Читать книгу Ο Αγαθούλης - Voltaire, Вольтер - Страница 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Τρικυμία, ναυάγιο, σεισμός και τι απέγινε ο δόχτορας Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης και ο αναβαφτιστής Ιάκωβος
ОглавлениеΟι μισοί επιβάτες άρρωστοι, ξεψυχώντας απ' αυτές τις ανυπόφορες αγωνίες, που το κούνημα του καραβιού προξενεί στα νεύρα και σ' όλα τα υγρά του σώματος, που ταράζονται σε αντίθετες διευθύνσεις, δεν είχαν ούτε καν τη δύναμη ν' ανησυχήσουν για τον κίνδυνο. Οι άλλοι μισοί ξεφωνούσαν και προσευχόντανε. Τα πανιά ήτανε σκισμένα, τα κατάρτια σπασμένα, το καράβι ανοιγμένο. Σάλευε όποιος μπορούσε, κανείς δε συνενοούτανε, κανένας δεν κυβερνούσε. Ο αναβαπτιστής βοηθούσε λιγάκι στην κυβέρνησι του καραβιού· ήτανε πάνω στη γέφυρα: ένας ναύτης θυμωμένος τόνε χτυπά απότομα και τον ξαπλώνει στα σανίδια: Αλλ' από το χτύπημα, που τούδωσε, τινάχτηκε κι' ο ίδιος τόσο δυνατά, πούπεσε έξω από το καράβι με το κεφάλι κάτω. Έμενε κει κρεμασμένος και γαντζωμένος από ένα κομμάτι σπασμένου καταρτιού. Ο αγαθός Ιάκωβος τρέχει να τον βοηθήση, τον βαστάει να ξανανέβη, αλλ' από την προσπάθεια, που κάμνει, γλυστράει και πέφτει στη θάλασσα μπροστά στα μάτια του ναύτη, που τον αφήνει να χαθή χωρίς να γυρίση να τον ιδή. Ο Αγαθούλης πλησιάζει, βλέπει τον ευεργέτη του που ξαναφαίνεται μια στιγμή και που βυθίζεται για πάντα. Θέλει να ριχτή στη θαλασσα· ο φιλόσοφος Παγγλώσσης τον εμποδίζει, αποδείχνωντάς του, πως ο κόρφος της Λισσαβώνας κατασκευάσθηκε επίτηδες για να πνιγή σ' αυτόν ο αναβαφτιστής. Ενώ το απόδειχνε 2a priori, το καράβι ανοίγει στη μέση κι' όλοι χάνονται εξόν από τον Παγγλώσση, τον Αγαθούλη και αυτόν τον βάναυσο ναύτη, πούχε πνίξη τον ενάρετο αναβαφτιστή· ο κατεργάρης κολύμπησε πετιχυμένα ως την παραλία όπου ο Παγγλώσσης και ο Αγαθούλης είχαν φτάσει πάνω σε μια σανίδα.
Όταν συνήλθαν λιγάκι βάδισαν προς τη Λισσαβώνα· τους έμειναν ολίγα χρήματα, με τα οποία έλπιζαν να γλυτώσουν από την πείνα, αφού γλύτωσαν από την τρικυμία.
Μόλις επάτησαν το πόδι τους στην πόλη, κλαίοντας το θάνατο του ευεργέτη τους, και νοιώθουν να τρέμει η γης κάτου από τα πόδια τους. Η θάλασσα υψώνεται βράζοντας μέσα στο λιμάνι και σπάζει τα αγκυροβολημένα καΐκια. Φλογοστρόβιλοι με στάχτες σκεπάζουν τους δρόμους και τις δημόσιες πλατείες. Τα σπίτια γκρεμίζονται, οι στέγες αναποδογυρίζονται πάνω στα θεμέλια, τα θεμέλια σκορπίζονται. Τριάντα χιλιάδες κάτοικοι κάθε ηλικίας και κάθε γένους πλακωθήκαν κάτου από τα ερείπια. Ο ναύτης έλεγε σφυρίζοντας και βλασφημώντας:
– Κάτι θα βγάλουμε δω πέρα.
– Ποιος είναι ο αποχρών λόγος αυτού του φαινομένου; έλεγεν ο Παγγλώσσης.
– Να! η τελευταία μέρα του κόσμου, φώναξε ο Αγαθούλης.
Ο ναύτης τρέχει αβάσταχτος μέσα στα χαλάσματα, αντιμετωπίζει το θάνατο για ναύρη χρήματα, βρίσκει, τα παίρνει, μεθά, κι' αφού κοιμήθηκε για να χωνέψει το κρασί, αγοράζει την εύνοια της πρώτης καλόβολης κοπέλλας, που συναντά πάνω στα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών κι' ανάμεσα στους πεθαμένους και σ' αυτούς που ξεψυχούσαν. Ο Παγγλώσσης ωστόσο τόνε τραβούσε από το μανίκι:
– Φίλε μου, τούλεγε, αυτό δεν είναι σωστό. Παραβαίνετε την παγκόσμια λογική, ξοδεύετε άσκημα τον καιρό σας.
– Ξεροκέφαλο, του απάντησε ο άλλος· είμαι ναύτης γεννημένος στην Παλαβία· πάτησα τέσσερις φορές πάνω στον εσταυρωμένο σε τέσσερά μου ταξείδια στην Ιαπωνία· βρήκες τον άνθρωπό σου με την παγκόσμιά σου λογική!
Μερικά κομμάτια πέτρας πλήγωσαν τον Αγαθούλη· που ξαπλωμένος στο δρόμο και σκεπασμένος από χαλάσματα, έλεγε στον Παγγλώσση:
– Αλλίμονο! βρε μου λιγάκι κρασί και λάδι· πεθαίνω.
– Αυτός ο σεισμός δεν είναι κάτι νέο, απάντησε ο Παγγλώσσης. Η πόλη της Λίμας δοκίμασε τα ίδια τινάγματα πέρσυ στην Αμερική. Ίδιες αιτίες, ίδια αποτελέσματα. Υπάρχει ασφαλώς ένα μακρύ στρώμα θειάφι κάτου από τη γης από τη Λίμα ως τη Λισσαβώνα.
– Τίποτε δεν είναι πιθανώτερο απ' αυτό. Όμως, για το θεό, λίγο λάδι και κρασί.
– Πώς πιθανό; απάντησε ο φιλόσοφος. Υποστηρίζω, πως το πράγμα είναι αποδειγμένο
Ο Αγαθούλης έχασε τις αισθήσεις του κι' ο Παγγλώσσης τούφερε λιγάκι νερό από μια γειτονική βρύση.
Την άλλη μέρα, αφού βρήκαν μερικά φαγώσιμα, γλυστρώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, αναστήλωσαν λιγάκι τις δυνάμεις των. Έπειτα βοηθήσανε μαζί με τους άλλους στο φρόντισμα εκείνων, που γλύτωσαν από το θάνατο. Μερικοί κάτοικοι, που τους είχαν βοηθήση, τους δώσαν ένα τόσο ωραίο δείπνο, όσο είναι δυνατό μέσα σε τέτοια καταστροφή. Είναι αλήθεια, πως ήτανε λιγάκι θλιβερό· γιατί οι συμπότες βρέχαν το ψωμί τους με δάκρυα. Αλλ' ο Παγγλώσσης τους παρηγόρησε, βεβαιώνοντάς τους, πως τα πράγματα δε μπορούσαν να γίνουν αλλιώς. Γιατί έλεγε, όλ' αυτά είναι όσο μπορούνε καλύτερα· γιατί αν υπάρχη ένα ηφαίστειο στη Λισσαβώνα, αυτό δε μπορούσε νάναι αλλού γιατί είναι αδύνατο τα πράγματα να μην είναι κει που είναι· γιατί όλα είναι καλά.
Ένας κοντός άνθρωπος, μαύρος, που σχετιζότανε με την Ιερή Εξέταση, καθισμένος πλάι του, έλαβε ευγενικά το λόγο και είπε!
– Είναι φανερό, πως ο κύριος δεν πιστεύει στο προπατορικό αμάρτημα· γιατί αν όλα είναι άριστα, τότε δεν υπάρχει ούτε αμάρτημα ούτε τιμωρία.
– Ζητώ πολύ ταπεινά συγγνώμη από την εξοχότητά σας, απάντησε ο Παγγλώσσης πολύ ευγενικώτερα. Η πτώση του ανθρώπου και η κατάρα του Θεού μπαίνουν αναγκαστικά μέσα στον άριστο των κόσμων.
– Ο κύριος δεν πιστεύει λοιπόν στην ελευθερία; είπε ο μαύρος άνθρωπος
– Η εξοχότητά σας θα με συγχωρήση, είπε ο Παγγλώσσης. Η ελευθερία μπορεί να συνυπάρχη με την απόλυτη αναγκαιότητα, γιατί ήτανε αναγκαίο νάμαστε ελεύθεροι. Γιατί επί τέλους η ετεραρχική θέλησις,.
Ο Παγγλώσσης δεν πρόφθασε να τελειώση τη φράση, όταν ο μαύρος άνθρωπος έκαμε ένα σημάδι στον ακόλουθό του, που του σερβίριζε κρασί του Πορτό ή του Οπόρτο.