Читать книгу Λυσιστράτη - Аристофан - Страница 6

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Оглавление

{Η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως, άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των Γερόντων, κρατούντων επ’ ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων και ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί και πύραυνον εις τας χείρας με άνθρακας ανημμένους.}

ΣΚΗΝΗ Α΄

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

        Τράβα, Δράκη, εμπρός με θάρρος,

κι αν τον ώμο σου τσακίζη της χλωρής εληάς το βάρος·

        συφορές ο βίος έχει

        που κανείς δεν τις παντέχει.

Ω Στρυμόδωρε!16  ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη,

πως θ’ ακούση τις γυναίκες,–που’ νε συφορά μεγάλη

        του σπιτιού και φανερή,

        και τις βόσκουμε οι μωροί,–

την Ακρόπολι να πιάσουν, και το άγαλμα ν’ αρπάξουν

της θεάς, και με τ’ αμπάρια τα προπύλαια να φράξουν;

Πάμε γρήγορα απάνω, ω Φιλούργε, ν’ ανεβούμε,

και να βάλουμ’ ένα γύρω όλα τούτα που κρατούμε,–

        τα κλαδιά απ’ την εληά,

κι όσες θέλησαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλειά,

μιά φωτιά ν’ ανάψουμ’ όλοι, σύμφωνοι και με μιά  γνώμη,

και με τούτα μας τα χέρια να τις κάψουμεν ακόμη,

και του Λύκωνος17  πεό πρώτη τη γυναίκα. Όσο ζω,

μα τη Δήμητρα! δεν πρέπει να με πάρουν για χαζό.

Ουτ’ αυτός ο Κλεομένης18  που την είχε καταλάβη,

έφυγ’ από τούτην δίχως και κακή ποινή να λάβη·

αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια,

βγήκε και με δίχως όπλα και με φόρεμα κουρέλια,

λερωμένος και βρωμιάρης, κ’ έξη χρόνια να λουσθή,

        και χωρίς να κουρευθή.

Τού ’στησαν πολιορία και τον έσφιξαν αυτού

        δεκαφτά γραμμές στρατού,

        που τις νύχτες εκοιμάτο

        στα Προπύλαι’ από κάτω.

        Τώρα που ’μ’ εδώ και πάλι,

στις εχθρές του Ευριπίδη19  κι όλων των θεών, μεγάλη

        τιμωρία να τους δώσω,

        τάχα δεν θα κατορθώσω;

        Μήπως και στο Μαραθώνα

τρόπαιό μου δεν υπάρχει [που θα μείνη στον αιώνα;]

Αλλ’ αυτό το μέρος μένει απ’ το δρόμο ως εκεί–

τούτος ο ανηφοράκης,–κι ας τραβούμε βιαστικοί.

Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη

μονομιάς, χωρίς σαμάρι·

μολονότι αυτά τα ξύλα [απ’ το βάρος κι απ’ το δρόμο]

μου τσακίσανε τον ώμο.

        Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε,

        και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε,

        μη τύχη και μας σβύση και τη χάσουμε,

        όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε.

(φυσά εις το πύραυνον)

        Φυ! φυ!

        Πω, πω! καπνός, [βρε αδελφοί!]

Ω Ηρακλή μου! ο καπνός που απ’ τη χύτρα βγαίνει,

δαγκώνει μεσ’ στα μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη.

        Εγώ δεν αμφιβάλλω

πως απ’ τη Λήμνο η φωτιά20  θα είνε δίχως άλλο,

        [κι αν την πολυφυσήσω

μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω.]

Αλλοιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κέθε φύσημά μου

        τα δυό τσιμπλόμματά μου.

Τρέχα συ λοιπόν, ω Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης

        τη θεά να βοηθήσης,

        γιατί τώρ’ αν την αφήσης,

δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσης.

(φυσά εκ νέου εις το πύραυνον).

        Φυ! φυ!

        πω, πω, καπνός, [βρε αδελφοί!]

        Τουτ’ η φωτιά να ζη και να μη σβύνη,

        κάποιου θεού βοηθάει καλωσύνη.

        Τι λέτε: πειό καλά δεν θα τα φτιάναμε,

        εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε,

        κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε,

        με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε;

Κι αν όταν τις καλέσουμε τ’ αμπάρια δεν ανοίγουν,

καίμε τις πόρτες γρήγορα και οι καπνοί τις πνίγουν.

        Κάτω λοιπόν το φόρτωμά μου.

Ποιος τάχ’ από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου21

τα ξύλα θα συλλάβη αυτά;–Μωρέ καπνός! βάι-βάι!....

(Αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται

οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνον,

και ετέρου κρατούντος δαυλόν).

Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε και πάει.

Και τώρα, χύτρα! χρέος σου το έργο σου ν’ αρχίσης

και άναψε τα κάρβουνα.–Φέρε και συ επίσης

τον αναμμένο το δαυλό!

(Λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν και επικαλείται:)

        Ω Νίκη! σε παρακαλώ

κατά των γυναικών αυτών, που κλείσθηκαν στα τείχη,

η νίκη μου κι ο θρίαμβος βοήθει να πιτύχη!

(Απέρχεται μετά του χορού εις τα παρασκήνια. Εισέρχεται

αριστερόθεν ο Χορός των Γυναικών).


ΣΚΗΝΗ Β΄

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

        Γυναίκες ρίχτε μιά ματιά·

βλέπω μιά φλόγα και καπνό, σαν να ’ρχεται από φωτιά.

(Παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως).

Όλες γρήγορα τρεχάτε! πέτα, πέτα Νικοδίκη

        πριν να κάψουν την Καλύκη–

και την Κρίτυλλα οι φλόγες,–από νόμους φοβερούς

        κι από γέρους βρωμερούς.

        Αλλά φοβάμαι τώρα

μήπως αργά εφθάσαμε και χάσαμε την ώρα.

Να ’ρθω στη βρύσι για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα

        κ’ εσπρώχθηκα και χώθηκα–

στο θόρυβο που κάνανε οι στάμνες και οι δούλες,

που έχουνε στα πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλλες.22

Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό

        και φέρνω το νερό

        βοήθεια να κάνω–

σ’ αυτές τις συνδημότιδες που καίοντ’ [εκεί πάνω.]

Μου ’παν πως μερικοί, στραβοί από τα γερατεία,

        εκάμαν’ εκστρατεία,

και ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βερειά,

        στων Προπυλαίων τη μεριά,

λες και νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν,

κι ότι με λόγια  τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν

τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε,

        και κάρβουνο ν’ αφήσουνε.

        Είθε [αυτό που λένε

να μη γενή,] ούτε να ιδώ, θεά μου, να τις καίνε,

τον τόπο και τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείνες

απ’ του πολέμου τα κακά κι απ’ τις παραφροσύνες.

Για τούτο, ω Χρυσόλοφη,23 [σ’ αυτή τη σκέψι εφθάσανε]

        και το ναό σου πιάσανε.

Αλλά, ω Τριτογένεια!24 εάν φωτιά μεγάλη

[προφθάση κι] από κάτω του κανένας άνδρας βάλη,

        μ’ εμάς να συμμαχήσης,

        [και συ νερό να χύσης.]

(Εισέρχεται η Στατυλλίς καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος,

όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί

ο Χορός των Γερόντων και λαμβάνει θέσιν έναντι).


ΣΚΗΝΗ Γ΄

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ και ΣΤΡΑΤΥΛΛΙΣ – ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

ΣΤΡΑΤΥΛΛΙΣ

        Βρε άφες με!

(Διαφεύγει των χειρών του Γέροντος και ενούται

με τας λοιπάς του Χορού).


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

        Τι είν’ εκεί;

        Άνδρες κακοί!

Αυτά που κάνετε εσείς, όσ’ είνε τιμημένοι

και ευσεβείς δεν κάνουνε.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

        Ποιος να το περιμένη

αυτό το πράμα πως θα ιδή; Να, που ’χει ξεκινήση

κι άλλο γυναικομάζωμα στις πόρτες να βοηθήση.


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τι; μας εφοβηθήκατε; ημείς [που τώρα βγήκαμε]

        πολλές σας εφανήκαμε;

        δεν είδατε ακόμα

ούτε και το μυριοστόν απ’ το δικό μας κόμμα.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Φαιδρία! πώς; θ’ αφήσουμε αυτές με τέτοια γλώσσα

        να κοπανάνε τόσα;

        Δεν πρέπει να τις πιάσουμε

και όλα τούτα τα ραβδιά στη ράχη τους να σπάσουμε;


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

        Και από μας η κάθε μιά

        θα βάλη κάτω τα σταμνιά,

να μη μας εμποδίζουνε, και τότε διορθώνει

αυτόν, που κατ’ επάνω μας το χέρι του ξαμώνει.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Ω, μα τον Δία! αν κανείς, με χαστουκιές γερές,

        τους τσάκιζε δυό-τρεις φορές,

--όπως κι αυτού του Βούπαλου25--τις δυό τους τις μασέλες,

τώρα δεν θα ’χανε φωνή [να λένε τέτοιες τρέλλες!]


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

        Εδώ στεκόμαστε μπροστά,

        κι ας έρθη όποιος του βαστά·

μα [θα σε κάμω εγώ να ειπής, πως] ούτε σκύλλα είδες

να σ’ έχη αρπάξη πειό γερά από τις δυό σου αρχίδες.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

        Αν ίσως δεν σωπάσης,

το τελευταίο γήρας μου κακά θα δοκιμάσης.


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

        Σαν θέλης παρ’ τα μούτρα σου,

την Στρατυλλίδα άγγιξε, [να ιδής πού πάει η κούτρα σου.]


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Τι θα μου κάνης, στις σβερκιές αν έλθω και σ’ αρχίσω;


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τ ’άντερα και τα πλεμόνια σου με δαγκανιές θα χύσω.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Κανείς δεν είνε πειό σοφός από τον Ευριπίδη,

[που τις γυναίκες πάντοτε τις στρώνει στο βρισίδι]·

γιατί ως σήμερα στη γη δεν είνε γεννημένα

πλάσματα αναιδέστερα [και πειό ξετσιπωμένα].


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμπρός Ροδίππη, τα σταμνιά, [μη χάνουμε καιρό].


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Γιατί, θεοκατάρατες! εφέρατε νερό;


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Γιατί, μωρέ ψοφήμι συ, ήλθες φωτιά ν’ ανάψης;

        το σώμα σου θα κάψης;


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Ήλθα ν’ ανάψω τη φωτιά τις φίλες σου να ψήσω.


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Έ, ήλθα τη φωτιά κ’ εγώ με το νερό να σβύσω.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

        Θα ρίψης στη φωτιά νερά;


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

        Θα στ’ αποδείξω μια χαρά.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Σε ξεροψήνω στη στιγμή με το δαδί που φέρω.


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Αν ήσαι βρώμιος κι άπλυτος λουτρό θα σου προσφέρω.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Θα κάμης συ λουτρό σ’ εμέ, μωρή βρωμοσουπιά;


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Θα ’ν’ και λουτρό του γάμου σου.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

        Ακούς ξεδιαντροπιά!


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μα είμ’ εγώ ελεύθερη.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

        Κ’ εγώ θα στο βουλώσω

το στόμα σου, που τ’ άφησες και τσαμπουνάει τόσο.


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Αλλά στο δικαστήριο δεν θα ’χης πειά δουλειά.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

        Μώρ’ δεν της καίτε τα μαλλιά!


16

Εκ του ονόματος τούτου ολόκληρον το ανωτέρω χορικόν ονομάζεται και «Στρυμόδωρος».

17

Ονομάζει ενταύθα γνωστήν εταίραν εν Αθήναις, Ροδίαν ονομαζομένην, μητέρα του Αυτολύκου και σύζυγον του Λύκωνος· «ώσπερ επί την Λύκωνος έρρει πας ανήρ» (Εύπολις).

18

Στρατηγός Λακεδαιμόνιος, εκστρατεύσας κατά της Αττικής κατέλαβε την Ακρόπολιν· πολιορκηθείς δε υπό των Αθηναίων ηναγκάσθη να εξέλθη υπό συνθήκην.

19

Ως γνωστόν ο Ευρυπίδης ήτο μισογύνης, ο δε Σοφοκλής σκώπτων αυτόν έλεγεν: «εν γε ταις τραγωδίαις μισογύνης εστίν, εν δε τη κλίνη φιλογύνης».

20

«Λήμνιον πυρ» (σ.299): παίζει με την φράσιν, εννοών την παροιμίαν «λήμνιον κακόν», προκύψασαν εκ του γνωστού εγκλήματος των γυναικών της Λήμνου, αι οποίαι κατά τον Ευριπίδην «Λήμνον άρδην αρσένων εξώκισαν», δηλαδή εφόνευσαν τους άνδρας των, διότι είχον επιδοθεί εις την παιδεραστίαν.

21

Εννοεί τους εν Σάμω στρατηγούς, δυστυχήσαντας εις τον πόλεμον, λέγει δε: ποίος απ’ αυτούς θα συλλάβη το αναμμένον  ξύλον, δια να (καή) γίνη περισσότερον δυστυχής;

22

«Στιγματίαι»: αι δούλαι έστιζον τα πρόσωπα προς διάκρισιν από των ελευθέρων.

23

Τίτλος της Αθηνάς

24

Ωσαύτως από της Τριτωνίδος λίμνης της Λιβύας, περί την οποίαν η Αθηνά εγεννήθη εκ της κεφαλής του Διός, είτε εκ της λέξεως τ ρ ι τ ώ, ήτις αιολιστί σημαίνει κεφαλήν.

25

Αγαλματοποιός διακωμωδούμενος.

Λυσιστράτη

Подняться наверх