Читать книгу Εκκλησιάζουσαι - Аристофан, Aristophanes - Страница 5

ΜΕΡΟΣ ΔΕΎΤΕΡΟΝ

Оглавление

(Η σκηνή παριστά το αυτό μέρος με το της προηγουμένης πράξεως. Εξέρχεται ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ, φέρων στενάς γυναικείας εμβάδας εις τους πόδας, ημίγυμνος και κακώς κρυπτόμενος υπό βραχύ ερυθρόν γυναίκειον χιτώνιον. Κρατεί την κοιλίαν του και προφανώς αναζητεί κατάλληλον θέσιν προς αφόδευσιν. Είνε νυξ).

ΣΚΗΝΗ Α'

ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος

Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!.. είνε σχεδόν ημέρα,

κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα.

Πώς γλίστρησε; … τι εστάθηκε;…

πού πήγε και μου χάθηκε;…

Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω·

ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω

και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα

εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.

Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίση

κ' εχτύπαγε με βιάσι,

πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει,

κι' αυτό το πανωφόρι..

Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση;

Έ, νύχτα, – όπου κι' αν σταθής πάντα θα βρης μία θέσι·


Εκκλησιάζουσαι

Подняться наверх