Читать книгу Εκκλησιάζουσαι - Аристофан, Aristophanes - Страница 3
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΣΚΗΝΗ Α'
ОглавлениеΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εξέρχεται μετά προφυλάξεως εκ της οικίας της, κρατούσα λύχνον ανημμένον, τον οποίον τοποθετεί επί τινος λίθου και ομιλεί προς αυτόν:1
Ώ φως λαμπρό του λύχνου μου! – που στον τροχό τον πλάσανε,
και ύστερα ψηλά ψηλά στο σπίτι τον κρεμάσανε!
Λύχνε, θα ειπώ την τύχη σου και την καταγωγή:
Βγαλμένος από τον τροχό, που ζύμωσε τη γη,
χύνεις αχτίνες λαμπερές, κ' η [λαδερή σου] μύτη
λαβαίνει όλες της τιμές του Ήλιου μέσ' στο σπίτι.
Λοιπόν το φως σου χύνε
'ς ό,τι μαζύ σου είνε.
Τα μυστικά μας έχουμε και όλα τα κρυμμένα
'ς εσέ φανερωμένα, —
γιατί ποτέ δεν κρύψαμε απ' το δικό σου μάτι
της στάσεις, που λαβαίνουμε απάνω στο κρεββάτι,
ούτε μπορέσαμε ποτέ μέσ' στα κρυφά μας δώματα,
να κρύψουμ' από το μάτι σου τα ντούρα μας τα σώματα,
και κάθε μας κρυφή μεριά φωτίζεις μοναχός σου,
και όπου τρίχες μας ανθούν, γυαλοκοπούν στο φως σου.
Κι' όταν, από τους άνδρες μας κρυφά, στης αποθήκες
πάμε για φρούτα και κρασί, πάντα μπροστά μας βγήκες,
και μολονότι εγκληματείς μαζύ μας τόσους χρόνους,
ποτέ δεν το μαρτύρησες, λυχνάρι, στους γειτόνους!
Γι' αυτό θα μάθης σήμερα, [αγαπητό καντήλι μου],
ό,τι εσυμφωνήσαμε εγώ και κάθε φίλη μου
στων Σκίρων την πανήγυρι.. Μα [βλέπω ερημιά],
κι' απ' όσες καρτερώ ναρθούν, δεν φαίνεται καμμιά..
Κοντεύει όμως η αυγή,
και είνε χρέος η Βουλή πρωί πρωί να βγη..
Και πρέπει να προφθάσουμε
της έδρες τους να πιάσουμε,
– που κάποτ' ο Φυρόμαχος είπε γι' αυτές, πως «πρέπει
η πόρνες όταν κάθωνται κανείς να μη της βλέπη».
Τι να συμβαίνη άρα γε; μήπως δεν είχαν έννοια
να ράψουνε τα γένεια,
που είπαμε να φέρνουμε, ή μήπως δεν μπορούνε
να κλέψουν τα φορέματα, που οι άνδρες τους φορούνε;
Μα βλέπω ένα φως εκεί που φθάνει γάλι-γάλι·
μήπως είν' άνδρας πούρχεται; εγώ το στρίβω πάλι.
(Διατίθεται να παραλάβη τον λύχνον και να φύγη. Εισέρχεται αριστερόθεν η Α' ΓΥΝΗ φέρουσα λύχνον, περιβολήν ανδρικήν ανά χείρας μετά πλαστής γενειάδα και βακτηρίαν).
1
Ο μονόλογος ούτος της Πραξαγόρας πρέπει ν' απαγγέλληται υπό του ηθοποιού όσον οίον τι πομπωδώς, διότι διά τούτου παρωδεί και σατιρίζει ο Αριστοφάνης το ύφος των τραγικών ποιητών.