ξέρω 'γω! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. Ήταν όμως και κουτός! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάληρα. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη!
– Μα είναι αμαρτία! Είναι αμαρτία! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο.
– Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.
– Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο.
Πού κάθεται ο δικαστής;
Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.
Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.
– Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.
– Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον
Κακομοιρίδη.
– Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.
– Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι!
– Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. Ο Βασιλιάς θα είναι!
Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα.
Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.
– Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησα απότομα. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή.
Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του.
– Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε.
Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω.
Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει.
– Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος.
– Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως.
– Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής.
Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Θες κανένα;
– Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα.
– Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα;
– Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια.
– Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας.
– Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! πρόσταξε το Βασιλόπουλο.
– Αμέσως, αφέντη!
– Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα.
– Αφέντη, λυπήσου με! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! Πώς μπορώ να τον συλλάβω;
– Είναι κλέφτης!
– Μα έχει φλουριά!
– Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα!
– Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. Ό,τι θέλει κάνει!
– Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα.
– Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα. Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. Μα πού αυτός! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε!
– Καλά έκανε! είπε το Βασιλόπουλο. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε!
– Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι.
– Φοβιτσιάρη! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά;
– Τον εφοβήθηκα!
– Δεν έπρεπε να φοβηθείς! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι.
– Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ.
– Πώς αυτό;
– Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου.
– Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές.
Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα.
Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο.
– Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. Είστε της ίδιας φάρας!
Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο:
– Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί!
Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή.
Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει.
Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα.
Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε.
– Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε. Έμπα μέσα και πάρε τον.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω.
– Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση.
– Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο.
Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του.
– Η Παναγία να σου το πληρώσει! είπε με την καρδιά του. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με.
Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του.
– Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου.
Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια.
Είχε νυχτώσει πια. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους.
– Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα.
– Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου.
Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό.