Читать книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич, Henryk Sienkiewicz - Страница 11

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'

Оглавление

Επί τινας ημέρας μετά ταύτα ο Χίλων ουδαμού εφαίνετο. Ο Βινίκιος, όστις από της στιγμής καθ' ην τα αισθήματα της Λιγείας του έγιναν γνωστά, επεθύμει μανιωδέστερον ακόμη να την επανεύρη, ήρχισε να κάμη ερεύνας προσωπικώς, διότι δεν ήθελεν ούτε ηδύνατο να ζητήση συνδρομήν από τον Καίσαρα, τον οποίον κατέτρυχεν η κατάστασις της υγείας της μικράς Αυγούστας.

Ούτε αι θωπείαι, ούτε αι προσευχαί, αι ευχαί και η ιατρική επιστήμη, ούτε όλα τα είδη της μαγγανείας, των οποίων έκαμον χρήσιν μέχρι τέλους, ηδυνήθησαν να αποτρέψουν το δυστύχημα. Μετά οκτώ ημέρας η παιδίσκη απέθανεν.

Η αυλή και η πόλις επένθησαν. Ο Καίσαρ, όστις εις την γέννησιν της παιδίσκης είχε γίνει τρελλός από χαράν, τώρα κατέστη τρελλός από απελπισίαν.

Ο Πετρώνιος ήτο λίαν ανήσυχος. Όλη η πόλις εγνώριζεν ήδη ότι η Ποππέα απέδιδε τον θάνατον εις μαγείας. Οι ιατροί επανελάμβανον τούτο μεριμνώντες να κολάσουν την αποτυχίαν της τέχνης των, και μετ' αυτών οι ιερείς, των οποίων αι θυσίαι απεδείχθησαν ανίσχυροι, και οι μάγοι, οίτινες έτρεμον διά την ζωήν των, και ο λαός. Επί δύο ημέρας ο Καίσαρ δεν έλαβε τροφήν και αν και το Παλάτιον επολιορκείτο από πλήθη συγκλητικών και πατρικίων, οίτινες υπέβαλλον τα συλλυπητήριά των, εκείνος δεν ήθελε να ίδη κανένα.

Ο Πετρώνιος ήτο ευχαριστημένος, διότι είχε γείνει άφαντος η Λίγεια. Αλλ' επειδή δεν ήθελε να γίνη κακόν εις τους Αούλους, ούτε εις τον εαυτόν του, καθώς και εις τον Βινίκιον, ευθύς ως ήρθη η κυπάρισσος, ήτις είχε τοποθετηθή έμπροσθεν του Παλατινού εις ένδειξιν πένθους, μετέβη εις την υποδοχήν, ήτις θα εγίνετο διά τους συγκλητικούς και τους πατρικίους. Ήθελε, διά να ενεργήση εν γνώσει της υποθέσεως, να μάθη μέχρι τίνος σημείου η ιδέα των μαγειών ήτο εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα του Νέρωνος.

Με τα βλέμματα ατενώς προσηλωμένα εις έν σημείον του ορίζοντος, ο Νέρων ως απολιθωμένος ήκουε τους παρηγορητικούς λόγους τους οποίους αφθόνως τω παρείχον οι συγκλητικοί και οι ιππόται. Ήτο προφανές ότι, καίτοι έπασχεν, ανελογίζετο προ πάντων το αποτέλεσμα, το οποίον η οδύνη του επέφερεν επί τους παρεστώτας. Ιδών τον Πετρώνιον εσκίρτησε και με τραγικήν φωνήν:

– Ουαί!.. Και συ είσαι αίτιος του θανάτου! Εξ αιτίας σου εισήλθεν εις τα τείχη ταύτα το κακόν πνεύμα, το οποίον δι' ενός βλέμματος απεμύζησε την ζωήν από την καρδίαν της.. Συμφορά μου! Ήθελα οι οφθαλμοί μου να μη έβλεπον ποτέ το φως του ηλίου!. Δυστυχία μου!. Ουαί! Ουαί!

Υψώσας την φωνήν εξέπεμπε σπαρακτικάς κραυγάς. Αλλ' ο Πετρώνιος αιφνιδίως απεφάσισε να ρίψη τον κύβον και να παίξη την τύχην του διά μιας. Τείνας την χείρα, απέσπασε ταχέως το μανδήλιον, το οποίον ο Νέρων είχε περί τον λαιμόν του, και το έθεσεν επί του στόματός του.

– Δέσποτα, είπε με βαθείαν κατάνυξιν, βάλε πυρ εις την Ρώμην και εις το σύμπαν, εν τη λύπη σου, αλλά διατήρησον δι' ημάς την φωνήν σου!

Οι παρεστώτες έμειναν εμβρόντητοι. Και ο ίδιος ο Νέρων εξεπλάγη. Μόνος ο Πετρώνιος έμεινεν απαθής. Εγνώριζε καλώς τι έπραττεν, εγνώριζεν ότι ο Τέρπνος και ο Διόδωρος είχον ρητήν διαταγήν να κλείσωσι το στόμα του Καίσαρος, μόλις ούτος εκβάλλων άμετρον φωνήν, εξέθετε τον λαιμόν του εις κίνδυνον.

– Καίσαρ, εξηκολούθησε μετά της αυτής θλιβεράς αξιοπρεπείας, υπέστημεν μεγάλην απώλειαν. Ας μας μείνη τουλάχιστον ως παρηγορία ο θησαυρός ούτος της φωνής σου!

Το πρόσωπον του Νέρωνος έτρεμε, και μετά μίαν στιγμήν, άφθονα δάκρυα έρρεον από των οφθαλμών του. Εστηρίχθη με τας δύο χείρας επί των βραχιόνων του Πετρωνίου, έθεσε την κεφαλήν επί του στήθους του και επανέλαβε μετά λυγμών:

– Είσαι ο μόνος, ο μόνος όστις εσκέφθης αυτό. Συ μόνος, Πετρώτριε· συ μόνος!

Ο Τιγελλίνος ωχρίασεν εκ πείσματος. Ο Πετρώνιος εξηκολούθησε:

– Αναχώρησον εις το Άντιον! Εκεί η μακαρίτις είδε το φως, εκεί εγνώρισες την χαράν, εκεί θα σου έλθη η γαλήνη. Ο αήρ της θαλάσσης θα δροσίση τον λάρυγγά σου τον θείον, οι πνεύμονές σου θα εισπνεύσωσι την άλμην την υγράν. Ημείς, οι πιστοί σου, θα σε ακολουθώμεν παντού και ενώ θα προσπαθώμεν να μετριάζωμεν την λύπην σου διά της φιλίας, συ θα μας παρηγορής διά του άσματός σου.

– Ναι, είπεν ο Νέρων με περίλυπον φωνήν, θα κάμω ύμνον προς τιμήν της, και θα συνθέσω την μουσικήν.

– Και έπειτα θα υπάγης να ζητήσης τον ήλιον εις τας Βαΐας.

– Και έπειτα θα ζητήσω την λήθην εις την Ελλάδα.

– Εις την χώραν της ποιήσεως και του άσματος!

Όταν απήλθε του Παλατιού ο Πετρώνιος μετέβη εις του Βινικίου και του διηγήθη το συμβάν.

– Όχι μόνον απέτρεψα τον κίνδυνον από τον Πλαύτιον και την Πομπωνίαν, αλλά τον απεσόβησα και από ημάς τους δύο και από την Λίγειαν αυτήν, την οποίαν δεν θα καταδιώξουν· υπέβαλα την ιδέαν εις αυτόν τον ξανθοπώγωνα πίθηκον να αναχωρήση διά το Άντιον και εκείθεν διά την Νεάπολιν και τας Βαΐας. Ονειροπολεί να απέλθη εις την Ελλάδα, όπου επιθυμεί να ψάλη εις όλας τας πόλεις τας οπωσούν σημαντικάς, και ύστερον, με τους στεφάνους τους οποίους θα του προσφέρουν οι «Γραικοί», θα κάμη θριαμβευτικήν είσοδον εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ θα δυνηθώμεν να αναζητήσωμεν την Λίγειαν εν πάση ελευθερία, και να την θέσωμεν εις τόπον ασφαλή. Ό,τι και αν ανακαλύψης να μου το αναγγείλης εις το Άντιον, όπου θα μεταβώ με τον Καίσαρα.

– Καλά!

Ητοιμάζοντο να αποχαιρετίσουν αλλήλους, όταν είς δούλος ανήγγειλεν ότι ο Χίλων Χιλωνίδης ανέμενεν εις τον προθάλαμον και εζήτει να εισαχθή πλησίον του οικοδεσπότου.

Ο Βινίκιος διέταξε να τον εισαγάγωσιν αμέσως.

– Χαρά και ευδαιμονία εις τον ευγενή χιλίαρχον και εις σε, δέσποτα, είπεν εισερχόμενος ο Χίλων.

– Χαίρε, νομοθέτα της αρετής και της σοφίας, απήντησεν ο Πετρώνιος.

Ο Βινίκιος ηρώτησε με προσποιητήν αταραξίαν:

– Τι νέα φέρεις;

– Την πρώτην φοράν, αυθέντα, σου έφερα την ελπίδα· τώρα κομίζω την βεβαιότητα, ότι η κόρη θα ανευρεθή.

– Όπερ σημαίνει ότι δεν την ανεύρες μέχρι τούδε;

– Ναι, αυθέντα, αλλ' ανεκάλυψα την έννοιαν του σημείου το οποίον είχε χαράξει έμπροσθέν σου· γνωρίζω τίνες είναι οι άνθρωποι, οίτινες την ήρπασαν και γνωρίζω ποίαν θεότητα λατρεύουσιν.

Ο Βινίκιος ηθέλησε να αναπηδήση από του σκίμποδος, εφ' ου εκάθητο, αλλ' ο Πετρώνιος του έθεσε την χείρα επί του ώμου και είπεν:

– Εξακολούθει.

– Είσαι απολύτως βέβαιος, κύριε, ότι η κόρη εχάραξεν ιχθύν επί της άμμου;

– Μάλιστα.

– Τότε η Λίγεια είναι χριστιανή. Και εκείνοι που την ήρπασαν είναι οι χριστιανοί.

Επηκολούθησε κατάπληξις και σιωπή.

– Άκουσε, Χίλων, είπε τέλος ο Πετρώνιος. Ο ανεψιός μου σου υπεσχέθη γενναίον χρηματικόν ποσόν, εάν ανεύρισκες την κόρην, αλλ' όχι ολιγώτερον ποσόν μαστιγώσεων εάν ζητής να τον απατήσης.

Η κόρη είνε Χριστιανή, αυθέντα, ανέκραξεν ο Έλλην.

– Σκέψου, Χίλων, δεν είσαι ανόητος.

– Ειξεύρομεν ότι κατηγόρησαν την Πομπωνίαν, ότι είναι προσήλυτος των χριστιανικών δεισιδαιμονιών, αλλ' ηξεύρομεν προσέτι, ότι το οικογενειακόν δικαστήριον την απέπλυνεν από της κατηγορίας ταύτης, την οποίαν συ επαναλαμβάνεις τώρα, ως φαίνεται. Μήπως θέλεις να μας πείσης, ότι η Πομπωνία, και μετ' αυτής η Λίγεια ανήκουσιν εις την αίρεσιν των εχθρών του ανθρωπίνου γένους, των φαρμακευτών των κρηνών και φρεάτων, των λατρευόντων μίαν κεφαλήν όνου, των ανθρώπων, οίτινες σφάζουσι τα παιδία και παραδίδονται εις τα ατιμότερα όργια; Σκέψου, Χίλων· η θέσις αύτη, την οποίαν υποστηρίζεις ενώπιόν μας, μήπως είνε κίνδυνος να αντηχήση ως αντίθεσις επί της ράχεώς σου;

Ο Χίλων εξέτεινε τας χείρας του, θέλων να είπη ότι τούτο δεν ήτο σφάλμα του. Και έπειτα προσέθηκε:

– Γιέζους Χρίστους, Ντέι Φίλιους, Σαλβάτωρ. Πρόφερε, αυθέντα, ελληνιστί την φράσιν αυτήν.

– Καλά!.. Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ. Και έπειτα;

– Τώρα, λάβε το αρχικόν γράμμα εκάστης των λέξεων τούτων και ένωσον τα γράμματα ταύτα διά να σχηματίσουν μίαν νέαν λέξιν.

– ΙΧΘΥΣ! είπε μετ' εκπλήξεως ο Πετρώνιος.

– Ιδού διατί ο ιχθύς έγεινε το σύμβολον των χριστιανών, απήντησεν

υπερηφάνως ο Χίλων.

Εσιώπησαν. Εις τον συλλογισμόν του Έλληνος ενυπήρχε τι το αναντίρρητον· οι δύο φίλοι δεν ηδύναντο να κρύψωσι την έκπληξίν των.

– Όπερ σημαίνει, είπεν ο Πετρώνιος, ότι η Πομπωνία και η Λίγεια φαρμακώνονν τα φρέατα, σφάζουν τα παιδία τα αρπαζόμενα από τους δρόμους, και παραδίδονται εις την ακολασίαν, όπως όλοι οι χριστιανοί.

– Είναι βλακεία! Συ, Βινίκιε, διέτριψες επί περισσότερον χρόνον εις την οικίαν των. Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία!

Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν;

– Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο

νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν.

– Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.

– Εάν ο ιχθύς είναι το χριστιανικόν σύμβολον, όπερ μου φαίνεται αναντίρρητον, και αν αυταί είναι χριστιαναί, τότε, μα την Περσεφόνην, οι χριστιανοί δεν είναι οποίοι τους φανταζόμεθα.

– Ομιλείς όπως ο Σωκράτης, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Και ποίος ηρώτησεν ένα χριστιανόν; Τις γνωρίζει το δόγμα των; Προ τριών ετών κατά το ταξείδιόν μου από Νεαπόλεως εις Ρώμην (διατί να μη μείνω εκεί!) είχα συνοδοιπόρον ένα ιατρόν, ονόματι Γλαύκον, τον οποίον έλεγαν χριστιανόν, και όστις με όλον τούτο, έχω πεποίθησιν, ότι ήτο ανήρ χρηστός και ενάρετος.

– Μήπως από τον ενάρετον εκείνον άνδρα έμαθες τι σημαίνει ιχθύς;

– Φευ! όχι, αυθέντα! Κατά το ταξείδιόν εκείνο εις έν ξενοδοχείον ο ενάρετος γέρων επληγώθη διά μαχαίρας, η δε σύζυγός του και το τέκνον του απήχθησαν ως δούλοι υπό εμπόρων. Εγώ υποστηρίζων αυτούς έχασα τα δύο δάκτυλά μου, αλλ' επειδή οι χριστιανοί, ως λέγουσιν ευνοούνται από τα θαύματα, ελπίζω ότι τα δάκτυλά μου θα γίνουν.

– Πώς; Έγινες χριστιανός;

– Από χθες, κύριε, από χθες! Αυτός ο ιχθύς είναι η αιτία. Ακούσατέ με, μεγάλοι αυθένται. Η ανακάλυψις την οποίαν έκαμα είναι σπουδαιοτάτη· δεν ευρήκα ακόμη την νεαράν κόρην, αλλά γνωρίζω την οδόν επί της οποίας πρέπει να την ζητήσω. Εστείλατε τους δούλους σας εις όλην την πόλιν. Σας έφεραν την ελαχίστην ένδειξιν; Όχι! Εγώ μόνος σας έδωσα μίαν. Επί πλέον θα είπω τα εξής: Μεταξύ των δούλων σας δυνατόν να υπάρχουν, εν αγνοία σας, χριστιανοί, επειδή η θρησκεία αύτη εξηπλώθη ήδη πανταχού. Εκείνοι αντί να σας υπηρετούν θα σας προδίδουν. Έχετε μικράν υπομονήν. Τας ημέρας αυτάς δεν έπαυσα να εισέρχωμαι εις τα καπηλεία, όπου η γλώσσα των ανθρώπων λύεται, ούτε εις τα αρτοπωλεία. Διέτρεξα όλας τας οδούς και τα αδιέξοδα. Επεσκέφθην τας κρύπτας των φυγάδων δούλων, έχασα εκατόν περίπου ασσάρια εις αυτό το διάστημα, εισήλθα εις τα πλυντήρια, τα στεγνωτήρια και τα μαγειρεία, είδα ημιονηλάτας και γλύπτας· είδα επίσης ανθρώπους οίτινες θεραπεύουν τας ασθενείας της κύστεως και εξάγουν τους οδόντας· ωμίλησα με εμπόρους ξηρών σύκων, επεσκέφθην τα νεκροταφεία· και ηξεύρετε διατί; Διά να χαράξω παντού τον ιχθύν τούτον, να παρατηρήσω τους ανθρώπους κατάματα και να ίδω τι θα απεκρίνοντο εις το σημείον αυτό. Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει. Εκαθήσαμεν εις τας βαθμίδας της κρήνης εκείνης και μου απήντησεν, ότι εις όλην του την ζωήν είχε συνάξει ολίγον κατ' ολίγον τα απαιτούμενα χρήματα διά να εξαγοράση τον αγαπητόν του υιόν, όστις ήτο δούλος, αλλ' ότι ο αυθέντης του, καλούμενος Πάνσας, του αφήρεσε τα χρήματα ταύτα, κρατήσας πάλιν τον υιόν του ως όμηρον. «Και κλαίω ούτω, είπεν ο γέρων, διότι ματαιοπονώ, λέγων καθ' εαυτόν: ας γίνη το θέλημα του Θεού! δεν δύναμαι, πτωχός αλιεύς, όπου, είμαι να κρατήσω τα δάκρυά μου». Τότε, καταληφθείς υπό τινος προαισθήματος έβρεξα τον δάχτυλόν μου εις τον κάδον και εχάραξα τον ιχθύν· ο χρηστός γέρων, άμα είδε τούτον, είπε: «Και η ιδική μου ελπίς εις τον Χριστόν». Τον ηρώτησα:

«Με ανεγνώρισες από το σημείον τούτο; Ναι· μοι απεκρίθη, «η ειρήνη μετά σου!» Ήρχισα να μανθάνω το μυστικόν και ο αγαθός γέρων μοι διηγήθη τα πάντα. Ο Πάνσας είναι και αυτός απελεύθερος του ενδόξου Πάνσα και μεταφέρει εις την Ρώμην διά του Τιβέρεως τους λίθους τους οποίους δούλοι και εργάται εκφορτώνουν από τας σχεδίας και φέρουν την νύκτα εις τας νεοκατασκευαζομένας οικίας. Μεταξύ αυτών υπάρχουν πολλοί χριστιανοί, εν οις και ο υιός του. Επειδή η εργασία αύτη υπερβαίνει τας δυνάμεις του νεανίου, ο πατήρ του ήθελε να τον εξαγοράση. Ο Πάνσας όμως επροτίμησε να κρατήση και τα χρήματα και τον δούλον. Ανέμιξα τα δάκρυά μου με τα ιδικά του, πράγμα εύκολον, λόγω της αγαθότητος της καρδίας μου και των πόνων τους οποίους μοι προυξένει η υπερβολική οδοιπορία. Παρεπονέθην, διότι φθάσας εκ Νεαπόλεως πρό τινων ημερών, δεν εγνώριζα κανένα από τους αδελφούς μας και δεν ήξευρα πού συνήρχοντο διά να προσευχηθούν. Ηπόρησε, διατί οι εν Νεαπόλει χριστιανοί δεν μου είχον δώσει επιστολάς προς τους εν Ρώμη αδελφούς των, εγώ δε απήντησα, ότι μου τας έκλεψαν καθ' οδόν, Μου είπε τότε να έλθω την νύκτα παρά τον ποταμόν· θα με παρουσίαζεν εις τους αδελφούς, οίτινες θα με ωδήγουν εις τους οίκους της προσευχής και εις τους πρεσβυτέρους τους διευθύνοντας την χριστιανικήν κοινότητα. Εις τους λόγους τούτους εχάρην τόσον πολύ, ώστε του έδωκα τα αναγκαία χρήματα προς απολύτρωσιν του υιού του, ελπίζων ότι ο γενναιόδωρος Βινίκιος θα μου τα αποδώση διπλάσια.

– Χίλων, διέκοψεν ο Πετρώνιος, εις την διήγησίν σου το ψεύδος, καθώς το έλαιον, επιπλέει εις την επιφάνειαν της αληθείας. Είμαι βέβαιος ότι κατά το στάδιον των ερευνών σου έκαμες αποφασιστικόν βήμα, αλλ' είνε περιττόν να περιβάλλης τας ειδήσεις σου με στρώμα δολοπλοκιών. Πώς ονομάζεται ο γέρων, από τον οποίον έμαθες ότι οι χριστιανοί αναγνωρίζονται διά του σημείου του ιχθύος;

– Ευρίκιος, αυθέντα. Ο πτωχός, ο δυστυχής γέρων!

– Πιστεύω ότι πράγματι εγνώρισες αυτόν και ότι θα δυνηθής να επωφεληθής από την συνάντησιν ταύτην, αλλά δεν του έδωκες χρήματα. Δεν του έδωκες ούτε οβολόν, με εννοείς; Δεν του έδωσες τίποτε.

– Αλλά τον εβοήθησα να αντλήση ύδωρ με τους κάδους και ωμίλησα περί του υιού του μετά της μεγαλειτέρας συμπαθείας. Είνε αληθές, κύριε, ότι τίποτε δεν ημπορεί να διαφύγη την οξυδέρκειάν σου. Δεν του έδωσα χρήματα ή μάλλον του έδωσα κατά διάνοιαν και με όλην την ενδόμυχον καλήν θέλησιν, και τούτο έπρεπε να είνε αρκετόν, εάν ήτο αληθής φιλόσοφος.

Ο Πετρώνιος εστράφη προς τον Βινίκιον:

– Μέτρησέ του πέντε χιλιάδες σεστέρτια, αλλά κατά διάνοιαν και ενδομύχως.

Ο Βινίκιος είπε:

– Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και τα χρήματα.

Quo Vadis

Подняться наверх