Читать книгу Χόρεψε, Άγγελέ Μου - Virginie T. - Страница 5
Κεφάλαιο 2
ОглавлениеΚέιτλιν
Επιτέλους, η μέρα της πρεμιέρας έφτασε. Παρόλο που τα δυσάρεστα γράμματα αυξήθηκαν πολύ, κατάφερα να ξαναπάρω την πάνω βόλτα, κυρίως αδειάζοντας το μυαλό μου και αποβάλλοντας μέσω του χορού κάθε επίμονο συναίσθημα που με έπνιγε. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο, μιας και τα γράμματα γινόντουσαν ολοένα και πιο απειλητικά, όσο πλησιάζαμε στην πρεμιέρα. Μάλιστα, το τελευταίο γράμμα, την ημέρα της παράστασης, δεν έφτασε στο θέατρο όπως τα προηγούμενα, αλλά απευθείας στο σπίτι μου, στο καταφύγιό μου, πράγμα διόλου ενθαρρυντικό που με γέμισε ανασφάλεια. Ο χορογράφος βρήκε το ύφος μου κάπως επιθετικό στην πρόβα τζενεράλε και μου ζήτησε να απαλύνω λίγο την έκφραση του προσώπου μου με τη βοήθεια του μακιγιάζ εκείνο το βράδυ. Ευτυχώς, ήταν ικανοποιημένος από τη συνολική απόδοσή μου.
Η γιαγιά μου είναι εδώ. Το ξέρω. Νιώθω το βλέμμα της πάνω μου. Δεν πρόλαβε να περάσει να με δει στο καμαρίνι μου πριν την έναρξη της παράστασης. Πάντα, όμως, το νιώθω, όταν είναι εδώ. Η παρουσία της με καθησυχάζει, και την έχω τόση ανάγκη τώρα. Όπως συμβαίνει με όλους τους αυτιστικούς, δύσκολα αντέχω τον θόρυβο και το πλήθος. Ευτυχώς, η αίθουσα είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Το κοινό, αθόρυβο, είναι συγκεντρωμένο στη μουσική και στους χορευτές, οι οποίοι με τη ρευστή έκφραση των κορμιών τους, αφηγούνται ένα από τα πιο διάσημα παραμύθια για παιδιά. Κάνω την είσοδό μου με κάποιες πιρουέτες πάνω στις πουέντ μου. Κλείνω τα μάτια και αφήνω τη μουσική να με παρασύρει. Νιώθω τη δόνηση από τον ήχο των πουέντ μου από την κορυφή μέχρι τα νύχια, καθώς λικνίζομαι ακολουθώντας τον ρυθμό. Ταξιδεύω το κορμί μου σε κάθε εκατοστό της σκηνής που μου είναι διαθέσιμο. Η καρδιά μου έχει συντονιστεί στις νότες του βιολιού. Η αναπνοή μου επιταχύνεται, καθώς τα βήματά μου διαδέχονται το ένα το άλλο. Νιώθω πια το βάθος της ύπαρξής μου. Ο εξορισμός της Αουρόρα, η απομόνωση στα βάθη του δάσους, η χαρά, όταν βρίσκει τους δικούς της, ο πόνος, όταν τους χάνει λίγο αφού επέστρεψε σε αυτούς και η ελπίδα ότι τελικά θα καταφέρει να αγαπηθεί. Αυτό το μπαλέτο έχει φτιαχτεί για εμένα. Κατά κάποιο τρόπο περιγράφει τη δική μου ζωή, από την ημέρα που έφυγα από τη Φλόριντα μέχρι τη στιγμή που βρήκα τη θέση μου στη σκηνή. Κανένας γοητευτικός πρίγκιπας στη ζωή μου, αλλά ένας μεγάλος έρωτας: ο χορός. Αυτό το πάθος που γεμίζει την καρδιά μου με αγαλλίαση. Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα πάνω στην σκηνή. Με ρυθμό ξέφρενο που ούτε καν προλαβαίνω να κατανοήσω. Πολύ γρήγορα, υπερβολικά γρήγορα, η παράσταση τελειώνει. Η κουρτίνα πέφτει υπό τον εκκωφαντικό ήχο των χειροκροτημάτων των θεατών. Όλη αυτή η φασαρία με κάνει να νιώθω νευρική. Μακάρι να μπορούσα να δραπετεύσω μακριά από το πλήθος, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Έχω τον πρώτο ρόλο και αυτό σημαίνει ότι οι θεατές έχουν έρθει για να δουν εμένα κατά κύριο λόγο. Η μοναδική παραχώρηση που έκανε ο καλλιτεχνικός διευθυντής είναι τουλάχιστον να μην κρατάνε οι χαιρετισμοί πάρα πολύ ώρα. Σφίγγω, λοιπόν, τα δόντια, την ώρα που όλος ο θίασος με πλησιάζει στη σκηνή και χαιρετάμε το κοινό μας όλοι μαζί, μόλις σηκωθεί και πάλι η κόκκινη βελούδινη κουρτίνα. Η αίθουσα είναι πλέον κατάφωτη και εγώ μπορώ να δω πόσος κόσμος βρίσκεται από κάτω. Προτιμώ, όμως, να μην αφήσω το βλέμμα μου να εστιάσει περισσότερο για να γλυτώσω από τον πανικό. Ψάχνω με τα μάτια τη γιαγιά μου. Βρίσκεται στη συνηθισμένη της θέση, στο μπαλκόνι αριστερά της σκηνής. Βάζω τα δυνατά μου και συγκεντρώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπό της. Δεν έχει αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που με επισκέφθηκε πριν δέκα μήνες. Είναι λες και ο χρόνος δεν έχει καμία επίδραση πάνω της. Τα ασημένια μαλλιά της είναι πιασμένα σε ένα κομψό σινιόν, ενώ η κομψή της σιλουέτα αναδεικνύεται χάρη στην ψηλή της κορμοστασιά. Παρόλο που είμαι μακριά της, μπορώ να μαντέψω την περηφάνια στο βλέμμα της και το αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη της. Με την άκρη των ματιών μου αντιλαμβάνομαι τους γονείς μου, που κάθονται στο πλάι της. Όπως κάθε φορά που με κοιτάζουν, έτσι και τώρα είναι τελείως ανέκφραστοι. Ούτε χαρά ούτε θλίψη. Θα έλεγε κανείς πως οι παραστάσεις και η επιτυχία μου τους αφήνουν αδιάφορους. Αναρωτιέμαι γιατί συνεχίζουν να έρχονται στις πρεμιέρες μου, αφού δεν φαίνεται να εκτιμούν το μπαλέτο. Ευτυχώς, η αυλαία πέφτει και μπορώ επιτέλους να σβήσω αυτό το χαμόγελο που προκαλεί κράμπες στα ζυγωματικά μου. Όλος ο θίασος πηδάει από τη χαρά του και αγκαλιάζεται αποφεύγοντας φυσικά εμένα. Γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν μου αρέσει να με αγγίζουν. Μόνο μερικοί χορευτές μου δίνουν σημασία και με ένα νεύμα του κεφαλιού τους με συγχαίρουν.
«Είσαι αξιολύπητη. Πιστεύεις πραγματικά ότι είσαι καλύτερη απ’ όλους τους άλλους, ενώ δεν είσαι ικανή ούτε να χαρείς μαζί μας».
Θα έλεγε κανείς πως η Αγκάθα δεν εξάντλησε όλη της την ενέργεια πάνω στην σκηνή. Τα λόγια της είναι όπως πάντα γεμάτα χολή. Προτιμώ να την αγνοήσω και γι’ αυτό της γυρίζω την πλάτη και ξεκινάω για το καμαρίνι μου. Η αντίπαλός μου, όμως, έχει διαφορετική άποψη. Πετάγεται μπροστά μου και με εμποδίζει. Υψώνει τον τόνο της φωνής της για να είναι σίγουρη πως όλα τα βλέμματα θα στραφούν πάνω μας.
«Έτσι για να ξέρεις, δεν έχεις να χαρείς με τίποτα. Εντάξει, δεν ήσουν χάλια. Οριακά μέτρια. Μήπως σε απασχολεί κάτι; Ίσως πρέπει να εγκαταλείψεις τις παραστάσεις, προτού τα χαλάσεις όλα». «Άφησέ την ήσυχη, Αγκάθα. Η Κέιτλιν χόρεψε πολύ ωραία απόψε. Ήταν υπέροχη, όπως κάθε φορά άλλωστε»
Αυτός είναι ο Άλεξ, ο φύλακας άγγελός μου. Πάντα υπέρ μου και κόντρα σε όλους τους άλλους. Το ειδύλλιό μας ήταν σύντομο και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά κατέληξε να γίνει ο καλύτερος φίλος μου, μιας που σαν εραστής δεν μου ταίριαξε. Είναι ο μόνος που κατάφερε να προσαρμοστεί στον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα μου και στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας. Κατάλαβε γρήγορα πως δεν το έκανα από μικρότητα, αλλά επειδή έτσι είμαι. Είναι ο υπερασπιστής των καταπιεσμένων και των δίκαιων σκοπών. Πιστεύω πως εγώ είμαι ο βασικός αποδέκτης αυτού του ιπποτικού έργου, ακόμα κι αν δεν είμαι η μόνη που ωφελούμαι από την άνευ όρων στήριξή του. Αναμφίβολα, είμαι ιδιαίτερα κλειστός χαρακτήρας, αλλά η Αγκάθα δεν συμπαθεί κανέναν και το καθιστά σαφές με την πρώτη ευκαιρία σε ορισμένες από εμάς. Επωφελούμαι από την παρέμβαση του Άλεξ και τρυπώνω διακριτικά στον διάδρομο, ενώ η Αγκάθα συνεχίζει να εκτοξεύει τη χολή της.
Οι συνάδελφοί μου είναι πεπεισμένοι πως δεν είμαι άνθρωπος με χαρακτήρα. Αν είχαν κάνει έστω και μια προσπάθεια να με γνωρίσουν, θα ήξεραν πως μέσα στις φλέβες μου η οργή σιγοβράζει και τα μάτια μου πετάνε αστραπές. Όταν ήμουν νεότερη, η παραμικρή διαφωνία μπορούσε να προκαλέσει κρίση θυμού, με αποτέλεσμα να χτυπάω και να σπάω ο,τι βρισκόταν γύρω μου. Έπειτα, άρχισα να χορεύω και οι κρίσεις αυτές μειώθηκαν, μέχρι που σταμάτησαν τελείως. Ο χορός ήταν πάντα η διέξοδος και σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω σε αυτό που ήμουν. Καλύτερα άχρωμη και άνοστη παρά τρελή. Ο πρώτος γιατρός που είχαν επισκεφθεί οι γονείς μου τούς είχε κατηγορήσει για κακοποίηση. Από τα 42 σημάδια παιδικής κακοποίησης, εγώ εμφάνιζα πάνω από τα μισά, από σωματικούς τραυματισμούς μέχρι συναισθηματικά τραύματα και προβλήματα συμπεριφοράς. Ευτυχώς, η κοινωνική λειτουργός, που έσπευσε να διεξάγει έρευνα στην οικογένειά μου, ήταν κατάλληλα εκπαιδευμένη στο να αναγνωρίζει άτομα με αυτισμό. Έτσι, κατάφερα να γλυτώσω την τοποθέτηση σε ίδρυμα που μόνο αρνητικά θα λειτουργούσε στην ήδη επιβαρυμένη ψυχολογική μου κατάσταση. Η ιδέα του να εκφράσω τα συναισθήματά μου μέσω μιας δραστηριότητας ήταν δική της. Μια πραγματική ευλογία. Έγινα λιγότερο βίαιη, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι μελανιές και οι πληγές στο σώμα μου. Ήμουν περισσότερο συγκεντρωμένη στο σχολείο, αφού ήξερα ότι μπορώ να χαλαρώσω το απόγευμα. Μόνο η φυγή από το σπίτι συνεχίστηκε. Ποτέ δεν έφευγα μακριά. Έβρισκα καταφύγιο στο σπίτι της γιαγιάς μου, περιμένοντας να κοπάσει η καταιγίδα. Μου αρκεί η σκέψη της και όλα είναι καλύτερα. Βλέπω το είδωλό της στον καθρέφτη μου. Είναι εξάλλου ο μοναδικός άνθρωπος που του επιτρέπεται η πρόσβαση στο καμαρίνι μου.
«Καλησπέρα, γατούλα μου».
Πάντα με κάνει να χαμογελάω. Παρά τα χρόνια που πέρασαν, συνεχίζει να με αποκαλεί όπως ακριβώς κι όταν ήμουν μικρούλα. Αφήνω στην άκρη το βαμβάκι και το ντεμακιγιάζ για να την σφίξω στην αγκαλιά μου. Ορίστε. Επιτέλους, είμαι σπίτι μου. Αρκεί να είναι εκεί, λίγη σημασία έχει το πού, για να με κάνει να ηρεμήσω.
«Καλησπέρα, γιαγιά μου». «Για να σε δω, γατούλα μου».
Απομακρύνεται ελαφρώς, ενώ εγώ την αφήνω ανεμπόδιστα να με παρατηρήσει. Τίποτα δεν της ξεφεύγει. Και σίγουρα ούτε οι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου, οι οποίοι χωρίς το μακιγιάζ είναι πλέον εμφανείς.
«Είσαι υπέροχη, αγάπη μου. Μόνο που δουλεύεις πολύ και αυτό φαίνεται. Πρέπει να ξεκουράζεσαι». «Θα το σκεφτώ, γιαγιά».
Σηκώνει το ένα φρύδι με σκεπτικό ύφος. Με ξέρει πολύ καλά.
«Εντάξει. Θα κάνω μια προσπάθεια, όσο θα είσαι και εσύ εδώ».
«Καλώς. Σχεδιάζω να περάσω όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μαζί σου. Είμαι σίγουρη ότι έχουμε πολλά πράγματα να πούμε».
Αμφιβάλλω, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία. Αυτό που θέλω μόνο είναι να είμαι μαζί της, ακόμα κι αν δεν μιλάμε καθόλου. Και φυσικά, ίσως εγώ δεν έχω τίποτα να διηγηθώ, αλλά εκείνη θα έχει. Γνωρίζω πόσο αγαπάει το καινούργιο της σπίτι στη μέση του πουθενά. Και τον γείτονά της. Κυρίως τον γείτονά της. Μου μιλάει για εκείνον, κάθε φορά που με παίρνει τηλέφωνο. Πιστεύω πως ονειρεύεται, είτε το παραδέχεται είτε όχι, να με παντρέψει μαζί του. Η γιαγιά μου κάνει ακόμα όνειρα για εμένα. Είναι υπέροχη.
«Είσαι έτοιμη να φύγουμε, Κέιτλιν; Οι γονείς σου μας περιμένουν για να πάμε για φαγητό».
Φυσικά. Το διάσημο οικογενειακό δείπνο! Αυτό που διοργανώνεται μόνο το βράδυ μετά από κάθε πρεμιέρα μου και που πλέον αποτελεί τη μοναδική επαφή με τους γεννήτορές μου. Ωστόσο, παρά την πλήρη απουσία επαφών την υπόλοιπη χρονιά, δεν έχω και πάλι τίποτα να τους πω, ή μάλλον δεν κατορθώνω να τους μιλήσω. Έτσι, αυτό το δείπνο γρήγορα μετατρέπεται σε σιωπηλό δείπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου αισθανόμαστε όλοι άβολα, ενώ η γιαγιά μου προσπαθεί επί δυο ώρες να αναθερμάνει τους οικογενειακούς δεσμούς, που ποτέ δεν υπήρξαν. Αυτή η ιδέα με χαροποιεί περισσότερο βέβαια από το να αφήσω τη θέση της πρίμας στην Αγκάθα.
«Είσαι περισσότερο εκφραστική απ’ όσο νομίζεις, γατούλα μου. Μην παίρνεις τέτοια έκφραση, αγάπη μου. Αυτό το δείπνο είναι σημαντικό για την οικογένειά μας».
«Ναι, καλά!» «Εντάξει. Αυτό το δείπνο είναι τρομερά σημαντικό για εμένα. Θα συναντηθούν και πάλι ο γιος μου και η εγγονή μου».
Αυτά τα ικετευτικά μάτια... Θα ήθελα τόσο πολύ να έχω τα μάτια της. Σίγουρα θα ήταν διαφορετική η ζωή μου!
«Γιαγιά, πόσο ξέρεις να με χειρίζεσαι. Πάω κατευθείαν να αλλάξω και φύγαμε». «Είσαι η καλύτερη εγγονή όλου του κόσμου».
«Δεν αμφιβάλλω καθόλου!»
Προτού βγει από την πόρτα, σταματάει και μου δίνει έναν φάκελο που είχε γλιστρήσει κάτω από τη χαραμάδα. Τον αρπάζω με τρεμάμενα χέρια. Έχω αρχίσει πλέον να φοβάμαι την αλληλογραφία.
«Α! Βάλε ένα όμορφο φόρεμα, γατούλα μου, αν θέλεις. Δεν θέλω να πιάσει τη μητέρα σου κρίση όπως την προηγούμενη φορά που σε είδε με το σκισμένο τζιν».
Άξιζε πραγματικά να δεις το πρόσωπό της εκείνη την στιγμή. Ωστόσο, δεν είχα την παραμικρή διάθεση ούτε να χαμογελάσω. Ανοίγω τον κατακόκκινο φάκελο γνωρίζοντας εκ των προτέρων το περιεχόμενό του. Όλα τα απειλητικά γράμματα, που είχα λάβει, ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτό εδώ. Αμέσως, αναγνωρίζω τη γεμάτη θυμό γραφή που γεμίζει το χαρτί. Είναι γραφή χυδαία και βίαιη. Τόσο οι λέξεις όσο και τα σκισίματα πάνω στο φύλλο από τη βία και τον ξερό τρόπο γραφής δηλώνουν ξεκάθαρα το μένος του αποστολέα.
«Δεν με άκουσες. Σου έχω πει ότι μου ανήκεις και σου απαγόρευσα να δείχνεις τον κώλο σου σ’ όλο τον κόσμο. Θα έπρεπε να είχες αποσυρθεί, όταν είχες την ευκαιρία αντί να γίνεις πουτάνα. Τώρα, θα πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Από εδώ και πέρα, θα χορεύεις μόνο για εμένα. Θα έρθω να σε βρω».
Η ανάσα μου είναι κοφτή και ακανόνιστη. Τα χέρια μου τρέμουν σαν φύλλο που πέφτει στη γη. Είναι η πρώτη φορά που αυτός ο άνδρας μου ανακοινώνει την πρόθεσή του να έρθει να με βρει· γιατί σίγουρα πρόκειται για άνδρα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Τα πρώτα γράμματα που είχα λάβει μου είχαν δώσει την εντύπωση ότι επρόκειτο για έναν κάπως πιο κτητικό θαυμαστή μου. Στα γράμματά του αφηγούνταν τη ζωή μας ως ζευγάρι, όπως αυτός την φανταζόταν, περιγράφοντας γλαφυρά τις πρόστυχες φαντασιώσεις του. Όσο περνούσε ο καιρός, οι περιγραφές άρχισαν να γίνονται πιο ωμές και τα λόγια του πιο απειλητικά. Άφησε το «θέλω να σε πάρω από παντού» και έφτασε στο «θέλω να σε τρυπήσω με τον πούτσο μου και να σε γαμάω μέχρι να ουρλιάζεις από τον πόνο». Επίσης, μου καταλόγιζε την έλλειψη ανταπόκρισης και συμμετοχής στη σχέση μας. Ποια σχέση; Δεν ξέρω κανέναν τόσο διεστραμμένο που θα μπορούσε να επινοήσει μια τόσο καυτή σχέση μαζί μου. Ο τρόπος με τον οποίον με φαντασιώνεται δείχνει ξεκάθαρα πως δεν με γνωρίζει. Προφανώς, αποφάσισε να το αλλάξει αυτό. Βγάζω από την τσάντα το κινητό σε μια προσπάθεια να ανακτήσω τον έλεγχο. Από τότε που τα γράμματα έγιναν πηγή αγωνίας για εμένα, άρχισα να τα παραδίδω στον καλλιτεχνικό διευθυντή, ο οποίος έχει ήδη έρθει σε επαφή με την αστυνομία. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής, οι επιθεωρητές δεν έχουν κανένα στοιχείο και σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, δεν έχω κανέναν λόγο να ανησυχώ. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ανώνυμοι ενοχλητικοί θαυμαστές δεν περνούν ποτέ στην πράξη. Και οι υπόλοιποι; Για αυτούς δεν πήρα ποτέ απάντηση. Άρχισα να πιστεύω πως είμαι παρανοϊκή. Εντάξει, είμαι λίγο. Ας πούμε ότι έχω μια φυσική τάση να φαντάζομαι διάφορα σενάρια. Είναι, όμως, ώρα να σταματήσουν αυτά τα γράμματα.
«Κέιτλιν! Ήσουν υπέροχη. Τα σχόλια των θεατών ήταν πάρα πολύ καλά». «Ευχαριστώ, κύριε. Δεν σας παίρνω γι’ αυτό όμως».
Τον ακούω να αναστενάζει μέσα από το ακουστικό. Ούτε αυτός με εκτιμάει ιδιαίτερα. Με ανέχεται, γιατί του είμαι χρήσιμη. Του φέρνω πολλά χρήματα και έτσι, νιώθει υποχρεωμένος να κάνει προσπάθειες να με αντέχει.
«Τι μπορώ να κάνω για εσένα;» «Έλαβα ένα καινούργιο γράμμα». «Το έχουμε συζητήσει ήδη αυτό το θέμα. Πρέπει να τα προσπερνάς και να τα πετάς δίχως να τα ανοίγεις. Αυτός ο άνδρας δεν θα περάσει ποτέ στην πράξη». «Βασικά, έλαβα ένα γράμμα στο σπίτι μου και βρήκα ένα ακόμα κάτω από την πόρτα του καμαρινιού μου».
Η σιωπή που ακολουθεί με καθησυχάζει. Ίσως με πάρει επιτέλους στα σοβαρά.
«Άφησε τα γράμματα στο προσωπικό ασφαλείας φεύγοντας από το θέατρο. Θα τα παραδώσω στην αστυνομία».
«Σας ευχαριστώ, κύριε». «Τίποτα, Κέιτλιν. Να περάσεις καλά απόψε. Το αξίζεις. Θα βρεθούμε αύριο για να μιλήσουμε για την έρευνα».
«Εντάξει. Αντίο».
Μετά το τηλεφώνημα νιώθω ανακούφιση. Ελπίζω ότι με αυτά τα καινούργια γράμματα θα υπάρξει εξέλιξη στην υπόθεσή μου. Έχω ήδη αρκετό φόβο για τον κόσμο που με περιβάλλει και το μόνο που μου έλειπε ήταν ένας ψυχοπαθής στη ζωή μου.
Ετοιμάζομαι γρήγορα. Όχι επειδή βιάζομαι να συναντήσω τους γονείς μου, αλλά για να μην βλέπω αυτά τα κακοήθη γράμματα που τώρα βρίσκονται πάνω στην τουαλέτα μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, αφήνω τα γράμματα στο προσωπικό ασφαλείας και φεύγω από το θέατρο.