Читать книгу Ορδεσ - Stephen Goldin, Stephen Goldin - Страница 8

Κεφάλαιο 2

Оглавление

Δε θα ήταν καλή μέρα αυτή, συμπέρανε ο Τζον Μάσκεν, καθώς οδηγούσε κατά μήκος της ακτής, προς το γραφείο του, στην πόλη του Σαν Μάρκος. Στα δεξιά του, ο ουρανός άρχισε να αλλάζει χρώμα από σκούρο σε ανοιχτό μπλε, καθώς ο ήλιος ξεκίνησε να σκαρφαλώνει πάνω από τον ορίζοντα, αλλά ο Μάσκεν δεν τον έβλεπε ακόμη, γιατί κρυβόταν στους λόφους, που βρίσκονταν στο βάθος της ανατολικής μεριάς του δρόμου. Στα δυτικά, τα αστέρια είχαν χαθεί μέσα στο ξεθωριασμένο βιολετί χρώμα, που ήταν ό, τι είχε απομείνει από τη νύχτα.

Καμία μέρα που ξεκινά με το να πρέπει να πας στη δουλειά στις 5:30 το πρωί, δεν μπορεί να είναι καλή, συνέχισε ο Μάσκεν. Πολύ περισσότερο, όταν αυτό σχετίζεται με μία δολοφονία.

Οδηγούσε προς το γραφείο κι αισθανόταν πολύ ατημέλητος. O βοηθός του, ο Γουίτμορ, τον κάλεσε και του είπε ότι ήταν επείγον κι ο Μάσκεν δεν είχε ούτε χρόνο να ξυριστεί. Δεν ήθελε να ενοχλήσει τη γυναίκα του, που κοιμόταν ακόμη και, μέσα στο σκοτάδι, πήρε τη λάθος στολή, αυτή που είχε φορέσει χθες. Μύριζε σαν να είχε παίξει έναν ολόκληρο αγώνα μπάσκετ, φορώντας την. Του πήρε περίπου 15 δευτερόλεπτα για να περάσει μία φορά με τη βούρτσα τα μαλλιά του, που είχαν πέσει σχεδόν όλα, αλλά αυτό ήταν το μόνο στοιχείο περιποίησης επάνω του.

Καμία μέρα, που ξεκινά έτσι, επανέλαβε, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από άθλια.

Το ρολόι του έδειχνε 5:48, καθώς περνούσε την πόρτα του Τμήματος του Σερίφη. «Ωραία, Τομ, τι τρέχει;».

Ο Γουίτμορ κοίταξε προς τα πάνω, όταν μπήκε το αφεντικό του. Ήταν ένας τύπος που έμοιαζε σαν αγοράκι, ήταν στο Σώμα μόνο μισό χρόνο κι η χαμηλή του αρχαιότητα, τον έκανε ιδανικό για τη νυχτερινή βάρδια. Τα μακριά ξανθά μαλλιά του ήταν περιποιημένα, η στολή του σιδερωμένη και αλέκιαστη. Ο Μάσκεν, ένιωσε ένα προσωρινό ξέσπασμα μίσους για οποιονδήποτε μπορούσε να είναι τόσο αψεγάδιαστος, τέτοια ώρα, παρόλο που ήξερε ότι αυτό το συναίσθημα ήταν παράλογο. Ήταν μέρος της δουλειάς του Γουίτμορ να είναι σε τόσο καλή κατάσταση, τόσο νωρίς, κι ο Μάσκεν θα έπρεπε να τον πετάξει έξω, αν γινόταν διαφορετικά.

«Έγινε μία δολοφονία σε μία ιδιωτική καλύβα, στην ακτή, στα μισά της διαδρομής από εδώ στο Μπέλινγκτον», είπε ο Γουίτμορ. «Το θύμα ήταν η κα. Γουέσλι Στόουναμ».

Τα μάτια του Μάσκεν άνοιξαν διάπλατα. Επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες του, η ημέρα αυτή ήδη είχε γίνει απίστευτα χειρότερη. Και δεν ήταν ακόμη ούτε 6 το πρωί. Αναστέναξε. «Ποιος το χειρίζεται;»

«Ο Άκερ έκανε την αρχική αναφορά. Παραμένει στον τόπο του εγκλήματος, συγκεντρώνοντας όσες πληροφορίες μπορεί. Κυρίως, φροντίζει να μην πειραχτεί τίποτα, μέχρι να μπορέσετε να το δείτε εσείς».

Ο Μάσκεν έγνεψε. «Είναι πολύ καλός. Έχεις αντίγραφο της αναφοράς του;»

«Σε ένα λεπτό, κύριε. Το ηχογράφησε και τώρα πρέπει να το δακτυλογραφήσω. Μου έχουν μείνει δύο προτάσεις, μόνο».

«Ωραία. Πάω να πάρω έναν καφέ. Θέλω να έχω την αναφορά στο γραφείο μου, όταν γυρίσω».

Πάντα υπήρχε μία κανάτα καφέ που έβραζε στο γραφείο, αλλά ήταν απίστευτα απαίσιος και ο Μάσκεν δεν τον έπινε ποτέ. Έτσι, πέρασε απέναντι το δρόμο στο ολονύκτιο μικροεστιατόριο και μπήκε μέσα. Ο Τζόου, ο υπάλληλος, κοίταξε πάνω προς το μέρος του, πίσω από τα πόδια του που τα είχε στηριχτεί πάνω σε ένα από τα τραπέζια. Άφησε κάτω την εφημερίδα που διάβαζε. «Πολύ νωρίς σήμερα, έτσι Σερίφη;».

Ο Μάσκεν αγνόησε τη φιλικότητα, που κάλυπτε αυτή την ερώτηση. «Καφέ, Τζόου, και τον θέλω σκέτο». Πήρε μερικά ψιλά από την τσέπη του και τα κοπάνησε πάνω στον πάγκο. Ο υπάλληλος πήρε το μήνυμα, από τη συμπεριφορά του Σερίφη, και πήγε σιωπηλός να γεμίσει μία κούπα με καφέ.

Ο Μάσκεν ήπιε τον καφέ του με μεγάλες γουλιές. Στο ενδιάμεσο από τις γουλιές αυτές, πέρναγε μεγάλα διαστήματα κοιτώντας επίμονα και προσεκτικά τον τοίχο απέναντί του. Πρέπει να θυμόταν ότι είχε συναντήσει την κα. Στόουναμ – δε θυμόταν το μικρό της όνομα – μία ή δύο φορές σε κάποια πάρτι ή δείπνα. Θυμόταν ότι τη θεωρούσε μία από τις λίγες γυναίκες, που είχαν μετατρέψει το γεγονός ότι ήταν σχεδόν μεσήλικας, σε προτέρημα αντί σε μειονέκτημα, καλλιεργώντας στον εαυτό της ένα ιδιαίτερο ώριμο μεγαλείο. Φαινόταν να είναι καλός άνθρωπος και λυπόταν που ήταν νεκρή.

Αλλά, λυπόταν ακόμη πιο πολύ που τύγχανε να είναι σύζυγος του Γουέσλι Στόουναμ. Αυτό μπορούσε να προκαλέσει άπειρα μπερδέματα. Ο Στόουναμ ήταν ένας άντρας που είχε ανακαλύψει τη σπουδαιότητά του και περίμενε να έρθει η ώρα να την ανακαλύψει κι ο κόσμος. Δεν ήταν μόνο πλούσιος, αλλά έκανε και τα χρήματά του να μετρούν, με την έννοια της επιρροής. Γνώριζε τους σωστούς ανθρώπους κι οι πιο πολλοί από αυτούς τους χρωστούσαν κάποιου είδους χάρη. Κυκλοφορούσε κι η φήμη ότι ήταν υποψήφιος ακόμη και για τη θέση του Συμβουλίου, από την οποία θα παραιτούνταν σε λίγες ημέρες ο Κότμαν. Αν σε συμπαθούσε ο Στόουναμ, οι πόρτες άνοιγαν ως δια μαγείας. Αν σε έπαιρνε με στραβό μάτι, τότε οι πόρτες έκλειναν με βία στα μούτρα σου.

Ο Μάσκεν δούλευε στην αστυνομία εδώ και 37 χρόνια κι ήταν Σερίφης, τα τελευταία έντεκα. Του χρόνου, θα έβαζε υποψηφιότητα για να επανεκλεγεί. Ίσως, θα ήταν σοφό να τα πηγαίνει καλά με το Στόουναμ, ό, τι κι αν σήμαινε αυτό. Δεν ήξερε, ακόμη, καμία λεπτομέρεια για την υπόθεση, αλλά ήδη είχε ένα προαίσθημα μέσα του, ότι τα πράγματα θα ήταν άσχημα. Κάτι μουρμούρισε, μέσα από τα δόντια του, για τη μοίρα των αστυνομικών.

«Πώς είπατε, Σερίφη;», ρώτησε ο Τζόου.

«Τίποτα», γρύλισε ο Μάσκεν. Τελείωσε τον καφέ του μονορούφι, κοπάνισε την κούπα στον πάγκο και βγήκε από το εστιατόριο.

Πίσω στο Τμήμα, η αναφορά περίμενε πάνω στο γραφείο του, όπως είχε ζητήσει. Δεν έλεγε πολλά πράγματα. Μία κλήση ήρθε στις 03:07 π.μ. αναφέροντας ένα φόνο. Η κλήση έγινε από τον κο. Γουέσλι Στόουναμ, ο οποίος καλούσε από την οικία του κου. Έιμπρααμ Γουάιτ. Ο Στόουναμ είπε ότι η γυναίκα του δολοφονήθηκε από ομάδα ή ομάδες αγνώστων, ενόσω έμενε μόνη της στην παραθαλάσσια καλύβα. Ο Στόουναμ έφθασε στον τόπο του εγκλήματος, περίπου στις 2:30 κι ανακάλυψε το πτώμα της, αλλά, επειδή η τηλεφωνική γραμμή ήταν κομμένη, έπρεπε να καλέσει από το γείτονά του. Εστάλη περιπολικό για έρευνα.

Ο κος Στόουναμ συνάντησε τον αστυνόμο, που θα έκανε την έρευνα, στην πόρτα της καλύβας. Μέσα, ο αστυνόμος βρήκε το πτώμα, που με δυσκολία αναγνωρίστηκε ότι ήταν η σύζυγος του Στόουναμ, με δεμένα χέρια και πόδια, το λαιμό της σκισμένο, τα μάτια της να έχουν αφαιρεθεί, και το στήθος και τα χέρια της κομμένα, με βία. Υπήρχε πιθανότητα για σεξουαλική κακοποίηση, καθώς η περιοχή του εφηβαίου ήταν σκισμένη. Οι αλλοιώσεις στο χρώμα του προσώπου της και τα σημάδια στο λαιμό της ήταν ενδείξεις στραγγαλισμού, αλλά δεν υπήρχαν άλλες ενδείξεις μάχης, μέσα στην καλύβα. Δίπλα στο πτώμα, ήταν πεσμένο ένα κουζινομάχαιρο, το οποίο, προφανώς, είχε χρησιμοποιηθεί στον τεμαχισμό – ήταν από το σετ μαχαιροπήρουνων, που κρεμόταν στον τοίχο. Το χαλί είχε λεκέδες από αίμα, ενδεχομένως του θύματος, κι ένα μήνυμα ήταν γραμμένο με αίμα στον τοίχο : «Θάνατος στα γουρούνια». Ένα σβησμένο, χρησιμοποιημένο τσιγάρο ήταν στο πάτωμα κι ένα χρησιμοποιημένο σπίρτο ήταν μέσα σε ένα από τα σταχτοδοχεία. Η κρεβατοκάμαρα φαινόταν να είναι άθικτη.

Ο Μάσκεν άφησε κάτω την αναφορά, έκλεισε τα μάτια του, έτριψε τα βλέφαρά του με το πίσω μέρος των δαχτύλων του. Δε θα μπορούσε να είναι απλά ένας φόνος με βιασμό, έτσι; Αυτή η περίπτωση είχε όλες τις προδιαγραφές μίας ψυχωτικής βεντέτας, το είδος που τραβούσε μεγάλη δημοσιότητα. Διάβασε πάλι την περιγραφή του πτώματος και ανατρίχιασε. Είχε δει πολλά αποτρόπαια θεάματα, στα 37 χρόνια που δούλευε στην αστυνομία, αλλά ποτέ κάτι που φαινόταν τόσο αποτρόπαιο όσο αυτό. Πίστευε ότι αυτή η υπόθεση δε θα του άρεσε καθόλου. Φοβόταν λίγο που έπρεπε να πάει εκεί και να δει το πτώμα. Αλλά ήξερε ότι έπρεπε. Σε μία υπόθεση σαν αυτή, με άπειρη δημοσιότητα – και το Στόουναμ από πάνω του – θα έπρεπε να χειριστεί ο ίδιος την έρευνα. Το Σαν Μάρκος δεν ήταν μεγάλο για να υποστηρίζει – ή να απαιτεί – μία ομάδα ανθρωποκτονίας, πλήρους απασχόλησης.

Πάτησε το κουμπί ενδοεπικοινωνίας: «Τομ;».

«Μάλιστα, κύριε;»

«Κάλεσε τον Άκερ στον ασύρματο». Πήρε μία βαθιά ανάσα και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Χρειάστηκε να πνίξει ένα χασμουρητό, καθώς περνούσε από την πόρτα και κατέβαινε τις σκάλες προς τη γραμματεία.

«Τον έχω καλέσει, κύριε», είπε ο νεαρός βοηθός του Σερίφη, καθώς του έδινε τον ασύρματο.

«Ευχαριστώ». Πήρε τον ασύρματο και πάτησε το κουμπί επικοινωνίας. «Αναφέρατε».

«Άκερ, αναφερόμενος, κύριε. Είμαι ακόμη στην καλύβα των Στόουναμ. Ο κος Στόουναμ γύρισε στο σπίτι του στο Σαν Μάρκος, για να προσπαθήσει να κοιμηθεί λίγο. Έχω τη διεύθυνσή του —».

«Δε χρειάζεται, Χάρι. Την έχω κάπου στα αρχεία μου. Υπάρχουν άλλες εξελίξεις, από την ώρα που έκανες την πρώτη σου αναφορά;»

«Ήλεγξα την περιοχή, γύρω από την καλύβα, για ενδεχόμενα ίχνη, αλλά πιστεύω πως είμαστε άτυχοι, κύριε. Δεν έχει βρέξει, εδώ και μήνες, ξέρετε και το έδαφος εδώ είναι απίστευτα σκληρό και στεγνό. Μεγάλο κομμάτι αυτού είναι απλά βράχος καλυμμένος με ένα λεπτό στρώμα ψιλού χώματος και χαλικιού. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι.»

«Και από αυτοκίνητα; Βρήκες ίχνη από ρόδες αυτοκινήτου;»

«Το αυτοκίνητο της κας Στόουναμ είναι παρκαρισμένο στο πλάι της καλύβας. Υπάρχουν δύο ίχνη από το αυτοκίνητο του Στόουναμ κι ένα από το δικό μου. Αλλά, ο δολοφόνος δεν πρέπει να ήρθε με αυτοκίνητο. Υπάρχουν κάποια μέρη σε απόσταση από εδώ που, εύκολα, καλύπτεται με τα πόδια».

«Δε νομίζεις, ότι θα πρέπει να ξέρουν πολύ καλά το δρόμο, για να μη χαθούν μέσα στο σκοτάδι;»

«Μάλλον ναι, κύριε».

«Χάρι, μεταξύ μας, πώς σου φαίνεται όλο αυτό;»

Η φωνή, στην άλλη μεριά, έκανε μία μικρή παύση. «Να σας πω την αλήθεια, κύριε, είναι το πιο εμετικό πράγμα που έχω δει ποτέ. Σχεδόν έκανα εμετό, μόλις είδα τι έχουν κάνει στο σώμα αυτής της καημένης της γυναίκας. Δεν μπορεί ο δολοφόνος να είχε λόγο που έκανε αυτό το πράγμα. Υποθέτω ότι έχουμε να κάνουμε με παράφρονα και μάλιστα επικίνδυνο».

«Εντάξει, Χάρι» τον καθησύχασε ο Μάσκεν. «Περίμενε εκεί. Θα πάρω τον Σίμπσον και θα έρθουμε εκεί, για να σε απαλλάξουμε. Όβερ.» Έκλεισε τον ασύρματο και έδωσε το μικρόφωνο πίσω στο Γουίτμορ.

Ο Σίμπσον ήταν ο βοηθός του Σερίφη με την καλύτερη εκπαίδευση στην επιστημονική πλευρά της εγκληματολογίας. Όποτε προέκυπτε μία, πέραν του κανονικού, πολύπλοκη υπόθεση, το Τμήμα στηριζόταν πάνω του, περισσότερο από κάθε άλλον. Κανονικά, ο Σίμπσον δε θα ερχόταν στην υπηρεσία πριν τις δέκα, αλλά ο Μάσκεν του έκανε μία έκτακτη κλήση, τον ενημέρωσε για το επείγον της κατάστασης και του είπε ότι θα πήγαινε να τον πάρει. Πήρε τα εργαλεία του αστυνομικού για να πάρει αποτυπώματα και μία φωτογραφική μηχανή, από το αυτοκίνητό του και, μετά, οδήγησε ως το σπίτι του Σίμπσον.

Ο βοηθός του Σερίφη περίμενε στη βεράντα τού, κατά κάποιο τρόπο, ανεμοδαρμένου του σπιτιού. Μαζί, εκείνος κι ο Σερίφης, ξεκίνησαν για την καλύβα των Στόουναμ. Πολύ λίγα ειπώθηκαν στη διαδρομή. Ο Σίμπσον ήταν ένας λεπτός, πολύ ήσυχος άνδρας ο οποίος, γενικά, κρατούσε μέσα του την οξυδέρκειά του, ενώ ο Σερίφης είχε τόσα πολλά να σκεφτεί για τις διάφορες πτυχές αυτού του εγκλήματος.

Όταν έφτασαν, ο Μάσκεν απήλλαξε τον Άκερ και του είπε να πάει σπίτι και να προσπαθήσει να κοιμηθεί λίγο. Ο Σίμπσον ξεκίνησε, αθόρυβα, τη δουλειά του, πρώτα φωτογραφίζοντας το δωμάτιο και το πτώμα, από όλες τις οπτικές γωνίες, μετά συλλέγοντας κομμάτια από διάφορα πράγματα, οτιδήποτε τριγυρνούσε, σε μικρά πλαστικά σακουλάκια και στο τέλος, ξεσκόνισε το δωμάτιο, για να βρει δακτυλικά αποτυπώματα. Ο Μάσκεν κάλεσε ασθενοφόρο και μετά κάθισε πίσω και παρακολουθούσε το βοηθό του να δουλεύει. Για κάποιο λόγο, ένιωσε πολύ αβοήθητος. Ο Σίμπσον ήταν ο πιο καλά εκπαιδευμένος γι’ αυτή τη δουλειά και δεν υπήρχαν πολλά, που θα μπορούσε να προσθέσει ο Σερίφης, στην επιδεξιότητά του. Ίσως, σκέφτηκε ο Μάσκεν, μετά από τόσο καιρό να καταλαβαίνω ότι, πράγματι, προορίζομαι να γίνω γραφειοκράτης και, σε καμία περίπτωση, αστυνομικός. Κι αναρωτήθηκε, πόσο θλιβερό σχόλιο θα ήταν αυτό για τη ζωή του.

Ο Σίμπσον τελείωσε τη δουλειά του, σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξη του ασθενοφόρου. Όταν πήραν το πτώμα της κας Στόουναμ στο νεκροτομείο, ο Μάσκεν κλείδωσε την καλύβα και, μαζί με το Σίμπσον, επέστρεψαν στην πόλη. Τώρα, ήταν σχεδόν 8:30 και το στομάχι του Μάσκεν άρχισε να του θυμίζει ότι το μόνο που είχε πάρει για πρωινό, ως εκείνη την ώρα, ήταν μία κούπα καφέ.

«Τι πιστεύεις για το φόνο», ρώτησε τον ψυχρό Σίμπσον.

«Είναι ασυνήθιστος».

«Ναι, αυτό είναι προφανές. Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος...επιτρέψτε μου να διορθώσω...κανένας φυσιολογικός δολοφόνος δε θα κομμάτιαζε ένα πτώμα με αυτό τον τρόπο».

«Δεν εννοούσα αυτό. Ο φόνος έγινε αντίστροφα».

«Τι εννοείς;»

«Ο δολοφόνος, πρώτα, σκότωσε τη γυναίκα και μετά την έδεσε».

Ο Μάσκεν πήρε για μία στιγμή τα μάτια του από το δρόμο, για να κοιτάξει το βοηθό του. «Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Η κυκλοφορία του αίματος δε σταμάτησε, όταν δέθηκαν τα χέρια και τα σκοινιά ήταν απίστευτα σφιχτά. Συνεπώς, η καρδιά σταμάτησε να αντλεί αίμα, προτού της δέσει τα χέρια. Επίσης, δολοφονήθηκε πριν τεμαχιστεί το σώμα της, αλλιώς θα είχε πεταχτεί πολύ περισσότερο αίμα».

«Με άλλα λόγια, δεν έχουμε έναν απλό σαδιστή, που έδεσε το κορίτσι, το βασάνισε και μετά το σκότωσε. Λες ότι αυτός ο άντρας πρώτα τη σκότωσε και, μετά, την έδεσε και τη διαμέλισε;»

«Ναι.»

«Μα αυτό δε βγάζει κανένα νόημα».

«Γι’ αυτό λέω ότι είναι ασυνήθιστο».

Στην υπόλοιπη διαδρομή ήταν σιωπηλοί, ο καθένας αναλογιζόμενος, με το δικό του τρόπο, τις ασυνήθιστες συνθήκες αυτής της υπόθεσης.

Όταν έφτασαν στο Τμήμα, ο Σίμπσον προχώρησε κατευθείαν προς το μικρό εργαστήριο, για να αναλύσει τα ευρήματά του. Ο Μάσκεν άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς το δικό του γραφείο, όταν η Κάρεν, η γραμματέας του, κατέβηκε να τον συναντήσει στα μισά της σκάλας. «Προσέξτε», ψιθύρισε. «Υπάρχει μία ολόκληρη ομάδα δημοσιογράφων εκεί πάνω, που περιμένει να σας αιφνιδιάσει».

Πόσο γρήγορα μαζεύονται τα όρνια, συλλογίστηκε ο Μάσκεν. Δεν ξέρω αν τους ειδοποίησε κανείς, ή αν απλά μυρίζονται το θάνατο και τον εντυπωσιασμό και έρχονται τρέχοντας προς αυτά. Πράγματι, δεν τους περίμενε τόσο νωρίς και δεν είχε προετοιμάσει τίποτα να πει. Το στομάχι του, τον έκανε να καταλαβαίνει πολύ έντονα ότι δεν είχε φάει τίποτα στερεό, εδώ και 14, περίπου, ώρες. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει προς τα πίσω, για ένα γρήγορο πρωινό, χωρίς να τον εντοπίσουν.

Δεν μπορούσε. Κάποιο άγνωστο πρόσωπο εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο. «Ήρθε ο Σερίφης», είπε ο άνδρας. Ο Μάσκεν αναστέναξε και συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά, πίσω από την Κάρολ. Ήξερε ότι δε θα ήταν καλή μέρα.

Ωστόσο, ακόμη κι εκείνος εξεπλάγη, όταν έφτασε στην κορυφή και έριξε μία ματιά τριγύρω. Περίμενε μία χούφτα δημοσιογράφους, για μία-δύο εφημερίδες της κομητείας. Αλλά, ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο με ανθρώπους και ο μόνος που αναγνώριζε ήταν ο Ντέιβ Γκρέιλλι, από την Clarion του Σαν Μάρκος. Οι υπόλοιποι ήταν άγνωστοι. Και δεν υπήρχαν μόνο άνθρωποι, αλλά και μηχανήματα. Τηλεοράσεις, κάμερες, μικρόφωνα και άλλος δημοσιογραφικός εξοπλισμός, διάσπαρτος με προσοχή, με διακριτικά σήματα από τα τρία μεγάλα δίκτυα, καθώς και από τοπικούς σταθμούς, από τις περιοχές του Λος Άντζελες και του Σαν Φρανσίσκο. Τον είχε συνεπάρει η σκέψη ότι αυτή η υπόθεση είχε τραβήξει τόσο μεγαλύτερη δημοσιότητα, απ’ ό, τι περίμενε.

Τη στιγμή που εμφανίστηκε, ξεκίνησε ένα δυνατό μουρμουρητό, καθώς είκοσι διαφορετικοί άνθρωποι ξεκίνησαν να του κάνουν, ταυτόχρονα, είκοσι διαφορετικές ερωτήσεις. Ο Μάσκεν, ζαλισμένος, για μία στιγμή μπορούσε μόνο να στέκεται εκεί, μέσα στο μπαράζ των ερωτήσεων, αλλά τελικά επανήλθε. Πήγε στο σημείο, όπου είχαν στήσει τα μικρόφωνα και είπε: «Κύριοι, αν κάνετε όλοι υπομονή, σκοπεύω να δημοσιεύσω μία επίσημη δήλωση, σε λίγα λεπτά. Κάρεν, πάρε το μπλοκ στενογραφίας κι έλα στο γραφείο μου, εντάξει;»

Μπήκε στο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα, γέρνοντας πάνω της. Έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να ρυθμίσει την αναπνοή του και, ίσως, να ηρεμήσει τα νεύρα του. Τα γεγονότα συσσωρεύονταν το ένα μετά το άλλο, πολύ γρήγορα για να το χειριστεί με την άνεσή του. Ήταν, απλά, ο Σερίφης μίας μικρής κομητείας, συνηθισμένος σε ήρεμους ρυθμούς και σε εύκολες καταστάσεις. Ξαφνικά, ο κόσμος φαινόταν να έχει βγει εκτός ελέγχου, αναστατώνοντας τη μονότονη ρουτίνα, στην οποία είχε συνηθίσει. Και πάλι, του πέρασε η σκέψη ότι ίσως δεν έπρεπε να είναι αστυνομικός. Πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες δουλειές στον κόσμο, που θα πληρώνονταν καλύτερα και θα είχαν μικρότερη φορολογία.

Ένας χτύπος ακούστηκε, στην πόρτα πίσω του. Έκανε στην άκρη, την άνοιξε και μπήκε μέσα η Κάρολ με το μπλοκάκι στο χέρι. Ο Μάσκεν συνειδητοποίησε, ξαφνικά, ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι να πει. Κάθε λέξη θα ήταν εξαιρετικά σημαντική, γιατί μιλούσε όχι μόνο στο Ντέιβ Γκρέιλλι, από την Clarion, αλλά και στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα, δηλαδή, ενδεχομένως, σε κάθε άτομο στης Ηνωμένες Πολιτείες. Ξαφνικά, το στόμα του στέγνωσε, από το φόβο της δημόσιας ομιλίας.

Τελικά, αποφάσισε, να παραμείνει στα γεγονότα, όπως τα ήξερε. Άσε τις εφημερίδες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Έτσι θα έκαναν, ούτως ή άλλως. Βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο, καθώς υπαγόρευε στη γραμματέα του, σταματώντας συχνά για να της ζητήσει να του διαβάσει τι είχε πει και να διορθώσει κάποια διατύπωση, που ακουγόταν περίεργη. Όταν τελείωσε, της είπε δύο φορές να του το διαβάσει, απλά, για σιγουρευτεί για την ακρίβειά όσων είπε. Μετά, την άφησε να πάει να το εκτυπώσει.

Ενόσω εκείνη έκανε την εκτύπωση, εκείνος κάθισε πίσω από το γραφείο του και προσπαθούσε να επιβληθεί στα χέρια του, για να μην τρέμουν. Η σκέψη ότι ήταν ακατάλληλος γι’ αυτή τη δουλειά, δεν άφηνε το μυαλό του. Υπήρξε καλός αστυνομικός πριν 30 χρόνια, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά, τότε. Τον είχαν προσπεράσει τα χρόνια, για πάντα, αφήνοντάς τον στα απόνερα μόνο με μία πρόφαση; Ο μόνος λόγος που είχε πετύχει, σαν Σερίφης, ήταν γιατί δεν υπήρχε τίποτα δύσκολο, σε αυτή τη μικρή παραθαλάσσια κομητεία; Και τώρα που το παρόν, επιτέλους, τον πετύχαινε, θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει, όπως έπρεπε;

Η Κάρολ μπήκε με ένα τυπωμένο αντίγραφο κι ένα καρμπόν, για να πάρει την έγκρισή του, προτού φτιάξει κι άλλα αντίγραφα. Ο Μάσκεν το διάβασε με υπερβολική προσοχή, κάνοντας πάρα πολύ χρόνο για να το διαβάσει ολόκληρο. Όταν δεν μπορούσε πια να αναβάλλει το αναπόφευκτο, έβαλε μονογραφή και της έδωσε πίσω το καρμπόν, για να φτιάξει αντίγραφα. Καθαρίζοντας το λαιμό του αρκετές φορές, βγήκε από το γραφείο του.

Τον χαιρέτησαν οι ήχοι από τα φλας των μηχανών, τα οποία τον τύφλωσαν προσωρινά, καθώς προσπαθούσε να φτάσει στα μικρόφωνα. Πήγε ψηλαφώντας, μέχρι που τα βρήκε. «Αυτή τη φορά, έχω μία επίσημη δήλωση», είπε. Κοίταξε τα χαρτιά στα χέρια του και, μετά βίας, μπορούσε να δει τις λέξεις, λόγω των μπλε κουκίδων που έκαναν τα μάτια του, από τα φλας. Διστακτικά, ξεκίνησε το λόγο του. Περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ανακαλύφθηκε το πτώμα και την ιδιαίτερα αποκρουστική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ανέφερε τη φράση, που ήταν γραμμένη στον τοίχο, αλλά δεν ανέφερε την υπόθεση του Σίμπσον, για τη σειρά που ακολούθησε ο δολοφόνος. Κατέληξε, λέγοντας: «Αντίγραφα αυτής της δήλωσης, θα είναι διαθέσιμα, για όποιον θέλει να πάρει ένα».

«Υπάρχει κάποιος ύποπτος;», του πέταξε ένας δημοσιογράφος.

«Ε... όχι, είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε. Ακόμη συλλέγουμε στοιχεία».

«Δεδομένου ότι το Τμήμα σας είναι μικρό, σκοπεύετε να ζητήσετε βοήθεια από την Πολιτεία ή το Κράτος, για την επίλυση αυτής της υπόθεσης;». Αυτή η ερώτηση ήρθε από άλλο μέρος του δωματίου.

Ξαφνικά, ο Μάσκεν ένιωσε την πίεση πάνω του. Οι κάμερες της τηλεόρασης τον κοιτούσαν με άγρυπνο μάτι. Είχε πολύ καλά υπόψη του ότι φορούσε μία βρώμικη, ασιδέρωτη στολή κι ότι δεν είχε ξυριστεί εκείνο το πρωί. Ήταν αυτή εικόνα για να τη δει όλη η χώρα; Ένας απεριποίητος χωριάτης, που δεν μπορεί να χειριστεί τη δική του Κομητεία, όταν συμβαίνει κάτι πραγματικά άσχημο; «Μέχρι στιγμής», είπε συνειδητά, «οι ενδείξεις λένε ότι η λύση αυτού του εγκλήματος είναι εντός των ικανοτήτων του Τμήματός μου. Όχι, δε σκοπεύω να ζητήσω εξωτερική βοήθεια, αυτή τη στιγμή».

«Πιστεύετε ότι είναι πιθανό ο φόνος να έχει πολιτικά κίνητρα;»

«Πραγματικά, δεν μπορώ να πω—»

«Λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα της υπόθεσης και το ασυνήθιστο της φύσης της, ποιος θα είναι επικεφαλής;»

Με την ερώτηση διατυπωμένη κατ’ αυτό τον τρόπο, μόνο μία απάντηση μπορούσε να δοθεί. «Καθιστώ τον εαυτό μου, προσωπικά υπεύθυνο για την έρευνα».

«Θα δώσετε γενικό σήμα για το δολοφόνο;»

«Όταν θα έχω ιδέα για τον τύπο του ανθρώπου που ψάχνουμε, θα το κάνω. Αν δεν τον έχουμε πιάσει ως τότε, φυσικά».

«Τι είδους άνθρωπος πιστεύετε ότι θα μπορούσε να κάνει ένα τόσο φρικτό έγκλημα;»

Εκείνη τη στιγμή, ο Μάσκεν είδε το Χάουαρντ Γουίλζι, τον Eισαγγελέα, να μπαίνει στο δωμάτιο, που βρισκόταν από πίσω και, για μία στιγμή το μυαλό του αποσπάστηκε από την ερώτηση.

«Εμ... ε... φαίνεται ότι είναι διαταραγμένος, κατά κάποιο τρόπο. Τώρα, κύριοι, με συγχωρείτε. Νομίζω ότι ο Εισαγγελέας θέλει να κάνει μία κουβέντα μαζί μου».

Υπήρξε ένα μουρμουρητό με ευχαριστίες ρουτίνας, καθώς οι δημοσιογράφοι άρχισαν να αρπάζουν αντίγραφα από τη δήλωση και οι καμεραμάν, ξεκίνησαν να αποσυναρμολογούν τον εξοπλισμό τους. Ο Εισαγγελέας, παραμέρισε με ευγένεια το πλήθος των εκπροσώπων του Τύπου, για να φτάσει στη μεριά του Σερίφη. Ο Χάουαρντ Γουίλζι ήταν ένας ψηλός, αφύσικα αδύνατος άνδρας, με μία απαίσια μύτη σαν γεράκι και υγρά μάτια, τα οποία πάντα φαίνονταν έτοιμα να δακρύσουν. Ήταν Εισαγγελέας, κυρίως, επειδή ήταν ανίκανος να πετύχει στην ιδιωτική άσκηση της δικηγορίας.

«Πάμε στο γραφείο σου», είπε όταν έφτασε το Σερίφη.

Πίσω στο, συγκριτικά, ήρεμο γραφείο του, ο Μάσκεν ένιωσε πολύ πιο άνετα. Ήταν σαν η αγριόγατα που είχε πέσει πάνω στην πλάτη του, να είχε αποδειχθεί ότι ήταν, τελικά, απλά ένα λούτρινο παιχνίδι. Η υποχώρηση της πίεσης ήταν μία ευλογία. Ο Γουίλζι, από την άλλη, ήταν νευρικός. Είχε βάλει ένα τσιγάρο στο στόμα του, προτού καν ο Μάσκεν του προτείνει να καθίσει. «Λοιπόν, Χάουαρντ» είπε ο Σερίφης, προσπαθώντας να πάρει πρόσχαρο ύφος, «χρειάζεται να ρωτήσω τι σε έφερε ως εδώ, τόσο νωρίς το πρωί;»

Ο Γουίλζι είτε δεν άκουσε την ερώτηση είτε την αγνόησε. «Δε μου αρέσουν όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι», είπε. «Μακάρι, να μην τους είχες μιλήσει. Είναι τόσο δύσκολο, να ξέρεις τι είναι σωστό να πεις, σήμερα. Μία λάθος λέξη και το Ανώτατο Δικαστήριο, θα αλλάξει όλη την απόφαση».

«Νομίζω ότι υπερβάλλεις λίγο».

«Μην είσαι τόσο σίγουρος. Και, σε κάθε περίπτωση, όσο περισσότερα λες, τόσο πιο πολύ προκαταλαμβάνεις τους μελλοντικούς ενόρκους».

«Ίσως. Αλλά, έστω κι έτσι να είναι, τι άλλο μπορούσα να κάνω;»

«Θα μπορούσες να έχεις αρνηθεί να κάνεις το οποιοδήποτε σχόλιο. Να έλεγες απλά: Επεξεργαζόμαστε την υπόθεση και θα σας ενημερώσουμε, όταν τελειώσουμε. Να έμενες σιωπηλός, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα».

Η σκέψη αυτή δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του Μάσκεν. Αντέδρασε παρορμητικά, έχοντας ένα μικρόφωνο να κραδαίνεται μπροστά στο στόμα του: μίλησε. Το όλο μαρτύριο θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί με τις λέξεις «κανένα σχόλιο», μόνο που εκείνος δεν τις σκέφτηκε. Αναρωτιόταν τι θα έκανε ο περισσότερος κόσμος, υπό αυτές τις συνθήκες. Ήταν μεγάλο πράγμα που η τηλεόραση και ο Τύπος κατέφευγε σε αυτούς – σε ανθρώπους που διαφορετικά δε θα άρθρωναν λέξη, νιώθοντας υπεύθυνοι προς τους προς τους άλλους, για να τους βοηθήσουν στη διάδοση των ειδήσεων.

Ανασήκωσε τους ώμους. «Τώρα είναι πολύ αργά, για να κάνω κάτι γι’ αυτό. Ας ελπίσουμε ότι δε θα πλήξει πολύ άσχημα το σκοπό μας. Τώρα, για τι πράγμα ήθελες να μιλήσουμε;»

«Πριν λίγα λεπτά, είχα ένα τηλεφώνημα από τον Γουέσλι Στόουναμ». Ο τρόπος που είπε εκείνες τις λέξεις, ακούστηκε στο Μάσκεν σαν το τηλεφώνημα να προερχόταν από έναν φλεγόμενο θάμνο. Ο Εισαγγελέας ήταν ένας άντρας που ήξερε τις ελλείψεις που είχε στη ζωή και συνειδητοποιούσε ότι, χωρίς αυτή τη θέση στο Δημόσιο, ήταν μία αποτυχία. Κατά συνέπεια, το να κρατήσει τη δουλειά του ήταν πρωταρχική έννοια στο μυαλό του, συνεχώς – ειδικά όταν του τηλεφωνούσε ένας άνδρας, του οποίου η ισχύς στην Κομητεία, αυξανόταν τόσο γρήγορα.

«Τι είχε να πει;», ρώτησε ο Μάσκεν.

«Ήθελε να ξέρει αν έχουν γίνει συλλήψεις για τη δολοφονία της γυναίκας του».

«Θεέ μου! Ακόμη κι εγώ έμαθα για τη δολοφονία, πριν δύο ώρες και κανένας δεν είχε αρκετή ευσυνειδησία, ώστε να έρθει να ομολογήσει το έγκλημα. Τι περιμένει από εμάς, τέλος πάντων;»

«Χαλάρωσε, Τζον. Είμαστε όλοι πιεσμένοι. Φαντάσου πώς αισθάνεται εκείνος – έφτασε στην καλύβα, αργά τη νύχτα και βρίσκει ένα... αιματηρό χάος. Τη γυναίκα του κομματιασμένη. Είναι φυσιολογικό να είναι συντετριμμένος και να παραλογίζεται».

«Είχε καμία πρόταση για το ποιος πιστεύει ότι μπορεί να το έκανε;», ο Μάσκεν συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η πιο σωστή ερώτηση που έπρεπε να απευθύνει στο Στόουναμ, αλλά ο Εισαγγελέας φαινόταν να λειτουργεί για λογαριασμό του Στόουναμ.

«Ναι, πράγματι είχε. Ανέφερε αυτούς τους χίπηδες που μένουν στο Φαράγγι Τοτίδο. Ξέρεις, αυτό το κοινόβιο».

Ο Μάσκεν ήξερε, πράγματι, «αυτό το κοινόβιο». Το Τμήμα του λάμβανε, κατά μέσο όρο, δώδεκα τηλεφωνήματα την εβδομάδα γι’ αυτούς κι έτσι γινόταν από τότε που μετακόμισαν στην άλλοτε εγκαταλελειμμένη περιοχή, τρεις μήνες πριν. Το Σαν Μάρκος ήταν μία πολύ συντηρητική κοινότητα, αποτελούμενη από ηλικιωμένα ζευγάρια συνταξιούχων, οι οποίοι έδειχναν λίγη ή καθόλου ανοχή απέναντι στους ιδιαίτερα διαφορετικούς τρόπους ζωής, που είχαν υιοθετήσει τα νεαρά μέλη του κοινοβίου του Τοτίδο. Όποτε έλειπε κάτι, οι υποψίες έπεφταν, κάθε φορά, πρώτα, στα μέλη του κοινοβίου.

Ένας άντρας, που λεγόταν Καρλ Πολάσκι, ήταν υπεύθυνος της ομάδας. Ο Μάσκεν τον ήξερε πολύ λίγο, αλλά φαινόταν έξυπνος και λογικός άνθρωπος. Λίγο μεγάλος, κατά τη γνώμη του Σερίφη, για να ζει κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλά από την άλλη μεριά, έδινε λίγη από την ωριμότητά του στους νέους του κοινοβίου. Τους κρατούσε σε τάξη. Έως σήμερα, καμία από τις κατηγορίες που επιρρίφθηκαν, σε οποιοδήποτε μέλος των χίπηδων, δεν είχε υπόσταση. Ο Μάσκεν είχε αναπτύξει έναν ακούσιο σεβασμό για τον Πολάσκι, παρόλο που ο τρόπος ζωής που είχε επιλέξει ερχόταν σε αντίθεση με τον τρόπο ζωής του Σερίφη.

«Τι τον κάνει να πιστεύει ότι αυτοί εμπλέκονται σ’ αυτό;»

«Πιστεύεις ότι φυσιολογικοί άνθρωποι θα τεμάχιζαν, κατ’ αυτό τον τρόπο, ένα πτώμα; Αυτοί οι χίπηδες ζουν μόλις 1,5 χιλιόμετρο από την καλύβα του Στόουναμ. Μπορεί μία ομάδα από αυτούς να μαζεύτηκε και να πήγε εκεί—»

«Αυτή είναι δική σου θεωρία, ή του Στόουναμ;»

«Τι σημασία έχει;», ρώτησε ο Γουίλζι, με τον τόνο του να γίνεται ιδιαίτερα αμυντικός. «Σημασία έχει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι παράξενοι. Πιστεύουν ότι οι συνήθειες του κανονικού κόσμου, δεν τους ταιριάζουν. Ποιος ξέρει για τι είναι ικανοί; Προσπαθούμε να τους ξεφορτωθούμε, από τότε που μετακόμισαν εδώ. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ταραξίες, αυτός ο όχλος.»

«Χάουαρντ, ξέρεις, όπως κι εγώ, ότι τίποτα δεν έχει αποδειχθεί εις βάρος τους—»

«Αυτό δε σημαίνει ότι είναι αθώοι, έτσι; Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά».

Ο Μάσκεν έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και στένεψε τα μάτια του, καθώς κοιτούσε τον Εισαγγελέα. « Ο Στόουναμ σου επιβλήθηκε, πραγματικά, έτσι;»

Ο Γουίλζι αγρίεψε. «Και τι μ’ αυτό; Μπορεί να το ξεχνάς, κάποιες φορές, Τζον, αλλά είμαστε τα μικρά ψάρια, σε αυτά τα νερά. Ο Στόουναμ είναι το μεγάλο. Εγώ κι εσύ πρέπει να ξαναβάλουμε υποψηφιότητα για τις θέσεις μας, του χρόνου, το θυμάσαι; Και σε διαβεβαιώνω, ότι η βοήθεια του Στόουναμ θα είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτη στην εκστρατεία μου».

Ο Σερίφης αναστέναξε. «Εντάξει, για το χατίρι σου, θα πάω να μιλήσω με τον Πολάσκι—»

«Όχι μόνο να του μιλήσεις», ο Γουίλζι έβγαλε κάποια χαρτιά από την τσέπη του παλτού του. «Μπήκα στον κόπο να βγάλω ένα ένταλμα για τη σύλληψή του». Πέταξε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο.

Ο Σερίφης τα κοίταξε, κατάπληκτος. «Σκέφτηκες ποτέ την πιθανότητα να κάνεις λάθος;»

Ο Γουίλζι θύμωσε. «Σε αυτή την περίπτωση, θα τον αφήσουμε ελεύθερο και θα απολογηθούμε. Αλλά, για να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη του κόσμου, πρέπει να δράσουμε γρήγορα μπροστά σε κάτι τόσο σημαντικό».

«Χάουαρντ, ξέρω ότι μπορεί να ακουστεί εγωιστικό, αλλά θα μπορούσαν να μου κάνουν μήνυση για λανθασμένη σύλληψη».

«Πίστεψέ με, δε θα φτάσουμε ως εκεί. Εξάλλου, εγώ σε οδηγώ στη σύλληψη και, πιστεύω, ότι υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία».

«Τι αποδεικτικά στοιχεία;»

«Αυτό το μήνυμα στον τοίχο – Θάνατος στα γουρούνια. Αυτό είναι σλόγκαν των χίπηδων, σωστά;»

«Υποθέτω πως ναι».

Ο Γουίλζι σηκώθηκε να φύγει. «Έχε μου εμπιστοσύνη, Τζον. Απλά, πήγαινε να συλλάβεις τον Πολάσκι και σου υπόσχομαι ότι όλα θα πάνε καλά».

Για περίπου πέντε λεπτά, μετά την αναχώρηση του Γουίλζι, ο Μάσκεν παρέμεινε καθιστός, αναρωτώμενος πόσο χειρότερη θα γινόταν αυτή η μέρα, πριν το τέλος της. Κοίταξε για πολύ ώρα το ένταλμα σύλληψης, προτού, τελικά, σηκωθεί και το πάρει πάνω από το γραφείο του.

Ορδεσ

Подняться наверх