Читать книгу Τίμαιος, Τόμος Β - Платон - Страница 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIV
ОглавлениеΤα διάφορα γένη ή ποιότητες του πυρός – του αέρος – και του ύδατος (Χημεία).
Μετά ταύτα πρέπει να έχωμεν κατά νουν ότι πολλά είδη πυρός υπάρχουσιν, ως η φλοξ και εκείνο όπερ απορρέει εκ της φλογός και όπερ δεν καίει μεν, αλλά δίδει φως εις τους οφθαλμούς, και εκείνο όπερ εκ του πυρός μένει εις τα διάπυρα σώΔ. | ματα, όταν η φλοξ σβεσθή25. Κατά τον αυτόν τρόπον εις τον αέρα υπάρχει το καθαρώτατον μέρος ονομαζόμενον αιθήρ, και το θολερώτατον καλούμενον νέφος και σκότος, και άλλα είδη χωρίς όνομα, τα οποία εγεννήθησαν διά την ανισότητα των τριγώνων. Τα δε είδη του ύδατος είναι κατά πρώτον δύο, το υγρόν και το χυτόν26. Το μεν υγρόν, επειδή σύγκειται εκ μερών ύδατος σμικρών και ανίσων, είναι κινητόν υφ' εαυτού και υπ' άλλου, ένεκα της ανωμαλίας του και των ιδιοτήτων του Ε. | σχήματός του. Το άλλο όμως, επειδή αποτελείται εκ μερών μεγάλων και ίσων, ον στασιμώτερον του πρώτου και βαρύ, είναι συμπαγές ένεκα της ομαλότητός του, αλλ' υπό την ενέργειαν του πυρός, το οποίον διαπερά και διαλύει αυτό, αποβάλλον το ομοιόμορφον αυτού αποκτά περισσοτέραν κίνησιν, και επειδή γίνεται ευκίνητον, ωθείται υπό του πλησίον αέρος και εκτείνεται επί της γης, και τήξις μεν η διάλυσις της μάζης του, ροή δε η επί της γης διάχυσις αυτού ωνομάσθησαν, έκα59. | στον των παθών τούτων. Και πάλιν, όταν εξέρχηται εξ αυτού το πυρ, επειδή τούτο δεν μεταβαίνει εις το κενόν, ο πλησίον αήρ, ωθούμενος υπ' αυτού και ωθών τον υγρόν όγκον, ακόμη ευκίνητον όντα, εις τους τόπους τους οποίους αφήκε κενούς το πυρ, τον συμπιέζει εις εαυτόν· ούτος δε (ο υγρός όγκος) διά της πιέσεως επανακτών την ομαλότητα αυτού, διότι απήλθε το πυρ, το αίτιον της ανωμαλίας, γίνεται ως πρότερον ο αυτός προς εαυτόν. Και η μεν αποχώρησις του πυρός ωνομάσθη ψύξις, η δε μετά την αποχώρησιν τούτου συμπύκνωσις ωνομάσθη πήξις.
Εξ όλων δε τούτων, όσα ωνομάσαμεν χυτά ύδατα, εκείνο το Β. | οποίον, επειδή γίνεται εκ λεπτοτάτων και ομαλωτάτων μερών, είναι το πυκνότατον, έν απλούν είδος μετέχον χρώματος στιλπνού και ξανθού, απόκτημα πολυτιμότατον, είναι ο χρυσός, όστις γίνεται στερεός, διότι υπέστη διήθησιν διά μέσου πέτρας.
Και ο όζος του χρυσού, όστις διά την πυκνότητα αυτού είναι σκληρότατος και μελανός το χρώμα, ωνομάσθη αδάμας27. Εκείνο δε ου τα μέρη είναι μικρά ως τα του χρυσού, αλλ' έχει είδη πλείω του ενός, είναι δε και πυκνότερον του χρυσού, και C. | έχει ολίγον και λεπτόν μέρος γης, ώστε να είναι σκληρότερον, αλλά επειδή έχει εντός εαυτού μεγάλα διαλείμματα, είναι ελαφρότερον, τούτο είναι έν είδος εκ των λαμπρών και συμπιεστών υδάτων και στερεοποιηθέν αποτελεί τον χαλκόν.
Το δε μέρος της γης το μιχθέν μετ' αυτού, όταν και τα δύο παλαιούμενα αποχωρίζωνται πάλιν απ' αλλήλων, γινόμενον φανερόν ως υπάρχον καθ' εαυτό λέγεται ιός (σκωρία). Περί δε των άλλων, εκ των τοιούτων ουδόλως είναι δύσκολον να εξηγηθή τις ακόμη, ακολουθών την πιθαναλογίαν διά της οποίας, (όταν Δ. | χάριν αναπαύσεως αφίνη τους λόγους περί των αιωνίων όντων και προσέχων εις τους πιθανούς λόγους περί εκείνου, όπερ γίνεται, αποκτά ηδονήν αμεταμέλητον), δύναται να εύρη παιδιάν μεμετρημένην και φρόνιμον εν τη ζωή του. Ούτω δε και ημείς τώρα ομοίως οδηγούμενοι, ως πρότερον, θα εκθέσωμεν περί των πραγμάτων τούτων τας εξής πιθανότητας τοιουτοτρόπως.
Το ύδωρ, αναμιχθέν με το πυρ, όσον είναι λεπτόν και υγρόν (και διά την κίνησιν και τον δρόμον, τον οποίον λαμβάνει κυλιόμενον επί της γης, λέγεται υγρόν), και μαλακόν συνάμα, διότι αι βάσεις αυτού, ούσαι ολιγώτερον στερεαί παρά τας βάσεις της γης, ευκόλως υποχωρούσι, τούτο (το ύδωρ), όταν αποχωρισθέν Ε. | από του πυρός και από του αέρος μείνη μόνον, γίνεται ομαλώτερον και διά την αποχώρησιν εκείνην συνωθείται εις εαυτό· και τοιουτοτρόπως πυκνωθέν, εκείνο όπερ πάσχει τούτο εις μέγαν βαθμόν υπεράνω της γης λέγεται χάλαζα, το δε επί της γης παθόν τούτο ονομάζεται κρύσταλλος (πάγος), το δε παθόν εις ολιγώτερον βαθμόν και κατά το ήμισυ μόνον πηχθέν, τούτο, αν είναι υπεράνω της γης, καλείται χιών, και εάν πυκνωθή επί της γης και γεννάται εκ της δρόσου, λέγεται πάχνη.
Αι δε πολυάριθμοι ποιότητες ύδατος, αι οποίαι είναι ανάμικτοι 60. | μεταξύ των και διυλίζονται διά των φυτών της γης όλαι ομού λέγονται χυμοί. Ούτοι δε, ένεκα των αναμίξεων, επειδή είναι έκαστος διάφορος του άλλου, οι μεν περισσότεροι απετέλεσαν ανώνυμα είδη, τέσσαρα όμως, τα οποία περιέχουσι πυρ, επειδή ήσαν μάλλον προφανή, έλαβον ίδια ονόματα· και το μεν δυνάμενον να θερμαίνη την ψυχήν άμα και το σώμα είναι ο οίνος· το δε άλλο, το οποίον είναι λείον και ικανόν να διαστέλλη την όρασιν και διά τούτο, είναι λαμπρόν κατά την όψιν και φαίνεται στιλπνόν και παχύ είναι το ελαιώδες είδος, ήτοι η πίσσα, Β. | ο χυμός της ρητίνης, αυτό το έλαιον και όσοι άλλοι χυμοί είναι της αυτής φύσεως. Εκείνο δε το είδος, το οποίον είναι διαχυτικόν όσον το επιτρέπει η φύσις του οργανισμού του στόματος, και διά της ιδιότητος ταύτης παράγει την γλυκύτητα, έλαβεν εν γένει το όνομα μέλι· και εκείνο, όπερ διαλύει με την καυστικότητα αυτού τας σάρκας και κάμνει αφρόν και καλώς διακρίνεται από όλους τους άλλους χυμούς, ωνομάσθη οπός.
25
Το πυρ λοιπόν του Πλάτωνα περιέχει 1)την φλόγα, 2) το φως, 3) την θερμότητα.
26
Και εκ τούτου δείκνυται, ότι τα 4 στοιχεία θεωρεί ο Πλάτων 4 καταστάσεις της ύλης, και ότι η ύλη αποδίδεται εις την μίαν ή την άλλην των καταστάσεων τούτων καθ' όσον δύναται ν' ανάγηται εις αυτήν. Ούτω και τα μέταλλα ανάγονται εις το δεύτερον είδος του ύδατος, διότι εις υψηλήν θερμοκρασίαν δύνανται να διαλύωνται, ενώ εις το πρώτον ανήκουσι τα σώματα, τα οποία είναι υγρά εις την κανονικήν θερμοκρασίαν. Αι καταστάσεις αύται είναι, ως είπομεν, μόνον ποιότητες.
27
Όζος δηλοί δεσμός, βλαστός, ενταύθα δε το σκληρότερον μέρος του μετάλλου. Αδάμας δεν δηλοί το γνωστόν πολύτιμον ορυκτόν, αλλ' είδος σκληροτάτου σιδήρου, πιθανώς αιματίτην.