Читать книгу Ορδεσ - Stephen Goldin, Stephen Goldin - Страница 7

Κεφάλαιο 1

Оглавление

Η διπλής κατεύθυνσης ευθεία Καλιφόρνια 1, εκτεινόταν κατά μήκος της ακτογραμμής. Στα δυτικά, μερικές φορές λίγα μόνο μέτρα από το δρόμο, βρισκόταν ο Ειρηνικός Ωκεανός, απλώνοντας απαλά τα κύματά του πάνω στην άμμο και την πέτρα της παραλίας του Σαν Μάρκος. Στα ανατολικά, ένας γυμνός λόφος, από λευκό βράχο, πεταγόταν προς τα πάνω σε ύψος πάνω από 60 μέτρα. Πάνω από αυτό το λόφο απλωνόταν μία οροσειρά. Δεν ήταν πολύ ψηλή, το ψηλότερο βουνό, μετά βίας, υψωνόταν 300 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, αλλά ήταν αρκετό για τους κατοίκους της περιοχής. Τα βουνά καλύπτονταν από αραιά δάση, με κυπαρίσσια και μπλεγμένα χαμόδεντρα και μερικά ακόμη είδη βλάστησης, που τολμούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στα διάσπαρτα κενά διαστήματα.

Στην κορυφή του λόφου, υπήρχε μία ξύλινη καλύβα με θέα τον αυτοκινητόδρομο και τον ωκεανό. Βρισκόταν στο κέντρο μίας αποψιλωμένης περιοχής, ένα μικρό μόνο δείγμα ανθρώπινης παρουσίας, στη μέση της φύσης. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο δίπλα στην καλύβα, πάνω στο χαλίκι, που ήταν σκορπισμένο περιμετρικά του κτιρίου. Το χαλίκι εκτεινόταν στα 9 μέτρα, μετά έδινε χώρο σε ψιλό και ξερό χώμα, πάνω από το σκληρό βράχο, μέχρι που έφτανε στα δέντρα, 5 1/2 μέτρα πιο μακριά.

Υπήρχε ένας στενός χωματόδρομος που οδηγούσε από τον αυτοκινητόδρομο ως την καλύβα. Δεν ερχόταν απευθείας επάνω, αλλά περνούσε, με κυματοειδή σχηματισμό, μέσα από τα δέντρα, μέχρι που έφτανε στο άνοιγμα. Δύο προβολείς φαίνονταν να κάνουν ελιγμούς κατά μήκος αυτού του δρόμου, ενώ εξαφανίζονταν κι εμφανίζονταν ξανά, καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε τις διάφορες στροφές ή περνούσε πίσω από τις συστάδες των κυπαρισσιών.

Η Στέλλα Στόουναμ στεκόταν στο σκοτάδι, παρακολουθώντας τους προβολείς να πλησιάζουν. Τα όργανα μέσα της προσπαθούσαν γενναία να δεθούν σε κόμπο μεταξύ τους, καθώς τα φώτα έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τράβηξε μία τελευταία μεγάλη ρουφηξιά από το τσιγάρο της και το πέταξε νευρικά στο έδαφος, κάτω από το πόδι της, στο χαλίκι. Αν υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να δει τώρα ήταν ο σύζυγός της, αλλά φαινόταν ότι η απόφαση δεν ήταν δική της. Κατσούφιασε και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Η βραδιά ήταν σχεδόν ξάστερη, με μικρά μόνο σύννεφα να καλύπτουν τα αστέρια. Κοίταξε και πάλι κάτω, προς τους προβολείς. Εκείνος θα ήταν εκεί σε ένα λεπτό. Αναστενάζοντας, ξαναμπήκε στην καλύβα.

Συνήθως, το εσωτερικό της καλύβας της έφτιαχνε τη διάθεση, με τη ζεστασιά και τη φωτεινότητά του, αλλά, απόψε, είχε κάτι ειρωνικό, που τη βύθιζε ακόμη περισσότερο στην κατάθλιψη. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, αλλά δεν ήταν φορτωμένο, δίνοντας την ψευδαίσθηση του χώρου και της ελευθερίας, που ήθελε η Στέλλα. Υπήρχε ένας μακρύς καφέ καναπές, κατά μήκος ενός τοίχου, με ένα τραπεζάκι και μία λάμπα δίπλα του. Στην άλλη γωνία, πηγαίνοντας προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, υπήρχε ένας νεροχύτης κι ένας μικρός φούρνος, ένα ντουλάπι αποθήκευσης, κρεμόταν από τον τοίχο δίπλα τους, με λεπτομερή ξυλογλυπτική, διακοσμητικά σχέδια και μικρούς κόκκινους νάνους να το υποστηρίζουν. Επιπλέον, στον τοίχο υπήρχε ένα ράφι με ένα σετ μαχαιροπήρουνα, που ακόμη έλαμπαν από τη μικρή χρήση. Συνεχίζοντας το γύρο του δωματίου, υπήρχε μία μικρή λευκή τραπεζαρία, η οποία στεκόταν όμορφα στην τρίτη γωνία. Η πόρτα προς την πίσω κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο ήταν μισάνοιχτη, με το φως από τον κεντρικό δωμάτιο, να διεισδύει ίσα-ίσα, στο σκοτάδι που υπήρχε πέρα από το κατώφλι αυτής της πόρτας. Τέλος, υπήρχε ένα σεκρετέρ με μία γραφομηχανή, ένα τηλέφωνο και μία πτυσσόμενη καρέκλα, δίπλα του, στην πλησιέστερη προς την πόρτα γωνία. Το κέντρο του δωματίου ήταν άδειο, εκτός από το ξεφτισμένο καφέ χαλί, που κάλυπτε το ξύλινο πάτωμα. Το μέρος δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ώστε να προσκολληθείς σε αυτό κι η Στέλλα το ήξερε, αλλά αν επρόκειτο να γίνει καυγάς – όπως φαινόταν ότι θα γίνει τώρα- θα ήταν καλύτερο να το χειριστεί στο δικό της χώρο.

Κάθισε στον καναπέ και ξανασηκώθηκε, αμέσως. Βημάτιζε κατά μήκος του δωματίου, αναρωτώμενη τι να κάνει με τα χέρια της, ενόσω θα μιλούσε ή θα άκουγε. Οι άντρες, τουλάχιστον, ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν τσέπες. Απ’ έξω μπορούσε να ακούσει τον ήχο του αυτοκινήτου πάνω στο γρασίδι, καθώς έφτανε μέχρι ακριβώς έξω από την πόρτα της καλύβας, όπου και σταμάτησε. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε κι έκλεισε με δύναμη. Ανδρικά βήματα ανέβηκαν βαριά τα τρία μπροστινά σκαλιά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ο άντρας της μπήκε μέσα.

* * *

Αυτό θα ήταν το ενδέκατο ηλιακό σύστημα που θα εξερευνούσε, προσωπικά, ο ίδιος, το οποίο σήμαινε ότι, για τον Γκάρννα ιφφ-Aλμάνικ, το έργο της ανακάλυψης και μελέτης πλανητών είχε γίνει ρουτίνα, όσο ρουτίνα μπορούσε να γίνει μία τόσο ασυνήθιστη δουλειά. Οι Ζάρτικ εκπαιδεύονταν για χρόνια, προτού καν ενταχθούν στο Πρόγραμμα. Καταρχήν, υπήρχε η αυστηρή πνευματική εκπαίδευση, που θα επέτρεπε στο συνδυασμό μηχανημάτων και φαρμάκων, να προβάλλει τη σκέψη έξω από το σώμα, μακριά στα βάθη του διαστήματος. Αλλά, ένας Εξερευνητής έπρεπε να έχει λάβει πολύ μεγαλύτερη εκπαίδευση από αυτή. Θα έπρεπε να χαρτογραφήσει την πορεία του στο κενό, προσπαθώντας τόσο να εντοπίσει ένα νέο πλανήτη όσο και να βρει, στη συνέχεια, το δρόμο της επιστροφής. Αυτό απαιτούσε εκτεταμένη γνώση προσανατολισμού στο διάστημα. Έπρεπε, να μπορεί να κατηγοριοποιήσει, στη στιγμή, το γενικό τύπο του πλανήτη, τον οποίο ερευνούσε, κάτι το οποίο απαιτούσε εξαιρετική ενημέρωση και εξειδίκευση στην αναπτυσσόμενη επιστήμη της πλανητολογίας. Θα καλούνταν να κάνει αναφορά για τις μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη, αν υπήρχαν, κάτι το οποίο απαιτούσε γνώσεις βιολογίας. Και, στην περίπτωση που ο πλανήτης φιλοξενούσε κάποιο είδος νοημόνων πλασμάτων, θα έπρεπε να είναι σε θέση να περιγράψει το είδος του πολιτισμού τους, σε επίπεδο πιο προχωρημένο από μία απλή αναφορά – κι αυτό έπρεπε να είναι κατά το δυνατόν περισσότερο απαλλαγμένο από προσωπικές προκαταλήψεις και προσωπικούς φόβους, καθώς οι κοινωνίες των άλλων πλανητών, έκαναν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, κι αυτό μπορούσε να οδηγήσει ένα φυσιολογικό Ζάρτικ σε υστερικό ξέσπασμα.

Αλλά, περισσότερο έπρεπε να ξεπεράσει τον ενστικτώδη φόβο ενός Ζάρτικ προς τους Οφάσιι κι αυτό απαιτούσε την πιο σκληρή εκπαίδευση. Ο νους του αιωρούταν πάνω από αυτό το ηλιακό σύστημα, αναζητώντας δυνατότητες. Ήταν η πιο μακρινή Εξερεύνηση που είχε γίνει ως τότε, σε απόσταση πολλών παρσέκ από το Ζάρτι. Ο αστέρας ήταν μεσαίου μεγέθους, ένας κίτρινος νάνος – το είδος που συχνά θεωρούταν ότι έχει πλανητικά συστήματα. Αλλά, όσον αφορά το αν αυτό το σύστημα είχε πλανήτες...ο Γκάρννα έκανε μία νοερή γκριμάτσα. Αυτό ήταν το κομμάτι που μισούσε πιο πολύ.

Άρχισε να αιωρείται στον περιβάλλοντα χώρο του αστέρα. Οι νευρικές ίνες του εγκεφάλου του απλώνονταν σαν δίχτυ και γίνονταν όλο και πιο λεπτές, καθώς πίεζε τα κομμάτια του μυαλού του έξω προς τις τρεις διαστάσεις, στα πλαίσια της αποστολής του στους πλανήτες.

Εκεί! Άγγιξε έναν, σχεδόν αμέσως, και τον απέρριψε το ίδιο γρήγορα. Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία πέτρινη μπάλα χωρίς ατμόσφαιρα, η οποία δεν ανήκε καν στη ζώνη του πλανήτη, που μπορούσε να κατοικηθεί από πρωτοπλασματικά είδη ζωής. Παρόλο που ήταν αμυδρά κατανοητό ότι κάποιο είδος ζωής υπήρχε εκεί, δεν τον απασχολούσε. Συνέχιζε να απλώνει το δίχτυ του προς τα έξω.

Κι άλλος πλανήτης. Χαιρόταν που βρήκε και δεύτερο, γιατί τα τρία σημεία που είχε τώρα – Ήλιος και δύο πλανήτες- μπορούσαν να του καθορίσουν το εκλειπτικό επίπεδο αυτού του συστήματος. Εδώ και καιρό είχε ανακαλυφθεί ότι, γενικά, τα πλανητικά συστήματα σχηματίζονταν σε ένα επίπεδο, με μικρές μόνο αποκλίσεις από αυτό. Τώρα που ήξερε τον προσανατολισμό του, μπορούσε να σταματήσει την τρισδιάστατη εξάπλωσή του και να επικεντρωθεί στην εξερεύνηση όλης της περιοχής, εντός του εκλειπτικού επιπέδου.

Ο δεύτερος πλανήτης ήταν κι αυτός μία απογοήτευση. Βρισκόταν εντός της κατοικήσιμης ζώνης, αλλά αυτό ήταν το μόνο του θετικό στοιχείο. Η ατμόσφαιρα καλυπτόταν με σύννεφα και ήταν γεμάτη διοξείδιο του άνθρακα, ενώ η επιφάνεια ήταν τόσο απίστευτα καυτή, που ωκεανοί αλουμινίου και ποτάμια κασσίτερου είχαν ενοποιηθεί. Επίσης, δεν υπήρχε και κανένα είδος πρωτοπλασματικής ζωής. Ο Γκάρννα συνέχισε την Εξερεύνησή του.

Το επόμενο πράγμα που συνάντησε τον ξάφνιασε κάπως – ένας διπλός πλανήτης. Δύο μεγάλα αντικείμενα, σε μέγεθος πλανήτη, περικύκλωναν τον αστέρα σε κοινή τροχιά. Με μία πιο κοντινή εξερεύνηση, ένας από τους πλανήτες φαινόταν πολύ πιο συμπαγής από τον άλλον. Ο Γκάρννα, άρχισε να θεωρεί τον έναν ως τον κύριο πλανήτη και τον άλλον ως δορυφόρο.

Προσπάθησε να δώσει όσο μεγαλύτερη προσοχή μπορούσε στο σύστημα, ενόσω διατηρούσε ακόμη το δίχτυ που είχε απλώσει στο διάστημα. Ο δορυφόρος ήταν κι αυτός μία γκρι μπάλα χωρίς ατμόσφαιρα, μικρότερος ακόμη κι από τον πρώτο πλανήτη που βρήκε, και φαινόταν να μην έχει κανένα είδος ζωής, αλλά ο κύριος πλανήτης φαινόταν πολλά υποσχόμενος. Από το διάστημα φαινόταν να έχει μία ανοιχτή μπλε και άσπρη όψη. Το άσπρο ήταν τα σύννεφα και το μπλε, προφανώς, ήταν νερό σε υγρή μορφή. Μεγάλες ποσότητες νερού σε υγρή μορφή. Αυτό ήταν καλός οιωνός για την ύπαρξη πρωτοπλασματικής ζωής εκεί. Ήλεγξε την ατμόσφαιρα κι εξεπλάγη ακόμη πιο ευχάριστα. Υπήρχαν μεγάλες ποσότητες οξυγόνου, το οποίο ήταν ελεύθερα διαθέσιμο για αναπνοή. Σημείωσε νοερά να το ερευνήσει πιο προσεκτικά, σε περίπτωση που προέκυπτε κάτι ακόμη καλύτερο, και συνέχισε να επεκτείνεται προς τα έξω, στην αναζήτησή του για πλανήτες.

Ο επόμενος που ανακάλυψε ήταν μικρός και κόκκινος. Η λίγη ατμόσφαιρα που υπήρχε φαινόταν να αποτελείται, κυρίως, από διοξείδιο του άνθρακα και σχεδόν ανύπαρκτη ποσότητα ελεύθερου οξυγόνου. Η θερμοκρασία στην επιφάνειά του επέτρεπε την εμφάνιση πρωτοπλασματικής ζωής, αλλά φαινόταν να υπάρχει λίγο διαθέσιμο νερό, αν υπήρχε, το οποίο ήταν πολύ κακό σημάδι. Παρόλο που αυτό το μέρος είχε δυνατότητες, ο κύριος πλανήτης, από τους δύο που βρήκε πριν, είχε περισσότερες. Ο Γκάρννα συνέχισε να επεκτείνεται.

Το δίχτυ γινόταν πολύ λεπτό, καθώς ο Ζάρτικ τεντωνόταν όλο και πιο μακριά. Οι εικόνες γίνονταν θολές και το μυαλό του φαινόταν μετά βίας να συγκρατεί τη δική του ταυτότητα. Αντιμετώπισε μερικούς μικροσκοπικούς βράχους που αιωρούνταν στο διάστημα, αλλά αρνήθηκε να τους λάβει υπόψη. Ο επόμενος κόσμος ήταν ένας γίγαντας από αέρια. Ήταν δύσκολο να τα καταφέρει να βγει προς τα έξω, καθώς η διανοητική του λειτουργία είχε λεπτύνει τόσο πολύ, σ’ εκείνη τη φάση, αλλά δε χρειάστηκε. Η αναζήτηση πλανητών είχε τελειώσει γι’ αυτό το σύστημα, το ήξερε, γιατί είχε βγει εκτός κατοικήσιμης ζώνης, για μία ακόμη φορά. Βάσει της θεωρίας, ένας γίγαντας αερίων, σαν αυτόν, δεν μπορούσε να υπάρχει σε αυτή τη ζώνη. Μπορεί να υπήρχαν άλλοι πλανήτες πέρα από την τροχιά του, αλλά ούτε κι αυτοί θα είχαν σημασία. Οι Οφάσιι δε θα ενδιαφέρονταν γι’ αυτούς και γι’ αυτό δεν ενδιέφεραν ούτε τον Γκάρννα.

Έστρεψε και πάλι την προσοχή του στο σύστημα των διπλών πλανητών. Ένιωσε τεράστια ανακούφιση, καθώς περιπλανιόταν στα μακρινά μέρη του μυαλού του, τα οποία είχαν απλωθεί στο διάστημα. Πάντα ένιωθε ωραία, όταν η αρχική αξιολόγηση των πλανητών είχε τελειώσει. Ήταν το συναίσθημα που έρχεται όταν ενώνεις διάσπαρτα κομμάτια, για να σχηματίσουν και πάλι ένα συνεκτικό σύνολο. Ένα συναίσθημα παρεμφερές με το να φτιάχνεις μία Ορδή από άτομα, απλά σε μικρότερη, περισσότερο προσωπική κλίμακα.

Ήταν αρκετά άσχημο να είναι ένας μοναχικός Ζάρτικ, έξω στο διάστημα, αποκομμένος από όλη την Ορδή, αλλά και από την ασφάλεια της ιφφ-ομάδας του. Φυσικά, η δουλειά ήταν απαραίτητη για το καλό της Ορδής, αλλά η αναγκαιότητα δεν την έκανε πιο ευχάριστη. Κι όταν ένας Ζάρτικ έπρεπε να επεκτείνει κομμάτια του εαυτού του, μέχρι να μη μείνει τίποτα, αυτό ήταν σχεδόν ανυπόφορο. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Γκάρννα μισούσε περισσότερο απ’ όλα αυτό το κομμάτι της αποστολής. Αλλά, τώρα, είχε τελειώσει και μπορούσε να επικεντρωθεί στην πραγματική δουλειά της Εξερεύνησης.

* * *

Ο Γουέσλι Στόουναμ ήταν μεγαλόσωμος άνδρας, πάνω από δύο μέτρα, με πλατιούς, μυώδεις ώμους και το πρόσωπο ενός μεσήλικα ήρωα. Είχε ακόμη όλα του τα μαλλιά, μία παχιά μαύρη χαίτη, κομμένα έτσι ώστε ακόμη κι όταν μπερδεύονταν, το έκαναν με στυλ. Το μέτωπο κάτω από τα μαλλιά του ήταν, σχετικά, στενό και το διακοσμούσαν τα μεγάλα, πυκνά του φρύδια. Τα μάτια του ήταν αποφασιστικά, με ένα γκρι ατσάλινο χρώμα, κι η μύτη του ήταν ίσια και προεξείχε. Στο χέρι του κρατούσε μία βαλίτσα μεσαίου μεγέθους.

«Έλαβα το σημείωμά σου,» ήταν το μόνο που είπε, καθώς έβγαζε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του και το πέταγε στο έδαφος, στα πόδια της γυναίκας του.

Η Στέλλα αναστέναξε απαλά. Ήξερε τόσο καλά αυτόν τον τόνο και ήξερε ότι αυτό θα ήταν ένα μακρύ και πικρό βράδυ. «Προς τι η βαλίτσα;», ρώτησε.

«Εφόσον οδήγησα ως εδώ, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να μείνω, απόψε». Η φωνή του ήταν στρωτή και απαλή, αλλά είχε έναν επιτακτικό τόνο, καθώς άφηνε τη βαλίτσα του στο πάτωμα.

«Δεν μπαίνεις καν στον κόπο να ζητήσεις την άδεια της οικοδέσποινας, προτού εγκατασταθείς;»

«Γιατί να το κάνω; Η καλύβα είναι δική μου, την έχτισα με τα λεφτά μου». Η έμφαση στο μου ήταν ανεπαίσθητη, αλλά αναμφισβήτητη.

Γύρισε, αποστρέφοντας το βλέμμα της από εκείνον. Αλλά, ακόμη και με την πλάτη της γυρισμένη σε εκείνον, ένιωθε το βλέμμα του να της τρυπά την ψυχή. «Γιατί δεν τελειώνεις τη φράση σου, Γουές; Η καλύβα μου, τα λεφτά μου, έτσι δεν πάει;»

«Είσαι γυναίκα μου, ξέρεις.»

«Όχι, πλέον». Ήδη ένιωθε τις άκρες των ματιών της να καίνε και προσπάθησε να ελέγξει τα συναισθήματά της. Δεν ωφελούσε να κλάψει τώρα. Ίσα-ίσα, θα μπορούσε να βλάψει και το σκοπό της. Εξάλλου, έμαθε μέσα από την οδυνηρή της εμπειρία, ότι ο Γουέσλι Στόουναμ δεν επηρεαζόταν από τα δάκρυα.

«Είσαι, μέχρι ο Νόμος να πει το αντίθετο». Διέσχισε το δωμάτιο βιαστικά κι έφτασε σ’ εκείνη με δύο μεγάλα βήματα, την άρπαξε και τη γύρισε προς το μέρος του. «Και θα με κοιτάζεις, όταν μου μιλάς».

Η Στέλλα προσπάθησε να ξεφύγει από το κράτημά του, αλλά τα δάχτυλά του μπήκαν ακόμη πιο σφιχτά μέσα στο δέρμα της, ένα από αυτά (επίτηδες το έκανε;) χτυπώντας ένα νεύρο, με τέτοιο τρόπο που ένα ρεύμα πόνου διαπέρασε τους ώμους της. Σταμάτησε να περιστρέφεται και, τελικά, εκείνος πήρε μακριά τα χέρια του.

«Κάπως καλύτερα» είπε. «Το λιγότερο που μπορεί να περιμένει ένας άντρας, είναι λίγη ευγένεια από την ίδια του τη γυναίκα».

«Συγγνώμη» είπε εκείνη, γλυκά. Υπήρχε ένα ελαφρύ σπάσιμο στη φωνή της, καθώς προσπαθούσε να της δώσει λίγη ευθυμία. «Θα έπρεπε να πάω να ψήσω ένα κέικ στον αντρούλη μου, για να τον καλωσορίσω».

«Κράτα το σαρκασμό, για όποιον γουστάρει αυτές τις αηδίες, Στέλλα», γρύλισε ο Στόουναμ. «Θέλω να μάθω, γιατί θέλεις διαζύγιο».

«Μα, μονάκριβέ μου, είναι...» ξεκίνησε με τον ίδιο σαρκαστικό τόνο. Ο Στόουναμ της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. «Σου είπα, κόφτο», είπε.

«Πιστεύω οι λόγοι μου είναι περισσότερο από προφανείς», είπε με πικρία η Στέλλα. Το μάγουλό της άρχισε να κοκκινίζει στο σημείο που τη χτύπησε. Ακούμπησε το χέρι της στο σημείο εκείνο, περισσότερο για να προστατευτεί, παρά γιατί πονούσε.

Τα ρουθούνια του Στόουναμ έπαιρναν φωτιά και το βλέμμα τους ήταν απίστευτα ψυχρό. Η Στέλλα έστρεψε αλλού το βλέμμα της, αλλά κράτησε με πείσμα τη θέση της. Οι λέξεις του άντρα της ήταν ψυχρές, καθώς ρωτούσε: «Έχεις δεσμό μ’ αυτό τον υπερήλικα χίπη;».

Της πήρε λίγη ώρα, για να καταλάβει ποιον εννοούσε. Περίπου 1,5 χιλιόμετρο από την καλύβα, στο Φαράγγι Τοτίδο, σε μία εγκαταλελειμμένη θερινή κατασκήνωση, είχε μετακομίσει μία ομάδα νεαρών κι είχαν σχηματίσει αυτό που αποκαλούσαν «Κοινόβιο του Τοτίδο». Λόγω του αντισυμβατικού τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονταν και ντύνονταν, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών τους θεωρούσαν χίπηδες και τους κατέκριναν, αναλόγως. Αρχηγός τους ήταν ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας, πάνω από 35 ετών, ο οποίος φαινόταν να κρατά την ομάδα στη σωστή πλευρά του νόμου.

«Μιλάς για τον Καρλ Πολάσκι;» ρώτησε η Στέλλα, με δυσπιστία.

«Σίγουρα δε μιλάω για τον Άγιο Βασίλη».

Παρά τη νευρικότητά της, η Στέλλα γέλασε. «Αυτό είναι ανήκουστο. Κι εξάλλου, δεν είναι χίπης. Είναι καθηγητής ψυχολογίας και κάνει έρευνα πάνω στο φαινόμενο της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης».

«Μου λένε ότι συχνάζει πολύ σ’ αυτή την καλύβα, Στελ. Δε μου αρέσει αυτό».

«Δεν υπάρχει τίποτα ανήθικο σ’ αυτό. Μου κάνει κάποιες εξωτερικές δουλειές και μερικές μικροδουλειές. Τον ξεπληρώνω αφήνοντάς τον να χρησιμοποιεί την καλύβα για να γράφει. Γράφει με τη γραφομηχανή του εδώ, γιατί στο κοινόβιο δεν έχει την ιδιωτικότητα που χρειάζεται για να πει αυτό που, πραγματικά, σκέφτεται. Κάποιες φορές συζητήσαμε. Είναι πολύ ενδιαφέρων, Γουές. Αλλά, όχι, δεν έχω κανένα δεσμό μαζί του, ούτε πρόκειται».

«Τότε, τι σε προβληματίζει; Γιατί θέλεις διαζύγιο;». Πήγε και κάθισε στον καναπέ, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω της.

Η Στέλλα βάδιζε πέρα-δώθε, μπροστά του. Δίπλωνε και ξεδίπλωνε τα χέρια της και τελικά τα άφησε να κρέμονται. «Θέλω να μπορώ να έχω αυτοσεβασμό», είπε, τελικά.

«Και τώρα τον έχεις. Μπορείς να προχωράς με το κεφάλι ψηλά, μπροστά σε οποιονδήποτε στη χώρα».

«Δεν εννοούσα αυτό. Θέλω, για μία φορά, να μπορώ να υπογράψω με το όνομά μου Στέλλα Στόουναμ αντί ως κα. Γουέσλι Στοόυναμ. Να κάνω ένα πάρτι για ανθρώπους που εγώ συμπαθώ, αντί για τα πολιτικά σου φιλαράκια. Γουές, θέλω να νιώθω ότι είμαι ισότιμο μέλος σ’ αυτό το γάμο, όχι ακόμη ένα καλαίσθητο αντικείμενο για το σπίτι σου».

«Δε σε καταλαβαίνω. Σου έδωσα όλα όσα μπορούσε να θελήσει μία γυναίκα —”

«Εκτός από προσωπικότητα. Για σένα, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, απλά, μία σύζυγος. Διακοσμώ το χέρι σου σε ακριβά δείπνα και κάνω χαριτωμένους ήχους στις συζύγους των επίδοξων πολιτικών. Κάνω έναν εταιρικό δικηγόρο τόσο κοινωνικά σεβαστό, ώστε να σκέφτεται να κατέβει στην πολιτική. Και, όταν δε με χρησιμοποιείς, με ξεχνάς, με στέλνεις μακριά, στην καλύβα κοντά στη θάλασσα ή με αφήνεις να γυρίζω μόνη μου στα δεκαπέντε δωμάτια της έπαυλης και σιγά-σιγά να σαπίζω. Δε μπορώ να ζήσω έτσι, Γουές. Θέλω να φύγω από αυτή την κατάσταση».

«Τι θα έλεγες για ένα δοκιμαστικό χωρισμό, ίσως για ένα μήνα, περίπου—»

«Είπα θέλω να φύγω, να Φ-Υ-Γ-Ω. Το να είμαστε σε διάσταση δε θα ωφελούσε. Το φταίξιμο, αγαπητέ μου σύζυγε, δεν είναι στα άστρα μας, αλλά σε εμάς τους ίδιους. Σε ξέρω πολύ καλά και ξέρω ότι δε θα γίνεις ποτέ κάτι αποδεκτό για εμένα. Κι εγώ δε θα είμαι ποτέ ικανοποιημένη με το να είμαι ένα διακοσμητικό. Οπότε, το να είμαστε σε διάσταση δε θα μας ωφελήσει σε τίποτα. Θέλω διαζύγιο».

Ο Στόουναμ σταύρωσε τα πόδια του. «Έχεις μιλήσει με κανέναν γι’ αυτό;»

«Όχι». Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, σκόπευα, αύριο, να δω το Λάρι, αλλά ένιωσα ότι πρέπει να το πω πρώτα σε σένα».

«Ωραία», είπε ο Στόουναμ με έναν ψίθυρο που, μετά βίας, που ακουγόταν.

«Τι πάει να πει αυτό;», ρώτησε κοφτά η Στέλλα. Τα χέρια της κινούνταν νευρικά, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν η ώρα να ψαχουλέψει την τσάντα της, που ήταν πάνω στο σεκρετέρ, για να βρει τα τσιγάρα της. Εκείνη τη στιγμή, ήθελε απεγνωσμένα ένα τσιγάρο.

Αλλά, δεν είχε καταλάβει ότι είχε ξεμείνει από σπίρτα, μέχρι που έβαλε ένα τσιγάρο, ανάμεσα στα χείλη της. «Έχεις φωτιά;»

«Φυσικά». Ο Στόουναμ ψάρεψε μέσα από την τσέπη του παλτού του ένα πακέτο σπίρτα. «Κράτησέ το», είπε και τα πέταξε στη γυναίκα του.

Η Στέλλα το έπιασε και το εξέτασε με ενδιαφέρον. Το εξωτερικό του ήταν λείο ασήμι, με κόκκινα και μπλε αστέρια στο περιθώριο. Στο κέντρο, λέξεις που ανακήρυσσαν:

ΓΟΥΕΣΛΙ ΣΤΟΟΥΝΑΜ

ΕΠΟΠΤΗΣ

ΚΟΜΗΤΕΙΑ ΣΑΝ ΜΑΡΚΟΣ

Μέσα, τα χρώματα των σπίρτων εναλλάσσονταν σε κόκκινο, λευκό και μπλε.

Κοίταξε αινιγματικά το σύζυγό της, που της χαμογελούσε πλατιά. «Σου αρέσει;» ρώτησε «Μόλις το πήρα από το τυπογραφείο, σήμερα το απόγευμα».

«Δεν είναι λίγο βιαστικό;» ρώτησε σαρκαστικά.

«Μόνο κατά δύο ημέρες. Ο γέρο-Κότμαν παραιτείται από το Συμβούλιο στο τέλος της εβδομάδας, λόγω των προβλημάτων που έχει με την υγεία του, και θα του επιτρέψουν να κατονομάσει τον αντικαταστάτη του. Φυσικά, δε θα είναι επίσημο, μέχρι ο Κυβερνήτης να διορίσει αυτό το άτομο, αλλά έμαθα, από έγκυρες πηγές, ότι το όνομα που συζητείται είναι το δικό μου. Αν ο Κότμαν θέλει να τον αντικαταστήσω, ο Κυβερνήτης θα τον ακούσει. Ο Κότμαν είναι 73 και πολύς κόσμος του χρωστά χάρες.

Μία ιδέα ήρθε αστραπιαία στο μυαλό της Στέλλα. «Ώστε, γι’ αυτό δε θέλεις το διαζύγιο, σωστά;»

«Στελ, ξέρεις όσο κι εγώ πόσο πουριτανός είναι ο Κότμαν», είπε ο Στόουναμ». «Ο γέρος εξακολουθεί να είναι αντίθετος προς κάθε είδος αμαρτίας και το διαζύγιο το θεωρεί αμαρτία. Ένας Θεός ξέρει γιατί, αλλά το θεωρεί αμαρτία». Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε, πάλι, στη γυναίκα του, κρατώντας την από τους ώμους, τρυφερά αυτή τη φορά.«Γι’ αυτό σου ζητώ να περιμένεις. Θα είναι μόνο για μία-δύο εβδομάδες —»

Η Στέλλα απομακρύνθηκε, με ένα πονηρό και θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Αυτό είναι, λοιπόν. Τώρα ξέρουμε γιατί ο μεγάλος, δυνατός Γουέσλι Στόουναμ, ήρθε έρποντας. Δε θα μου αφήσεις ίχνος αυτοσεβασμού, έτσι; Δε θα με αφήσεις καν να πιστέψω ότι ήρθες, επειδή θεώρησες ότι υπάρχει κάτι στο γάμο μας, που αξίζει να το σώσουμε. Όχι, το λες ευθέως. Θέλεις χάρη».

Άναψε έξαλλη ένα σπίρτο κι άρχισε να καπνίζει το τσιγάρο σαν φουγάρο τραίνου, που ανεβαίνει το λόφο. Πέταξε το χρησιμοποιημένο σπίρτο στο σταχτοδοχείο, και το πακέτο των σπίρτων κάτω, δίπλα του. «Σιχάθηκα την πολιτική σου, Γουέσλι. Κουράστηκα να κάνω πράγματα, για να φαίνεσαι καλύτερος ή για να φανεί ότι νοιάζεσαι περισσότερο για τους πολίτες του Σαν Μάρκος. Ο μόνος άνθρωπος που σκέφτηκες ποτέ, είναι ο εαυτός σου. Υποθέτω ότι θα μου έδινες ακόμη και συναινετικό διαζύγιο, αν περίμενα, σωστά;»

«Αν αυτό θέλεις».

«Φυσικά. Ο Μέγας Συμβιβαστής. Κάνεις μία συμφωνία, εφόσον πάρεις αυτό που θέλεις. Λοιπόν, σου έχω μία έκπληξη, κύριε Επόπτη. Δεν κάνω συμφωνίες. Δε δίνω δεκάρα για το αν θα μπεις ή αν δε θα μπεις στην πολιτική. Αύριο, σκοπεύω να πάω στο γραφείο του δικηγόρου μας και να αρχίσουν να ρέουν τα χαρτιά του διαζυγίου».

«Στέλλα—»

«Ίσως να κάνω και μία κουβεντούλα με τον Τύπο, για το γάλα της ανθρώπινης καλοσύνης, που ρέει στις φλέβες σου, αγαπητέ μου σύζυγε».

«Στέλλα, σε προειδοποιώ—»

«Θα ήταν φοβερή τραγωδία, έτσι, Γουές, αν έπρεπε να εκλεγείς...»

«Σταμάτα, Στέλλα!»

«...από τους εκλογείς, για να μπεις στην πολιτική, αντί να σου ανατεθεί η θέση σου από τα καλά και άψογα φιλαράκια σου».

«Στέλλα!»

Τα χέρια του ήταν πάνω στο λαιμό της, καθώς ούρλιαζε το όνομά της. Ήθελε να σταματήσει, μα εκείνη δεν το έκανε. Τα χείλη της συνέχιζαν να κινούνται και οι λέξεις χάνονταν σε μία βουβή ομίχλη, που τύλιγε την καλύβα. Οι κανονικοί χρωματισμοί εξαφανίζονταν, καθώς το δωμάτιο έπαιρνε την απόχρωση του κόκκινου του αίματος. Την ταρακούνησε και έκλεισε τα τεράστια χέρια του, σφιχτά, γύρω από το λαιμό της.

Το τσιγάρο έπεσε από τα έκπληκτα, από την απρόσμενη επίθεση, χέρια της, σκορπίζοντας λίγη από τη στάχτη στο πάτωμα. Η Στέλλα σήκωσε τα χέρια της πιέζοντάς τα στο στήθος του άντρα της, προσπαθώντας να τον σπρώξει μακριά. Για μία στιγμή τα κατάφερε, αλλά εκείνος συνέχισε να πλησιάζει, παλεύοντας με τα χέρια της που κινούνταν, για να την αρπάξει με όλη τη δύναμη που είχε.

Τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει, καθώς έκλειναν γύρω από το λαιμό της. Δεν ένιωθε την απαλή ζεστασιά του δέρματός της να υποχωρεί από την πίεσή του, τον παλμό από τις αρτηρίες του λαιμού της ή το ενστικτώδες σφίξιμο των τενόντων της. Το μόνο που ένιωθε ήταν τους δικούς του μύες να σφίγγουν, να σφίγγουν, να σφίγγουν.

Η αντίστασή της υποχώρησε, σταδιακά. Το χρώμα του προσώπου της ήταν αλλόκοτο, ακόμη και μέσα από την κόκκινη ομίχλη, που θόλωνε την όρασή του. Τα γουρλωμένα μάτια της φαίνονταν έτοιμα να βγουν από τις κόγχες, ορθάνοιχτα, κοιτώντας τον επίμονα, επίμονα...

Την άφησε. Έπεσε στο έδαφος, αλλά αργά. Αργή κίνηση, σαν σε όνειρο. Και πάλι δεν υπήρχε κανένας ήχος, καθώς χτυπούσε το πάτωμα. Κατέρρευσε, άψυχη σαν πάνινη κούκλα, που την έχουν πετάξει στην άκρη, επειδή προτίμησαν πιο εντυπωσιακά παιχνίδια. Εκτός από το πρόσωπο, αυτό το μωβ, πρησμένο πρόσωπο. Η γλώσσα έξω σαν τερατούργημα, τα μάτια που κοιτούσαν με τρόμο. Ένα μικρό ρυάκι αίμα έσταζε από τη μύτη της, κάτω προς τα μωβ χείλη της και πάνω στο ανοιχτό καφέ χαλί. Ένα δάχτυλο στο αριστερό της χέρι τρεμόπαιξε σπασμωδικά δύο-τρεις φορές και, μετά, έμεινε ακίνητο.

* * *

Ο άσπρος-μπλε κόσμος ήταν από κάτω του, περιμένοντας ένα άγγιγμα του μυαλού του. Ο Γκάρννα βυθίστηκε στην ατμόσφαιρα και ήταν συνεπαρμένος από την αφθονία της ζωής. Υπήρχαν πλάσματα στον αέρα, πλάσματα στη στεριά, πλάσματα στο νερό. Η πρώτη δοκιμασία, φυσικά, ήταν η αναζήτηση ύπαρξης κάποιου Οφάσιι, τριγύρω, αλλά χρειάστηκε μόνο ένας σύντομος έλεγχος, για να ανακαλύψει ότι δεν υπήρχε κανένας εκεί. Οι Οφάσιι δεν είχαν βρεθεί σε κανέναν από τους πλανήτες που είχαν εξερευνήσει, ως τώρα, οι Ζαρτίκου, αλλά η έρευνα συνεχιζόταν. Οι φυλή των Ζάρτικ, δε θα αισθανόταν πραγματικά ασφαλής, μέχρι να ανακαλύψουν το τι είχε συμβεί στους παλιούς τους αφέντες.

Ο πρωταρχικός σκοπός της Εξερεύνησης είχε επιτευχθεί, τώρα. Απέμενε ο δευτερεύων σκοπός της: να καθοριστεί το είδος ζωής που πραγματικά κατοικούσε σε αυτό τον πλανήτη, αν ήταν νοήμονες κι αν αποτελούσαν την οποιαδήποτε απειλή για το Ζάρτι.

Ο Γκάρννα ανέπτυξε ένα νέο δίχτυ, μικρότερο αυτή τη φορά. Περιέβαλλε ολόκληρο τον πλανήτη στο μυαλό του, ερευνώντας για ενδείξεις ύπαρξης νοημοσύνης. Η αναζήτησή του στέφθηκε, αμέσως, με επιτυχία. Φώτα, σε λαμπερά μοτίβα, άναψαν στη μεριά που είχε νυχτώσει, υποδεικνύοντας πόλεις μεγάλου μεγέθους. Μία πληθώρα ραδιοκυμάτων, τεχνητά ρυθμιζόμενη, χτυπούσε σε όλη την ατμόσφαιρα. Τα ακολούθησε ως την πηγή τους και βρήκε μεγάλους πύργους και μεγάλα κτίρια. Και βρήκε και τα ίδια τα πλάσματα, που ευθύνονταν για τα ραδιοκύματα και για τα κτίρια και για τα φώτα. Περπατούσαν όρθια στα δύο πόδια και τα σώματά τους ήταν μαλακά, χωρίς τις πανοπλίες της φυλής Ζάρτικ. Ήταν κοντά, ίσως στο μισό ύψος ενός Ζαρτίκου, και το τρίχωμά τους ήταν, κυρίως, συγκεντρωμένο στο κεφάλι τους. Παρατήρησε τις διατροφικές τους συνήθειες και κατάλαβε, με αποστροφή, ότι είναι παμφάγα... Για μία φυλή φυτοφάγων, όπως οι Ζαρτίκου, τέτοια πλάσματα φαίνονταν να είναι σκληρής και κακής φύσης και θεωρούνταν απειλητικά προς ένα ευγενέστερο είδος. Αλλά, τουλάχιστον, ήταν καλύτεροι από τα σατανικά σαρκοφάγα. Ο Γκάρννα είχε δει μία-δύο κοινωνίες σαρκοφάγων, όπου η καταστροφή και οι σκοτωμοί, συνέβαιναν καθημερινά, κι ακόμη κι η σκέψη τους, του μετέφερε φανταστικές ανατριχίλες, μέσα από το μυαλό του. Κατάλαβε τον εαυτό του να εύχεται όλα τα είδη ζωής στο σύμπαν να είναι φυτοφάγα και, μετά, σταμάτησε τον εαυτό του. Δεν έπρεπε να επιτρέπει στις προσωπικές του προκαταλήψεις να εμπλακούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Καθήκον του, τώρα, ήταν να παρατηρήσει αυτά τα πλάσματα, στο σύντομο χρονικό διάστημα που του απέμενε, και να κάνει μία αναφορά, η οποία θα έμπαινε στο αρχείο, για μελλοντική μελέτη.

Παρατήρησε κάτι ελπιδοφόρο γι’ αυτά τα πλάσματα, συγκεκριμένα ότι φαίνονταν να έχουν το ένστικτο της Ορδής περισσότερο από το να δρουν μεμονωμένα, σαν άτομα. Μαζεύονταν σε μεγάλες πόλεις και φαίνονταν να κάνουν πράγματα ανά πλήθη. Είχαν τη δυνατότητα να είναι μόνοι, αλλά δεν την αξιοποιούσαν τόσο.

Συγκέντρωσε τη σκέψη του και πάλι και ετοιμάστηκε να κάνει αναλυτικές παρατηρήσεις. Εστίασε κάτω στην επιφάνεια του κόσμου, για να δει. Τα πλάσματα ήταν, προφανώς, ημερόβια αλλιώς δε θα χρειάζονταν φώτα για τις πόλεις, οπότε, αρχικά, επέλεξε να παρατηρήσει ένα σημείο στο ημισφαίριο που είχε ημέρα. Δεν ανησυχούσε μήπως τον εντοπίσουν οι ιθαγενείς. Αυτό το είχε τακτοποιήσει η μέθοδος της φυλής των Ζάρτικ για την εξερεύνηση του διαστήματος.

Βασικά, η μέθοδος απαιτούσε πλήρη διαχωρισμό σώματος και μυαλού. Τα φάρμακα λαμβάνονταν για να βοηθήσουν την αποσύνδεση, ενόσω ο Εξερευνητής ξεκουραζόταν, αναπαυτικά, μέσα σε ένα μηχάνημα. Όταν ολοκληρωνόταν ο διαχωρισμός, το μηχάνημα αναλάμβανε τα μηχανολογικά της σωματικής λειτουργίας – παλμό καρδιάς, αναπνοή, διατροφή κτλ. Το μυαλό, στο μεταξύ, ήταν ελεύθερο να τριγυρνά, κατά βούληση.

Ωστόσο, λίγα όρια είχαν τεθεί, ως τώρα, στο ελεύθερο μυαλό. Η ταχύτητα με την οποία μπορούσε να «ταξιδεύει» - αν, όντως, του ζητούνταν να πάει οπουδήποτε- ήταν τόσο γρήγορη, που δεν μπορούσε να υπολογιστεί . θεωρητικά, θα μπορούσε να είναι άπειρη. Ένα ελεύθερο μυαλό, μπορούσε να περιορίσει τη συγκέντρωσή του σε ένα υποατομικό σωματίδιο ή να επεκταθεί, ώστε να καλύψει τεράστιες αποστάσεις στο διάστημα. Μπορούσε να εντοπίσει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, σε κάθε ποσότητα του φάσματος. Και, από την οπτική των προσεκτικών Ζαρτίκου, το καλύτερο όλων ήταν ότι δεν μπορούσε να ανιχνευθεί από καμία φυσική αίσθηση. Ήταν ένα φάντασμα, που κανείς δεν μπορούσε να δει, να ακούσει, να μυρίσει, να γευθεί ή να αγγίξει. Και όλα αυτά το έκαναν το ιδανικό όχημα για την εξερεύνηση του Διαστήματος, πέρα από την ατμόσφαιρα του Ζάρτι.

Ο Γκάρννα σταμάτησε σε ένα μέρος, όπου η γη είχε τυχαία στρωθεί για την ανάπτυξη καλλιέργειας. Η γεωργία ποίκιλλε σε μικρό βαθμό, μεταξύ των κοινωνιών που είχε ερευνήσει ως τώρα, ίσως επειδή η μορφή ακολουθούσε τη λειτουργία κι η λειτουργία ήταν, πρακτικά, η ίδια. Αυτά τα πλάσματα προσπαθούσαν ασταμάτητα με πρωτόγονα εργαλεία, που τα έσερναν υποδουλωμένα κερασφόρα φυτοφάγα. Αυτή η πρωτόγονη μέθοδος γεωργίας, δε φαινόταν να συνάδει με έναν πολιτισμό, που μπορούσε να παράγει τόσο πολλά ραδιοκύματα. Προκειμένου να λύσει το προφανές παράδοξο, ο Γκάρννα τεντώθηκε με το μυαλό του κι άγγιξε το μυαλό ενός ιθαγενούς.

Αυτό ήταν ακόμη ένα πλεονέκτημα του ελεύθερου μυαλού. Φαινόταν να έχει τη δυνατότητα «να ακούει» μέσα από τις σκέψεις άλλων μυαλών. Ήταν τηλεπάθεια, αλλά με έναν πολύ περιορισμένο τρόπο, καθώς λειτουργούσε προς μία κατεύθυνση. Ο Γκάρννα μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις των άλλων, αλλά ο ίδιος δε μπορούσε να εντοπιστεί.

Ωστόσο, το φαινόμενο δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο βοηθητικό, όπως φαινόταν στην αρχή. Τα νοήμονα όντα σκέφτονται εν μέρει με λέξεις της δικής τους γλώσσας, εν μέρει με αφηρημένες έννοιες κι εν μέρει με εικόνες. Οι σκέψεις προχωρούν πολύ γρήγορα και, μετά, φεύγουν για πάντα. Τα διάφορα είδη έχουν διαφορετικά πρότυπα σκέψης, βασισμένα, κυρίως, σε όσα λαμβάνονται από τις αισθήσεις. Και εντός κάθε φυλής, κάθε άτομο έχει το δικό του, προσωπικό, τρόπο συμβολισμού.

Γι’ αυτό το διάβασμα σκέψης, έτεινε να είναι μία επίπονη και πολύ κουραστική δουλειά. Ο Γκάρννα έπρεπε να περάσει βουνά ανούσιων συναισθημάτων, που τον βομβάρδιζαν με απίστευτο ρυθμό, προκειμένου να φτάσει στον πυρήνα μίας σκέψης. Με λίγη τύχη, μπορούσε να διαβάσει κάποια γενικευμένα συναισθήματα και να μάθει μερικές από τις βασικές έννοιες που υπήρχαν μέσα στο μυαλό, με το οποίο επικοινωνούσε. Αλλά, είχε εμπειρία σε αυτή τη διαδικασία και δε φοβόταν τη σκληρή δουλειά, αν ήταν για το καλό της Ορδής, οπότε βούτηξε, κατευθείαν.

Μετά από αρκετή αναζήτηση κι αρκετές εικασίες, ο Γκάρννα μπόρεσε να διαμορφώσει μία μικρή εικόνα αυτού του κόσμου. Υπήρχε μόνο μία νοήμων φυλή εδώ, αλλά είχε υποδιαιρεθεί σε πολλούς επιμέρους πολιτισμούς. Ωστόσο, υπήρχαν αρκετά σταθερά πρότυπα τα οποία εμφανίζονταν σε κάθε πολιτισμό. Οι ομάδες ιφφ, εδώ, φαίνονταν γενικά να αποτελούνται από μερικούς ενήλικες, που έχουν συγγένεια ή είναι ζευγάρια μεταξύ τους, μαζί με τους απογόνους τους. Ο σκοπός της ομάδας ιφφ, ήταν πολύ πιο προσανατολισμένος στο μεγάλωμα των μικρών τους, από ότι ήταν στην παροχή ασφάλειας προς το άτομο. Φαινόταν ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα άτομα, τα οποία επιβίωναν εξ ολοκλήρου χωρίς ομάδες ιφφ. Η Ορδή, εδώ, ήταν περισσότερο μία αόριστη έννοια, παρά μία καθημερινή πραγματικότητα, όπως ήταν στο Ζάρτι.

Επίσης, έμαθε ότι μερικοί πολιτισμοί στον πλανήτη αυτόν ήταν πλουσιότεροι από άλλους. Ο πλουσιότερος εντοπιζόταν στην πλευρά του πλανήτη που είχε νύχτα. Στο συγκεκριμένο πολιτισμό, πολλά από τα πράγματα που γίνονταν χειρονακτικά, εδώ γίνονταν από μηχανές κι υποτίθεται ότι έπρεπε να υπάρχει αρκετό φαγητό για όλους. Η σκέψη ότι ένα μέρος της Ορδής μπορούσε να υπερτρέφεται, ενώ άλλο μέρος πεινούσε, φαινόταν άκαρδο για το μέλος της φυλής Ζάρτικ. Θύμισε στον εαυτό του να καταπνίξει τα συναισθήματά του. Βρισκόταν εδώ για να παρατηρήσει και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να επικεντρωθεί σ’ αυτό.

Αποφάσισε να ερευνήσει τον πάμπλουτο πολιτισμό. Για την αξιολόγηση αυτών των πλασμάτων ως επικείμενη απειλή για την Ορδή, οι ανώτεροί του θα ενδιαφέρονταν μόνο για τις μεγαλύτερες ικανότητές τους. Δε θα είχε καμία σημασία το τι έκαναν οι φτωχότεροι πολιτισμοί, αν οι πλουσιότεροι κατείχαν κάποια μέθοδο φυσικού μέσου για διαστρικά ταξίδια, σε συνδυασμό με μία πολεμοχαρή φύση.

Με την ταχύτητα της σκέψης, ο Γκάρννα διέσχισε, ταχύτατα, μία τεράστια έκταση ωκεανού κι έφτασε στο σκοτεινό ημισφαίριο. Αμέσως, βρήκε μεγάλες παράκτιες πόλεις, που τον σημάδευαν με τα φώτα τους. Αυτά τα πλάσματα θα ήταν ημερόβια, αλλά σίγουρα δεν άφηναν το σκοτάδι να επηρεάζει τις ζωές τους, σε κανένα βαθμό. Υπήρχαν μέρη των πόλεων που ήταν τόσο φωτισμένα όσο ήταν και την ημέρα. Υπήρχε ένα μέρος, σε μία από τις πόλεις, όπου πλήθη αυτών των πλασμάτων, συγκεντρώνονταν σε θέσεις, για να δουν τη δράση που λάμβανε χώρα μεταξύ μικρότερου αριθμού αυτών των πλασμάτων, κάτω, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο. Το πρότυπο ήταν παρόμοιο με αυτά που είχε δει σε πολυάριθμους άλλους κόσμους, ειδικά σε εκείνους στους οποίους κυριαρχούσαν τα παμφάγα και τα σαρκοφάγα. Αντί να μοιράζουν εξίσου ό, τι υπήρχε, για το καλό της Ορδής, όπως θα συνέβαινε στο Ζάρτι, αυτά τα πλάσματα έμοιαζαν εξαναγκασμένα να ανταγωνίζονται, με τους νικητές να τα παίρνουν όλα και τους χαμένους να μην παίρνουν τίποτα. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Γκάρννα, δεν μπορούσε να κατανοήσει, πλήρως, τι σήμαινε όλος αυτός ο ανταγωνισμός γι’ αυτά τα πλάσματα.

Συνέχισε. Παρατήρησε τα κτίρια των ιθαγενών και τα βρήκε, ποικιλοτρόπως, ανώτερα σαν κατασκευές, σε σχέση με εκείνα στο Ζάρτι. Οι μηχανές για τη μεταφορά ήταν, επίσης, εξελιγμένες με το να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικές και ικανές να ταξιδεύουν με μεγάλη ταχύτητα. Αλλά, επίσης, παρατήρησε ότι έκαιγαν χημικά καύσιμα, προκειμένου να προωθηθούν. Προς στιγμήν, αυτό, έβγαλε αυτά τα όντα από τη λίστα των απειλών. Προφανώς, δε θα χρησιμοποιούσαν χημικά καύσιμα, αν είχαν ανακαλύψει κάποια αποτελεσματικό τρόπο αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας και καμία φυλή δεν είχε ελπίδες να δημιουργήσει λειτουργική διαστρική πλοήγηση, αξιοποιώντας μόνο χημικά καύσιμα. Αυτά τα πλάσματα μπορεί να ήξεραν την ύπαρξη της πυρηνικής ενέργειας – κρίνοντας από την επαρκή τεχνολογία τους, ο Γκάρννα θα εκπλησσόταν αν δεν την ήξεραν- αλλά ήταν πολύ μεγάλο το άλμα από αυτό το σημείο στη διαστρική πλοήγηση. Οι Ζαρτίκου δε θα ανησυχούσαν ότι αυτή η φυλή θα αποτελέσει απειλή στο κοντινό μέλλον. Ακόμη κι οι Ζαρτίκου δεν είχαν τελειοποιήσει τη διαστρική πλοήγηση – αλλά, φυσικά, υπήρχαν συνθήκες που το δικαιολογούσαν.

Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του, συγκεντρώνοντας υλικό, το οποίο θεωρούσε ότι θα χρειαζόταν για την αναφορά του. Όπως πάντα, υπήρχε υπερπληθώρα δεδομένων κι έπρεπε να αφαιρέσει προσεκτικά, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, προκειμένου να κάνει χώρο για τάσεις, που θα τον βοηθούσαν να φτιάξει στο δικό του μυαλό μία συνεκτική εικόνα αυτού του πολιτισμού. Και πάλι, το σύνολο προηγούταν των μερών του.

Τελείωσε την έρευνά του και συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμη λίγο χρόνο να ξοδέψει, προτού του ζητηθεί να επιστρέψει στο σώμα του. Και θα τον χρησιμοποιούσε. Είχε ένα μικρό, ακίνδυνο χόμπι. Και στο Ζάρτι είχε παραθαλάσσιες ακτές κι ο Γκάρννα είχε γεννηθεί σε μία από αυτές. Είχε περάσει την παιδική του ηλικία δίπλα στη θάλασσα και ποτέ δεν κουράστηκε να βλέπει τα κύματα να έρχονται και να σκάνε πάνω στην ακτή. Έτσι, όποτε έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο σε έναν άλλο κόσμο, προσπαθούσε να γυρίσει με τη φαντασία του στα παιδικά χρόνια, στην άκρη του ωκεανού. Τον βοηθούσε να κάνει το ξένο να μοιάζει οικείο και δεν έβλαπτε κανέναν. Οπότε, γλίστρησε απαλά στην ακτή του τεράστιου ωκεανού αυτού του παράξενου κόσμου, βλέποντας και ακούγοντας το μαύρο, σχεδόν αόρατο νερό να σκάει πάνω στις σκοτεινές αμμουδιές αυτού του πλανήτη, χιλιάδες παρσέκ από τον πλανήτη στον οποίο γεννήθηκε.

Κάτι του τράβηξε την προσοχή. Πάνω στην κορυφή των λόφων που είχαν θέα αυτό το σημείο της παραλίας, έλαμπε ένα φως. Αυτό πρέπει να ήταν ένα παράδειγμα των μοναχικών ατόμων της κοινωνίας, που είχε εγκατασταθεί εδώ, μακριά από την πλησιέστερη συνάθροιση των άλλων της φυλής του. Ο Γκάρννα αιωρήθηκε προς τα πάνω.

Το φως ερχόταν από ένα μικρό κτίριο, πρόχειρα φτιαγμένο, σε σχέση με τα άλλα κτίρια της πόλης, αλλά αναμφισβήτητα άνετο για μείνει ένα πλάσμα μόνο του. Υπήρχαν δύο οχήματα παρκαρισμένα έξω, άδεια και τα δύο. Εφόσον τα οχήματα δεν ήταν αυτόματα, αυτό σήμαινε ότι μέσα υπήρχαν, τουλάχιστον δύο άτομα από αυτό τον πλανήτη.

Ως απλό πνεύμα, ο Γκάρννα πέρασε μέσα από τους τοίχους, σαν αυτοί να μην υπήρχαν. Μέσα, υπήρχαν δύο πλάσματα, που μιλούσαν μεταξύ τους. Το στιγμιότυπο δε φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Ο Γκάρννα κράτησε μία σύντομη σημείωση για τα έπιπλα του δωματίου κι ήταν έτοιμος να φύγει, όταν, ξαφνικά, το ένα από τα πλάσματα επιτέθηκε στο άλλο. Άρπαξε το λαιμό του συντρόφου του κι άρχισε να το στραγγαλίζει. Χωρίς καν να επεκτείνει τον εαυτό του, ο Γκάρννα μπορούσε να νιώσει την οργή, που εξέπεμπε το επιτιθέμενο άτομο. Πάγωσε. Κανονικά το ένστικτο του είδους του, θα τον έκανε να το σκάσει με τη μέγιστη ταχύτητα – στην προκειμένη περίπτωση, με την ταχύτητα της σκέψης. Αλλά, ο Γκάρννα είχε δεχθεί μακρά εκπαίδευση, προκειμένου να επιβάλλεται στα ένστικτά του. Είχε εκπαιδευτεί να είναι στην αρχή, στο τέλος και πάντα, ένας παρατηρητής. Παρατηρούσε.

* * *

Η πραγματικότητα επέστρεψε με αργό ρυθμό στο Στόουναμ. Ξεκίνησε χωρίς ήχο, ένα γρήγορο τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ, που αναγνώρισε καθυστερημένα ότι ήταν η καρδιά του. Ποτέ δεν την είχε ξανακούσει τόσο δυνατά. Φαινόταν να πνίγει το σύμπαν, μέσα στον ήχο της. Ο Στόουναμ κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του, για να απομονώσει τον ήχο, αλλά αυτό έκανε την κατάσταση χειρότερη. Ξεκίνησε κι ένα κουδούνισμα – ένας οξύς ήχος που χτυπούσε σαν ένα ξυπνητήρι-σοπράνο, μέσα στον εγκέφαλό του.

Μετά ήρθε η οσμή. Υπήρχε μία αλλόκοτη μυρωδιά στον αέρα, μία άρρωστη μυρωδιά τουαλέτας. Λεκέδες απλώνονταν στο μπροστά και πίσω μέρος του φορέματος της Στέλλα.

Γεύση. Υπήρχε αίμα μέσα στο στόμα του, αλμυρό και χλιαρό κι ο Στόουναμ συνειδητοποίησε ότι είχε σκίσει τα χείλη του από το δάγκωμα.

Αφή. Τα ακροδάχτυλά του μυρμήγκιαζαν, υπήρχε ένα τρέμουλο στους καρπούς του, οι δικέφαλοί του χαλάρωσαν, μετά από το υπεράνθρωπο τέντωμα που υπέστησαν.

Όραση. Το χρώμα επανήλθε σε εκείνο του κανονικού κόσμου κι η ταχύτητα επανήλθε στα συνήθη επίπεδα. Αλλά, δεν έβλεπε κάτι να κινείται. Έβλεπε μόνο το σώμα της γυναίκας του, που κείτονταν άψυχο στη μέση του πατώματος.

Ο Στόουναμ στεκόταν εκεί, ούτε ήξερε για πόση ώρα. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο δωμάτιο, αναζητώντας τα συνήθη πράγματα που υπήρχαν εκεί, αποφεύγοντας το πτώμα, που ήταν στα πόδια του. Όχι για πολύ, όμως. Υπήρχε κάτι το τόσο αποκρουστικά ενδιαφέρον στο πτώμα της Στέλλα, το οποίο ανάγκαζε το βλέμμα του να γυρίζει σ’ αυτό, από όπου κι αν περιπλανιόταν.

Άρχισε και πάλι να σκέφτεται. Γονάτισε αργά-αργά στο πλευρό της γυναίκας του κι αφουγκράστηκε για να βρει έναν παλμό, ο οποίος ήξερε ότι δεν υπήρχε. Το χέρι της ήδη ήταν ελαφρά κρύο στην αφή (ή ήταν η φαντασία του;) και κάθε υποψία ζωής είχε φύγει. Πήρε γρήγορα το χέρι του και στάθηκε πάλι όρθιος.

Πήγε προς τον καναπέ, κάθισε κάτω και κοίταξε για πολύ ώρα τον απέναντι τοίχο. Τίτλοι ειδήσεων του κραύγαζαν: ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ. Τα χρόνια που σχεδίαζε προσεκτικά την πολιτική του καριέρα, που σχεδίαζε να κάνει χάρες σε ανθρώπους, ώστε κι εκείνοι να έκαναν, σαν ανταπόδοση, κάποια χάρη σε εκείνον, να πηγαίνει σε ατελείωτα βαρετά πάρτι και δείπνα...τα έβλεπε όλα να χάνονται μπροστά του, μέσα στη δίνη της καταστροφής. Κι έβλεπε πολλά, άδεια χρόνια μπροστά του, γκρίζους τοίχους και σιδερένια κάγκελα.

«Όχι», φώναξε. Κοίταξε κάτω, κατηγορώντας το άψυχο σώμα της γυναίκας του. «Όχι. Θα το ήθελες αυτό, έτσι; Αλλά δε θα το αφήσω να συμβεί, δε θα το κάνω αυτό. Έχω πολλά και σημαντικά πράγματα που θέλω να κάνω, προτού φύγω».

Μία αναπάντεχη ηρεμία επικράτησε στο μυαλό του και είδε καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Διέλυσε το τσιγάρο που είχε πετάξει η γυναίκα του κι ακόμη σιγόκαιγε. Μετά πήγε στο ράφι με τα μαχαιροπήρουνα και πήρε ένα μαχαίρι τεμαχίσματος από τον τοίχο, κρατώντας το μαντήλι του γύρω από τη λαβή, ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα. Πήγε έξω κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το σκοινί απλώματος. Γύρισε στην καλύβα, έδεσε τα χέρια της γυναίκας του πίσω και λύγισε το σώμα της μπροστά, ώστε να μπορέσει να δέσει τα πόδια της στο λαιμό της.

Παίρνοντας πάλι το μαχαίρι, χάραξε προσεκτικά το λαιμό της Στέλλα. Το αίμα έσταζε από το λαιμό της, αλλά δεν πετάχτηκε, γιατί, πλέον, δεν το αντλούσε η καρδιά. Έκοψε βαθειά τα στήθη της και έκανε μία τεράστια χαρακιά, πάνω από το φουστάνι της, μέχρι τη βουβωνική χώρα. Για ασφάλεια, έκοψε αδίστακτα την κοιλιακή της χώρα, το πρόσωπο και τα χέρια. Έβγαλε τα μάτια της από της κόγχες, προσπάθησε να κόψει και τη μύτη της, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, για το μαχαίρι που είχε.

Στη συνέχεια, βούτηξε το μαχαίρι στο αίμα της κι έγραψε πάνω σε έναν τοίχο «Θάνατος στα γουρούνια». Τέλος, διέλυσε τα καλώδια του τηλεφώνου με μία απότομη κίνηση του μαχαιριού. Μετά, άφησε το μαχαίρι στο πάτωμα, δίπλα από το πτώμα της, ενώ την ίδια ώρα έπαιρνε το σημείωμα που του είχε γράψει, για την πρόθεσή της να πάρει διαζύγιο. Έβαλε το σημείωμα στην τσέπη του παντελονιού του.

Στάθηκε όρθιος και κοίταξε τον εαυτό του. Τα χέρια και τα ρούχα του είχαν διάσπαρτους λεκέδες από αίμα. Αυτό δεν έπρεπε να μείνει έτσι. Θα έπρεπε να τα ξεφορτωθεί, με κάποιο τρόπο.

Έτριψε τα χέρια του στο νιπτήρα, μέχρι να αφαιρέσει κάθε ίχνος αίματος. Έψαξε τριγύρω στο δωμάτιο και βρήκε κάτι που του έκοψε την ανάσα: το ειδικά τυπωμένο για εκείνον πακέτο από σπίρτα, που ήταν πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σταχτοδοχείο. Βημάτισε γρήγορα προς αυτό, θεωρώντας το πολύ βλακώδες, να αφήσει ένα στοιχείο σαν αυτό να περιπλανιέται και να το βρει η αστυνομία. Γλίστρησε με προσοχή το πακέτο με τα σπίρτα, μέσα στην τσέπη του.

Μετά, πήγε στη βαλίτσα του και πήρε καθαρά ρούχα. Άλλαξε γρήγορα, ενώ την ίδια ώρα σκεφτόταν να θάψει τα παλιά του ρούχα, σε κάποιο μέρος, σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου, έτσι ώστε να μη βρεθούν ποτέ. Μετά, θα μπορούσε να επιστρέψει και να υποδυθεί ότι ανακάλυψε το πτώμα σε αυτή την κατάσταση. Εφόσον τα καλώδια του τηλεφώνου είχαν κοπεί, θα έπρεπε να πάει κάπου αλλού με το αυτοκίνητο, για να πάρει την αστυνομία. Θυμήθηκε ότι ο πιο κοντινός γείτονας με τηλέφωνο, απείχε περίπου τρία χιλιόμετρα.

Ο Στόουναμ γύρισε και εξέτασε το χειροτέχνημά του. Αίμα είχε χυθεί παντού πάνω στο πάτωμα και πάνω στα έπιπλα, το πτώμα είχε διαμελιστεί με ιδιαίτερα αποκρουστικό τρόπο, το ριζοσπαστικό μήνυμα ήταν γραμμένο σε περίοπτη θέση του τοίχου. Ήταν σκηνή από σουρεαλιστικό εφιάλτη. Κανένας δολοφόνος, που είχε τα λογικά του, δε θα διέπραττε τέτοια σφαγή. Το φταίξιμο θα έπεφτε, αμέσως, πάνω στο κοινόβιο των χίπηδων, ίσως και πάνω στον ίδιο τον Πολάσκι. Αυτό θα εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: να καλύψει τη δική του ενοχή και να απαλλάξει μια για πάντα το Σαν Μάρκος από αυτούς τους αναθεματισμένους χίπηδες.

Έξω από την καλύβα, μέσα σε μία μικρή εργαλειοθήκη, υπήρχε ένα φτυάρι. Ο Στόουναμ το πήρε και μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος, για να θάψει τα ρούχα του. Καθώς δεν είχε βρέξει καθόλου, εδώ και μήνες, το έδαφος ήταν στεγνό και σκληρό. Έτσι, δεν άφησε καθόλου ίχνη, καθώς περνούσε από πάνω του.

* * *

Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι το μεγαλύτερο πλάσμα να σκοτώσει το μικρότερο. Αλλά, αφού τελείωσε, ο δολοφόνος φαινόταν ακινητοποιημένος από τις ίδιες του τις πράξεις. Ο Γκάρννα, τέντωσε προσεκτικά μία νοερή κεραία κι άγγιξε το μυαλό του δολοφόνου. Οι σκέψεις ήταν τόσο μπερδεμένες. Υπήρχαν ακόμη ίχνη οργής που στριφογύριζαν, αλλά φαίνονταν να υποχωρούν σιγά-σιγά. Άλλα συναισθήματα γίνονταν πιο έντονα. Ενοχή, θλίψη, φόβος για την τιμωρία. Όλα αυτά ήταν πράγματα που ο Γκάρννα τα ήξερε, ήδη. Μπήκε λίγο βαθύτερα στο μυαλό κι έμαθε ότι το νεκρό πλάσμα ανήκε στην ίδια ομάδα ιφφ με αυτό που επιβίωσε και, συγκεκριμένα, ήταν το ταίρι του. Ο τρόμος, που ένιωσε ο Γκάρννα από αυτό, ήταν τόσο δυνατός που έφυγε τρέχοντας από το μυαλό και κουλουριάστηκε σαν μία νοερή μπάλα. Με τη λογική, μπορούσε να αποδεχτεί την έννοια της δολοφονίας, ίσως και το γεγονός ότι κάποιος δολοφόνησε το ίδιο του το ταίρι. Αλλά, συναισθηματικά, το σοκ της ζωντανής εμπειρίας, έκανε το μυαλό του να δονείται.

Έμεινε εκεί για λίγα λεπτά, περιμένοντας να περάσουν η αηδία και το σοκ. Τελικά, η εκπαίδευσή τον έκανε να συνέλθει κι άρχισε να παρατηρεί τον περίγυρό του, για μία ακόμη φορά. Το μεγάλο πλάσμα, έκοβε τώρα το κουφάρι του μικρού με ένα μαχαίρι. Ήταν κάποιο αποτρόπαιο έθιμο; Αν ήταν, τότε αυτά τα παμφάγα θα έπρεπε να επαναξιολογηθούν, ως προς τη δυνατότητά τους να αποτελέσουν απειλή. Ακόμη και τα σαρκοφάγα, που είχε παρατηρήσει ο Γκάρννα, δεν είχαν συμπεριφερθεί με τόσο αισχρό τρόπο.

Χρειάστηκε όλο του τον αυτοέλεγχο για να μπορέσει να ξαναέρθει σε επαφή με το μυαλό του άγνωστου πλάσματος. Αυτό που είδε τον μπέρδεψε και τον τάραξε. Για πρώτη φορά, έβλεπε ζωντανά ένα άτομο να σχεδιάζει μία δράση, η οποία θα λειτουργούσε ενάντια στο καλό της Ορδής του. Υπήρχε ενοχή και ντροπή μέσα στο μυαλό, κάτι που έκανε το Γκάρννα να πιστέψει ότι αυτή η δολοφονία ήταν έξω από τη συνήθη συμπεριφορά. Το ένστικτο της ορδής λειτουργούσε, ακόμη, αλλά πολύ περιορισμένα. Και πάνω από όλα υπήρχε ο φόβος της τιμωρίας. Το πλάσμα ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος κι η φρικτή πορεία των πράξεών του, αυτή τη στιγμή, ήταν μία προσπάθεια να αποφύγει – ο Γκάρννα δεν ήξερε με ποιο τρόπο – την τιμωρία, που θα ακολουθούσε, διαφορετικά.

Ήταν μία μοναδική περίπτωση. Ποτέ στο παρελθόν, απ’ όσο ήξερε ο Γκάρννα, δεν είχε εμπλακεί κάποιος Εξερευνητής σε μία μεμονωμένη κατάσταση, σε τέτοιο βαθμό. Σημασία είχε, πάντα, η γενική εικόνα. Αλλά, ίσως, μπορούσαν να κατανοηθούν κάποια πράγματα, αν είχαν δει την κατάσταση να εξελίσσεται. Ακόμη και μέσα στη σκέψη, «άκουγε» ένα καμπανάκι να χτυπά στο μυαλό του. Αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση ότι η Εξερεύνηση είχε, σχεδόν, φτάσει στο τέλος της. Θα ακολουθούσε ακόμη ένα σε έξι λεπτά και μετά, θα έπρεπε να γυρίσει πίσω. Αλλά, αποφάσισε να μείνει και να δει την εξέλιξη του δράματος, όσο περισσότερο μπορούσε, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα.

Έψαξε λίγο βαθύτερα, μέσα στο μυαλό του άγνωστου πλάσματος, και είδε το δόλο μέσα του. Το πλάσμα θα προσπαθούσε να αποφύγει την τιμωρία του, κατηγορώντας γι’ αυτό το έγκλημα, κάποιο άλλο αθώο πλάσμα. Αν το αρχικό έγκλημα ήταν αποκρουστικό για τον Γκάρννα, αυτή του η επιδείνωση ήταν ανείπωτη. Ήταν άλλο πράγμα να αφήσει κανείς μία στιγμή πάθους να τον κάνει να παραβεί τους κανόνες της Ορδής, κι άλλο να παραπλανά συνειδητά κι επιτηδευμένα τους άλλους, έτσι ώστε να βλάψει κάποιο άλλο πλάσμα. Το πλάσμα δεν έβαζε, απλά, το δικό του καλό πάνω από το καλό της Ορδής, αλλά πάνω κι από άλλα άτομα.

Ο Γκάρννα δεν μπορούσε, πλέον, να παραμείνει ουδέτερος και αδιάφορος. Αυτό το πλάσμα πρέπει να ήταν διεστραμμένο. Ακόμη κι αποδεχόμενος τη διαφορά στις συνήθειες, καμία βιώσιμη κοινωνία δε θα επιβίωνε για πολύ, αν αυτά τα πρότυπα γίνονταν ο κανόνας. Θα κατέρρεε κάτω από το αμοιβαίο μίσος και την έλλειψη εμπιστοσύνης.

Τώρα, το πλάσμα έφυγε από την καλύβα και περπατούσε σιγά προς τα δέντρα. Ο Γκάρννα το ακολούθησε. Το πλάσμα κρατούσε τα ρούχα που φορούσε μέσα στο δωμάτιο, καθώς κι ένα εργαλείο που πήρε από την καλύβα. Όταν έφτασε σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από το κτίριο, άφησε κάτω τα ρούχα κι άρχισε να χρησιμοποιεί το εργαλείο για να σκάψει ένα λάκκο. Όταν ο λάκκος έγινε αρκετά βαθύς, το ξένο πλάσμα έθαψε τα παλιά ρούχα και ξαναγέμισε το λάκκο, ισιώνοντας το χώμα γύρω του με προσοχή, έτσι ώστε το έδαφος να φαίνεται άθικτο.

Ο Γκάρννα έπιασε στιγμιαίες σκέψεις από το μυαλό του πλάσματος. Υπήρχε ικανοποίηση, που έκανε κάτι με επιτυχία. Ο φόβος είχε μετριαστεί, τώρα, καθώς είχε κάνει βήματα για να αποφύγει την τιμωρία. Κι υπήρχε και το αίσθημα του θριάμβου, γιατί είχε νικήσει ή είχε ξεγελάσει την Ορδή. Το τελευταίο έκανε τον Γκάρννα να ανατριχιάσει, νοερά. Τι είδους πλάσμα ήταν αυτό, που μπορούσε να πανηγυρίζει επειδή έβλαψε την Ορδή του; Αυτό ήταν λάθος από κάθε άποψη, έπρεπε να είναι λάθος. Κάτι έπρεπε να γίνει, για να δει αυτό το διεστραμμένο, να αποκαλύπτεται, παρά την απάτη του. Αλλά...

Η δεύτερη προειδοποίηση ακούστηκε μέσα στο μυαλό του. Όχι!, σκέφτηκε. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Πρέπει να μείνω και να κάνω κάτι, γι’ αυτή την κατάσταση.

Αλλά, δεν υπήρχε επιλογή. Δεν ήταν γνωστός κάποιος τρόπος, με τον οποίο μπορούσε ένα μυαλό να παραμείνει εκτός του σώματός του, χωρίς φρικτές συνέπειες για το ένα ή το άλλο. Αν έμενε μακριά για πολύ, το σώμα του θα μπορούσε να πεθάνει, κι υπήρχε προβληματισμός σχετικά με το αν το μυαλό θα μπορούσε να ζήσει περισσότερο από το σώμα. Δε θα εξυπηρετούσε σε τίποτα αν το μυαλό καταστρεφόταν από απροσεξία.

Έτσι, απρόθυμα, το μυαλό του Γκάρννα ιφφ- Αλμάνικ, αποτραβήχτηκε από τη σκηνή της τραγωδίας, πάνω στον τρίτο πλανήτη του κίτρινου αστέρα, με το μπλε-άσπρο χρώμα, κι έτρεξε πίσω στο σώμα του, σε απόσταση περισσότερων από 1000 παρσέκ.

* * *

Καθώς γύριζε, περπατώντας, στην καλύβα ο Στόουναμ αισθάνθηκε τόση ικανοποίηση, που τα έβγαλε πέρα, επιτυχώς, σε μία τόσο άσχημη κατάσταση. Σκέφτηκε ότι, ακόμη κι αν η αστυνομία δεν κατηγορούσε τους χίπηδες, δεν είχε μείνει καμία χειροπιαστή απόδειξη, για να κατηγορήσει τον ίδιο. Κανένα κίνητρο, καμία απόδειξη, κανένας μάρτυρας.

Σχεδόν 1,5 χιλιόμετρο μακριά, ένα κορίτσι με το όνομα Ντέμπρα Μπάουερ, ξύπνησε, ουρλιάζοντας, από έναν εφιάλτη.

Ορδεσ

Подняться наверх