Читать книгу Τίμαιος, Τόμος Β - Платон - Страница 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXVI
ОглавлениеΟργανικά παθήματα (εντυπώσεις) και αισθήσεις. Απτικά αισθήματα. Εντύπωσις του θερμού εξηγουμένη εκ της φύσεως του πυρός. Εντύπωσις του ψυχρού εξηγουμένη εκ των περί το σώμα υγρών τεινόντων να εισέλθωσιν εις αυτό. Το αίσθημα του σκληρού και του μαλακού. Το βαρύ και το κούφον, το κάτω και το άνω, εξηγούμενα εκ του νόμου καθ' ον το όμοιον έλκει προς εαυτό το όμοιον. Η εντύπωσις του λείου και του τραχέος 32.
Και τα μεν ποικίλα είδη, τα οποία γεννώνται εκ των διαφόρων σχημάτων, εκ των συνδυασμών και εκ των αμοιβαίων μεταβολών αρκετά έχουσιν αποδειχθή. Τώρα δε πρέπει να προσπαθήσωμεν να διασαφήσωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις, διά ποίας αιτίας γίνονται. Πρώτον λοιπόν εις πάντα, περί των οποίων γίνεται λόγος, πρέπει να υπάρχη μία σχετική αίσθησις33. Αλλά περί της γενέσεως της σαρκός και των σχετικών με την σάρκα, και περί της ψυχής, καθ' όσον είναι θνητή, δεν ωμιλήσαμεν ακόμη. Αλλ' ούτε περί τούτων χωριστά από των αισθητικών Δ. | εντυπώσεων, ούτε περί εκείνων άνευ τούτων είναι δυνατόν να ομιλήσωμεν προσηκόντως, συγχρόνως δε περί αμφοτέρων να είπωμεν είναι σχεδόν αδύνατον. Πρέπει λοιπόν να προτάξωμεν πρότερον τα μεν, εις δε τα άλλα, τα οποία θα επιταχθώσι, θα επανέλθωμεν περαιτέρω. Ίνα λοιπόν αι εντυπώσεις εξηγηθώσιν ευθύς μετά τα (παράγοντα αυτάς) είδη, ας αρχίσωμεν πρώτον από τας κοινάς εις το σώμα άμα και εις την ψυχήν.
Και πρώτον, πως λέγομεν ότι το πυρ είναι θερμόν, ας ίδωμεν, εξετάζοντες το ζήτημα ως εξής, σκεπτόμενοι δηλ. περί του χωρισμού και της διαιρέσεως, τα οποία δι' αυτού γίνονται εις το Ε. | σώμα ημών. Ότι η εντύπωσις αύτη είναι τι οξύ, τούτο σχεδόν πάντες αισθανόμεθα. Πρέπει δε να υπολογίσωμεν την λεπτότητα των πλευρών και την οξύτητα των γωνιών και την σμικρότητα των μερών και την ταχύτητα της κινήσεως, διότι δι' όλα ταύτα το πυρ ον βίαιον και οξέως κοπτερόν κόπτει πάντοτε ό,τι ήθελε 62. | τύχει, και να ενθυμηθώμεν την γέννησιν του σχήματος του πυρός, ότι δηλ. είναι ακριβώς αύτη η φύσις και όχι άλλη, ήτις διαιρούσα τα σώματα ημών και εις μικρά μέρη κατακερματίζουσα αυτά παράγει το πάθος τούτο, το οποίον λέγομεν θερμότητα, και άμα το όνομα αυτού. Το δε πάθημα το εναντίον εις τούτο είναι μεν φανερόν, αλλ' όμως ας μη μείνη ανεξήγητον. Τα χονδρά δηλαδή μέρη των πέριξ του σώματος ημών υγρών, εισερχόμενα εις αυτό και αποδιώκοντα τα μικρότερα, επειδή δεν δύνανται να Β. | εισδύσωσιν εις τας θέσεις τούτων, συμπιέζουσι το υγρόν το οποίον είναι εν ημίν, και εξ ανωμάλου και τεταραγμένου διά την ομαλότητα και την πίεσιν το καθιστώσιν ακίνητον και ομαλόν. Τούτο δε παρά φύσιν συμπιεζόμενον, μάχεται κατά φύσιν αυτό εαυτό απωθούν προς το εναντίον. Εις την μάχην λοιπόν ταύτην και εις τον σεισμόν τούτον εδόθη όνομα τρόμος και ρίγος, και η όλη εντύπωσις αύτη και το παράγον αυτήν ωνομάσθη ψυχρόν (ψύχος). Σκληρόν δε ωνομάσθη παν σώμα εις το οποίον υποχωρεί η σαρξ ημών, μαλακόν δε το υποχωρούν εις την σάρκα. Ούτω δε και μεταξύ των τα σώματα. Υποχωρούσι δε όσα στηρίζονται επί μικρών βάσεων, και διά ταύτα, το αποτελούμεC. | νον εκ βάσεων τετραγώνων, επειδή καλώς στηρίζεται, είναι το μάλλον ανθιστάμενον είδος και εκείνο όπερ, όταν φθάση εις την μεγίστην πυκνότητα, δύναται ν' αντιτάξη την μεγίστην αντίστασιν.
Το βαρύ δε και το ελαφρόν δύνανται να εξηγηθώσι σαφέστατα, αν εξετασθώσι σχετικώς, με το λεγόμενον άνω και κάτω.
Διότι ουδόλως είναι ορθόν να νομίζωμεν ότι εν τη φύσει υπάρχουσι δύο τόποι εναντίοι, οι οποίοι περιλαμβάνουσι το παν εις δύο μέρη διαιρούντες αυτό, ο είς μεν κάτω, εις τον οποίον φέρονται πάντα όσα έχουσιν όγκον τινά σώματος, ο άλλος δε D. | άνω, εις τον οποίον παν ό,τι έρχεται ακουσίως έρχεται.
Διότι, επειδή όλος ο κόσμος είναι σφαιροειδής, τα πράγματα, τα οποία ισαπέχοντα του κέντρου είναι εις τα άκρα, πρέπει κατά φυσικήν ανάγκην να είναι άκρα κατά τον αυτόν τρόπον, το δε κέντρον, απέχον κατά το αυτό μέτρον από τα άκρα, πρέπει να θεωρήται ότι είναι εις αντίθεσιν προς πάντα. Λοιπόν, επειδή τοιούτος φύσει είναι ο κόσμος, ποίον των ειρημένων πραγμάτων θα ηδύνατό τις να θέση άνω ή κάτω χωρίς να φανή δικαίως ότι αποδίδει εις αυτό όνομα, όπερ ουδόλως αρμόζει εις αυτό; Τω όντι ο τόπος, όστις είναι εν τω μέσω του κόσμου, δεν είναι δίκαιον να λέγηται ότι φύσει είναι άνω ούτε κάτω, αλλά μόνον ότι είναι εις το μέσον, και ο εν τη περιφερεία φανερώς δεν είναι εν τω μέσω, ούτε έχει μέρος τι ιδικόν του, όπερ είναι εις αναφοράν, διάφορον αλλού μέρους προς το μέσον ή προς άλλο, όπερ κείται εις αντίθεσίν προς αυτό34. Και όταν τι είναι φύσει πανταχόθεν ομοιόμορφον, ποία ονόματα εναντία αποδίδων τις εις αυτό και τίνι τρόπω θα ηδύνατο να νομίζη ότι λέγει ορθά; Διότι, και αν 63. | υπήρχεν εις το κέντρον του παντός στερεόν σώμα ισόρροπον, ουδέποτε θα ηδύνατο να φερθή εις κανέν των άκρων, αφού ταύτα είναι πανταχόθεν όμοια. Αλλά και αν τις ήθελε πορευθή πέριξ αυτού κυκλικώς σταματών πολλάκις αντίπους, τον αυτόν τόπον αυτού θα έλεγεν εκάστοτε άνω και κάτω. Τω όντι, επειδή, ως είπομεν ήδη, το όλον είναι σφαιροειδές, δεν είναι φρονίμου ανθρώπου ίδιον να λέγη, ότι τόπος τις αυτού κείται κάτω, άλλος δε άνω. Πόθεν δ' ελήφθησαν τα ονόματα ταύτα, και εις ποία πράγματα αποδίδοντες αυτά συνηθίσαμεν εξ αιτίας αυτών διαιρούντες και τον κόσμον όλον ομοίως να ομιλώμεν περί αυτού, πρέπει περί τούτου να συνεννοηθώμεν ορμώμενοι εκ των ακολούΒ. | θων αρχών. Εάν εις τον τόπον του σύμπαντος, τον οποίον η φύσις του πυρός κατέλαβεν35 ιδία, όπου και είναι συνηθροισμένον το μεγαλύτερον μέρος αυτού, προς το οποίον φέρεται παν άλλο πυρ, αναβάς τις εις εκείνον τον τόπον και έχων δύναμιν εις τούτο, ήθελεν αφαιρέσει μέρη του πυρός τούτου και θέσας εις τας πλάστιγγας ήθελε τα ζυγίσει, καθ' όσον ήθελεν ανυψοί τον ζυγόν και έλκει το πυρ διά της βίας εις τον ανόμοιον προς αυτό αέρα, είναι φανερόν ότι η μικροτέρα μερίς θα υπεχώρει εις την C. | δύναμιν του ευκολώτερον μεγαλυτέρου36. Διότι, όταν δύο πράγματα ανυψώνται ομού από μίαν μόνην δύναμιν, κατ' ανάγκην το μικρότερον υποχωρεί εις την βίαν περισσότερον, το δε μεγαλύτερον ανθιστάμενον υποχωρεί ολιγώτερον, και το μεν πολύ λέγεται βαρύ και ότι φέρεται κάτω, το δε σμικρόν λέγεται ελαφρόν και ότι φέρεται άνω. Το αυτό τούτο δυνάμεθα να εύρωμεν και ενεργούντες επί του τόπου τούτου ημών. Ιστάμενοι δηλαδή επί της γης, όταν εις διαφόρους πλάστιγγας ζυγίζωμεν γεώδεις ουσίας, ενίοτε δε και αληθινήν γην, τας σύρομεν διά της βίας και παρά φύσιν εις τον αέρα, όστις είναι ανόμοιος με αυτάς, ενώ D. | και αύτη και εκείνη (η γη) τείνουσι προς το όμοιον αυτών· αλλά τότε το μικρότερον ευκολώτερον του μεγαλυτέρου υποχωρεί εις το βιάζον αυτό και πορεύεται προς το ανόμοιον· λοιπόν τούτο ονομάζομεν ελαφρόν, το δε μέρος προς το οποίον το βιάζομεν καλούμεν άνω, το δε εναντίον πάθος καλούμεν βαρύ και τον τόπον κάτω. Ότι δε ταύτα έχουσιν αναφοράν διάφορον μεταξύ των συμβαίνει κατ' ανάγκην, διότι η αρχική μάζα εκάστου στοιχείου κατέχει τόπον διάφορον και εναντίον του των άλλων. Τω όντι εκείνο, όπερ είς τινα τόπον είναι ελαφρόν αναφορικώς προς εκείνο, όπερ είναι ελαφρόν εις αντίθετον τόπον, και το βαρύ αναφορικώς προς το βαρύ και το κάτω προς το κάτω και το άνω προς το άνω, όλα Ε. | ταύτα θα ευρεθώσιν ότι και συμβαίνουσι και είναι μεταξύ των εναντία και πλάγια και όλως διάφορα37. Το εξής όμως πρέπει να διανοώμεθα περί όλων αυτών, ότι δηλ. η τάσις προς το συγγενές η υπάρχουσα εις όλα κάμνει (να καλώμεν) βαρύ το φερόμενον σώμα, και κάτω τον τόπον εις τον οποίον φέρεται το τοιούτον, τα δε έχοντα εναντίαν διεύθυνσιν λαμβάνουσιν εναντία ονόματα. Περί των παθημάτων λοιπόν τούτων ας είναι αύται αι αιτίαι, τας οποίας ημείς προβάλλομεν.
Την αιτίαν δε της εντυπώσεως του λείου και του τραχέος, πας οιοσδήποτε, προσέξας μόνον, δύναται και εις άλλον να είπη 64. | αυτήν, είναι δηλ. σκληρότης ηνωμένη με ανωμαλίαν, του λείου δε αιτία είναι ομαλότης ηνωμένη με πυκνότητα.
32
Η Φυσική και η Φυσιολογία του Πλάτωνος, λέγει ο Έγελος, είναι ως παιδική προσπάθεια προς κατανόησιν των αισθητών φαινομένων εν τη πολλαπλότητι αυτών. Πολλαχού αναγνωρίζομεν την θεωρητικήν νόησιν, αλλά ως επί το πλείστον η εξήγησις γίνεται κατά όλως εξωτερικόν τρόπον· π.χ. κατά εξωτερικήν τελολογίαν. Η μέθοδος καθ' ην ο Πλάτων πραγματεύεται την φυσικήν, είναι διάφορος της σημερινής, διότι, ενώ παρ' αυτώ λείπει η εμπειρική γνώσις, εν τη νεωτέρα φυσική λείπει η ιδέα. Οπωσδήποτε ο Πλάτων ενίοτε εκφέρει βαθυτάτας κρίσεις και θεωρίας.
33
Πάντα τα πράγματα πρέπει να θεωρώνται κατ' αναφοράν προς τας αισθήσεις ημών. Ενταύθα είμεθα εις τους πιθανούς συλλογισμούς, ουχί εις τους απολύτους. Η ύλη είναι αντικείμενον της αισθήσεως, διό πρέπει να θεωρήται ουχί καθ' εαυτήν, όπως έως τώρα εγίνετο, αλλά σχετικώς προς τον ιδικόν μας τρόπον του αισθάνεσθαι.
34
Επειδή ο κόσμος είναι σφαιρικός, δεν δύναται να υπάρχη μέρος αυτού άνω και άλλο κάτω. Προ πάντων το κέντρον δεν είναι ούτε άνω ούτε κάτω, διότι πάντα στρέφονται πέριξ αυτού, και τούτο είναι προς πάντα εν τη αυτή αναφορά. Και πάλιν έκαστον σημείον της περιφερείας ισαπέχει του κέντρου, επομένως και το ζενίθ είναι ως το ναδίρ.
35
Η γη κατέχει το κέντρον, το πυρ τα άκρα, και μεταξύ αυτών το ύδωρ, εγγύτερον εις την γην, και ο αήρ εγγύτερον εις το πυρ. Αλλ' υπάρχουσι και μέρη των στοιχειωδών τούτων σωμάτων διεσπαρμένα πανταχού του κόσμου.
36
Η βαρύτης ενταύθα εξηγείται διά της τάσεως του ομοίου προς το όμοιον. Ούτω το πυρ τείνει προς το πυρ, η γη προς την γην. Ημείς, οικούμεν την χώραν του ύδατος και της γης, διό, αν θέσωμεν ύδωρ ή γην εις την πλάστιγγα, τα βλέπομεν βαρύνοντα προς τα κάτω, διότι τείνουσι να ενωθώσι με την μάζαν αυτών. Το αυτό θα συνέβαινε και εις το πυρ, εάν ηδυνάμεθα να κάμωμεν ανάλογον πείραμα εν τη χώρα του. Θα εβλέπομεν τότε εκεί φαινόμενον έλξεως ανάλογον με το ημέτερον, ουχί όμως προς την γην, αλλά προς την σφαίραν του πυρός. Ούτως αποδεικνύεται η πλάνη των κοινών παραστάσεων του άνω και του κάτω (Fraccaroli).
37
Εάν ήτο αληθές ότι τα βαρέα βαίνουσι προς τα κάτω και τα κούφα προς τα άνω κατά την κοινήν αντίληψιν του άνω και κάτω, πάντα τα βαρέα θα έβαινον πρoς μίαν διεύθυνσιν, και πάντα τα κούφα προς την εναντίαν. H Πλατωνική όμως θεωρία της έλξεως των όγκων αναγνωρίζει άμα και εξηγεί πώς η κίνησις των βαρέων, και η των κούφων λαμβάνει διαφόρους διευθύνσεις. Τω όντι η πτώσις σώματος (του βαρέος) ακολουθεί την σχετικήν γηίνην ακτίνα, και το πυρ (το κούφον) αναβαίνει εις τον ουρανόν εκ διαφόρων μερών της σφαίρας ημών και διά τούτο κατά διευθύνσεις διαφόρους απ' αλλήλων, εναντίας μεν εάν οι δύο τόποι είναι εις τους αντίποδας, πλαγίως δε κατά τας άλλας περιπτώσεις. Η αντίθεσις και η λοξότης αύτη δεικνύουσι πόσον είναι σφαλεραί αι κοιναί παραστάσεις του άνω και του κάτω.