Читать книгу Χόρεψε, Άγγελέ Μου - Virginie T. - Страница 6

Κεφάλαιο 3

Оглавление

Κέιτλιν

Οι γονείς μου δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Ο πατέρας μου έχει όπως πάντα γκρίζα, ανακατεμένα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια όπως τα δικά μου. Η μητέρα μου, με το σινιόν της που δεν ξεφεύγει ούτε τρίχα και τις τέσσερις καρφίτσες που κρατάνε στη θέση τους το αυστηρό παντελόνι του ταγιέρ της, είναι αψεγάδιαστη. Από παιδί ακόμα με κοιτάνε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να είμαι ένα εξωγήινο ον που δεν μπορούν να αποκωδικοποιήσουν.

«Σε ευχαριστούμε που μας έκανες την τιμή με την παρουσία σου, Κέιτλιν. Βλέπω ήρθες με το πάσο σου στη συνάντησή μας! Γνωρίζεις, ωστόσο, πως η μητέρα σου δεν μπορεί να στέκεται όρθια για πολλή ώρα».

Η μητέρα μου έχει πράγματι πρόβλημα στα γόνατα λόγω αδύναμων αρθρώσεων, αλλά πονάει μόνο όταν ο καιρός είναι ψυχρός και βροχερός. Ωστόσο, απόψε ο ουρανός είναι ξάστερος.

«Καλησπέρα, μπαμπά. Έχει πολύ γλυκό καιρό για την εποχή, δεν νομίζεις; Μπορείς να δεις ακόμα και τα αστέρια».

«Μην είσαι αναιδής, Κέιτλιν».

Φυσικά. Οι γονείς μου πάντα έκαναν κόμμα, ειδικά για να μου πάνε κόντρα. Η γιαγιά μου αποφασίζει να παρέμβει, προτού το δείπνο τελειώσει πριν την ώρα του. Βασικά, προτού καν φτάσουμε στο εστιατόριο.

«Λοιπόν, ας πάμε για φαγητό. Πεθαίνω της πείνας».

Η γιαγιά μου με πιάνει αγκαζέ και περπατάμε μαζί στο πεζοδρόμιο χωρίς να μιλάμε, με τους γονείς μου να μας ακολουθούν. Έχω τη δυσάρεστη αίσθηση ότι με παρακολουθούν. Νιώθω ότι ένα βλέμμα μου καίει την πλάτη και αμέσως κρύος ιδρώτας διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη. Σίγουρα, θα μπορούσα να σκεφτώ ότι αυτή η αίσθηση οφείλεται στην παρουσία των γονιών μου, αλλά ποτέ δεν μου έχουν προκαλέσει παρόμοια σωματική αντίδραση. Με πιάνει ανατριχίλα, καθώς κοιτάω τριγύρω μήπως εντοπίσω ποιος θα μπορούσε να με παρακολουθεί. Όμως, το αδύναμο φως του φεγγαριού και οι αραιά τοποθετημένοι φανοστάτες δημιουργούν απειλητικές σκιές στο ημίφως και δεν με βοηθούν να διακρίνω καλά, αν υπάρχει κάποιος στο ημίφως.

«Κρυώνεις, αγάπη μου;» «Όχι, γιαγιά. Είμαι εντάξει. Απλώς ανυπομονώ να επιστρέψω σπίτι. Είμαι κουρασμένη».

Δεν έχω αναφέρει τίποτα για τα γράμματα στη γιαγιά μου. Δεν ήθελα να ανησυχήσει. Η ζωή της είναι ήρεμη και ειρηνική και δεν θα ήθελα να αλλάξει αυτό.

«Πότε θα με επισκεφτείς στη Βιρτζίνια; Ο καθαρός αέρας και η άπλα θα σου κάνουν σίγουρα καλό». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου, γιαγιά, αλλά η σεζόν μόλις ξεκίνησε και οι παραστάσεις της Ωραίας Κοιμωμένης θα συνεχιστούν για αρκετές εβδομάδες». «Και στη συνέχεια, θα γίνουν οντισιόν για ένα καινούργιο μπαλέτο και προφανώς, εσύ θα πάρεις τον πρώτο ρόλο, έπειτα θα αρχίσουν οι πρόβες για τη νέα παράσταση και ξανά παραστάσεις. Κατ, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ όλο αυτό».

Χαμηλώνω το κεφάλι, νιώθοντας ντροπιασμένη που είμαι τόσο κακιά εγγονή. Οι παρατηρήσεις της είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένες.

«Λυπάμαι που σε απογοητεύω, γιαγιά».

Σταματάει τόσο απότομα για να με κοιτάξει μέσα στα μάτια που οι γονείς μου πέφτουν πάνω μας.

«Ποτέ δεν θα με απογοητεύσεις, γατούλα μου. Το ακούς; Είμαι τόσο περήφανη για εσένα, το ίδιο και οι γονείς σου».

Τους ρίχνει μια έντονη ματιά που δεν τους αφήνει άλλο περιθώριο από το να απαντήσουν καταφατικά.

«Φυσικά, Κέιτλιν. Είμαστε χαρούμενοι για εσένα».

Δεν είναι βέβαια το ίδιο πράγμα με το να είναι περήφανοι, αλλά μου φτάνει και αυτό. Γνωρίζω καλά πως δεν θα πάρω κάτι καλύτερο από αυτούς. Αρχίζουμε ξανά να περπατάμε με αργό βήμα.

«Θα ήθελα μόνο να μπορούσα να σε κάνω να ανακαλύψεις και κάτι άλλο πέρα από τον χορό. Και έπειτα θέλω να σου γνωρίσω και τον Βαρακιήλ». «Τον γείτονά σου;»

Συγκατανεύει με ένα κούνημα του κεφαλιού.

«Δεν μου είχες πει ποτέ το όνομά του. Είναι πολύ παράξενο». «Μην τον κρίνεις, αν δεν τον γνωρίσεις πρώτα. Είναι ένας άγγελος, αγάπη μου».

Μα φυσικά! Η γιαγιά μου αγαπάει όλον τον κόσμο χωρίς να κάνει καμία διάκριση. Η συζήτηση θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τελειώσει εκεί. Αλλά όχι! Η μητέρα μου ήθελε προφανώς να ανακατευτεί και ξανάπιασε το θέμα από την αρχή, μόλις καθίσαμε στο τραπέζι.

«Όπως και να’ χει, γνωρίζετε πως η Κέιτλιν δεν έχει χρόνο για έρωτες, μητέρα. Θα χρειαστεί να ενδιαφερθεί για κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό της και αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει σύντομα».

Η μητέρα μου γίνεται ολοένα και πιο επικριτική. Αναρωτιέμαι γιατί πιέζεται και έρχεται να με δει, αφού είναι ξεκάθαρο πως δεν έχει καμία διάθεση. Η γιαγιά μου σίγουρα έχει παίξει ρόλο σε αυτό. Ξέρει να πείθει τους άλλους. Θα ήθελα να μπορούσα να πω στην οικογένειά μου ότι τους αγαπώ, αλλά θα έπρεπε πρώτα οι γονείς μου να με δεχτούν όπως είμαι και αυτό είναι κάτι που δεν κατόρθωσαν ποτέ. Απόψε έχει πάει αργά, είμαι κουρασμένη και η σιωπή μου θεωρείται κάθε φορά σαν απόρριψη. Στην πραγματικότητα, είναι μια αποδοχή της κατάστασης. Όπως πάντα, η γιαγιά μου κάνει τον διαιτητή στις διενέξεις μας. Πιστεύω πως αν δεν ήταν η γιαγιά μου, δεν θα υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ μας.

«Ας παραγγείλουμε. Είναι αρκετά αργά για μια ηλικιωμένη κυρία σαν εμένα».

Κοιτάζοντας τον κατάλογο, νιώθω να με πνίγει η σιωπή που επικρατεί στο δικό μας τραπέζι και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φασαρία των πελατών στα άλλα τραπέζια. Η γιαγιά μου με γνωρίζει καλά και μου σφίγγει το χέρι κάτω από το τραπέζι.

«Πήγαινε, έχεις χρόνο».

Σηκώνομαι βιαστικά, αγνοώντας τη μητέρα μου που ήδη άρχισε τις διαμαρτυρίες. Ο καθαρός αέρας μού κάνει πολύ καλό. Το ελαφρύ αεράκι μού χαϊδεύει τα πόδια και κάνει τα μάγουλά μου να κοκκινίσουν. Επωφελούμαι από την ηρεμία της νύχτας και κάνω λίγα βήματα πιο μακριά από την είσοδο του εστιατορίου. Ακουμπάω στον τοίχο και σηκώνω ψηλά τα μάτια μου στον ουρανό. Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο. Τα αστέρια λάμπουν πάνω σε αυτό το υπέροχο χαλί από μαύρο βελούδο. Θα μπορούσα να μείνω εκεί με τις ώρες και να αφήσω αυτή τη γαλήνη να γεμίσει την αναστατωμένη ψυχή μου. Μικρότερη ονειρευόμουν να μπορώ πετάξω ψηλά και να χορέψω πάνω σε ένα σύννεφο. Ένας θόρυβος από βήματα στα αριστερά μου με κάνει να πεταχτώ και να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Είμαι μια γυναίκα μόνη σε ένα σκοτεινό δρομάκι της Νέας Υόρκης. Μια ανησυχία αρχίζει να διαπερνά το κορμί μου. Στέκομαι ακίνητη. Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Θέλω να φτάσω γρήγορα στο εστιατόριο. Δεν έχω απομακρυνθεί ιδιαίτερα, αλλά η απόσταση μού φαίνεται τώρα τεράστια. Αισθάνομαι ότι κάποιος με ακολουθεί. Είμαι σίγουρη. Θόρυβος από βήματα. Και μια δυνατή ανάσα. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Το στομάχι μου σφίγγεται από την αγωνία και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Επιταχύνω το βήμα μου και νιώθω ανακούφιση, όταν φτάνω στον προορισμό μου. Ευχαριστώ τον πορτιέρη που προλαβαίνει να ανοίξει την πόρτα και με αφήνει να περάσω χωρίς να χρειαστεί να καθυστερήσω. Προστατευμένη πια πίσω από τις γυάλινες πόρτες, κοιτάω πίσω μου, αλλά το μόνο που βλέπω είναι ο έρημος και ήσυχος δρόμος. Κανένας δεν φαίνεται. Η καρδιά μου ξαναβρίσκει τον φυσιολογικό της ρυθμό, αλλά το κεφάλι μου ακόμα βουίζει από την αγωνία. Νιώθω ότι το χάος των συναισθημάτων ξυπνάει το αυτιστικό παιδί μέσα μου. Βρίσκομαι στα πρόθυρα μιας κρίσης πανικού όπως αυτές που πάθαινα σε πολύ μικρή ηλικία. Βρίσκω καταφύγιο στις γυναικείες τουαλέτες. Κλειδώνω την πόρτα και κουλουριάζομαι στο πάτωμα με τον κορμό μου να γέρνει μπρος-πίσω. Νιώθω την ανάγκη να χορέψω για να εξωτερικεύσω τον φόβο που με κατατρώει, αλλά αυτό είναι αδύνατο αυτή την στιγμή. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ σε εμένα και να αδειάσω το μυαλό μου. Πιο εύκολο είναι να το λες παρά να γίνει όμως!

Ακούγεται θόρυβος από τακούνια στα πλακάκια μπροστά από την πόρτα. Κάνω ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω, αλλά με εμποδίζει η λεκάνη που βρίσκεται πίσω μου.

«Γατούλα μου; Είσαι καλά; Σε είδα να μπαίνεις, αλλά δεν επέστρεψες στο τραπέζι».

Το άκουσμα της φωνής της γιαγιάς μου μού κάνει καλό. Αποφασίζω να συγκεντρωθώ σε αυτό, στην ίδια και τη φωνή της, μετρώντας παράλληλα από μέσα μου. Εισπνοή, 1, 2, 3, 4. Εκπνοή, 1, 2, 3, 4. Επαναλαμβάνω την άσκηση πέντε φορές συνεχόμενα. Η γιαγιά μου, αφού βημάτισε πάνω-κάτω για λίγη ώρα, κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα της τουαλέτας που βρισκόμουν εγώ.

«Άνοιξέ μου, Κατ. Το ξέρω ότι είσαι εδώ».

Τεντώνω το χέρι μου για να ξεκλειδώσω και η γιαγιά μου ανοίγει την πόρτα μαλακά. Τα μάτια της με κοιτούν λυπημένα. Κάθεται οκλαδόν μπροστά μου και μου χαϊδεύει τα μαλλιά, όπως κάνει πάντα όταν είμαι αναστατωμένη.

«Τι συμβαίνει, αγάπη μου;»

Δεν θέλω να μιλήσω. Όχι τώρα. Και κυρίως, όχι εδώ. Θα της τα πω όλα όμως. Το έχω ανάγκη. Θα το κάνω, όμως, στο σπίτι μου, εκεί που νιώθω ασφαλής. Αν πραγματικά είμαι και εκεί ασφαλής. Έχω πια αρχίσει να αμφιβάλλω.

«Οι γονείς σου σε αγαπούν, γατούλα μου. Απλώς δεν ξέρουν πώς να σου φερθούν. Δεν μπορούν να σε καταλάβουν».

«Το ξέρω, γιαγιά. Δεν πειράζει».

Προτιμώ να θεωρήσει την αντίδρασή μου ως τη λήξη αυτού του άβολου δείπνου.

«Λοιπόν, πάμε, αγάπη μου. Μην κάθεσαι κάτω. Θα αρπάξεις κανένα κρύωμα σε αυτά τα παγωμένα πλακάκια».

Με βοηθάει να σηκωθώ και κατεβάζει το φόρεμά μου που έχει σηκωθεί ελαφρώς.

«Έχει περάσει η ηλικία που μπορούσες να δείχνεις το βρακάκι σου, αγάπη μου».

Το σχόλιό της με κάνει να χαμογελάσω. Με κρατάει από το χέρι και επιστρέφουμε μαζί στο τραπέζι.

«Επιτέλους! Το φαγητό έχει σερβιριστεί εδώ και πόση ώρα. Έχουν κρυώσει πια. Τι έκανες, Κέιτλιν; Μοίραζες αυτόγραφα;»

Θα είχα βάλει τα γέλια, αν δεν ήθελα στην πραγματικότητα να κλάψω. Η μητέρα μου έχει πείσει τον εαυτό της ότι προτίμησα να γίνω διάσημη από το να ζω με την οικογένειά μου. Πόσο έξω πέφτει! Αυτό που ουσιαστικά έχω επιλέξει είναι το φυσιολογικό, είναι η ελευθερία μου. Στο κάτω-κάτω, επέλεξα να απελευθερώσω το μυαλό μου από όλα εκείνα τα συναισθήματα που με βομβαρδίζουν για χρόνια και προσπαθούν να μου επιβάλλουν μια ανιαρή ζωή, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια άποψη με εμένα. Είναι αλήθεια πως η φωτογραφία μου κάνει τον γύρο της πόλης, αφού βρίσκεται σχεδόν στα μισά λεωφορεία και εμφανίζομαι τακτικά σε όλα τα περιοδικά που αφορούν τον χορό. Ωστόσο, όπως το βλέπω εγώ, αυτό που κάνω είναι αυτό που πραγματικά αγαπώ. Και μέχρι πολύ πρόσφατα, είχα καταφέρει να μην ασχολούμαι καθόλου με την πολυπλοκότητα και τον σαματά που με περιβάλλουν.

«Τουλάχιστον, θα μπορούσες να καθίσεις για να αρχίσουμε επιτέλους το φαγητό!»

«Συγγνώμη».

Φυσικά. Όπως πάντα, ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου και είχα μείνει ακίνητη δίπλα από το τραπέζι χωρίς να καθίσω. Κάθομαι, λοιπόν, στη θέση μου και το δείπνο ξεκινά. Η βραδιά εκτυλίσσεται ακριβώς όπως και όλες οι άλλες, μέσα σε μια σχεδόν νεκρική σιωπή, που διακοπτόταν μόνο από φράσεις της γιαγιάς μου, η οποία απελπισμένα προσπαθούσε να μας κάνει να ξαναμιλήσουμε.

«Θα μπορούσαμε ίσως να πάμε όλοι μαζί μια βόλτα στην πόλη αύριο».

«Φυσικά και όχι. Η εθνική μας σταρ έχει σίγουρα καλύτερα πράγματα να κάνει για να περάσει τον χρόνο της».

Σίγουρα. Η μητέρα μου δεν θα με συγχωρήσει ποτέ για αυτό που είμαι: ανεξάρτητη. Μετά τη διάγνωση των γιατρών, η μητέρα μου είχε έντονες διαφωνίες ότι οι κρίσεις θυμού προέρχονταν από τον αυτισμό και όχι από το γεγονός ότι απλώς ήμουν απείθαρχη. Επιπλέον, είχε δηλώσει πως θα την χρειαζόμουν πάντα στο πλάι μου για να τα καταφέρω στη ζωή και πραγματικά της άρεσε αυτή η ιδέα. Πίστευε πως θα ήμουν για πάντα το κοριτσάκι της μαμάς του. Ωστόσο, το μέλλον τής απέδειξε το αντίθετο. Προτιμώ να απαντήσω στη γιαγιά μου για να αποφύγω τη διαμάχη με τη μητέρα μου.

«Δεν δουλεύω αύριο. Μας αφήνουν πάντα μια μέρα ελεύθερη. Πρέπει μόνο να πάω στην προπόνησή μου το πρωί και μετά είμαι όλη δική σου». «Θαύμα! Αυτό πρέπει να είναι πολύ σπάνιο, μιας και δεν βρίσκεις ούτε τον χρόνο να μας πάρεις τηλέφωνο!»

Η γιαγιά παρεμβαίνει όπως πάντα.

«Θα ήθελα πολύ να επισκεφθώ το νησί Έλις. Δεν έχουμε πάει ποτέ».

Ούτε εγώ έχω πατήσει το πόδι μου εκεί. Η ιδέα του να βρεθώ στριμωγμένη σε ένα φέριμποτ δεν με ενθουσίασε ποτέ, αλλά το να ξεφύγω έστω και λίγο από το Μεγάλο μήλο και τις έγνοιες μου παρέα με τη γιαγιά μου είναι μια ιδιαίτερα ελκυστική ιδέα.

«Τέλεια ιδέα, γιαγιά. Θα επιστρέψουμε μετά το μεσημεριανό. Θα αναλάβω εγώ να βγάλω τα εισιτήρια, πριν πάω στην πρόβα». «Και δεν θα μας ρωτήσεις, αν θέλουμε να έρθουμε και εμείς μαζί σας, φυσικά!»

Καταπίνω τον κόμπο που μου στέκεται στον λαιμό. Η μητέρα μου δεν δείχνει έλεος απόψε. Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσουμε τις σχέσεις μας. Δυστυχώς, όμως, δεν είμαι σε θέση να αντέξω κάτι τέτοιο σήμερα. Προτιμώ να παριστάνω την πειθήνια κόρη και να εκτονώνομαι χτυπώντας τα δάχτυλά μου στο μπράτσο της καρέκλας.

«Μπαμπά, μαμά, θέλετε να έρθετε και εσείς μαζί μας στο νησί Έλις αύριο;»

«Ε, λοιπόν, μάντεψε! Δεν μπορούμε. Δουλεύουμε αύριο. Δεν είμαστε στη διάθεση της κυρίας, όταν το αποφασίσει να μας αφιερώσει λίγο από τον χρόνο της!»

Τόσος χαμός για αυτή την απάντηση! Και έπειτα θα με κατηγορούν ότι δεν κάνω καμία προσπάθεια. Δαγκώνω την γλώσσα μου για να μην ουρλιάξω από τον θυμό που νιώθω να με πνίγει. Άντε να τελειώσει γρήγορα αυτό το δείπνο για να μπορέσω να βρεθώ και πάλι στο καταφύγιό μου και να εκτονώσω όλη την πίεση που με περικυκλώνει. Για αυτόν και μόνο τον σκοπό έχω διαμορφώσει έναν ειδικό χώρο με καθρέφτη και μπάρα κατά μήκος του τοίχου. Μια μίνι αίθουσα χορού μόνο για εμένα που με εξυπηρετεί τα βράδια, όταν δεν μπορώ να κλείσω μάτι.

Επιτέλους σπίτι μου! Με το παχυλό μου εισόδημα καταφέρνω να διατηρώ το μεγάλο μου τεσσάρι στην καρδιά της Νέας Υόρκης, κοντά στο Αμερικανικό Θέατρο Μπαλέτου χωρίς να χρειάζεται να μετακινούμαι με τα μέσα μεταφοράς. Μια πραγματική πολυτέλεια για εμένα. Πάω παντού με τα πόδια και αυτό με βολεύει πάρα πολύ. Ξεκλειδώνω την πόρτα και κάνω νόημα στη γιαγιά μου να περάσει μπροστά. Μπορεί να κρατιέται σε καλή φόρμα για την ηλικία της, αλλά βλέπω ότι έχει κουραστεί και είμαι σίγουρη ότι δεν θα αργήσει να αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Γιατί έχει, φυσικά, το δικό της δωμάτιο στο σπίτι μου. Δεν προσκαλώ ποτέ κανέναν άλλον εκτός από εκείνη και έτσι, το τρίτο δωμάτιο είναι ειδικά διακοσμημένο σύμφωνα με τα γούστα και τις προτιμήσεις της.

«Κοίτα, γατούλα μου. Ένα γράμμα βρίσκεται στο κατώφλι της πόρτας. Μήπως έχεις κρυφό θαυμαστή και μου τον κρύβεις;»

Χόρεψε, Άγγελέ Μου

Подняться наверх