Читать книгу Ο Αγαθούλης - Voltaire, Вольтер - Страница 2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Πώς ο Αγαθούλης ανατράφηκε σ' έναν ωραίον πύργο και πώς διώχτηκε απ' εκεί

Оглавление

Ζούσε στη Βεστφαλία, στον πύργο του κυρίου βαρώνου Τούντερ-τεν- τρονκ, ένας νέος, που η φύση τούχε δώσει το μαλακώτερο χαρακτήρα. Η φυσιογνωμία του φανέρωνε την ψυχή του. Η κρίσις του ήτανε πολύ σωστή και το πνεύμα του πολύ απλό: γι' αυτόν το λόγο, νομίζω, τον ωνόμασαν Αγαθούλη. Οι παλιοί υπηρέτες του σπιτιού είχαν την υποψία, πως ήτανε γυιός της αδελφής του κυρίου βαρώνου κ' ενός τιμίου ευπατρίδη από τα περίχωρα, που η δεσποινίς αυτή δε δέχτηκε ποτές να τον παντρευτή, γιατί, δε μπορούσε να δείξει περισσότερες από εβδομήντα μια γεννιές, ενώ το υπόλοιπο του γεννεαλογικού του δένδρου χανότανε μέσα στο αίσχος του χρόνου.

Ο κύριος βαρώνος ήταν ένας από τους δυνατώτερους άρχοντες της Βεστφαλίας, γιατί ο πύργος του είχε πόρτα και παράθυρα. Μάλιστα η μεγάλη του σάλα ήταν στολισμένη με χαλιά. Όλα τα φυλακόσκυλλά τους τα μεταχειριζότανε σε ώρα ανάγκης, για κυνήγι. Οι σταυλίτες του ήσαν και κυνηγοί του. Ο εφημέριος του χωριού ήταν ο ιδιαίτερος του παππάς. Τον ωνόμαζαν όλοι Αφέντη και γελούσαν, όταν διηγότανε καμιά ιστορία!

Η κυρία βαρωνέσσα, που ζύγιαζε πάνω-κάτω τριακόσιες πενήντα λίτρες, είχε γι' αυτό τη γενικήν εχτίμηση και δεχότανε τον κόσμο με αξιοπρέπεια, που την έκαμνε ακόμα πιο επιβλητική. Η κόρη της η Κυνεγόνδη, ηλικίας δεκαεπτά χρονών, ήτανε ροδοκόκκινη, δροσάτη, παχουλή, ορεχτική. Ο γυιός του βαρώνου φαινότανε σε όλα άξιος του πατέρα του. Ο καθηγητής Παγγλώσσης ήτανε το μαντείο του σπιτιού κι' ο μικρός Αγαθούλης άκουε τη διδασκαλία του μ' όλη την καλή πίστη της ηλικίας του και του χαρακτήρα του.

Ο Παγγλώσσης δίδασκε τη μεταφυσικό-θεολογο-κοσμολογο-μηδαμινολογία. Απόδειχνε θαυμάσια, πως δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία και πως σ' αυτόν τον κόσμο, τον καλύτερον απ' όλους, ο πύργος του Άρχοντα βαρώνου ήταν ο ωραιότερος απ' όλους τους πύργους κ' η κυρία η καλύτερη απ' όλες τις βαρωνέσσες.

– Είναι αποδειγμένο, έλεγε, πως τα πράγματα δε μπορούν νάναι αλλιώς, διότι, αφού όλα έγιναν για κάπιο σκοπό, όλα αναγκαστικά έγιναν για τον καλύτερο σκοπό. Παρατηρήστε καλά, πως οι μύτες έγιναν για να φορούν γυαλιά· κ' έτσι έχομε γυαλιά. Τα πόδια είναι ολοφάνερα, κανωμένα για να φορούν παπούτσα, κ' έτσι έχουμε παπούτσα. Οι πέτρες επλάσθηκαν για να πελεκιούνται και για να κάμνομε πύργους· έτσι ο Αφέντης έχει ένα υπερβολικά ωραίον πύργο: ο μεγαλύτερος βαρώνος της επαρχίας οφείλει νάχει την καλύτερη κατσίκα· και επειδή τα γουρούνια έγειναν για να τρώγονται, τρώμε χοιρινό κρέας όλον το χρόνο. Συνεπώς, εκείνοι, που παραδέχονται, πως όλα είναι καλά, είπαν μια ανοησία· έπρεπε να πουν, πως όλα είναι καλύτερα!

Ο Αγαθούλης άκουε προσεχτικά και πίστευε αθωότατα. Γιατί έβρισκε τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη εξαιρετικά όμορφη, αν και δεν έλαβε ποτέ το θάρος να της το πη. Έφτανε στο συμπέρασμα, πως μετά την ευτυχία νάχει κανείς γεννηθή βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρονκ, ο δεύτερος βαθμός της ευτυχίας ήτανε να υπάρχει η δεσποινίς Κυνεγόνδη· ο τρίτος να τη βλέπει καθημερινά· και ο τέταρτος ν' ακούει τον Διδάσκαλο Παγγλώσση, τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της επαρχίας και συνεπώς όλης της Γης!

Μια μέρα, η δεσποινίς Κυνεγόνδη, περιδιαβάζοντας κοντά στο παλάτι, μέσα στο μικρό δάσος που τ' ωνομάζανε πάρκο, είδε μέσα σε κάτι χαμόκλαδα τον δόχτορα Παγγλώσση, που έδινε ένα μάθημα φυσικής πειραματικής στην καμαριέρα της μητέρας της, μια μικρούλα μελαχροινή και πολύ καλόβολη. Και καθώς η δεσποινίς Κυνεγόνδη είχε μεγάλη κλίση για τις επιστήμες, παρατηρούσε χωρίς ν' ανασαίνει τα δευτερωμένα πειράματα, στα οποία βρέθηκε θεατής. Είδε καθαρά τον αποχρώντα λόγο του δόχτορα, τις αιτίες και τ' αποτελέσματα, κ' επέστρεψε όλη ταραγμένη, όλη σκεφτική, όλη γεμάτη από την επιθυμία να γίνει σοφή, συλλογιζόμενη πως μπορούσε πολύ καλά να γίνει κι' αυτή ο αποχρών λόγος του νεαρού Αγαθούλη, όπως κι' αυτός δικός της.

Γυρίζοντας στο παλάτι συνάντησε τον Αγαθούλη και κοκκίνισε. Ο Αγαθούλης κοκκίνισε κι' αυτός. Τον καλημέρισε με μια φωνή κομμένη. Ο Αγαθούλης της μίλησε χωρίς να ξέρει τι έλεγε. Την άλλη μέρα, μετά το δείπνο, καθώς βγαίνανε από την τραπεζαρία, η Κυνεγόνδη και ο Αγαθούλης βρεθήκανε πίσω από ένα παραβάν η Κυνεγόνδη άφησε να της πέση το μαντήλι, ο Αγαθούλης το σήκωσε· εκείνη τούπιασε το χέρι αθώα, ο νέος φίλησε αθώα το χέρι της νεαράς δεσποινίδος με μια ζωηρότητα, ένα αίσθημα, μια χάρη ολότελα ξεχωριστή· τα στόματά τους συναντήθηκαν, τα μάτια τους εφλογίστηκαν, τα πόδια τους τρεμουλιάσανε, τα χέρια τους παραστράτησαν. Ο Κύριος βαρώνος του Τούντκρ-τεν-τρονκ πέρασε πλάι από το παραβάν, και βλέποντας αυτήν την αιτία κι' αυτό το αποτέλεσμα, έδιωξε τον Αγαθούλη από τον πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό· η Κυνεγόνδη λιποθύμησε· μόλις συνήλθε μπατσίστηκε από την κυρία βαρωνέσσα: και όλα έγιναν θλιβερά μέσα στο ωραιότερο και ευχαριστότερο παλάτι, που ήταν δυνατό να υπάρξη.

Ο Αγαθούλης

Подняться наверх