Читать книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич, Henryk Sienkiewicz - Страница 3

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'

Оглавление

Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του.

Την επαύριον, μετά την επίσκεψίν του εις της Χρυσοθέμιδος, εκοιμήθη σχεδόν καθ' όλην την ημέραν· αλλά την εσπέραν μετέβη εις το Παλατίνον και έλαβεν ιδιαιτέραν συνέντευξιν με τον Νέρωνα· την τρίτην ημέραν ενεφανίσθη έμπροσθεν της οικίας του Πλαυτίου είς εκατόνταρχος επί κεφαλής δεκαπεντάδος πραιτωριανών.

Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν.

Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο. Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια, ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον.

Ο Άουλος αφού κατεπράυνε τας κραυγάς και διέταξε τους περικυκλούντας να διαλυθώσι, μετέβη εις το μέλαθρον, όπου τον επερίμενεν ο εκατόνταρχος.

Ήτο ο γηραιός Γάιος Άστας, άλλοτε υπηρετήσας υπό τας διαταγάς του εις τους πολέμους της Βρεττάνης.

Χαίρε, αρχηγέ, είπεν ο απεσταλμένος. Σου φέρω εκ μέρους του Καίσαρος μίαν προσταγήν και ένα χαιρετισμόν. Ιδού αι πινακίδες και η σφραγίς αίτινες δεικνύουσιν, ότι έρχομαι εξ ονόματός του.

– Είμαι ευγνώμων εις τον Καίσαρα διά τον χαιρετισμόν του και θα εκτελέσω την προσταγήν του. Χαίρε, Άστα. Ποία η εντολή του;

– Άουλε Πλαύτιε, ήρχισεν ο Άστας, ο Καίσαρ έμαθεν, ότι εις την οικίαν σου διαμένει η θυγάτηρ του βασιλέως των Λιγειέων, παραδοθείσα υπό του βασιλέως τούτου ως όμηρος εις τους Ρωμαίους. Ο θείος Νέρων σ' ευχαριστεί, ω αρχηγέ, διότι εφιλοξένησες την κόρην ταύτην, αλλά μη θέλων να σου επιβάλη το βάρος τούτο επί περισσότερον χρόνον και φρονών προσέτι ότι εν τη ιδιότητι του ομήρου η Λίγεια πρέπει να τεθή υπό την προστασίαν αυτού του Καίσαρος και της Συγκλήτου, σε διατάσσει να την παραδώσης εις τας χείρας μου.

Ο Άουλος ήτο ανήρ στρατιωτικός και δραστηριώτατος ώστε δεν ηθέλησε να προφέρη εις απάντησιν διαταγής ματαίους λόγους λύπης ή παραπόνων. Εν τούτοις μία ρυτίς οργής και λύπης ηυλάκωσε το μέτωπόν του, και αφού εξήτασε τας πινακίδας και την σφραγίδα, υψώσας έπειτα τους οφθαλμούς του προς τον γέροντα εκατόνταρχον είπεν ηρέμα:

– Περίμενε εις το Άτριον, Άστα· θα σου παραδοθή η όμηρος.

Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος.

– Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια.

– Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία.

– Ναι.

Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν:

– Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί.

– Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν.

Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε:

– Μητέρα μου! μητέρα μου!

Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην.

– Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν γνωρίζω. Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε, χαρά μας και φως των οφθαλμών μας!

Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού.

Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία. Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας. Αλλ' εάν ο νόμος ο αγιώτερος, υπό τον οποίον ζώμεν και αι δύο, απαγορεύη να βλάπτη τις την ιδίαν ζωήν του, επιτρέπει και επιτάσσει να υπερασπίζεται τις κατά του αίσχους, ακόμη και με θυσίαν της ζωής».

Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον:

– Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου.

Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους.

Είς εξ αυτών μεγαλόσωμος εκ Λιγείας με ηρακλείους ώμους, τον οποίον εκάλουν εις την οικίαν Ούρσον (Αρκούδαν), και ο οποίος είχεν έλθη εις το στρατόπεδον των Ρωμαίων συγχρόνως με την Λίγειαν και την μητέρα της, έπεσεν εις τους πόδας της Πομπονίας λέγων:

– Ω δέσποινα, επίτρεψέ μου ν' ακολουθήσω την κυρίαν μου, διά να την

υπηρετώ και διά να επαγρυπνώ επ' αυτής εις την οικίαν του Καίσαρος.

– Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η

Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του

Καίσαρος;.. Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ'

αυτής;

– Δεν ηξεύρω· ηξεύρω μόνον, ότι αι χείρες μου θραύουν τον σίδηρον ως

ξύλον..

Ο Άουλος Πλαύτιος, χωρίς να αντισταθή εις την επιθυμίαν του Ούρσου, είπεν ότι ολόκληρος η ακολουθία της Λιγείας ώφειλε να τεθή μετ' αυτής υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος.

Εκτός του Ούρσου, η Πομπονία παρεχώρησεν εις την Λίγειαν την γραίαν τροφόν της, δύο Κυπρίας κομμωτρίας, και δύο νεάνιδας εκ Γερμανίας, αίτινες υπηρέτουν εις τα λουτρά. Η εκλογή της έπεσεν επί των οπαδών της νέας διδασκαλίας, την οποίαν και ο Ούρσος επρέσβευεν από πολλών ετών. Έγραψε προς τούτοις λέξεις τινάς συνιστώσα την Λίγειαν εις την προστασίαν της Ακτής, της απελευθέρας του Νέρωνος. Η Πομπονία δεν την συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως.

Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν. Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.

Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την πινακοθήκην.

– Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον. Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι εύκολον να μαντεύση τις ποίος.

– Ο Πετρώνιος;

– Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις ανθρώπους άνευ τιμής.

– Ο Πετρώνιος δεν μας την ήρπασε διά τον Καίσαρα, εξηκολούθησεν ο γηραιός στρατηγός με την συρίζουσαν φωνήν του διότι θα εφοβείτο να κάμη εχθράν την Ποππέαν· το έκαμεν άρα διά τον εαυτόν του ή και διά τον Βινίκιον… εντός της σήμερον θα το μάθω.

Μετ' ολίγον το φορείον τον έφερε προς το Παλατίνον.

Quo Vadis

Подняться наверх