Читать книгу Ο Αγαθούλης - Voltaire, Вольтер - Страница 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX
Τι συνέβη στην Κυνεγόνδη, στον Αγαθούλη, στο μέγαν Ιεροξεταστή και στον Εβραίο
ОглавлениеΑυτός ο Ισσάχαρ ήταν ο πιο χολερικός Εβραίος, που υπήρξε στη φυλή του Ισραήλ από την εποχή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας.
– Πώς! είπε· σκύλλε Γαλιλαίε, δε μας φτάνει ο Κύριος Ιεροξεταστής; Πρέπει κι' αυτός ο κανάγιας να κάμνη μαζί μου μοιρασά;
Λέγοντας τούτα τραβά ένα μακρύ μαχαίρι, που τόχε πάντα μαζί του και νομίζοντας, πως ο αντίπαλος του ήταν άοπλος, ρίχνεται πάνω του. Αλλ' ο αγαθός μας Βεστφαλιανός είχε πάρει ένα ωραίο σπαθί από τη γριά μαζί με το κοστούμι. Τραβάει το σπαθί του, αν και ήταν άνθρωπος μαλακός, και σου ξαπλώνει τον Ισραηλίτη ξερόν πάνω στις πλάκες, στα πόδια της ωραίας Κυνεγόνδης.
– Παναγία Παρθένε! φώναξεν εκείνη, τι θα κάνομε τώρα; Ένας άνθρωπος σκοτωμένος σπίτι μου! Αν η δικαιοσύνη έρθη, ήμαστε χαμένοι.
– Εάν δεν είχαν κρεμάσει τον Παγγλώσση, είπεν ο Αγαθούλης, θα μας έδινε καλή συμβουλή σ' αυτή μας την απόγνωση, γιατί τανε μέγας φιλόσοφος. Τώρα που λείπει, ας συμβουλευτούμε τη γριά.
Ήτανε πολύ μυαλωμένη κι άρχισε να λέγη τη γνώμη της, όταν μια άλλη θύρα ανοίγει. Ήτανε μια μετά τα μεσάνυχτα, άρχιζε η Κυριακή. Αυτή η μέρα ανήκε στο σεβασμιώτατο Ιεροξεταστή. Μπαίνει και βλέπει το μαστιγωμένον Αγαθούλη με το σπαθί στο χέρι, έναν σκοτωμένον χάμου, τη Κυνεγόνδη ξώφρενη και τη γριά δίνοντας συμβουλές.
Ιδού τι συνέβη αυτή τη στιγμή μέσα στην ψυχή του Αγαθούλη και πώς σκέφτηκε: Εάν ο άγιος άνθρωπος καλέση βοήθεια, θα με κάψη ασφαλώς στη φωτιά και μπορεί να κάνη το ίδιο και στην Κυνεγόνδη. Μ' έχει μαστιγώσει ανελέητα· είναι ο αντίπαλός μου· άρχισα τώρα να σκοτώνω· δεν υπάρχει καιρός για δισταγμούς.
Αυτές οι σκέψεις υπήρξαν καθαρές και γρήγορες· και δίχως να δώση καιρό στον Ιεροξεταστή να συνέρθη από την έκπληξή του, τον τρυπά πέρα ως πέρα και τον ρίχνει πλάι στον Εβραίο.
– Να κι' άλλος, είπε η Κυνεγόνδη. Δεν υπάρχει γλυτωμός, είμαστε αφωρισμένοι, η τελευταία μας ώρα έφτασε. Πώς έγινε σεις, που γεννηθήκατε τόσο ήμερος να σκοτώνετε σε δυο λεφτά έναν Εβραίο κι' έναν επίσκοπο!
– Ωραία μου Κυνεγόνδη, απάντησεν ο Αγαθούλης, όταν κανείς είναι ερωτευμένος, ζηλιάρης και μαστιγωμένος από τα ιεροδικεία, δε γνωρίζει πια τον εαυτό του!
Τότες η γριά έλαβε το λόγο και είπε: Υπάρχουν τρία ανδαλούσια άλογα στο σταύλο με τις σέλλες τους και τα χάμουρά τους. Ο γενναίος Αγαθούλης ας τα ετοιμάση· η κυρία έχει χρυσαφικά και διαμάντια, ας ανεβούμε γρήγορα στ' άλογα, αν και δε μπορώ να κάτσω παρά στο ένα κωλομέρι, κι' ας το δίνομε για τα Γάδειρα. Κάμνει τον ωραιότερο καιρό του κόσμου κ' είναι πολύ ευχάριστο να ταξιδεύη κανείς με τη νυχτερινή δροσιά.
Ευθύς ο Αγαθούλης σελλώνει τα τρία άλογα. Η Κυνεγόνδη, η γριά κι' αυτός κόβουν τριάντα μίλλια μονορούφι. Ενώ αυτοί απομακρυνόντανε, η Ιερά Εξέταση φτάνει στο σπίτι· θάβουν τον σεβασμιώτατο σε μίαν ωραία εκκλησία και ρίχνουν τον Ισσάχαρ στα σκουπίδια. Ο Αγαθούλης, η Κυνεγόνδη κ' η γριά ήσαν τώρα στη μικρή πόλη Αβασένα, ανάμεσα στα βουνά της Σιέρρα Μορένα και μιλούσαν ως εξής μέσα σε μια ταβέρνα.