Читать книгу Άννα Καρένιν - Лев Толстой, Tolstoy Leo, Leo Tolstoy - Страница 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Оглавление

Όλαι αι ευτυχίαι ομοιάζουν, κάθε όμως δυστυχία έχει την ιδιαιτέραν της μορφήν.

Σύγχυσις άκρα επεκράτει εις την οικογένειαν Ομπλόνσκυ. Η κυρία είχε πληροφορηθή ότι ο σύζυγός της ευρίσκετο εις σχέσεις μετά της Γαλλίδος διδασκαλίσσης και είχε διακηρύξει ότι δεν ηδύνατο πλέον να ζήση υπό την ιδίαν με αυτόν στέγην. Η κατάστασις αύτη διήρκει από τριών ήδη ημερών και επίεζεν επαχθώς ου μόνον τους συζύγους, αλλά και όλα τα μέλη της οικογενείας· οι δυο σύζυγοι ησθάνοντο ότι η συνοίκησίς των δεν είχε πλέον λόγον υπάρξεως και ότι, τελεσιδίκως, ήσαν πλειότερον ξένοι προς αλλήλους παρ' όσον είνε οι ταξειδιώται οι συναντώμενοι εντός πανδοχείου.

Η κυρία δεν εξήρχετο πλέον από το ιδιαίτερόν της διαμέρισμα· ο δε πρίγκηψ Ομπλόνσκυ, από τριών ήδη ημερών δεν είχεν εμφανισθή εις την οικίαν του· και τα παιδία, εγκαταλειφθέντα εις εαυτά, περιεφέροντο ανά πάσαν την οικίαν.

Κατά την τρίτην ημέραν της έριδος ο πρίγκηψ Στέφανος Αρκαδίεβιτς Ομπλόνσκυ, ο Στίβα, όπως τον ωνόμαζον κοινώς, εξύπνησε κατά την συνήθειάν του κατά την ογδόην πρωινήν ώραν. Μόλις αφυπνισθείς συνέσπασε τας οφρύς. Εντός της φαντασίας του ανεπόλησε τότε όλας τας λεπτομερείας της ρήξεώς του προς την πριγκήπισσαν και ησθάνθη εαυτόν εντός αδιεξόδου, υποφέρων κυρίως εκ του ότι είχε την συναίσθησιν ότι αυτός ήτο η αιτία όλης εκείνης της αναστατώσεως.

– Ναι! Δεν θα με συγχωρήση, δεν δύναται να με συγχωρήση, και, το τρομερώτερον, ότι είνε ιδικόν μου το σφάλμα.

Η μάλλον δυσάρεστος στιγμή υπήρξεν εκείνη, καθ’ ήν επιστρέψας εκ του θεάτρου, ευρήκε την πριγκήπισσαν εν τω θαλάμω της κρατούσαν την μοιραίαν επιστολήν, η οποία της είχεν αποκαλύψει τα πάντα.

Η σύζυγός του, η Δόλλυ του, την οποίαν είχε γνωρίσει διαρκώς απερροφημένην από τας οικιακάς ασχολίας, εκάθητο ακίνητος, με το σημείωμα εις το χέρι και τον παρετήρει μετ' απελπισίας και οργής.

– Τι σημαίνει τούτο; Τι σημαίνει τούτο; επανέλαβεν επιδείξασα εις αυτόν την επιστολήν.

Επί τη αναμνήσει ταύτη, όπως συχνάκις συμβαίνει, ολιγώτερον εστενοχώρει τον πρίγκηπα η ενδόμυχος εναντίον εαυτού μομφή από του τρόπου κατά τον οποίον είχεν αποκριθή εις την ερώτησιν εκείνην.

Ο Ομπλόνσκυ δεν είχε λάβει καιρόν να προπαρασκευάση συμπεριφοράν ανάλογον προς την δημιουργηθείσαν κατάστασιν. Αντί να διαμαρτυρηθή, ν' αρνηθή, να δικαιολογηθή, να ζητήση συγγνώμην, ή να φανή αδιάφορος, διότι όλα αυτά ήσαν προτιμότερα από εκείνο που είχε κάμει – η μορφή του διεστάλη χωρίς να το θέλη, υπό το σύνηθες μειδίαμά του. Προ του μειδιάματος εκείνου, η Δόλλυ ώρμησεν έξω του δωματίου. Από δε της στιγμής εκείνης η πριγκήπισσα απέφυγε να τον ίδη.

«Όλα αυτά προέρχονται από το ηλίθιον εκείνο μειδίαμα!» εσκέφθη ο Ομπλόνσκυ.

– Αλλά τι να γείνη τόρα, τι να κάμω; διηρώτα εαυτόν εν απελπισία χωρίς να κατορθώση να εύρη απάντησιν.

Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπήρχεν άλλη απάντησις πλέον εκείνης, την οποίαν δίδει η ζωή εις τα δυσκολώτερα των προβλημάτων: πρέπει να επαφιέμεθα εις τον χρόνον, δηλαδή να λησμονώμεν.

– Κατόπιν θα ίδωμεν! εσκέφθη ο πρίγκηψ Ομπλόνσκυ.

Ηγέρθη, εφόρεσε τον κοιτωνίτην του και εκωδώνισε δυνατά.

Αμέσως ο γηραιός του έμπιστος, ο θαλαμηπόλος Μάτβεϊ, εισήλθε φέρων τα ενδύματα του κυρίου του, της μπόττες του και έν τηλεγράφημα.

– Πρόκειται περί εγγράφων του υπουργείου; ηρώτησεν ο πρίγκηψ λαμβάνων το τηλεγράφημα.

Το απεσφράγισε και η μορφή του εφωτίσθη.

– Μάτβεϊ, είπεν, η αδελφή μου Άννα Καρένιν θα έλθη αύριον.

– Ευλογητός ο Θεός! είπεν ο Μάτβεϊ.

Ήθελε διά τούτου να υποδείξη ότι κατενόει όσον και ο κύριός του την σημαντικότητα της επισκέψεως εκείνης: δηλαδή ότι η Άννα Καρένιν, η ευνοουμένη αδελφή του πρίγκηπος, θα κατώρθωνε να συμφιλιώση τους συζύγους.

– Η κυρία έρχεται μόνη ή μετά του κυρίου; ηρώτησεν ο Μάτβεϊ.

– Μόνη.. Πήγαινε ν' ανακοινώσης την είδησιν αυτήν εις την πριγκήπισσαν.

– Εις την πριγκήπισσαν Δάρια Αλεξανδρόβνα; ηρώτησεν ο Μάτβεϊ με κάποιον δισταγμόν.

– Ναι, εις την σύζυγόν μου και δος της το τηλεγράφημα. Κατόπιν έλα να μου φέρης την απάντησιν.

– Υπακούω.

Ο Ομπλόνσκυ είχε σχεδόν ενδυθή οπόταν ο Μάτβεϊ επανήλθε με το τηλεγράφημα εις το χέρι, βαδίζων δε βραδέως και αναγκάζων της μπόττες του να τρίζουν.

– Η κυρία πριγκήπισσα μ' επεφόρτισε να σας είπω ότι αναχωρεί. «Ας κάμουν όπως θέλουν!» μου είπε.

Ο Ομπλόνσκυ εχαμήλωσε την κεφαλήν και η μορφή του προσέλαβεν έκφρασιν αγωνίας.

– Εν τούτοις δεν πρέπει να παραταθή αυτή η κατάστασις, είπε προσπαθών να ενθαρρύνη εαυτόν.

Ηγέρθη δε, διήλθε το σαλόνι με ταχέα βήματα και ήνοιξε την θύραν, την φέρουσαν προς το διαμέρισμα της πριγκηπίσσης.

***

Η Δάρια Αλεξανδρόβνα ίστατο εν μέσω παντός είδους αντικειμένων διεσκορπισμένων εντός του δωματίου, έμπροσθεν μιας ιματιοθήκης εντός της οποίας κάτι ανεζήτει.

Όταν ήκουσε τα βήματα του συζύγου της, έστρεψε το βλέμμα προς την θύραν, προσπαθούσα να προσλάβη έκφρασιν αυστηράν και περιφρονητικήν.

Διά δεκάτην φοράν κατά το διάστημα των τριών εκείνων ημερών, είχε δοκιμάσει ανεπιτυχώς να αμπαλλάρη τας αποσκευάς της και τας των τέκνων της, ίνα τας μεταφέρη εις της μητρός της, αλλά δεν ηδύνατο να καταλήξη εις οριστικόν τι. Έλεγε διαρκώς ότι θα έφευγεν, αν και κατενόει ότι δεν ήτο δυνατόν το τοιούτον.

– Δόλλυ, είπεν εκείνος δειλώς.

Εκράτει δε ημιβυθισμένην την κεφαλήν εντός των ώμων ίνα προσλάβη ύφος συντετριμμένου και μετανοούντος αμαρτωλού, αλλά και παρά τούτο, ηκτινοβόλει από νεότητα και υγείαν.

Εκείνη, διά γοργού βλέμματος, τον ητένισεν από κεφαλής μέχρι ποδών και εφάνη σκεπτομένη.

– Τι επιθυμείτε; ηρώτησε διά φωνής τραχείας και οργίλης.

– Δόλλυ! επανέλαβεν εκείνος με κάποιον τρόμον εν τη φωνή, η Άννα έρχεται σήμερον.

– Τι μ' ενδιαφέρει τούτο; Μου είναι αδύνατον να την δεχθώ! εφώνησεν εκείνη.

– Και όμως πρέπει, Δόλλυ.

– Πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετ' απ' εδώ! αντείπε χωρίς να τον κυττάξη, και διά φωνής, ήτις εφαίνετο εκφράζουσα κάποιον φυσικόν πόνον.

Ο Ομπλόνσκυ ηδύνατο να μείνη ήρεμος ενώπιον της συζύγου του, ηδύνατο να ελπίση ότι τα πράγματα θα διεκανονίζοντο και να αναγνώση ησύχως την εφημερίδα του παίρνων τον καφέν του, αλλ' όταν είδε την συνεσπασμένην φυσιογνωμίαν της και ήκουσε την φωνήν εκείνην της απογνώσεως υπό την πίεσιν του πεπρωμένου, του απέλειψεν η πνοή, ο λάρυγξ του συνεσφίγχθη και δάκρυα ανήλθον εις τα όμματά του.

– Θεέ μου, τι έκαμα! Δόλλυ, έλεος!

Δεν ηδυνήθη να εξακολουθήση, λυγμοί απέπνιγον τον λάρυγγά του.

Εκείνη έκλεισε την ιματιοθήκην της και τον ητένισε.

– Τούτο μόνον θα είπω, Δόλλυ, συγχώρησόν με.. Μη λησμόνει! μήπως εννέα ετών συμβίωσις δεν δύναται να εξαγοράση μίαν στιγμήν!

Εκείνη εχαμήλωσε τους οφθαλμούς, προσπαθούσα να σκεφθή τι να είπη ως να ήθελε να τον ικετεύση να την πείση.

– Μίαν στιγμήν παραφοράς.. είπεν ο πρίγκηψ.

Ηθέλησε να εξακολουθήση, αλλά προ των λόγων αυτών τα χείλη της συζύγου του συνεσφίγχθησαν.

– Φύγετε, φύγετε απ' εδώ, επανέλαβεν εκείνη διά φωνής πλειότερον διαπεραστικής, και μη ομιλείτε διά τας παραφοράς σας και τας ατιμίας σας.

Ηθέλησε δε να εξέλθη του δωματίου, αλλ' εκλονίσθη και εστηρίχθη εις το ερεισίνωτον μιας καθέδρας διά να μη πέση.

– Δόλλυ, είπεν εκείνος ολολύζων, έλεος χάριν των τέκνων μας, τα παιδιά μας δεν πταίουν τίποτε. Εγώ είμαι ο ένοχος, συγχώρησέ με, ειπέ μου πώς δύναμαι να εξαγοράσω το σφάλμα μου. Είμαι ένοχος, δεν υπάρχουν λέξεις προς έκφρασιν του ύψους της ενοχής μου! Αλλά, Δόλλυ, συγχώρησόν με!

– Τα σκέπτομαι τα παιδιά μας, διότι τα πάντα θα έκαμνα διά να τα σώσω· αλλά δεν γνωρίζω πώς θα τα σώσω, αν δεν τα αποσπάσω από τον πατέρα των ή εάν τα αφήσω με ένα πατέρα κακοήθη, ναι, κακοήθη πατέρα… Ειπέτε, μεθ' όσα συνέβησαν, δυνάμεθα να ζήσωμεν ομού; είναι δυνατόν τούτο; πέτε μου είναι δυνατόν! επανέλαβεν υψώσασα την φωνήν^ αφού ο σύζυγός μου, ο πατέρας των τέκνων μου, συνεδέθη με την διδασκάλισσαν των παιδιών του.

Την ητένισεν εκείνος και η οργή, την οποίαν εξέφραζεν η μορφή της συζύγου του, τον κατέπληξε και τον ετρόμαξε.

Δεν ηδύνατο να κατανοήση ότι η ευσπλαγχνία ακριβώς την οποίαν της εξεδήλου, την παρώργιζε περισσότερον. Διέβλεπεν εν αυτώ ευσπλαγχνίαν και όχι έρωτα.

– Όχι, με αποστρέφεται, δεν θα με συγχωρήση, εσκέφθη.

– Είνε τρομερόν, τρομερόν, είπεν.

Εις το γειτονικόν δωμάτιον κάποιο παιδί έπεσε και ήρχισε να κλαίη.

Η Δάρια Αλεξανδρόβνα ηκροάτο, και έξαφνα, η μορφή της εξέφρασε πόνον.

Επί τινας στιγμάς εσκέφθη ως να μη εγνώριζε πού ευρίσκετο, και τι έπρεπε να κάμη, είτα δε, ανεγερθείσα αποτόμως έτρεξε προς την θύραν.

– Αγαπά εν τούτοις το παιδί μου, εσκέφθη εκείνος, πώς θα ηδύνατο να με αποστραφή; Δόλλυ, μίαν λέξιν ακόμη! προσέθηκεν ακολουθήσας αυτήν.

– Αν με ακολουθήσετε, θα φωνάξω τους υπηρέτας, θα φωνάξω τα παιδιά, διά να μάθη όλος ο κόσμος ότι είσθε ένας άθλιος! αναχωρώ και ειμπορείτε να μείνετε εδώ μαζί με την ερωμένην σας.

Και εξήλθε κτυπώσα δυνατά τας θύρας.

Ο Ομπλόνσκυ εσπόγγισε το πρόσωπον και εξήλθε του δωματίου με βραδέα βήματα.

– Θ' αλλάξη άρα γε γνώμην, εσκέφθη και εκάλεσε τον Μάτβεϊ.

– Να ετοιμάσης δωμάτιον διά την Άνναν Καρένιν.

Ο Ομπλόνσκυ εφόρεσε την γούναν του και εξήλθεν εις το πρόστοον.

Αφού καθησύχασε το παιδίον η Δάρια Αλεξανδρόβνα, ακούσασα την άμαξαν απερχομένην, επέστρεψεν εις τα δωμάτιά της, και εκάθισεν εις την θέσιν, όπου είχε συνομιλήσει μετά του συζύγου της. Συνέσφιξε τας κατίσχνους χείρας της, τα δακτυλίδια της διολίσθησαν από τ' άσαρκα δάκτυλά της και ανεπόλησεν ολόκληρον την προηγηθείσαν συνομιλίαν.

– Έφυγε! πού θα ζήση μαζύ της; Την βλέπει ακόμη; διατί να μην ερωτήσω περί τούτου;.. Όχι, όχι, δεν είνε δυνατόν να συμφιλιωθώμεν και αν ακόμη ζήσωμεν υπό την αυτήν στέγην, θα είμεθα διά παντός ξένοι. Διά παντός ξένοι! ετόνισεν επαναλαμβάνουσα με ιδιαιτέραν πικρίαν την λέξιν αυτήν την τόσον τρομεράν εις τα ώτα της.

– Αχ! πόσον τον ηγάπησα Θεέ μου! πόσον τον ηγάπησα.. Και τώρα άρα γε δεν τον αγαπώ πλέον; Και τώρα άρα γε μήπως τον αγαπώ περισσότερον;

***

Παρά την ζωήν των διασκεδάσεων, την οποίαν διήγε, παρά τα μικρά του προσόντα και την νεότητά του, ο Στέφανος Αρκαδίεβιτς Ομπλόνσκυ κατείχε την τιμητικήν θέσιν τμηματάρχου έν τινι υπουργείω της Μόσχας μετά μεγάλων απολαυών. Είχε δε επιτύχει την θέσιν ταύτην διά της προστασίας του συζύγου της αδελφής του Άννης, Αλεξίου Καρένιν, όστις κατείχε μίαν των ανωτάτων θέσεων του αυτού υπουργείου. Το ήμισυ ολοκλήρου της Μόσχας και ολοκλήρου της Πέτρου πόλεως συνεδέετο διά φιλίας ή διά συγγενείας μετά του πρίγκηπος Ομπλόνσκυ. Είχε γεννηθή ούτος εις το περιβάλλον των προνομιούχων εκείνων, οίτινες υπήρξαν πάντοτε και είναι ακόμη οι ισχυροί εν τω κόσμω τούτω.

Ο Ομπλόνσκυ ηγαπάτο όχι μόνον διά τον αξιαγάπητον και φαιδρόν χαρακτήρα του και διά την ανεπίδεκτον πάσης υπονοίας εντιμότητά του, αλλ' είχε και εις την εξωτερικήν του εμφάνισιν κάτι, το οποίον διέθετε φύσει ευνοϊκώς υπέρ αυτού τους ανθρώπους.

Όταν, κατόπιν της τελευταίας του εξηγήσεως μετά της συζύγου του, ο Ομπλόνσκυ μετέβη εις τα γραφεία του υπουργείου του, οι υπάλληλοι ηγέρθησαν και τον εχαιρέτισαν μετά σεβασμού. Όπως δε πάντοτε, ο Ομπλόνσκυ προυχώρησε κατ' ευθείαν προς το κάθισμά του, έθλιψε την χείρα των άλλων συμβούλων και εκήρυξε έναρξιν του συμβουλίου.

Ουδείς εγνώριζε κάλλιον αυτού να κρατήται εντός των ορίων της ελευθερίας, της απλότητος και της επισήμου αξιοπρεπείας, όπερ απαραίτητον ίνα αι συζητήσεις αποβαίνωσιν ενδιαφέρουσαι. «Αν εγνώριζαν εν τούτοις», εσκέπτετο κύπτων την κεφαλήν καθ’ όν χρόνον ο γραμματεύς ανεγίνωσκε μίαν έκθεσιν, «τι φάτσα άτακτου παιδιού είχε ο πρόεδρός των προ μισής ώρας!»

Δεν ήτο ακόμη δύο η ώρα, στιγμή δηλαδή καθ' ήν οι σύμβουλοι λύουν την συνεδρίασιν διά να μεταβούν εις το γεύμα, οπότε αι μεγάλαι υαλωταί θύραι της αιθούσης ηνοίχθησαν και εισήλθε κάποιος, εις τον οποίον όμως ο υπηρέτης του γραφείου υπέδειξαν ότι έπρεπε να εξέλθη αμέσως. Ο Ομπλόνσκυ, μετά την συνεδρίασιν, εξήτασε τον υπηρέτην του γραφείου διά να μάθη το όνομα του προσώπου, το οποίον είχεν εισέλθει απρόσκλητον.

– Δεν τον γνωρίζω, εξοχώτατε.

– Πού είναι τώρα; ηρώτησεν ο Ομπλόνσκυ.

Ο υπηρέτης του γραφείου υπέδειξεν άνθρωπόν τινα με ώμους ευρείς, με την γενειάδα ούλην, όστις κατήρχετο ταχέως και ελαφρώς τας σαθράς βαθμίδας της λιθίνης κλίμακος.

– Ήμην βέβαιος! είναι ο Λεβίν! Επί τέλους, είπε με φιλικόν και είρον συνάμα μειδίαμα παρατηρών τον άγνωστον όστις προυχώρει προς αυτόν. Δεν εφοβήθης να έλθης να με ξετρυπώσης μέσα εις αυτό το σπήλαιον;

Και όχι μόνον έθλιψε την χείρα του φίλου του, αλλά και τον εφίλησεν.

– Ευρίσκεσαι προ πολλού εις την Μόσχαν;

– Μόλις έφθασα και έσπευσα να σε ίδω, απήντησεν ο Λεβίν παρατηρών κύκλω του μετά δισταγμού.

– Καλά, καλά. Πάμε στο γραφείο μου, είπεν ο Ομπλόνσκυ, όστις εγνώριζε την αγρίαν δειλίαν του φίλου του.

Ο Λεβίν ήτο σχεδόν της αυτής με τον Ομπλόνσκυ ηλικίας. Υπήρξε παιδιόθεν σύντροφός του και φίλος του. Ηγαπώντο δε παρά την μεγάλην μεταξύ των αντίθεσιν χαρακτήρων και κλίσεων.

– Σας επεριμέναμεν από πολλού.

Ο Λεβίν παρατηρήσας δύο συμβούλους εντός του γραφείου του φίλου του είπε συγκεχυμένος:

– Αλλά πού θα ιδωθούμε; Έχω να σου ομιλήσω.

Ο Ομπλόνσκυ εσκέφθη επί στιγμήν.

– Θα φάμε μαζύ.

– Να φάμε; αλλά μόνον δυο λόγια έχω να σου πω, μιαν ερώτησιν θα σου κάμω· κατόπιν θα τα πούμε.

– Πάει καλά! πες μου αμέσως τα δυο σου λόγια και τα λέμε κατά το φαγητόν.

– Τα δυο λόγια που έχω να σου πω.. τίποτε το έκτακτον.

Η μορφή του προσέλαβεν αίφνης έκφρασιν άσχημον, εξ αιτίας του αγώνος τον οποίον κατέβαλε διά να νικήση την δυστακτικότητά του.

– Πώς έχουν οι Τσερμπάτσκυ; Δεν υπάρχει καμμία μεταβολή! Είπε τέλος. Ο Ομπλόνσκυ, γνωρίζων από πολλού ότι ο Λεβίν ήτο ερωτευμένος με την γυναικαδέλφην του Κίττυ, εμειδίασεν αδιοράτως και τα μάτια του επεταλούδησαν από ειρωνικήν φαιδρότητα.

– Είπες «δυο λόγια», αλλ' εγώ δεν ημπορώ να σου αποκριθώ με δυο λόγια. Μεταβολή καμμία· αλλά λυπούμαι διότι απουσίασες επί τόσον.

– Διατί; Μήπως συνέβη τίποτε;

– Όχι, τίποτε, απήντησεν ο Ομπλόνσκυ, θα τα ξαναπούμε.. Αλλ' εν συντόμω, ποίος είναι ο σκοπός του ταξειδίου σου;

– Θα ομιλήσωμεν περί τούτου βραδύτερον, επανέλαβεν ο Λεβίν ερυθριάσας.

– Καλά, καλά, εννοώ, απήντησεν ο Ομπλόνσκυ.. Θα σε προσεκάλουν εις το σπίτι μου, αλλ' η γυναίκα μου δεν είναι εντελώς καλά.. Αλλ' επί τέλους, αν θέλης να ιδής της κυρίες, θα είνε ασφαλώς σήμερον εις τον Ζωολογικόν κήπον, τέσσερες έως πέντε, η Κίττυ θα πατινάρη. Πήγαινε και συ, θα σε συναντήσω βραδύτερον και τρώμε όπου τύχει.

– Πάει καλά, ωρεβουάρ.. Αλλά πρόσεξε μη λησμονήσης! Είσαι ικανός να φύγης για τα κτήματά σου.

– Όχι, μη φοβήσαι!

Κατά τας τέσσαρας ο Λεβίν απεβιβάζετο αμάξης προ του Ζωολογικού κήπου και διηυνθύνθη προς την δεξαμενήν, όπου επαγοδρόμουν, γνωρίζων εκ των προτέρων ότι εκείνη ευρίσκετο εκεί, διότι είχεν ίδει προ της θύρας το όχημα των Τσερμπάτσκυ.

Επλησίασε τα εκ τεχνητού πάγου βουνά επί των οποίων έτριζον αι αλύσεις των ελκύθρων ανερχομένων και κατερχομένων και εδονούντο φαιδραί ανταλλαγαί συνομιλιών. Έκαμεν ολίγα βήματα ακόμα και η παγωμένη λίμνη εξετάθη ενώπιόν του, πάραυτα δε εν τω μέσω όλων των παγοδρομούντων, την ανεγνώρισεν. Ενόησε την παρουσίαν της εκ της χαράς συνάμα και του τρόμου από τον οποίον συνεσχέθη η καρδία του.

Συνωμίλει μετά τινος κυρίας εις την αντίθετον άκραν της λίμνης. Δεν διεκρίνετο ούτε από την ενδυμασίαν της ούτε από το παράστημα· αλλ' ήτο τόσον εύκολον εις τον Λεβίν να την διακρίνη εντός του πλήθους, όπως θα διέκρινεν ένα ρόδον μέσα εις φυτείαν από τσουκνίδες. Η Κίττυ εφώτιζε τα πάντα· ήτο το μειδίαμα που ηκτινοβόλει επί των πάντων.

– Θα δυνηθώ άραγε να την πλησιάσω επί του πάγου; εσκέφθη.

Το μέρος όπου ευρίσκετο εκείνη του εφάνη ως χώρος ιερός, απρόσιτος εις τους κοινούς των θνητών. Επήλθε δε στιγμή καθ’ ήν κατελήφθη από τοιούτον φόβον, ώστε παρ' ολίγον να τραπή εις φυγήν.

Του εχρειάσθη κόπος διά να σκεφθή ότι πέριξ αυτής ετριγύριζον πολλοί και ότι ηδύνατο να υποτεθή ότι είχεν έλθει απλώς διά να παγοδρομήση.

Κατήλθε μέχρι του πάγου, αποφεύγων επί πολύ να ατενίση την Κίττυ, ως να ήτο ο ήλιος· αλλ' όπως τον ήλιον, την έβλεπε χωρίς να την παρατηρή. Ήτο ημέρα εξαιρετική και όλοι σχεδόν οι παγοδρόμοι εγνωρίζοντο μεταξύ των. Εις τα μάτια του Λεβίν εφαίνοντο όλοι ως πλάσματα προνομιούχα, διότι ήσαν πλησίον εκείνης. Πάντες εν τούτοις εφαίνοντο ότι την παρετήρουν αδιαφόρως, διήρχοντο απ' εμπρός της, απεμακρύνοντο, την επλησίαζον, συνωμίλουν μετ' αυτής και εφαίνοντο απολαμβάνοντες μάλλον την καλλονήν του πάγου και του ωραίου καιρού παρά την χάριν του ατόμου της.

Ο Νικόλαος Τσερμπάτσκυ, ο εξάδελφος της Κίττυ, φέρων κοντήν ζακέταν και στενό πανταλόνι, διακρίνας τον Λεβίν, τον προσεφώνησε·

– Ε! πρώτε παγοδρόμε της Ρωσσίας, είσθε πολλήν ώραν εδώ; Ο πάγος είναι τέλειος, βάλετε λοιπόν γλήγορα τα πέδιλά σας.

– Και μήπως έχω πέδιλα; είπεν ο Λεβίν, εκπλαγείς και ο ίδιος, διότι έσχε το θάρρος να ομιλήση ενώπιον εκείνης.

Δεν την έχανεν όμως ούτε στιγμήν από τας όψεις του, αν και δεν την παρετήρει.

– Έφθασα χθες, δηλαδή σήμερον, απήντησεν ο Λεβίν τον οποίον η συγκίνησις ημπόδιζε ν' αντιληφθή αμέσως την έννοιαν των λόγων της νεαράς κόρης. Ηγνόουν δε ότι πατινάρετε και προ πάντων ότι πατινάρετε καλά.

Εκείνη τον ητένισε προσεκτικώς, ως να επεζήτει να εισδύση εις τον λόγον της ταραχής του.

– Το εγκώμιόν σας είναι πολύτιμον, είπε, διότι δεν λησμονούμεν εδώ ότι είσθε ο άριστος των παγοδρόμων.

Απετίναξε με το μικρό της χέρι το φέρον γάντι μαύρο τα επί του μανσόν της πεσόντα μικρά χιονοκρύσταλλα.

– Μάλιστα, άλλοτε, ήμην εμπαθής παγοδρόμος, και επεθύμουν να φθάσω εις την τελειότητα.

– Σεις, νομίζω, όλα μετά πάθους τα κάμνετε, είπεν εκείνη μειδιώσα.. Έχω μια τρελλή επιθυμία να σας ίδω εκτελούντα ελιγμούς εδώ.. Περάστε λοιπόν γρήγορα τα πέδιλά σας και ελάτε να πατινάρωμεν μαζί.

– Να πατινάρωμεν μαζί; Είνε δυνατόν; εσκέπτετο ο Λεβίν παρατηρών την νεαράν κόρην.

– Περνώ αμέσως τα πέδιλά μου, προσέθηκε.

Και μετέβη να του προσαρμοσθούν τα παγοπέδιλα υπό τινος των επί τούτο επιφορτισμένων προσώπων.

– Ναι, εσκέφθη, αυτή είνε η ζωή, αυτή είνε η ευτυχία! Μ α ζ ί! Ε λ ά τ ε – ν α – π α τ ι ν ά ρ ω μ ε ν – μ α ζ ί!.. Το είπε: Να της εξομολογηθώ αμέσως; Αλλά φοβούμαι να της ομιλήσω, διότι, προς το παρόν, η ελπίς με καθιστά ευτυχή.. και έπειτα; Πρέπει εν τούτοις, πρέπει! ,. Αρκετά εδίστασα έως τώρα.

Ο Λεβίν κατήλθεν εις το παγοδρόμιον και επλησίασε την Κίττυ δειλώς ακόμη, αλλά το μειδίαμα της νεάνιδος τον καθησύχασε.

Του έδωκεν εκείνη την χείρα και ωλίσθησαν παραπλεύρως αλλήλων επισπεύδοντες το βήμα· καθ' όσον δε εταχύνοντο οι ελιγμοί των, κατά τόσο μάλλον έθλιβε την χείρα του συνοδού της.

– Μαζί σας θα μάθω να παγοδρομώ πολύ γρήγορα· έχω εμπιστοσύνην σε σας.

– Και εγώ, έχω πεποίθησιν εις εμαυτόν, όταν στηρίζεσθε επί του βραχίονός μου.

Εφοβήθη αμέσως την ενδεχομένην εντύπωσιν εκ των λόγων του τούτων και ηρυθρίασε.

Μετά τινας διολισθήσεις η Κίττυ μετέβη εις συνάντησιν της μητρός της, διά ν' αποχωρήσωσιν ομού.

– Γνωρίζω ότι δεν είν' αυτός ο αγαπημένος μου, διελογίζετο η Κίττυ, αλλ' ευχαριστούμαι να είμαι μαζί του, είνε τόσον χαριτωμένος!.. Αλλά, διατί άρα γε μου ωμίλησε κατ' αυτόν τον τρόπον σήμερον;

Ο Λεβίν απέβαλε τα παγοπέδιλά του και έσπευσε πλησίον της πριγκηπίσσης Τσερμπάτσκυ, την οποίαν κατέφθασεν εις την έξοδον του κήπου.

– Λογίζομαι ευτυχής που σας βλέπω, τω είπεν η μήτηρ της Κίττυ.. Μη λησμονείτε ότι δέχομαι κάθε Πέμπτην.

– Δηλαδή, σήμερον;

– Θα γοητευθώμεν να σας ίδωμεν, απήντησεν η πριγκήπισσα ξηρώς.

Η ψυχρότης όμως αύτη ελύπησε την Κίττυ, και, παρεμβάσα, προσεπάθησε να γλυκάνη την εξ αυτής εντύπωσιν. Έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος του νέου και του είπε μειδιώσα:

– Ω ρεβουάρ!

Η πριγκήπισσα Κίττυ ήτο δεκαοκτώ ετών. Και ήτο η πρώτη αυτή περίοδος καθ' ήν ανεμιγνύετο με τον κόσμον. Όχι δε μόνον όλοι οι χορευταί της Μόσχας ήσαν ερωτευμένοι μαζί της, αλλά και μόλις ήρχισεν ο χειμών, δύο σοβαροί μνηστήρες είχον παρουσιασθή: ο Λεβίν, και, αμέσως μετά την αναχώρησιν τούτου, ο κόμης Βρόνσκυ.

Αι συχναί επισκέψεις του Λεβίν και ο προς την Κίττυ καταφανής του έρως, είχον γείνει αφορμή συζητήσεως μεταξύ του πατρός και της μητρός της νεάνιδος, εν σχέσει προς το μέλλον αυτής. Ο πρίγκηψ ηυνόει τον Λεβίν και διεκήρυττεν ότι δεν ωνειροπόλει καλλίτερον αυτού γαμβρόν.

Η πριγκήπισσα, σύμφωνα προς την τακτικήν των γυναικών να στρέφουν αλλού τα ζητήματα, εβεβαίωνεν ότι η Κίττυ ήτο υπερβολικά νέα, ότι ο Λεβίν δεν είχεν αποδείξει ότι αι προθέσεις του ήσαν σοβαραί, ότι η Κίττυ δεν ησθάνετο καμμίαν συμπάθειαν προς αυτόν και προέβαινεν εις μυρίας άλλας αντιρρήσεις. Αλλά το αληθές ήτο, ότι ωνειροπόλει τύχην πολύ λαμπροτέραν διά την κόρην της και ο Λεβίν δεν της ήρεσκε καθόλου.

Η Κίττυ από της ώρας του δείπνου μέχρι της αφίξεως των επισκεπτών, εδοκίμασεν αίσθημα ανάλογον προς εκείνο που αισθάνεται νεαρός στρατιώτης προ της μάχης.

Η καρδία της έπαλλε δυνατά, και δεν ηδύνατο να προσηλώση την προσοχήν της επ' ουδενός.

Ησθάνετο ότι η βραδειά εκείνη, καθ' ήν ο Λεβίν και ο Βρόνσκυ θα συνηντώντο διά πρώτην φοράν, θ' απέβαινε κρίσιμος διά την τύχην της, και ακαταπαύστως τους ανεπόλει εις την μνήμην της είτε χωριστά έκαστον, είτε ομού.

Κατά τας επτάμιση, μόλις είχε κατέλθει εις το σαλόνι, οπότε ο θαλαμηπόλος ανήγγειλε: «Κωνσταντίνος Δμήτριτς Λεβίν».

Η πριγκήπισσα ευρίσκετο εις τον θαλαμόν της, ο δε πρίγκηψ δεν είχε προσέλθει ακόμη.

«Τελειωμένα πράγματα!» διελογίσθη η Κίττυ και το αίμα επλημμύρησε την καρδίαν της. Έρριψε βλέμμα επί του καθρέπτου και ετρόμαξε διά την ωχρότητά της.

Ουδ' επί στιγμήν αμφέβαλεν ότι είχε προσέλθει τόσον ενωρίς ακριβώς διά να την εύρη μόνην και να της απευθύνη την αίτησίν του. Διά πρώτην φοράν η κατάστασις παρουσιάσθη δι' αυτήν υπό φωτισμόν εντελώς καινοφανή. Κατενόησεν ότι δεν επρόκειτο περί μόνης αυτής, ότι δεν επρόκειτο να διαγνώση μετά τίνος θα ήτο ευτυχής και ποίον ηγάπα, αλλ' ότι θα έβλεπεν εαυτήν υποχρεωμένην να προσβάλη άνδρα που της ήτο αγαπητός, και να τον προσβάλη σκληρά.. Διατί; Διότι την ηγάπα! Και όμως δεν ηδύνατο να πράξη διαφορετικά· αυτό και μόνον υπεχρεούτο να κάμη.

«Θεέ μου», διελογίσθη, «εγώ λοιπόν οφείλω να του τα είπω αυτά τα πράγματα;.. Πρέπει να τον βεβαιώσω ότι δεν τον αγαπώ. Δεν θα ήτο αληθές τούτο.. Αλλά, τι θα του είπω λοιπόν; Ότι αγαπώ άλλον; Όχι, αυτό δεν είνε δυνατόν.. Προτιμώ να φύγω.. φεύγω.»

Ευρίσκετο ήδη πλησίον της θύρας, οπότε ήκουσε τα βήματα του Λεβίν.

– Όχι, δεν είνε ευπρεπές αυτό. Από τι φοβούμαι; Ας γείνη ό,τι θέλει! Θα είπω την αλήθειαν. Μαζί του δεν θα στενοχωρηθώ, νά τον!

Διέκρινε την σκιαγραφίαν του Λεβίν και το βλέμμα του στηριζόμενον επ' αυτής. Η Κίττυ τον ητένισε κατάματα ως να του εζήτει να την λυπηθή, και του έτεινε την χείρα.

– Φθάνω εις ακατάλληλον στιγμήν, νομίζω ότι προηγήθην της ώρας; είπεν, ιδών ότι το σαλόνι ήτο κενόν.

Αλλ' όταν αντελήφθη ότι οι πόθοι του είχον πραγματοποιηθή και ότι τίποτε δεν τον ημπόδιζε να ομιλήση, εσκυθρώπασεν.

– Ω! όχι, είπεν η Κίττυ.

Και εκάθησεν ενώπιον μιας τραπέζης.

– Να σας εύρω μόνην ήτο ο γλυκύτερος πόθος μου, είπεν ο Λεβίν. Σας είπον ήδη ότι δεν γνωρίζω επί πόσον χρόνον θα μείνω εδώ, και ότι από υμάς εξαρτάται.

Η Κίττυ εχαμήλωσεν έτι μάλλον την κεφαλήν, αγνοούσα τι θα απήντα εις την τελικήν πρότασιν.

– Από υμάς εξαρτάται, εξηκολούθησεν εκείνος.. Ήλθα.. ήλθα διά να σας ζητήσω να καταστήτε σύζυγος μου!

Εσιώπησε και ητένισε την νεάνιδα.

Εκείνη ανέπνευσεν επωδύνως, χωρίς να υψώση τα βλέμματα προς αυτόν. Δεν επερίμενε να παραγάγη επ' αυτής τοιαύτην εντύπωσιν η εκ μέρους του Λεβίν ερωτική εξωμολόγησις. Αλλά το συναίσθημα εκείνο επί μίαν μόνον στιγμήν διήρκεσεν. Ανελογίσθη τον Βρόνσκυ.

Ύψωσε προς τον Λεβίν τα διαυγή και ειλικρινή της μάτια, παρατηρήσασα την απελπιστικήν έκφρασιν της μορφής του, απήντησεν εν σπουδή:

– Αυτό δεν δύναται να γείνη, δεν γίνεται.. Συγχωρήσατέ με!

Προ μιας στιγμής της εφαίνετο τόσον πλησίον και απαραίτητος διά την ζωήν της! Και ιδού έξαφνα ότι καθίστατο δι' αυτόν εντελώς ξένη.

– Δεν ηδύνατο να γείνη διαφορετικά; είπεν εκείνος χωρίς να υψώση επ' αυτής τα βλέμματα.

Εχαιρέτησε δε και ηθέλησε ν' αποσυρθή.

Αλλά, την ιδίαν στιγμήν, εισήλθεν η πριγκήπισσα. Όταν δε τους είδε μόνους και διέκρινε τας συνεσπασμένας των μορφάς, εταράχθη. Ο Λεβίν την εχαιρέτησε χωρίς να ομιλήση. Η Κίττυ έμεινε σιωπηλή και δεν ύψωσε τα μάτια. Εκείνος ηθέλησε να εγερθή, αλλ' η πριγκήπισσα του απεύθυνε τον λόγον, και, ταυτοχρόνως, ετέρα κυρία παρουσιάσθη, ακολουθουμένη υπό τινος στρατιωτικού.

– Θα είνε ο Βρόνσκυ, εσκέφθη ο Λεβίν.

Διά να πεισθή, ητένισε την Κίττυ, ήτις είχεν αναγνωρίσει ήδη τον αξιωματικόν.

Ο Λεβίν παρετήρησεν ότι οι οφθαλμοί της νεαράς κόρης απήστραψαν ακουσίως και κατενόησεν ότι ηγάπα τον άνθρωπον εκείνον.

– Επιτρέψατέ μου να σας παρουσιάσω προς αλλήλους, είπεν η πριγκήπισσα: Κωνσταντίνος Δμήτριτς Λεβίν, κόμης Αλέξιος Κυρίλλοβιτς Βρόνσκυ.

Ούτος ηγέρθη και έθλιψε την χείρα του Λεβίν παρατηρών αυτόν συμπαθώς εις τα μάτια.

– Έχομεν συμφάγει κατά τον χειμώνα τούτον, αν δεν με απατά η μνήμη, αλλά σεις ανεχωρήσατε αιφνιδίως διά την εξοχήν, είπε με το αφελές και ειλικρινές του μειδίαμα.

– Και μένετε πάντοτε εις τα κτήματά σας; ηρώτησεν ο Βρόνσκυ. Νομίζω ότι δεν θα είνε ευχάριστον κατά τον χειμώνα.

– Όταν κανείς είνε απησχολημένος, δεν στενοχωρείται, έστω και αν είνε μόνος, απήντησε ξηρώς ο Λεβίν.

Αν και ο Βρόνσκυ αντελήφθη τον τόνον με τον οποίον προεφέρθησαν οι λόγοι ούτοι, προσεποιήθη ότι δεν αντελήφθη.

– Αγαπώ την εξοχήν, είπεν.

Ο Λεβίν επωφελήθη της στιγμής καθ' ήν τον αφήκεν ο πρίγκηψ, διά να εξέλθη χωρίς να γείνη αντιληπτός. Η τελευταία εντύπωσις, την οποίαν απεκόμισεν εκ της εσπερίδος εκείνης, υπήρξεν η ευτυχής έκφρασις της φυσιογνωμίας της Κίττυ απαντώσης εις τον Βρόνσκυ, όστις την ηρώτα αν θα προσήρχετο εις τον χορόν.

* * *

Ο Βρόνσκυ ουδέποτε είχε γνωρίσει τι εστί οικογενειακή ζωή. Η μήτηρ του, κατά την νεότητά της, είχεν υπάρξει γυνή πολύ κοσμική, λίαν θαυμαζομένη, και, κατά τε το διάστημα της συζυγικής της ζωής, κυρίως δε μετά τον θάνατον του συζύγου της, εγένετο ηρωίς πολλών μυθιστορημάτων γνωστών εις όλον τον κόσμον. Τον πατέρα του σχεδόν δεν τον ενεθυμείτο και είχεν ανατραφή εις την Σχολήν των Αυλικών ακολούθων. Νεώτατος δε εξελθών της σχολής και επιδεικτικώτατος αξιωματικός ήδη, απετέλεσε μέλος της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Πετρουπόλεως.. Εν Μόσχα εγεύθη διά πρώτην φοράν του θελγήτρου να πλησιάση μίαν ωραίαν και αθώαν κόρην του κόσμου, ήτις ηράσθη αυτού. Δεν τω επήλθε δε η σκέψις ότι εν τη γνωριμία ταύτη, ηδύνατο να υπάρχη τι το μεμπτόν ως προς τας μετά της Κίττυ σχέσεις του. Εχόρευε κατά προτίμησιν μετ' αυτής, της ωμίλει περί κοινών πραγμάτων περί ων συνήθως συζητούν ασκόπως εν τω κόσμω, αλλ' ακουσίως, προσέδιδεν εις τας κοινοτυπίας αυτάς τόνον και ενδιαφέρον τοιούτον, ώστε ν' απευθύνεται προς αυτήν και μόνην.

Αν και ουδέποτε της είχεν είπει και μίαν έστω λέξιν που να μη δύναται να προφέρη ενώπιον όλου του κόσμου, παρετήρει εν τούτοις ότι κατά πάσαν παρερχομένην ημέραν υφίστατο εκείνη πλειότερον την επίδρασιν αυτού, τούθ' όπερ του ήτο το μάλλον ευχάριστον των πραγμάτων. Ησθάνετο εαυτόν ακατανικήτως ελκυόμενον προς αυτήν.

Ουδαμώς ηπατάτο ότι η προς την Κίττυ συμπεριφορά του ήτο αφελέστατα εκείνο που ονομάζεται δελεασμός μιας νεαράς κόρης άνευ προθέσεως γάμου, πράξις πολύ συχνή εις την χρυσήν νεότητα εις την οποίαν ανήκεν. Ενόμιζεν ότι αυτός πρώτος είχεν ανακαλύψει την θελξίθυμον ταύτην ηδονήν, και την απελάμβανε.

Περί γάμου ουδέποτε είχε σκεφθή, γάμου άλλως τε του οποίου δεν διέβλεπε το δυνατόν της τελέσεως. Όχι μόνον δεν ηγάπα την οικογενειακήν ζωήν, αλλά και διέβλεπεν εν τω γάμω και ιδίως εις τον ρόλον του συζύγου, σύμφωνα προς τας ιδέας του κόσμου των αγάμων εν τω οποίω έζη, κάτι το αντίθετον, κάτι το εχθρικόν προς την ευτυχίαν του και κάτι μάλιστα το γελοίον.

Το βράδυ εκείνο, εν τούτοις, εξερχόμενος του μεγάρου Τσερμπάτσκυ, ησθάνθη ότι οι πνευματικοί δεσμοί οι συνδέοντες αυτόν μετά της Κίττυ είχον συσφιγχθή μέχρι σημείου ώστε να έπρεπε να λάβη μίαν απόφασιν, αλλ' υπό ποίον πνεύμα, δεν διέβλεπεν ακόμη.

«Η γοητεία έγκειται ακριβώς εις το ότι ούτε μία λέξις δεν έχει προφερθή ούτε παρ' εμού ούτε παρ' αυτής· και εις ότι το αντιλαμβανόμεθα αλλήλους τόσον καλά διά της αποκρύφου αυτής συνδιαλέξεως των βλεμμάτων και των τόνων της φωνής· σήμερον μ' έκαμε να εννοήσω παρά ποτε σαφέστερον ότι με αγαπά. Και πόσον είνε γοητευτικόν αυτό, πόσον αφελές, πόσον πλήρες πεποιθήσεως! Αισθάνομαι ότι έχω καρδίαν και ότι κάτι το αγαθόν υπάρχει εντός μου».

Την επιούσαν, κατά την ενδεκάτην προμεσημβρινήν, ο Βρόνσκυ μετέβη εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν διά ν' αναμείνη την μητέρα του· το πρώτον δε πρόσωπον, το οποίον παρετήρησεν επί των βαθμίδων της μεγάλης κλίμακος υπήρξεν ο Ομπλόνσκυ προχωρών προς υποδοχήν της αδελφής του Άννας Καρένιν.

– Α! Η Εξοχότης σας! τω εφώναξεν ο Ομπλόνσκυ, ποίον ζητείς;

– Περιμένω την μητέρα μου, απήντησεν ο Βρόνσκυ. Έρχεται από την Πετρούπολιν.

Έθλιψαν αμοιβαίως την χείρα και ανήλθον ομού την κλίμακα.

– Πού επήγες χθες εξερχόμενος των Τσερμπάτσκυ, εγώ σε επερίμενα έως τας δύο το πρωί;

– Επέστρεψα εις το σπίτι μου.. Επέρασα νύκτα τόσον ευχάριστον, ώστε δεν ηθέλησα να υπάγω πλέον πουθενά.

– Γνωρίζω τα ορμητικά άλογα από τα χαρακτηριστικά των και τους νεαρούς ερωτευμένους από τα μάτια! επανέλαβεν ο Ομπλόνσκυ, όπως είχε κάμει την προτεραίαν προς τον Λεβίν.

Ο Βρόνσκυ εμειδίασε με τρόπον που δεν απετέλει άρνησιν, αλλ' έσπευσε να στρέψη αλλαχού τον λόγον.

– Και συ, ποίον ήλθες ν' αναμείνης εδώ;

– Εγώ, μια ωραία κυρία! είπεν ο Ομπλόνσκυ.

– Α! Α!

– «Κατηραμένος ο κακά βουλευόμενος», αναμένω την αδελφήν μου Άνναν.

– Α! α! την πριγκήπισσαν Καρένιν, είπεν ο Βρόνσκυ.

– Πρέπει να γνωρίζης τον Αλέξιον Αλεξάνδροβιτς Καρένιν, τον διάσημον γαμβρόν μου· όλος ο κόσμος τον γνωρίζει.

– Ναι, τον γνωρίζω εκ φήμης και διότι κάποτε τον είδα.. Γνωρίζω ότι είνε άνθρωπος πνευματωδέστατος, ένας σοφός ούτως ειπείν υπέργειος. Αλλά, ξεύρεις, δεν είνε του κόσμου μου.

– Ναι, είνε άνθρωπος διακεκριμένος, ολίγον τι συντηρητικός, αλλά θαυμάσιος άνθρωπος.

– Θα έλθη γρήγορα το τραίνον; ηρώτησεν ο Βρόσκυ κάποιον υπάλληλον.

– Εφάνη ήδη.

Πράγματι, επί της αποβάθρας προσέτρεξαν οι υπάλληλοι, και ο αριθμός των προσώπων άτινα προσήρχοντο να υποδεχθώσι τους φίλους των επληθύνθη επαισθητώς.

Διά μέσου της κρυσταλλωμένης ομίχλης διεκρίνοντο άνθρωποι εν στολή με κοντές γούνες και μπόττες από πίλημα, οίτινες διήρχοντο τας σιδηράς ράβδους. Μακράν δε, διηκούετο ο συριγμός της ατμομηχανής και διεκρίνετο το τροχοκύλισμα του τραίνου.

Πράγματι, εξ αποστάσεως, η ατμομηχανή εσφύριζε. Μετά τινας δε στιγμάς, το λιθόστρωτον του σταθμού συνεκλονίσθη και η μηχανή ασθμαίνουσα και αναπέμπουσα τον ατμόν ον το ψύχος επανέρριπτεν επί του εδάφους διήλθε με τον μοχλόν του μεσαίου τροχού ταλαντευόμενον διά κινήσεως ρυθμικής και βραδείας, καθ’ όν χρόνον ο μηχανικός, σκεπασμένος από παγοκρύσταλλα και με την κεφαλήν και τον λαιμόν σφικτοτυλιγμένα, εχαιρέτα τον σταθμάρχην.

– Η κόμησσα Βρόνσκυ ευρίσκεται εις αυτό το βαγόνι, τω είπεν αίφνης ο οδηγός πλησιάσας αυτόν.

Εις το βάθος της ψυχής του, δεν ησθάνετο σεβασμόν προς την μητέρα του, και, χωρίς αμφιβολίαν, ούτε την ηγάπα, αλλ' η ανατροφή ης είχε τύχει και αι τρέχουσαι ιδέαι του ιδιαιτέρου του κόσμου, δεν τω επέτρεπον να σκεφθή να της προσφέρεται διαφορετικά παρά με τας φαινομενικότητας βαθυτάτου σεβασμού και πληρεστάτης υποταγής. Η δε εξωτερική εκδήλωσις των αισθημάτων τούτων ήτο ισχυροτέρα από τον ενδόμυχον αποτροπιασμόν, ον ησθάνετο προς αυτά.

Ο Βρόνσκυ ηκολούθησε τον οδηγόν, ανήλθεν εις το τραίνον, και, καθ’ ήν στιγμήν επρόκειτο να εισέλθη εις το διαμέρισμα όπου ευρίσκετο η μήτηρ του, παρεμέρησε διά να διέλθη μία κυρία.

Με το τακτ του ανθρώπου του κόσμου ο Βρόνσκυ ανεγνώρισε με το πρώτον βλέμμα ότι η κυρία εκείνη ανήκεν εις τας ανωτάτας κοινωνικάς τάξεις. Εζήτησε συγγνώμην και ητοιμάζετο να εξακολουθήση τον δρόμον του, οπότε ησθάνθη ακαταμάχητον πόθον να στραφή διά να την ίδη άπαξ ακόμη, ουχί μόνον διότι η κυρία την οποίαν είχε συναντήσει ήτο ωραιοτάτη, ούτε και διότι είχεν ελκυσθή από την ευπρεπή κομψότητα και την χάριν την σεμνήν ην απέπνεεν ολόκληρος, αλλά διότι η έκφρασις της χαριτωμένης μορφής της, όταν επέρασεν απ' εμπρός του, είχε κάτι το ιδιαιτέρως θωπευτικόν και τρυφερόν.

Όταν υπεστράφη, και η κυρία έστρεψεν επίσης την κεφαλήν προς αυτόν και τα μάτια της προσηλώθησαν φιλίως επ' αυτού, ως να τον ανεγνώριζε, πάραυτα δε εστράφησαν προς το πλήθος κάποιον αναζητούντες εν αυτώ.

Ο Βρόνσκυ εισήλθεν εις το υποδειχθέν αυτώ βαγόνι. Η μήτηρ του, μία γηραιά γυνή ισχνή, με μάτια μαύρα, εμειδία ελαφρώς με τα λεπτά της χείλη.

Ανηγέρθη από το κάθισμά της, παρέδωκε μικρόν δερμάτινον σάκκον εις την θαλαμηπόλον της, έτεινε την μικράν και άσαρκον χείρα της προς τον νέον, είτα δε, ανυψώσασα την κεφαλήν, τον ησπάσθη επί των παρειών.

– Έλαβες το τηλεγράφημά μου; Είσαι καλά;.. Δόξα σοι ο Θεός!.

– Εκάματε καλό ταξείδι; είπεν ο νέος καθεσθείς παραπλεύρως αυτής.

Η κυρία ενώπιον της οποίας ο Βρόνσκυ είχεν παραμερίσει εισήλθεν και αύθις εις το διαμέρισμα.

– Λοιπόν! ευρήκατε τον αδελφόν σας; ηρώτησεν η κόμησσα Βρόνσκυ αποταθείσα προς την ωραίαν ταξειδιώτιδα.

Ο Βρόνσκυ ενεθυμήθη τότε ότι ήτο η Άννα Καρένιν.

– Ο αδελφός σας σάς περιμένει εδώ, είπεν εγερθείς. Με συγχωρείτε διότι δεν σας ανεγνώρισα, προσέθηκε χαιρετήσας.. Έχομεν, άλλως τε, τόσον σπανίας συναντήσεις, ώστε ασφαλώς δεν θα μ' ενθυμείσθε.

– Ω, όχι! είπεν εκείνη· εντούτοις, σας ανεγνώρισα, διότι νομίζω ότι, καθ' όλον το διάστημα του ταξειδίου, η μήτηρ σας και εγώ μόνον περί υμών ωμιλούσαμεν.

Και επέτρεψε να φωτισθή από έν μειδίαμα η συγκρατουμένη ορμητικότης της.

– Και ο αδελφός μου δεν έρχεται λοιπόν; εξηκολούθησεν.

Ο Βρόνσκυ κατήλθεν επί του λιθοστρότου και εφώναξεν:

– Ομπλόνσκυ, εδώ!.

Αλλ' η Άννα Καρένιν δεν ανέμεινε, και, διακρίνασα τον πρίγκηπα, εξήλθε του οχήματρς με βήμα σταθερόν και ελαφρόν.

Μόλις δε ο πρίγκηψ την επλησίασεν η νεαρά γυνή επέρασε τον αριστερόν της βραχίονα περί τον τράχηλόν του, τον προσείλκυσε ζωηρώς προς εαυτήν και τον εφίλησεν ηχηρώς. Η χάρις και η ορμητικότης της χειρονομίας εκείνης συνεκίνησαν τον Βρόνσκυ· δεν την άφινε πλέον από τα μάτια του και εμειδία χωρίς να γνωρίζη διατί.

Αναλογισθείς όμως ότι η μήτηρ του τον ανέμενεν ανήλθε και πάλιν εις το τραίνον.

Είνε ωραιωτάτη, δεν είν' έτσι; ηρώτησεν η κόμησσα. Ο σύζυγός της μου την ενεπιστεύθη και ευχαριστήθην πολύ από την συντροφιάν της. Ωμιλούσαμεν καθ' όλον το διάστημα.. Λοιπόν! και συ; Λέγουν ότι οι έρωτές σου πηγαίνουν θαυμάσια, ε;

– Δεν γνωρίζω, μαμά, τι θέλετε να υπαινιχθήτε, είπεν ο υιός ψυχρώς.

– Η Άννα Καρένιν ανήλθεν αύθις εις το βαγόνι διά ν' αποχαιρετήση την κόμησσαν.

– Λοιπόν! κόμησσα, ευρήκατε τον υιόν σας και εγώ τον αδελφόν μου, είπε φαιδρώς. Εξήντλησα, άλλως τε, ολόκληρον το απόθεμα των διηγήσεών μου και δεν μου μένει πλέον καμμία.

– Θα ειμπορούσα να κάμω μαζί σας τον γύρον του κόσμου χωρίς να στενοχωρηθώ, είπεν η κόμησσα λαβούσα την χείρα της Άννας Καρένιν. Είσθε από τας χαριτωμένος εκείνας γυναίκας που γοητεύεται κανείς τόσον να βλέπη όσον και ν' ακούη.

– Καλήν αντάμωσιν, κόμησσα, σας ευχαριστώ διά την καλήν σας συντροφιά, η ημέρα παρήλθε γρηγορώτατα.

– Χαίρετε, αγαπητή φίλη.. Επιτρέψατε μου να φιλήσω την χαριτωμένην μορφήν σας.

Έκυψεν ελαφρώς και έτεινεν την παρειάν της εις τα χείλη της κομήσσης, είτα δε ηνωρθώθη και έτεινε την χείρα προς τον Βρόνσκυ.

Έθλιψεν ούτος την μικράν χείρα και εμαγεύθη διότι η Άννα Καρένιν απεκρίθη διά μικράς και αφελούς αντιθλίψεως.

– Είνε αληθινά χαριτωμένη, είπεν η κόμησσα.

Ο Βρόνσκυ την παρηκολούθησε διά των οφθαλμών έως ού η γόησσα σιλουέττα της εξηφανίσθη. Την είδε, διά της θυρίδος, να πλησιάζη τον Ομπλόνσκυ, να περνά το χέρι της από τον βραχίονά του και ν' αρχίζη μαζί του συνομιλίαν, εν τη οποία, προφανώς, δεν εγένετο λόγος περί των νέων της γνωριμιών.

Ο Βρόνσκυ διέκρινε κάποιο πείσμα.

– Ειμπορούμε να εξέλθωμεν, μαμά, το πλήθος διελύθη.

Εξελθόντες του βαγονίου, συνήντησαν πολλά πρόσωπα, τα οποία διήρχοντο τρέχοντα και με τας μορφάς τεταραγμένας.

Και ο σταθμάρχης επίσης ευρίσκετο εις κίνησιν με την όψιν συνεσπασμένην.

Πού;.. Προς ποίον μέρος;.. Κατεπλακώθη;. ,. ηρώτων οι διαβάται.

Ο Ομπλόνσκυ, με την αδελφήν του στηριζομένην εις τον βραχίονά του, επέστρεψε και αυτός εις το τραίνον λίαν συγκεκινημένος.

Αι δύο κυρίαι ανήλθον και πάλιν εις το βαγόνι, εν ώ οι δύο άνδρες ανεμιγνύοντο με το πλήθος διά να μάθουν τας λεπτομερείας του δυστυχήματος.

Κάποιος οδοφύλαξ, είτε διότι ήτο μεθυσμένος, είτε υπερβολικά διπλωμένος εντός των ενδυμάτων του λόγω του παγετού, δεν είχεν ακούσει ερχόμενον το τραίνον.

Ο Ομπλόνσκυ και ο Βρόνσκυ είδον το πτώμα παραμορφωμένον. Ο πρώτος συνεκινήθη καταφώρως εκ του θεάματος αυτού και εφαίνετο έτοιμος ν' αναλυθή εις δάκρυα. Αλλά προ της επιστροφής των, αι δύο κυρίαι είχον πληροφορηθή τα διατρέξαντα.

– Α! είναι τρομερόν, αν εγνώριζες, Άννα, τι είδα! είπεν ο Ομπλόνσκυ.

– Ο Βρόνσκυ εσιώπα· η ωραία του μορφή ήτο σοβαρά, αλλ' ήρεμος.

– Αχ! κόμησσα, έξηκολούθησεν ο Ομπλόνσκυ, αν τον εβλέπατε!.. Η γυναίκα του ήτο εκεί.. Ερρίφθη επί του σώματός του.. Λέγουν δε ότι ήτο ο μόνος προστάτης της οικογενείας.

– Δεν θα ειμπορούσεν άρα γε να γείνη τίποτε δι' αυτήν; ηρώτησεν εν συγκινήσει η Άννα Καρένιν.

Ο Βρόνσκυ την ητένισε και κατήλθεν αμέσως του βαγονίου.

– Επιστρέφω αμέσως, μαμά, είπεν από του αντιθέτου μέρους της θυρίδος.

Όταν δ' επανεφάνη, μετά πάροδον ολίγων στιγμών, ανεχώρησαν.

Κατά την έξοδον εκ του σταθμού, ενώ ο Βρόνσκυ εβάδιζεν εμπρός μετά της μητρός του, της Άννας Καρένιν και του Ομπλόνσκυ ερχομένων όπισθεν, ο σταθμάρχης προσέδραμε.

Παρεδώκατε εις τον υποδιευθυντήν, είπε, διακόσια ρούβλια· ευαρεστήσθε να μου ειπήτε διά ποίον ακριβώς τα προορίζετε;

– Διά την χήραν, είπεν, ο Βρόνσκυ υψώσας τους ώμους, δεν την εννοώ αυτήν την ερώτησιν!

– Εδώκατε χρήματα διά την χήραν; εφώνησεν ο Ομπλόνσκυ.

– Αληθινά, τι λαμπρός νέος!,. εξηκολούθησε πιέσας το βραχίονα της αδελφής του υπό τον αγκώνα του.

Η Άννα Καρένιν επέβη αμάξης και ο Ομπλόνσκυ παρετήρησε μετ' εκπλήξεως ότι τα χείλη της νεαράς γυναικός έτρεμον και ότι μετά βίας συνεκράτει τα δάκρυά της.

– Άννα τι έχεις; ηρώτησε μετά μίαν στιγμήν.

– Το επεισόδιον αυτό είνε κακός οιωνός, είπεν εκείνη.

– Τι παιδιαρισμός! υπέλαβεν ο Ομπλόνσκυ. Το ουσιώδες δι' εμέ είναι να σ' έχω πλησίον μου!.. Αναθέτω εις σε όλας μου τας ελπίδας!

– Γνωρίζεις προ πολλού τον Βρόνσκυ; ηρώτησεν εκείνη.

– Ναι, προ πολλού.. άλλως τε, ξεύρεις, ελπίζομεν ότι θα νυμφευθή την Κίττυ.

– Α! αλήθεια! είπεν εκείνη διά φωνής βραδείας. , Λοιπόν!.. ας ομιλήσωμεν περί σου.

Ετίναξε την κεφαλήν ως διά ν' αποδιώξη κάποιαν οχληράν σκέψιν, η οποία την εστενοχώρει.

– Ναι, ας ομιλήσωμεν περί σου! Έλαβον την επιστολήν σου και ιδού εγώ.

– Μάλιστα, όλαι μου αι ελπίδες εις σε στηρίζονται, επανέλαβεν ο Ομπλόνσκυ.

– Εν τοιαύτη περιπτώσει, διηγήσου τα μου όλα.

Και ο Ομπλόνσκυ εξωμολογήθη τας μυστικάς του θλίψεις.

Όταν η άμαξα εσταμάτησεν ενώπιον του μεγάρου του πρίγκηπος, εβοήθησεν ούτος την αδελφήν του να κατέλθη της έθλιψε την χείρα και απεσύρθη διά να μεταβή εις το Υπουργείον.

Όταν η Άννα εισήλθεν εις την οικίαν, η Δόλλυ εκάθητο εις το μικρόν σαλόνι και εδίδασκε γαλλικήν ανάγνωσιν εις το μικρόν της αγοράκι.

Η Δόλλυ εστράφη εις τον θορυβώδη θρουν του ενδύματος και εις τον κρότον των ελαφρών της βημάτων καθ' ήν στιγμήν η Άννα διεσκέλιζε την θύραν, και η μαρασμώδης μορφή της εξέφρασεν ακουσίως όχι χαράν, αλλ' έκπληξιν.

Ηγέρθη και ησπάσθη την ανδραδέλφην της.

– Πώς, ήλθες τόσον γρήγορα; είπε.

– Πόσον είμαι ευτυχής που σε βλέπω, Δόλλυ!

– Και εγώ επίσης, είμαι πολύ ευχαριστημένη.

Εμειδία ασθενώς και ηγωνίζετο ν' αναγνώση επί της μορφής της Άννας, αν η ανδραδέλφη της εγνώριζεν ήδη τα πάντα.

– Αναμφιβόλως, τα γνωρίζει όλα, διελογίσθη, διακρίνασα έκφρασιν συμπαθείας και θλίψεως εις τα βλέμματά της.

Αφού έκαμον μακράν επίσκεψιν εις τα παιδιά, αι δύο γυναίκες επέστρεψαν μόναι εις το σαλόνι διά να πάρουν ένα καφέ.

Η Άννα υπέγειρε το κύπελλόν της, μεθ' ό το αφήκεν αμέσως και πάλιν.

– Δόλλυ, εψιθύρισε, μου τα είπεν όλα.

Η Δόλλυ την ητένισε ψυχρώς. Επερίμενε φράσεις συμπαθείας, αναλόγους προς την περίστασιν, αλλ' η Άννα δεν επρόφερε τοιαύτας.

– Δόλλυ αγαπητή, είπεν αυτή, δεν προτίθεμαι να σου ομιλήσω υπέρ αυτού ούτε να σε παρηγορήσω. Αλλά, καλή μου αγάπη, σε λυπούμαι, σε λυπούμαι με όλη μου τη ψυχή!

Και μέσα εις τα λάμποντα μάτια της, υπό τας πυκνάς βλεφαρίδας ανέβλυσαν αίφνης δάκρυα. Επλησίασε την νύμφην της και επήρε τα δάκτυλά της μέσα εις τα μικρά της αποφασιστικά χέρια.

Η Δόλλυ δεν τα απέσυρε, αλλά η μορφή της παρέμεινεν ανεπιρέαστος.

– Δεν υπάρχει παρηγορία δι' εμέ, είπε. Εχάθη το παν!

Αλλά μόλις επρόφερε τας λέξεις ταύτας η έκφρασις της μορφής της κατέστη γλυκυτέρα.

Η Άννα έφερε την ξηράν και άσαρκον χείρα της Δόλλυ εις τα χείλη της και την ησπάσθη.

– Αλλά Δόλλυ, είπε, τι να γείνη, τι να γείνη; Πώς καλλίτερον να ενεργήση κανείς εις την φοβεράν αυτήν περίστασιν;

– Εχάθη το παν, αύτη είνε η αλήθεια! είπεν η Δόλλυ.

Η Δόλλυ εσιώπησε, και επηκολούθησε δυο στιγμών σιγή.

– Τι να κάμω, Άννα; Σκέψου και βοήθησε με· εγώ, τα εσκέφθην όλα και δεν ευρίσκω διέξοδον.

Η Άννα δεν ηδυνήθη να εφεύρη τίποτε, αλλ' η καρδιά της εδονείτο εις κάθε λέξιν, εις κάθε πόνον της νύμφης της.

– Περίμενε.. Σε βεβαιώ ότι όταν μου διηγήθη όσα συνέβησαν, δεν είχον ακόμη εννοήσει όλον το φρικώδες της καταστάσεως. Έβλεπα μόνον αυτόν και την αναστάτωσιν την επελθούσαν εις την οικογένειάν του· ησθάνθην οίκτον προς αυτόν, αλλά τώρα, αφού ωμίλησα μαζί σου, την γυναίκα του, βλέπω διαφορετικά τα πράγματα· διαβλέπω τα μαρτύριά σου και δεν δύναμαι να εκφράσω όλην την συμπάθειαν, την οποίαν αισθάνομαι προς σε, Δόλλυ αγαπημένη μου, συναισθάνομαι τελείως την θέσιν σου, αλλά θα επεθύμουν να μάθω ένα πράγμα.. θα επεθύμουν να μάθω πόσος ακόμη έρως υπολείπεται προς αυτόν εντός της καρδίας σου;.. Συ μόνη γνωρίζεις αν είναι αρκετός ώστε να δύνασαι να συγχωρήσης!.. Αν είναι αρκετός, συγχώρησον!. ,

– Όχι ,. , είπεν η Δόλλυ.

Η Άννα την διέκοψεν ασπασθείσα πάλιν την χείρα της.

– Γνωρίζω τον κόσμον καλλίτερα από σε, είπε. Γνωρίζω πώς οι άνθρωποι ωσάν τον Στίβα εκτιμώσι τα ζητήματα ταύτα. Λέγεις ότι ωμίλει μετ' εκείνης περί σου;.. Όχι, όχι, δεν το έκαμεν αυτό· οι τοιούτοι άνδρες διαπράττουν απιστίας, αλλ' η οικογενειακή εστία και η σύζυγος παραμένουν δι' αυτούς αντικείμενα ιερά. Προς τας τρίτας αυτάς γυναίκας μικράν αισθάνονται εκτίμησιν και τούτο ουδαμώς επιρεάζει τας προς την οικογένειαν σχέσεις των. Γνωρίζουν να χαράττουν γραμμήν διακρίσεως αδιαπέραστον μεταξύ της οικογενείας και της.. Εγώ, δεν τας εννοώ αυτάς τας διακρίσεις, αλλά το γεγονός είναι αυτό.

– Αλλά, την έκαμεν ιδικήν του.

– Άφες με να ομιλήσω, αγαπητή Δόλλυ. Είδα τον Στίβα όταν ήτο ερωτευμένος μαζί σου. Ενθυμούμαι την εποχήν καθ' ήν ήρχετο να μ' ευρίσκη και έκλαιεν ομιλών περί σου, και γνωρίζω ότι καθ' όσον παρετείνετο η μετά σου ζωή του, κατά τοσούτον ανήρχεσο εις την εκτίμησίν του. Τον ειρωνευόμεθα δε διότι εις πάσαν ευκαιρίαν επανελάμβανεν: «Η Δόλλυ είναι εξαιρετική γυναίκα». Υπήρξες δι' αυτόν θεότης και παρέμεινες τοιαύτη, η δε παρεκτροπή του αυτή δεν έχει ρίζας εντός της ψυχής του.

– Αλλά, αν το πράγμα επανελαμβάνετο;

– Δεν δύναται να επαναληφθή κατά την γνώμην μου.

– Μάλιστα.. Αλλά συ, θα συνεχώρεις;

– Ναι, θα συνεχώρουν.. Δεν θα έμενα βέβαια η ιδία, αλλά θα συνεχώρουν.. θα συνεχώρουν ως να μη είχε συμβή τίποτε, απολύτως τίποτε.

– Βεβαίως, διέκοψε ζωηρώς η Δόλλυ, ως να επανελάμβανε κάτι το οποίον πολλάκις είχε σκεφθή… διαφορετικά το τοιούτον δεν θα απετέλει πλέον συγγνώμην. Όταν κανείς συγχωρήση, πρέπει να το πράττη άνευ υστεροβουλίας. Έλα, θα σε οδηγήσω εις το δωμάτιόν σου, προσέθηκεν εγερθείσα.

Εξελθούσα, δε, περιέβαλε την Άνναν εις τους βραχίονάς της.

– Πόσον είμαι ευχαριστημένη, αγάπη μου, διότι ήλθες· αισθάνομαι εμαυτήν καλλίτερα, πολύ-πολύ καλλίτερα!

***

Καθ' όλην την ημέραν η Άννα Καρένιν δεν εδέχθη κανένα και εκράτησε συντροφιά της Δόλλυ και των τέκνων της. Απέστειλε μόνον σημείωσιν προς τον αδελφόν της διά να τον ειδοποιήση να έλθη να συμφάγουν εις το σπίτι.

«Έλα, ο Θεός είναι εύσπλαγχνος!» του έγραψεν.

Ο Ομπλόνσκυ επέστρεψεν εις την οικίαν του διά να φάγη, η δε συνομιλία υπήρξε γενική· ο Ομπλόνσκυ προέβλεπε το δυνατόν της εκ μέρους του εξηγήσεως και ανασυμφιλιώσεως.

Μετά το φαγητόν, η Κίττυ προσήλθε να ίδη την αδελφήν της. Ολίγον εγνώριζε την Άνναν Καρένιν και διηρωτάτο κάπως περιδεής πώς άρα θα την εδέχετο η μεγάλη εκείνη κυρία της Πετρουπόλεως, την οποίαν όλος ο κόσμος ενεκωμίαζε! Παρετήρησε δε αμέσως ότι είχε κάμει καλήν εντύπωσιν. Η Άννα εθαύμαζε την καλλονήν και την νεότητά της και ήδη η Κίττυ ου μόνον υφίστατο την επήρειαν αυτής, αλλά και την ηγάπα σφόδρα, όπως συμβαίνει εις τας νεάνιδας της ηλικίας της εν σχέσει προς τας υπάνδρους νεαράς γυναίκας.

Η Άννα, λόγω της ζωηρότητος και του φυσικωτάτου των κινήσεών της, λόγω της δροσερότητος και πλήρους μορφής της, θα ωμοίαζε μάλλον προς νεαράν εικοσαέτιδα κόρην παρά προς γυναίκα του κόσμου, μητέρα οκταετούς παιδίου, αν δεν υπήρχεν η σοβαρά, και ενίοτε περίλυπος έκφρασις των οφθαλμών της.

Η Κίττυ συνεκινήθη και ειλκύσθη από την σκιάν εκείνην της μελαγχολίας. Μετά το φαγητόν, η Δόλλυ εισήλθεν εις τον θάλαμόν της.. Η Άννα επλησίασε ζωηρώς τον αδελφόν της, όστις ήναπτεν ένα σιγάρο.

– Στίβα, είπεν υποδείξασα εις αυτόν την θύραν διά πλαγίου νεύματος των οφθαλμών. Πήγαινε, και ο Θεός ας σε βοηθήση!

Εννόησεν, απέρριψε το σιγάρο του και εξήλθε του δωματίου.

Η Άννα επέστρεψεν εις το διβάνι, όπου εκάθησε περικυκλωθείσα από όλα τα παιδιά.

– Και πότε θα δοθή αυτός ο χορός; ηρώτησεν η Άννα την Κίττυ.

– Την επομένην εβδομάδα.. Θα είναι ένας από τους χωρούς, εις τους οποίους διασκεδάζει κανείς πάντοτε πολύ.

– Υπάρχουν λοιπόν τοιούτοι χοροί; ηρώτησεν η Άννα μετ' ελαφράς ειρωνείας.

– Αλλόκοτον, αλλ' έτσι είνε, είπεν η Κίττυ, υπάρχουν χοροί εις τους οποίους διασκεδάζει κανείς διαρκώς και άλλοι όπου στενοχωρείται κανείς. Δεν το έχετε παρατηρήσει;

– Όχι, αγαπητή μου, δι' εμέ δεν υπάρχουν πλέον χοροί διασκεδαστικοί.

Η Κίττυ διέκρινεν εκκολαπτόμενον εντός των οφθαλμών της νεαράς γυναικός τον ειδικόν εκείνον κόσμον, όστις ήτο κλειστός δι' αυτήν.

– Θα έλθετε εις τον χορόν! ηρώτησεν η Κίττυ.

– Νομίζω ότι δεν θα δυνηθώ να το αποφύγω.

– Θα ήμην ευχαριστημένη αν είρχεσθε! Θα ησθανόμην άκραν χαράν να σας ίδω εκεί!

– Γνωρίζω γιατί επιθυμείτε να με ίδητε εις αυτόν τον χορόν! Περιμένετε απ' αυτόν πολλά και επιθυμείτε όπως πάντες συμμερισθώσι την χαράν σας.

– Πώς το γνωρίζετε; είνε αλήθεια!

– Κάτι γνωρίζω.. μου αρέσει πολύ.. , συνήντησα τον κύριον Βρόνσκυ εις τον σταθμόν.

– Α; ήτο εκεί; ηρώτησεν η Κίττυ ερυθριάσασα· και τι σας είπεν ο Στίβα;

– Μου απεκάλυψεν όλα τα μυστικά. Ηυχαριστήθην εκ τούτου τα μέγιστα. Συνεταξείδευσα μετά της μητρός του κ. Βρόνσκυ. Ωμίλει μόνον δι' αυτόν, καθ' όλον το διάστημα. Είνε ο αγαπημένος της. Γνωρίζω τας προτιμήσεις των μητέρων, αλλά.

– Τι σας είπε περί αυτού;

– Α! πολλά πράγματα.. ασφαλώς, είνε ο ευνοούμενός της.

Αλλ' είνε φανερόν ότι είνε αληθώς ευγενής καρδία. ,. Ούτω, μοι διηγήθη ότι προυτίθετο να εκχωρήση ολόκληρον την περιουσίαν του εις τον αδελφόν του, και ότι ήδη, από της παιδικής του ηλικίας, είχε εκτελέσει πράξεις ασυνήθεις, είχε σώσει κάποτε μίαν γυναίκα πνιγομένην.. Εν ενί λόγω, είνε ήρως!

Εμειδίασε δε αναλογισθείσα τα διακόσια ρούβλια, τα οποία είχε δώσει εις την γυναίκα του υπό του τραίνου καταπλακωθέντος ανθρώπου. Δεν το ανέφερεν όμως αυτό. Χωρίς να γνωρίζη διατί, της ήτο οδυνηρά η ανάμνησις της πράξεως ταύτης, ησθάνετο ότι ενυπήρχεν εις αυτήν κάτι το οποίον την έθιγε και δι' ό εμέμφετο εαυτήν και το οποίον δεν έπρεπε να συμβή.

– Ο Στίβα μένει επί πολύ πλησίον της Δόλλυ ευτυχώς! προσέθηκε διά ν' αλλάξη θέμα ομιλίας.

Ηγέρθη δε, δυσηρεστημένη κάπως, όπως εφάνη εις την Κίττυ.

– Όχι, εγώ πρώτος! Όχι, εγώ! εφώναζαν τα παιδιά επανερχόμενα εις συνάντησιν της θείας των Άννας.

– Όλα μαζί! είπεν εκείνη.

Έδραμε γελώσα εις συνάντησίν των, τα ενηγκαλίσθη και εκυλίσθη κατά γης μετά της φάλαγγος εκείνης των κατεργαρέων που εχοροπηδούσε και ανεκραύγαζεν εκ χαράς.

Όταν παρετέθη το τσάι, η Δόλλυ επέστρεψεν εις την αίθουσαν μετά του συζύγου της.

– Συνεφιλιώθησαν τελείως! εσκέφθη η Άννα.

Ευτυχής δε διότη αυτή ήτο η αιτία, επλησίασε την Δόλλυ και την ησπάσθη.

Καθ' όλην την εσπέραν η Δόλλυ, κατά την συνήθειά της ειρωνεύετο ελαφρώς τον σύζυγόν της, αλλ' εκείνος εδείκνυτο φιλοπαίγμων, αλλά μετρίως φαιδρός, διά να μη αφήση να υποτεθή, ότι, συγχωρηθείς, είχε χάσει την συναίσθησιν του σφάλματός του.

Κατά την δεκάτην και ημίσειαν εσπερινήν η συνομιλία περί την οικογενειακήν τράπεζαν, πέριξ του σαβομάρ, διεκόπη υπό επεισοδίου συνήθους το καθ' εαυτό, το οποίον εν τούτοις έκαμεν εις όλους εντύπωσιν. Καθώς ωμίλουν περί κοινών φίλων εν Πετρουπόλει, η Άννα ηγέρθη εσπευμένως και είπεν:

– Έχω τας εικόνας των εις το λεύκωμά μου. Ταυτοχρόνως δε θα σας δείξω και τον μικρόν μου Σέργιον, προσέθηκε με μειδίαμα μητρικής υπερηφανείας.

Περί την δεκάτην ώραν, καθ' ήν στιγμήν ο υιός της συνήθιζε να έρχεται να την εναγκαλίζεται προτού μεταβή να κοιμηθή ησθάνετο εαυτήν τεθλιμένην, διότι ευρίσκετο τόσον μακράν από το παιδί της.. Ησθάνετο την ανάγκην να ίδη την εικόνα του και να ομιλήση περί αυτού. Εδράξατο λοιπόν αυτού του προσχήματος και μετέβη να πάρη το λεύκωμα με το αποφασιστικόν και ελαφρόν της βάδισμα.

Η κλίμαξ ήτις έφερεν εις το δωμάτιόν της κατέληγεν εις το διάζωμα της μεγάλης κλίμακος της εισόδου.

Όταν εξήλθε του σαλονιού, κωδωνισμός ηκούσθη εις τον αντιθάλαμον.

– Τι να είνε; ηρώτησεν η Δόλλυ.

– Πολύ γρήγορα διά να έλθουν να με ζητήσουν, είπεν η Κίττυ, και πολύ αργά δι' επίσκεψιν.

– Θα είνε ασφαλώς ταχυδρόμος με επίσημα έγγραφα, είπεν ο Ομπλόνσκυ.

Αλλ' ήδη ο θαλαμηπόλος ανήρχετο διά ν' αναγγείλη, τον επισκέπτην, και η Άννα παρατηρήσασα υπεράνω του κιγκλιδώματος ανεγνώρισε τον Βρόνσκυ.

Αλλόκοτον συναίσθημα ευχαριστήσεως και φόβου ηνάγκασεν εις παλμούς την καρδίαν της. Ο Βρόνσκυ ίστατο όρθιος υπό τον λαμπτήρα, φέρων μανδύαν και κάτι αναζητών εντός του θυλακίου του. Καθ’ ήν δε στιγμήν η Άννα Καρένιν έφθανεν εις το μέσον της κλίμακος, ύψωσε τους οφθαλμούς, την διέκρινε, και η έκφρασις της μορφής του εξεδήλωσε ταραχήν και διστακτικότητα.

Εκείνη έκλινεν ελαφρώς την κεφαλήν και εξηκολούθησε τον δρόμον της, αλλ' ήκουσεν αμέσως την ηχηράν φωνήν του Ομπλόνσκυ καλούντος τον φίλον του να αναβή, και την εύηχον και ήρεμον απάντησιν του τελευταίου τούτου αρνουμένου.

Όταν η Άννα επέστρεψε μετά του λευκώματος, ο Βρόνσκυ είχεν ήδη απέλθει και ο Ομπλόνσκυ διηγείτο ότι είχεν έλθει διά να τον ερωτήση περί τινος δείπνου, το οποίον παρέθετον την επιούσαν εις κάποιαν διερχομένην εκείθεν επίσημον προσωπικότητα.

– Και, με όσα και αν του είπα, δεν ηθέλησε να αναβή. Είχε το ύφος πολύ παράδοξον απόψε.

Η Κίττυ ηρυθρίασεν. Είχε πεποίθησιν ότι αυτή μόνη εγνώριζε διατί είχεν έλθει και διατί δεν ανήλθεν.

«Επέρασεν από το σπίτι μας, δεν μ' ευρήκε και εσκέφθη ότι θα ήμην εδώ· δεν εισήλθε δε, διότι εσκέφθη ότι ήτο πάρα πολύ αργά, και, επίσης, διότι ήτο εδώ η Άννα».

Πάντες ητένισαν αλλήλους χωρίς να προσφέρουν λέξιν και ήρχισαν να φυλλομετρούν το προσκομισθέν υπό της Άννας Καρένιν λεύκωμα.

Αναμφιβόλως δεν υπήρχε τίποτε το αλλόκοτον ή το ανάρμοστον εις το ότι ένας φίλος έρχεται να ζητήση από τον Ομπλόνσκυ, κατά την δεκάτην εσπερινήν ώραν, πληροφορίας επί προσυμπεφωνημένου συμποσίου και αρνείται να εισέλθη εις το σαλόνι. Όλοι εν τούτοις εξέλαβον ως αλλόκοτον το επεισόδιον τούτο, και η Άννα, πλειότερον των άλλων, έκρινεν αυτό ως περίεργον και δυσοίωνον.

* * *

Όταν η Κίττυ, συνοδευομένη υπό της μητρός της, ανήλθε την λαμπρώς φωταγωγημένην κλίμακα, την διάκοσμον από φυτά, μεταξύ δύο στίχων πουδραρισμένων λακέδων, ο χορός μόλις είχεν αρχίσει.

Η Κίττυ μόλις είχε κάμει ολίγα βήματα εντός της αιθούσης, και αμέσως εκλήθη διά το βαλς παρά του διαπρεπεστέρου των χορευτών, του περιφήμου διευθυντού του κοτιγιόν, του ωραίου Κορσούνσκυ, ανδρός νυμφευμένου.

– Εκάματε καλά που ήλθατε ενωρίς, της είπεν ο Κορσούνσκυ, περών τον βραχίονά του περί τον κορμόν της χορευτρίας του, κακή συνήθεια το να έρχεται κανείς αργά.

Εκείνη εστήριξε την αριστεράν χείρα επί του ώμου του καβαλιέρου της, και οι μικροί της πόδες με τα ροδόχροα σανδάλια διωλίσθησαν ελαφρώς και μετ' άκρας προς τον ρυθμόν της μουσικής ακριβείας, επί του λείου παρκέτου.

– Αναπαύομαι βαλσάρων μαζί σας, τι ελαφρότης, τι ακρίβεια! είπεν εκείνος επαναλαμβάνων το φιλοφρόνημα, το οποίον απηύθυνε προς όλας τας χορευτρίας του.

Η Κίττυ εμειδίασε και εξηκολούθησεν ερευνώσα την αίθουσαν υπέρ τον ώμον του συγχορευτού της. Δεν ήτο νεοφώτιστος εις τον χορόν, διά την οποίαν όλα τα πρόσωπα συγχέονται εις εντύπωσιν φαντασμαγορικήν· αλλ' ούτε ήτο από τας εκφύλους εκείνας που σύρονται κάθε βράδυ εις τους χορούς, και αι οποίαι είνε ήδη χορτασμέναι από όλας εκείνας τας γνωρίμους κεφαλάς· η Κίττυ απήλαυεν απλήστως, αλλ' ήτο συνάμα κυρία εαυτής ώστε να δύναται να παρατηρή.

Εις την αριστεράν γωνίαν της αιθούσης, διέκρινε την αριστοκρατίαν της κοινωνίας συγκεντρωμένην κατά μέρος. Εκεί ευρίσκετο η ωραία Λυδία, η σύζυγος του Κορσούνσκυ, καθ' υπερβολήν έξωμος, εκεί και η οικοδέσποινα, και ο Κριβίν με την απαστράπτουσαν φαλάκραν του. Εις τον αυτόν επίσης όμιλον διέκρινε τον Στίβα και, αμέσως κατόπιν, την θελκτικήν σκιαγραφίαν και το ωραίον προφίλ της Άννας Καρένιν… και εκείνος δε εκεί ευρίσκετο.

Η Κίττυ δεν τον είχεν επανίδει από της εσπέρας κατά την οποίαν είχεν αποκρούσει την χείρα του Λεβίν. Τον ανεγνώρισαν δε αμέσως τα οξυδερκή της όμματα· και παρετήρησε μάλιστα ότι και εκείνος την εκύτταζε.

– Ένα τουρ ακόμη; Δεν είσθε κουρασμένη, ηρώτησεν ο Κορσούνσκυ ελαφρώς ασθμαίνων.

– Όχι, ευχαριστώ.

– Πού πρέπει να σας οδηγήσω;

– Η κυρία Καρένιν είνε εδώ, προς αυτήν οδηγήσατέ με.

– Εις τας διαταγάς σας, δεσποινίς.

Ο Κορσούνσκυ εξηκολούθησε το βαλς χαλαρώσας το βήμα, και, διευθυνθείς κατ' ευθείαν προς την αριστεράν γωνίαν της αιθούσης, έτεινε την χείρα προς την Κίττυ ίνα την οδηγήση πλησίον της Άννας Καρένιν.

– Εισέρχεσθε εις τον χορόν χορεύουσα; είπεν αύτη προς την Κίττυ.

– Η πριγκήπισσα Κίττυ είναι μία των πιστοτέρων μου συνεργατίδων, είπεν ο Κορσούνσκυ υποκλιθείς ενώπιον της Άννας Καρένιν, ην δεν είχεν ακόμη χαιρετήσει.

Είτα δε, υποκλιθείς έτι βαθύτερον, της επρότεινεν ένα βαλς.

– Γνωρίζεσθε; είπεν η οικοδέσποινα.

– Και ποίος δεν μας γνωρίζει, την σύζυγόν μου και εμέ; ηρώτησεν ο Κορσούνσκυ, μας γνωρίζουν όπως τους άσπρους λύκους.

– Θα με τιμήσετε με ένα βαλς, κυρία;

– Οσάκις μου επιτρέπεται ν' αποφύγω τον χωρόν, τον αποφεύγω, είπεν η Άννα.

– Σήμερον ο χορός είνε υποχρεωτικός, απήντησεν ο Κορσούνσκυ.

Την στιγμήν εκείνην ο Βρόνσκυ επλησίασε τον όμιλον.

– Αφού είναι υποχρεωτικός, ας κάμωμεν ένα τουρ, είπεν η Άννα.

Δεν εφάνη αντιληφθείσα τον χαιρετισμόν του Βρόνσκυ, και εστήριξε ζωηρώς την χείρα επί του ώμου του Κορσούνσκυ.

– Τι σημαίνει αυτό; διελογίσθη η Κίττυ παρατηρήσασα ότι η Άννα είχεν υποκριθή ότι δεν είδε τον Βρόκσκυ.

Ο Βρόνσκυ επλησίασε την Κίττυ, της υπενθύμισεν ότι κρατεί την πρώτην καντρίλλια και εξέφρασε την λύπην του διότι δεν την είδεν επί τόσον καιρόν.

Η Κίττυ τον ήκουεν, αποθαυμάζουσα συγχρόνως την χορεύουσαν Άνναν. Ανέμενε να της προτείνη ο Βρόνσκυ ένα τουρ εις το βαλς, και τον εκύτταζε μετ' εκπλήξεως. Εκείνος ηρυθρίασε και την προσεκάλεσεν αμέσως.

Ο Βρόνσκυ έκαμε μετά της Κίττυ πολλά τουρ. Μεθ' ό η Κίττυ επανήλθε πλησίον της μητρός της, αλλά μόλις είχεν ανταλλάξει ολίγας λέξεις μετά της κομίσσης Νορδστόνε, και ο Βρόνσκυ προσήλθε να την ζητήση διά την πρώτην καντρίλλια.

Ωμίλησαν περί ασημάντων πραγμάτων· άπαξ μόνον η συνομιλία συνεκίνησεν ζωηρώς την Κίττυ… όταν ο Βρόνσκυ την ηρώτησεν αν ο Λεβίν ευρίσκετο εις τον χορόν και της εδήλωσεν ότι του είχεν αρέσει πολύ ο άνθρωπος αυτός.. Μέχρι της τελευταίας καντρίλλιας, ο χορός υπήρξε διά την Κίττυ μαγευτικόν όνειρον χρωμάτων χαρμοσύνων, ήχων και κινήσεως. Δεν επαυε χορεύουσα παρά μόνον όταν ησθάνετο μεγάλην κόπωσιν και ανεζήτει ανάπαυλαν. Χορεύουσα όμως την τελευταίαν καντρίλλια μεθ' ενός των οχληρών εκείνων νεανίσκων, προς ον δεν ηδύνατο ν' αρνηθή μίαν στροφήν, έσχεν ως βιζ-α-βι την Άνναν και τον Βρόνσκυ. Και, εκ νέου, η νεαρά γυνή της παρουσιάσθη υπό αλλοίαν μορφήν· διέκρινε παρά τη Άννα τον ερεθισμόν του θριάμβου, τον οποίον εγνώριζεν εκ πείρας. Παρετήρησεν ότι η Άννα ήτο μεθυσμένη εκ του θαυμασμού τον οποίον εξήγειρεν. Η Κίττυ ήτο εμπειρογνώμων του τοιούτου συναισθήματος, εγνώριζε τα συμπτώματά του και τα διέκρινε παρά τη Άννα: την σπινθηροβόλον και φλογεράν λάμψιν των οφθαλμών, το μειδίαμα της χαράς και του υπερερεθισμού, τα χείλη που συμπτύσσονται ακουσίως, την χάριν, την σταθερότητα και την ελαφρότητα των κινήσεων.

– Τι την εξάπτει τόσον; διελογίσθη, όλοι μαζί ή μόνον ένας;

Και διευκολύνουσα συνάμα την συνομιλίαν με τον νεαρόν της συγχορευτήν, παρετήρει:

– Όχι, δεν την εμέθυσεν ο θαυμασμός του πλήθους, αλλ' ο θαυμασμός ενός μόνου. Και ο άνθρωπος αυτός;.. Είναι δυνατόν να είν' εκείνος;

Κάθε φοράν που ο Βρόνσκυ συνωμίλει μετά της Άννας, τα μάτια της νεαράς γυναικός προσελάμβανον φαιδράν λάμψιν, και το μειδίαμα της ευτυχίας εκύρτωνε τα πορφύρινα χείλη της. Εφαίνετο ότι κατέβαλλεν αγώνα όπως συγκρατή τας εκδηλώσεις ταύτας της χαράς, αλλά διεκρίνοντο οπωσδήποτε επί της μορφής της.

– Αλλ' εκείνος;

Η Κίττυ τον ητένισε και κατελήφθη υπό τρόμου.

Διέκρινε και επ' αυτού τας αυτάς ενδείξεις, ας έβλεπε τόσον καθαρά επί του κινητού καθρέπτου ον απετέλει η μορφή της Άννας. Τι είχεν απογείνει η πάντοτε γαλήνιος έκφρασίς του, η επιφυλακτική του στάσις και η ήρεμος αυτού απάθεια; Τώρα κάθε φοράν που απηυθύνετο προς την Άνναν, εχαμήλωνε την κεφαλήν, ως να ήτο έτοιμος να γονυπετήση ενώπιον αυτής, και, εις το βλέμμα του, ενεφαίνετο μόνη η υποταγή και ο φόβος, ,. Ο χορός και οι παρεστώτες όλοι εκαλύφθησαν υπό ομίχλης εις τα μάτια της Κίττυ. Μόνον δε το αυστηρόν σύστημα της ανατροφής ης είχε τύχει, της έδιδε την δύναμιν να εξακολουθή χορεύουσα, ομιλούσα περί όλων και μειδιώσα ακόμη. Αλλ' όταν διηυθέτησαν τα καθίσματα χάριν της μαζούρκας και όταν μερικά ζεύγη χορευτών προσέτρεξαν από τα μικρά σαλόνια εις το μέγα, η Κίττυ έκαμε κίνημα απελπισίας και φρίκης.

Είχεν αποκρούσει πέντε καβαλιέρους και δεν είχε χορευτάς διά την μαζούρκαν. Και δεν υπήρχε μάλιστα ελπίς να προσκληθή, καθ' όσον, κατόπιν του θριάμβου ον είχε καταγάγει, ουδείς ηδύνατο να υποπτεύση ότι δεν ήτο αγγαζέ. Δεν της έμενε παρά να δηλώση κόπωσιν και να παρακαλέση την μητέρα της να την οδηγήση εις το σπίτι, αλλά δεν είχε το προς τούτο θάρρος και ησθάνετο εαυτήν συντετριμμένην.

Επέρασεν εις ένα μεμακρυσμένο σαλονάκι και αφέθη να καταπέση επί τινος φωτέγι.

– Απατώμαι ίσως, δεν είδα καλά.

Και, εκ νέου, επανείδεν όσα την είχον εκπλήξει.

– Τι σημαίνει τούτο, Κίττυ; είπεν η κόμησσα Νορδστόνε πλησιάσασα αυτήν απαρατήρητος, δεν εννοώ τίποτε.

Το κάτω χείλος της Κίττυ έτρεμεν.. Ηγέρθη αποτόμως.

– Κίττυ, δεν χορεύεις μαζούρκα;

– Όχι, όχι, είπεν η Κίττυ διά φωνής πνιγμέγης εις τα δάκρυα.

– Ενώπιόν μου την εκάλεσε να χορεύσουν μαζούρκα, είπεν η κόμησσα Νορδστόνε, γνωρίζουσα ότι η Κίττυ θα κατενόει ποίος ήτο εκείνος και εκείνη. Και του είπε: «Δεν την χορεύετε με την πριγκήπισσσαν Τσερμπάτσκυ;»

– Α! μου είνε αδιάφορον, μου είνε αδιάφορον αυτό! απήντησεν η Κίττυ.

Η κόμησσα Νορδστόνε μετέβη εις αναζήτησιν του Κορσούνσκυ, μετά του οποίου εχόρευσε την μαζούρκαν, και τον διέταξε ν' αναζητήση την Κίττυ και την καλέση να χορεύση. Αύτη ήνοιξε την μαζούρκαν, και, κατ' ευχήν της δεν ευρέθη εις την ανάγκην να υποστή συνομιλίαν, διότι, καθ' όλον το διάστημα ο Κορσούνσκυ έτρεχε δεξιά και αριστερά ίνα δίδη οδηγίας.

Ο Βρόνσκυ και η Άννα είχον καθήσει σχεδόν απέναντί της.

Η Κίττυ τους έβλεπε μακρόθεν και τους επανεύρισκεν εις της φιγούρες, και όσω μάλλον τους παρετήρει, κατά τοσούτον απέκτα την πεποίθησιν ότι η δυστυχία της ήτο πλήρης. Διέβλεπε ότι ησθάνοντο εαυτούς μόνους μέσα εις την πλήρη κόσμου εκείνην αίθουσαν.

* * *

Μετά τον χορόν, άμα τη αυγή η Άννα Καρένιν απέστειλε τηλεγράφημα προς τον σύζυγόν της αγγέλουσα εις αυτόν ότι ανεχώρει αυθημερόν.

– Πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω! επανελάμβανε προς την νύμφην της διά τόνου τόσον αποφασιστικού, ώστε εφαίνετο ότι είχεν αναμνησθή ότι είχεν αφήσει εις την Πετρούπολη τόσας επειγούσας υποθέσεις, τας οποίας δεν θα ηδύνατο ν' απαριθμήση τελείως. Ναι, αληθώς, οφείλω να φύγω αμέσως σήμερον.

– Ήλθες και εξετέλεσες αγαθήν πράξιν! είπεν η Δόλλυ διερευνώσα την μορφήν της.

Η Άννα την ητένισε με τα μάτια υγρά από τα δάκρυα.

– Μη το λέγεις αυτό, Δόλλυ. Δεν έκαμα τίποτε και τίποτε δεν ηδυνάμην να κάμω.. Τι έκαμα και τι ηδυνάμην να κάμω;.. Συ ευρήκες εντός της καρδιά σου αρκετόν έρωτα διά να συγχωρήσης.

– Αν έλειπες συ, Άννα, ο Θεός γνωρίζει τι ηδύνατο να συμβή! Πόσον είναι ευτυχής, η Άννα!

– Όχι. Γνωρίζεις διατί αναχωρώ σήμερον και όχι αύριον; Ανάγκη να σου κάμω μίαν εξομολόγησιν η οποία με πιέζει είπεν η Άννα παρατηρούσα την Δόλλυ κατάματα.. Γνωρίζεις διατί η Κίττυ δεν προσήλθεν εις τον δείπνον; Με ζηλεύει. Έσφαλα.. υπήρξε αφορμή ο χορός αυτός να μη αποτελέση δι' αυτήν χαράν, αλλά μαρτύριον.. Αλλά πίστευσε ότι δεν είνε ιδικόν μου το σφάλμα.. Ναι.. ένα τίποτε.

Ετόνισε διά συριστικής φωνής τας τελευταίας αυτάς λέξεις.

Αλλά, προφέρουσα ταύτας, ησθάνθη ότι δεν απετέλουν την αλήθειαν· όχι μόνον αμφέβαλε περί εαυτής, αλλά και συνεταράσσετο αναμιμνησκομένη τον Βρόνσκυ και επέσπευδε την αναχώρησίν της επί μόνω τω σκοπώ να μη τον επανίδη.

– Δεν δύνασαι να φανταστής τι γελοίαν τροπήν έλαβε το ζήτημα.. Ήθελον να τον εξωθήσω εις γάμον, και, εξαίφνης, ανέδυσεν εξ αυτού.. κάτι το όλως διαφορετικόν,. Ίσως εν αγνοία μου, χωρίς να το θέλω.

Η Άννα εκοκκίνισεν και διεκόπη.

– Ω; οι άνδρες το αντιλαμβάνονται αμέσως, παρετήρησεν η Δόλλυ.

– Θα εβυθιζόμην εις απόγνωσιν, αν αποκαλύπτετο σοβαρόν τι εκ μέρους του, ανεφώνησεν η Άννα.. Είμαι άλλωστε βεβαία, ότι όλα αυτά θα διασκεδασθώσι γρήγορα, μόλις η Κίττυ και αυτός παύσουν να με βλέπουν.

– Θα σε βεβαιώσω, άλλως τε, Άννα, ότι δεν επικροτώ εγώ αυτόν τον γάμον διά την Κίττυ. Και, αν ο Βρόνσκυ, διότι σε είδεν άπαξ μόνον, ηράσθη σου, προτιμότερον είναι να μη γείνη αυτός ο γάμος.

– Αναχωρώ, αφού κατέστησα εχθράν μου την Κίττυ, την οποίαν αγαπώ με όλην μου την καρδιά! Αλλά, θα τα διευκρινίσης συ όλα αυτά, Δόλλυ, δεν είν' έτσι;

Κατά την στιγμήν της αναχωρήσεως προσήλθεν ο Ομπλόνσκυ.

Η ευαισθησία της Άννας μετεδόθη εις την Δόλλυ, και, όταν την ενηγκαλίσθη διά τελευταίαν φοράν, της εψιθύρισε.

– Ποτέ δεν θα λησμονήσω ό,τι έκαμες δι' εμέ. Και συ, μη λησμόνει ποτέ ότι σε αγαπώ και θα σ' αγαπώ πάντοτε ως την καλλιτέραν μου φίλην.

– Δεν εννοώ διά ποίον λόγον μ' ευχαριστείς! είπεν η Άννα ασπαζομένη αυτήν και καταστέλλουσα τα δάκρυά της.

– Με εννόησες, με εννοείς, χαίρε, αγαπητή μου!

«Τώρα, όλα ετελείωσαν, και χάρις τω Θεώ!.» εσκέφθη η Άννα καθημένη επί του εδωλίου ενός κλινοφόρου βαγονίου, παραπλεύρως της θαλαμηπόλου της.

Ανεμνήσθη τότε πάνθ' όσα είχον συμβή εν Μόσχα, ανεπόλησε τον χορόν, τον Βρόνσκυ, την μορφήν αυτού την ερωτίλην και ταπεινήν, πανθ' όσα συνέβησαν μεταξύ των και δεν ευρήκε τίποτε το επίμεμπτον εν αυτοίς.

Ηγέρθη διά να μετατρέψη τον ρουν των εντυπώσεών της, και αφήρεσε την μπελερίνα του θερμού της ταξειδιωτικού επανωφορίου. Επί στιγμήν αντελήφθη ότι άνθρωπός τις εισελθών εις το βαγόνι, ένας υψηλόσωμος και ισχνός μουζίκος, περιβεβλημένος μανδύαν από του οποίου έλειπον αρκετά κομβία, ήτο ο θερμαστής· τον είδε να εξετάζη το θερμόμετρον και παρετήρησεν ότι ο άνεμος και η χιών εισώρμησαν εξόπισθέν του εις το διαμέρισμα εκείνο· αλλά πάραυτα εσυγχύσθησαν και αύθις τα πάντα.

Η φωνή ανθρώπου βυθισθέντος εντός των χιόνων κάτι της εφώναξεν εις το ους. Η Άννα αντελήφθη ότι είχον φθάσει είς τινα σταθμόν και ότι ο οδηγός εφώναζε το όνομα του σταθμού. Εζήτησεν από την θαλαμηπόλον της να της δώση το σάλι και την μπελερίνα, τα έρριψε δε επί των ώμων της και διηυθύνθη προς την θύραν.

– Θα εξέλθη η κυρία; ηρώτησεν η υπηρέτρια.

– Ναι, έχω ανάγκην να αναπνεύσω, κάμνει υπερβολική ζέστη εδώ.

Ήνοιξε την θυρίδα. Η χιών και ο άνεμος την απώθησαν, και, παλαίοντες, κατ' αυτής, την ημπόδισαν ν' ανοίξη την θύραν. Τέλος όμως, κατώρθωσε ν' ανοίξη.

Άνθρωπός τις φέρων στρατιωτικόν μανδύαν την επλησίασε και απέφραξε το ψυχορραγούν φως του λαμπτήρος.

Αυτοστιγμί η Άννα ανεγνώρισε τον Βρόνσκυ.

Εκείνος υπεκλίθη ενώπιόν της υψώσας την χείρα μέχρι του γείσου του πηλικίου του και τη προσέφερε τας υπηρεσίας του.

Η Άννα δεν απεκρίθη, αλλά τον ητένισεν επί πολύ, καίτοι δε ευρίσκετο εν τη σκιά, διέκρινεν εν τούτοις, ή ενόμισεν ότι διέκρινε, την έκφρασιν της μορφής και των οφθαλμών του.

Ήτο και πάλιν η ιδία εκείνη έκφρασις του αιδήμονος θαυμασμού, η οποία την προηγουμένην ημέραν τόσω βαθείαν της είχεν εμποιήσει εντύπωσιν.

Κατά το διάστημα των δύο τελευταίων ημερών, και, μίαν στιγμήν προτήτερα, επανελάμβανε προς εαυτήν συνεχώς ότι ο Βρόνσκυ ήτο δι' αυτήν τίποτε περισσότερον από ένας εκ των νέων εκείνων, τους οποίους συναντώμεν καθ' εκάστην κατά εκατοντάδας, και ότι ουδέποτε θα κατεδέχετο να προσέξη εις αυτόν ιδιαιτέρως.. Και όμως ιδού ότι τώρα που τον επανεύρισκεν απροόπτως, την κατελάμβαμε κάποιο συναίσθημα ευφροσύνου υπερηφανείας.

– Ηγνόουν ότι ευρίσκεσθε εις το τραίνον τούτο! Διατί ανεχωρήσατε εκ Μόσχας; ηρώτησεν.

Ο Βρόνσκυ προέφερε τα λόγια που ανέμενεν η ψυχή της νεαράς γυναικός και που εφοβείτο η λογική της.

– Συγχωρήσατέ με αν η συμπεριφορά μου σας είναι δυσάρεστος, εξηκολούθησεν εκείνος.

Ο Βρόνσκυ ωμίλει φιλοφρόνως και μετ' αιδήμονος σεβασμού αλλά μετά τόσης σταθερότητος και εμμονής, ώστε εκείνη εβράδυνε πολύ να εύρη λέξεις απαντήσεως.

– Ό,τι λέγετε είναι κακόν, είπε τέλος η νεαρά γυνή. Και, αν είσθε αγαθός, λησμονήσατε αυτά τα λόγια, όπως θα τα λησμονήσω και εγώ.

– Ουδέποτε θα λησμονήσω ούτε έν από τα λόγια σας, ούτε μίαν από τας κινήσεις σας, δεν δύναμαι να το πράξω!

– Αρκεί, αρκεί! εφώναξεν εκείνη, μάτην προσπαθούσα να προσδώση έκφρασιν αυστηράν εις την μορφήν της, ην ο Βρόνσκυ απελάμβανε δι' απλήστων βλεμμάτων.

Δραξαμένη δε της λαβής του βαγονίου, ώρμησεν επί των βαθμίδων και έφθασε ταχέως εις το επίστεγον αυτού. Χωρίς δε να ενθυμήται πλέον ούτε τους ιδίους της λόγους ούτε τους του Βρόνσκυ, κατενόησεν ότι η συνομιλία εκείνη, ήτις επί μίαν μόλις στιγμήν είχε διαρκέσει, τους είχε τρομακτικώς προσεγγίσει. Και ησθάνθη τρόμον συνάμα και ευτυχίαν.

Έμεινεν επί τινας στιγμάς σιωπηλή, είτα δε εισήλθεν εις το διαμέρισμα και ανέλαβε την θέσιν της.

Η κατάστασις της νευρικής υπερεντάσεως, ην τόσον ισχυρώς είχεν αισθανθή, ενετείνετο ήδη επί μάλλον και μάλλον, και εφοβείτο έκρηξιν. Καθ' όλην την νύκτα δεν ηδυνήθη να κλείση μάτι.

Μόνον περί την πρωίαν η Άννα εναρκώθη επί του εδολίου της. Όταν δ' αφυπνίσθη ήτο πλέον ημέρα και το τραίνον επλησίαζεν εις την Πετρούπολιν. Αμέσως τότε ανελογίσθη το σπίτι της, τον σύζυγόν της, τον υιόν της και ανέκτησε τας συνήθεις της απασχολήσεις.

Μόλις το τραίνον εσταμάτησε και κατήλθεν εις την αποβάθραν η πρώτη μορφή, ην αντίκρυσεν, ήτο η μορφή του συζύγου της.

– Α! Θεέ μου! γιατί τα αυτιά του έγειναν τόσον μακρυά; διελογίσθη παρατηρούσα την ψυχράν και τυπικήν του μορφήν και ιδίως τους χόνδρους των ώτων του, οίτινες συνεκράτουν τον γύρον του στρογγυλού καπέλλου του.

Μόλις διακρίνας την σύζυγόν του, ο Καρένιν έσπευσεν εις υπάντησίν της με τα χείλη διεσταλμένα υπό το σύνηθες αυτού αινιγματώδες μειδίαμα και παρατηρών αυτήν πυρωδώς με τα μεγάλα του και κουρασμένα μάτια.

Κάποιο συναίσθημα δυσθυμίας έπληξε την καρδίαν της Άννας όταν αντίκρυσε το έμμονον και κεκμηκόν εκείνο βλέμμα, ως να είχεν ελπίσει ότι θα το εύρισκε διαφορετικόν. Κατεπλήσσετο δε κυρίως από το σηναίσθημα της δυσαρεσκείας προς εαυτήν, το οποίον ησθάνθη επανευρούσα τον σύζυγόν της. Το συναίσθημα τούτο δεν ήτο νέον, το εγνώριζεν, αλλά, προτήτερα, δεν της είχε κάμει εντύπωσιν. Την φοράν αυτήν όμως το διέκρινε καθαρά και υπέφερεν εξ αυτού.

– Ναι, όπως αντιλαμβάνεσαι, πρόκειται περί συζύγου τρυφερού, προθύμου όπως αν είχομεν νυμφευθή προ ενός μόλις έτους, και όστις φλέγεται από τον πόθον να σ' επανίδη! είπεν ο Καρένιν με την βραδείαν και λεπτήν του φωνήν και με τόνον που μετεχειρίζετο πάντοτε, οσάκις ωμίλει προς αυτήν, τόνον ημιείρωνα.

– Ο Σεριόγια είνε καλά; ηρώτησεν εκείνη.

– Αυτή είναι η όλη ανταμοιβή μου διά τον διάπυρον έρωτά μου; Το παιδί μας είνε καλά, πολύ καλά!

* * *

Ο Βρόνσκυ ούτε επεζήτησε καν να κοιμηθή κατά την νύκτα εκείνην.

Είχε μείνει καθήμενος επί του εδωλίου, του, κυτάζων δ' εμπρός του ασκόπως ή παρατηρών τους εισερχομένους και εξερχομένους.

Αλλά δεν έβλεπε κανένα και τίποτε. Δεν εγνώριζε και ούτε διηρώτα καν εαυτόν τι θα προέκυπτεν εκ της περιπετείας του.

Δεν εκοιμήθη καθ' όλην την νύκτα, διότι δεν έπαυσεν αναπολών απάσας τας στιγμάς καθ' ας την είχε ίδει, όλα τα λόγια τα οποία είχε προφέρει, και εικόνες δυνατού μέλλοντος εκυμαίνοντο εντός της φαντασίας του και επλήρουν εκστάσεως την καρδίαν του.

Όταν κατήλθε του βαγονίου εις την Πετρούπολιν, εσταμάτησεν ενώπιον του διαμερίσματός του διά ν' αναμείνη την έξοδον της Άννας.

Θα την ίδω μίαν ακόμη φοράν, διελογίσθη με ακούσιον μειδίαμα.

Αλλά προτού δυνηθή να ίδη την Άνναν, παρετήρησε τον Καρένιν, τον οποίον ο σταθμάρχης συνώδευε μετά σεβασμού διά μέσου του πλήθους.

– Α! ναι, ο σύζυγος!

Διά πρώτην μόλις φοράν τώρα ο Βρόνσκυ κατενόησεν ότι εκείνη συνεδέετο προς άλλον. Εγνώριζε κάλλιστα ότι η Άννα ήτο νυμφευμένη, αλλά δεν επίστευεν εις την ύπαρξιν του συζύγου τούτου, και επείσθη περί τούτου μόνον όταν τον αντίκρυοε με την κεφαλήν, τους ώμους, τα κνήμας του με το μαύρο πανταλόνι, και, προπάντων, όταν είδε πως ο σύζυγος εκείνος, με την συναίσθησιν του ιδιοκτήτου, έλαβεν ηρέμα την χείρα της Άννας.

Είδε πώς επλησίασαν αλλήλους οι δύο σύζυγοι, και, με την οξυδέρκειαν ερωτευμένου, αντελήφθη την έλαφράν δυσφορίαν μετά της οποίας η Άννα απεκρίθη προς τον Καρένιν.

– Όχι, δεν τον αγαπά, δεν δύναται να τον αγαπά! εψιθύρισεν αποφασιστικώς ο Βρόνσκυ.

Διευθυνθείς δε προς αυτήν, αντελήφθη μετά χαράς, ότι ησθάνετο την προσέγγισιν του· είχε στραφή προς αυτόν, και κητάξασα αυτόν εξηκολούθησε την μετά του συζύγου συνομιλίαν της.

– Επεράσατε καλά την νύκτα; είπεν ο Βρόνσκυ υποκλιθείς ενώπιον της Άννας και του Καρένιν ταυτοχρόνως, αφήσας δ' εις τούτον την ελευθερίαν να κρίνη ή όχι κατά βούλησιν τον χαιρετισμόν του.

– Σας ευχαριστώ.. , κάλλιστα, είπεν η Άννα.

Η μορφή της εφαίνετο κουρασμένη, αλλ' εις διάστημα μιας στιγμής, όταν τον ητένισεν, οι οφθαλμοί της εφωτίσθησαν, και η φευγαλέα εκείνη ζωηρότης κατέστησε τον Βρόνσκυ ευτυχή.

Ητένισεν εκείνη τον σύζυγόν της ίνα αντιληφθή αν εγνώριζε τον Βρόνσκυ.

Ο Καρένιν παρετήρει τον αξιωματικόν μετά δυσφορίας, διερωτών εαυτόν αφηρημένος ποίος άρα γε να ήτο.

Το γαλήνιον και σταθερόν ύφος του Βρόνσκυ συνεκρούσθη προς την ψυχράν σταθερότητα του Καρένιν ως δρεπάνη επί λίθου.

– Ο κόμης Βρόνσκυ, είπεν η Άννα.

– Α! νομίζω ότι κάποτε συνηντήθημεν, είπεν ο Καρένιν αδιαφόρως τείνας αυτώ την χείρα.

– Ανεχώρησες εκ Πετρουπόλεος μετά της μητρός και επιστρέφεις μετά του υιού, προσέθηκε τονίζων κάθε συλλαβήν.

– Επανέρχεσθε αναμφιβόλως ληξάσης της αδείας σας; είπε προς τον Βρόνσκυ.

Και χωρίς ν' αναμείνη απάντησιν, εξηκολούθησεν αποταθείς προς την σύζυγόν του με τόνον παιγνιώδη.

– Λοιπόν! έρρευσαν πολλά δάκρυα εις την Μόσχαν κατά τους αποχαιρετισμούς;

Υπεδείκνυεν εις τον Βρόνσκυ ότι επεθύμει να μείνη μόνος μετά της συζύγου του· έφερε μάλιστα την χείρα εις τον πίλον του αλλ' ο νέος είπε προς την Άνναν:

– Θα λάβω την τιμήν να έλθω να λάβω ειδήσεις σας.

Ο Καρένιν εστήριξεν επί του Βρόνσκυ κουρασμένον βλέμμα.

– Θα λογισθώμεν πολύ ευτυχείς, είπε ψυχρώς, δεχόμεθα κατά Δευτέραν.

Είτα δε, αποχαιρετήσας οριστικώς τον Βρόνσκυ, είπε προς την σύζυγόν του φιλοπαίγμων:

Έτυχα της ευτυχίας να διαθέτω ημίσειαν ώραν διά να έλθω εις συνάντησίν σου, ηδυνήθην τοιουτοτρόπως να σου εκδηλώσω όλην μου την τρυφερότητα.

– Τονίζεις υπερβολικά τας φιλοφρονήσεις σου διά να τας αντιλαμβάνωμαι, απήντησεν εκείνη με τον ίδιον τόνον, τείνουσα χωρίς να το θέλη το ους προς τον θόρυβον των βημάτων του Βρόνσκυ, όστις εβάδιζεν όπισθέν της.

* * *

Το πρώτον πρόσωπον το οποίον έσπευσεν εις υποδοχήν της Άννας, μόλις έφθασεν εις την οικίαν της, υπήρξεν ο υιός της: το παιδίον έδραμεν εις την κλίμακα, παρά τας νουθεσίας της διδασκαλίσσης του, φωνάζον με παράφορον χαρά: «Μαμά, μαμά!» Όταν δε την επλησίασεν, έμεινε κρεμασμένον από το λαιμό της.

– Σας το είπα εγώ, πως η μαμά ήταν, είπε προς την διδασκάλισσαν, το είξευρα εγώ!.

Όπως ο σύζυγός της, ομοίως και ο υιός της παρήγαγεν επί της Άννας εντύπωσιν, ήτις ωμοίαζε προς απογοήτευσιν. Τον εφαντάζετο ωραιότερον αφ' όσον ήτο. Και τώρα ήτο ηναγκασμένη να υποστρέψη εις την αληθή πραγματικότητα, διά να τον αγαπά όπως τον εύρισκεν.

Ο Σεριόγια ήτο θελκτικός με τους ξανθούς του πλοκάμους, με τα γαλανά του μάτια και με τα μικρά του ελαφρά και παχουλά ποδαράκια, μέσα εις τας καλώς εφαρμοζούσας περικνημίδας του.

Η Άννα ησθάνετο φυσικήν σχεδόν ηδονήν επί τη προσεγγίσει του και ταις θωπείαις του και κάποιαν πνευματικήν γαλήνην οσάκις συνήντα το άκακον βλέμμα του, το πλήρες εμπιστοσύνης και αγάπης, και οσάκις ήκουε τας αφελείς του ερωτήσεις.

Του παρέδιδε δώρα τα οποία του είχον αποστείλει τα τέκνα της Δόλλυ, οπότε τη ανηγγέλθη η κόμησσα Λυδία Ιβανόβνα, μία γυραιά φίλη των Καρένιν, αποτελούσα το κέντρον ενός των κοσμικών συνδέσμων.

Ήτο γυνή υψηλού αναστήματος, πολύσαρκος, με κιτρινωπήν χροιάν καχεξίας και με ωραία μαύρα ρεμβώδη μάτια. Η Άννα την ηγάπα πολύ, την ημέραν όμως εκείνην διά πρώτην φοράν διέκρινε όλα της τα ελαττώματα.

– Λοιπόν, αγαπητή μου έφερες τον κλάδον της ελαίας; ερώτησεν η κόμησσα Λυδία Ιβανόβνα μόλις εισελθούσα εις το δωμάτιον.

– Ναι, τώρα πλέον ετελείωσαν όλα, ουδέποτε άλλωςτε υπήρξε τόσον σοβαρόν το ζήτημα, όσον το υπεθέτομεν ημείς.

Αλλά η κόμησσα Λυδία Ιβανόβνα, ήτις ενδιαφέρετο διά παν ό,τι δεν την αφεώρα προσωπικώς, είχε την συνήθειαν να μη ακούη ποτέ όσα απηυθύνοντο ειδικώς προς αυτήν.

– Μάλιστα, υπερβολική η δυστυχία και αι θλίψεις επί της γης και σήμερον είμαι εξηντλημένη.

– Τι έχετε; ηρώτησεν η Άννα καταστείλασα έν μειδίαμα.

– Αρχίζω ν' απαυδώ θραύουσα ματαίως λόγχας χάριν της αληθείας!

Ευχαριστημένη δε από το ευτυχές εκείνο αποτέλεσμα η κόμησσα Λυδία απεσύρθη εν πάση σπουδή, διότι ώφειλε να παραστή, κατά το διάστημα του απογεύματος, εις πολλά κομητάτα.

Ο Καρένιν επέστρεψεν εκ του Υπουργείου κατά τας τέσσαρας, και, όπως συνέβαινε συχνά, δεν έλαβε καιρόν να εισέλθη εις το διαμέρισμα της συζύγου του. Είχε να δεχθή διαφόρους απαιτητάς και να υπογράψη πολλά ενδιαφέροντα έγγραφα. Οι Καρένιν είχον πάντοτε συνδαιτημόνας τρία ή τέσσαρα πρόσωπα, και η Άννα κατήλθεν εις το σαλόνι διά να δεχθή μίαν γηραιάν εξαδέλφην του συζύγου της, τον πρόεδρον του ανακτοβουλίου μετά της συζύγου του και κάποιον νέον ιδιαιτέρως συστηθέντα εις τον Καρένιν.

Εις τας πέντε ακριβώς, ο Καρένιν, εν επισήμω περιβολή με δύο παράσημα και λευκήν κραβάταν, εισήλθεν εις την αίθουσαν.

Κάθε στιγμή της ζωής του ήτο ειδικώς διατεθειμένη και κανονισμένη εκ των προτέρων. «Άνευ σπουδής και άνευ αναπαύλας», τοιούτο το αξίωμά του.

Εχαιρέτησεν όλους του τους κεκλημένους και εκάθησε αμέσως κατόπιν, μειδιών προς την σύζυγόν του.

– Μάλιστα, είπεν, η μόνωσίς μου ετελείωσε. Δεν ειμπορείς να φαντασθής πόσον είνε ανιαρόν να τρώγη κανείς μόνος του!

Κατά το διάστημα του φαγητού ηρώτησε την σύζυγόν του περί των λαβόντων χώραν εν Μόσχα, ομιλών με περιφρονητικόν μειδίαμα περί του Στίβα Ομπλόνσκυ, αλλ' η συνομιλία παρέμεινε γενική.

Μετά το γεύμα ο Καρένιν επέρασεν ημίσειαν ώραν εις το σαλόνι, είτα δε, με το μειδίαμα εις τα χείλη, έθλιψε και πάλιν την χείρα της συζύγου του, απεχαιρέτησε τους ξένους του και μετέβη εις το Υπουργικόν συμβούλιον.

Η Άννα εισήλθεν εις τον θάλαμον του υιού της και επέρασεν όλον το απόγευμα μαζί του, τον επλάγιασεν εις την κλίνην του μόνη της και τον ετύλιξεν εντός των σκεπασμάτων του.

Ήτο ευτυχής διότι είχε μείνει εις το σπίτι και διότι επέρασε τας μεταμεσημβρινάς της ώρας υπό τοιαύτας συνθήκας.

Ησθάνετο εαυτήν πραϋνθείσαν, την καρδίαν της ανεκουφισμένην και διέβλεπε καθαρά ότι παν, ό,τι είχε παραστή ενώπιόν της την προτεραίαν κατά το σιδηροδρομικόν της ταξείδιον, υπό μορφήν τόσον ελκυστικήν, ήτο εν τη πραγματικότητί του απλούν κοινόν επεισόδιον της κοσμικής ζωής και ότι δεν είχε λόγον να ερυθρά δι' αυτό ούτε ενώπιον του κόσμου ούτε ενώπιον της ιδίας της συνειδήσεως.

Η Άννα εκάθησε προ της εστίας αναγινώσκουσα μυθιστόρημα και ανέμενε την επιστροφήν του συζύγου της. Κατά τας εννέα και μισή ήκουσε τον ήχον του κωδωνίσκου του Καρένιν, και, μετά μίαν στιγμήν, εισήλθεν ούτος εις τον θάλαμόν της.

– Ήλθες επί τέλους! είπεν η Άννα τείνουσα προς αυτόν την χείρα, ην ο Καρένιν ησπάσθη καθεσθείς παραπλεύρως της συζύγου του.

– Βλέπω τέλος ότι το ταξείδι σου επέτυχεν, είπε.

– Τελείως! απήντησεν η Άννα.

Διηγήθη δε όσα είχον συμβή καθ' οδόν, ωμίλησε περί της μητρός του Βρόνσκυ, περί του επεισοδίου του λαβόντος χώραν άμα τη αφίξει της, περί του οίκτου ον ησθάνθη κατ' αρχάς διά τον αδελφόν της, είτα δε και διά την Δόλλυ.

– Δεν παραδέχομαι ότι πρέπει να συγχωρήται μία τοιαύτη διαγωγή, έστω και αν πρόκειται περί του αδελφού σου, είπεν αυστηρώς ο Καρένιν.

Η Άννα εμειδίασε.

Κατενόησεν ότι ο σύζυγος της ωμίλει τοιουτοτρόπως ίνα αποδείξη ότι οι δεσμοί της συγγενείας δεν θα επιρρέαζον διόλου τη ειλικρίνειαν της γνώμης του.

Εγνώριζε το διακριτικόν τούτο του χαρακτήρος του συζύγου της, και το επεκρότει.

– Λογίζομαι ευτυχής διότι παρήλθον όλα καλώς και επανήλθες.

Ο Καρένιν συνωμίλησε κατόπιν μετά της συζύγου του επί πολιτικών ζητημάτων επί τινας στιγμάς, μεθ' ό της έθλιψε την χείρα, την εφίλησεν εκ νέου και απεσύρθη εις το σπουδαστήριόν του.

– Οπωσδήποτε είνε εξαίρετος άνθρωπος, δίκαιος αγαθός και λίαν διακεκριμένος εντός του κύκλου του, διελογίσθη η Άννα καθ' εαυτήν, ως να τον υπερήσπιζε κατά κατηγόρου διακηρύσσοντος ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήτο δυνατόν ν' αγαπηθή.

Άννα Καρένιν

Подняться наверх