Читать книгу Άννα Καρένιν - Лев Толстой, Tolstoy Leo, Leo Tolstoy - Страница 2

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Оглавление

Περί τα τέλη του χειμώνος, συνεκροτήθη ιατρικόν συμβούλιον παρά τη πριγκηπίσση Τσερμπάτσκυ όπως αποφανθή ποία ήτο η νόσος υφ' ής επασχεν η Κίττυ και τι έπρεπε να γείνη, όπως της επανέλθουν αι διαρκώς εξαντλούμεναι δυνάμεις της.

Ο ιατρός της οικογενείας της είχε διατάξει λάδι της μουρούνας, κατόπιν δε σίδηρον, επειδή όμως δεν παρουσιάζετο καμμία βελτίωσις, ο δε ιατρός απεφαίνετο ότι έπρεπε ν' αναχωρήση την άνοιξιν και να διαμείνη επί τινα χρόνον εις το εξωτερικόν, η πριγκήπισσα προσεκάλεσε κάποιαν ιατρικήν διασημότητα.

Ο ακόμη νεαρός ούτος επιστήμων, ένας πολύ ωραίος ανήρ, εζήτησε να στηθοσκοπήση την πάσχουσαν.

Αφού λοιπόν εξήτασε μετά προσοχής και εστηθοσκόπησε την νοσούσαν τρελλήν εξ εντροπής, ο ιατρός παρέμεινε συνομιλών με τον οικογειακόν ιατρόν.

Ούτος ήρχισε να εκθέτη δειλώς την γνώμην του, κατά την οποίαν ευρίσκοντο εις εκδήλωσιν ενάρξεως προσβολής φυματιώσεως, αλλ' ότι..

– Γνωρίζετε, είπεν η ιατρική εξοχότης, ότι ουδέποτε δυνάμεθα να διαγνώσωμεν την αρχήν της νόσου· εφ' όσον δεν υπάρχουν σπήλαια, τίποτε το ασφαλές δεν υφίσταται, δυνάμεθα όμως να έχωμεν υπονοίας. Υπάρχουν ενδείξεις μόνον^ θρέψις ατελής, νευρική υπερέξαψις κ.τ.λ κ.τ.λ. Το ζήτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: Επειδή υποπτεύομαι προσβολήν φυματιώσεως, τι δυνάμεθα να κάμωμεν προς διευκόλυνσιν της θρέψεως;

– Αλλά… ένα ταξείδι εις το εξωτερικόν! επρότεινεν ο ιατρός της οικογενείας.

– Είμαι εχθρός των ταξειδίων. Και, εννοείτε, αν υπάρχη αρχή φυματιώσεως, το ταξείδιον εις την αλλοδαπήν κατ' ουδέν θα ωφελήση. Ανάγκη λοιπόν να διατάξωμεν κάτι, το οποίον θα διευκολύνη την θρέψιν χωρίς να ερεθίση τον οργανισμόν.

Η ιατρική επισημότης εξέθηκε το σχέδιόν του εγκείμενον εις θεραπείαν διά της χρήσεως υδάτων του Σόντεν, των οποίων κύριον προτέρημα είνε ότι δεν δύνανται να βλάψουν.

– Εντούτοις, παρετήρησεν ο ιατρός της οικογενείας, όστις ηκροάτο μετά σεβασμού τους λόγους του συναδέλφου του θα υπεδείκνυα την εκ ταξειδίου εις την αλλοδαπήν ωφέλειαν λόγω της μεταβολής των συνηθειών, της απομακρύνσεως από τα μέρη τα προκαλούντα αναμνήσεις.. και τέλος της προς τούτο επιθυμίας της μητρός της πασχούσης.

– Α! εν τοιαύτη περιπτώσει, ας αναχωρήσουν, ας αναχωρήσουν! Φοβούμαι μόνον μη της κάμουν κακόν αυτοί οι τσαρλατάνοι οι Γερμανοί.. Αλλ' επί τέλους, ας αναχωρήσουν, ας αναχωρήσουν.

Ο ιατρός εισήλθεν εις το σαλόνι και εξέθηκεν επιστημονικώς ενώπιον της πριγκηπίσσης, ως προς γυναίκα εξαιρετικώς πνευματώδη, την κατάστασιν της Κίττυ, και κατέληξε διά των υποδείξεων του τρόπου της χρήσεως των μεταλλικών υδάτων, τα οποία εντούτοις δεν ήσαν διόλου αναγκαία.

Εις το ερώτημα:

– Ένα ταξείδι εις το εξωτερικόν θα ήτο ωφέλιμον;

Έμεινεν επί πολύ σκεπτόμενος, ωσανεί επρόκειτο να λύση δυσκολώτατον πρόβλημα· τέλος δε ευρήκε την λύσιν:

«Αι πριγκήπισσαι δύνανται βέβαια ν' αναχωρήσουν, αλλ' υπό τον όρον να μη δώσωσι την παραμικράν πίστιν εις τους αγύρτας και ν' απευθύνωνται διαρκώς προς αυτόν».

Μετά την αναχώρησιν της ιατρικής προσωπικότητος η χαρά εφάνη επανελθούσα εις την οικίαν.

Η πριγκήπισσα ήτο φαιδροτάτη και η Κίττυ ελιποθύμει εκ της χαράς. Ευρίσκετο συχνάκις, σχεδόν διαρκώς, υποχρεωμένη να υποκρίνεται αισθήματα τα οποία δεν ησθάνετο.

Ολίγον μετά την αναχώρησιν του δόκτορος έφθασεν η Δόλλυ.

Εγνώριζεν ότι επρόκειτο να συγκροτηθή ιατρικόν συμβούλιον και ήρχετο να πληροφορηθή περί της τύχης της Κίττυ, ήτις θα απεφασίζετο από της ημέρας εκείνης.

Όταν εισήλθεν εις τον κοιτώνα της αδελφής της, κοιτώνα φωτεινόν και ροδόχρουν, παρετήρησε την Κίττυ καθημένην επί μακράς χαμηλής καθέκλας πλησίον της θύρας, με τα μάτια προσηλωμένα επί μιας γωνίας του τάπητος.

Η Κίττυ ητένισε την αδελφήν της και η ψυχρά και κάπως αυστηρά έκφρασις της μορφής της απέβη έμμονος.

– Επεθύμουν να σου ομιλήσω.

– Περί τίνος; ηρώτησεν η Κίττυ ζωηρώς, ανυψώσασα την κεφαλήν μετά τρόμου.

– Περί τίνος θα σου ωμίλουν, αν δεν επρόκειτο περί της δυστυχίας σου;

– Δεν είμαι δυστυχής!

– Έλα δα, Κίττυ, νομίζεις ότι δεν γνωρίζω τι σου συμβαίνει; Τα ξεύρω όλα. Όλαις μας τα περάσαμεν αυτά.. Δεν αξίζει να πάσχης εξ αιτίας του.

– Ναι, διότι με επεριφρόνησεν, ήρχισε λέγουσα η Κίττυ με τρέμουσαν φωνήν.. Μη το είπης αυτό, σε παρακαλώ, μη το 'πής.

– Αλλά δεν το λέγω, ούτε και κανείς άλλος το λέγει. Εγώ φρονώ ότι σε ηγάπα και σε αγαπά, αλλά.

– Αχ! αυτός ο οίκτος μου κάμνει, κακό, κραύγασαν η Κίττυ μετ' οργής.

– Δεν έχω ανάγκην παρηγοριών.Είμαι εις υπερβολήν υπερήφανος ώστε να μη επιτρέπω εις εμαυτήν αγαπώ άνθρωπον που δεν μ' αγαπά.

– Δεν λέγω το εναντίον.'Πέ μου μόνον ένα πράγμα, ο Λεβίν σου ωμίλησεν;

Ο υπαινιγμός ούτος προς τον Λεβίν έκαμε την Κίττυ τελείως έξω φρενών.

Ανεπήδησεν από του καθήσματός της και ωμίλησε χειρονομούσα μανιωδώς.

– Προς τι ν' αναμιγνύωμεν τον Λεβίν εις όλα αυτά;.. Δεν εννοώ τι ευχαρίστησιν δύνασαι να 'βρίσκης βασανίζουσά με.. Είπα και επαναλαμβάνω ότι είμαι υπερήφανος και ότι δεν θα έκαμνα ποτέ εγώ, εκείνο που κάμνεις συ, να ξαναγυρίσης δηλαδή προς ένα άνδρα που σε προσέβαλε, που ηγάπησεν άλλην γυναίκα.. Δεν εννοώ πώς ημπορεί κανείς να ενεργήση όπως ενήργησες συ,. Συ, ημπορείς, εγώ όμως όχι!

Ητένισε δ' άμα την άδελφήν της, και, αντιληφθείσα ότι η Δόλλυ έμενε σιωπηλή και με την κεφαλήν χαμαί νεύουσαν, η Κίττυ, αντί να εξέλθη του θαλάμου της, όπως προυτίθετο προ μικρού, εκάθισε πλησίον της θύρας κρύψασα την μορφήν εντός του μανδυλίου της.

Η σιωπή διήρκεσεν επί δύο λεπτά.

Η Δόλλυ διελογίζετο την κατάστασίν της. Η ταπείνωσις την οποίαν διαρκώς συνησθάνετο την έπληττε πολύ οδυνηρότερον οσάκις της την υπενθύμιζεν αυτή της η αδελφή. Δεν ηδύνατο να πιστεύση τόσην σκληρότητα εκ μέρους της Κίττυ και επεθύμει να μη την πιστεύη.

Αλλ' αίφνης ήκουσε τον θρουν μιας εσθήτος, μετά βόμβου λυγμών παρατεταμένων, και δύο βραχίονες εξετάθησαν περί τον βραχίονά της.

Η Κίττυ ευρίσκετο γονυπετής ενώπιόν της.

– Αγαπητή, αγαπητή μου Δόλλυ, αν είξευρες πόσον είμαι δυστυχής.

Και η πλημμυρούσα από τα δάκρυα μορφή της απεκρύβη εντός των ενδυμάτων της Δόλλυ.

Αύτη εγνώριζεν ήδη παν ό,τι επεθύμει να μάθη: επείσθη ότι η δυστυχία, η αθεράπευτος δυστυχία της Κίττυ ενέκειτο εις το ότι είχεν αποκρούσει το Λεβίν, ενώ ο Βρόνσκυ την είχεν απατήσει, και ότι ήτο έτοιμη ν' αγαπήση τον Λεβίν και να μισήση τον Βρόνσκυ.

– Δεν αισθάνομαι θλίψιν, είπεν η Κίττυ, αλλά δύνασαι να κατανοήσης ότι τα πάντα απέβησαν δι' εμέ επαίσχυντα, όπως οι πάντες μου φαίνονται αγροίκοι, και μάλιστα πρώτη εγώ. Δεν δύνασαι συ ν' αντιληφθής ποίαι χυδαίαι σκέψεις με κατέχουσιν ήδη.

– Ποίας χυδαίας σκέψεις δύνασαι να έχης· ηρώτησεν η Δόλλυ μειδιάσασα.

– Τας χυδαιοτέρας, τας αγροικοτέρας… Δεν πρόκειται περί στενοχωρίας, ούτε περί τύψεως, είνε κάτι χειρότερο αυτό που αισθάνομαι, ωσανεί παν ό,τι υπήρχεν εν εμοί αγαθόν εξηφανίσθη αίφνης και μου έμειναν μόνον τα πονηρά και τα κακεντρεχή. Εν παραδείγματι ο μπαμπάς μου απευθύνει τον λόγον, και μου φαίνεται ότι τίποτε άλλο δεν σκέπτεται παρά να μου εύρη σύζυγον.. Η μαμά με οδηγεί εις τον χορόν, και νομίζω ότι το κάμνει διά να με ξεφορτωθή το ταχύτερον. Γνωρίζω ότι δεν είνε αληθινά αυτά, αλλά δεν ειμπορώ ν' αποδιώξω αυτάς τας εντυπώσεις, είναι ισχυρότεραι, από την θέλησίν μου.. Νομίζω ότι όλοι με εμένα έχουν να κάμουν, ότι με βολιδοσκοπούν. Άλλοτε η μεγαλυτέρα μου ευχαρίστησις ήτο να πηγαίνω εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις με φόρεμα χορού· εθαύμαζα εμαυτήν^ τόρα εντρέπομαι, νομίζω ότι ευρίσκομαι έξω του στοιχείου μου.. Επί τέλους.

Η Κίττυ εταράχθη, ήθελε να είπη ότι αφ' ης η μεταβολή εκείνη είχεν απέλθει εν αυτή, ησθάνετο αποστροφήν προς τον Ομπλόνσκυ και ότι δεν ημπορούσε να τον βλέπη χωρίς να της έρχονται εις τον νουν δυσάρεστοι αναπαραστάσεις.

– Βεβαίως, όλα τώρα μου φαίνονται χυδαία, μικροπρεπή.. αιτία ίσως είναι η αρρώστια μου.

* * *

Εν τη πραγματικότητι ο μεγάλος κόσμος της Πετρουπόλεως αποτελεί έν σύνολον αδιαίρετον όπου πάντες γνωρίζονται μεταξύ των και ανταλλάσσουσιν επισκέψεις. Υπάρχουν εν τούτοις διάφοροι κατηγορίαι μέσα εις την υψηλήν αυτήν κοινωνίαν.

Η Άννα Καρένιν είχε φίλους εις τρεις διαφόρους κατηγορίας.

Η πρώτη ήτο η του συζύγου της, ο επίσημος κόσμος, όστις συνέκειτο από συναδέλφους και από υφισταμένους του Καρένιν, συνοδευομένους και χωριζομένους αυτεπαγγέλτως και κατά διαφόρους τρόπους λόγω των διαφόρων των κοινωνικών συνθηκών.

Η Άννα μόλις ανεμιμνήσκετο του σχεδόν θρησκευτικού σεβασμού ον είχε δοκιμάσει κατά τας πρώτας ημέρας του γάμου της προς όλας τας προσωπικότητας ταύτας.

Τώρα πλέον τας εγνώριζεν όλας, όπως γνωρίζει κανείς τους γείτονάς του εις μικράν επαρχιακήν πόλιν. Ήτο εν γνώσει των αδυναμιών και των συνηθειών ενός εκάστου, εγνώριζε ποίαι σχέσεις εβασίλευον μεταξύ των, ως και τας σχέσεις αυτών προς την κεντρικήν προσωπικότητα, και ο κόσμος αυτός των αρρένων κυβερνητικών συμφερόντων δεν κατώρθωνε να εγείρη το ενδιαφέρον της, παρά τας παραινέσεις της κομήσσης Λυδίας Ιβανόβνας, και τον απέφευγεν.

Ο δεύτερος κύκλος εντός του οποίου εκινείτο η Άννα ήτο ο της κομήσσης Λυδίας Ιβανόβνας, και τη παρεμβάσει του οποίου ο Καρένιν είχε συμπληρώσει την καρριέρα του. Ούτος συνέκειτο από γυναίκας γηραιάς, ασχήμους και ευσεβείς, και από άνδρας ευφυείς, σοφούς και φιλοδόξους. Είς εκ των πνευματωδών αυτών ανδρών ωνόμαζε τον κύκλον αυτόν: «Συνείδησιν της Πετρουπολιτικής κοινωνίας».

Ο Καρένιν εποιείτο περί πολλού τον κόσμον αυτόν και η Άννα, ήτις εγνώριζεν απαραμίλλως να ταυτίζηται προς τα πάντα, κατά την πρώτην περίοδον του γάμου της, ευρήκε το μέσον να εξοικονομήση εν αυτώ φίλους.

Μετά την επιστροφήν της όμως εκ Μόσχας, ο κόσμος αυτός της κατέστη ανυπόφορος.

Της εφαίνετο μάλιστα ότι και αυτή και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι εφορούσαν μάσκες, και μετέβαινεν όσον αραιότερον ηδύνατο εις της κομήσσης Λυδίας Ιβανόβνας.

Η τρίτη κατηγορία των σχέσεων της Άννας ήτο ο αληθινός κόσμος, ο κόσμος των χορών, των γευμάτων, των μεγαλοπρεπών αμφιέσεων· ο κόσμος ο οποίος με το ένα χέρι εκρατείτο από την Αυλήν διά να μη διωλισθήση εις τον ημίκοσμον, ον ενόμιζεν ότι περιεφρόνει, αλλά του οποίου συνεμερίζετο όλα τα γούστα.

Η Άννα είχεν εισαχθή εις τον κόσμον τούτον υπό της συζύγου του εξαδέλφου της, της πριγκηπίσσης Μπέτσυ Τβερσκάια, η οποία είχεν εκατόν είκοσι χιλιάδων ρουβλίων εισόδημα και οποία ευθύς άμα τη αφίξει της εξαδέλφης της εις Πετρούπολιν την επήρεν υπό την προστασίαν της, την περίβαλλε με μυρίας περιποιήσεις και την προσείλκυσεν εις τον ίδιόν της κόσμον χλευάζουσα την κόμησσαν Λυδίαν Ιβανόβναν.

– Όταν θα γείνω γρηά και άσχημη, θα κάμω και εγώ όπως εκείνη, διά σας όμως που είσθε νέα και ωραία, δεν ήλθε ακόμη η στιγμή να εισέλθετε εις αυτό το άσυλον.

Κατά τους πρώτους χρόνους η Άννα απέφυγε την πριγκήπισσαν Μπέτσυ, διότι η συχνή συναναστροφή του κοσμικού της κύκλου απήτει δαπάνας υπερβαινούσας τα υλικά της μέσα, αι δ' ατομικαί της κλίσεις την προσείλκυον μάλλον προς τον κύκλον της κομήσσης.

Μετά την εν Μόσχα όμως διαμονήν της, εδοκίμασε το αντίθετον αίσθημα· παρημέλησε τας εναρέτους της φίλας και μετέστη εκουσίως εις τον μεγαλόκοσμον, όπου συνήντα τον Βρόνσκυ. Κάθε φοράν δε που τον έβλεπε, κάποια ειδική χαρά την συντάραττε.

Συνηθέστερον τον συνήντα παρά τη κομήσση Μπέτσυ, το γένος Βρονσκάια και εξαδέλφη του νεαρού αξιωματικού.

Ούτος δε μετέβαινε πανταχού όπου ηδύνατο να ίδη την Άνναν, και πανταχού της εξέφραζε τον έρωτά του. Εκείνη δεν του παρείχε καμμίαν διευκόλυνσιν, αλλά πάντοτε οσάκις τον συνήντα η ψυχή της επυρακτούτο από το αυτό αίσθημα της ψυχικής εξάψεως, υφ' ού είχε καταληφθή την ημέραν καθ' ήν τον αντίκρυσε διά πρώτην φοράν εντός του βαγονίου κατά την άφιξίν της εις Μόσχαν.

Συνησθάνετο οσάκις τον αντίκρυζε την χαράν φωτίζουσαν τους οφθαλμούς της, και διαστέλλουσαν εις γλυκύ μειδίαμα τα χείλη της, και δεν ηδύνατο ν' αποσβέση την εκδήλωσιν της χαράς εκείνης.

Εν αρχή είχε πιστεύσει ότι τούτο προήρχετο εκ της ανοχής ην επεδείκνυε προς αυτόν ακολουθούντα αυτήν πανταχού· αλλ' όταν κάποτε της συνέβη να μεταβή είς τινα εσπερίδα όπου ενόμιζεν ότι θα τον εύρισκε και όπου δεν τον ευρήκε, κατενόησεν εκ της απείρου θλίψεως, ήτις την κατέλαβεν, όχι μόνον η παρακολούθησίς τον εκείνη δεν της ήτο διόλου δυσάρεστος, αλλά και ότι αυτή απετέλει το μέγιστον της ζωής της ενδιαφέρον!

Τα οχήματα διεδέχοντο άλληλα ενώπιον του ευρυτάτου μεγάρου της πριγκηπίσσης Μπέτσυ.

Οι επισκέπται απεβιβάζοντο επί του ευρέος προστόου και ο χονδρός Ελβετός ήνοιγε σιωπηλώς τα πελώρια θυρόφυλλα της υελοφόρου σταυλοθύρας.

Η οικοδέσποινα και οι προσκεκλημένοι της εισήλθον ταυτοχρόνως, διά θυρών αντικρυζουσών, εις το μέγα σαλόνι με τα σκιερά χρώματα, το καλυπτόμενον από παχείς τάπητας. Εις το μέσον, επί τινος τραπέζης, το χιονώδες τραπεζομάνδυλον, το αργυρούν σαμοβάρ και η διαφανής πορσελάνη των σκευών του τεΐου ηκτινοβόλουν υπό τας λάμψεις των λαμπάδων.

Η πριγκήπισσα Μπέτσυ εκάθησε προ του σαμοβάρ και αφήρεσε τα γάντια της.

Οι προσκεκλημένοι, μετακινούντες τα καθίσματά των τη βοηθεία σιωπηλών υπηρετών, διηρέθησαν εις δύο ομίλους, τον μεν περί την οικοδέσποιναν, τον δε εις το άλλο άκρον της αιθούσης παρά την σύζυγον ενός Πρεσβευτού.

Εξηκολούθουν δε κάποιαν συνομιλίαν ην εύρισκον εξαιρετικώς ευχάριστον, διότι ωμίλουν περί των Καρένιν, περί αμφοτέρων των συζύγων.

– Από του εις Μόσχαν ταξειδίου της η Άννα μετεβλήθη πολύ, έλεγε μία από τας φίλας της, έχει κάτι τι το αλλόκοτον.

– Συναπεκόμισε μαζί της την σκιάν του Αλεξίου Βρόνσκυ, είπεν η σύζυγος του πρεσβευτού.

– Ποίον γλωσσοτρώτε; ηρώτησεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ.

– Τον Καρένιν, απήντησεν η Πρέσβειρα καθεσθείσα παρά την τράπεζαν και μειδιώσα.

– Λυπούμαι που δεν ήκουσα, εφώνησεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ ρίψασα βλέμμα προς την θύραν της εισόδου.

– Α! μας ήλθατε επί τέλους, είπε μετά μειδιάματος προς τον Βρόνσκυ, όστις εισήγετο ήδη.

Ο νεαρός αξιωματικός όχι μόνον εγνώριζεν όλα τα εν τη αιθούση συγκεντρωμένα πρόσωπα, αλλά και τα έβλεπε καθ' εκάστην σχεδόν, εισήλθε, συνεπώς, μετά της αφελείας ανθρώπου επιστρέφοντος εις δωμάτιον από του οποίου εξήλθε προ μικρού μόλις.

– Ερωτάτε πόθεν έρχομαι; απήντησεν εις σχετικήν ερώτησιν της πρεσβείρας. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρέπει να δικαιολογηθώ. Έρχομαι από το «Θέατρον των Κωμωδιών»· το έχω επισκεφθή δι' εκατοστήν φοράν και πάντοτε με νέαν μου ευχαρίστησιν. Είνε απόλαυσις!.. Γνωρίζω ότι τούτο είνε προσβλητικόν δι' εμέ, αλλά στην Όπερα αποκοιμούμαι, ενώ εις την Κωμωδίαν μένω έως ότου πέση η αυλαία και διασκεδάζω.

Βήματα αντήχησαν όπισθεν της θύρας του σαλονιού και πριγκήπισσα Μπέτσυ γνωρίζουσα ότι ήτο η Άννα Καρένιν έριψε βλέμμα επί του Βρόνσκυ.

Οι οφθαλμοί του νεαρού αξιωματικού δεν απεσπώντο από της θύρας, η δε μορφή του προσέλαβεν έκφρασιν καινοφανή και αλλόκοτον.

Παρετήρει φαιδρώς, ατενώς, δειλώς, υπεγειρόμενος βραδέως από του καθίσματός του.

Η Άννα εισήρχετο εις το σαλόνι.

Όπως πάντοτε ευθυτενής και χωρίς ν' αφήση να παρεκτραπή η κατεύθυνσις του βλέμματός της, διέταξε, – με το ταχύ, σταθερόν και ελαφρόν βάδισμά της, το οποίον την διέκρινεν από τας λοιπάς γυναίκας του κόσμου, – τα ολίγα βήματα, τα οποία την εχώριζον από της οικοδεσποίνης, έθλιψε δε την χείρα ταύτη εμειδίασε και ητένισε με το αυτό μειδίαμα τον Βρόνσκυ.

Ο αξιωματικός εχαιρέτησε, υποκλιθείς βαθύτατα και της προσέφερε κάθισμα.

Εκείνη απεκρίθη δι' απλής κλίσεως της κεφαλής, εκοκκίνισε και εσκυθρώπασεν.

Η συνομιλία, διακοπείσα διά της αφίξεως της Άννας, απεσβέσθη ως η φλοξ λυχνίας, την οποίαν κάποιος εφύσησεν.

– Είνε αλήθεια ότι η νεαρά Βλασιέβα νυμφεύεται τον κύριον Ταπώφ;

– Δεν εννοώ πώς σκέπτονται οι γονείς. Λέγουν ότι πρόκειται περί γάμου εξ έρωτος.

– Γάμου εξ έρωτος; Τι ιδέας προκατακλυσμιαίας που έχει. Ποίος ομιλεί περί έρωτος εις την εποχήν μας; είπεν η πρέσβειρα.

– Παλαιά βλακώδης μόδα, αλλ' υφίσταται ακόμη, είπεν ο Βρόνσκυ.

– Τόσον το χειρότερον δι' όσους την διατηρούν.. Δεν γνωρίζω άλλους γάμους ευτυχείς πλην των συναπτομένων διά της λογικής.

– Αλλά τότε, πόσον συχνά η ευτυχία των διά της λογικής γάμων τρίβεται ως κόνις, όταν επέλθη το αίσθημα, το οποίον απεκρούσθη! είπεν ο Βρόνσκυ.

– Αλλ' ονομάζομεν γάμον λογικής οσάκις εκατέρωθεν έχη χορτασθή ο έρως, διότι «ο έρως ομοιάζει με την σκαρλαντίνα· όλοι θα τον περάσωμεν!»

Τότε, θα έπρεπε να εμβολιαζώμεθα κατά του έρωτος, όπως κατά της ευλογιάς.

Χωρίς αστεϊσμούς, εγώ είμαι πεπεισμένη, ότι, διά να γνωρίση κανείς τον έρωτα, πρέπει κατ' αρχάς ν' απατηθή και κατόπιν να επανορθώση την πλάνην του, είπεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ.

– Και μετά τον γάμον ακόμη; ηρώτησε χαριτολογούσα η πρέσβειρα.

– Ουδέποτε είναι αργά διά την βελτίωσιν μιας καταστάσεως, είπεν ο διπλωμάτης.

– Ακριβώς, είπεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ, πρέπει κανείς ν' απατηθή και να ικανοποιηθή.. Τι σκέπτεσθε σεις, Άννα; προσέθηκεν απευθυνθείσα προς την νεαράν γυναίκα, ήτις παρηκολούθει την συνομιλίαν χωρίς να προσφέρη λέξιν, με έν σταθερόν αδιόρατον μειδίαμα επί των χειλέων.

– Σκέπτομαι, είπεν η Άννα παίζουσα με το ένα της γάντι.. σκέπτομαι.. αφού υπάρχουν τόσα κεφάλια, τόσαι αντιλήψεις, τόσες καρδιές, τόσα είδη ερώτων..

Ο Βρόνσκυ ανέμενε με λιποθυμούσαν καρδίαν τι επρόκειτο να είπη, και αφήκε στεναγμόν, ωσανεί είχε διαφύγει μέγαν κίνδυνον!

Έξαφνα η Άννα του είπεν αποτόμως:

– Έλαβον επιστολήν από την Μόσχαν. Μου γράφουν ότι η Κίττυ ασθενεί βαρέως.

– Αλήθεια; είπεν ο Βρόνσκυ σκυθρωπάσας.

Η Άννα του έρριψεν αυστηρόν βλέμμα.

– Η είδησις αυτή δεν σας ενδιαφέρει;

– Εξ εναντίας, μ' ενδιαφέρει πολύ. Τι άλλο σας λέγουν, αν δεν είνε αδιακρισία;.

Η Άννα ηγέρθη και επλησίασε την πριγκήπισσαν Μπέτσυ.

– Δώστε μου ένα τσάι, είπε τοποθετηθείσα όπισθεν του καθίσματός της.

Ενώ δε η Μπέτσυ της παρέθετε το τσάι, ο Βρόνσκυ την επλησίασε.

– Τι σας έγραψαν; επανέλαβε.

– Σκέπτομαι συχνά, ότι οι άνδρες δεν εννοούν ό,τι δεν είνε αβρόν, είπεν εκείνη ως να ωμίλει προς εαυτήν και χωρίς ν' αποτείνεται προς αυτόν.

Έκαμε δε ολίγα βήματα και επήγε να καθήση πρό τινος κονσόλας καταφόρτου από λευκώματα.

– Μη δεν αντελήφθην καλώς την έννοιαν των λόγων σας; είπεν εκείνος προσφέρων αύτη κύπελλον τεΐου.

Εκείνη έρριψε βλέμμα επί του παραπλεύρως της ευρισκομένου καναπέ και ο Βρόνσκυ εκαθέσθη επ' αυτού.

– Ναι, προ πολλού ήδη προυτιθέμην να σας το είπω, ήρχισεν η Άννα χωρίς να τον κυττάζη: εφέρθητε κακώς, κακώς πολύ κακώς.

– Μήπως δεν γνωρίζω ότι εφέρθην κακώς; Αλλά, τις πταίει διά τούτο;

– Διατί μου το λέγετε αυτό; εψιθύρισεν η Άννα ατενίζουσα αυτόν αυστηρώς.

– Γνωρίζετε άριστα διατί, απήντησεν εκείνος αδιστάκτως και αντιμετωπίσας γελαστά το βλέμμα της.

Εταράχθη εκείνη και όχι αυτός.

– Τούτο αποδεικνύει μόνον ότι δεν έχετε καρδίαν! είπεν η Άννα.

Αλλά το βλέμμα της έλεγεν ότι εγνώριζεν ότι είχε καρδίαν ο Βρόνσκυ, και, δη, διά τούτο ακριβώς, τον εφοβείτο.

– Το γεγονός, το οποίον υπαινίττεσθε, ήτο γοητεία και όχι έρως, είπεν ο νέος.

– Μη λησμονείτε ότι σας έχω απαγορεύσει να προφέρετε αυτήν την λέξιν, την χυδαίαν αυτήν λέξιν, είπεν η Άννα ριγήσασα.

Αλλ' εννόησεν αυτοστιγμεί ότι διά μόνης της φράσεως εκείνης «σας έχω απαγορεύσει» ανεγνώριζεν εαυτή δικαιώματα επ' εκείνου και τον ενεθάρρυνε να της ομιλή περί έρωτος.

– Είνε καιρός τώρα αφ' ότου επεθύμουν να σας το είπω, εξηκολούθησε παρατηρούσα αυτόν κατάματα και αποφασιστικώς με την μορφήν πεφλογισμένην, ήλθον δε σήμερον επίτηδες, διότι εγνώριζα ότι θα σας έβλεπα. Ήλθα διά να σας είπω ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να τελειώση. Ουδέποτε ηρυθρίασα ενώπιον ουδενός και σεις με υποχρεώνετε να αισθάνωμαι εμαυτήν ένοχον κατά τινα λόγον.

– Τι επιθυμείτε παρ' εμού; είπεν εκείνος απλώς και με τόνον σοβαρώτατον.

– Επιθυμώ να επιστρέψητε εις Μόσχαν διά να ζητήσητε συγγνώμην από την Κίττυ.

– Δεν το επιθυμείτε αυτό; είπεν εκείνος.

– Διέβλεπεν ότι η Άννα έλεγεν ό,τι εβίαζεν εαυτήν να λέγη και όχι ό,τι πράγματι επεθύμει να είπη.

– Αν με αγαπάτε, όπως λέγετε, εψέλλισεν εκείνη, κάμετε ό,τι πρέπει διά να είμαι ήσυχος.

Η μορφή του Βρόνσκυ εφωτίσθη.

– Δεν βλέπετε ότι αποτελείτε δι' εμέ ολόκληρον την ζωήν μου; Αλλ' αγνοώ την ησυχίαν και δεν δύναμαι να σας την μεταβιβάσω. Την ζωήν μου ολόκληρον, τον έρωτα ναι.. Δεν δύναμαι να φαντασθώ πώς είνε δυνατόν να υπάρχη το μεν άνευ του δε. Σεις και εγώ αποτελούμεν έν άτομον, μίαν ύπαρξιν. Δεν διαβλέπω εις το μέλλον το δυνατόν της ησυχίας ούτε διά σας, ούτε δι' εμέ. Διαβλέπω την απελπισίαν, την δυστυχίαν.. την συμφοράν.. Διαβλέπω όμως και την ευτυχίαν ομού, και ποίαν ευτυχίαν! Δεν είνε δυνατή η ευτυχία αύτη; προσέθηκε διά του άκρου των χειλέων, αλλά το ήκουσεν εκείνη.

Ενέτεινε δ' απάσας τας δυνάμεις του πνεύματός της διά να του απαντήση όπως επεθύμει, αλλ' αντί τούτου, προσήλωσεν επ' αυτού το ακτινοβολούν εξ έρωτος βλέμμα της και δεν απεκρίθη τίποτε.

«Ιδού η ευτυχία!» εσκέφθη εκείνος μετ' εκτάσεως. «Ενώ εγώ απελπιζόμην και εσκεπτόμην ότι δεν θα εξευρίσκετο ποτέ λύσις, ιδού ότι μ' επισκέπτεται η ευτυχία.. Με αγαπά. Μου το βεβαιώνει».

– Κάμετέ το λοιπόν προς χάριν μου, μη μου λέγετε ποτέ τοιαύτα λόγια και θα είμεθα καλοί φίλοι, είπεν εκείνη, ενώ το βλέμμα της επέτρεπε να νοηθώσιν όλως τ' αντίθετα.

– Φίλοι ουδέποτε θα καταστώμεν το γνωρίζετε άριστα. Θα γίνωμεν όμως ή οι ευτυχέστεροι ή οι δυστυχέστεροι των ανθρώπων, τούτο δε εξαρτάται από σας.

Ηθέλησε να του απαντήση, αλλ' εκείνος την διέκοψεν.

– Έν μόνον σας ζητώ, σας ζητώ το δικαίωμα του ελπίζειν, του πάσχειν όπως τώρα, αλλ' αν και τούτο ακόμη δεν είνε δυνατόν, διατάξατέ με να εξαφανισθώ και θα εξαφανισθώ. Αν η παρουσία μου σας στενοχωρή δεν θα μ' επανίδητε πλέον.

– Δεν ζητώ να σας αποφύγω.

– Μη λοιπόν προσπαθήτε να μεταβάλλετε τίποτε. Αφήσατε τα πράγματα ν' ακολουθήσουν τον δρόμον των, είπεν ο νέος διά φωνής τρεμούσης.. Ιδού ο σύζυγός σας.

Πράγματι, ο Καρένιν εισήρχετο εις την αίθουσαν με την επιβλητικήν και αδεξίαν του στάσιν. Αφ' ού δ' έρριψε βλέμμα επί της συζύγου του και του Βρόνσκυ, επλησίασε την οικοδέσποιναν και έλαβε κύπελλον τεΐου, μεθ' ό ήρχισε να ομιλή με την βραδείαν και ηχηράν φωνήν του, υπό τον παιγνιώδη τόνον, όστις του ήτο συνήθης.

– Ο Ραμπουγιέ σας είνε πλήρης! είπε παρατηρών τον κύκλον των κεκλημένων, αι Χάριτες και αι Μούσαι!

Ο Βρόνσκυ και η Άννα εξηκολούθουν να μένωσι παράμερα πλησίον της μικράς τραπέζης.

– Το πράγμα αρχίζει να γίνεται απρεπές, είπε μία κυρία.

– Τι σας έλεγα; παρετήρησεν η φίλη της Άννας.

Αλλ' ήδη όλαι αι κυρίαι, μη εξαιρουμένης και της πριγκηπίσσης Μιαγκάια και της Μπέτσυ, είχον αντιληφθή τον Βρόνσκυ και την Άνναν απομονωμένους ως να τους εστενοχώρει ο γενικός κύκλος.

Μόνον ο Καρένιν δεν είχε στρέψει τα βλέμματα ουδ' εφ' άπαξ προς το μέρος αυτών και δεν είχε διακόψει την συζήτησιν, ήτις τον ενδιέφερεν.

Αντιληφθείσα την εντύπωσιν ην παρήγεν ο μονόλογος αυτός εντός της αιθούσης της, η πριγκήπισσα Μπέτσυ έθηκεν αντικαταστάτιδα εις την θέσιν της διά ν' ακούση τον Καρένιν και επλησίασε την Άνναν.

– Γοητεύομαι πάντοτε οσάκις ακούω τον σύζυγόν σας, λόγω της φωτεινότητος και της σαφηνείας των λόγων του, είπεν. Αι πολυπλοκώτεραι των ιδεών μου καθίστανται ευληπτόταται όταν τας αναπτύσσει αυτός.

– Ω ναι! είπεν η Άννα μετά μειδιάματος ακτινοβολούντος εξ ευτυχίας και χωρίς να εννοή ούτε μίαν καν λέξιν αφ' όσα της έλεγεν η Μπέτσυ.

Επλησίασε δε εις την μεγάλην τράπεζαν και έλαβε μέρος εις την γενικήν συνομιλίαν.

Ο Καρένιν έμεινεν επί ημίσειαν ακόμη ώραν, μεθ' ό επλησίασε την σύζυγόν του και την εκάλεσε ν' απέλθωσιν ομού. Αλλά χωρίς να τον κυττάξη εκείνη, απεκρίθη ότι θα έμενε διά το δείπνον. Ο Καρένιν εχαιρέτησε και απεσύρθη.

Μετά το σουπέ, ο ηνίοχος του Καρένιν μετά δυσκολίας συνεκράτει τον τεφρόχρουν ίππον, όστις, ριγών εκ του ψύχους, εποδοκτύπα ενώπιον του προστόου. Ο δε λακές, όρθιος, είχεν ανοίξη την θυρίδα καθ' όν χρόνον η Άννα, απήλλασσε γοργώς τας δαντέλλας της περιχειρίδος της καρφωθείσας εις τας πορποπερόνας της γούνας της, και, με χαμηλωμένην την κεφαλήν ηκροάτο μετ' εκτάσεως τους λόγους του συνοδεύοντος αυτήν Βρόνσκυ.

– Αναμφιβόλως, δεν μου έχετε είπει τίποτε, και, άλλως τε, τίποτε δεν ζητώ, γνωρίζετε όμως ότι εκείνο του οποίου έχω ανάγκην, δεν είνε η φιλία σας… μίαν μόνον ευτυχίαν παραδέχομαι υπάρχουσαν εν τη ζωή και αποτελείται αύτη από την λέξιν εκείνην, την οποίαν δεν αγαπάτε.. Ναι, από τον έρωτα!

– Τον έρωτα;.. επανέλαβεν εκείνη βραδέως και διά φωνής ενδομύχου, και, εξαίφνης, έχουσα ήδη απαλλάξει τας δαντέλλας της, προσέθηκε:

– Δεν την αγαπώ αυτήν την λέξιν, διότι σημαίνει πάρα πολλά δι' εμέ, πολύ περισσότερα αφ' όσα σεις δύνασθε να εννοήσητε.

– Ω ρεβουάρ!

Του έτεινε την χείρα, διήλθε με βήμα γοργόν ενώπιον του θυρωρού και εισεπήδησεν εντός της αμάξης.

* * *

Ο Καρένιν δεν διείδε τίποτε το απρεπές εις το ότι η σύζυγός του είχε παρακαθήσει εις την τράπεζαν ιδιαιτέρως μετά του Βρόνσκυ και εις το ότι ούτοι διεξήγαγαν ζωηράν συνομιλίαν, παρετήρησεν όμως ότι άλλα πρόσωπα εν τη αιθούσει είχον κρίνει την συμπεριφοράν εκείνην έκτροπον, και, διά τον λόγον αυτόν, την έκρινε και αυτός απρεπή. Απεφάσισε δε να ομιλήση περί τούτου προς την σύζυγόν του.

Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν του ο Καρένιν μετέβη κατ' ευθείαν εις το γραφείον του, κατά την συνήθειάν του, εκάθησεν επί του ανακλιντήρος του, ήνοιξεν έν βιβλίον και ανέγνωσε μέχρι της πρώτης πρωινής ώρας, όπως έπραττε κατά πάσαν ημέραν, από καιρού εις καιρόν μόνον, έτριβε το ευρύ του μέτωπον και ανεκίνει την κεφαλήν ως διά να αποδιώξη κάτι.

Κατά την συνήθη ώραν ανήλθεν εις τον θάλαμόν του, αλλά, αντί να ευρεθή απησχολημένος όπως πάντοτε με τας υποθέσεις του Κράτους, εσκέπτετο τώρα μόνον την σύζυγόν του.

Ο Καρένιν, αντιθέτως προς την συνήθειάν του, δεν εξηπλώθη επί της κλίνης του, αλλ' ήρχισε να διασκελίζη το δωμάτιον, με τας χείρας ηνωμένας όπισθεν της ράχεώς του.

Όταν ο Καρένιν απεφάσισεν ότι ώφειλε να ομιλήση προς την σύζυγόν του, η απόφασις αύτη του είχε φανή απλουστάτη και εύκολος την εκτέλεσιν· αλλ' αναλογιζόμενος τώρα το απροσδόκητον αυτό γεγονός, ευρήκε την εκτέλεσίν της πολύ δύσκολον.

Ο Καρένιν δεν ήτο ζηλότυπος.

Η ζηλοτυπία, κατά την αντίληψίν του, απετέλει ύβριν προς την σύζυγόν εις την οποίαν πρέπει να έχη κανείς εμπιστοσύνην.

Δεν εσκέπτετο διά ποίον λόγον έπρεπε να έχη την πεποίθησιν ότι η νεαρά του γυνή θα τον ηγάπα πάντοτε, αλλά και δεν ησθάνετο καμμίαν δυσπιστίαν, και διά τον λόγον τούτον είχεν εμπιστοσύνην εις αυτήν και διελογίζετο ότι έπρεπε να έχη εμπιστοσύνην.

Τώρα, καίτοι αι περί ζηλοτυπίας ιδέαι του παρέμενον αι αυταί, ησθάνετο εν τούτοις ότι ευρίσκετο ενώπιον καταστάσεως εκφευγούσης της λογικής.

Διά πρώτην φοράν, διηρώτα εαυτόν αν η σύζυγος του ήτο δυνατόν να αγαπά άλλον, και έμεινε περίτρομος προ του ερωτήματος τούτου.

Δεν απεξεδύθη και εξηκολούθησε να βηματίζη κατά μήκος και πλάτος με το κανονικό του βάδισμα.

– Ναι, εσκέπτετο, πρέπει να λάβω μίαν απόφασιν και πρέπει να της είπω την γνώμην μου και την απόφασίν μου.

– Αλλά, να της είπω τι; Ποίαν απόφασιν; Τι έλαβε χώραν; Τίποτε! Συνομίλησε μαζί του επί πολύ κάπως; Πόσαι γυναίκες εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις δεν ομιλούν επί τόσον μετ' άλλων ανδρών, πλην των συζύγων των; Έπειτα.. το να φανώ ζηλότυπος, αποτελεί ταπείνωσιν, και δι' εμέ και δι' αυτήν.

Αλλά, πάραυτα, αι αντίθετοι ιδέαι εκυριάρχησαν αυτού.

Έτριψε το μέτωπόν του και εκάθησεν εντός του καλλωπιστηρίου της συζύγου του.

Όταν εκύτταξε την τράπεζαν της Άννας, επί της οποίας υπήρχε κάποια αρχή σημειώματος, οι διαλογισμοί του έλαβον άλλην τροπήν. Ήρχισε να σκέπτεται την γυναίκα του και ν' αναλογίζεται όσα εκείνη ησθάνετο και εσκέπτετο.

Διά πρώτην φοράν τότε, αναπαρέστησεν εαυτώ εις ζωηράς γραμμάς την ατομικήν ζωήν της Άννας, τας ιδιαιτέρας της σκέψεις, τας επιθυμίας της και τας ιδέας, τας οποίας ηδύνατο και ώφειλε να έχη· η ατομική του ζωή του εφάνη τότε τόσον τρομακτική, ώστε έσπευσε να την αποδιώξη μακράν της αντιλήψεώς του.

– Οφείλω να σκεφθώ, να λάβω μίαν απόφασιν, να επέμβω και να θέσω τέρμα εις όλα αυτά, είπεν υψηλοφώνως.

– Το ζήτημα των αισθημάτων της, εκείνο που δύναται να συμβαίνη εντός της ψυχής της, είνε ζήτημα της ιδίας της συνειδήσεως και αφορά την θρησκείαν. Λοιπόν, το ζήτημα αυτό των ιδιαιτέρων της συναισθημάτων δεν αφορά εμέ. Καθήκον εμού ως αρχηγού της οικογενείας, επιφορτισμένου την διεύθυνσιν αυτής, το καθήκον μου ως προσώπου υπευθύνου εν μέρει είναι να της υποδείξω τον κίνδυνον, τον οποίον προβλέπω, να την προειδοποιήσω περί τούτου και να χρησιμοποιήσω μάλιστα την εξουσίαν μου· οφείλω να εξηγηθώ μαζί της.

Και ο Καρένιν διέβλεπεν ήδη ευκρινώς τι ώφειλε να είπη προς την σύζυγόν του.

Συνέθεσε λοιπόν εντός της κεφαλής του ευκρινέστατα και σαφέστατα, ως αληθή επίσημον έκθεσιν, την προσφώνησιν, ην θ' απηύθυνε προς την σύζυγόν του.

– Οφείλω: 1ον να εξηγήσω την σημαντικότητα της κοινής γνώμης και των συνεπειών αυτής· 2ον θρησκευτική ερμηνεία του γάμου· 3ον αν υπάρξη λόγος, να υποδείξω την συμφοράν που δύναται να απειλήση τον υιόν μας, 4ον να της υποδείξω τας συνεπείας μιας τοιαύτης πράξεως, δι' αυτήν την ιδίαν.

Κάποιον όχημα εσταμάτησεν ενώπιον της οικίας.

Ο Καρένιν έμεινεν όρθιος εν τω μέσω της αιθούσης.

Βήματα γυναικεία αντήχησαν επί της κλίμακος.

Ήκουε προσεγγίζοντα τα βήματα της Άννας.

Η Άννα εβάδιζε με την κεφαλήν κεκλιμένην και παίζουσα με τους κροσούς του επωμίου της.

Η μορφή της ηκτινοβόλει ζωηράν λάμψιν, αλλά δεν ήτο ακτινοβολία φαιδρά, ανεμίμνησκε την τρομεράν έκρηξιν πυρκαϊάς εν τω μέσω ζοφεράς νυκτός.

Διακρίνασα τον σύζυγόν της, ανύψωσε την κεφαλήν και εμειδίασεν, ως να εξήρχετο από κάποιον όνειρον.

– Δεν εκοιμήθης ακόμη; Αυτό είνε εκπληκτικόν, είπεν αφαιρέσασα τον πέπλον της και βαδίσασα κατ' ευθείαν προς το καλλωπιστήριόν της χωρίς να σταματίση.. Είνε καιρός να κοιμηθής, Αλέξιεφ Αλεξάνδροβιτς, προσέθηκεν από του θαλάμου της.

– Άννα, έχω να σου ομιλήσω.

– Εις εμέ; έκαμεν εκείνη έκπληκτος.

Επλησίασε δε εις το κατώφλι της θύρας και τον εκύτταξε.

– Τι έχεις να μου πης;

Εκάθησεν.

– Άριστα! ας ομιλήσωμεν, αν είνε ανάγκη. Αλλά θα ήτο φρονιμότερον να κοιμηθώμεν.

– Άννα, πρέπει να σε πληροφορήσω, είπεν ο Καρένιν.

– Να με πληροφορήσης; περί τίνος.

Το βλέμμα της ήτο τόσον φυσικόν και τόσον εύχαρι, ώστε κάθε άνθρωπος όστις δεν την είχε γνωρίσει τόσον στενώς όσον ο Καρένιν, δεν θα ηδύνατο να διακρίνη ουδέν το προσποιητόν ούτε εις τον τόνον ούτε εις την σημασίαν των λόγων της.

Ο Καρένιν όμως, όστις την εγνώριζεν, όστις είξευρεν ότι όταν θα κατεκλίνετο μετά πέντε λεπτά, θα του εζήτει τον λόγον, όστις είξευρεν ότι θα του ανεκοίνου αμέσως και την μάλλον ασήμαντον χαράν της ως και την ελαχίστην της θλίψιν, ο Καρένιν, βλέπων αυτήν υπό τοιαύτην έκφρασιν, κατενόησεν ότι κάτι συνέβαινε.

Διείδεν ότι το βάθος της ψυχής της Άννης, το οποίον έως τότε ήτο πάντοτε ολάνοικτον εις αυτόν, ήτο τώρα κατάκλειστον.

– Επιμένω να σε πληροφορήσω, είπεν εκείνος διά φωνής βραδίας, ότι διά της ελαφρότητος και της απρονοησίας σου, δύνασαι να δώσης εις τον κόσμον προσχήματα να ομιλή περί σου. Η υπερβολικά ζωηρά σου συνομιλία μετά του κόμητος Βρόνσκυ (προέφερε δε το όνομα τούτο επισήμως και ηρέμα) είλκυσε την προσοχήν του κόσμου.

Ομίλει και παρετήρει τα γελαστά της μάτια, τα οποία τον ετρόμαζον τόρα λόγω του ακατανοήτου της εκφράσεώς των, και ησθάνετο το όλως ανωφελές των λόγων του.

– Διαρκώς όμοιος είσαι! απήντησεν εκείνη ως να μη τον εννοούσε και παίρνουσα, από όσα της είχεν είπει, την τελευταίαν του μόνον φράσιν. Πότε είσαι δυσηρεστημένος διότι με βλέπεις στενοχωρημένην, πότε στενοχωρείσαι διότι διασκεδάζω. Απόψε δεν εστενοχωρήθην, αυτό σε παροργίζει;

Ο Καρένιν εσιώπησε και έτριψε το μέτωπον και τα μάτια του.

Κατενόησεν ότι αντί να προειδοποιήση την σύζυγόν του ότι διέτρεχε τον κίνδυνον να παρεξηγηθή από τον κόσμον, προσέθιγε την συνείδησίν της και ότι επάλαιεν ενώπιον φανταστικού τείχους.

– Ιδού τι εμμένω να σου είπω, και σε παρακαλώ να με ακούσης. Γνωρίζεις, ότι δι' εμέ, η ζηλοτυπία είναι αίσθημα ταπεινωτικόν, και διά τούτο ουδέποτε θ' αφεθώ να κυριευθώ παρ' αυτής. Υπάρχουσιν όμως μερικαί υποχρεώσεις, τας οποίας δεν δυνάμεθα να περιφρονώμεν ατιμωρητεί. Δεν είμαι εγώ ο αντιληφθείς ότι κάτι παρέλειψες σήμερον, αλλά, συμφώνως προς την εντύπωσιν ην παρήγαγες επί της συγκεντρώσεως, άπαντες παρετήρησαν ότι δεν προσεφέρθης όπως θα ήτο αρμόζον.

– Όχι, απ' αυτά δεν εννοώ τίποτε! είπεν η Άννα υψώσασα τους ώμους.

«Ως προς αυτόν, του είναι αδιάφορον», εσκέφθη η Άννα, «αλλά το παρετήρησε και το επρόσεξεν ο κόσμος, και αυτό τον ανησυχεί».

Ηγέρθη διά να επιστρέψη εις τον κοιτώνα της, αλλ' εκείνος προυχώρησεν ως να ήθελε να την σταματήση.

Η Άννα δεν τον είχεν ακόμη αντιληφθή τόσον άσχημον και σκυθρωπόν.

Εσταμάτησε, και ανατείνασα την κεφαλήν προς τα οπίσω πλαγίως, ήρχισε με νευρικάς κινήσεις ν' αποσπά τας καρφίδας από τα μαλλιά της.

– Σε ακούω, είπεν επισήμως και με τόνον ειρωνικόν. Σε ακούω με πολύ ενδιαφέρον, διότι θα επεθύμουν να εννοήσω περί τίνος πρόκειται.

Ωμίλει και εξεπλήσσετο διά την σταθερότητα του τόνου της φωνής της και διά την εκλογήν των λόγων της.

– Δεν έχω διόλου το δικαίωμα ν' αναμιχθώ εις όλας τας λεπτομερείας των αισθημάτων σου. Θεωρώ τούτο ανωφελές, και μάλιστα επικίνδυνον.. Ερευνώντες εντός της ψυχής μας, εξαναγκάζομεν κάποτε ν' αναδύωσιν εκείνα, τα οποία έπρεπε να μένουν αόρατα. Τα αισθήματά σου τα ατομικά αφορώσι την ιδίαν σου συνείδησιν· αλλά και ενώπιόν σου, και ενώπιον εμού αυτού, και ενώπιον του Θεού, είμαι υποχρεωμένος να σου υπενθυμίσω το καθήκον σου. Η ζωή μας είναι συνδεδεμένη, και όχι υπό των ανθρώπων, αλλ' υπό του Θεού. Μόνον έγκλημα δύναται να θραύση τα δεσμά αυτά, και τα τοιούτου είδους εγκλήματα προκαλούσι πάντοτε την τιμωρίαν.

– Δεν εννοώ τίποτε! είπεν εκείνη. Ω! Θεέ μου, και προς μεγίστην μου δυστυχίαν, είμαι και τρελλή από τη νύστα ,.

Ανεζήτησε δε μέσα στα μαλλιά της τας τελευταίας καρφίδας.

– Έλεος Άννα, μη ομιλείς τοιουτοτρόπως, ίσως να απατώμαι, αλλά πίστευσέ με, παν ό,τι λέγω, το λέγω τόσον δι' εμέ όσον και διά σε. Είμαι σύζυγός σου και σε αγαπώ.

Προς στιγμήν η μορφή της Άννας εσκυθρώπασε και η ειρωνεία του βλέμματός της απεσβέσθη· αλλ' οι λόγοι εκείνοι· «σε αγαπώ» την εξηρέθιζον.

– Αγαπά; Είναι ικανός ν' αγαπά; Αν δεν ετύχαινε να ακούση ότι υφίσταται ο έρως, ούτε θα εχρησιμοποίει καν την λέξιν αυτήν. Δεν γνωρίζει μάλιστα ούτε τι έστι έρως.

– Αλέξιε Αλεξάνδροβιτς, αληθινά, δεν σ' εννοώ, είπεν. , ειπέ καθαρά ό,τι έχεις να πης.

– Άφες με να τελειώσω.. Σε αγαπώ… αλλά δεν ομιλώ περί εμού, τα πρόσωπα τα οποία αφορά τούτο απ' ευθείας είναι ο υιός μας και συ η ιδία. Ίσως οι λόγοι μου σου φαίνονται παράκαιροι· ίσως και ν' απατώμαι.. Εν τοιαύτη περιπτώσει, σε παρακαλώ να με συγχωρήσης· αλλ' αν αναγνωρίζης ότι αι παρατηρήσεις αύται παρουσιάζουν κάποιαν βασιμότητα, και αν σοι το υπαγορεύη η καρδιά σου, εξηγήσου, σε παρακαλώ.

Χωρίς να εννοή, ο Καρένιν έλεγε κάθε άλλο πλην εκείνου το οποίον προυτίθετο να είπη.

– Δεν έχω τίποτε να εξηγήσω, είπεν εκείνη ζωηρώς αίφνης, καταστείλασα μετά κόπου έν μειδίαμα. Άλλως τε, αλήθεια, είναι καιρός να κοιμηθώμεν.

Ο Καρένιν ανέπεμψε στεναγμόν και εξήλθε του σαλονίου.

Από της εσπέρας εκείνης ζωή όλως νέα ήρχισε διά τον Καρένιν και την σύζυγόν του.

Η Άννα μετέβαινεν εις τας κοσμικάς συγκεντρώσεις, εσύχναζεν εις της πριγκηπίσσης Μπέτσυ και πανταχού συνήντα τον Βρόνσκυ.

Ο Καρένιν το έβλεπεν, αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη.

Εις όλας του τας αποπείρας όπως επιτύχη μίαν εξήγησιν, εκείνη αντέτασσε το αδιείσδυτον τείχος της γελαστής καταπλήξεως.

Εξωτερικώς η ζωή των παρέμενεν η αυτή, αλλ' αι ιδιαίτεραι σχέσεις των είχον μεταβληθή ριζικώς.

Πάντοτε οσάκις ανελογίζετο την κατάστασίν του ή την θέσιν του, εσκέπτετο ότι ώφειλε να δοκιμάση και νέαν απόπειραν.

Διετήρει ακόμη την ελπίδα να επαναγάγη την σύζυγόν του εις λογικάς συναισθήσεις διά της τρυφερότητος και της πειστικότητος, αλλά μόλις ήρχιζε να ομιλή μετ' αυτής, κατενόει ότι το πνεύμα του κακού και του ψεύδους, το οποίον είχε λάβει κατοχήν της Άννης, διωχετεύετο και εις αυτόν τον ίδιον και τον ημπόδιζε να εκφράση εκείνο, το οποίον προυτίθετο να της είπη.

Απηυθύνετο προς αυτήν με τον αόριστον της φωνής του τόνον, αλλά εις τον τόνον αυτόν του ήτο αδύνατον να διατυπώση τους λόγους ους ώφειλε να προφέρη.

Άννα Καρένιν

Подняться наверх